Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Σαν μακρινό απείκασμα

Μα­ρι­λέ­να Πα­παϊωάν­νου
«Κα­τε­βαί­νει ο Κα­μου­ζάς στους Φούρ­νους»
Εκδό­σεις Εστίας
Φε­βρ. 2016

Τα χα­λε­πά χρό­νια της κρί­σης, κά­νουν την παρ­θε­νι­κή τους εμ­φά­νι­ση στο εκ­δο­τι­κό πε­δίο συγ­γρα­φείς γεν­νη­μέ­νοι κα­τά την πρώ­τη πα­σο­κι­κή πε­ρίο­δο, που συ­νι­στά με­τα­πο­λε­μι­κά την κα­τ' ε­ξο­χήν πε­ρίο­δο των πα­χιών α­γε­λά­δων. Συ­μπτω­μα­τι­κά, και η ο­μά­δα των συγ­γρα­φέων, που πρω­το­εμ­φα­νί­ζο­νται πριν 100 χρό­νια, τη δύ­σκο­λη, ε­μπό­λε­μη πε­ρίο­δο, Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων – Α΄ Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, εί­χαν γεν­νη­θεί ε­πί Χα­ρι­λά­ου Τρι­κού­πη, δη­λα­δή σε χρό­νια εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής άν­θη­σης. Εκεί­νων, ό­μως, τα βι­βλία δεί­χνουν θε­μα­τι­κά ε­πι­κε­ντρω­μέ­να, σε α­ντί­θε­ση με τον πο­λυε­στια­κό χα­ρα­κτή­ρα των ση­με­ρι­νών. Ίσως, για­τί, τό­τε, λει­τουρ­γού­σαν ως κα­τευ­θυ­ντή­ριες δυ­νά­μεις οι ι­δε­ο­λο­γι­κο-κοι­νω­νι­κές τά­σεις, που, σή­με­ρα, έ­χουν υ­πο­κα­τα­στα­θεί α­πό κυ­ρίαρ­χες μό­δες. Τό­σο οι πα­λαιό­τε­ροι ό­σο και οι νεό­τε­ροι ε­πι­δί­δο­νται στο διή­γη­μα. Μό­νο που ε­κεί­νοι οι πρώ­τοι α­πο­τέ­λε­σαν μία ο­μά­δα μάλ­λον πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νων διη­γη­μα­το­γρά­φων, έ­να­ντι της πρό­σφα­της, εμ­φα­νώς υ­περ­τι­μη­μέ­νης α­πό το ξε­κί­νη­μά της. Γε­γο­νός,  που θα μπο­ρού­σε να ο­φεί­λε­ται, του­λά­χι­στον εν μέ­ρει, στην τά­ση φι­λο­νεϊσμού των τε­λευ­ταίων χρό­νων, αλ­λά και στην θε­τι­κής  προ­διά­θε­σης κρι­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση, που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει.
Η νε­ο­πα­γής ο­μά­δα των γεν­νη­θέ­ντων μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του  1980 δια­τη­ρεί την ο­μοιο­γε­νή μορ­φω­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία των παι­διών της  με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­που οι θε­τι­κές ε­πι­στή­μες τεί­νουν να ε­κτο­πί­σουν τις φι­λο­λο­γι­κές, ε­νώ, κα­τά κα­νό­να,  συ­μπλη­ρώ­νο­νται με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές σε πα­νε­πι­στή­μια του ε­ξω­τε­ρι­κού. Αντί­στοι­χου ε­πι­πέ­δου εί­ναι η ε­παγ­γελ­μα­τι­κή πο­ρεία τους, ό­που η ε­να­σχό­λη­ση με την λο­γο­τε­χνία έρ­χε­ται ως διάν­θι­σμα. Ξε­κι­νώ­ντας αυ­τοί με έ­να πρω­το­κλα­σά­το, σύμ­φω­να με τα ε­πι­κρα­τού­ντα μέ­τρα και σταθ­μά, βιο­γρα­φι­κό, την τρέ­χου­σα κρί­ση, εί­τε την πα­ρα­βλέ­πουν εί­τε την α­ντι­με­τω­πί­ζουν, οι λί­γοι, που κα­τα­πιά­νο­νται με αυ­τήν, ως πα­ρα­τη­ρη­τές εξ α­πο­στά­σεως. Τα θέ­μα­τα, που προ­τι­μούν, εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρου εν­δια­φέ­ρο­ντος, υ­παρ­ξια­κά και κοι­νω­νι­κά, το­πο­θε­τη­μέ­να σε έ­να πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό πλαί­σιο.
Με βά­ση τις προ­σώ­ρας εμ­φα­νί­σεις, το δί­δυ­μο των ο­μη­λί­κων (γ. 1982), Δημ. Πα­πα­μάρ­κου – Μα­ρι­λέ­νας Πα­παϊωάν­νου, με τα δυο βι­βλία, που έ­κα­στος εκ­δί­δει σε μι­κρή α­πό­στα­ση δυο - τριών ε­τών α­να­με­τα­ξύ τους, συ­νι­στά ε­ξαί­ρε­ση, κα­θώς στρέ­φε­ται στο πε­δίο της Ιστο­ρίας. Και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, σε δυο κομ­βι­κά ση­μεία του 20ου αιώ­να, το  '22 και την ε­μπό­λε­μη δε­κα­ε­τία του '40, που α­πα­σχο­λούν τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες τους ι­στο­ρι­κούς, κα­θώς και ση­μα­ντι­κούς συγ­γρα­φείς πα­λαιό­τε­ρων γε­νιών. Ο Πα­πα­μάρ­κου ε­ντάσ­σε­ται στο ί­διο με ε­κεί­νους με­τα­νε­ο­τε­ρι­κό πνεύ­μα α­να­θεώ­ρη­σης του τρό­που α­ντι­με­τώ­πι­σης των ι­στο­ρι­κών συμ­βά­ντων. Αντι­θέ­τως, η Πα­παϊωάν­νου πα­ρα­μέ­νει σε έ­να μάλ­λον γε­νι­κό­λο­γο ι­δε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο, δα­νει­ζό­με­νη σκη­νές και δια­λό­γους α­πό την πλη­θώ­ρα μαρ­τυ­ριών, που εκ­δό­θη­καν στην πρώ­τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρίο­δο. Μό­νο που δια­σκε­δά­ζει τη βα­ριά α­τμό­σφαι­ρα ε­κεί­νων με έ­ναν πα­ρα­μυ­θι­κής υ­φής η­ρωι­σμό, δί­νο­ντας πα­ράλ­λη­λα έμ­φα­ση στο ε­ρω­τι­κό στοι­χείο, ό­που η ι­δε­ο­λο­γι­κή φόρ­τι­ση των πα­λαιό­τε­ρων μαρ­τυ­ριών, που στη­ρί­ζο­νταν σε προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες, α­ντι­κα­θί­στα­ται α­πό την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή   συ­γκί­νη­ση. Όπως και να έ­χει, αμ­φό­τε­ροι έ­τυ­χαν ι­διαί­τε­ρα ευ­με­νούς α­ντι­με­τώ­πι­σης α­πό την κρι­τι­κή, προ­βο­λή α­πό τον Τύ­πο, α­πο­σπώ­ντας βρα­βεύ­σεις στο χώ­ρο της διη­γη­μα­το­γρα­φίας.
Στην τε­λευ­ταία δε­ξιά σε­λί­δα του δεύ­τε­ρου βι­βλίου της Πα­παϊωάν­νου, πριν ε­κεί­νης του κο­λο­φώ­να, υ­πάρ­χει ση­μείω­μα της συγ­γρα­φέως, που προσ­διο­ρί­ζει τα ό­ρια με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κού και μυ­θο­πλα­σίας. Σε αυ­τό, ε­πι­ση­μαί­νει, πως “το βι­βλίο βα­σί­στη­κε σε έ­να συμ­βάν, που δια­δρα­μα­τί­στη­κε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην Ασφά­λεια Θεσ­σα­λο­νί­κης”. Ενώ, η ό­λη α­φη­γη­μα­τι­κή σκη­νο­θε­σία λαμ­βά­νει χώ­ρα στον πε­ρί­κλει­στο, ή σω­στό­τε­ρα, α­σφυ­κτι­κό χώ­ρο των φυ­λα­κών των Βούρ­λων του Πει­ραιά. Κι αυ­τό προς ε­ξυ­πη­ρέ­τη­ση  της α­φη­γη­μα­τι­κής πλο­κής, χω­ρίς να την α­πα­σχο­λεί η δια­φο­ρά των συν­θη­κών κρά­τη­σης στους δυο τό­πους ε­γκλει­σμού. Μάλ­λον θεω­ρεί, πως ο α­να­γνώ­στης θα  α­ντι­λη­φθεί για ποιο α­πό τα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά συμ­βά­ντα πρό­κει­ται. Ωστό­σο, η πλο­κή ε­πι­στρα­τεύει του­λά­χι­στον δυο ευ­ρη­μα­τι­κά συμ­βά­ντα, που γέρ­νουν μάλ­λον σε η­ρωι­κές πε­ρι­πέ­τειες τύ­που “Μι­κρού ή­ρωα” πα­ρά σε μαρ­τυ­ρίες. Το πρώ­το πα­ρα­μέ­νει στα ό­ρια του πι­θα­νού:   Η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει ως κε­ντρι­κό ή­ρωα έ­ναν δε­σμο­φύ­λα­κα, που βο­η­θά­ει συ­νω­μο­τι­κά τους φυ­λα­κι­σμέ­νους. Αρχι­κά, πε­ρι­γρά­φε­ται βά­ναυ­σος, δια­πνεό­με­νος α­πό σφο­δρό α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κό μέ­νος. Ο πρω­το­πρό­σω­πος υ­βρι­στι­κός λό­γος του θυ­μί­ζει μαρ­τυ­ρίες σει­ράς βι­βλίων, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, την «Αχτί­να Θ΄» του Βα­σί­λη Νε­φε­λού­δη ή το «.. Κα­λά, ε­σύ σκο­τώ­θη­κες νω­ρίς» του Χρό­νη Μίσ­σιου. Σε τρία α­πό τα συ­νο­λι­κά 24 κε­φά­λαια, πε­ρι­γρά­φε­ται ο τρό­πος που ε­κεί­νος συ­νεν­νο­εί­ται μα­ζί τους με ρα­βα­σά­κια δι­πλω­μέ­να σε έ­να χα­λί­κι, το ο­ποίο ρί­χνει α­πό τον αυ­λό­γυ­ρο στο κε­λί τους την ώ­ρα που τους τρο­φο­δο­τεί με φρέ­σκο νε­ρό. Ήδη, α­πό το πρώ­το κε­φά­λαιο, α­πο­κα­λύ­πτε­ται, πως πρό­κει­ται για βα­σα­νι­στή-μαϊμού, ε­νώ θα μπο­ρού­σε η α­φή­γη­ση να κω­λυ­σιερ­γή­σει, καλ­λιερ­γώ­ντας σα­σπέ­νς γύ­ρω α­πό την ταυ­τό­τη­τά του.
Το δεύ­τε­ρο συμ­βάν δεί­χνει ά­κρως ευ­φά­ντα­στο: Τον εν λό­γω δε­σμο­φύ­λα­κα, στη διάρ­κεια α­σθέ­νειάς του, τον α­ντι­κα­θι­στά η κό­ρη του, χω­ρίς κα­νείς α­πό το λοι­πό προ­σω­πι­κό της φυ­λα­κής να το α­ντι­λη­φθεί. Σε δυο άλ­λα κε­φά­λαια, ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται η ί­δια σκη­νή, αυ­τή τη φο­ρά, με την με­ταμ­φιε­σμέ­νη κό­ρη, ό­που τις αλ­λα­γές σε φω­νή και περ­πά­τη­μα φαί­νε­ται να τις α­ντι­λαμ­βά­νο­νται μό­νο οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι. Όπως και να έ­χει, στο τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, η σκη­νή α­πο­γειώ­νε­ται με τη θυ­σία της κό­ρης, ω­θη­μέ­νη α­πό έ­ρω­τα και ό­χι α­πό την α­ρι­στε­ρή της ι­δε­ο­λο­γία. Βε­βαίως, ο ρο­μα­ντι­κός έ­ρω­τας για τον άρ­ρω­στο, φθι­σι­κό, που κα­τα­γρά­φει τις ι­δέες του στα χαρ­τά­κια, που ε­κεί­νη και ο πα­τέ­ρας της του προ­μη­θεύουν, ο­φεί­λε­ται εν πολ­λοίς στο η­ρωι­κό προ­φίλ του σχε­δόν ε­τοι­μο­θά­να­του κομ­μου­νι­στή. Υψη­λή η συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό τις μαρ­τυ­ρίες, θυ­μί­ζο­ντας α­τμό­σφαι­ρα α­πό ται­νίες τύ­που «Υπο­λο­χα­γός Να­τά­σα». Άλλω­στε, ο τίτ­λος «Δε­σμο­φύ­λα­κας Λευ­κή» θα έ­δι­νε πο­λύ πιο α­κρι­βή ει­κό­να. Ανε­ξάρ­τη­τα αν θα δη­μιουρ­γού­σε α­νε­πι­θύ­μη­τες πα­ρα­λο­γο­τε­χνι­κές προϊδεά­σεις.  Πά­ντως, η η­ρωί­δα της Πα­παϊωάν­νου πε­ρι­γρά­φε­ται  ά­σχη­μη και α­σου­λού­πω­τη για να φέρ­νει του πα­τρός της και να γί­νε­ται πει­στι­κό­τε­ρη η υ­πο­κα­τά­στα­ση. Εί­ναι η τολ­μη­ρή στά­ση της, που κερ­δί­ζει την καρ­διά του φυ­λα­κι­σμέ­νου, ο ο­ποίος και α­πο­δει­κνύε­ται το ί­διο με ε­κεί­νη ρο­μα­ντι­κός. Χω­ρίς να την έ­χει καν α­ντι­κρί­σει, δη­λώ­νει στους συ­ντρό­φους του, πως ό­ταν κά­πο­τε τε­λειώ­σουν τα βά­σα­νά τους, “θα της ζη­τή­σει να γί­νει γυ­ναί­κα του”. Μέ­νει η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο υ­πάρ­χει αλ­λη­γο­ρι­κή στό­χευ­ση στην ε­πι­λο­γή των ο­νο­μά­τω­ν: Λευ­κή η κό­ρη, Άρης ο πα­τέ­ρας. Επί­σης, μέ­νει ζη­τού­με­νο, σε ποιο βαθ­μό, το πραγ­μα­τι­κό συμ­βάν, το α­να­φε­ρό­με­νο στη ση­μείω­ση, έ­χει προ­σαρ­μο­στεί στη μυ­θο­πλα­σία. Υπό ι­στο­ρι­κό πρί­σμα, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, ε­νώ, υ­πό λο­γο­τε­χνι­κό, εί­ναι α­διά­φο­ρο. 
Στα υ­πό­λοι­πα κε­φά­λαια, πα­ρου­σιά­ζε­ται έ­τε­ρος δε­σμο­φύ­λα­κας, με το πα­ρω­νύ­μιο γο­ρί­λας, που πε­ρι­γρά­φε­ται ως έ­νας γνή­σιος βα­σα­νι­στής. Έτσι του­λά­χι­στον α­φή­νε­ται να εν­νο­η­θεί, κα­θώς η α­φή­γη­ση μέ­νει μα­κράν πα­ρό­μοιων πε­ρι­γρα­φών. Μό­νο, δυο – τρεις φο­ρές, γί­νε­ται λό­γος για σο­βα­ρές σω­μα­τι­κές κα­κώ­σεις, που θα μπο­ρού­σαν να σπρώ­ξουν σε δή­λω­ση με­τα­νοίας. Αν και το κυ­ρίως θέ­μα των συ­ζη­τή­σεων, α­πό το έ­κτο κε­φά­λαιο και ύ­στε­ρα, ό­πως προοιω­νί­ζε­ται και α­πό τον τίτ­λο του βι­βλίου, α­πο­τε­λεί η φή­μη, που κυ­κλο­φο­ρεί, ό­τι κα­τε­βαί­νει ο Κα­μου­ζάς στους Φούρ­νους. Όπως ε­ξη­γεί ο πιο η­λι­κιω­μέ­νος της ο­μά­δας, δη­λα­δή μίας δω­δε­κά­δας στο έ­να κε­λί, και τριών του δι­πλα­νού, που α­να­φέ­ρο­νται ο­νο­μα­στι­κά, εί­ναι μάλ­λον πα­ρω­νύ­μιο “του πρώην Επι­θεω­ρη­τή Χω­ρο­φυ­λα­κής Κυ­κλά­δων, που έρ­χε­ται να α­να­λά­βει διευ­θυ­ντής Στρα­τιω­τι­κών Φυ­λα­κών Αθή­νας”. Ο α­φη­γη­τής δια­βε­βαιώ­νει για την σκλη­ρό­τη­τά του, κα­θώς και για α­κραίες νοο­τρο­πίες και πρα­κτι­κές. Όλα αυ­τά δη­λώ­νο­νται, τί­πο­τα δεν δεί­χνε­ται. Το ί­διο ι­σχύει και για τις φυ­λα­κές, που α­πο­κα­λού­νται Φούρ­νοι και πα­ρο­μοιά­ζο­νται με το χει­ρό­τε­ρο Κο­λα­στή­ριο. Ενώ, η δια­βίω­ση της ο­μά­δας δεί­χνει σχε­δόν ά­νε­τη. Ο ε­πι­κε­φα­λής, που α­πο­κα­λεί­ται Δά­σκα­λος, τους κρα­τά­ει σε κα­λή πνευ­μα­τι­κή και σω­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση, με γυ­μνα­στι­κή και μα­θή­μα­τα. Όπως και να έ­χει, το εύ­ρη­μα του τίτ­λου θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μία τρί­τη εκ­δο­χή για το α­να­φε­ρό­με­νο συμ­βάν της κα­τα­λη­κτι­κής ση­μείω­σης. Και α­λη­θο­φα­νές και συ­χνά α­πα­ντά­ται στις μαρ­τυ­ρίες, ό­ταν ση­μειώ­νο­νται τά­σεις α­πει­θαρ­χίας και διά­θε­ση α­ντί­στα­σης. 
Εκτός α­πό τον Δά­σκα­λο, α­κο­λου­θώ­ντας τις μαρ­τυ­ρίες, υ­πάρ­χει ο για­τρός, ο κα­θη­γη­τής Φι­λο­σο­φίας, αλ­λά και οι πιο σκλη­ροί, τα “βρω­μο­κομ­μού­νια”, ό­πως τους α­πο­κα­λούν, που θα με­τα­φερ­θούν σε άλ­λες αυ­στη­ρό­τε­ρες φυ­λα­κές, ό­πως ε­κεί­νες του Επτα­πυρ­γίου. Όλοι τους, μό­λις που σκια­γρα­φού­νται. Στις σχε­τι­κές α­να­δρο­μι­κές μνείες, δεν α­να­φέ­ρε­ται η δρά­ση τους, πα­ρά μό­νο οι συ­ναι­σθη­μα­τι­κές σχέ­σεις τους, με α­γα­πη­μέ­νες γυ­ναί­κες - μη­τέ­ρα, α­δελ­φή, κά­ποιον έ­ρω­τα, τη σύ­ζυ­γο - ή και τέ­κνα που γνώ­ρι­σαν μό­νο α­πό φω­το­γρα­φία. Επί­σης, τα μα­θή­μα­τα συ­νί­στα­νται σε α­νά­γνω­ση πε­ρι­κο­πών α­πό τον Ερω­τό­κρι­το, γύ­ρω, κυ­ρίως, α­πό τον α­κα­τα­νί­κη­του έ­ρω­τα  της Αρε­τού­σας, και λί­γους στί­χους Κάλ­βου, τους πλέ­ον γνω­στούς, χά­ρις στη με­λο­ποίη­ση Θε­ο­δω­ρά­κη. Ου­δε­μία ι­δε­ο­λο­γι­κή ή κομ­μα­τι­κή ή έ­στω πο­λι­τι­κή νύ­ξη υ­πάρ­χει στις συ­ζη­τή­σεις τους. Ού­τε α­να­φο­ρές σε κά­ποια πο­λε­μι­κή ε­μπλο­κή ή άλ­λη α­ντι­στα­σια­κή ε­νέρ­γεια. Ακό­μη και ο ι­δε­ο­λό­γος φυ­λα­κι­σμέ­νος, που γρά­φει τις ι­δέες του, τις ο­ποίες και θα εκ­δώ­σει ο Τά­σος Βουρ­νάς, ό­πως του υ­πό­σχε­ται  η Λευ­κή ξε­ψυ­χώ­ντας, ι­στο­ρίες γρά­φει. Η μία που τους δια­βά­ζει, δεί­χνει σαν πα­ρα­μυ­θι­κή α­φή­γη­ση, υ­περ­ρε­α­λί­ζο­ντα χα­ρα­κτή­ρα, πλεγ­μέ­νη με γνω­στά μο­τί­βα α­πό Οδύσ­σεια και Πα­λαιά Δια­θή­κη, ό­που το ο­ποίο αλ­λη­γο­ρι­κό πε­ριε­χό­με­νο, εάν αυ­τό υ­πάρ­χει, πα­ρα­μέ­νει θο­λό. Μό­νο ο φε­ρό­με­νος ως για­τρός δη­λώ­νει ο­δύ­νη για  το αί­μα που συ­νε­χί­ζει να κυ­λά­ει, για χρό­νια, α­τε­λείω­το, και για σκο­τω­μό α­δελ­φι­κό. Τό­σο αό­ρι­στα και α­κρο­θι­γώς. 
Αν στη­ρι­χτού­με στην πλη­ρο­φο­ρία πως τις ι­στο­ρίες του Φώ­τη θα τις εκ­δώ­σει ο Βουρ­νάς,  ο ο­ποίος συ­νερ­γα­ζό­ταν με τις εκ­δό­σεις του Ρι­ζο­σπά­στη, που έ­κλει­σε τέ­λος 1947, έ­χουν α­πό τό­τε πα­ρέλ­θει ε­βδο­μή­ντα χρό­νια. Στο βι­βλίο, ο Εμφύ­λιος πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πο­λε­πι­σμέ­νος α­πό ί­χνη ε­ντο­πιό­τη­τας, ό­πως τον α­ντι­λαμ­βά­νο­νται οι νέ­οι ι­στο­ρι­κοί υ­πό το πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νο θεω­ρη­τι­κό τους πρί­σμα. Δεν υ­πάρ­χουν, θύ­μα­τα και θύ­τες, ού­τε νι­κη­τές και ητ­τη­μέ­νοι, σύμ­φω­να με τη γραμ­μή της άλ­λο­τε ε­θνι­κής συμ­φι­λίω­σης. Ωστό­σο, προ­βάλ­λε­ται ο κα­λός βα­σα­νι­στής, που τον ώ­θη­σε η κα­λο­σύ­νη του, ό­πως ει­κά­ζουν οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι, οι ο­ποίοι και δη­λώ­νουν πως α­γνοούν τα κί­νη­τρά του. Πά­ντως, ού­τε στιγ­μή δεν υ­πο­ψιά­ζο­νται πι­θα­νούς εκ­βια­σμούς ή άλ­λες ί­ντρι­γκες. Εκεί­νο, ό­μως, που, κυ­ρίως, προ­βάλ­λε­ται, εί­ναι το πνεύ­μα ητ­το­πά­θειας των φυ­λα­κι­σμέ­νων. Οι στί­χοι του Κάλ­βου δεν τους ε­γκαρ­διώ­νουν. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Δά­σκα­λος νιώ­θει “βα­ρύ το τί­μη­μα της ε­λευ­θε­ρίας”. Αυ­τά στον Εμφύ­λιο, που ε­κεί­νοι ο­μο­λο­γούν, ό­τι χά­θη­κε η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα της Αντί­στα­σης. Δεν υ­πο­γρά­φουν μεν, αλ­λά συλ­λο­γί­ζο­νται κα­τά πό­σο α­ξί­ζει τον κό­πο. “Η ε­λευ­θε­ρία εί­ναι για τους ζω­ντα­νούς, ό­χι για τους πε­θα­μέ­νους”, α­πο­φαί­νο­νται. Στη γε­νιά του 21ου, το καλ­βι­κό, “Αφ' υ­ψη­λά ό­μως έ­πε­σε, και α­πέ­θα­νεν ε­λεύ­θε­ρος”, έ­χα­σε κά­θε α­πή­χη­ση, ο­μού με τα συλ­λο­γι­κά ο­ρά­μα­τα, α­φή­νο­ντας θέ­ση  στον α­το­μι­κι­σμό.         
Τέ­λος, ό­σο α­φο­ρά τη γλωσ­σι­κή διεκ­πε­ραίω­ση, ο τρι­το­πρό­σω­πος λό­γος του α­φη­γη­τή πα­ρα­παίει με­τα­ξύ λαϊκό­τρο­πων και λο­γίων εκ­φρά­σεων, με α­δό­κι­μα εκ­φρα­στι­κά σχή­μα­τα, ε­πα­να­λή­ψεις εμ­φα­τι­κών λέ­ξεων και πλη­θώ­ρα θαυ­μα­στι­κών. Τό­σο τα λε­κτι­κά, ό­σο και τα ι­δε­ο­λο­γι­κά στοι­χεία του βι­βλίου α­ντα­να­κλούν αι­σθη­τι­κές και ι­δε­ο­λο­γι­κές πτυ­χές του πα­ρό­ντος. Ο Εμφύ­λιος φαί­νε­ται να μοιά­ζει σαν μα­κρι­νό α­πεί­κα­σμα.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΗ: Η ε­πι­με­λού­με­νη και γρά­φου­σα την πα­ρού­σα λο­γο­τε­χνι­κή σε­λί­δα α­πό το 1990 ε­γκα­τέ­λει­ψε α­δό­κη­τα τα ε­γκό­σμια, την Τρί­τη, 9 Αυ­γού­στου. Σε­λί­δα Ex Libris ΤΕ­ΛΟΣ.

ΛΕ­ΖΑ­ΝΤΑ: Εξω­τε­ρι­κή ό­ψη της ει­σό­δου στις φυ­λα­κές Βούρ­λων. Έγι­ναν πα­σί­γνω­στες για την με­γά­λη α­πό­δρα­ση 27 πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων, Κυ­ρια­κή, 17 Ιού­λιου 1955. Εκτός α­πό τον με­γά­λο α­ριθ­μό, ε­ντυ­πω­σια­κός, σω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός, στά­θη­κε και ο τρό­πος ορ­γά­νω­σης της α­πό­δρα­σης. 

6 σχόλια:

Κατερίνα Τοράκη είπε...

Σαν ψέματα.

Καλό σου ταξίδι Μάρη Θεοδοσοπούλου. Η γραφή σου ήταν ενα ξεχωριστό και ιδιαίτερο ex libris!

Κατερίνα Τοράκη είπε...

Σαν ψέματα.

Καλό σου ταξίδι Μάρη Θεοδοσοπούλου. Η γραφή σου ήταν ενα ξεχωριστό και ιδιαίτερο ex libris!

ellinometris είπε...

Α ρε Μάρη.

Στέλλα Χ. είπε...

Κρίμαα, κρίμα, κρίμα..........

KatoKallithiotis είπε...

Πολυ λυπαμαι...κριμα...

ZAK είπε...

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλιου του Μιχάλη Κατσαρού ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, την Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018,ωρα 8.00, στο POLIS ART CAFÉ, Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου, Τηλ.210-3245988
_____________________________________________________________________
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του ελευθεριακού ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, οι εκδόσεις ΤΟΠΟΣ προχώρησαν στην έκδοση του βιβλίου «ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ» .Το βιβλίο αυτό, σε επιμέλεια Άρη Μαραγκόπουλου, περιλαμβάνει όλο το έργο της πρώτης συγγραφικής περιόδου του ποιητή, δηλαδή τις συλλογές ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, ΟΡΟΠΕΔΙΟ και ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ καθώς και για πρώτη φορά ΑΝΕΚΔΟΤΑ, ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΚΑΙ ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ποιήματα από την ίδια εποχή, δηλαδή από τα χρόνια της Απελευθέρωσης, των Δεκεμβριανών και των κατοπινών χρόνων, μέχρι και το 1957.
Στο πρώτο μέρος του μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει ποιήματα διάσημα όπως τη Διαθήκη με το Αντισταθείτε και το «Ελευθερία Ανάπηρη πάλι σου τάζουν» ή το «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Το δεύτερο μέρος του τόμου, έχει άγνωστα ποιήματα, με την ίδια θεματολογία αλλά και παλιότερα , των ηρωικών εποχών, όπως αυτό, γραμμένο για (κι επάνω στα ) οδοφράγματα των Δεκεμβριανών:
Έφοδος
Δέσαμε την καρδιά μας στο οδόφραγμα.
Κι η σιωπή της νύχτας λαγοκοιμότανε.

Μετρήσαμε τα δένδρα τ’ ασάλευτα
στην ατέλειωτη λεωφόρο.

Κι άχνιζεν η ανάσα μας προσμένοντας
έσταζε το μολύβι απ’ την καρδιά μας
κι ακούγαμε τελεύοντας τον ήχο του στην άσφαλτο.

Κι όπου τα ξημερώματα λύθηκαν τ’ αγριοπούλια
που προσμένανε το μήνυμα της έφοδος.

Χτύπησαν τις φτερούγες αλαλάζοντας
στη φωτεινή γραμμή χωρίς θάνατο

Πήρανε την κορφή τ’ Ολύμπου την ασάλευτη
και παίξανε στη μάχη το τραγούδι.

Και προσπεράσαμε τα πεθαμένα δέντρα που δεν έγνεφαν

Και προσπεράσαμε τα μολυβένια στρατιωτάκια
π’ απορήσανε για τον άνεμο.

Έσκαζε ο ήλιος στήνοντας το λάβαρό μας
δύο τετράγωνα πιο μπρος από τα χτες...
…………………………………………………………………………………
Ή όπως αυτό, που το έγραψε σένα πακέτο από τσιγάρα αμέσως μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη:


Με το λάβαρό σου
Με το λάβαρό σου
το κοντάρι σπασμένο
προσπαθείς ν’ ανεβείς τα σκαλιά.

Τα πλήθη κάτω–
κάτω από σε
λουφασμένα στον ίσκιο
ή καθισμένα αδιάφορα σε μια πέτρα
σκύβουν όλο και σκύβουν
κι άξαφνα ανάβουν οι πυρκαγιές
–η δικιά σου φωτιά
του ανθρώπου με το γαρίφαλο
και του άλλου.

Κι άξαφνα
ακούγεται μια φωνή
κι ύστερα πάλι σωπαίνουν
κι εσύ στα σκαλιά
εσύ τη σημαία κυματίζεις για λίγο.

Μετά περνάνε καμιόνια
αυτοκίνητα, υπηρεσιακά έγγραφα,
πυροβολικό, στρατιώτες,
περνάνε εργάτες που έχασαν
το σαββατόβραδο
κι άλλα σπουδαία.
Σε περιμένω.

Και αυτό, για τους μεγάλους «Ηγέτες» :

Στην όρχηση
Στους ήχους
Στα κρουστά
Πρώτος ο Μάγος Ισκαβάντι.
Τέλειος εις όλα.
Εις την φρουράν
Εις το μαστίγιον
Υψούτο με το τραχύ βλέμμα του
Ως τίγρης πάνω από τα πλήθη του λαού Γιαμά – Σι – Εν.
Παράδειγμα προς νέους
Σε χίλιους αιώνας εις όλην την Ασίαν.

Μόνον Που έπασχε από νόσον άγνωστον των οφθαλμών
Κανείς όμως δεν το γνώριζεν

Κι έτσι ευτυχούσε