"Στήμονες οι ηδυπαθείς"
Εκδόσεις Πλανόδιον
Δεκέμβριος 2007
Συνολικά τριάντα επτά πεζά, δημοσιευμένα κατά την τελευταία δεκαετία στις ημερήσιες εφημερίδες "Θάρρος" της Καλαμάτας και "Ημέρα" των Πατρών, καθώς και στα περιοδικά "Flash" της Κ
και "Πλανόδιον" των Αθηνών, σύμφωνα με την διευκρινιστική περί των πρώτων δημοσιεύσεων σημείωση στο τέλος του βιβλίου. Κατά μια σημερινή αντίληψη περί λογοτεχνικότητας, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παλαιομοδίτικα, και θεματικά και υφολογικά. Κατ' αρχήν, θεματικά, καθώς ζωντανεύουν τρόπους διαβίωσης και οικογενειακούς δεσμούς αλληλοεξάρτησης παρελθοντικών εποχών, κυρίως, όμως, γιατί εξυμνούν ανθρώπινες αρετές, που έχουν προ πολλού απαξιωθεί, όπως, λ.χ., η αξιοπρέπεια. Επίσης, υφολογικά, δεδομένου ότι συνάδουν με ένα αλλοτινό λογοτεχνικό γούστο, που αρεσκόταν στην πληθώρα των καλολογικών στοιχείων και την αφθονία των σημείων στίξεως. Ωστόσο, αυτός ο, τρόπον τινά, παρωχημένος χαρακτήρας τους κατορθώνει να δημιουργήσει διάθεση νοσταλγίας, έτσι όπως αναδεύονται αισθήματα πικρίας και θλίψης, σπανιότερα και ευδαιμονίας. Μας θύμισε τα βιβλία δυο άλλων συγγραφέων, της Μαρίας Κοτοπούλη και της Μαρίας Πάλλα, όχι ακριβώς ομοιάζοντα, αλλά της ίδιας ευαισθησίας, με μια παραπλήσια μεταφυσική αγωνία.
Εκ πρώτης όψεως, τα πεζά είναι αυτοτελή, ωστόσο υπάρχουν υπόγειες διασυνδέσεις, που δημιουργούν επιμέρους ενότητες. Ανάμεσά τους, η μεγαλύτερη είναι αυτή της αρρώστιας και του θανάτου, έναντι μιας κατά πολύ μικρότερης των ερώτων. Σε παραλλαγές οι ασθένειες, κυρίως οι ανίατες, με έμφαση στην επάρατο νόσο, ενώ οι ιστορίες περιορίζονται σε κοινούς τόπους^ στο ένα τονίζεται η μητρική αφοσίωση, στο δεύτερο η συζυγική αδιαφορία, ενώ, σε δυο άλλα, παρουσιάζεται το σημερινό πρόσωπο της ιατρικής αντίκρυ στην αγωνία ενός στενού συγγενή, όταν για τον γιατρό ο ασθενής δεν είναι παρά μια απρόσωπη περίπτωση. Παρά την πλάγια οπτική που υιοθετεί η αφήγηση, δεν αποφεύγει τη συναισθηματική φόρτιση. Μόνο ένα πεζό, το "Οδός Ιατροπούλου", καταλήγει σε μια πρωτότυπη σύλληψη, δένοντας την απειλή του θανάτου με την ερωτική πρόκληση. Σε παραλλαγές και ο θάνατος. Σε ορισμένα πεζά, κατ' αναδρομή η αφήγηση, αρχίζει με την τελευτή του βίου, σκιαγραφώντας στο ένα τη δύσκολη μοίρα ενός μοναχικού ανθρώπου και σε δύο άλλα, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που αποκτά η ζωή, όταν κάποιος εμφορείται από αφοσίωση προς ένα πρόσωπο.
Περισσότερο φιλόδοξα τα πεζά που κινούνται στο μεταφυσικό πεδίο, όπως αυτά με τον γιο, που, μετά το θάνατο του πατέρα του, συνειδητά ή και ασύνειδα, σαν να επικοινωνεί μαζί του, επαναλαμβάνοντας μιμητικά κάποιες δικές του πράξεις ή και κινήσεις. Σε τρία πεζά, ο σκηνικός χώρος είναι το νεκροταφείο, εκεί όπου οι φροντίδες του ταφικού μνημείου έχουν χαρακτήρα τελετουργικό. Πράξεις που, ως επί το πλείστον, τελούνται μηχανιστικά, όταν δεν επαφίενται σε τρίτους επ' αμοιβή, εκτός κι αν ο πενθών ανήκει στη χορεία των πιστών, οπότε βιώνει μια επικοινωνία με τις ψυχές. Τα κάλαντα στο μνήμα και οι λιχουδιές, μελομακάρονο και κουραμπιές, που τοποθετούνται δίπλα στη φωτογραφία και το καντήλι, μας θύμισαν εκείνο το παραδοσιακό γεύμα στα μνήματα, που, τόσο παραστατικά, περιγράφει ο Κοσμάς Χαρπανίδης, σε ένα από τα πρώτα διηγήματά του.
Ορισμένα από τα υπολειπόμενα πεζά διαφεύγουν προς την παραμυθητική διήγηση, ενώ άλλα παίρνουν σπονδυλωτή μορφή, παρακολουθώντας μια συνειρμική αλληλουχία, που ξεκινά από ερεθίσματα της καθημερινής ζωής. Τα πλέον αδύναμα έχουν διδακτικό χαρακτήρα, με τα πιο εμπνευσμένα να εκφράζουν προσωπικά συναισθήματα, κυρίως ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ενδιαφέρον στοιχείο ολόκληρης της συλλογής συνιστά η προνομιούχος επαφή με τη φύση, που έχει ως αποτέλεσμα έναν πηγαίο λυρισμό. Επαφή οικεία σε ανθρώπους της υπαίθρου, μεγαλωμένους δίπλα σε ένα δένδρο που φύτευσαν οι ίδιοι ή οι γεννήτορές τους, σχεδόν, όμως, εξωτική για τον κάτοικο του άστεως, για τον οποίο ένα φύλλο αρμπαρόριζας δεν ανακαλεί καμία αίσθηση ούτε καν εικόνα.
Τα καλύτερα της συλλογής διαδραματίζονται σε ένα χτήμα, χωρίς αναφορά γεωγραφικών συντεταγμένων, εκ των συμφραζομένων όμως πελοποννήσιο. Αφηγηματικά το χτήμα, με την πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων, προβάλλει ως θαυμαστός κόσμος. Για τον αθηναίο αναγνώστη, τα ονόματα ορισμένων φυτών μένουν άγνωστες λέξεις. Μόνο οι παπαρούνες, με τους "ηδυπαθείς στήμονες", μπορούν να του ξυπνήσουν κάποιες αναμνήσεις, μαζί με θλίψη, αφού, εδώ και χρόνια, οι ευαίσθητες παπαρούνες έχουν εγκαταλείψει το κλεινόν άστυ. Μόνο σε μέρη απόκεντρα, όπως οι γραμμές του ηλεκτρικού, προβάλλουν και πάλι αντέχουν λίγες μόνο ημέρες.
Ήδη ο τίτλος του βιβλίου, που μόλις μνημονεύσαμε, προϊδεάζει πως στα πεζά υπάρχει ένας ακόμη παράγοντας, η γλώσσα, που, σε ορισμένα γίνεται το κυρίως θέμα, καθώς παίζουν με ρηματικούς τύπους και λόγιες λέξεις, εκκινώντας από εκεί την αφήγηση ενός περιστατικού. Αν και η προφανής ευχέρεια στη χρήση της γλώσσας δεν καταλήγει πάντοτε προς όφελος της γραφής. Τα παρά προσδοκίαν επίθετα ή και οι μεταφορές μπορεί να διασκεδάζουν την αφήγηση, τα στερεότυπα όμως κοσμητικά επίθετα και οι πολυχρησιμοποιημένες μεταφορές την βαραίνουν. Το ίδιο συμβαίνει και με το ποιητικό ύφος, όταν δεν φαλτσάρει προς το ποιητικίζον. Η εύφορη γλώσσα της Κόσσυβα αναδεικνύεται στις περιγραφές, είτε πρόκειται για συναισθηματικές καταστάσεις είτε για τόπους και παραδοσιακές ασχολίες, όπως εκείνη η εκπληκτική στις λεπτομέρειές της ετοιμασία του καλαθιού με τα τρόφιμα και τα λοιπά καλούδια που στέλνει η μάννα από το χωριό στα παιδιά της στην Αθήνα. Ιεροτελεστία χαμένη στα χρόνια της αθωότητας της ελληνικής επαρχίας ή, από μια σύγχρονη οπτική, της υπανάπτυξης.
Μ. Θ.