Δημοσθένης Βουτυράς "Τα σύμβολα στα όνειρα" Εισαγωγή: Βάσιας Τσοκόπουλος Εκδόσεις: Φαρφουλάς Δεκέμβριος 2007
Δυο πρόσφατα βιβλία επαναφέρουν το θέμα των ονείρων, αμιγές, χωρίς φροϋδικές συνιστώσες, ή μάλλον ακριβέστερα, των δυο συμπαθών, αν και τελικά διαφορετικών, κατηγοριών συγγραφέων, των ενυπνιογράφων και των καταγραφέων ονείρων. Αναμφιβόλως συμπαθών, αφού κυνηγούν την γοητεία του ονείρου, όπου η διάκριση σε δυο ομάδες είναι απαραίτητη, έστω και ονοματίζοντάς τες κάπως αυθαίρετα, καθόσον υπάρχουν οι λογοτέχνες ενυπνιογράφοι, που εμπνέονται από το μυστήριο ή και τον παραλογισμό του ονείρου και το χρησιμοποιούν ως υλικό μυθοπλασίας και οι καταγραφείς ονείρων, λογοτέχνες και επιστήμονες, που σημειώνουν τις νυχτερινές τους περιπέτειες, με σκοπό να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά τους, οι μεν λογοτέχνες προς κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής, αναγκαία για το πλάσιμο ενός ήρωα, οι δε επιστήμονες και λοιποί ενδιαφερόμενοι, για να προτείνουν ερμηνευτικά κλειδιά. Το στοιχείο που, στις δυο περιπτώσεις, διαφοροποιεί τα πεζά είναι η ελλειπτικότητα των λογοτεχνικών ενυπνιακών διηγήσεων έναντι των αναλυτικών καταγραφών των ονείρων. Εν προκειμένω, χαρακτηρίζουμε ενυπνιογράφο τον Δημοσθένη Βουτυρά και καταγραφέα ονείρων, όσο αφορά το συγκεκριμένο και μόνο βιβλίο, την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Δυο λογοτέχνες, από κάθε άποψη διαφορετικοί, σε μια συνάντηση λόγω του θέματος των πρόσφατων βιβλίων τους, που τυγχάνουν και επετειακά.
Πάλι, όμως, επέτειοι και ποιος, τελικά, είναι ο προορισμός τους; Κατά την ταπεινή μας γνώμη, της τιμής και της αντίχαρης για τη χάρη των αναγνωστικών εμπειριών που μας δίνουν τα βιβλία τους. 1/4σο για τις κριτικές αναθεωρήσεις του έργου τους, αυτές καλό είναι να γίνονται εκτός εορταστικών εκδηλώσεων. Στις 27 Μαρτίου συμπληρώθηκε πεντηκονταετία από τον θάνατο του Δημοσθένη Βουτυρά. Επέτειος, που θα αναμενόταν να συγκαταλέγεται στις εορταζόμενες του 2008, τουλάχιστον ως παράπλευρη, όπως τα πενηντάχρονα από το θάνατο του Ξενόπουλου. Αν και μετά την πρόσφατη καραγάτσια αποδόμηση, μακάριοι οι λησμονηθέντες. Στις 17 Δεκεμβρίου του παρελθόντος έτους έκλεισε εικοσαετία από το θάνατο της Γιουρσενάρ, ενώ η ελληνική έκδοση των "Ονείρων..." της γίνεται εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη του 1938. Και βεβαίως, η επέτειος της Γιουρσενάρ τιμήθηκε όχι μόνο στη χώρα της αλλά και στην πάντοτε γαλλόφωνη Αθήνα. Και οι δυο συγγραφείς άφησαν εκτεταμένο έργο, ίσως και γιατί αμφότεροι μακροημέρευσαν, πεθαίνοντας περί τα μέσα της δέκατης δεκαετίας του βίου τους. Στα 78 της η Γιουρσενάρ πρόλαβε να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Στην ίδια περίπου ηλικία ήταν ο Βουτυράς, όταν προσπάθησε, εις μάτην, δυο φορές να εκλεγεί στην καθ' ημάς Ακαδημία.
Ακριβώς, για να τιμήσει επετειακά τον Βουτυρά, φτιάχνει το βιβλίο ο Βάσιας Τσοκόπουλος, όπως είχε αρχίσει προ δωδεκαετίας να καταρτίζει τα Άπαντά του, για να στεγάσει τα περισσότερα από πεντακόσια δημοσιευμένα διηγήματά του, τα οποία ποτέ δεν ολοκλήρωσε λόγω ανωτέρας, τουτέστιν εκδοτικής, βίας. Στην εισαγωγή του, θυμίζει πως με τον ύπνο και όχι με τον ξύπνιο αρχίζουν και "Ο Λαγκάς" του 1903, που λογαριάζεται ως το πρώτο εκτενές διήγημα του Βουτυρά και το ημιτελές τελευταίο του, ενώ, στο ενδιάμεσο, πλείστα όσα ανακατώνουν όνειρα στην αφήγηση, όταν δεν στηρίζονται καθ' ολοκληρίαν σε αυτά.
Στο βιβλίο αναδημοσιεύονται πέντε διηγήματα, παρατεταγμένα κατά τη χρονολογική σειρά της πρώτης τους δημοσίευσης, από το 1916 έως το 1937 (αν και στο ένα έχει παραληφθεί η χρονολογία), και ένα παρένθετο από τα πρώτα του 1902, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό του πειραιώτη φίλου και συμβούλου του κατά το συγγραφικό του ξεκίνημα, Γεράσιμου Βώκου. Ακόμη, ανθολόγιο με ενυπνιακά αποσπάσματα από τριάντα τέσσερα διηγήματα, που κατάρτισε ο Διαμαντής Καράβολας. Στα περισσότερα διηγήματα, συμβάντα της ζωής εναλλάσσονται με όνειρα, όπου ο Βουτυράς υιοθετεί την υποκειμενική οπτική, δίνοντας στις ενύπνιες περιπέτειες τη διάσταση του πραγματικού. Μόνο που σε αυτήν την πραγματικότητα χωρούν παράλογες ενέργειες και παραφυσικά φαινόμενα. Εντυπωσιακής ζωντάνιας δυο διηγήματα, που εκκινούν στο μέσον ενός ονείρου και μόνο στην τελευταία παράγραφο ο ενυπνιαστής επανέρχεται σε γνώριμες καταστάσεις, οπότε και συνειδητοποιεί τα ερεθίσματα που έφεραν τις ονειρικές παραισθήσεις. 1/4σο για την σταχυολόγηση αποσπασμάτων ορισμένης θεματικής, που επιχειρεί ο Καράβολας, δίνει μια πρώτη εντύπωση για την έκταση της ενυπνιογραφίας στα διηγήματα, όχι όμως και για την ποιότητά της.
Ο Τσοκόπουλος προτάσσει των διηγημάτων μια διάλεξη του Βουτυρά, με τίτλο, "Τα σύμβολα στα όνειρα", και υπότιτλο, "1/4νειρα Ψυχή", που είχε δημοσιευτεί αυτοτελής σε βιβλιάριο, το 1933, προσθέτοντας την πληροφορία πως η ομιλία είχε γίνει εντός του έτους σε μία κάποια τεκτονική στοά των Αθηνών. Κατά τον επιμελητή, ο Βουτυράς δεν θα πρέπει να ήταν τέκτονας, ο ίδιος όμως αναφέρει πως ο πατέρας του, ο Νικόλαος Βουτυράς, ήταν παλαιός τέκτονας της εποχής του πολιτικού και επίσης τέκτονα Επαμεινώνδα Δεληγιώργη. Η ομιλία του Βουτυρά εκκινεί με το αρχαίο όνειρο πατροκτονίας του Λάϊου, για να τονίσει πως οι ενύπνιες προρρήσεις αποδεικνύονται αλάθητες, ανεξάρτητα αν τα σύμβολα των ονείρων είναι συχνά δυσνόητα. Και συνεχίζει, αφηγούμενος, δίκην παραδείγματος, δικά του όνειρα ή και φίλων του, με σταθερή κατακλείδα την, αργά ή γρήγορα, επαλήθευσή τους. Σε κάποιο σημείο της διάλεξής του, αρχίζει να μιλάει περί ψυχής και περί δημιουργίας του ανθρώπου, εκθέτοντας πώς αντιλαμβάνεται την επικοινωνία με το επέκεινα. Αν, όμως, θεωρητικολογώντας χάνεται σε μεταφυσικούς δαιδάλους, λειτουργώντας ως συγγραφέας, δηλώνει ότι άρχισε από νωρίς να προσέχει τα όνειρά του, διδασκόμενος από αυτά πως να στήνει τις ενυπνιάσεις των ηρώων του.
Παρομοίως, και η Γιουρσενάρ εξομολογείται πως, από μικρή, έδινε μεγάλη προσοχή στα όνειρά της, αν και δεν προσδιορίζει από πότε άρχισε να κρατά σημειώσεις. Πάντως, είχε συγκεκριμένο ρεπερτόριο ονείρων, όπου τα ίδια πρόσωπα επανεμφανίζονταν, σε αναγνωρίσιμους, από προηγούμενα όνειρα, τόπους. Στη διάλεξή του ο Βουτυράς, κάνει μια πρώτη απόπειρα ταξινόμησης των ονείρων. Πλέον συστηματική δείχνει η η Γιουρσενάρ, διαχωρίζει, όμως, κι αυτή τα γνήσια, τρόπον τινά, όνειρα, από εκείνα που προκαλεί η δυσπεψία, όχι μόνο του στομάχου, αλλά και της μνήμης, όταν μπλοκάρεται στις καθημερινές εμμονές. Ο Βουτυράς δεν κρύβει πως αντιλαμβάνεται τα όνειρα σαν προμηνύματα της ψυχής ή και αγγελιοφόρους των νεκρών. Διαφορετικής παιδείας η Γιουρσενάρ, αρκείται να παραλληλίσει την εμπειρία του ενυπνιαστή με αυτήν του ποιητή. 1/4σο για τις θεωρίες περί ονείρων, από τον Αρτεμίδωρο μέχρι τον Φρόϋντ, τις συνοψίζει με τη διαπίστωση πως τα όνειρα συνιστούν σύστημα εικόνων, που μπορεί να μην προβλέπει το μέλλον του ενυπνιαζομένου αλλά αποκαλύπτει το παρόν και το παρελθόν του, τουτέστιν την ψυχοσύνθεσή του.
Ερχόμενοι στην ποιότητα των ονειρικών εικόνων, ο μεν Βουτυράς ουδόλως αναφέρεται στην χρωματική τους γκάμα, σαν να συμφωνεί με τους ψυχολόγους, που διατείνονται πως βλέπουμε ασπρόμαυρα όνειρα, σε αντίθεση με την Γιουρσενάρ, που πιστεύει στα έγχρωμα όνειρα και μάλιστα, υποστηρίζει πως η ένταση των χρωμάτων στις ονειρικές εικόνες είναι δείγμα της ποιότητας ενός ονείρου. 1/4πως φαίνεται, οι δυο συγγραφείς διαφωνούν και ως προς την ηχητική επένδυση των ονείρων. Παρόλο που δεν υπάρχει σχετικό σχόλιο του Βουτυρά, οι αφηγήσεις του ονείρων στηρίζονται στους διαλόγους, που, ίσως, να είναι και υπερβαλλόντως ζωηροί για τους διαμειβόμενους σε ένα ενύπνιο. Ενώ, σύμφωνα με την εμπειρία της Γιουρσενάρ, τα όνειρα είναι βουβά ή μάλλον ακριβέστερα, κατά την ανάκλησή τους τα λόγια που ανταλλάχτηκαν έχουν λησμονηθεί. Βαθιά χαραγμένες μένουν οι εντυπώσεις των ονείρων, συχνά συγχεόμενες με τις αναμνήσεις πραγματικών συμβάντων, καθώς κοινό χαρακτηριστικό ενυπνίου και μνημονικής ανάκλησης είναι ο αποσπασματικός χαρακτήρας τους, σαν σπαράγματα, που προβάλλονται σε εκείνο το ανυπόφορο λευκό της λήθης.
Για την Γιουρσενάρ, το όνειρο αντιπροσωπεύει το ανεξερεύνητο της ψυχής και χρειάζεται ένας Βάσκο ντε Γκάμα ή ένας Κολόμβος για να χαρτογραφήσει αυτές τις σκοτεινές περιοχές. Πίστευε πως ούτε ο Προυστ ούτε οι υπερρεαλιστές, παρά την εντατική τους ενασχόληση, φώτισαν τους ενύπνιους τόπους, μια και η κύρια έγνοιά τους ήταν πως να μεταμορφώσουν τους ονειρικούς συμβολισμούς σε λογοτεχνία. Γι΄ αυτό κι αυτή, προσπαθώντας να συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση, αφηγείται τα όνειρά της διεξοδικά, με εξαντλητικές περιγραφές, ιδιαίτερα των τοπίων. Στις διηγήσεις της, ο ενυπνιαστής βρίσκεται συνήθως μόνος, σπανιότερα, με ένα ακόμη άτομο, ενώ το πλήθος, όταν εμφανίζεται, συνιστά απειλή. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται, καθώς, στο όνειρο, ο χώρος διαστέλλεται και οι διαφορετικές εποχές συγχέονται. Αναμφιβόλως, τα όνειρά της προβάλλουν σκοτεινότερα από τα ενύπνια του Βουτυρά, παρά την εντύπωση της εκ των υστέρων εκλογίκευσης, που δημιουργεί η αφήγηση.
Η έκδοση του βιβλίου της Γιουρσενάρ, όπως και του Βουτυρά, μπορεί να εκληφθεί ως επετειακή, από την άλλη, προσθέτει έναν ακόμη τόμο στα Άπαντά της, ελληνιστί, καθώς, με αυτό το βιβλίο, οι εκδόσεις Χατζηνικολή συμπληρώνουν μια τριαντακονταετία μεταφράζοντας Γιουρσενάρ, όπου μετρούμε τουλάχιστον δεκαοκτώ βιβλία, συν τον Καβάφη της, τα θεατρικά της και τα "Γράμματα σε φίλους και όχι μόνο". Η αρχή έγινε το φθινόπωρο του 1978, με το μπεστ σέλλερ της Γιουρσενάρ, "Αδριανού απομνημονεύματα", σε μετάφραση της ίδιας της Ιωάννας Χατζηνικολή, την οποία είχε επαινέσει και ο Κ.Θ.Δημαράς. Η Χατζηνικολή συνέχισε, με τη βοήθεια και άλλων, όπως η Κατερίνα Ζαρόκωστα στο "Χαριστική βολή", η Βάσω Ξανθάκη-Σολωμού στο "Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης", η Τερέζα Παναγιώτου στις εκδόσεις των τελευταίων χρόνων και ο Νίκος Δομαζάκης, αρχικά ως βοηθητικός στη "Σμίλη του χρόνου" και κατά αποκλειστικότητα στο πρόσφατο. Ίσως, κάποτε, η Χατζηνικολή να ανιστορήσει αυτήν τη σχέση αφοσίωσης με τους συγγραφείς του οίκου της, υπό την διπλή ιδιότητα, μεταφραστή και εκδότη.
Προφανώς, η Γιουρσενάρ δεν ήταν μόνο καταγραφέας ονείρων, αλλά, από μιας αρχής, και ενυπνιογράφος. Την ίδια χρονιά με τα "1/4νειρα...", το 1938, εξέδωσε και τα "Διηγήματα της Ανατολής", αφιερωμένα στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σαν αποχαιρετισμό στα ταξίδιά τους. Μαζί του, στην Κωνσταντινούπολη, είχε αρχίσει τις "Φωτιές". Για να μνημονεύσουμε δυο από τα πρώτα βιβλία της, με ονειρικές σκηνές, όπως και τα "Απομνημονεύματα του Αδριανού" του 1951 και η "Άβυσσος" του 1968, από τα οποία αποσπάσματα τίθενται ως προμετωπίδα στη μεταθανάτια έκδοση των "Ονείρων..." του 1991. Σύμφωνα με δική της σημείωση του 1970, είχε πάντοτε την πρόθεση μιας δεύτερης έκδοσης, επαυξημένης με πιο πρόσφατα όνειρα. Αν, όμως, δεν προλάβαινε, όριζε την προμετωπίδα, ενώ συνεχώς συμπλήρωνε με σημειώσεις έναν φάκελλο προετοιμασίας. Μια επιλογή από αυτές δημοσιεύονται στο βιβλίο ως επίμετρο.
Εν κατακλείδι, στις ημέρες μας, ενυπνιογράφοι αλλά και καταγραφείς ονείρων φθίνουν. Διαβάζοντας, στα βιβλία νεότερων, αφηγήσεις ονείρων, αρχίζει κανείς να ανησυχεί μήπως και σταμάτησαν οι συγγραφείς να βλέπουν όνειρα.
Μ. Θεοδοσοπούλου