Λίτσα Χατζοπούλου
«Α. Ρ. Ραγκαβής:
ένας “στρατευμένος”
στον 19ο αιώνα»
Εκδόσεις Τόπος
Φεβρουάριος 2009
Στις 27 Δεκεμβρίου του 2009 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Ραγκαβή. Ως δώρο για την επέτειό του φαίνεται πως του επιφυλάχθηκε η τιμή να μεταγλωττισθεί κι αυτός στη νέα ελληνική. Ένδειξη πως δεν έχει παραγκωνισθεί, αλλά πως συμπεριλαμβάνεται στη χορεία των αξιανάγνωστων συγγραφέων του 19ου αιώνα. Το 2005, που μεταγλωττίστηκε για ακόμη μια φορά η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, θεωρήθηκε κοσμοϊστορικό γεγονός. Αντιθέτως, η μεταγλώττιση διηγημάτων του Ραγκαβή έχει παραμείνει μέχρι στιγμής ασχολίαστη. Ίσως και γιατί δεν εκδόθηκε αυτοτελώς, αλλά μαζί με μια γενικότερη παρουσίαση του ίδιου και του έργου του. Ωστόσο, το ερώτημα που αναφύεται στην περίπτωση του Ραγκαβή, είναι κατά πόσο οι ενάντιοι της μεταγλώττισης των θεωρούμενων ως κλασσικών της ελληνικής λογοτεχνίας, ουσιαστικά της τριάδας Παπαδιαμάντης-Βιζυηνός-Ροΐδης, θα πρόβαλαν ενστάσεις και για τη μεταγλώττιση του Ραγκαβή ή μήπως στην περίπτωσή του θα περιόριζαν τις αντιρρήσεις τους σε θέμα αρχής. Δηλαδή, πως η ελληνική του 19ου αιώνα, ακόμη και η αρχαιοπρεπής του Ραγκαβή και των αδελφών Σούτσου, δεν χρήζει μεταγλώττισης, αφού πρόκειται για μια και ενιαία γλώσσα, που καλά θα κάνουν οι νεότερες γενιές να μάθουν. Αν όχι παιδιόθεν, έστω μεγαλώνοντας ιδίοις κόποις, μια και το εκπαιδευτικό σύστημα ολιγωρεί. Γιατί, κατά τα άλλα, όσο αφορά τον Ραγκαβή, ακόμη και όσοι δεν αμφισβητούν τη λογοτεχνική του αξία, εκτιμούν στα διηγήματά του, τα θέματα, την πλοκή, τους χαρακτήρες, τις ιδεολογικές θέσεις, τελοσπάντων, οτιδήποτε άλλο πλην της γλώσσας. Μερικοί, μάλιστα, με τις αποτιμήσεις τους σχεδόν προτρέπουν να μεταγλωττισθεί. Μεταξύ αυτών, πρώτος και καλλίτερος, ο Κ.Θ.Δημαράς. Στην Ιστορία του γράφει: “Όταν υπερνικηθεί η γλωσσική ανία, βρισκόμαστε μπροστά σε έργα που έχουν παλμό, ουσία, σύνθεση...» Αν και τον Δημαρά σε γλωσσικά θέματα καλλίτερα να τον παρακάμπτουμε, αφού οι προτιμήσεις του, όσο αφορά την ελληνική γλώσσα, δεν εκφράζουν το λογοτεχνικό γούστο, που τελικά επεκράτησε. Θυμίζουμε πως σχεδόν τυχαία χαρακτηρίζει την παπαδιαμαντική γλώσσα και καθ’ υπερβολήν καθαρεύουσα εκείνη του Ροΐδη.
Όπως και να έχει, η μεταγλώττιση τριών διηγημάτων του Ραγκαβή δημοσιεύεται στο βιβλίο της Λίτσας Χατζοπούλου, που εγκαινιάζει τη σειρά «Επί των κειμένων». Ο διευθυντής της σειράς, Άρης Μαραγκόπουλος, ορίζει ως στόχο της την εκ νέου ανάγνωση συγγραφέων και κειμένων υπό το φως της νεότερης κριτικής. Και ακριβώς, αυτήν τη νεότερη κριτική εκπροσωπεί, κατά τον καλλίτερο τρόπο, για την περίπτωση του Ραγκαβή, η Χατζοπούλου, καθώς ασχολείται συστηματικά μαζί του από το 1990. Ο Ραγκαβής αποτέλεσε το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής της και το θέμα τριών βιβλίων της, μη συνυπολογίζοντας την αποδελτίωση του περιοδικού «Ευτέρπη», που προέκυψε ως επακόλουθο της ενασχόλησής της με τον Ραγκαβή. Θυμίζουμε πως αυτός έδωσε το όνομα Ευτέρπη στο περιοδικό του συμμαθητή του από την Οδησσό Γρηγορίου Καμπούρογλου, το οποίο άρχισε να εκδίδεται την 1η Σεπτεμβρίου του 1847. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού μέχρι τα τέλη του 1849 ο Ραγκαβής, δημοσίευσε σε αυτό 13 από τα συνολικά 22 διηγήματά του καθώς και άλλα κείμενά του. Εγκατέλειψε την «Ευτέρπη» μόνο όταν είχε πια στα σκαριά το δικό του περιοδικό, την «Πανδώρα», που εξέδωσε με τους φίλους του Νικόλαο Δραγούμη και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Την εισαγωγή του βιβλίου η Χατζοπούλου την ξεκινά με την εναρκτήρια φράση των «Απομνημονευμάτων» του Ραγκαβή, «Εκ καταγωγής ειμί Φαναριώτης...». Είναι μια φράση που δείχνει προκλητική, καθώς ο Ραγκαβής την γράφει το 1887, όταν γνωρίζει πλέον πως συνιστά “κηλίδα και ύβριν” για τη γενιά του 1880. Παρεμπιπτόντως, το 2009 συμπληρώνονται και 230 χρόνια από τη γέννηση του πατέρα του Ιακωβάκη Ρίζου Ραγκαβή, που καταγόταν από την παλαιά οικογένεια των Ραγκαβέ. Ο Ραγκαβής μεγάλωσε στην αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Σούτσου και στα μετέπειτα χρόνια είχε δασκάλους τον Γεώργιο Γεννάδιο και τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο. Με λίγα λόγια, μαθήτευσε στον Διαφωτισμό, ενώ οι σπουδές του στο Μόναχο έγιναν στο κλίμα του “κλασικιστικού ρομαντισμού”. Αυτές οι επιρροές θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη στάση του, τόσο στην πολιτική όσο και στη λογοτεχνία, που χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια και συντηρητισμό.
Η Χατζοπούλου βρίσκει αντιστοιχίες ανάμεσα στον φαναριωτισμό και τον σήμερα ισχύοντα πολιτικό ρεαλισμό. Παρομοίως, παραλληλίζει τις επιλογές του Ραγκαβή στην πεζογραφία με αυτές ενός “στρατευμένου” συγγραφέα. Στα διηγήματά του, ο Ραγκαβής προσπαθεί να συνδυάσει το τερπνό μετά του ωφελίμου. Ο έρωτας αποτελεί μεν τον πυρήνα στις περισσότερες ιστορίες του, αλλά χωρίς ρομαντικές εξάρσεις, υπακούοντας σε μια σειρά κοινωνικών αξιών, ώστε να παραδειγματίζονται οι νεαρές αναγνώστριες. Αλλά και γενικότερα, παρόλο που, κατά κανόνα, οι ιστορίες του διαδραματίζονται εκτός Ελλάδος, στόχος του είναι, μέσω αυτών, να παρουσιάσει τα φλέγοντα για την Ευρώπη κοινωνικά προβλήματα, όπως η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, το δουλεμπόριο, ο ρόλος της γυναίκας και άλλα. Η εισαγωγή της Χατζοπούλου είναι ευσύνοπτη και ταυτόχρονα πλήρης, δείχνοντας πόσο κερδίζει η μελέτη ενός θέματος, όταν πολιορκείται επί μακρόν και από διαφορετικές πλευρές. Όσο αφορά τη μεταγλώττιση, εκθέτει στο επίμετρο το σκεπτικό του εγχειρήματος, που ουσιαστικά στηρίχτηκε στην επικαιρότητα της θεματικής του Ραγκαβή, θεωρώντας ως αυτονόητη την ανεπαρκή γνώση της καθαρεύουσας από το σημερινό αναγνωστικό κοινό.
Η ιδέα για τη μεταγλώττιση του Ραγκαβή ανήκει στον τελευταίο μεταφραστή της «Πάπισσας Ιωάννας», τον Δημήτρη Καλοκύρη. Μόνο που αυτός πρότεινε να μεταφραστεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή, «Ο Αυθέντης του Μωρέως». Τελικά, όμως, επεκράτησε η άποψη η αρχή να γίνει με τρία από τα διηγήματά του, που είχαν πρωτοδημοσιευτεί στην «Ευτέρπη», και τα τρία εντός του 1848: Τη «Λέιλα», το «Χρυσό μαστίγιο» και το «Γλουμυμάουθ». Για όσους θελήσουν να διαβάσουν εκ παραλλήλου ή και εκ των υστέρων τα διηγήματα στο πρωτότυπο, προσφέρεται η προ δεκαετίας δίτομη έκδοση των «Διηγημάτων» του Ραγκαβή, σε επιμέλεια Δημήτρη Τζιόβα, από το Ίδρυμα Ουράνη. Επίσης, η αυτοτελής έκδοση του «Γλουμυμάουθ», από τον Τάκη Καγιαλή, στις εκδόσεις Νεφέλη.
“Πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος” έχουν αποκαλέσει τον Ραγκαβή και όπως φαίνεται, για πλείστους όσους λόγους εξακολουθεί να προσφέρεται για ανάγνωση. Γιατί τα κοινωνικά προβλήματα που απασχολούσαν την εποχή του έμελλε να διαιωνισθούν. Γιατί οι ήρωες του είναι αληθοφανείς και μετρημένοι σαν χαρακτήρες. Γιατί οι περιγραφές του είναι ακριβείς και παραστατικές. Και τέλος, γιατί έχει κι αυτός, όπως και οι σημερινοί μακρινοί του απόγονοι, προτίμηση στις ξένες χώρες. Όσο για την μεταγλώττιση μας φαίνεται ακριβής και στρωτή. Από την άλλη, όπως η μετάφραση ενός ξενόγλωσσου κειμένου, ακόμη και η καλλίτερη, διαταράσσει το αρχικό κείμενο, έτσι και η μεταγλώττιση του Ραγκαβή διαφοροποιεί το ύφος και τις αποχρώσεις του πρωτοτύπου. Για παράδειγμα παραθέτουμε ένα σπάραγμα από το τρίτο διήγημα μαζί με τη μεταγλώττισή του: «Αβέβαιοί τινες και φαντασιώδεις μορφαί, πλανωμένην τινά δεχόμεναι ακτίνα του άνω φωτός, ανεφαίνοντο άνευ καταληπτού διαγράμματος εκ του αχανούς της νυκτός κόλπου.» «Κάτι ασαφείς και αχνές μορφές, στις οποίες έφταναν σκόρπιες ακτίνες φωτός από πάνω, ξεπρόβαλλαν χωρίς συγκεκριμένο περίγραμμα μέσα από τον αχανή κόλπο της νύχτας.»
«Α. Ρ. Ραγκαβής:
ένας “στρατευμένος”
στον 19ο αιώνα»
Εκδόσεις Τόπος
Φεβρουάριος 2009
Στις 27 Δεκεμβρίου του 2009 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Ραγκαβή. Ως δώρο για την επέτειό του φαίνεται πως του επιφυλάχθηκε η τιμή να μεταγλωττισθεί κι αυτός στη νέα ελληνική. Ένδειξη πως δεν έχει παραγκωνισθεί, αλλά πως συμπεριλαμβάνεται στη χορεία των αξιανάγνωστων συγγραφέων του 19ου αιώνα. Το 2005, που μεταγλωττίστηκε για ακόμη μια φορά η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, θεωρήθηκε κοσμοϊστορικό γεγονός. Αντιθέτως, η μεταγλώττιση διηγημάτων του Ραγκαβή έχει παραμείνει μέχρι στιγμής ασχολίαστη. Ίσως και γιατί δεν εκδόθηκε αυτοτελώς, αλλά μαζί με μια γενικότερη παρουσίαση του ίδιου και του έργου του. Ωστόσο, το ερώτημα που αναφύεται στην περίπτωση του Ραγκαβή, είναι κατά πόσο οι ενάντιοι της μεταγλώττισης των θεωρούμενων ως κλασσικών της ελληνικής λογοτεχνίας, ουσιαστικά της τριάδας Παπαδιαμάντης-Βιζυηνός-Ροΐδης, θα πρόβαλαν ενστάσεις και για τη μεταγλώττιση του Ραγκαβή ή μήπως στην περίπτωσή του θα περιόριζαν τις αντιρρήσεις τους σε θέμα αρχής. Δηλαδή, πως η ελληνική του 19ου αιώνα, ακόμη και η αρχαιοπρεπής του Ραγκαβή και των αδελφών Σούτσου, δεν χρήζει μεταγλώττισης, αφού πρόκειται για μια και ενιαία γλώσσα, που καλά θα κάνουν οι νεότερες γενιές να μάθουν. Αν όχι παιδιόθεν, έστω μεγαλώνοντας ιδίοις κόποις, μια και το εκπαιδευτικό σύστημα ολιγωρεί. Γιατί, κατά τα άλλα, όσο αφορά τον Ραγκαβή, ακόμη και όσοι δεν αμφισβητούν τη λογοτεχνική του αξία, εκτιμούν στα διηγήματά του, τα θέματα, την πλοκή, τους χαρακτήρες, τις ιδεολογικές θέσεις, τελοσπάντων, οτιδήποτε άλλο πλην της γλώσσας. Μερικοί, μάλιστα, με τις αποτιμήσεις τους σχεδόν προτρέπουν να μεταγλωττισθεί. Μεταξύ αυτών, πρώτος και καλλίτερος, ο Κ.Θ.Δημαράς. Στην Ιστορία του γράφει: “Όταν υπερνικηθεί η γλωσσική ανία, βρισκόμαστε μπροστά σε έργα που έχουν παλμό, ουσία, σύνθεση...» Αν και τον Δημαρά σε γλωσσικά θέματα καλλίτερα να τον παρακάμπτουμε, αφού οι προτιμήσεις του, όσο αφορά την ελληνική γλώσσα, δεν εκφράζουν το λογοτεχνικό γούστο, που τελικά επεκράτησε. Θυμίζουμε πως σχεδόν τυχαία χαρακτηρίζει την παπαδιαμαντική γλώσσα και καθ’ υπερβολήν καθαρεύουσα εκείνη του Ροΐδη.
Όπως και να έχει, η μεταγλώττιση τριών διηγημάτων του Ραγκαβή δημοσιεύεται στο βιβλίο της Λίτσας Χατζοπούλου, που εγκαινιάζει τη σειρά «Επί των κειμένων». Ο διευθυντής της σειράς, Άρης Μαραγκόπουλος, ορίζει ως στόχο της την εκ νέου ανάγνωση συγγραφέων και κειμένων υπό το φως της νεότερης κριτικής. Και ακριβώς, αυτήν τη νεότερη κριτική εκπροσωπεί, κατά τον καλλίτερο τρόπο, για την περίπτωση του Ραγκαβή, η Χατζοπούλου, καθώς ασχολείται συστηματικά μαζί του από το 1990. Ο Ραγκαβής αποτέλεσε το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής της και το θέμα τριών βιβλίων της, μη συνυπολογίζοντας την αποδελτίωση του περιοδικού «Ευτέρπη», που προέκυψε ως επακόλουθο της ενασχόλησής της με τον Ραγκαβή. Θυμίζουμε πως αυτός έδωσε το όνομα Ευτέρπη στο περιοδικό του συμμαθητή του από την Οδησσό Γρηγορίου Καμπούρογλου, το οποίο άρχισε να εκδίδεται την 1η Σεπτεμβρίου του 1847. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού μέχρι τα τέλη του 1849 ο Ραγκαβής, δημοσίευσε σε αυτό 13 από τα συνολικά 22 διηγήματά του καθώς και άλλα κείμενά του. Εγκατέλειψε την «Ευτέρπη» μόνο όταν είχε πια στα σκαριά το δικό του περιοδικό, την «Πανδώρα», που εξέδωσε με τους φίλους του Νικόλαο Δραγούμη και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Την εισαγωγή του βιβλίου η Χατζοπούλου την ξεκινά με την εναρκτήρια φράση των «Απομνημονευμάτων» του Ραγκαβή, «Εκ καταγωγής ειμί Φαναριώτης...». Είναι μια φράση που δείχνει προκλητική, καθώς ο Ραγκαβής την γράφει το 1887, όταν γνωρίζει πλέον πως συνιστά “κηλίδα και ύβριν” για τη γενιά του 1880. Παρεμπιπτόντως, το 2009 συμπληρώνονται και 230 χρόνια από τη γέννηση του πατέρα του Ιακωβάκη Ρίζου Ραγκαβή, που καταγόταν από την παλαιά οικογένεια των Ραγκαβέ. Ο Ραγκαβής μεγάλωσε στην αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Σούτσου και στα μετέπειτα χρόνια είχε δασκάλους τον Γεώργιο Γεννάδιο και τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο. Με λίγα λόγια, μαθήτευσε στον Διαφωτισμό, ενώ οι σπουδές του στο Μόναχο έγιναν στο κλίμα του “κλασικιστικού ρομαντισμού”. Αυτές οι επιρροές θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη στάση του, τόσο στην πολιτική όσο και στη λογοτεχνία, που χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια και συντηρητισμό.
Η Χατζοπούλου βρίσκει αντιστοιχίες ανάμεσα στον φαναριωτισμό και τον σήμερα ισχύοντα πολιτικό ρεαλισμό. Παρομοίως, παραλληλίζει τις επιλογές του Ραγκαβή στην πεζογραφία με αυτές ενός “στρατευμένου” συγγραφέα. Στα διηγήματά του, ο Ραγκαβής προσπαθεί να συνδυάσει το τερπνό μετά του ωφελίμου. Ο έρωτας αποτελεί μεν τον πυρήνα στις περισσότερες ιστορίες του, αλλά χωρίς ρομαντικές εξάρσεις, υπακούοντας σε μια σειρά κοινωνικών αξιών, ώστε να παραδειγματίζονται οι νεαρές αναγνώστριες. Αλλά και γενικότερα, παρόλο που, κατά κανόνα, οι ιστορίες του διαδραματίζονται εκτός Ελλάδος, στόχος του είναι, μέσω αυτών, να παρουσιάσει τα φλέγοντα για την Ευρώπη κοινωνικά προβλήματα, όπως η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, το δουλεμπόριο, ο ρόλος της γυναίκας και άλλα. Η εισαγωγή της Χατζοπούλου είναι ευσύνοπτη και ταυτόχρονα πλήρης, δείχνοντας πόσο κερδίζει η μελέτη ενός θέματος, όταν πολιορκείται επί μακρόν και από διαφορετικές πλευρές. Όσο αφορά τη μεταγλώττιση, εκθέτει στο επίμετρο το σκεπτικό του εγχειρήματος, που ουσιαστικά στηρίχτηκε στην επικαιρότητα της θεματικής του Ραγκαβή, θεωρώντας ως αυτονόητη την ανεπαρκή γνώση της καθαρεύουσας από το σημερινό αναγνωστικό κοινό.
Η ιδέα για τη μεταγλώττιση του Ραγκαβή ανήκει στον τελευταίο μεταφραστή της «Πάπισσας Ιωάννας», τον Δημήτρη Καλοκύρη. Μόνο που αυτός πρότεινε να μεταφραστεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή, «Ο Αυθέντης του Μωρέως». Τελικά, όμως, επεκράτησε η άποψη η αρχή να γίνει με τρία από τα διηγήματά του, που είχαν πρωτοδημοσιευτεί στην «Ευτέρπη», και τα τρία εντός του 1848: Τη «Λέιλα», το «Χρυσό μαστίγιο» και το «Γλουμυμάουθ». Για όσους θελήσουν να διαβάσουν εκ παραλλήλου ή και εκ των υστέρων τα διηγήματα στο πρωτότυπο, προσφέρεται η προ δεκαετίας δίτομη έκδοση των «Διηγημάτων» του Ραγκαβή, σε επιμέλεια Δημήτρη Τζιόβα, από το Ίδρυμα Ουράνη. Επίσης, η αυτοτελής έκδοση του «Γλουμυμάουθ», από τον Τάκη Καγιαλή, στις εκδόσεις Νεφέλη.
“Πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος” έχουν αποκαλέσει τον Ραγκαβή και όπως φαίνεται, για πλείστους όσους λόγους εξακολουθεί να προσφέρεται για ανάγνωση. Γιατί τα κοινωνικά προβλήματα που απασχολούσαν την εποχή του έμελλε να διαιωνισθούν. Γιατί οι ήρωες του είναι αληθοφανείς και μετρημένοι σαν χαρακτήρες. Γιατί οι περιγραφές του είναι ακριβείς και παραστατικές. Και τέλος, γιατί έχει κι αυτός, όπως και οι σημερινοί μακρινοί του απόγονοι, προτίμηση στις ξένες χώρες. Όσο για την μεταγλώττιση μας φαίνεται ακριβής και στρωτή. Από την άλλη, όπως η μετάφραση ενός ξενόγλωσσου κειμένου, ακόμη και η καλλίτερη, διαταράσσει το αρχικό κείμενο, έτσι και η μεταγλώττιση του Ραγκαβή διαφοροποιεί το ύφος και τις αποχρώσεις του πρωτοτύπου. Για παράδειγμα παραθέτουμε ένα σπάραγμα από το τρίτο διήγημα μαζί με τη μεταγλώττισή του: «Αβέβαιοί τινες και φαντασιώδεις μορφαί, πλανωμένην τινά δεχόμεναι ακτίνα του άνω φωτός, ανεφαίνοντο άνευ καταληπτού διαγράμματος εκ του αχανούς της νυκτός κόλπου.» «Κάτι ασαφείς και αχνές μορφές, στις οποίες έφταναν σκόρπιες ακτίνες φωτός από πάνω, ξεπρόβαλλαν χωρίς συγκεκριμένο περίγραμμα μέσα από τον αχανή κόλπο της νύχτας.»
Μ. Θεοδοσοπούλου