"Το κόκκινο ξενοδοχείο.
Η αδύνατη αναπαράσταση"
Εκδόσεις Κέδρος
Σεπτέμβριος 2008
Η Μαρία Ευσταθιάδη εξέδωσε ένα νέο μυθιστόρημα. Με αυτή τη διατύπωση, θα μπορούσε κανείς να εννοεί απλώς ότι πρόκειται για ένα καινούργιο μυθιστόρημα, εξίμισι χρόνια μετά το πρώτο μυθιστόρημά της, "Σχεδόν... μελό", εν μέσω άλλων βιβλίων που εμφανίζονται ως συλλογές πεζών. Ανεξάρτητα αν αυτή τη φορά αποφεύγεται η αναγραφή του ειδολογικού προσδιορισμού στην προμετωπίδα του βιβλίου. Θα μπορούσε, όμως, και να αναφέρεται στο συγκεκριμένο γαλλικό ρεύμα, που δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα στην ελληνική λογοτεχνία. Έτσι κι αλλιώς, εκτός από τα όποια ανιχνεύσιμα στο καινούργιο μυθιστόρημά της χαρακτηριστικά του, οπωσδήποτε καλά χωνεμένα, στην τετραετία μεταξύ του προηγούμενου βιβλίου της, "Ουτοπήματα", και του πρόσφατου, παρεμβάλλεται η μετάφραση του δεύτερου μυθιστορήματος του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ, "Η ζήλια", για την οποία της απονεμήθηκε το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης γαλλόφωνης λογοτεχνίας του 2007.
Βράβευση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και επετειακή, καθώς συνέπεσε με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την έκδοση του πρωτότυπου, και από την άλλη έμελλε να είναι μια από τις τελευταίες διακρίσεις, ζώντος του Γκριγιέ, για το έργο του. Στις 18 Φεβρουαρίου 2008, στα ογδόντα έξι του, πέθανε ο Γκριγιέ, πλήρης ημερών, ως αγενώς είθισται να λέγεται. Αν, όμως, κρατιόταν στη ζωή ακόμη ένα χρόνο, ίσως, τελικά, και να έπαιρνε το βραβείο Νόμπελ, και ως λογική συνέχεια του προηγούμενου γαλλικού Νόμπελ, στον Κλωντ Σιμόν, το 1985. Αλλά μάλλον ήταν πολύ αργά γι' αυτόν και το λογοτεχνικό ρεύμα που αντιπροσώπευε, όπως ήταν και παλαιότερα για την Ναταλί Σαρρώ, που επίσης μακροημέρευσε εν αναμονή. Πάντως, το σίγουρο είναι πως, όσο ζούσε ο Γκριγιέ, δύσκολα θα στεφόταν με το Νόμπελ έτερος γάλλος συγγραφέας, ακόμη κι αν το έργο του εναρμονιζόταν με τις κυρίαρχες συνιστώσες μιας παγκοσμιοποιημένης λογοτεχνίας, όπως αυτό του εφετεινού βραβευθέντος, Ζαν-Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό. Μεγάλη παρέκβαση και λόγω φθινοπώρου, που έχει καθιερωθεί ως η εποχή των βραβεύσεων, διεθνών και εγχώριων. Και επανερχόμαστε στο καινούργιο βιβλίο της Ευσταθιάδη, ένα από τα δυο-τρία που συγκρατούμε για τα Λογοτεχνικά Βραβεία του 2008, τουλάχιστον από όσα έχουν εκδοθεί μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου.
Πριν έντεκα χρόνια, παρατηρούσαμε σχετικά με το τρίτο βιβλίο της, "Γάντια με χέρια", πως, σε αυτό, μια ιστορία, που είχε ξεκινήσει στο πρώτο της βιβλίο, τους "Παραβάτες" του 1987, ξεδιπλωνόταν περαιτέρω. Αυτή, ακριβώς, η ιστορία δείχνει να ολοκληρώνεται στο πρόσφατο βιβλίο, αφού, στο ενδιάμεσο, κομμάτιά της είχαν ενσωματωθεί σε άλλα έργα, πεζά και θεατρικά. Στο πρώτο μυθιστόρημα, οι δυο κεντρικοί ήρωες, ένα ζευγάρι, δεν έχουν επίθετα, μόνο αρχικά για ονόματα, σε αντίθεση με τους δευτεραγωνιστές, τον χορό, τρόπον τινά, της ερωτικής τους τραγωδίας, που αναφέρονται με τα μικρά τους ονόματα. Στο δεύτερο μυθιστόρημα, οι ήρωες -στο βαθμό που μπορεί να γίνεται λόγος για ήρωες- δεν έχουν ούτε καν αρχικά. Κυρίαρχο προβάλλει το "εγώ" του θηλυκού "παραβάτη" των αρχικών βιβλίων, αν και αυτή τη φορά, λιγότερο ακαθόριστο, καθώς αποκαλείται "Φωνή", και πράγματι, διαθέτει φωνή για να συνομιλεί και χέρια για να χτυπάει σε έναν Μακ Υπολογιστή αυτά που θέλει να συγκρατήσει. Όσο για τον κύριο συνομιλητή της "Φωνής", δεν είναι ο παλαιότερος, έτερος "παραβάτης", που έδειχνε ως ερωτικός σύντροφος, αλλά ονομάζεται "Ψίθυρος" και εμφανίζεται σαν ένα ορθολογιστικό alter ego, που κάνει τις ερωτήσεις και κάποτε στριμώχνει για απαντήσεις, πιέζοντας το "εγώ" να θυμηθεί. Η κουβέντα τους θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν ένας εσωτερικός μονόλογος, μοιρασμένος σε δυο πρόσωπα, με θέμα την παιδική ηλικία της ανώνυμης "στο τώρα" της αφήγησης "Φωνής", που σε ένα μακρινό "τότε" ονομαζόταν Έλλη και Ελλάκι και Lilette. Στη συνομιλία παρεμβαίνουν τα φαντάσματα του "εγώ", πρόσωπα του στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος και ένας νέος άντρας, πιθανώς τέως εραστής. Αυτός ο διαλογικός τρόπος ανάκλησης στη μνήμη των παιδικών χρόνων θυμίζει ψυχαναλυτική διαδικασία, όπου το ρόλο του ψυχαναλυτή αναλαμβάνει ο συνειδησιακός "Ψίθυρος".
Και πράγματι, όπως πολύ γρήγορα αποκαλύπτεται, η Έλλη είναι μια Ηλέκτρα, με όλα τα χαρακτηριστικά του ομώνυμου συνδρόμου, την αποστροφή για τη μητέρα που φτάνει μέχρι επιθυμία θανάτου και το θαυμασμό για τον πατέρα που θα μπορούσε να καλύπτει ανομολόγητες επιθυμίες. Στο μυθιστόρημα, το σύνδρομο της Ηλέκτρας εντοπίζεται σε "ένα τεράστιο κενό" μνήμης, μια ολόκληρη τριετία κατά την πρώτη εφηβεία. Από εκείνη την περίοδο, η Έλλη έχει συγκρατήσει σκόρπιες τραυματικές εμπειρίες, κυρίως σχολικές, που δεν είναι παρά οι "εκχυμώσεις" ενός τραύματος καλά κρυμμένου πίσω από μια νεύρωση στομάχου με έντονα συμπτώματα. Η σκηνή, που έφερε τον συγκλονισμό, ενεργοποιώντας τους αμυντικούς μηχανισμούς απώθησης, συνέβη όταν ήταν δώδεκα χρονών, σε ένα ταξίδι με τον πατέρα στο Στρασβούργο, έδρα, ως γνωστόν, από το 1949 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, τοποθετείται στο γνωστό ιστορικό ξενοδοχείο της πόλης, "Το κόκκινο σπίτι", που, και μετά την ανακαίνισή του, το 1973, διατήρησε άθικτο, ως σήμα κατατεθέν, το σαλόνι υποδοχής με τις κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες. Ωστόσο, το υπόλοιπο ξενοδοχείο άλλαξε μορφή, όπως διαπίστωσε η Έλλη όταν το ξαναεπισκέφτηκε, προσπαθώντας να ανακαλέσει στη μνήμη της όσα συνέβησαν τότε σε ένα δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Γιατί η κατάληξη της ψυχαναλυτικής, τρόπον τινά, καταβύθισης θα ήταν η αναπαράσταση της γενεσιουργού σκηνής, της αναμενόμενης και ως κορυφαίας του μυθιστορήματος, μια και θα έδινε λύση στο σπασπένς. Όμως ο υπότιτλος του βιβλίου προλαβαίνει και την χαρακτηρίζει αδύνατη.
Από μια άποψη, ένας παρόμοιος μύθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότοπος, καθώς πλείστοι όσοι συγγραφείς, διαφορετικών εποχών και λογοτεχνικών τάσεων, σε κάποιο βιβλίο τους, αναμοχλεύουν τα παιδικά τους χρόνια. Οπότε, το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται σε όσα, λιγότερο ή περισσότερο, μυθιστορηματικά παρουσιάζουν, αλλά στις αφηγηματικές τεχνικές στις οποίες καταφεύγουν για να μεταγγίσουν την τραυματική εμπειρία και τον ασύνειδο καταναγκασμό της επανάληψης σε κάθε καινούργια απόπειρα να στηθεί μια σχέση. Πιστεύουμε πως η Ευσταθιάδη επινοεί μια σχεδόν ιδανική φόρμα για το μύθο της. Ένα μυθιστόρημα με τη μορφή θεατρικής παράστασης και αφηγηματική συνέχεια, την οποία εξασφαλίζει, δίνοντας σε ορισμένα πρόσωπα και το ρόλο του αφηγητή. Κατ' αρχήν, στη "Φωνή", που συχνά μονολογεί, συνομιλώντας με φανταστικά πρόσωπα ή και με το είδωλό της στον καθρέφτη, όπου και επανέρχονται θεματικοί πυρήνες παλαιότερων πεζών, όπως ο ακροβάτης και ο χορευτής. Μάλιστα, κατά διαστήματα, διακόπτει τις φαντασιώσεις της και πληκτρολογεί σύντομα κείμενα, με λόγο ασύνδετο και συνειρμικό, σαν κορυφώσεις της υπαρξιακής αγωνίας, που πυροδοτείται από την ανάμνηση ενός διαπεραστικού ήχου ή ενός μουσικού κομματιού, ακόμη και μιας εικόνας. Σαν μετέωρες οι φράσεις, μάλλον ερωτηματικές παρά αποφαντικές, ανασυσταίνουν αισθήματα απόρριψης και πόνου. Επιπροσθέτως, η συγγραφέας εισάγει μια ομάδα προσώπων, ως αυτόπτες μάρτυρες, χωρίς συμμετοχή στην ιστορία, σαν το χορό των κουτσομπόληδων στο προηγούμενο μυθιστόρημά της. Ένα συλλογικό προσωπείο, για το οποίο επιστρατεύει τον δημοσιογραφικό νεολογισμό, "Ωτοβλεψίες", καθώς θέλει να ακούν, να βλέπουν και στη συνέχεια, να αναμεταδίδουν. Έξυπνο τέχνασμα, ώστε ένα κομμάτι από τις αναμνήσεις, που κάποτε μπορεί να γίνονται σχοινοτενείς και συγκινησιακά φορτισμένες, να παρατίθεται ελλειπτικά και σε πλάγιο λόγο. Από την άλλη, οι "Ωτοβλεψίες" λειτουργούν ως ένας παντεπόπτης αφηγητής, καταγράφοντας τις κινήσεις στο "τώρα" και το "τότε". Πέραν αυτών, στα διαλογικά μέρη μετέχουν και τα φαντάσματα παππού, πατέρα και μητέρας, που παρευρίσκονται σχεδόν σαν κατηγορούμενοι, παίρνοντας το λόγο μόνο για την υπεράσπισή τους.
Σε μια τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, παρουσιάζονται τα πρόσωπα, αντί της πρώτης, όπως συνηθίζεται στα θεατρικά έργα. Βρίσκουμε ευφάνταστη την αναπαράσταση των γονικών φαντασμάτων ως γύψινα ομοιώματα, κατάλληλα φωτισμένα, μάλλον, όμως, συζητήσιμη, την αναπαράσταση των "Ωτοβλεψιών" σαν παράξενα ανθρωπάκια, βγαλμένα από παιδικό παραμύθι, μια και λείπει από την αφήγηση η οποιαδήποτε παιγνιώδης διάθεση. Όσο για το σκηνικό, μένει απροσδιόριστο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όπου, στους τοίχους, προβάλλονται σκηνές από τα επίκαιρα της δεκαπενταετίας, 1950-1965, μέσα στην οποία μεγάλωσε η Έλλη. Όμως οι σημαντικοί, για την ιστορία, χώροι είναι τα σκηνικά του "τότε", που στήνει η αφήγηση. Η Ευσταθιάδη περιγράφει σχεδόν σχολαστικά χώρους και αντικείμενα, επιδιώκοντας να τονίσει τον τρόπο που τα έβλεπε το "εγώ", συχνά αφύσικα μεγεθυσμένα.
Υποβλητικό προβάλλει το οικογενειακό τετραώροφο, στο κέντρο της Αθήνας, πολύ πιθανόν στον άλλοτε ποτέ δρόμο των καπελούδων, όπου και το πιλοποιείο του παππού, που το έκλεισε στον πόλεμο. Με ταράτσα και ένα διπλανό πολυώροφο, τα μέρη που κατέφευγε η Έλλη, προπαντός με ένα μεγάλο σαλόνι, όπου, σε μια άκρη του, βρισκόταν το παιδικό κρεβατάκι με τα κάγκελα, και ακόμη, με ένα μακρύ διάδρομο, στον οποίο η Έλλη ατακτούσε κάνοντας πατίνι. Αυτό το σαλόνι αποτέλεσε το σκηνικό του δεύτερου θεατρικού έργου της Ευσταθιάδη, "Ανυπακοή", το οποίο, με τη μορφή πεζογραφήματος, ήταν ένας από τους σπονδύλους της συλλογής "Ουτοπήματα". Το θεατρικό έργο εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου σε αυτό το σαλόνι, στις αρχές του 1950, όταν ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να χωρίσει ή, ακριβέστερα, κάνει πρόβες για την επικείμενη και οριστική αναχώρηση του άντρα, ακολουθώντας τις οδηγίες της "Φωνής". Πρόκειται για την ίδια "Φωνή", του μυθιστορήματος, μόνο που εκεί περιορίζεται στην σκηνοθεσία ενός πιθανού χωρισμού των γονιών της, αγωνιώντας να εικάσει, μέσα από τα λάπσους και τις αυθόρμητες πρωτοβουλίες των ηθοποιών, τα αισθήματα των ηρώων της. Πάντως, ο προβολέας φωτίζει σταθερά το παιδικό κρεβάτι, υποδεικνύοντας πως ήταν εκείνο το βρέφος που αποσόβησε το χωρισμό.
Ακριβώς, με την πεποίθηση πως ήταν το ανεπιθύμητο παιδί δυο πολυάσχολων γονέων, στο μυθιστόρημα, η "Φωνή" περιγράφει με μελανά χρώματα πως οι αθηναίοι αστοί ανάτρεφαν εκείνα τα χρόνια τα παιδιά τους, με εσωτερικές γαλλίδες δασκάλες, προγραμματισμένες εξόδους διασκέδασης και παρέες της αποδοχής τους. Κυρίως, με πολλές απαγορεύσεις, από το φαγητό μέχρι τα παιχνίδια με φίλες λαϊκών οικογενειών ή και τις επισκέψεις σε συγγενείς που αριστερόφερναν. Δηλαδή, όλα όσα η ίδια αντιλαμβανόταν σαν πνοή ελευθερίας. Γι' αυτό και παίρνει αναδρομικά την εκδίκησή της, παρουσιάζοντας έναν παππού μίζερα τσιγκούνη, μια αυτάρεσκη μητέρα και έναν δεσποτικό πατέρα. Κι όμως, αυτός ο πατέρας, παρά τις νοσηρές παραξενιές του και τις αταξίες του με τα "υπηρετριάκια", ήταν ο Θεός της. Ακόμη και στο "τώρα", που για τη "Φωνή" είναι κάτι σαν η ημέρα της κρίσεως, τον ανακαλεί στη μνήμη της με το χαϊδευτικό του, Ντιντής, όπως αποκαλούσε η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ τον Κ. Θ. Δημαρά.
Από μια λέξη, από ένα αντικείμενο, από ένα πρόσωπο, πολλές φορές, δευτερεύον ή και παρακατιανό, ακόμη από μυρωδιές και γεύσεις, ξεκινούν οι συνειρμοί, φτιάχνοντας παραλλαγές και σενάρια, μήπως και χτιστεί ένα συνεκτικό παρελθόν. Και όπως συμβαίνει σε παρόμοιες καταβυθίσεις, οι αναμνήσεις ανακατεύονται με βολικές, εκ των υστέρων, εκλογικεύσεις. Μόνο που ποτέ δεν κατορθώνουν να υπερβούν το φράγμα της τραυματικής εμπειρίας. Η κατάληξη του μυθιστορήματος αφήνει το ταξίδι στο παρελθόν ημιτελές, σαν μια ακόμη σκιαμαχία του "εγώ". Κάπως έτσι, όμως, υφαίνεται ένας πυκνός μυθοπλαστικός ιστός, σε χρώμα κόκκινο, του έρωτα και της πληγής. Σήμερα, που όλο και περισσότεροι συγγραφείς περιορίζουν τις επιλογές τους σε θέματα της μόδας, τελικά, στα εξής δυο, τον Άλλο και την ιστορική αναθεώρηση ή και αποδόμηση, η Ευσταθιάδη εμμένει στις προσωπικές επιλογές της, δοκιμάζοντας αφηγηματικές τεχνικές.
Μ. Θεοδοσοπούλου