Στάθης Κοψαχείλης
«Η Δρακοντιά»
Εκδ, Μελάνι
Οκτ. 2015
«Η Δρακοντιά»
Εκδ, Μελάνι
Οκτ. 2015
Αν διαβάζετε βιβλιοκριτικές, θα έχετε παρατηρήσει ότι είναι περισσότερο διαφωτιστικές, όταν αφορούν μυθιστορήματα ή και ιστορίες. Αντιθέτως, όταν εισέρχονται στην περιοχή του διηγήματος, προσφεύγουν σε αόριστες διατυπώσεις, υποκειμενικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, σε ένα διήγημα, που θέλουν να προσδώσουν λογοτεχνικές αρετές, αναφέρονται στις αισθητικές εντυπώσεις που δημιουργεί, προσομοιάζοντάς τες με εκείνες ποιημάτων. Ανεξάρτητα αν στις κριτικές ποιητικών συλλογών χωλαίνουν ακόμη περισσότερο. Επίσης, επιστρατεύουν χαρακτηρισμούς, που έχουν καθιερωθεί ως επαινετικοί μέσα από τη χρήση τους για τους αποκαλούμενους μεγάλους ξένους συγγραφείς. Κατά προτίμηση, αποτελούμενους από όρους ασαφώς προσδιορισμένους, ώστε να αφήνουν περιθώρια αμφισημίας. Ένας άλλος τρόπος διαφυγής, είναι η εκτενής αναφορά σε προηγούμενα βιβλία του ίδιου συγγραφέα, για τα οποία έχουν ήδη διατυπωθεί κάποιες κρίσεις, οπότε πατούν σε πιο στέρεο έδαφος. Ακόμη, σε περιπτώσεις νέων συγγραφέων, κάνουν εικασίες για την μελλοντική τους πορεία. Ενώ δεν έχει στεγνώσει το μελάνι του τυπογραφείου, αναρωτιούνται προς τα πού θα γείρει το επόμενο.
Γενικότερα, στις βιβλιοκρισίες, επικρατεί μία μεροληπτική αντιμετώπιση των λέξεων, καθώς ευνοούνται οι μεταγλωττίσεις όρων της αγγλόγλωσσης κριτικής, ενώ οι λιγοστοί αμιγώς ελληνικοί καταχωρούνται στους κακόσημους και απευκταίους, συχνά παρακάμπτοντας το εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Παράδειγμα, η λέξη ηθογραφία, που όχι μόνο εγκαταλείφθηκε, αλλά, στις περιπτώσεις ενός πεζού, που τοποθετείται σε χωριό, γενικότερα σε μη αστική περιοχή, και σε παλαιότερους χρόνους, θεωρείται απαραίτητο να διευκρινισθεί πως δεν πρόκειται για ηθογραφία. Αυτό γίνεται πλαγίως, καταφεύγοντας σε μεταφορικές εκφράσεις, που απάδουν μεν του δοκιμιακού λόγου, αλλά προσφέρουν καλύτερη κάλυψη. Όπως μία αρκούντως χαρακτηριστική, που διαβάσαμε πρόσφατα: “κλείνει το μάτι στην ηθογραφία αλλά συνομιλεί και με νεωτερικές αφηγήσεις”. Από την πλευρά τους, οι συγγραφείς, κουβαλώντας τα δικά τους σύνδρομα μειονεξίας, σπεύδουν να διευκρινίσουν, πως “προσέχουν να μην πέσουν στην παγίδα της ηθογραφίας”.
Κοντός ψαλμός αλληλούια για ένα βιβλίο, που θα θέλαμε να σχολιάσουμε, αλλά συνειδητοποιούμε πως δεν διαθέτουμε το ενδεδειγμένο λεξιλόγιο. Οι άλλοτε ποτέ εύφημες λέξεις φαίνεται πως, σήμερα πλέον, ανήκουν σε εκείνες που θεωρούνται παρωχημένες ή και αρνητικής χροιάς, ενώ οι αποδεκτές ως κατάλληλες, μάλλον δεν συνταιριάζουν εννοιολογικά. Ο λόγος για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη, η οποία ανασταίνει μια δαψιλή πραγματικότητα και ένα βάθος ζωής, που συνιστούσαν άλλοτε τον καθημερινό βίο. Στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου, γίνεται λόγος για μαγικό ρεαλισμό. Χαρακτηρισμό, που οι βιβλιοκρισίες επιφυλάσσουν για τα καλύτερα από τα μη ρεαλιστικά βιβλία. Μόνο που, εις μάτην, αναζητήσαμε, σύμφωνα με τον ορισμό του εν λόγω όρου, μη ρεαλιστικά στοιχεία στο δεδομένο ρεαλιστικό χωροχρονικό πλαίσιο των διηγημάτων του βιβλίου. Σε ορισμένα από τα δεκαέξι διηγήματα της προηγούμενης, πρώτης συλλογής του, «Παραμιλητά», υπήρχαν πράγματι μη ρεαλιστικά στοιχεία. Ανεξάρτητα αν εμείς δεν θα τα χαρακτηρίζαμε εξωπραγματικά. Για παράδειγμα, η συναναστροφή με φάσματα νεκρών και τα φανερώματα αγίων, ή ακόμη και τα συναπαντήματα με τον καβαλάρη Χάροντα, μπορεί μεν να κατατάσσονται στα υπερβατικά ή και τα φανταστικά στοιχεία, αλλά, στην πραγματικότητα των ανθρώπων παλαιότερων καιρών, συνιστούσαν βιώματα του δικού τους μικρόκοσμου.
Μία παρόμοια ιστορία συμπεριλαμβάνεται και στην καινούρια δωδεκάδα. Τιτλοφορείται «Πριν σαραντίσει» και δεν αναφέρεται σε τοκετό, αλλά σε θάνατο, στις 40 ημέρες, που η ψυχή περιφέρεται στο σπίτι και τους οικείους της χώρους. Μία πίστη, σε παλαιότερους καιρούς, τόσο βαθιά και ευρέως διαδεδομένη, που οποιοδήποτε κάπως παράταιρο σημείο – μία πεταλούδα ιπτάμενη περί την νεκρική καντήλα ή μία λάμπα που φέγγει σε άδειο σπίτι – να εκλαμβάνεται σαν φανέρωμα της ψυχής. Αρκεί ο συγγραφέας να έχει την ικανότητα να καλλιεργήσει την ανάλογη μυστηριακή ατμόσφαιρα. Κατά τα άλλα, όσο το παπαδιαμαντικό «Μια ψυχή» είναι μαγικός ρεαλισμός, άλλο τόσο είναι και το διήγημα του Κοψαχείλη.
Και από μία δεύτερη ιστορία, την ομότιτλη της συλλογής, ένας νεότερος αναγνώστης μπορεί να θεωρήσει πως αναδύεται μαγικός ρεαλισμός. Πρώτον, γιατί αγνοεί το δρακόντιο ή δρακοντιά, κι ας απαντάται σε Ιπποκράτη και Διοσκουρίδη, όχι όμως στον χρηστικό Μπαμπινιώτη. Δεύτερον, γιατί δεν έχει την παραμικρή εξοικείωση με τον μυστηριακό κόσμο των φυτών. Ούτε με τον πολυτεχνίτη πρακτικό γιατρό, που έχει βαθιά πίστη στις θεραπευτικές τους ιδιότητες και ο οποίος αναπλάθεται μέσα από την περιγραφή των επινοητικών ενασχολήσεών του. Ωστόσο, ο Κοψαχείλης, σε αυτήν την ιστορία, έχασε την ευκαιρία να στήσει ένα μοναδικό διήγημα, τύπου “μπονσάι”, κατά το τρέχον ιδιόλεκτο. Αρκεί να αφαιρούσε την παρελθοντική αναδρομή, κρατώντας την πρώτη μακριά παράγραφο και τη συνέχειά της, στο τελευταίο τμήμα, που επέχει θέση επίλογου. Αυτό θα μπορούσε να έχει έναν αισώπειο τίτλο, όπως «Ο κάβουρας και το φιδόχορτο» και ως παραλλαγή στο γνωστό μύθο, «Ο κάβουρας και το φίδι». Ο συγγραφέας, όμως, μάλλον φοβήθηκε, πως, χωρίς την εγκιβωτισμένη ιστορία του παράξενου ανθρώπου της φύσης, θα γινόταν υπερβολικά ελλειπτικός.
Στην πρόσφατη συλλογή, ο Κοψαχείλης κινείται συχνά σε δυο διαφορετικά χρονικά επίπεδα, προτάσσοντας ένα πρόσφατο συμβάν, που έτυχε στον αφηγητή, το οποίο δένει έντεχνα με μία αναδρομική διήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, η ιστορία στρογγυλεύεται, ωστόσο το αποτέλεσμα θα είχε διαφορετική ένταση, αν η παρελθοντική αφήγηση αυτονομείτο, με το ξεκίνημα “in media res”. Παράδειγμα, το «Σφαχτό», όπου το εισαγωγικό τμήμα προοικονομεί, όπως λέγεται σήμερα, την εξέλιξη, αλλά μετριάζει την έκπληξη του απροσδόκητου. Πόσον μάλλον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου, μέσα από τη δραματική παρουσίαση της παράκρουσης ενός ψυχασθενούς, αναδεικνύονται οι συνέπειες μιας παλαιάς ιστορίας αλλά και μιας εποχής, τόσο καθοριστικής όσο εκείνη της Κατοχής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των “καλών” διηγηματογράφων, που αποδίδεται μετ’ επιμονής σε διηγηματογράφους, που κινούνται θεματικά στην περιοχή του Κοψαχείλη, είναι το “χαμηλόφωνος”. Κι όμως, υπάρχουν στις συλλογές του διηγήματα σκληρού ρεαλισμού, όπου ο τόνος δεν μπορεί παρά να έχει ένταση. Την επιτάσσει μία τραχύτητα, σύμφυτη των αλλοτινών καιρών, όταν, στις μικρές κοινωνίες της υπαίθρου, τα ήθη και οι αρχέγονες πρακτικές συνιστούσαν αναγκαίο όρο επιβίωσης. Πώς, αλλιώς, μπορείς να αφηγηθείς το θάψιμο ενός βρέφους ή το πώς “χάθηκε η κλήρα” ενός “βαρβάτου γάιδαρου”; Το ότι το πρώτο συνιστά απόδοση εθιμικού δικαίου και το δεύτερο αναγκαία επέμβαση για τη χρησιμοποίηση του ζωντανού και συνακόλουθα τον βιοπορισμό του ιδιοκτήτη του, δεν μετριάζουν την σκληρότητα, που ενέχει η ενέργεια. Όλη η τέχνη της αφήγησης βρίσκεται στην αφαίρεση των ψιμυθίων, ωστόσο η κατ’ ακριβολογίαν αναφορά δεν μπορεί παρά να έχει υψηλούς τόνους. Πάντως, το «Πίστομα» του Θεοτόκη το εντάσσουν στην “αγροτική ηθογραφία”.
Η βασική διαφορά της καινούριας συλλογής του Κοψαχείλη από την πρώτη του έγκειται στη θεματική μετατόπιση προς αυτό, που έχει επικρατήσει να αποκαλούν “μεταμνήμη”. Νεωτερικός όρος, που χρησιμοποιείται κυρίως για το ιστορικό μυθιστόρημα της πολεμοχαρούς δεκαετίας του ’40. Σηματοδοτεί τη μνήμη από δεύτερο χέρι ή και τη διαμεσολαβημένη, που αναφέρεται στα τραυματικά βιώματα των επιζώντων από εκείνα τα χρόνια, όπως αυτά περνούν στη μνήμη των επιγόνων τους. Αν μπορεί να γίνει λόγος για “μεταμνήμη” στα διηγήματα του Κοψαχείλη, είναι λόγω του αφηγηματικού τρόπου, που επιλέγει. Όπως είχε υποσχεθεί σε συνέντευξή του, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, “γίνεται η διασταύρωση με τη Μεγάλη Ιστορία” του μικρόκοσμου των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας. Αυτήν τη διασταύρωση την επιχειρεί μέσω του αφηγητή, συνδέοντας αφηγηματικά τη δική του καθημερινότητα με όσα του έχουν παιδιόθεν εντυπωθεί από διηγήσεις, εικόνες ή και συμπεριφορές των μεγάλων στο σπίτι ή και των ηλικιωμένων του χωριού.
Παρενθετικά να παρατηρήσουμε πως η ελληνική μεταγλώττιση, “μεταμνήμη”, του αγγλικού όρου postmemory δημιουργεί σύγχυση, καθώς, στην αγγλική, υπάρχει και ο όρος metamemory, με τελείως διαφορετική έννοια. Αυτός ο δεύτερος επινοήθηκε το 1971 στο πλαίσιο των σπουδών συμπεριφοράς από αμερικανό ψυχολόγο, που ήθελε να αναφερθεί στη συνειδητοποίηση από τον άνθρωπο της ύπαρξης μνήμης ως αυθυπόστατης λειτουργίας. Είκοσι χρόνια αργότερα, προέκυψε ο δεύτερος, όταν είχε αρχίσει να μεγαλώνει το ενδιαφέρον για το Ολοκαύτωμα και το φορτίο που κληροδότησε στη διάδοχη γενιά. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 2006, όταν ξεκίνησε και στην Ελλάδα η μελέτη της μνήμης κυρίως από τον Εμφύλιο, ήρθε στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος και η μνήμη των παιδιών, που μετακινήθηκαν από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Ανατολικές χώρες. Η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν ήταν η πρώτη, που έκανε λόγο για “μετα-μνήμη”, ως απόδοση του postmemory, πιθανώς και αγνοώντας το metamemory, που απασχολεί περισσότερο τους εκπαιδευτικούς. Ειδάλλως, η ελληνική γλώσσα είναι πρόσφορη, όχι μόνο για δάνεια, αλλά και για επινοήσεις. Λ.χ., το postmemory θα μπορούσε να αποδοθεί και ως υστερογενής μνήμη.
Όσο για τις ιστορίες του Κοψαχείλη, μάλλον δεν “διασταυρώνονται με την Ιστορία”. Ακριβέστερα, μπαίνουν στη σκιά της Ιστορίας, χωρίς σε καμία να γίνεται ολική έκλειψη του τοπικού μικρόκοσμου. Είναι προφανές πως η κεντρική ιδέα παραμένει η ίδια, να αναδειχθούν οι χαρακτήρες και όχι πρόσωπα και γεγονότα, που κατέγραψε η Ιστορία. Μόνο σε μία ιστορία, «Το αυγό», απουσιάζει το αφηγηματικό πλαίσιο, ως μορφή γείωσης στο παρόν. Το 1942, ένας εξηντάχρονος, στην καλύβα του, πολεμάει την ασιτία με κληματσίδες και ένα αυγό κάθε δυο τρεις μέρες από τις δυο κότες, που απόμειναν στο κοτέτσι, μέχρις ότου εμφανίζεται μια οχιά που το διεκδικεί. Από το πλήθος των σχετικών διηγήσεων, ο συγγραφέας πλάθει μία, αποκαθαρμένη βιογραφικών λεπτομερειών, δείχνοντας τις ψυχικές αντοχές, που απαιτούσε στην Κατοχή το κράτημα στη ζωή.
“Όλες αυτές οι ιστορίες πυρπολούσαν την παιδική μου φαντασία, κάνοντάς με να ξαγρυπνώ... παλεύοντας με τους ίσκιους, τις φοβίες και τα μυστήρια”, αναλογίζεται ο αφηγητής σε ένα διήγημα. Αυτήν την ένταση διατηρεί η αφήγηση, καθώς χωνεύει στο ξετύλιγμά της ξένες και προσωπικές εμπειρίες. Ο συγγραφέας βρήκε έναν τρόπο να αναστήσει το παρελθόν, αναζητώντας σε αυτό τον εαυτό του. Από τα γεγονότα σε Κατοχή και Εμφύλιο συγκρατούνται τα τοπωνύμια, τα περισσότερα από χωριά του Κάτω Ολύμπου, κάποιες σημαδιακές ημερομηνίες, 8 Ιουν. 1942 ή 31 Μαρ. 1946, ονόματα προσώπων και οργανώσεων, για όσους απόηχους όλα αυτά μπορεί να φέρνουν. Κατά τα άλλα, ούτε βίοι ούτε συμβάντα ανιστορούνται. Απομένουν και κάποιες λέξεις να επιπλέουν σε άσματα. Όπως εκείνο το “μπουραντάδες”, που “είπε ψιθυριστά μέσα απ’ τα δόντια του ο πατέρας” και το παιδί θυμήθηκε το άσμα που του είχε μάθει: “Ήρθ’ ένα βράδυ ο Ντουσμάνος / ο σύνδεσμος του Μπουραντά, / κι είπε πως θα γίνει γλέντι, / θα έχει και βιολιά.” Ή, το “τσουτσουλιάνος”, όπως λένε τους κορυδαλλούς στα μέρη του αφηγητή, αλλά και τους Ελασίτες οι ΠΑΟτζήδες: “Σκότωσα έναν τσουτσουλιάνο, μπρε, / γιόμ’σαν τα χαντάκια αίμα, μπρε,...” Ας μην μπερδευτούν οι νεότεροι, τα αρχικά δεν αναφέρονται στον Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο αλλά στη μεταγενέστερη, Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση, που ιδρύθηκε άνοιξη του 1943, προς “τήρησιν της τάξεως και της εθνικής συνοχής”.
Στους χαρακτήρες που προβάλλουν τα διηγήματα, οι αντάρτες υπερτερούν. Ωστόσο, ο πιο εντυπωσιακός είναι ο αποκαλούμενος Κόρακας, καθώς “από την εποχή του Μεταξά φορούσε συνεχώς μαύρα ρούχα”, από κλήρα αποβρασμάτων, “φόβος και τρόμος των χωριανών”. Ο τίτλος του διηγήματος, «Κόρακας κοράκου...», που αποδίδει την κεντρική ιδέα για εκείνους τους καιρούς, προϊδεάζει και για την ευρηματική κατάληξη. Στο διήγημα, όπως και στα περισσότερα από εκείνα που διασταυρώνονται με την Ιστορία, λανθάνει πικρή ειρωνεία, που την συμπληρώνει, αν αποκρυπτογραφούμε σωστά, τον μικρόκοσμο του αφηγητή, το αφιερωματικό μότο, “Στους Δημητράκη και Γιάννη Τσιτσιλίκα”. Το παλικάρι, με το ψευδώνυμο Λαοκράτης, που σκότωσαν στην Πλάκα Ολύμπου, το 1947, και ο Κόρακας έφτυνε και κλότσαγε το κουφάρι του, ήταν ο ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Δημήτρης Τσιτσιλίκας.
Παρεμπιπτόντως, το διήγημα «Φοβία για τα μανιτάρια» μας θύμισε το μυθιστόρημα του Παύλου Μεθενίτη «Αμανίτα Μουσκάρια». Διαφορετικοί οι τόποι, αλλά αμφότερα διαδραματίζονται σε πυκνό δάσος, διαφορετικοί πιθανώς και οι χρόνοι, πάντως, μέσα στη δεκαετία του ’40, μια ομάδα εγκλωβισμένων ανταρτών δοκιμάζει “τα ζουρλομανίταρα”. Τέλος, να παρατηρήσουμε, πως, ο Κοψαχείλης, εκτός από την άριστη “μεταμνήμη” που διασώζει, επιδεικνύει ευρηματικότητα στο γεφύρωμα των επιμέρους χρονικών επιπέδων, κατορθώνοντας απροσδόκητες εκπλήξεις και σε ορισμένα, ευφρόσυνες ή έστω καθησυχαστικές, καταληκτικές ανατροπές της διάθεσης.
Γενικότερα, στις βιβλιοκρισίες, επικρατεί μία μεροληπτική αντιμετώπιση των λέξεων, καθώς ευνοούνται οι μεταγλωττίσεις όρων της αγγλόγλωσσης κριτικής, ενώ οι λιγοστοί αμιγώς ελληνικοί καταχωρούνται στους κακόσημους και απευκταίους, συχνά παρακάμπτοντας το εννοιολογικό τους περιεχόμενο. Παράδειγμα, η λέξη ηθογραφία, που όχι μόνο εγκαταλείφθηκε, αλλά, στις περιπτώσεις ενός πεζού, που τοποθετείται σε χωριό, γενικότερα σε μη αστική περιοχή, και σε παλαιότερους χρόνους, θεωρείται απαραίτητο να διευκρινισθεί πως δεν πρόκειται για ηθογραφία. Αυτό γίνεται πλαγίως, καταφεύγοντας σε μεταφορικές εκφράσεις, που απάδουν μεν του δοκιμιακού λόγου, αλλά προσφέρουν καλύτερη κάλυψη. Όπως μία αρκούντως χαρακτηριστική, που διαβάσαμε πρόσφατα: “κλείνει το μάτι στην ηθογραφία αλλά συνομιλεί και με νεωτερικές αφηγήσεις”. Από την πλευρά τους, οι συγγραφείς, κουβαλώντας τα δικά τους σύνδρομα μειονεξίας, σπεύδουν να διευκρινίσουν, πως “προσέχουν να μην πέσουν στην παγίδα της ηθογραφίας”.
Κοντός ψαλμός αλληλούια για ένα βιβλίο, που θα θέλαμε να σχολιάσουμε, αλλά συνειδητοποιούμε πως δεν διαθέτουμε το ενδεδειγμένο λεξιλόγιο. Οι άλλοτε ποτέ εύφημες λέξεις φαίνεται πως, σήμερα πλέον, ανήκουν σε εκείνες που θεωρούνται παρωχημένες ή και αρνητικής χροιάς, ενώ οι αποδεκτές ως κατάλληλες, μάλλον δεν συνταιριάζουν εννοιολογικά. Ο λόγος για τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη, η οποία ανασταίνει μια δαψιλή πραγματικότητα και ένα βάθος ζωής, που συνιστούσαν άλλοτε τον καθημερινό βίο. Στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου, γίνεται λόγος για μαγικό ρεαλισμό. Χαρακτηρισμό, που οι βιβλιοκρισίες επιφυλάσσουν για τα καλύτερα από τα μη ρεαλιστικά βιβλία. Μόνο που, εις μάτην, αναζητήσαμε, σύμφωνα με τον ορισμό του εν λόγω όρου, μη ρεαλιστικά στοιχεία στο δεδομένο ρεαλιστικό χωροχρονικό πλαίσιο των διηγημάτων του βιβλίου. Σε ορισμένα από τα δεκαέξι διηγήματα της προηγούμενης, πρώτης συλλογής του, «Παραμιλητά», υπήρχαν πράγματι μη ρεαλιστικά στοιχεία. Ανεξάρτητα αν εμείς δεν θα τα χαρακτηρίζαμε εξωπραγματικά. Για παράδειγμα, η συναναστροφή με φάσματα νεκρών και τα φανερώματα αγίων, ή ακόμη και τα συναπαντήματα με τον καβαλάρη Χάροντα, μπορεί μεν να κατατάσσονται στα υπερβατικά ή και τα φανταστικά στοιχεία, αλλά, στην πραγματικότητα των ανθρώπων παλαιότερων καιρών, συνιστούσαν βιώματα του δικού τους μικρόκοσμου.
Μία παρόμοια ιστορία συμπεριλαμβάνεται και στην καινούρια δωδεκάδα. Τιτλοφορείται «Πριν σαραντίσει» και δεν αναφέρεται σε τοκετό, αλλά σε θάνατο, στις 40 ημέρες, που η ψυχή περιφέρεται στο σπίτι και τους οικείους της χώρους. Μία πίστη, σε παλαιότερους καιρούς, τόσο βαθιά και ευρέως διαδεδομένη, που οποιοδήποτε κάπως παράταιρο σημείο – μία πεταλούδα ιπτάμενη περί την νεκρική καντήλα ή μία λάμπα που φέγγει σε άδειο σπίτι – να εκλαμβάνεται σαν φανέρωμα της ψυχής. Αρκεί ο συγγραφέας να έχει την ικανότητα να καλλιεργήσει την ανάλογη μυστηριακή ατμόσφαιρα. Κατά τα άλλα, όσο το παπαδιαμαντικό «Μια ψυχή» είναι μαγικός ρεαλισμός, άλλο τόσο είναι και το διήγημα του Κοψαχείλη.
Και από μία δεύτερη ιστορία, την ομότιτλη της συλλογής, ένας νεότερος αναγνώστης μπορεί να θεωρήσει πως αναδύεται μαγικός ρεαλισμός. Πρώτον, γιατί αγνοεί το δρακόντιο ή δρακοντιά, κι ας απαντάται σε Ιπποκράτη και Διοσκουρίδη, όχι όμως στον χρηστικό Μπαμπινιώτη. Δεύτερον, γιατί δεν έχει την παραμικρή εξοικείωση με τον μυστηριακό κόσμο των φυτών. Ούτε με τον πολυτεχνίτη πρακτικό γιατρό, που έχει βαθιά πίστη στις θεραπευτικές τους ιδιότητες και ο οποίος αναπλάθεται μέσα από την περιγραφή των επινοητικών ενασχολήσεών του. Ωστόσο, ο Κοψαχείλης, σε αυτήν την ιστορία, έχασε την ευκαιρία να στήσει ένα μοναδικό διήγημα, τύπου “μπονσάι”, κατά το τρέχον ιδιόλεκτο. Αρκεί να αφαιρούσε την παρελθοντική αναδρομή, κρατώντας την πρώτη μακριά παράγραφο και τη συνέχειά της, στο τελευταίο τμήμα, που επέχει θέση επίλογου. Αυτό θα μπορούσε να έχει έναν αισώπειο τίτλο, όπως «Ο κάβουρας και το φιδόχορτο» και ως παραλλαγή στο γνωστό μύθο, «Ο κάβουρας και το φίδι». Ο συγγραφέας, όμως, μάλλον φοβήθηκε, πως, χωρίς την εγκιβωτισμένη ιστορία του παράξενου ανθρώπου της φύσης, θα γινόταν υπερβολικά ελλειπτικός.
Στην πρόσφατη συλλογή, ο Κοψαχείλης κινείται συχνά σε δυο διαφορετικά χρονικά επίπεδα, προτάσσοντας ένα πρόσφατο συμβάν, που έτυχε στον αφηγητή, το οποίο δένει έντεχνα με μία αναδρομική διήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, η ιστορία στρογγυλεύεται, ωστόσο το αποτέλεσμα θα είχε διαφορετική ένταση, αν η παρελθοντική αφήγηση αυτονομείτο, με το ξεκίνημα “in media res”. Παράδειγμα, το «Σφαχτό», όπου το εισαγωγικό τμήμα προοικονομεί, όπως λέγεται σήμερα, την εξέλιξη, αλλά μετριάζει την έκπληξη του απροσδόκητου. Πόσον μάλλον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου, μέσα από τη δραματική παρουσίαση της παράκρουσης ενός ψυχασθενούς, αναδεικνύονται οι συνέπειες μιας παλαιάς ιστορίας αλλά και μιας εποχής, τόσο καθοριστικής όσο εκείνη της Κατοχής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των “καλών” διηγηματογράφων, που αποδίδεται μετ’ επιμονής σε διηγηματογράφους, που κινούνται θεματικά στην περιοχή του Κοψαχείλη, είναι το “χαμηλόφωνος”. Κι όμως, υπάρχουν στις συλλογές του διηγήματα σκληρού ρεαλισμού, όπου ο τόνος δεν μπορεί παρά να έχει ένταση. Την επιτάσσει μία τραχύτητα, σύμφυτη των αλλοτινών καιρών, όταν, στις μικρές κοινωνίες της υπαίθρου, τα ήθη και οι αρχέγονες πρακτικές συνιστούσαν αναγκαίο όρο επιβίωσης. Πώς, αλλιώς, μπορείς να αφηγηθείς το θάψιμο ενός βρέφους ή το πώς “χάθηκε η κλήρα” ενός “βαρβάτου γάιδαρου”; Το ότι το πρώτο συνιστά απόδοση εθιμικού δικαίου και το δεύτερο αναγκαία επέμβαση για τη χρησιμοποίηση του ζωντανού και συνακόλουθα τον βιοπορισμό του ιδιοκτήτη του, δεν μετριάζουν την σκληρότητα, που ενέχει η ενέργεια. Όλη η τέχνη της αφήγησης βρίσκεται στην αφαίρεση των ψιμυθίων, ωστόσο η κατ’ ακριβολογίαν αναφορά δεν μπορεί παρά να έχει υψηλούς τόνους. Πάντως, το «Πίστομα» του Θεοτόκη το εντάσσουν στην “αγροτική ηθογραφία”.
Η βασική διαφορά της καινούριας συλλογής του Κοψαχείλη από την πρώτη του έγκειται στη θεματική μετατόπιση προς αυτό, που έχει επικρατήσει να αποκαλούν “μεταμνήμη”. Νεωτερικός όρος, που χρησιμοποιείται κυρίως για το ιστορικό μυθιστόρημα της πολεμοχαρούς δεκαετίας του ’40. Σηματοδοτεί τη μνήμη από δεύτερο χέρι ή και τη διαμεσολαβημένη, που αναφέρεται στα τραυματικά βιώματα των επιζώντων από εκείνα τα χρόνια, όπως αυτά περνούν στη μνήμη των επιγόνων τους. Αν μπορεί να γίνει λόγος για “μεταμνήμη” στα διηγήματα του Κοψαχείλη, είναι λόγω του αφηγηματικού τρόπου, που επιλέγει. Όπως είχε υποσχεθεί σε συνέντευξή του, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, “γίνεται η διασταύρωση με τη Μεγάλη Ιστορία” του μικρόκοσμου των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας. Αυτήν τη διασταύρωση την επιχειρεί μέσω του αφηγητή, συνδέοντας αφηγηματικά τη δική του καθημερινότητα με όσα του έχουν παιδιόθεν εντυπωθεί από διηγήσεις, εικόνες ή και συμπεριφορές των μεγάλων στο σπίτι ή και των ηλικιωμένων του χωριού.
Παρενθετικά να παρατηρήσουμε πως η ελληνική μεταγλώττιση, “μεταμνήμη”, του αγγλικού όρου postmemory δημιουργεί σύγχυση, καθώς, στην αγγλική, υπάρχει και ο όρος metamemory, με τελείως διαφορετική έννοια. Αυτός ο δεύτερος επινοήθηκε το 1971 στο πλαίσιο των σπουδών συμπεριφοράς από αμερικανό ψυχολόγο, που ήθελε να αναφερθεί στη συνειδητοποίηση από τον άνθρωπο της ύπαρξης μνήμης ως αυθυπόστατης λειτουργίας. Είκοσι χρόνια αργότερα, προέκυψε ο δεύτερος, όταν είχε αρχίσει να μεγαλώνει το ενδιαφέρον για το Ολοκαύτωμα και το φορτίο που κληροδότησε στη διάδοχη γενιά. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 2006, όταν ξεκίνησε και στην Ελλάδα η μελέτη της μνήμης κυρίως από τον Εμφύλιο, ήρθε στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος και η μνήμη των παιδιών, που μετακινήθηκαν από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Ανατολικές χώρες. Η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν ήταν η πρώτη, που έκανε λόγο για “μετα-μνήμη”, ως απόδοση του postmemory, πιθανώς και αγνοώντας το metamemory, που απασχολεί περισσότερο τους εκπαιδευτικούς. Ειδάλλως, η ελληνική γλώσσα είναι πρόσφορη, όχι μόνο για δάνεια, αλλά και για επινοήσεις. Λ.χ., το postmemory θα μπορούσε να αποδοθεί και ως υστερογενής μνήμη.
Όσο για τις ιστορίες του Κοψαχείλη, μάλλον δεν “διασταυρώνονται με την Ιστορία”. Ακριβέστερα, μπαίνουν στη σκιά της Ιστορίας, χωρίς σε καμία να γίνεται ολική έκλειψη του τοπικού μικρόκοσμου. Είναι προφανές πως η κεντρική ιδέα παραμένει η ίδια, να αναδειχθούν οι χαρακτήρες και όχι πρόσωπα και γεγονότα, που κατέγραψε η Ιστορία. Μόνο σε μία ιστορία, «Το αυγό», απουσιάζει το αφηγηματικό πλαίσιο, ως μορφή γείωσης στο παρόν. Το 1942, ένας εξηντάχρονος, στην καλύβα του, πολεμάει την ασιτία με κληματσίδες και ένα αυγό κάθε δυο τρεις μέρες από τις δυο κότες, που απόμειναν στο κοτέτσι, μέχρις ότου εμφανίζεται μια οχιά που το διεκδικεί. Από το πλήθος των σχετικών διηγήσεων, ο συγγραφέας πλάθει μία, αποκαθαρμένη βιογραφικών λεπτομερειών, δείχνοντας τις ψυχικές αντοχές, που απαιτούσε στην Κατοχή το κράτημα στη ζωή.
“Όλες αυτές οι ιστορίες πυρπολούσαν την παιδική μου φαντασία, κάνοντάς με να ξαγρυπνώ... παλεύοντας με τους ίσκιους, τις φοβίες και τα μυστήρια”, αναλογίζεται ο αφηγητής σε ένα διήγημα. Αυτήν την ένταση διατηρεί η αφήγηση, καθώς χωνεύει στο ξετύλιγμά της ξένες και προσωπικές εμπειρίες. Ο συγγραφέας βρήκε έναν τρόπο να αναστήσει το παρελθόν, αναζητώντας σε αυτό τον εαυτό του. Από τα γεγονότα σε Κατοχή και Εμφύλιο συγκρατούνται τα τοπωνύμια, τα περισσότερα από χωριά του Κάτω Ολύμπου, κάποιες σημαδιακές ημερομηνίες, 8 Ιουν. 1942 ή 31 Μαρ. 1946, ονόματα προσώπων και οργανώσεων, για όσους απόηχους όλα αυτά μπορεί να φέρνουν. Κατά τα άλλα, ούτε βίοι ούτε συμβάντα ανιστορούνται. Απομένουν και κάποιες λέξεις να επιπλέουν σε άσματα. Όπως εκείνο το “μπουραντάδες”, που “είπε ψιθυριστά μέσα απ’ τα δόντια του ο πατέρας” και το παιδί θυμήθηκε το άσμα που του είχε μάθει: “Ήρθ’ ένα βράδυ ο Ντουσμάνος / ο σύνδεσμος του Μπουραντά, / κι είπε πως θα γίνει γλέντι, / θα έχει και βιολιά.” Ή, το “τσουτσουλιάνος”, όπως λένε τους κορυδαλλούς στα μέρη του αφηγητή, αλλά και τους Ελασίτες οι ΠΑΟτζήδες: “Σκότωσα έναν τσουτσουλιάνο, μπρε, / γιόμ’σαν τα χαντάκια αίμα, μπρε,...” Ας μην μπερδευτούν οι νεότεροι, τα αρχικά δεν αναφέρονται στον Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο αλλά στη μεταγενέστερη, Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση, που ιδρύθηκε άνοιξη του 1943, προς “τήρησιν της τάξεως και της εθνικής συνοχής”.
Στους χαρακτήρες που προβάλλουν τα διηγήματα, οι αντάρτες υπερτερούν. Ωστόσο, ο πιο εντυπωσιακός είναι ο αποκαλούμενος Κόρακας, καθώς “από την εποχή του Μεταξά φορούσε συνεχώς μαύρα ρούχα”, από κλήρα αποβρασμάτων, “φόβος και τρόμος των χωριανών”. Ο τίτλος του διηγήματος, «Κόρακας κοράκου...», που αποδίδει την κεντρική ιδέα για εκείνους τους καιρούς, προϊδεάζει και για την ευρηματική κατάληξη. Στο διήγημα, όπως και στα περισσότερα από εκείνα που διασταυρώνονται με την Ιστορία, λανθάνει πικρή ειρωνεία, που την συμπληρώνει, αν αποκρυπτογραφούμε σωστά, τον μικρόκοσμο του αφηγητή, το αφιερωματικό μότο, “Στους Δημητράκη και Γιάννη Τσιτσιλίκα”. Το παλικάρι, με το ψευδώνυμο Λαοκράτης, που σκότωσαν στην Πλάκα Ολύμπου, το 1947, και ο Κόρακας έφτυνε και κλότσαγε το κουφάρι του, ήταν ο ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Δημήτρης Τσιτσιλίκας.
Παρεμπιπτόντως, το διήγημα «Φοβία για τα μανιτάρια» μας θύμισε το μυθιστόρημα του Παύλου Μεθενίτη «Αμανίτα Μουσκάρια». Διαφορετικοί οι τόποι, αλλά αμφότερα διαδραματίζονται σε πυκνό δάσος, διαφορετικοί πιθανώς και οι χρόνοι, πάντως, μέσα στη δεκαετία του ’40, μια ομάδα εγκλωβισμένων ανταρτών δοκιμάζει “τα ζουρλομανίταρα”. Τέλος, να παρατηρήσουμε, πως, ο Κοψαχείλης, εκτός από την άριστη “μεταμνήμη” που διασώζει, επιδεικνύει ευρηματικότητα στο γεφύρωμα των επιμέρους χρονικών επιπέδων, κατορθώνοντας απροσδόκητες εκπλήξεις και σε ορισμένα, ευφρόσυνες ή έστω καθησυχαστικές, καταληκτικές ανατροπές της διάθεσης.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/1/2016.