Σκηνή από το «Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν».
Ο Νίκος Παρασκευάς (αριστερά) στο ρόλο του Βίλελμ Φόλνταλ
και ο Αιμίλιος Βεάκης (δεξιά) στο ρόλο του Μπόρκμαν,
κατά το πρώτο ανέβασμα του ιψενικού έργου, το 1933
και ο Αιμίλιος Βεάκης (δεξιά) στο ρόλο του Μπόρκμαν,
κατά το πρώτο ανέβασμα του ιψενικού έργου, το 1933
(Φωτ. Τάσου Μελετόπουλου, Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου).
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
«Το ελάχιστο ίχνος»
Εκδόσεις Το Ροδακιό
Απρίλιος 2013
Η Αμερικανίδα Έντιθ Γουέμπστερ ήταν μια δημοφιλής ηθοποιός, που υπέστη καρδιακή προσβολή στην τελευταία κορώνα του άσματος που τραγουδούσε ως μέρος μιας παράστασης σε θέατρο της Βαλτιμόρης. Εξέπνευσε τη στιγμή ακριβώς που ο ρόλος την ήθελε να σωριάζεται επί σκηνής. Η Γουέμπστερ δεν διασώθηκε της λήθης χάρις σε εκείνο το τελευταίο τραγούδι, παρότι επρόκειτο για ένα πολύ γνωστό κομμάτι τζαζ, που έμεινε με άλλες φωνές. Ούτε χάρις σε εκείνη την παράσταση, παρότι ήταν ένα δημοφιλές μιούζικαλ, που παιζόταν επί οχτώ χρόνια, βασισμένο στο βικτωριανό μελόδραμα «Ο μέθυσος» του Ουίλλιαμ Σμιθ, που είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Μόνο λόγω της σύμπτωσης να “ζήσει το θάνατο του ρόλου της”, το όνομά της καταγράφτηκε στα μικρά και περίεργα της Ιστορίας του θεάτρου. Ενώ, έμελλε χάρις σε έναν έλληνα συγγραφέα με θεατρική κουλτούρα να τροφοδοτήσει με μια εντυπωσιακή κατάληξη ένα, έτσι κι αλλιώς, ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Ακόμη, όμως, κι αν δεν είχε ποτέ καταγραφεί ένας παρόμοιος θάνατος, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης θα τον είχε επινοήσει, καθώς από πρώτης εμφανίσεώς του επέδειξε τη γόνιμη και συνδυαστική φαντασία ως ένα από τα ατού που διέθετε.
Στα 72 της η Γουέμπστερ το 1986, ήταν μια παλαίμαχος ηθοποιός, που, σίγουρα, αντί της υστεροφημίας που εξασφάλισε με το θάνατό της, θα προτιμούσε να μακροημερεύσει. Σε αντίθεση με τον 43χρονο ήρωα του μυθιστορήματος, που, σαν άλλος Φάουστ, θα έδινε και την ψυχή του για την αναγνώριση. Ηθοποιός διαφορετικής στόφας, επέλεξε για την εθελούσια στη δική του περίπτωση και όχι συμπτωματική έξοδο, έναν ρόλο του κλασικού ρεπερτορίου, τον Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν του Ίψεν. Στο μυθιστόρημα, δεν ανεβαίνει ακέραιο το έργο, παρά μόνο η τελευταία σκηνή “στη χιονισμένη εξοχή” ως μέρος μιας παράστασης, που, αντιγράφοντας την τρέχουσα μόδα του ποτπουρί, αποτελείται από τέσσερις παρόμοιες σκηνές διαφορετικών έργων. Ο πρώτος Μπόρκμαν του ελληνικού θεάτρου είναι ο Αιμίλιος Βεάκης, στου οποίου τη Σχολή φοίτησε ο συγγραφέας, ενώ δεν προσδιορίζει την ιδιωτική αθηναϊκή Σχολή, που παρακολούθησε ο ήρωάς του. Το 1998 ανεβαίνει η παράσταση στο μυθιστόρημα και τη σκηνοθεσία την αναλαμβάνει ο πρωταγωνιστής, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αλέξη Μινωτή, του δεύτερου μεγάλου στον ιψενικό ρόλο, κατά το επετειακό ανέβασμα του 1976 για τα ογδοντάχρονα από τη συγγραφή του έργου.
Ως ηθοποιοί...
Αυτά ως παρελκόμενα της ανάγνωσης, αφού, συμπτωματικά, η έκδοση γίνεται 80 χρόνια μετά το πρώτο ελληνικό ανέβασμα του έργου και ενώ επίκειται επετειακό ανέβασμα, με Μπόρκμαν έναν ομήλικο του ήρωα ηθοποιό, τον Γιώργο Κιμούλη. Αυτός, παρότι το ίδιο φιλόδοξος με τον ήρωα, δεν αποτολμά να συγκριθεί σκηνοθετικά με τους πρώτους διδάξαντες. Εμπιστεύεται ως καθοδηγητή στο χτίσιμο του ρόλου τον Σταμάτη Φασουλή. Όσο αφορά το θέμα της γλώσσας, στο μυθιστόρημα, ο ήρωας αρθρώνει τον ιψενικό λόγο στα ελληνικά του Παύλου Μάτεσι, που είχε επιλέξει ο Μινωτής, ενώ η μετάφραση της πρώτης παράστασης ήταν του μεγαλύτερου αδελφού του τότε σκηνοθέτη Φώτου Πολίτη, του Γιώργου. Ο Κιμούλης προτίμησε μια νέα μετάφραση από τον σκηνοθέτη του αντί ενός φόρου τιμής στον πρόσφατα αποθανόντα (20.1.2013) Μάτεσι, συμπτωματικά στα 80 του.
Ως ηθοποιοί ξεκίνησαν οι Μάτεσις και Χατζηγιαννίδης, αλλά αμφότεροι εγκατέλειψαν γρήγορα τη σκηνή. Κοντά είκοσι χρόνια θεατρικός συγγραφέας ο πρώτος και μετά μυθιστοριογράφος, αντιστρόφως, ο δεύτερος, πρώτα μυθιστοριογράφος και μετά, εναλλάξ και θεατρικός συγγραφέας. Όπως και να έχει, ο Μάτεσις δεν πρόλαβε να γράψει μυθιστόρημα για το χώρο του θεάτρου ούτε να πλάσει τον χαρακτήρα ενός ηθοποιού. Ο λίγο νεότερός του Μάνος Ελευθερίου, ποιητής και λάτρης του θεάτρου, έγραψε δυο, αλλά δεσμευόμενος από τους χαρακτήρες των ηθοποιών στους οποίους αναφερόταν, την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου και την Ελένη Παπαδάκη, που ήταν η πρώτη Έλλα δίπλα στον Βεάκη, “η μοιραία γυναίκα” στη ζωή του Μπόρκμαν, αντίζηλος της κυρίας Γκούνχιλντ Μπόρκμαν, που έπαιζε η Κατίνα Παξινού. Κάπως έτσι έλαχε στον Χατζηγιαννίδη να γράψει το θεατρικό μυθιστόρημα και να πλάσει το χαρακτήρα ενός ηθοποιού. Μέσα από την ιδιόμορφη ψυχοσύσταση του ήρωά του, κατόρθωσε να δείξει την απόσταση ανάμεσα στο ‘‘Ηθοποιός σημαίνει φως’’, και στο ‘‘Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις/ είναι καημός πολύ πικρός/ και στεναγμός πολύ βαθύς’’, για να θυμηθούμε και τους στίχους του Χατζιδάκι, όπως είχαν ακουστεί προ γεννήσεως του συγγραφέα, Ιούν. 1962, από τη βραχνή φωνή του Χορν, που αποχαιρέτησε το θέατρο με τον ιψενικό Αρχιμάστορα Σόλνες, πριν 30 χρόνια.
Περί υστεροφημίας
Ήδη, ο τίτλος του μυθιστορήματος του Χατζηγιαννίδη κάνει νύξη στον προβληματισμό, που θα μπορούσε να γεννήσει έναν παρόμοιο ήρωα. Πόσοι άνθρωποι ευτυχούν να περάσουν στην Ιστορία; Το μέγα πλήθος, μερικά χρόνια μετά θάνατο, διαγράφεται από κάθε μορφής μνήμη. Λιγοστοί είναι εκείνοι που αφήνουν ένα ίχνος, μια αναφορά δυο τριών σειρών, συχνότερα μερικών λέξεων. Κάπως περισσότεροι αφήνουν “το ελάχιστο ίχνος” του ονόματός τους. Ιδιαίτερη περίπτωση συνιστούν οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Οι ταλαντούχοι προβάλλονται εν ζωή, με εξασφαλισμένη μια κάποια υστεροφημία. Ενώ, οι ατάλαντοι μένουν εσαεί στη θέση του κομπάρσου, εκτός κι αν διαθέτουν μέσο για την ανέλιξή τους, όπως ο ήρωας σε κάποια φάση της ζωής του, χάρις στο οποίο απέκτησε δικό του θέατρο, όπου και μπορούσε να επιλέξει για τον εαυτό του έναν ρόλο σαν του Μπόρκμαν. Μετά θάνατο πάντως οι κομπάρσοι διαγράφονται μαζί με τους λοιπούς ασήμαντους, εκτός κι αν συμβεί κάτι το εξαιρετικό, όπως στην περίπτωση της Γουέμπστερ ή και του ήρωα, που εξαγόρασε το ελάχιστο της δόξας με τον ιδιότυπο τρόπο του αυτοχειριασμού του.
Όλοι, όμως, οι άνθρωποι δεν αξιολογούν στον ίδιο βαθμό τη δόξα, ούτε νοιάζονται για την υστεροφημία τους. Υπάρχουν οι ευτυχείς, που αισθάνονται αρκούντως αυτάρκεις, ώστε να ευδαιμονούν και χωρίς τον έπαινο του Άλλου. Αυτό είναι θέμα χαρακτήρα και των συνθηκών υπό τις οποίες διαπλάστηκε η προσωπικότητα κάποιου. Τα λεγόμενα σύνδρομα απόρριψης και αποκλεισμού είναι εκείνα που δημιουργούν αδήριτη ανάγκη για διάκριση. Δεν ενδιαφέρει σε ποιον τομέα, αρκεί να γίνονται το επίκεντρο της προσοχής. “Όταν γράφουν για σένα, έστω και αρνητικά, σημαίνει πως είσαι κάποιος”, σκέφτεται ο ήρωας την εποχή που είναι θιασάρχης και απολαμβάνει την κολακεία “των αποκάτω”, ενώ δικαιολογεί την τυχόν περιφρονητική στάση “των αποπάνω”, καθώς έχει πια αποδεχθεί “την κλίμακα εξουσίας” ως ισχυρότερη της αξιοκρατικής. Σε αυτήν την πραγματίστικη αντίληψη έχει καταλήξει, αφού κατέβαλε πολυετείς και επίμονες προσπάθειες να διαπρέψει σε κάτι, οτιδήποτε, από τη μουσική μέχρι το θέατρο και από το πιάνο μέχρι τη σκηνοθεσία, για να ανακαλύψει τελικά ότι μπορεί σε ό,τι καταπιαστεί να έχει μια ικανοποιητική απόδοση, αλλά σε κανέναν τομέα δεν θα έχει “την αύρα του χαρισματικού”.
Ταλαντούχος - ατάλαντος
Στο θεατρικό μέρος του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας ζωντανεύει μια τάξη Δραματικής Σχολής και στη συνέχεια, παρακολουθώντας τον ήρωά του, σκιαγραφεί την ατμόσφαιρα στο ελεύθερο θέατρο, τις αντιζηλίες, το ρόλο της κριτικής και τον καθοριστικό ενός χορηγού. Με τη βοήθεια του παντεπόπτη αφηγητή που υιοθετεί και τους διαλόγους, προσεγγίζει την έννοια του ταλέντου και το μετέωρο ερώτημα, “πάθος για σκληρή δουλειά” ή προίκισμα της φύσης. Μέσα από την πλοκή, εισχωρεί βαθύτερα από αυτό το μανιχαϊστικό ερώτημα. “Όταν το μυαλό δουλεύει υπερβολικά”, το σώμα δεν λύνεται. Και ακόμη βαθύτερα, “στο εσώτερο εκείνο μάτι που κρίνει και αναλύει”, στη συμπαιγνία του υπερεγώ των γονεϊκών επιταγών και το ερπετικό κομμάτι του εγκεφάλου, που ελέγχει το αυτόνομο νευρικό σύστημα και το οποίο ένας ασκημένος ηθοποιός ενεργοποιεί για να φθάσει την εσωτερική πειθαρχία στο έσχατο σημείο ελέγχου, εκείνο της παρέμβασης στη λειτουργία του καρδιακού μυ.
Στο θεατρικό μέρος, εκτός από το δίπολο ταλαντούχου ατάλαντου ηθοποιού και τον καθηγητή υποκριτικής, έναν “κοντοστούπικο βετεράνο του Εθνικού Θεάτρου”, διακρίνεται σε ρόλο κλειδί ένας ακόμη ήρωας, ο γραμματέας της Σχολής. Πρόκειται για έναν αντισυμβατικό τύπο, αποτυχημένο ηθοποιό, που αναπτύσσει ενδιαφέρουσες απόψεις γύρω από το θέατρο και τη σχέση ηθοποιού και κοινού. Με αυτόν ανοίγει και με αυτόν κλείνει το βιβλίο. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες αντιφάσεις ανάμεσα σε όσα λέγονται γι’ αυτόν, όπως ο χαρακτηρισμός “αγαθός γίγας”, και την προσωπικότητα που δείχνουν τα λόγια και οι πράξεις του. Σύμφωνα με το μότο του βιβλίου, όλοι οι ήρωες είναι φανταστικοί, πλην ενός, που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας στο ρόλο ενός νέου ηθοποιού. Σημαντικότεροι, όμως, σε ένα μυθιστόρημα, από το γρήγορο πέρασμα που κάνει αυτοπροσώπως ο συγγραφέας, αποβαίνουν οι άνθρωποι που στάθηκαν η μαγιά στο πλάσιμο κάποιων ηρώων.
Η δομή
Το πώς διαπλάστηκε ένας παρόμοιος ήρωας σκιαγραφείται σε ένα δεύτερο μέρος του βιβλίου, που εκτυλίσσεται εκτός θεάτρου. Αυτό το εξωθεατρικό μέρος, που φλερτάρει με το ρομάντσο, πιθανώς και να αποδυναμώνει την ψυχογραφική διάσταση του θεατρικού. Μια παρόμοια αδυναμία, όμως, είναι από τα συμπαρομαρτούντα της αισθητικής που ακολουθεί η μυθιστορηματική δομή. Αναλυτικότερα, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 39 κεφάλαια, κατανεμημένα σε τέσσερις ενότητες, όπου ο τίτλος των κεφαλαίων της κάθε ενότητας είναι κοινός, συνοδευόμενος από αύξοντα αριθμό και το έτος στο οποίο έκαστο εστιάζει: Πρώτη ενότητα, «Τέχνες και καλλιτέχνες», 10 κεφάλαια. Δεύτερη, «Φιλίες και έχθρες», 2. Τρίτη, «Οικογένειες», 21 (το 22 είναι τυπογραφικό λάθος). Τέταρτη, «Έρωτες και ηδονές», 5. Τα δυο πρώτα, μαζί με το τελευταίο κεφάλαιο του επί σκηνής θανάτου και της κηδείας, συνιστούν το θεατρικό μυθιστόρημα. Τα δυο άλλα, ανασυσταίνουν τον προγενέστερο βίο του ήρωα, μέχρι τα 31 του, οπότε γράφτηκε στη Σχολή, καθώς και την ερωτική του ζωή στα υπολειπόμενα δώδεκα χρόνια μέχρι το θάνατό του. Τα κεφάλαια από τις διαφορετικές ενότητες εναλλάσσονται, αποκαθιστώντας χαλαρή μυθοπλαστική σύνδεση.
Το βάθος χρόνου αυτού του σαν ρομάντσου μέρους δεν είναι το έτος γεννήσεως του ήρωα αλλά η δεκαετία του ’20 και η Κατοχή, καθώς βαραίνουν τα πάθη των προσώπων που συνέβαλαν στην κακή μοίρα του, μια και είχε τη διπλή ατυχία να είναι και νόθο και κλεμμένο παιδί. Καμιά, όμως, σχέση με το εύρημα της ανταλλαγής βρεφών που απαντάται σε ροζ μυθιστορήματα και σίριαλ. Η ιστορία του ήρωα θυμίζει περισσότερο «Το κλεμμένο παιδί» του Κηθ Ντόναχιου, καθώς στην αλλαγή γονιών ανακατώνονται δυνάμεις του κακού. Στο παραμύθι του Ντόναχιου, ένα φυσιολογικό παιδί παίρνει τη θέση ενός ξωτικού, εδώ, ενός χωλού παιδιού, γέννημα ενός ζευγαριού, που κατέφυγε σε μαγγανείες για να τεκνοποιήσει. Παλαιότερα πίστευαν πως τα σατανικά τεχνάσματα τιμωρούνται με τη γέννα άρρωστων παιδιών. Μια παρόμοια διήγηση, τοποθετημένη στα τέλη του 19ου αιώνα, υπάρχει στο «Ημερολόγιο 1836-2011» του Θανάση Βαλτινού. Η αφήγηση υποβάλλει την αίσθηση, ότι τον πατέρα του χωλού παιδιού, που με το βρέφος αγκαλιά, αναζητεί στη νυχτερινή Αθήνα τον Καιάδα για να απαλλαγεί, τον οδηγούν υπερφυσικές δυνάμεις μέχρι την κούνια του νόθου, όπου προτιμά, αντί της σχεδιαζόμενης ενδομύχως θανάτωσης την κλοπή.
Είναι ενδιαφέρουσα η μεταμοντερνίστικη επίνοια με την οποία υπονομεύονται οι ηθογραφικές συμβάσεις. Το νόθο είναι παιδί γιου βιομηχάνου με την τροφό του. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα μελοδραματικό σμίξιμο, αλλά για το βίαιο ξεπαρθένεμα του έφηβου από την ικαριώτισσα παραμάνα, που παίρνει εκδίκηση για όσα δεινά έχει τραβήξει από το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. Δυναμικός χαρακτήρας η νησιώτισσα, όπως και ο πατέρας του χωλού παιδιού, που πληρώνει τις αμαρτίες του. Στα κεφάλαια που εστιάζουν στα δεινά του πατέρα, περιγράφονται η παγανιστική σχέση που αναπτύσσει με τη φύση, το νοερό κανόνισμα των λογαριασμών του με το Θεό και τα ενύπνια του πειρασμού που τον ταράσσουν. Αντί, όμως, για ασκητική ζωή, αυτοτιμωρείται νυμφευόμενος μια πόρνη. Ένας άλλος χαρακτήρας με μεταφυσική αύρα είναι εκείνος της γυναίκας, που βοήθησε με τις σολομωνικές της το άτεκνο ζευγάρι στην απόκτηση παιδιού. Μια, μέχρι τέλους του μυθιστορήματος, μυστηριώδης γυναίκα, που όλοι την θεωρούν μάγισσα και κάπου συγγενεύει με τις σκοτεινές ηρωίδες της Ζυράννας Ζατέλη. Αντιστρέφοντας τα ηθογραφικά πρότυπα, η μάγισσα είναι μια γοητευτική γυναίκα, ενώ η αγαπημένη του ήρωα τέρας δυσμορφίας. Η έλξη, που του ασκεί, θα μπορούσε να ερμηνευθεί φροϋδικά με βάση την ανασφάλεια του ήρωα, που έχει ανάγκη τον θαυμασμό των άλλων. Ο συγγραφέας, όμως, επιμένει στην ομορφιά της ασχήμιας, όπως την αναδεικνύει ο Ουμπέρτο Έκο στη μελέτη του, σαν τη γοητεία που ασκεί η παραβίαση κάθε κλασικού κανόνα συμμετρίας.
Ως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του καινούριου μυθιστορήματος του Χατζηγιαννίδη μπορεί να θεωρηθεί ο αντικατοπτρισμός της τέχνης του ηθοποιού στη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας πλάθει αφηγηματικά τον χαρακτήρα ενός ηθοποιού, δίνοντας έμφαση στη φιλοδοξία του ήρωά του να χτίσει έναν θεατρικό ρόλο.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/9/2013.