Πριν δέκα χρόνια, καθώς ανέτειλε η νέα χιλιετία, τα επετειακά έτη ήταν στις δόξες τους. Μόλις εξέπνεε το επετειακό έτος Σεφέρη, το οποίο είχε εορταστεί μετά φανών και λαμπάδων, όπως άρμοζε σε έναν νομπελίστα. Ήδη, το Υπουργείο Πολιτισμού και το εύρωστο τότε Εθνικό Κέντρο Βιβλίου είχαν ανακοινώσει ότι το 2001 θα ήταν επετειακό έτος Ανδρέα Εμπειρίκου. Μη θέλοντας, όμως, να αδικήσουν τρεις άλλους μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, είχαν, επιπροσθέτως, αποφασίσει να υποστηριχθούν οικονομικά οι εορτασμοί για τις πεντηκονταετηρίδες από τους θανάτους του Άγγελου Σικελιανού και του Γρηγορίου Ξενόπουλου, καθώς και η μεγάλη διπλή επέτειος του Παπαδιαμάντη. Να θυμίσουμε ότι οι επέτειοι Παπαδιαμάντη, δηλαδή η συμπλήρωση ακέραιων δεκαετιών από τη χρονολογία γέννησης και θανάτου, είναι πάντοτε διπλές, αφού απεβίωσε σε στρογγυλή ηλικία, συμπληρώνοντας τα εξήντα. Όσο για μεγάλες επετείους, αυτές θεωρούνται τα έτη κατά τα οποία συμπληρώνονται ακέραια πολλαπλάσια της πεντηκονταετίας αντί της δεκαετίας. Εν έτει, λοιπόν, 2001, εορτάζονταν η μεγάλη επέτειος των 150 χρόνων από τη γέννησή του, στις 4 Μαρτίου 1851, αλλά και η επέτειος των 90 χρόνων από το θάνατό του, στις 2 Ιανουαρίου 1911.
Δέκα χρόνια μετά, καθώς οι μεγάλοι επέτειοι Παπαδιαμάντη εμφανίζονται ανά ζεύγη με δεκαετή αναμεταξύ τους απόσταση, αναμένεται να εορταστούν τα 160 χρόνια από τη γέννησή του και η εκατονταετηρίδα από το θάνατό του. Βεβαίως, το Υπουργείο Πολιτισμού και το Ε.ΚΕ.ΒΙ. εξήγγειλαν ήδη το 2011 ως “Έτος Ελύτη”, δεδομένου ότι οι νομπελίστες, λόγω και της διεθνούς εμβέλειάς τους, προηγούνται όλων των άλλων. Ωστόσο, είναι σίγουρο, ότι, αν δεν φύραινε ο κρατικός κορβανάς, θα ελεούνταν και εφέτος, όπως συνέβη το 2001, και οι φτωχοί συγγενείς. Θυμίζουμε πρόχειρα, περιοριζόμενοι στους προσφιλείς μας, ότι, το 2011, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Στρατή Τσίρκα, του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Νίκου Γκάτσου, ενώ έχουμε και τις μεγάλες διπλές επετείους του Παπαδιαμάντη και του Κεφαλονίτη Ανδρέα Λασκαράτου, καθώς συμπληρώνονται δυο αιώνες από τη γέννησή του και 110 χρόνια από το θάνατό του, δεδομένου ότι κι αυτός απεβίωσε στη στρογγυλή ηλικία των 90 ετών.
Αλλά η οικονομική δυσπραγία του Κράτους δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι επέτειοι δεν θα εορταστούν. Παλαιότερα, που δεν τα περιμέναμε όλα από το Δημόσιο, γίνονταν αρκετά αξιόλογα πράγματα. Μόνο τα τελευταία χρόνια, οι ιδιώτες καλόμαθαν με τους κορβανάδες και σαν να μαλθακίσθηκαν. Για τις εκατονταετηρίδες από τη γέννηση των τριών συγγραφέων, θα μπορούσαν να ανασκουμπωθούν και οι κληρονόμοι των Αρχείων τους, οι εκδότες τους, καθώς και ορισμένοι ακμαίοι ιδιωτικοί φορείς. Άλλωστε το ζητούμενο δεν είναι οι πανηγυρισμοί αλλά η ουσιαστική φροντίδα των τιμώμενων. Τα επετειακά έτη προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για το άνοιγμα των Αρχείων και την περιεσκεμμένη παρουσίαση των πιθανών θησαυρών τους. Ο καλός κληρονόμος δεν φαίνεται μόνο στην περιφρούρηση αλλά και στην ανάδειξη όσων έχουν βρεθεί στη φύλαξή του. Σε σχέση με τους δυο παλαιότερους, Λασκαράτο και Παπαδιαμάντη, υπάρχουν ενώσεις με στόχο την φροντίδα τους, εκτός από το ανεπτυγμένο στα καθ' ημάς αίσθημα της εντοπιότητας. Οι Κεφαλλήνιοι, αλλά και απαξάπαντες οι Επτανήσιοι, ποτέ δεν ολιγώρησαν. Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, περισσότεροι του ενός τόποι μπορεί να μην ερίζουν για την καταγωγή του, αλλά η γενέτειρα Σκιάθος, η γειτονική Εύβοια και η Αθήνα ως μακροχρόνιος τόπος διαμονής του, έχουν κατά καιρούς δείξει εμπράκτως το ενδιαφέρον τους. Ύστερα υπάρχει η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών. Μπορεί, με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά, να θυμίζει κλειστή λέσχη μυημένων, έτσι όπως λειτουργεί κεκλεισμένων των θυρών, αγνοώντας τα ΜΜΕ, που είναι ο κινητήριος μοχλός και της πολιτιστικής ζωής του τόπου, πάντως λειτουργεί, όπως αποδεικνύουν και τα δυο συνέδρια για τον Παπαδιαμάντη, που διοργάνωσε κατά τα επετειακά έτη, 1991 και 2001. Άλλωστε, ζούμε στην εποχή της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, όπου το Διαδίκτυο τείνει να υποκαταστήσει τον Τύπο. Ηλεκτρονικώς, λοιπόν, όσοι σερφάρουν έχουν πληροφορηθεί ότι ο Δήμος Σκιάθου, ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο, στην εκδήλωση μνήμης Παπαδιαμάντη, που γίνεται κάθε χρόνο την ημέρα του θανάτου του, ανακοίνωσε ότι ετοιμάζεται για την διοργάνωση, μαζί με την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών, Συνεδρίου Παπαδιαμάντη εντός του 2011. Επίσης, τον Σεπτέμβριο, προστέθηκε, ηλεκτρονικώς πάντα, η σχετική ανακοίνωση της Εταιρείας, που αναγγέλλει συνέδριο, πιθανότατα στη Σκιάθο, τέλη Σεπτεμβρίου αρχές Οκτωβρίου, με θέμα, «Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος». Οπότε, όσο αφορά τους εορτασμούς, αυτοί, και εν μέσω κρίσης, θα μπορούσαν, λίγο πολύ, να εξασφαλιστούν. Όμως, όπως ήδη παρατηρήσαμε, δεν αρκούν οι πανηγυρισμοί, στους οποίους εμπίμπτουν, εν πολλοίς, και τα συνέδρια, ακόμη κι όταν αφήνουν, όπως στην περίπτωση Παπαδιαμάντη, το στέρεο κατάλοιπο ενός τόμου πρακτικών. Κι αυτό, γιατί οι ομιλητές, ως επί το πλείστον, ανακεφαλαιώνουν γνωστές εργασίες ή εφαρμόζουν γενικές θεωρίες σε επιμέρους παραδείγματα.
Πιο συγκεκριμένα, για τον Παπαδιαμάντη θυμίζουμε ότι τα δύο προηγούμενα Συνέδρια είχαν ονομασθεί διεθνή Συνέδρια, παρότι οι ομιλητές εκ της αλλοδαπής μετριούνταν στα δάχτυλα. Επίσης, κατά την πρώτη δεκαετία της χιλιετίας, επικράτησε, κυρίως, στον Τύπο, ο Σκιαθίτης να αποκαλείται κλασικός. Πιθανώς, με το σκεπτικό, ότι, στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, όταν όλες οι χώρες έχουν τους κλασικούς τους συγγραφείς, χρειάζεται και η Ελλάδα έναν. Τώρα, γιατί το χρίσμα δόθηκε στον Παπαδιαμάντη, μένει ασαφές. Ίσως να συνέβαλαν οι κατοικούντες στο Παρίσι μελετητές του, καθώς οι Γάλλοι, περισσότερο των λοιπών Ευρωπαίων, τιμούν τους κλασικούς συγγραφείς, παραλαμβάνοντας τη λέξη από την αρχαία ελληνική, όπου κλασικός σημαίνει συγγραφέας κλάσεως. Για να αποκτήσει, όμως, μια χώρα έναν κλασικό συγγραφέα δεν αρκεί να υπάρχει κάποιος κορυφαίος, απαιτείται και αντίστοιχη φιλολογική υποδομή, θέμα που δεν φαίνεται να απασχόλησε. Όπως και να έχει, ως κλασικός ο Παπαδιαμάντης, παρατασσόμενος δίπλα στους γάλλους και άγγλους κλασικούς, δείχνει μάλλον χωλός, ακριβώς λόγω έλλειψης αντίστοιχης ή και παραπλήσιας φιλολογικής φροντίδας.
Δεν υπάρχει ούτε καν πλήρης εργογραφία του, όπως θύμισε ο προ διετίας τυχαίος εντοπισμός άγνωστου παπαδιαμαντικού διηγήματος. Αυτό ακριβώς αντανακλά ότι το έργο του Παπαδιαμάντη παραμένει ανοιχτό. Με άλλα λόγια, δεν συνιστά ακόμη κλειστό και παγιωμένο σύνολο, όπως είθισται να θεωρείται. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι το έργο του δημοσιεύθηκε εξ ολοκλήρου, όσο τουλάχιστον εκείνος ζούσε, σε εφημερίδες και περιοδικά κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και την πρώτη του 20ου. Ενώ, τα αδημοσίευτα χειρόγραφα διηγημάτων του, αλλάζοντας χέρια, συνέχισαν να δημοσιεύονται μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ευρύ πεδίο, όχι όμως και αχανές. Το σύνολο του γνωστού έργου του, δηλαδή τέσσερα μυθιστορήματα και 170 διηγήματα, συνυπολογίζοντας τα μετά θάνατο δημοσιευμένα, παρουσιάστηκε σε 14 εφημερίδες, 16 περιοδικά και 4 ετήσια ημερολόγια. Ενώ, 10 διηγήματα πρωτοδημοσιεύτηκαν σε τρία βιβλία με διηγήματά του και δυο βιβλία για εκείνον, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Αυτό το σύνολο των εντύπων είναι ελλιπώς και επιλεκτικά διερευνημένο. Για το αληθές του λόγου, θυμίζουμε ότι το προσφάτως ανακαλυφθέν διήγημα εντοπίστηκε σε μια από τις 14 εφημερίδες, την αθηναϊκή «Πατρίς». Και εντοπίστηκε από τον Βασίλειο Τωμαδάκη, όχι γιατί αποφάσισε να την αποδελτιώσει προς χάριν του Παπαδιαμάντη, γνωρίζοντας πως σε αυτήν είχε δημοσιευτεί «Το μυρολόγι της φώκιας», αλλά γιατί άλλο έψαχνε και σκόνταψε στο παπαδιαμάντιο διήγημα. Εξυπακούεται ότι η κατάρτιση της εργογραφίας του δεν θα εξαντλείτο στα συγκεκριμένα έντυπα. Αυτά, όμως, λογικά, συνιστούν ένα πρώτο πεδίο έρευνας.
Αυτονοήτως δεν υπάρχει βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη. Άλλωστε ελάχιστοι έλληνες συγγραφείς διαθέτουν. Κι αυτοί, χάρις σε δυο τρεις αφοσιωμένους βιβλιογράφους, όπως ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στον οποίο οφείλουμε και την πρόσφατη βιβλιογραφία Καβάφη. Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, έχουμε μείνει στη Βιβλιογραφία του Γιώργου Βαλέτα. Όσοι ακολούθησαν, περιορίστηκαν σε διορθώσεις και επιμέρους προσθήκες. Στο προηγούμενο Συνέδριο Παπαδιαμάντη, η Βασιλική Λαμπροπούλου παρουσίασε τις βιβλιογραφικές εργασίες για τον Παπαδιαμάντη, καταλήγοντας ότι συνιστά ένα από τα βασικά φιλολογικά desiderata. Στην ενδιάμεση δεκαετία, εκτός από τη βιβλιογράφηση των μεταφράσεων Παπαδιαμάντη, που έχει ξεκινήσει η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, δεν γνωρίζουμε άλλη σχετική προσπάθεια. Κατά τα άλλα, μηρυκάζουμε επί 70 έτη τα λάθη του Βαλέτα. Ως φαίνεται μας διαφεύγει εδώ κάτι βασικό. Ξεχνάμε ότι μέχρι να ολοκληρωθούν τα Άπαντα Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, η πλειονότητα των αναγνωστών μυήθηκε στο παπαδιαμαντικό έργο με τα Άπαντα Βαλέτα. Ωστόσο, ένας καλός λόγος δεν περισσεύει, καθώς όλοι ανεξαιρέτως οι κατοπινοί κρίνουν ότι ήταν τσαπατσούλης. Κι όμως, ποιος άλλος συγκέντρωσε τόσο μεγάλο κομμάτι, σκόρπιο και δυσεύρετο. Από την άλλη, όταν κάποιος σημερινός τυχαίνει να κάνει αντίστοιχη εργασία, συχνά περισσότερο τσαπατσούλικα, επαινείται από τους ομότεχνους.
Επίσης, δεν υπάρχει σχολιασμένη έκδοση του έργου του. Μπορεί τα Άπαντα Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου να συνοδεύονται από ενδελεχές γλωσσάρι, από το οποίο όλοι οι επόμενοι, ρητά ή άρρητα, σιτίζονται, αλλά μόνο με γλωσσάρι δεν καλύπτονται οι ερμηνευτικές απαιτήσεις ενός κλασικού. Και επειδή, τα τελευταία χρόνια, συζητείται πολύ ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης και το πιθανότερο, θα συζητηθεί ακόμη περισσότερο με αφορμή και το αναγγελθέν Συνέδριο, να θυμίσουμε ότι οι μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, παρόλο που απλώνονται σε ακόμη λιγότερα έντυπα από όσα το πρωτότυπο έργο του, παραμένουν terra incognita, ή έστω, πεδίο μερικώς μόνο χαρτογραφημένο. Από αυτές, μόλις 14 έχουν εκδοθεί αυτοτελώς σε βιβλίο στο διάστημα της τελευταίας εικοσαετίας, 1989-2009. Παρόλα αυτά, το όποιο Διοικητικό Συμβούλιο έχει η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών (λόγω μυστικότητας δεν ανακοινώνονται στον Τύπο ούτε οι αρχαιρεσίες της ούτε τα Διοικητικά της Συμβούλια ούτε η οργανωτική επιτροπή, που θα κρίνει όσους υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στο Συνέδριο) αποφάσισε ως θέμα του τρίτου Διεθνούς Συνεδρίου τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Από την άλλη, οι δυο μεταφράσεις του, «Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τόμας Γκόρντον και ο «Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ, που αναμένονταν να εκδοθούν, επιτέλους, εφέτος (η πρώτη αναμένεται εδώ και μια δεκαετία), αναβάλλονται, άγνωστο για πότε, αφού οι αντίστοιχοι εκδότες δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να κάνουν κάποια σχετική ανακοίνωση. Δεν θα απορούσαμε, πάντως, αν υπάρξουν στο Συνέδριο ανακοινώσεις σχετικές με τις δύο υπό έκδοση μεταφράσεις.
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις ξεκινούν από τη δική μας αντίληψη περί κλασικού συγγραφέα, η οποία μάλλον δεν συμφωνεί με την επικρατούσα άποψη. Όπως φαίνεται, οι φιλόλογοι και λοιποί μελετητές δεν προτάσσουν την έρευνα υποδομής. Δεδομένου, όμως, του ευρωπαϊκού πλέον προφίλ του Παπαδιαμάντη, θεωρούν το έργο του πρόσφορο πεδίο για την εφαρμογή λογοτεχνικών θεωριών. Προσφάτως δε, και θεωριών μεταφρασεολογίας. Τώρα, τι λαγούς βγάζουν από το καπέλο, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Λόγω, όμως, και των ημερών, ένα άλλο θέμα προηγείται των επετειακών ετών και του Συνεδρίου Παπαδιαμάντη. Το εορταστικό διήγημα του Παπαδιαμάντη, που δημοσιευόταν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, σε εφημερίδες και περιοδικά, και το οποίο, κατά προτίμηση, ανθολογούσαν όσοι κατήρτιζαν συλλογές διηγημάτων του. Αυτό, λοιπόν, το τόσο προσφιλές και ξεχωριστό εορταστικό διήγημα του Παπαδιαμάντη τείνει προς τη δύση του, καθώς ανατέλλει το ευρωπαϊκό του άστρο. Όπως είχαμε την ευκαιρία ήδη να σχολιάσουμε («Ελευθεροτυπία», 23.10.2010), τη θέση του εορταστικού διηγήματος την καταλαμβάνει το ερωτικό. Στα προεόρτια του επετειακού 2011, κυκλοφορούν, ως τα μοναδικά καινούρια βιβλία του Παπαδιαμάντη, δυο ανθολογίες: «Ερωτικός Παπαδιαμάντης» (ανθολόγος Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Πατάκη) και «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» (ανθολόγος Κώστας Ακρίβος, εκδόσεις Μεταίχμιο). Από την οιστρήλατη εισαγωγή της δεύτερης ανθολογίας συγκρατούμε τη διαπίστωση του ανθολόγου ότι στα παπαδιαμαντικά διηγήματα υπάρχει πολύς ίμερος αλλά απουσιάζει “η περιγραφή έστω μιας σκηνής από ερωτική κλινοπάλη”. Με άλλα λόγια, ο Παπαδιαμάντης ωχριά μπροστά στους σύγχρονους μυθιστοριογράφους αλλά και απέναντι στον ρωμαίο βιογράφο Γάϊο Σουητώνιο, στον οποίο οφείλεται αυτή η τόσο παραστατική εικονοποίηση της πράξης της συνουσίας. Πάντως, στο τρέχον λεξιλόγιο την επανέφερε ο τελευταίος βιογράφος του Παπαδιαμάντη, ο Κωστής Παπαγιώργης, με το βιβλίο του, «Ίμερος και κλινοπάλη». Στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο θα επανέλθουμε με τα εορταστικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που διαθέτουν και μικρή δόση ίμερου.
Αλλά η οικονομική δυσπραγία του Κράτους δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι επέτειοι δεν θα εορταστούν. Παλαιότερα, που δεν τα περιμέναμε όλα από το Δημόσιο, γίνονταν αρκετά αξιόλογα πράγματα. Μόνο τα τελευταία χρόνια, οι ιδιώτες καλόμαθαν με τους κορβανάδες και σαν να μαλθακίσθηκαν. Για τις εκατονταετηρίδες από τη γέννηση των τριών συγγραφέων, θα μπορούσαν να ανασκουμπωθούν και οι κληρονόμοι των Αρχείων τους, οι εκδότες τους, καθώς και ορισμένοι ακμαίοι ιδιωτικοί φορείς. Άλλωστε το ζητούμενο δεν είναι οι πανηγυρισμοί αλλά η ουσιαστική φροντίδα των τιμώμενων. Τα επετειακά έτη προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για το άνοιγμα των Αρχείων και την περιεσκεμμένη παρουσίαση των πιθανών θησαυρών τους. Ο καλός κληρονόμος δεν φαίνεται μόνο στην περιφρούρηση αλλά και στην ανάδειξη όσων έχουν βρεθεί στη φύλαξή του. Σε σχέση με τους δυο παλαιότερους, Λασκαράτο και Παπαδιαμάντη, υπάρχουν ενώσεις με στόχο την φροντίδα τους, εκτός από το ανεπτυγμένο στα καθ' ημάς αίσθημα της εντοπιότητας. Οι Κεφαλλήνιοι, αλλά και απαξάπαντες οι Επτανήσιοι, ποτέ δεν ολιγώρησαν. Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, περισσότεροι του ενός τόποι μπορεί να μην ερίζουν για την καταγωγή του, αλλά η γενέτειρα Σκιάθος, η γειτονική Εύβοια και η Αθήνα ως μακροχρόνιος τόπος διαμονής του, έχουν κατά καιρούς δείξει εμπράκτως το ενδιαφέρον τους. Ύστερα υπάρχει η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών. Μπορεί, με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά, να θυμίζει κλειστή λέσχη μυημένων, έτσι όπως λειτουργεί κεκλεισμένων των θυρών, αγνοώντας τα ΜΜΕ, που είναι ο κινητήριος μοχλός και της πολιτιστικής ζωής του τόπου, πάντως λειτουργεί, όπως αποδεικνύουν και τα δυο συνέδρια για τον Παπαδιαμάντη, που διοργάνωσε κατά τα επετειακά έτη, 1991 και 2001. Άλλωστε, ζούμε στην εποχή της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, όπου το Διαδίκτυο τείνει να υποκαταστήσει τον Τύπο. Ηλεκτρονικώς, λοιπόν, όσοι σερφάρουν έχουν πληροφορηθεί ότι ο Δήμος Σκιάθου, ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο, στην εκδήλωση μνήμης Παπαδιαμάντη, που γίνεται κάθε χρόνο την ημέρα του θανάτου του, ανακοίνωσε ότι ετοιμάζεται για την διοργάνωση, μαζί με την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών, Συνεδρίου Παπαδιαμάντη εντός του 2011. Επίσης, τον Σεπτέμβριο, προστέθηκε, ηλεκτρονικώς πάντα, η σχετική ανακοίνωση της Εταιρείας, που αναγγέλλει συνέδριο, πιθανότατα στη Σκιάθο, τέλη Σεπτεμβρίου αρχές Οκτωβρίου, με θέμα, «Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος». Οπότε, όσο αφορά τους εορτασμούς, αυτοί, και εν μέσω κρίσης, θα μπορούσαν, λίγο πολύ, να εξασφαλιστούν. Όμως, όπως ήδη παρατηρήσαμε, δεν αρκούν οι πανηγυρισμοί, στους οποίους εμπίμπτουν, εν πολλοίς, και τα συνέδρια, ακόμη κι όταν αφήνουν, όπως στην περίπτωση Παπαδιαμάντη, το στέρεο κατάλοιπο ενός τόμου πρακτικών. Κι αυτό, γιατί οι ομιλητές, ως επί το πλείστον, ανακεφαλαιώνουν γνωστές εργασίες ή εφαρμόζουν γενικές θεωρίες σε επιμέρους παραδείγματα.
Πιο συγκεκριμένα, για τον Παπαδιαμάντη θυμίζουμε ότι τα δύο προηγούμενα Συνέδρια είχαν ονομασθεί διεθνή Συνέδρια, παρότι οι ομιλητές εκ της αλλοδαπής μετριούνταν στα δάχτυλα. Επίσης, κατά την πρώτη δεκαετία της χιλιετίας, επικράτησε, κυρίως, στον Τύπο, ο Σκιαθίτης να αποκαλείται κλασικός. Πιθανώς, με το σκεπτικό, ότι, στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, όταν όλες οι χώρες έχουν τους κλασικούς τους συγγραφείς, χρειάζεται και η Ελλάδα έναν. Τώρα, γιατί το χρίσμα δόθηκε στον Παπαδιαμάντη, μένει ασαφές. Ίσως να συνέβαλαν οι κατοικούντες στο Παρίσι μελετητές του, καθώς οι Γάλλοι, περισσότερο των λοιπών Ευρωπαίων, τιμούν τους κλασικούς συγγραφείς, παραλαμβάνοντας τη λέξη από την αρχαία ελληνική, όπου κλασικός σημαίνει συγγραφέας κλάσεως. Για να αποκτήσει, όμως, μια χώρα έναν κλασικό συγγραφέα δεν αρκεί να υπάρχει κάποιος κορυφαίος, απαιτείται και αντίστοιχη φιλολογική υποδομή, θέμα που δεν φαίνεται να απασχόλησε. Όπως και να έχει, ως κλασικός ο Παπαδιαμάντης, παρατασσόμενος δίπλα στους γάλλους και άγγλους κλασικούς, δείχνει μάλλον χωλός, ακριβώς λόγω έλλειψης αντίστοιχης ή και παραπλήσιας φιλολογικής φροντίδας.
Δεν υπάρχει ούτε καν πλήρης εργογραφία του, όπως θύμισε ο προ διετίας τυχαίος εντοπισμός άγνωστου παπαδιαμαντικού διηγήματος. Αυτό ακριβώς αντανακλά ότι το έργο του Παπαδιαμάντη παραμένει ανοιχτό. Με άλλα λόγια, δεν συνιστά ακόμη κλειστό και παγιωμένο σύνολο, όπως είθισται να θεωρείται. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι το έργο του δημοσιεύθηκε εξ ολοκλήρου, όσο τουλάχιστον εκείνος ζούσε, σε εφημερίδες και περιοδικά κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και την πρώτη του 20ου. Ενώ, τα αδημοσίευτα χειρόγραφα διηγημάτων του, αλλάζοντας χέρια, συνέχισαν να δημοσιεύονται μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ευρύ πεδίο, όχι όμως και αχανές. Το σύνολο του γνωστού έργου του, δηλαδή τέσσερα μυθιστορήματα και 170 διηγήματα, συνυπολογίζοντας τα μετά θάνατο δημοσιευμένα, παρουσιάστηκε σε 14 εφημερίδες, 16 περιοδικά και 4 ετήσια ημερολόγια. Ενώ, 10 διηγήματα πρωτοδημοσιεύτηκαν σε τρία βιβλία με διηγήματά του και δυο βιβλία για εκείνον, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Αυτό το σύνολο των εντύπων είναι ελλιπώς και επιλεκτικά διερευνημένο. Για το αληθές του λόγου, θυμίζουμε ότι το προσφάτως ανακαλυφθέν διήγημα εντοπίστηκε σε μια από τις 14 εφημερίδες, την αθηναϊκή «Πατρίς». Και εντοπίστηκε από τον Βασίλειο Τωμαδάκη, όχι γιατί αποφάσισε να την αποδελτιώσει προς χάριν του Παπαδιαμάντη, γνωρίζοντας πως σε αυτήν είχε δημοσιευτεί «Το μυρολόγι της φώκιας», αλλά γιατί άλλο έψαχνε και σκόνταψε στο παπαδιαμάντιο διήγημα. Εξυπακούεται ότι η κατάρτιση της εργογραφίας του δεν θα εξαντλείτο στα συγκεκριμένα έντυπα. Αυτά, όμως, λογικά, συνιστούν ένα πρώτο πεδίο έρευνας.
Αυτονοήτως δεν υπάρχει βιβλιογραφία Παπαδιαμάντη. Άλλωστε ελάχιστοι έλληνες συγγραφείς διαθέτουν. Κι αυτοί, χάρις σε δυο τρεις αφοσιωμένους βιβλιογράφους, όπως ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στον οποίο οφείλουμε και την πρόσφατη βιβλιογραφία Καβάφη. Όσο αφορά τον Παπαδιαμάντη, έχουμε μείνει στη Βιβλιογραφία του Γιώργου Βαλέτα. Όσοι ακολούθησαν, περιορίστηκαν σε διορθώσεις και επιμέρους προσθήκες. Στο προηγούμενο Συνέδριο Παπαδιαμάντη, η Βασιλική Λαμπροπούλου παρουσίασε τις βιβλιογραφικές εργασίες για τον Παπαδιαμάντη, καταλήγοντας ότι συνιστά ένα από τα βασικά φιλολογικά desiderata. Στην ενδιάμεση δεκαετία, εκτός από τη βιβλιογράφηση των μεταφράσεων Παπαδιαμάντη, που έχει ξεκινήσει η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, δεν γνωρίζουμε άλλη σχετική προσπάθεια. Κατά τα άλλα, μηρυκάζουμε επί 70 έτη τα λάθη του Βαλέτα. Ως φαίνεται μας διαφεύγει εδώ κάτι βασικό. Ξεχνάμε ότι μέχρι να ολοκληρωθούν τα Άπαντα Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, η πλειονότητα των αναγνωστών μυήθηκε στο παπαδιαμαντικό έργο με τα Άπαντα Βαλέτα. Ωστόσο, ένας καλός λόγος δεν περισσεύει, καθώς όλοι ανεξαιρέτως οι κατοπινοί κρίνουν ότι ήταν τσαπατσούλης. Κι όμως, ποιος άλλος συγκέντρωσε τόσο μεγάλο κομμάτι, σκόρπιο και δυσεύρετο. Από την άλλη, όταν κάποιος σημερινός τυχαίνει να κάνει αντίστοιχη εργασία, συχνά περισσότερο τσαπατσούλικα, επαινείται από τους ομότεχνους.
Επίσης, δεν υπάρχει σχολιασμένη έκδοση του έργου του. Μπορεί τα Άπαντα Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου να συνοδεύονται από ενδελεχές γλωσσάρι, από το οποίο όλοι οι επόμενοι, ρητά ή άρρητα, σιτίζονται, αλλά μόνο με γλωσσάρι δεν καλύπτονται οι ερμηνευτικές απαιτήσεις ενός κλασικού. Και επειδή, τα τελευταία χρόνια, συζητείται πολύ ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης και το πιθανότερο, θα συζητηθεί ακόμη περισσότερο με αφορμή και το αναγγελθέν Συνέδριο, να θυμίσουμε ότι οι μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, παρόλο που απλώνονται σε ακόμη λιγότερα έντυπα από όσα το πρωτότυπο έργο του, παραμένουν terra incognita, ή έστω, πεδίο μερικώς μόνο χαρτογραφημένο. Από αυτές, μόλις 14 έχουν εκδοθεί αυτοτελώς σε βιβλίο στο διάστημα της τελευταίας εικοσαετίας, 1989-2009. Παρόλα αυτά, το όποιο Διοικητικό Συμβούλιο έχει η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών (λόγω μυστικότητας δεν ανακοινώνονται στον Τύπο ούτε οι αρχαιρεσίες της ούτε τα Διοικητικά της Συμβούλια ούτε η οργανωτική επιτροπή, που θα κρίνει όσους υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στο Συνέδριο) αποφάσισε ως θέμα του τρίτου Διεθνούς Συνεδρίου τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Από την άλλη, οι δυο μεταφράσεις του, «Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τόμας Γκόρντον και ο «Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ, που αναμένονταν να εκδοθούν, επιτέλους, εφέτος (η πρώτη αναμένεται εδώ και μια δεκαετία), αναβάλλονται, άγνωστο για πότε, αφού οι αντίστοιχοι εκδότες δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να κάνουν κάποια σχετική ανακοίνωση. Δεν θα απορούσαμε, πάντως, αν υπάρξουν στο Συνέδριο ανακοινώσεις σχετικές με τις δύο υπό έκδοση μεταφράσεις.
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις ξεκινούν από τη δική μας αντίληψη περί κλασικού συγγραφέα, η οποία μάλλον δεν συμφωνεί με την επικρατούσα άποψη. Όπως φαίνεται, οι φιλόλογοι και λοιποί μελετητές δεν προτάσσουν την έρευνα υποδομής. Δεδομένου, όμως, του ευρωπαϊκού πλέον προφίλ του Παπαδιαμάντη, θεωρούν το έργο του πρόσφορο πεδίο για την εφαρμογή λογοτεχνικών θεωριών. Προσφάτως δε, και θεωριών μεταφρασεολογίας. Τώρα, τι λαγούς βγάζουν από το καπέλο, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Λόγω, όμως, και των ημερών, ένα άλλο θέμα προηγείται των επετειακών ετών και του Συνεδρίου Παπαδιαμάντη. Το εορταστικό διήγημα του Παπαδιαμάντη, που δημοσιευόταν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, σε εφημερίδες και περιοδικά, και το οποίο, κατά προτίμηση, ανθολογούσαν όσοι κατήρτιζαν συλλογές διηγημάτων του. Αυτό, λοιπόν, το τόσο προσφιλές και ξεχωριστό εορταστικό διήγημα του Παπαδιαμάντη τείνει προς τη δύση του, καθώς ανατέλλει το ευρωπαϊκό του άστρο. Όπως είχαμε την ευκαιρία ήδη να σχολιάσουμε («Ελευθεροτυπία», 23.10.2010), τη θέση του εορταστικού διηγήματος την καταλαμβάνει το ερωτικό. Στα προεόρτια του επετειακού 2011, κυκλοφορούν, ως τα μοναδικά καινούρια βιβλία του Παπαδιαμάντη, δυο ανθολογίες: «Ερωτικός Παπαδιαμάντης» (ανθολόγος Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Πατάκη) και «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» (ανθολόγος Κώστας Ακρίβος, εκδόσεις Μεταίχμιο). Από την οιστρήλατη εισαγωγή της δεύτερης ανθολογίας συγκρατούμε τη διαπίστωση του ανθολόγου ότι στα παπαδιαμαντικά διηγήματα υπάρχει πολύς ίμερος αλλά απουσιάζει “η περιγραφή έστω μιας σκηνής από ερωτική κλινοπάλη”. Με άλλα λόγια, ο Παπαδιαμάντης ωχριά μπροστά στους σύγχρονους μυθιστοριογράφους αλλά και απέναντι στον ρωμαίο βιογράφο Γάϊο Σουητώνιο, στον οποίο οφείλεται αυτή η τόσο παραστατική εικονοποίηση της πράξης της συνουσίας. Πάντως, στο τρέχον λεξιλόγιο την επανέφερε ο τελευταίος βιογράφος του Παπαδιαμάντη, ο Κωστής Παπαγιώργης, με το βιβλίο του, «Ίμερος και κλινοπάλη». Στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο θα επανέλθουμε με τα εορταστικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που διαθέτουν και μικρή δόση ίμερου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε σκίτσο αγνώστου, δημοσιευμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πριν ακόμη αποκτήσει ευρωπαϊκό προφίλ, εξοστρακίζοντας οριστικά κάθε στοιχείο της ανατολικής παράδοσης.