Εκδόσεις Ποταμός Αθήνα, 2008
Η λογοτεχνία του αλβανικού Μετώπου έχει να επιδείξει μυθιστορήματα, ποίηση, χρονικά, μαρτυρίες. Μόνο η σχετική διηγηματογραφία φαίνεται να υστερεί, παραμένοντας, έως σήμερα, παραγνωρισμένη. Μοναδική, ίσως, εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Γεράσιμου Γρηγόρη, που έχει κάπως σχολιαστεί. Μια άλλη περίπτωση, παντελώς αγνοημένη, είναι ο Μίχος Κάρης, τον οποίο επαναφέρει στο προσκήνιο το πρόσφατο βιβλίο, ακριβώς, με ένα αφήγημα από τον Πόλεμο του ’40. Το «Όρχος Πυρομαχικών», όπως τιτλοφορείται. Πρόκειται για σελίδες ημερολογίου του ίδιου του συγγραφέα από το αλβανικό Μέτωπο. Ωστόσο, με την σπονδυλωτή μορφή που έχει, καθώς χωρίζεται σε είκοσι μέρη, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως συλλογή διηγημάτων.
Με παραστατικό τρόπο ανιστορούνται τα δεινά ενός επίστρατου που κλήθηκε από τους πρώτους, αμέσως μετά την κήρυξη του Πολέμου. Μέσα σε λιγότερο από τρεις μέρες βρέθηκε από πολίτης στην Αθήνα στη ζώνη των επιχειρήσεων. Αν και απέφυγε τη γραμμή πυρός, αφού, αντί όπλου, τού έδωσαν μουλάρι, ο αγώνας που καλείτο να δώσει δεν ήταν καθόλου αμελητέος. Μουλαράς, όπως τους αποκαλούσαν τότε, έπρεπε να τα βγάλει πέρα με ένα καμπίσιο ζωντανό, ολωσδιόλου ακατάλληλο για το κακοτράχαλο των αλβανικών βουνών, που γίνονταν απροσπέλαστα το χειμώνα. Τοποθετημένος στα μεταγωγικά, στον όρχο πυρομαχικών, η αποστολή του ήταν να μεταφέρει οβίδες και προμήθειες στη γραμμή του Μετώπου, όπου έδινε τη μάχη το ορειβατικό πυροβολικό. Η βάση στρατοπέδευσής του βρισκόταν κοντά στη Μοσχόπολη. Στις δύσκολες διαδρομές που είχε να κάνει, ήταν και η πορεία μέχρι την Κορυτσά.
Η αφήγηση προχωρά με τη λεπτομερή παράθεση συμβάντων, μαζί με σκέψεις και κάποιες στιχομυθίες, σκιαγραφώντας με ενάργεια χαρακτηριστικούς τύπους φαντάρων. Χωρίς ηρωϊκές εξάρσεις, περιγράφονται σκηνές πορείας και ανάπαυλας, όπου εικόνες πλήρους κατάρρευσης από τις κακουχίες εναλλάσσονται με άλλες ψυχικής ανάτασης, όπως η υποδοχή που επεφύλαξαν στους στρατιώτες οι κάτοικοι της μόλις απελευθερωμένης Κορυτσάς. Το βαρύ κλίμα έρχονται να διασκεδάσουν τα σουσούμια των φαντάρων, όπως τονίζονται μέσα από τη διήγηση κάποιων περιστατικών. Χαρακτηριστικό του αφηγητή είναι η αμφιταλάντευσή του ανάμεσα σε δυο εκ διαμέτρου αντίθετες διαθέσεις. Από τη μια, το πείσμα του να φέρει σε πέρας μια αποστολή και από την άλλη, ένα αίσθημα ματαιότητας, που κορυφώνεται στο τέλος με το ερώτημα, “γιατί τόσος πόνος”. Κι αυτό συμβαίνει, όταν επιστρέφει από το Μέτωπο, μετά από τέσσερις μήνες, ανάπηρος. Αν και το εντυπωσιακότερο τμήμα της αφήγησης αφορά κάποιες αποστολές, που δείχνουν τον τρόπο που πολέμησαν οι έλληνες στρατιώτες. “Δίχως βαρυγκόμια και δίχως σαματά”, σαν σε “ταμένο σκοπό”. Ακόμη κι όταν μια αποστολή φαινόταν άσκοπη, η διαταγή εξετελείτο. Παράδειγμα, η μεταφορά νεκρού από το χειρουργείο της πρώτης γραμμής σε ένα έρημο μοναστήρι για να ταφεί δίπλα σε άλλους φαντάρους, που είχαν σκοτωθεί σε μάχη επί τόπου. Στο διήγημα ξετυλίγεται η ολονύχτια πορεία για τη μεταφορά του φορείου μέσα από γιδόστρατες. Την τραγικότητα της κατάστασης ελαφρύνουν κωμικές σκηνές, όπως, όταν ο νεκρός γλυστράει από το φορείο, και όλοι μαζί, ζώντες και νεκροί, κουτρουβαλιάζονται αγκαλιασμένοι. Ως ειρωνική κατακλείδα έρχεται η ταφή χωρίς ούτε καν ένα σταυρό με το όνομά του, δίπλα σε έναν τυχερότερο, που στο σταυρό του είναι γραμμένο, «Νικόλαος Ανδρέου, απ’ την Ηλεία, τάδε κλάσης ιππικού».
Το αφήγημα πρωτοεκδόθηκε το 1984, με τον πλήρη τίτλο «10ος Όρχος Πυρομαχικών», από τον εκδοτικό οίκο της οικογένειας Βρεττάκου, «Τρία Φύλλα», μια και ο Κάρης είχε παντρευτεί την αδελφή του Νικηφόρου Βρεττάκου. Μαζί με άλλα διηγήματα, δημοσιευμένα σε περιοδικά, συνιστά τη συμβολή του Κάρη σε μια λογοτεχνία που αποτυπώνει τους “ανθρώπους εν πολέμω”. Όσο για την έκδοση του πρόσφατου βιβλίου του Κάρη, αυτή εμφανίζεται ως επετειακή, αφού, στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Το πιθανότερο, οφείλεται σε συγγενική πρωτοβουλία, καθώς, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, δημοσιεύεται ανέκδοτο χειρόγραφό του, που βρέθηκε μετά το θάνατό του, το 1987.
Στους πεζογράφους του Μεσοπολέμου κατατάσσεται ο Μίχος Κάρης, με πρώτη εμφάνιση το 1934, στις σελίδες της «Νέας Εστίας», με το διήγημα «Ν’ ανθίση, να καρπίση». Είναι μεν η πρώτη του δημοσίευση, όμως εντυπωσιάζει, έτσι όπως αποτυπώνει τις αποχρώσεις του γυναικείου ψυχισμού. Συνομήλικος του Γεράσιμου Γρηγόρη, κι αυτός με πρώτο βιβλίο μια συλλογή διηγημάτων, από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Το 1938 εκδόθηκε του Κάρη, το 1939 του Γρηγόρη. Με άλλα λόγια, ένας ακόμη από τα παραλειπόμενα της γενιάς του ’30, που όλα δείχνουν πως χρειάζονται μια προσεκτικότερη ανίχνευση. Το πρόσφατο «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», παρά το πλήθος των καταγεγραμμένων προσώπων, δεν τον μνημονεύει, όπως, άλλωστε, και οι παλαιότερες ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας. Η πρόσφατη του Αλέξ. Αργυρίου, δεδομένου ότι στηρίζεται ισοβαρώς στα εκδιδόμενα βιβλία και τα λογοτεχνικά περιοδικά, αναφέρει διηγήματά του σε πέντε περιοδικά κατά την περίοδο 1937-1949, ενώ στους τελευταίους τόμους δίνονται τα βιογραφικά του χωρίς αξιολόγηση του συγγραφέα. Η αποδελτίωση των αθηναϊκών περιοδικών της περιόδου 1934-1940 από την ομάδα του Χ. Λ. Καράογλου προσθέτει ένα επιπλέον λογοτεχνικό περιοδικό. Και τέλος, η μελέτη της Αλεξάνδρας Μπουφέα για «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής» δίνει ένα ακόμη διήγημα του Κάρη στα «Καλλιτεχνικά Νέα». Η Μπουφέα προσθέτει την πληροφορία πως το Μίχος Κάρης είναι ψευδώνυμο του Μιχάλη Καρυστινού, όπως αναφέρεται και στο λεξικό ψευδωνύμων του Κυριάκου Ντελόπουλου. Ωστόσο, στο αυτοβιογραφικό κείμενο του πρόσφατου βιβλίου, ο ίδιος μνημονεύει ως πατρώνυμο το Μπαφαλούκας, ενώ ουδόλως αναφέρει το Καρυστινός. Δίνει μόνο την πληροφορία πως ο πατέρας του, Κώστας Μπαφαλούκας, καταγόταν από μια εκ των τριών γειτονικών περιοχών, Κάρυστο-Κύμη-Σκύρο. Δεν γνώριζε από ποια ακριβώς, γιατί ο πατέρας του πέθανε λίγους μήνες μετά τη δική του γέννηση και η εύπορη οικογένειά του, που κρατούσε από ευβοείς καραβοκύρηδες, έκοψε κάθε δεσμό με τη μητέρα του. Αλλά ο Κώστας Μπαφαλούκας τυχαίνει να είναι γνωστός ζωγράφος και ένας από τους παραγωγικότερους ξυλογράφους στα τέλη του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα να μην μείνει στα παραλειπόμενα όπως ο γιος του. Έχει καταχωρηθεί με το ψευδώνυμο Κώστας Καρυστινός, εμπνευσμένο προφανώς από τη γενέτειρά του. Δηλαδή, πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση, που το ψευδώνυμο ενός μέλους της οικογένειας υιοθετείται ως επίθετο από τα υπόλοιπα. Μόνο που ο Κάρης πρωτοτύπησε και από το εξ αντανακλάσεως ψευδώνυμο έπλασε δια συγκοπής ένα δικό του.
Το χειρόγραφο τιτλοφορείται «Υστερόγραφα» και γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1971, όταν ο Κάρης συνταξιοδοτήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου εργάστηκε ως κλητήρας κοντά είκοσι χρόνια. Παρόλο που στον πρόλογο διευκρινίζεται πως πρόκειται για “ανεπεξέργαστο λογοτεχνικό υλικό”, η αφήγηση, με τον παραστατικό τρόπο που ανασταίνει τους προγόνους του και στη συνέχεια, τα αφεντικά και τους φίλους του, καθιστά αμελητέες τις όποιες ασάφειες γεννούν τα πηδήματα της μνήμης του συγγραφέα. Η ιστορία του Κάρη ξεκινάει από τους Γκάγκαρους Αθηναίους, όπως η προγιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, που πήρε για προίκα ένα σπίτι στο τέλος της οδού Ραγκαβά, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη. Ένα βόλι των Τούρκων, που ήταν ταμπουρωμένοι στην Ακρόπολη, σκότωσε τον προπάππο του, έναν “αντράκλαρο, με φουστανέλα και χρυσό κοντοζώνι”, που είχε κατέβει από τη Βόρεια Ήπειρο. Η διήγηση συνεχίζει με τη γιαγιά Θεοχάραινα, παντρεμένη με σαντορινιό καϊκτσή, που κατέληξε περιβολάρης με μποστάνι “στην Αγια-Λεούσα, μετά την Καλλιθέα”. Έναν ωραίο τύπο, με το τσιγάρο μόνιμα στα χείλη, που ξαπόσταινε στην ταβέρνα του Γκιουλέκα.
Μια άλλη ταβέρνα, που αποτελεί βασικό κεφάλαιο στα «Υστερόγραφα» αλλά και στη ζωή του Κάρη, όταν γύρισε από το Μέτωπο και προσπαθούσε να επιβιώσει, είναι το «Μεθυσμένο Καράβι», που άνοιξε το 1942 και κράτησε μια εικοσαετία. Υπήρξε ένα από τα αγαπημένα στέκια συγγραφέων κυρίως, αλλά και καλλιτεχνών. Ο Κάρης αναφέρει καμιά εικοσαριά ονόματα, με πρώτο, αυτό του Δημοσθένη Βουτυρά. Η ταβέρνα βρισκόταν στην οδό Αφροδίτης 7, στην Πλάκα. Το 1962, που την έκλεισε, το οίκημα γκρεμίστηκε και ξανακτίστηκε ως κατοικία του γνωστού αρχιτέκτονα Κλέωνα Κραντονέλλη. Αναφέρεται ως δείγμα του “νέο-μπρουταλισμού” της εποχής, που υποτίθεται πως στηρίχτηκε στα τυπικά γνωρίσματα των πλακιώτικων σπιτιών για την κατασκευή κυβόσχημων κατοικιών από σκυρόδεμα.
Ο Κάρης και η μητέρα του, μια λεβεντογυναίκα που ήθελε να γίνει δασκάλα αλλά τα αδέλφια της δεν την άφησαν, έζησαν μέσα στην ανέχεια. Ωστόσο, με την επιμονή του και τη συμπαράσταση της μητέρας του κατόρθωσε να τελειώσει το Σχολαρχείο και μετά, τη Νυχτερινή Σχολή του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν σε όποια δουλειά εύρισκε. Από μιας αρχής, έγραφε μετά μανίας διηγήματα. Η πρώτη συλλογή του εκδόθηκε το 1938 και τον τίτλο, «Όταν βραδυάζει», τον έδωσε ο φίλος του Γιάννης Ρίτσος, που του αφιέρωσε και ένα ποίημα: «Ήρθε καθώς ένα πουλί σεμνό του φθινοπώρου / και στάθη πλάϊ μας γαληνός χλωμός και λίγο αδέξιος. / Μέσα στα μάτια έπλεαν κάποια σκισμένα ιστία / μια τρικυμία χωρίς κραυγές, χωρίς λυγμούς και βόγγους...» Η δεύτερη συλλογή, «Εφιάλτες», εκδόθηκε κι αυτή από τον Γκοβόστη, το 1940. Η τρίτη, «Πουλιά στον χειμώνα», από τις εκδόσεις Μαυρίδης, το 1953. Η τέταρτη, «Πικρό μέλι», στού Φέξη, το 1964. Η πέμπτη, «Οδοιπόροι της αγωνίας», από τις εκδόσεις Ιωλκός, το 1979. Η έκτη,«Σποραδικές καταιγίδες», το 1981. Και η έβδομη και τελευταία, «10ος Όρχος Πυρομαχικών», το 1984. Αυτά, με κάθε επιφύλαξη, καθώς στην πρόσφατη έκδοση δεν υπάρχει φροντίδα για ένα πλήρες βιογραφικό. Αντ’ αυτού, παρατίθενται ένας γενικός πρόλογος και ως επίλογος, κείμενο του ίδιου του Κάρη, γραμμένο στις αρχές του 1986.
Εκτός από τις αφηγήσεις του Μετώπου, τα διηγήματα του Κάρη είναι κοινωνικά, και πιο συγκεκριμένα, του αθηναϊκού άστεως, με προτίμηση στους δρομίσκους και τις γειτονιές κάτω από το βράχο του Κάστρου. Περιγράφουν χαρακτηριστικούς τύπους και δίνουν εικόνες της καθημερινής ζωής από το Μεσοπόλεμο και τη δεκαετία του ’40. Ο συγγραφέας αποφεύγει τη δραματοποίηση, παραμένοντας ένας ευαίσθητος παρατηρητής του κόσμου μέσα στον οποίο έζησε.
Μ. Θεοδοσοπούλου