Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Η μοναχή Αλκοφοράδο, ο Ουράνης και η επιστολογραφία

Guilleragues
«Ερω­τι­κές ε­πι­στο­λές
πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής»
Με­τά­φρα­ση Βά­να Χατ­ζά­κη
Εκδό­σεις Άγρα Μάρ­τιος 2010

Σύμ­φω­να με τον ευ­ρω­παϊκό λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να, πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι το «Δε­καή­με­ρον» του Βοκ­κά­κιου και πρώ­το ε­πι­στο­λι­κής μορ­φής οι «Ερω­τι­κές ε­πι­στο­λές μιας πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής». Όσοι, ό­μως, α­πο­δέ­χο­νται, ό­τι το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι μια αρ­χαία “και­νο­το­μία”, ως πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μα το­πο­θε­τούν «Τα πε­ρί Χαι­ρέ­αν και Καλ­λι­ρό­ην» του Χα­ρί­τω­να και ως πρώ­το ε­πι­στο­λι­κό, το «Μυ­θι­στό­ρη­μα του Χίω­νος». Αυ­τό ση­μαί­νει, ό­τι οι μεν Ευ­ρω­παίοι το­πο­θε­τούν την αρ­χή της μυ­θι­στο­ριο­γρα­φίας στα μέ­σα του 14ου αιώ­να, ε­νώ οι α­πο­δε­χό­με­νοι ως α­φε­τη­ρία το ελ­λη­νι­στι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, στον πρώ­το αιώ­να προ Χρι­στού. Και α­ντι­στοί­χως, τη γέν­νη­ση του ι­διό­τυ­που μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού εί­δους, που συ­νι­στά το ε­πι­στο­λι­κό, οι μεν πρώ­τοι το 1669, ε­νώ οι α­να­δι­φώ­ντες τους πα­πύ­ρους, τον πρώ­το αιώ­να με­τά Χρι­στό. Το τε­λευ­ταίο προέ­κυ­ψε μέ­σα α­πό τις πολ­λα­πλές εκ­δο­χές του ψευ­δοϊστο­ρι­κού «Βίου Αλε­ξάν­δρου του Μα­κε­δό­νος», στο α­φη­γη­μα­τι­κό πλαί­σιο του ο­ποίου υ­πήρ­χαν πλα­στές ε­πι­στο­λές. Συν τω χρό­νω, αυ­τές αυ­το­νο­μή­θη­καν, φτά­νο­ντας, τε­λι­κά, να δώ­σουν έ­να α­μι­γώς ε­πι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Το πρώ­το σω­ζό­με­νο του εί­δους εί­ναι το σύ­ντο­μο «Μυ­θι­στό­ρη­μα του Χίω­νος». Χα­ριέ­στα­το μεν, αλ­λά ου­δό­λως συ­γκρι­νό­με­νο με τις πα­θια­σμέ­νες ε­πι­στο­λές της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής Μα­ριάν­νας ντα Κό­στα Αλκο­φο­ρά­δο.
Όταν πρω­το­εκ­δό­θη­καν οι ε­πι­στο­λές, ού­τε η ταυ­τό­τη­τα της γρά­φου­σας ή­ταν γνω­στή, ε­κτός α­πό το ό­τι ε­πρό­κει­το για πορ­το­γα­λί­δα μο­να­χή, ού­τε σε ποιον α­πευ­θύ­νο­νταν, ού­τε, βε­βαίως, το ό­νο­μα του με­τα­φρα­στή τους στα γαλ­λι­κά. Μό­νο ε­κεί­νος που εί­χε την πρω­το­βου­λία της έκ­δο­σής τους ή­ταν γνω­στός. Επρό­κει­το για τον Γκα­μπριέλ ντε Λα­βέρν, υ­πο­κό­μη του Γκι­γιε­ρά­γκ. Έναν α­ρι­στο­κρά­τη, που κα­τεί­χε υ­ψη­λά πο­λι­τι­κά α­ξιώ­μα­τα. Με λο­γο­τε­χνι­κό τα­λέ­ντο α­πο­δε­δειγ­μέ­νο, α­φού δη­μο­σίευε ποιή­μα­τα και ε­πι­στο­λές. Ήταν φί­λος της Μα­ντάμ ντε Σε­βι­νιέ, που κα­το­χυ­ρώ­θη­κε ως συγ­γρα­φέ­ας χά­ρις στις 1700 ε­πι­στο­λές που έ­στει­λε στην κό­ρη της. Οι δι­κές της ή­ταν πραγ­μα­τι­κές, σε α­ντί­θε­ση με ε­κεί­νες της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής, που, τε­λι­κά, οι ει­δή­μο­νες των πρώ­των δε­κα­ε­τιών του ει­κο­στού αιώ­να α­πέ­δω­σαν στον Γκι­γιε­ρά­γκ. Τό­τε, α­κό­μη, α­πα­σχο­λού­σε την λο­γο­τε­χνι­κή κοι­νό­τη­τα ο πλα­στός ή μη χα­ρα­κτή­ρας τους, προ­κει­μέ­νου έ­να βι­βλίο να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μυ­θι­στό­ρη­μα. Σή­με­ρα, βε­βαίως, με την άν­θη­ση που γνω­ρί­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα τεκ­μη­ρίων, πα­ρό­μοιες έ­γνοιες τεί­νουν να πα­ρα­με­ρι­στούν ο­ρι­στι­κά.
Όπως και να έ­χουν φι­λο­λο­γι­κά τα πράγ­μα­τα, το πρό­σω­πο της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής εί­ναι πραγ­μα­τι­κό. Η ζωή της, μά­λι­στα, έ­χει τρο­φο­δο­τή­σει και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές βιο­γρα­φίες, με­τα­φρα­σμέ­νες, του­λά­χι­στον μια, και στα ελ­λη­νι­κά. Εκτός α­πό τους πί­να­κες, που ε­νέ­πνευ­σε στους Μα­τίς, Μο­ντι­λιά­νι και Μπρακ. Η Μα­ριάν­να, ό­πως την α­πο­κα­λούν οι βιο­γρά­φοι της, γεν­νή­θη­κε το 1640 στην πό­λη Μπέ­ζα, στα νο­τιο­α­να­το­λι­κά της Λισ­σα­βώ­νας. Σή­με­ρα, υ­πάρ­χει ε­κεί έ­να μο­να­στή­ρι, στα χρό­νια, ό­μως, τα δι­κά της, υ­πήρ­χαν τρία γυ­ναι­κεία. Τα παι­δι­κά χρό­νια της συ­μπί­πτουν με την τε­λευ­ταία πε­ρίο­δο του τρια­κο­ντα­ε­τούς πο­λέ­μου, ό­ταν οι Πορ­το­γά­λοι ε­πα­να­στα­τούν ε­να­ντίον της ι­σπα­νι­κής κυ­ριαρ­χίας και οι Γάλ­λοι, που έ­χουν κι αυ­τοί α­να­μιχ­θεί στον πό­λε­μο, σπεύ­δουν να τους βο­η­θή­σουν. Ευ­κα­τά­στα­τος και ευ­γε­νούς κα­τα­γω­γής ο πα­τέ­ρας της Μα­ριάν­νας, την κλεί­νει στο Κον­σεϊσά­ου, το Βα­σι­λι­κό Μο­να­στή­ρι της Συλ­λή­ψεως της Θε­ο­τό­κου, σε η­λι­κία έ­ντε­κα ε­τών. Πι­θα­νώς, για να μορ­φω­θεί, ί­σως, ό­μως, αν δώ­σου­με βά­ση στους βιο­γρά­φους της, για­τί πα­ρου­σία­ζε πα­ρά­ξε­νες θυ­μι­κές με­τα­πτώ­σεις. Ως ε­πι­σκέ­πτης έρ­χε­ται στο μο­να­στή­ρι ο γάλ­λος α­ξιω­μα­τι­κός ντε Σα­μι­γύ, συ­νο­δεύο­ντας, ό­πως ει­κά­ζε­ται, τον α­δελ­φό της, γύ­ρω στο 1666. Εί­κο­σι έ­ξι ε­τών η Μα­ριάν­να, ή­δη φρα­γκι­σκα­νή μο­να­χή, τον ε­ρω­τεύε­ται σφό­δρα. Ο τρια­ντά­χρο­νος α­ξιω­μα­τι­κός εν­δί­δει στον πει­ρα­σμό. Οι συ­νευ­ρέ­σεις τους λαμ­βά­νουν χώ­ρα στα ι­διαί­τε­ρα δω­μά­τια κα­τοι­κίας μέ­σα στο μο­να­στή­ρι, που της έ­χει ε­ξα­σφα­λί­σει ο πα­τέ­ρας της. Πέ­ντε ε­πι­στο­λές στέλ­νει η Μα­ριάν­να στον ε­ρα­στή της, με­τά την α­να­χώ­ρη­σή του. Εί­ναι γραμ­μέ­νες με το ε­ρω­τι­κό πά­θος μιας μο­να­χι­κής ύ­παρ­ξης και την α­πελ­πι­σία της ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νης. Σε κά­ποιες εκ­δό­σεις των ε­πι­στο­λών υ­πάρ­χουν και α­πα­ντη­τι­κές ε­πι­στο­λές του α­ξιω­μα­τι­κού, σύ­ντο­μες και συ­γκρα­τη­μέ­νες. Η Μα­ριάν­να πέ­θα­νε το 1723 στο μο­να­στή­ρι. Ο εκ­δό­της και φε­ρό­με­νος ως πι­θα­νός συγ­γρα­φέ­ας των ε­πι­στο­λών Γκι­γιε­ρά­γκ, α­πε­βίω­σε πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, το 1685, σε η­λι­κία 57 ε­τών, στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ό­που έ­κα­νε χρέη πρε­σβευ­τή της Γαλ­λίας στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­λή.
Την πρώ­τη έκ­δο­ση των «Ερω­τι­κών ε­πι­στο­λών μιας πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής» α­κο­λού­θη­σαν πολ­λα­πλές ε­πα­νεκ­δό­σεις και με­τα­φρά­σεις, που πι­στεύε­ται ό­τι ά­σκη­σαν κα­θο­ρι­στι­κή ε­πί­δρα­ση στους πρώ­τους συγ­γρα­φείς ε­πι­στο­λι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Εβδο­μή­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εμ­φα­νί­στη­καν τα ε­πι­στο­λι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα - πο­τα­μός του Άγγλου Σά­μιουελ Ρί­τσαρ­ντσον, α­φού εί­χαν προ­η­γη­θεί τα συ­ντο­μό­τε­ρα ε­πι­στο­λι­κά του Μο­ντε­σκιέ και Μα­ρι­βώ. Ο Ρί­τσαρ­ντσον ξε­κί­νη­σε στα πε­νή­ντα του να γρά­φει υ­πο­δείγ­μα­τα ε­πι­στο­λο­γρα­φίας για ε­παρ­χιώ­τες Βρε­τα­νούς και κα­τέ­λη­ξε να γρά­ψει, ε­ντός μιας δε­κα­πε­ντα­ε­τίας, τα δί­το­μα «Πα­μέ­λα» και «Κλα­ρί­σα», κα­θώς και την «Ιστο­ρία του σερ Τσαρ­λς Γκρά­ντι­σον». Δεί­χνει λί­γο α­πο­γο­η­τευ­τι­κό, στη γε­νε­α­λο­γία του ε­πι­στο­λι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, την πα­θια­σμέ­νη Μα­ριάν­να να την δια­δέ­χε­ται η πο­νη­ρή Πα­μέ­λα, που δια­φύ­λα­ξε την παρ­θε­νία της και ε­πέ­τυ­χε την δια του γά­μου α­πο­κα­τά­στα­ση. Ακο­λού­θη­σαν ο Ρουσ­σώ με την «Νέα Ελοΐζα», το 1762, και ο Λα­κλό με τις «Επι­κίν­δυ­νες Σχέ­σεις», το 1782 (το 2009, ε­πα­νεκ­δό­θη­κε σε έ­να τό­μο και με­τά­φρα­ση Ανδρέα Στάι­κου, και πά­λι α­πό τις εκ­δό­σεις Άγρα). Ωστό­σο, πλη­σιέ­στε­ρα στην πορ­το­γα­λί­δα μο­να­χή βρί­σκε­ται η πρώ­τη Ελοΐζα, ε­κεί­νη του 12ου αιώ­να, που εί­χε κα­τά νου ο Ρουσ­σώ, ό­ταν α­πο­κα­λού­σε την η­ρωί­δα του η νέα Ελοΐζα. Η νε­α­ρά α­νι­ψιά του ε­φη­μέ­ριου στην Μη­τρό­πο­λη του Πα­ρι­σιού, που α­γά­πη­σε πα­ρά­φο­ρα ο “πε­ρι­πα­τη­τι­κός” φι­λό­σο­φος Πέ­τρος Αβε­λάρ­δος. Διέ­πρε­ψε ο Αβε­λάρ­δος, καί­τοι πλή­ρω­σε τον έ­ρω­τά του με ευ­νου­χι­σμό. Πά­ντως, η Ελοΐζα έ­μει­νε, για το υ­πό­λοι­πο της ζωής της, έ­γκλει­στη σε μο­να­στή­ρι, νο­σταλ­γώ­ντας τον ε­ρα­στή της. Τα «Γράμ­μα­τα της Ελοΐζας και του Αβε­λάρ­δου» με­τα­φρά­στη­καν α­πό τα λα­τι­νι­κά και εκ­δό­θη­καν μό­λις 28 χρό­νια με­τά τις «Ερω­τι­κές ε­πι­στο­λές μιας πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής», συμ­βάλ­λο­ντας κα­θο­ρι­στι­κά στην άν­θη­ση της ε­πι­στο­λο­γρα­φίας κα­τά τον 18ο αιώ­να. Όσο για τα νε­ο­ελ­λη­νι­κά ε­πι­στο­λι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τον προ­ε­πα­να­στα­τι­κό «Πα­πα­τρέ­χα» του Κο­ραή και τον α­μι­γώς ε­πι­στο­λι­κό «Λέ­αν­δρο» του Πα­να­γιώ­τη Σού­τσου, που εί­ναι και το πρώ­το νε­ο­ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, με χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σης 1834, διεκ­δι­κούν σή­με­ρα, κυ­ρίως γραμ­μα­το­λο­γι­κή α­ξία. Από το πλή­θος των ξε­νό­γλωσ­σων ε­πι­στο­λι­κών μυ­θι­στο­ρη­μά­των, τα πρώ­τα χρό­νια του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, με­τα­φρά­στη­κε μό­νο ε­κεί­νο του Μο­ντε­σκιέ, «Επι­στο­λαί περ­σι­καί», στη Σμύρ­νη.
Την λο­γο­τε­χνι­κή α­ξία των “πορ­το­γα­λι­κών ε­πι­στο­λώ­ν” συ­νο­ψί­ζει ο πρώ­τος με­τα­φρα­στής τους στα ελ­λη­νι­κά, ο Κώ­στας Ου­ρά­νης. «Οι πέ­ντε αυ­τές ε­ρω­τι­κές ε­πι­στο­λές, που έ­γρα­ψε η Μα­ριάν­να Αλκο­φο­ρά­δο, εί­ναι ό,τι ω­ραιό­τε­ρο, πα­θη­τι­κώ­τε­ρο, α­λη­θι­νώ­τε­ρο έ­χει γρα­φτεί στο εί­δος αυ­τό.» Ακό­μη σή­με­ρα, εν­δια­φέ­ρει η με­τά­φρα­ση του Ου­ρά­νη, κα­θώς η α­να­γνω­στι­κή α­πό­λαυ­ση, που προ­σφέ­ρει έ­να πα­ρό­μοιο κεί­με­νο, εί­ναι ά­με­σα συ­σχε­τι­σμέ­νη με το λο­γο­τε­χνι­κό τα­λέ­ντο του με­τα­φρα­στή. Εκτός α­πό την πρό­σφα­τη και ε­κεί­νη του Ου­ρά­νη, το 1921, ε­ντο­πί­ζε­ται εν­διά­με­σα μια τρί­τη, του Γιώρ­γου Πρά­τσι­κα, που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1945. Από τους βα­σι­κούς με­τα­φρα­στές των εκ­δό­σεων Γκο­βό­στη ο Πρά­τσι­κας, η με­τά­φρα­σή του ε­ξα­κο­λού­θη­σε να ε­πα­νεκ­δί­δε­ται, με πιο πρό­σφα­τη ε­πα­νέκ­δο­σή της, το 2007. Να θυ­μί­σου­με, ό­τι την ε­πο­χή, που ο Ου­ρά­νης με­τέ­φρα­ζε τις “πορ­το­γα­λι­κές ε­πι­στο­λές” ή­ταν πα­ντρε­μέ­νος με Πορ­το­γα­λί­δα, την Μα­νουέ­λα Σα­ντιά­γκο, και ζού­σε στη Λισ­σα­βώ­να. Εί­χε διο­ρι­στεί Γε­νι­κός Πρό­ξε­νος της Ελλά­δας στην πορ­το­γα­λι­κή πρω­τεύου­σα το 1920 και πα­ρέ­μει­νε σε αυ­τήν τη θέ­ση μέ­χρι το 1924, που ε­πέ­στρε­ψε στην Αθή­να. Κα­τά πα­ρά­δο­ξη συ­γκυ­ρία, ο θά­να­τός του (12 Ιου­λίου 1953) συ­μπί­πτει με το δη­μο­σιευό­με­νο τό­τε σε συ­νέ­χειες ε­πι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα «Η Σα­λα­μά­ντρα» του Αλκ. Γιαν­νό­που­λου, στο πε­ριο­δι­κό Νέα Εστία.
Πε­ριέρ­γως, οι Πορ­το­γά­λοι ε­ξα­κο­λου­θούν τα τι­μούν τον Ου­ρά­νη. Πέ­ρυ­σι, στις 21 Ια­νουα­ρίου, διορ­γά­νω­σαν Ημε­ρί­δα προς τι­μή του, υ­πό τον τίτ­λο, «Κώ­στας Ου­ρά­νης: Από τον Ατλα­ντι­κό στη Μαύ­ρη Θά­λασ­σα - Δια­σταυ­ρού­με­να βλέμ­μα­τα». Προΐστα­το ο νε­ο­ελ­λη­νι­στής κα­θη­γη­τής και υ­πεύ­θυ­νος του Κέ­ντρου Ελλη­νι­κών Σπου­δών της Σχο­λής Κοι­νω­νι­κών και Ανθρω­πι­στι­κών Επι­στη­μών του κρα­τι­κού Πα­νε­πι­στη­μίου της Λισ­σα­βώ­νας, Jose Antonio Costa Ideias. Συμ­με­τεί­χαν ως ει­ση­γη­τές κα­θη­γη­τές και ε­ρευ­νη­τές του Κέ­ντρου. Ενώ, πα­ρα­βρέ­θη­κε η κό­ρη του Ου­ρά­νη, Μα­ρία Αγγε­λι­κή Wild. Την Ημε­ρί­δα συ­νό­δευε έκ­θε­ση χει­ρο­γρά­φων, σκί­τσων και φω­το­γρα­φιών του Ου­ρά­νη. Από ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς, πα­ρα­κο­λού­θη­σαν την Ημε­ρί­δα η Κι­κή Δη­μου­λά και ο Θα­νά­σης Νιάρ­χος, εκ­προ­σω­πώ­ντας το Ίδρυ­μα Κώ­στα και Ελέ­νης Ου­ρά­νη. Από ό­σο γνω­ρί­ζου­με, δεν υ­πήρ­ξε κα­μία σχε­τι­κή α­να­φο­ρά στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. Δό­θη­κε, ω­στό­σο, η υ­πό­σχε­ση, με δα­πά­νη του Ιδρύ­μα­τος Ου­ρά­νη, να γί­νει η έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών της Ημε­ρί­δας. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό την γέν­νη­σή του, η έκ­δο­ση των Πρα­κτι­κών θα ή­ταν μια ευ­και­ρία να τι­μή­σου­με ο­λί­γον τι και ε­μείς οι προ­κομ­μέ­νοι τον λυ­ρι­κό Ου­ρά­νη.
Πά­ντως, οι εκ­δό­σεις της Εστίας, στις ο­ποίες, με­τά το θά­να­τό του, η σύ­ζυ­γός του Ελέ­νη Νε­γρε­πό­ντη-Ου­ρά­νη, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στη λο­γο­τε­χνία ως Άλκης Θρύ­λος, συ­γκέ­ντρω­σε, σε δώ­δε­κα τό­μους, το ποιη­τι­κό, πε­ζο­γρα­φι­κό και δο­κι­μια­κό έρ­γο του, έ­κα­ναν το χρέ­ος τους. Ο πρώ­τος τό­μος, τα «Ποιή­μα­τα», που εκ­δό­θη­κε το 1953 και πε­ρι­λαμ­βά­νει ά­πα­ντα τα ευ­ρε­θέ­ντα ποιή­μα­τά του, δη­μο­σιευ­μέ­να και α­δη­μο­σίευ­τα (πλην της πρώ­της συλ­λο­γής «Σαν ό­νει­ρα» του 1909), ε­πα­νεκ­δό­θη­κε πέ­ρυ­σι τον Νοέμ­βριο. Δυ­στυ­χώς, χω­ρίς κά­ποια φι­λο­λο­γι­κά ε­πι­λε­γό­με­να για τον α­νε­ξοι­κείω­το νεό­τε­ρο α­να­γνώ­στη. Και βέ­βαια, που­θε­νά λό­γος για πι­θα­νή έκ­δο­ση ε­κεί­νης της πρώ­της με­τά­φρα­σης Ου­ρά­νη των “πορ­το­γα­λι­κών ε­πι­στο­λώ­ν”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ

Γυναίκες, που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες, που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Στί­χους α­πό αυ­τό το ποίη­μα, που α­νή­κει στη συλ­λο­γή «Νο­σταλ­γίες» του 1920, “ψι­θύ­ρι­σε ο Ου­ρά­νης στο έ­σω ους” του Μι­χά­λη Γκα­νά και ί­σως έ­τσι προέ­κυ­ψε το τε­λευ­ταίο “διή­γη­μα” στο πρό­σφα­το βι­βλίο του, με τίτ­λο «Γυ­ναι­κών» (εκδ. Με­λά­νι).

Φωτο 1: Η μοναχή Αλκοφοράδο σε σκίτσο του Ματίς.
Φω­το 2: Κώ­στας Ου­ρά­νης, ο πρώ­τος με­τα­φρα­στής των ε­πι­στο­λών της πορ­το­γα­λί­δας μο­να­χής.

Στη Λευκοθέα τη Φωτολάμπουσα

«Λευ­κω­σία»
Επι­λο­γή κει­μέ­νων Κυ­ριά­κος Χα­ρα­λα­μπί­δης
Με πα­λαιό­τε­ρες
και σύγ­χρο­νες φω­το­γρα­φίες
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο Μάρ­τιος 2010

Η δε­κά­τη ε­βδό­μη πό­λη στη σει­ρά των ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νων αν­θο­λο­γίων, «Μια πό­λη στη λο­γο­τε­χνία», εί­ναι η Λευ­κω­σία. Η τρί­τη που βρί­σκε­ται ε­κτός ελ­λα­δι­κών συ­νό­ρων αλ­λά ε­ντός της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Η έκ­δο­ση θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ε­πε­τεια­κή, κα­θώς ε­φέ­τος η Κυ­πρια­κή Δη­μο­κρα­τία συ­μπλη­ρώ­νει μι­σό αιώ­να ύ­παρ­ξης. Ήταν στη Λευ­κω­σία, τα με­σά­νυ­χτα της 15ης προς την 16η Αυ­γού­στου 1960, ό­ταν έ­γι­νε η ε­πί­ση­μη τε­λε­τή λή­ξεως της ε­πί 82 συ­να­πτά έ­τη βρε­τα­νι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης και η με­τα­βί­βα­ση της ε­ξου­σίας στον πρό­ε­δρο της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας, Αρχιε­πί­σκο­πο Μα­κά­ριο, που εί­χε ε­πι­τύ­χει σα­ρω­τι­κή νί­κη στις πρώ­τες προ­ε­δρι­κές ε­κλο­γές της 13ης Δε­κεμ­βρίου 1959. Την ε­πο­μέ­νη, 16η Αυ­γού­στου 1960, η­μέ­ρα Τρί­τη, υ­πο­γρά­φη­καν τα τε­λι­κά κεί­με­να των συμ­φω­νιών για την ε­γκα­θί­δρυ­ση της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας, που εί­χαν ε­πι­με­λώς ε­τοι­μα­στεί σε Ζυ­ρί­χη και Λον­δί­νο στις αρ­χές του 1959. Αμέ­σως με­τά, α­να­χώ­ρη­σε ο τε­λευ­ταίος βρε­τα­νός κυ­βερ­νή­της, σερ Χιού Φουτ. Στις 20 Σε­πτεμ­βρίου 1960, η Κυ­πρια­κή Δη­μο­κρα­τία έ­γι­νε μέ­λος του Ο.Η.Ε.. Η πρώ­τη πα­ρου­σία του διε­θνούς ορ­γα­νι­σμού στην Με­γα­λό­νη­σο έ­μελ­λε να εί­ναι η “πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νη γραμ­μή του Ο­ΗΕ στην Κύ­προ”, κοι­νώς η “πρά­σι­νη γραμ­μή” της Λευ­κω­σίας, φυ­λασ­σό­με­νη α­πό τους κυα­νό­κρα­νους.
Η Λευ­κω­σία, ως α­κε­ραία πρω­τεύου­σα της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας, ε­πέ­ζη­σε μό­λις τρει­σή­μι­σι χρό­νια. Στις 30 Δε­κεμ­βρίου 1963, ο τό­τε διοι­κη­τής των βρε­τα­νι­κών δυ­νά­μεων στην Κύ­προ, στρα­τη­γός Πή­τερ Γιάν­γκ, χά­ρα­ξε με πρά­σι­νο μο­λύ­βι πά­νω στο χάρ­τη την πε­ρι­βό­η­τη “πρά­σι­νη γραμ­μή”. Κι αυ­τό, για­τί η Βρε­τα­νία α­πο­χώ­ρη­σε μεν, αλ­λά πα­ρέ­μει­νε, πά­ντα πα­ρού­σα και ε­σα­εί με­ρι­μνού­σα. Με­τά την ει­σβο­λή των τουρ­κι­κών στρα­τευ­μά­των στην Κύ­προ, το 1974, η “πρά­σι­νη γραμ­μή” ε­πε­κτά­θη­κε σε μή­κος 300 χλμ, χω­ρί­ζο­ντας ό­χι μό­νο την πό­λη σε δυο μέ­ρη αλ­λά και ο­λό­κλη­ρο το νη­σί. Γι’ αυ­τήν την άρ­τι δια­με­λι­σθεί­σα Λευ­κω­σία έ­γρα­ψε ο κύ­πριος ποιη­τής Κώ­στας Μό­ντης τους στί­χους «Όταν ε­πι­τέ­λους φθά­σης στη Λευ­κω­σία/ η Λευ­κω­σία δε θα υ­πάρ­χει πια./ Δεν την ξέ­ρουν, λέει, / δεν έ­χουν α­κού­σει, λέει.». Οι εν λό­γω στί­χοι έ­χουν ε­πι­λε­γεί ως ει­σα­γω­γι­κό μό­το στο Ανθο­λό­γιο. Εί­ναι α­πό τη συλ­λο­γή, «Γράμ­μα στη Μη­τέ­ρα κι άλ­λοι στί­χοι», που ε­ξέ­δω­σε το 1965. Το «Δεύ­τε­ρο γράμ­μα στη Μη­τέ­ρα» το ε­ξέ­δω­σε ε­πτά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Ήταν τα δί­σε­κτα χρό­νια, που δο­κι­μα­ζό­ταν η νε­ο­πα­γής Κυ­πρια­κή Δη­μο­κρα­τία. Γρά­φει ο ποιη­τής: «Μη­τέ­ρα, εί­ν’ ό­λα έ­νας φαύ­λος κύ­κλος, / μη­τέ­ρα εί­μα­στε ό­λοι έ­νας φαύ­λος κύ­κλος, / μια α­στειό­της... / Μη­τέ­ρα, εί­ν’ ό­λα προ­με­τω­πί­δες, / εί­ν’ ό­λα ζο­φώ­δεις προ­με­τω­πί­δες, / κι α­φή­στε μας ή­συ­χους.» Ο Μό­ντης πέ­θα­νε στα ε­νε­νή­ντα του, την 1η Μαρ­τίου 2004, στη Λευ­κω­σία. Πα­ρό­τι μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε, ού­τε στη γε­νέ­θλια πό­λη του, την Αμμό­χω­στο, μπό­ρε­σε να γυ­ρί­σει ού­τε τη Λευ­κω­σία χά­ρη­κε χω­ρίς την “πρά­σι­νη γραμ­μή”.
Στα πρώ­τα χρό­νια της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας εμ­φα­νί­στη­κε στη λο­γο­τε­χνία η Γε­νιά του ’60, που α­πο­κα­λεί­ται και Πρώ­τη Γε­νιά της Κυ­πρια­κής Δη­μο­κρα­τίας. Σε αυ­τήν α­νή­κει ο αν­θο­λό­γος του τό­μου, Κυ­ριά­κος Χα­ρα­λα­μπί­δης. Και αυ­τός α­πό την Αμμό­χω­στο, και αυ­τός έ­νας α­πό τους κύ­πριους ποιη­τές, που οι ελ­λα­δι­κές γραμ­μα­το­λο­γίες ε­γκολ­πώ­νο­νται. Το βι­βλίο, που φτιά­χνει για την Λευ­κω­σία, εί­ναι έ­να α­πό τα αρ­τιό­τε­ρα της σει­ράς, κα­θώς η ποιη­τι­κή ι­διό­τη­τά του συν­δυά­ζε­ται με την φι­λο­λο­γι­κή ε­πάρ­κεια. Δεν λη­σμο­νεί, στο τέ­λος, να πα­ρα­θέ­σει και σύ­ντο­μα βιο­γρα­φι­κά για τους συγ­γρα­φείς των αν­θο­λο­γού­με­νων κει­μέ­νων.
Βε­βαίως, δε­δο­μέ­νου του λο­γο­τε­χνι­κού πλού­του, που υ­πάρ­χει για την πό­λη της Λευ­κω­σίας, συ­γκε­ντρω­μέ­νου α­πό Κυ­πρίους και Ελλα­δί­τες, θα α­να­με­νό­ταν να υ­λο­ποιή­σει ε­πί λέ­ξει τον τίτ­λο της σει­ράς, «Μια πό­λη στη λο­γο­τε­χνία». Ωστό­σο, ε­κεί­νος σπεύ­δει στον πρό­λο­γό του να διευ­κρι­νί­σει ό­τι ε­ξέ­λα­βε τον εν λό­γω τίτ­λο “ως λο­γό­τυ­πο συμ­βα­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης της λο­γο­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γίας”. Δη­λα­δή, φά­νη­κε ε­λα­στι­κός και ε­ξέ­λα­βε “τη λο­γο­τε­χνία στην ευ­ρύ­τε­ρη ση­μα­σία της, ως τέ­χνη του λό­γου, ο­που­δή­πο­τε κι αν τη συ­να­ντά­με”. Και προ­σθέ­τει, “έ­να κεί­με­νο, λό­γου χά­ρη, γραμ­μέ­νο με α­φη­γη­μα­τι­κή μα­στο­ριά, δια­τη­ρεί, έ­στω κι αν δεν ε­ντάσ­σε­ται στην κα­τη­γο­ρία των γνω­στών λο­γο­τε­χνι­κών ει­δών, το πλέ­ον ου­σιώ­δες: τη χά­ρη και τη νο­στι­μιά του λό­γου”. Κα­μία α­ντίρ­ρη­ση. Ωστό­σο, χά­θη­κε μια μο­να­δι­κή ευ­και­ρία να α­να­δειχ­θεί η Λευ­κω­σία α­να­δυό­με­νη μέ­σα α­πό τη λο­γο­τε­χνία που ε­νέ­πνευ­σε.
Τα αν­θο­λο­γη­μέ­να κεί­με­να πα­ρα­τάσ­σο­νται με κα­τευ­θυ­ντή­ριο ά­ξο­να το χρό­νο, κα­τα­νε­μη­μέ­να σε ε­πτά ε­νό­τη­τες. Η πρώ­τη α­φιε­ρώ­νε­ται στο ό­νο­μα της πό­λης, την ι­στο­ρι­κή του δια­δρο­μή και τις ποι­κί­λες εκ­δο­χές του πριν κα­τα­λή­ξει ο­ρι­στι­κά στον ση­με­ρι­νό, λό­γιο τύ­πο, Λευ­κω­σία. «Λή­δρα, Λευ­κού­σα, Λευ­κό­θε­ον (η πό­λη των Λευ­κών Θεών) και Καλ­λι­νί­κι­σις (ε­πει­δή η θέα ή­ταν κα­λή) με ό­ποιο ό­νο­μα κι αν εμ­φα­νί­ζε­ται η Λευ­κω­σία... ε­ξα­κο­λου­θεί πά­ντα να υ­πάρ­χει και να δια­τη­ρεί την ε­πι­κρά­τειά της με­τα­ξύ των δυο βου­νών, στην εύ­φο­ρη γη της Με­σα­ο­ρίας...», γρά­φει η αρ­χαιο­λό­γος Άννα Μα­ρα­γκού. Και η ποιή­τρια Νά­σα Πα­τα­πίου σι­γο­ντά­ρει: «Τη Λευ­κο­θέα εν­νοώ / τη Φω­το­λά­μπου­σα...» Διορ­θω­τι­κά πα­ρεμ­βαί­νει ο γλωσ­σο­λό­γος Κυ­ριά­κος Χατ­ζηιωάν­νου, προσ­διο­ρί­ζο­ντας ό­τι ο μαρ­τυ­ρη­μέ­νος τύ­πος εί­ναι Λή­δρος και ό­χι Λή­δρα. Και ό­μως, αυ­τός ο α­νύ­παρ­κτος τύ­πος πα­ρα­δό­ξως ε­πι­κρά­τη­σε και η με­γά­λη ο­δός, που δια­σχί­ζει τη μέ­σα στα τεί­χη πό­λη, τέ­μνο­ντας κα­θέ­τως την “πρά­σι­νη γραμ­μή”, λέ­γε­ται ο­δός Λή­δρας. Όσο για τον τύ­πο Λευ­κου­σία, α­πα­ντά για πρώ­τη φο­ρά στον «Συ­νέκ­δη­μον» του Ιε­ρο­κλέ­ους, το πε­ριώ­νυ­μο έρ­γο πο­λι­τι­κής γεω­γρα­φίας του Βυ­ζα­ντίου.
Πρω­τεύου­σα της Κύ­πρου γί­νε­ται η Λευ­κω­σία προς τα τέ­λη της βυ­ζα­ντι­νής πε­ριό­δου, τον δέ­κα­το αιώ­να. Γι’ αυ­τό και δεν υ­πάρ­χει ι­διαί­τε­ρη ε­νό­τη­τα για τη σύ­ντο­μη βυ­ζα­ντι­νή πε­ρίο­δο της πό­λης. Η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Στίγ­μα­τα ι­στο­ρίας» και δεί­χνει ως προ­α­νά­κρου­σμα στις ε­νό­τη­τες που α­κο­λου­θούν για τις τέσ­σε­ρις ι­στο­ρι­κές πε­ριό­δους της πό­λης: τους κο­ντά τρεις αιώ­νες Φρα­γκο­κρα­τίας, τα 82 χρό­νια Ενε­το­κρα­τίας, τους λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τρεις αιώ­νες Τουρ­κο­κρα­τίας και τα συ­μπτω­μα­τι­κά και πά­λι 82 έ­τη Αγγλο­κρα­τίας.
Αυ­τή η δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα ξε­κι­νά με τον Άγιο Τρι­φύλ­λιο, Επί­σκο­πο Λε­δρών, έ­ναν α­πό τους πρώ­τους Αγίους του νη­σιού, που, μα­ζί με τους Αγίους Σπυ­ρί­δω­να και Επι­φά­νιο, συ­νέ­χι­σε το έρ­γο του Από­στο­λου Βαρ­νά­βα. Ενώ, κλεί­νει με τον πρό­σφα­το Άγιο Φι­λού­με­νο και το μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος του στο Φρέ­αρ του Ια­κώ­β, α­πό φα­να­τι­κούς Εβραίους, στις 29 Νο­εμ­βρίου 1979. Ενδια­μέ­σως, α­νι­στο­ρεί­ται το μαρ­τύ­ριο των δε­κα­τριών μο­να­χών της Κα­ντά­ρας α­πό τους Λα­τί­νους και η σφα­γή των κα­τοί­κων της Λευ­κω­σίας α­πό τους Ναΐτες ιπ­πό­τες. Η σκη­νή αυ­τής της τε­λευ­ταίας α­γριό­τη­τας αν­τλεί­ται α­πό το έρ­γο «Κύ­προς δού­λη» του Ιωάν­νη Κα­ρα­γεωρ­γιά­δη, έ­να α­πό τα πρώ­τα του κυ­πρια­κού θεά­τρου. Αυ­τή η ε­νό­τη­τα κλεί­νει και η ε­πό­με­νη της Φρα­γκο­κρα­τίας α­νοί­γει με α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το ση­μα­ντι­κό έρ­γο της πα­λαιό­τε­ρης πε­ζο­γρα­φίας μας, το Χρο­νι­κό του Λεό­ντιου Μα­χαι­ρά.
Την ει­κό­να της Φρα­γκο­κρα­τίας ο αν­θο­λό­γος την συν­θέ­τει με ε­κλε­κτές λο­γο­τε­χνι­κές ψη­φί­δες α­πό τους Δά­ντη, Βοκ­κά­κιο και Ντ’ Αννού­τσιο, που συν­δυά­ζο­νται με τον χρο­νι­κο­γρά­φο Γεώρ­γιο Βου­στρώ­νιο, τον Μό­ντη και άλ­λους πα­λαιό­τε­ρους και σύγ­χρο­νους. Ανά­με­σα σε αυ­τούς βρί­σκει θέ­ση και ο Σε­φέ­ρης, του ο­ποίου την πα­ρου­σία έ­νας Ελλα­δί­της θα α­νέ­με­νε με­γα­λύ­τε­ρη. Όμως, το εν­δια­φέ­ρον του αν­θο­λο­γίου, που κα­τάρ­τι­σε ο Χα­ρα­λα­μπί­δης, α­πορ­ρέει, εν πολ­λοίς, α­πό το ά­νοιγ­μά του σε λι­γό­τε­ρο ή και κα­θό­λου γνω­στά κεί­με­να. Πά­ντως, α­πό τον Σε­φέ­ρη έ­χου­με α­κέ­ραιο το ποίη­μα «Ο δαί­μων της πορ­νείας». Ού­τε, ό­μως, μια α­ρά­δα α­πό τις πολ­λές κυ­πρια­κές σε­λί­δες των σε­φε­ρι­κών η­με­ρο­λο­γίων.
Στο σύ­ντο­μο κε­φά­λαιο της Ενε­το­κρα­τίας αν­θο­λο­γού­νται και κεί­με­να πε­ριη­γη­τών. Σύ­ντο­μο και το ε­πό­με­νο κε­φά­λαιο της Τουρ­κο­κρα­τίας, πα­ρά την μα­κριά διάρ­κεια αυ­τής της πε­ριό­δου. Εδώ συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται έ­να κυ­πρια­κό δη­μώ­δες ά­σμα και ποίη­μα, στην κυ­πρια­κή διά­λε­κτο, του ση­μα­ντι­κό­τε­ρου κύ­πριου ποιη­τή του 19ου αιώ­να, Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη. Την με­ρί­δα του λέ­ο­ντος στην αν­θο­λό­γη­ση την έ­χει η Αγγλο­κρα­τία με λι­γο­στούς Κύ­πριους αλ­λά πολ­λούς Βρε­τα­νούς και λοι­πούς ξέ­νους. Ορι­σμέ­να κεί­με­να σκια­γρα­φούν εν­δια­φέ­ρου­σες ό­ψεις της πό­λης και των κα­τοί­κων της, ό­πως, λ.χ., «Το Γυ­ναι­κο­πά­ζα­ρο» του Αρχι­δού­κα της Αυ­στρίας Λου­δο­βί­κου Σαλ­βα­τό­ρε ή το κεί­με­νο του άγ­γλου α­ξιω­μα­τού­χου Χέπ­γουωρθ Ντί­ξον για τους “Λευ­κω­σιά­τες”. Συ­γκρα­τού­με α­πό­σπα­σμα α­πό το ποίη­μα «Ξέ­σπα­σμα» του λευ­κω­σιά­τη συγ­γρα­φέα Κύ­πρου Χρυ­σάν­θη, εκ­δό­τη, με­τα­ξύ άλ­λων, και του μα­κρό­βιου πε­ριο­δι­κού «Πνευ­μα­τι­κή Κύ­προς». Από την ε­νό­τη­τα της Αγγλο­κρα­τίας δεν θα μπο­ρού­σε να λεί­πει α­πό­σπα­σμα α­πό το βι­βλίο του Λώ­ρε­νς Ντάρ­ρελ «Πι­κρο­λέ­μο­να». Ωστό­σο, πα­ρα­τί­θε­ται κα­τα­πώς πρέ­πει, συ­νο­δευό­με­νο α­πό πε­ζό του Μό­ντη, α­πό τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του, «Κλει­στές πόρ­τες», που γρά­φτη­κε ως α­πά­ντη­ση στην νταρ­ρε­λι­κή ι­τα­μό­τη­τα. Και α­κο­λου­θεί η “α­πά­ντη­ση” του Ρό­δη Ρού­φου, που χρο­νι­κά εί­χε προ­η­γη­θεί, δια­τυ­πω­μέ­νη με σφο­δρό­τη­τα στο μυ­θι­στό­ρη­μά του για τον κυ­πρια­κό α­γώ­να, «Η Χάλ­κι­νη Επο­χή». Επί­σης, δη­μο­σιεύε­ται το άρ­θρο, που ο Αλ­-­μπέρ Κα­μύ α­πηύ­θυ­νε στη βα­σί­λισ­σα της Αγγλίας, με­τά την κα­τα­δί­κη σε θά­να­το του Μι­χα­λά­κη Κα­ρα­ο­λή α­πό το αγ­γλι­κό α­ποι­κια­κό δι­κα­στή­ριο της Λευ­κω­σίας, στις 28 Οκτω­βρίου 1955. Η ε­νό­τη­τα κλεί­νει με κεί­με­να για τη ζω­γρα­φι­κή του Γεωρ­γίου Πολ. Γεωρ­γίου. Πα­ρα­δό­ξως, ό­μως, δε δη­μο­σιεύε­ται ο μνη­μο­νευό­με­νος πί­να­κας, «Τα Φυ­λα­κι­σμέ­να Μνή­μα­τα». “Το θέ­μα του πί­να­κα εί­ναι η κρυ­φή, νυ­χτε­ρι­νή τα­φή δέ­κα αν­δρών της Ε­Ο­ΚΑ στον πε­ρί­βο­λο των κε­ντρι­κών φυ­λα­κών.”
Η τε­λευ­ταία ε­νό­τη­τα α­φιε­ρώ­νε­ται στη νεό­τε­ρη Λευ­κω­σία. Εδώ, έρ­χο­νται στο προ­σκή­νιο και οι νεό­τε­ροι κύ­πριοι ποιη­τές. Ο λυ­ρι­κός Θε­ο­δό­σης Πιε­ρί­δης, ο Μό­ντης, ο ο­λι­γο­γρά­φος Πα­ντε­λής Μη­χα­νι­κός με το ε­ντυ­πω­σια­κής σύλ­λη­ψης ποίη­μά του, «Άγιος Ιλα­ρίων», ο Θε­ο­κλής Κου­γιά­λης, ο Μι­χά­λης Πα­σιαρ­δής, με το πι­κρών τό­νων «Οδός Λή­δρας» («Πα­λιέ μου πυ­ρο­βο­λη­τή / στην ο­δό / Λή­δρας / που ’τρε­χες να προ­φτά­ξεις / τι;»), η Ντί­να Κα­τσού­ρη, ο Γιώρ­γος Μο­λέ­σκης, η Νί­κη Μα­ρα­γκού και ο νεό­τε­ρος της ο­μά­δας Μι­χά­λης Πιε­ρής, που μό­λις πρό­σφα­τα συ­γκέ­ντρω­σε την ποιη­τι­κή σο­δειά μιας τρια­κο­ντα­ε­τίας («Με­τα­μορ­φώ­σεις Πό­λεων. Ποιή­μα­τα 1978-2009» στον α­θη­ναϊκό εκ­δο­τι­κό οί­κο «Ίκα­ρος»).
Δί­πλα στους ποιη­τές στοι­χί­ζο­νται κύ­πριοι πε­ζο­γρά­φοι, ι­στο­ρι­κοί και δη­μο­σιο­γρά­φοι. Συ­γκρα­τού­με το σύ­ντο­μο πε­ζό του Γιώρ­γου Φ. Πιε­ρί­δη α­πό το βι­βλίο του «Ο και­ρός της δο­κι­μα­σίας» και το πρό­σφα­το πε­ζό του Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου, γε­μά­το θλί­ψη για την πα­λιά Λευ­κω­σία, που τη μνή­μη της τη σα­ρώ­νουν ο χρό­νος και ο ε­φη­συ­χα­σμός. Επί­σης, αν­θο­λο­γού­νται τα­ξι­διω­τι­κά κεί­με­να Ελλα­δι­τών, ό­πως ο Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος και ο Στρά­της Μυ­ρι­βή­λης. Αλλά και πε­ζό του Χρι­στό­φο­ρου Μη­λιώ­νη, που χρω­στά­ει στην εκ­παι­δευ­τι­κή θη­τεία του στη Με­γα­λό­νη­σο έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα βι­βλία του, «Το που­κά­μι­σο του Κέ­νταυ­ρου». Δη­μο­σιεύο­νται και κεί­με­να των κύ­πριων ζω­γρά­φων, Αδα­μά­ντιου Δια­μα­ντή και Τη­λέ­μα­χου Κάν­θου. Ευ­τυ­χώς, δεν λη­σμο­νή­θη­κε ο γάλ­λος ε­ρα­στής της Κύ­πρου και ι­διαί­τε­ρα της Λευ­κω­σίας, Ζακ Λα­κα­ριέρ. Κα­τά τα άλ­λα, δι­καιω­μα­τι­κά τον πρώ­το και τον τε­λευ­ταίο λό­γο κρα­τά­ει ο αν­θο­λό­γος. Εν αρ­χή, το πε­ζό του, «Στης Χώ­ρας τα κα­ντού­νια», που εί­χε εκ­φω­νη­θεί στην Πύ­λη Αμμο­χώ­στου της Λευ­κω­σίας, το 1985. Και ως κα­τα­κλεί­δα, το ποίη­μα «Ιστο­ρία με ά­λο­γο» α­πό τη συλ­λο­γή του «Με­θι­στο­ρία» του 1995, που εί­χε τι­μη­θεί με Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποίη­σης α­πό τους α­θη­ναίους ει­δή­μο­νες. Στον πρό­λο­γό του, ο αν­θο­λό­γος το­νί­ζει πως δεν ε­πι­χεί­ρη­σε να α­πο­δώ­σει το ά­παν της ει­κό­νας της Λευ­κω­σίας, πα­ρά μό­νο να προ­σθέ­σει το δι­κό του α­πο­ρη­μέ­νο βλέμ­μα, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας γραμ­μα­το­λο­γι­κούς σχο­λα­στι­κι­σμούς. Μέ­σα α­πό αυ­τήν την ο­πτι­κή, έ­φτια­ξε έ­να α­ξια­νά­γνω­στο αν­θο­λό­γη­μα. Πραγ­μα­τι­κή προ­σφο­ρά για τον ση­με­ρι­νό Ελλα­δί­τη, που πά­σχει α­πό προϊού­σα α­μνη­σία.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Φωτο: Κοντά στην “πράσινη γραμμή”.

Η εκπλήττουσα περίπτωση του Ανδρέα Κάλβου

«Επτα­νη­σια­κά Φύλ­λα»
Τό­μος ΚΘ, 3-4
Φθι­νό­πω­ρο-Χει­μώ­νας 2009
Ζά­κυν­θος

Το τεύ­χος, με ε­ξαί­ρε­ση τρία κεί­με­να, εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Ανδρέα Κάλ­βο, με τη συ­μπλή­ρω­ση 140 ε­τών α­πό το θά­να­τό του, στις 3 Νο­εμ­βρίου 1869, στο Λά­ουθ της Αγγλίας, σε η­λι­κία 77 ε­τών. Το α­φιέ­ρω­μα ε­πι­με­λή­θη­κε ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού Διο­νύ­σης Σέρ­ρας. Ένα πρώ­το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού στον ποιη­τή εί­χε δη­μο­σιευ­τεί στο ό­γδοο τεύ­χος, Αύ­γου­στο 1947, σε ε­πι­μέ­λεια του ι­δρυ­τή και μα­κρό­βιου εκ­δό­τη του Ντί­νου Κο­νό­μου. Σύμ­φω­να με την βι­βλιο­γρα­φία Ανδρέα Κάλ­βου του Γιώρ­γου Ανδρειω­μέ­νου, ε­κεί­νο ή­ταν το τρί­το α­φιέ­ρω­μα πε­ριο­δι­κού, με­τά το πρώ­το του πε­ριο­δι­κού «Πα­να­θή­ναια», το 1906, και το δεύ­τε­ρο, στη χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη «Νέα Εστία» του 1946.
Σε άρ­θρο του, στο πα­ρόν α­φιέ­ρω­μα, ο Ανδρειω­μέ­νος α­να­κοι­νώ­νει ό­τι ε­τοι­μά­ζει μια η­λεκ­τρο­νι­κή έκ­δο­ση των ευ­ρι­σκο­μέ­νων του Κάλ­βου ως προάγ­γε­λο έ­ντυ­πης μορ­φής. Θυ­μί­ζει αυ­τά που έ­γρα­φε ο Σε­φέ­ρης στον πρό­λο­γό του για την α­λε­ξαν­δρι­νή έκ­δο­ση των Ωδών, το 1942: «...Φυ­σι­κά ε­κεί­νο που μας εν­δια­φέ­ρει πριν α­π’ ό­λα εί­ναι οι Ωδές. Αλλά ο Κάλ­βος έ­γρα­ψε και γράμ­μα­τα και έρ­γα στα ι­τα­λι­κά, και άρ­θρα στις ε­φη­με­ρί­δες της Κέρ­κυ­ρας, ί­σως και αλ­λού. Όλα αυ­τά πρέ­πει να μα­ζευ­τούν, να τα­χτο­ποιη­θούν και να τυ­πω­θούν σ’ έ­να σώ­μα. Τα ελ­λη­νι­κά με την ορ­θο­γρα­φία και τη στί­ξη του Κάλ­βου· τα ξε­νό­γλωσ­σα στο πρω­τό­τυ­πο με ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση, ό­σο γί­νε­ται πιο πι­στή και κυ­ρίως, ό­χι ποιη­τι­κή. Εκεί­νο που εν­δια­φέ­ρει εί­ναι να έ­χου­με τον Κάλ­βο ό­σο το δυ­να­τό πιο α­τό­φιο και χω­ρίς την πα­ρεμ­βο­λή της ι­διο­συ­γκρα­σίας τρί­των. Ύστε­ρα α­πό μια τέ­τοια ερ­γα­σία, αν υ­πάρ­χουν ση­μα­ντι­κά ξε­νό­γλωσ­σα ποιή­μα­τα, θα προ­σφέ­ρει βέ­βαια υ­πη­ρε­σία ο ποιη­τής που θα τους δώ­σει μια ελ­λη­νι­κή φω­νή. Αλλά η δου­λειά που δεν δέ­χε­ται α­να­βο­λή εί­ναι η πρώ­τη και θα πρέ­πει να γί­νει κά­πο­τε, το τα­χύ­τε­ρο...» Κά­πο­τε, ί­σως γί­νει. Όσο για το τα­χύ­τε­ρο, έ­χουν ή­δη πε­ρά­σει 68 χρό­νια α­πό το 1942, που α­ντι­στοι­χεί σε δυο α­κέ­ραιες γε­νιές φι­λο­λό­γων. Στο πα­ρόν α­φιέ­ρω­μα, τα βι­βλιο­γρα­φι­κά του Κάλ­βου συ­μπλη­ρώ­νει ο Σέρ­ρας. Σε έ­να ε­κτε­νές κεί­με­νο κα­τα­γρά­φει ό­σους, με έ­δρα την Ζά­κυν­θο, έ­γρα­ψαν για τον Κάλ­βο. Τους Ζα­κυν­θίους αλ­λά και ε­κεί­νους που έ­ζη­σαν και ερ­γά­στη­καν στο νη­σί. Επί­σης, α­πο­δελ­τιώ­νει ό­σα ποι­κί­λης μορ­φής και ση­μα­σίας γε­γο­νό­τα έ­λα­βαν χώ­ρα προς α­πό­δο­ση τι­μής στην πνευ­μα­τι­κή του κλη­ρο­νο­μιά. Με­τα­ξύ των άλ­λων, πα­ρα­θέ­τει κα­τά­λο­γο ζα­κυν­θι­νών ε­ντύ­πων, στα ο­ποία ε­ντο­πί­ζο­νται καλ­βι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα.
Το τεύ­χος α­νοί­γει με τα “νέα στοι­χεία”, που βρέ­θη­καν για τον Κάλ­βο. Κα­τ’ αρ­χήν, ο Λεύ­κιος Ζα­φει­ρίου πα­ρου­σιά­ζει τα βιο­γρα­φι­κά της Susan Fortune Ridout, που υ­πήρ­ξε μα­θή­τρια στα ι­τα­λι­κά του ποιη­τή κα­τά την πρώ­τη δια­μο­νή του στο Λον­δί­νο, α­πό τον Φε­βρουά­ριο του 1817 μέ­χρι το κα­λο­καί­ρι του 1820. Μα­θή­τρια, αρ­χι­κά, στη συ­νέ­χεια, ό­μως, με­τά το χω­ρι­σμό α­πό την πρώ­τη του σύ­ζυ­γο, α­γα­πη­μέ­νη και για μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα, αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά. Κό­ρη ε­μπό­ρου η Ρι­ντού, ή­ταν έ­να χρό­νο νεό­τε­ρή του, τον ε­ρω­τεύ­θη­κε πρώ­τη, ε­κεί­νος α­ντα­πέ­δω­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση, ω­στό­σο ή­ταν ε­κεί­νη, που διέ­λυ­σε τον αρ­ρα­βώ­να τους. Ακρι­βέ­στε­ρα, ο πα­τέ­ρας της, που δεν ε­νέ­κρι­νε το γά­μο, σταθ­μί­ζο­ντας τον υ­πο­ψή­φιο με οι­κο­νο­μι­κά κρι­τή­ρια. Η Ρι­ντού, πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, πα­ντρεύ­τη­κε. Διε­τέ­λε­σε διευ­θύ­ντρια παρ­θε­να­γω­γείου και πέ­θα­νε το 1857.
Στη συ­νέ­χεια, ο Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός και ο Κώ­στας Καρ­δά­μης ο­ρι­στι­κο­ποιούν την η­με­ρο­μη­νία ά­φι­ξης του Κάλ­βου στην Κέρ­κυ­ρα, στις 26 Αυ­γού­στου 1826. Ο Κάλ­βος ερ­χό­ταν α­πό το Ναύ­πλιο. Την ί­δια η­μέ­ρα α­φίχ­θη­σαν στην Κέρ­κυ­ρα, ερ­χό­με­νοι ε­πί­σης α­πό το Ναύ­πλιο, τρία α­δέλ­φια α­πό το Αί­γιο, ο­νό­μα­τι Μεσ­ση­νέ­ζη. Οι δύο ε­ρευ­νη­τές ει­κά­ζουν ό­τι μπο­ρεί να συ­νο­δεύο­νταν α­πό τον Κάλ­βο και ελ­πί­ζουν μέ­σω αυ­τών να βρε­θούν στοι­χεία για τις σχέ­σεις του ποιη­τή με την Επα­νά­στα­ση. Τέ­λος, ο­ρί­ζουν έ­να terminus ante quem για το έ­τος του θα­νά­του του πα­τρός Κάλ­βου. Ο Ιωάν­νης Κάλ­βος θα πρέ­πει να πέ­θα­νε στο διά­στη­μα με­τα­ξύ της ά­νοι­ξης του 1820 και του κα­λο­και­ριού του 1826. Κα­τά τα άλ­λα, η οι­κο­γέ­νεια του Κάλ­βου, α­πό την πλευ­ρά του κερ­κυ­ραίου πα­τέ­ρα του, έ­χει αρ­κού­ντως διε­ρευ­νη­θεί. Μέ­χρι το γε­νε­α­λο­γι­κό δέ­ντρο των Κάλ­βων έ­χει συ­ντά­ξει ο Ζα­φει­ρίου. Σε α­ντί­θε­ση με τα λι­γο­στά στοι­χεία, που έ­χουν συ­γκε­ντρω­θεί για την ζα­κυν­θι­νή οι­κο­γέ­νεια της μη­τέ­ρας του, της Ανδρια­νής Ρου­κά­νη. Στο κεί­με­νό του, ο Διο­νύ­σης Φλε­μο­τό­μος πα­ρου­σιά­ζει στοι­χεία για ό­σους Ρου­κά­νη­δες έ­χουν ε­ντο­πι­στεί σε ι­διω­τι­κά και εκ­κλη­σια­στι­κά αρ­χεία. Η οι­κο­γέ­νεια Ρου­κά­νη εί­ναι μια α­πό τις πρώ­τες του Libro d’ Oro. Σύμ­φω­να με τον Λεω­νί­δα Ζώη, α­να­γρά­φε­ται το 1504. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας ή­ταν συμ­βο­λαιο­γρά­φοι, ε­νώ υ­πάρ­χουν και κά­ποιοι κλη­ρι­κοί. Συμ­βο­λαιο­γρά­φος ή­ταν και ο παπ­πούς του ποιη­τή, Νι­κό­λα­ος. Για­γιά του ή­ταν η Φιο­ρού­λα Δε Ρώσ­ση.
Για την μη­τέ­ρα του Κάλ­βου δη­μο­σιεύε­ται στο α­φιέ­ρω­μα έ­να α­κό­μη εν­δια­φέ­ρον κεί­με­νο. Πρό­κει­ται για την η­μι­τε­λή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία, που συ­νέ­τα­ξε γι’ αυ­τήν ο Κ. Πορ­φύ­ρης γύ­ρω στα 1960. Ο Σέρ­ρας, που την προ­λο­γί­ζει, ει­κά­ζει ό­τι ο Πορ­φύ­ρης, α­πό έ­να ση­μείο και ύ­στε­ρα, συ­νει­δη­το­ποίη­σε πως δεν διέ­θε­τε αρ­κε­τά στοι­χεία και ε­γκα­τέ­λει­ψε τη συγ­γρα­φή της. Αντ’ αυ­τής έ­γρα­ψε την μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία του ί­διου του ποιη­τή, «Ανδρέ­ας Κάλ­βος ο Αγέ­λα­στος», που εκ­δό­θη­κε το 1962. Το α­δη­μο­σίευ­το χει­ρό­γρα­φο τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Αντρια­νού­λα, η τρα­γι­κή μη­τέ­ρα του ποιη­τή Ανδρέα Κάλ­βου». Ήταν 21 ε­τών η Ανδρια­νή, ό­ταν πρω­το­α­ντί­κρυ­σε τον μέλ­λο­ντα σύ­ζυ­γό της: «... Μια μέ­ρα, κα­θώς η Αντρια­νού­λα πα­ρα­κο­λου­θού­σε πί­σω α­πό τις τζε­λουτ­ζίες την κί­νη­ση της ρού­γας, εί­δε να περ­νά­ει κα­μα­ρω­τά έ­νας “σοτ­το­τε­νέ­ντες”, αν­θυ­πο­λο­χα­γός δη­λα­δή στο βε­νε­τσιά­νι­κο στρα­τό. Εκεί­νη την ε­πο­χή, βρι­σκό­μα­στε γύ­ρω στα 1790, τη Ζά­κυν­θο την εί­χαν οι Βε­νε­τσιά­νοι...» Η συ­νέ­χεια ή­ταν μια σε­ρε­νά­δα του με­θυ­σμέ­νου αν­θυ­πο­λο­χα­γού κά­τω α­πό το πα­ρα­θύ­ρι της. Η Αντρια­νού­λα πί­σω α­πό τις τζε­λουτ­ζίες, κό­ντε­ψε να λι­πο­θυ­μή­σει α­πό τη συ­γκί­νη­σή της. Όμως, ο πα­τήρ Ρου­κά­νης το θεώ­ρη­σε προ­σβο­λή και ή­θε­λε να του σπά­σει τα παΐδια. Ού­τε να α­κού­σει για προ­ξε­νιό με έ­ναν μερ­σε­νά­ρο. Τε­λι­κά, ό­μως, ε­νέ­δω­σε να πά­ρει η κό­ρη του τον Τζαν­νέ­το Κάλ­μπο, α­πό τους Κορ­φούς. Κα­λο­καί­ρι 1791 πα­ντρεύ­τη­καν. Το 1815, στα 45 της, πέ­θα­νε η Αντρια­νού­λα. Κα­θώς ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νε­ται έ­νας αιώ­νας α­πό τη γέν­νη­ση του Κ. Πορ­φύ­ρη, αυ­τή η η­μι­τε­λής βιο­γρα­φία, με τις μυ­θο­πλα­στι­κές της ε­λευ­θε­ρίες, δεί­χνει μια άλ­λη πλευ­ρά του σο­βα­ρού με­λε­τη­τή της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης».
Στο α­φιέ­ρω­μα, δη­μο­σιεύο­νται με­λε­τή­μα­τα για το έρ­γο του Κάλ­βου και για τον ί­διο. Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το κεί­με­νο της Αθη­νάς Γεωρ­γα­ντά, που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην “εκ­πλήτ­του­σα πα­ρέν­θε­ση των Ωδώ­ν”. Δη­λα­δή, την πα­ρεμ­βο­λή σε πέ­ντε στί­χους των Ωδών μιας συ­ντα­κτι­κής ε­νό­τη­τας ε­ντός πα­ρεν­θέ­σεως, που υ­πο­γραμ­μί­ζε­ται με τον δια­σκε­λι­σμό του στί­χου. Το εν λό­γω υ­περ­βα­τό σχή­μα έ­χει α­πο­δο­θεί σε ε­πιρ­ροή της ι­τα­λι­κής ποίη­σης. Η με­λε­τή­τρια, ό­μως, θεω­ρεί ό­τι το πρό­τυ­πο για τη χρή­ση του σχή­μα­τος α­πό τον Κάλ­βο πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θεί στον αγ­γλι­κό ρο­μα­ντι­σμό. Συγ­γέ­νειες των Ωδών με την ποίη­ση της η­γε­μο­νι­κής τριά­δας του αγ­γλι­κού ρο­μα­ντι­σμού, Μπάυ­ρο­ν-Σέλ­λεϋ-Κη­τς, δεί­χνει και ο Πα­να­γής Αλι­πρά­ντης. Η μα­κρό­χρο­νη σιω­πή του Κάλ­βου α­πα­σχο­λεί την Αθη­νά Βα­χλιώ­τη, ε­νώ ο π. Γεώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός προ­σεγ­γί­ζει την θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα του ποιη­τή.
Εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νο και γλα­φυ­ρό εί­ναι το τα­ξι­διω­τι­κό του Σα­ρά­ντη Αντίο­χου α­πό μια ε­πί­σκε­ψη στο Λά­ουθ της Αγγλίας. Κα­τά τα άλ­λα, α­στεί­ρευ­τη πη­γή έ­μπνευ­σης πα­ρα­μέ­νει ο Κάλ­βος, ό­πως δεί­χνουν τα ποιή­μα­τα των Γιώρ­γου Γεωρ­γού­ση, Λού­λας Βάλ­βη-Μυ­λω­νά, π. Πα­να­γιώ­τη Κα­πο­δί­στρια και Σέρ­ρα, αλ­λά και η ε­πι­στο­λή προς Κάλ­βο που συ­ντάσ­σει ο Νι­κίας Λού­ντζης. Στον Σπυ­ρί­δω­να Δε Βιά­ζη α­να­φέ­ρε­ται ο Διο­νύ­σης Μου­σμού­της, το­νί­ζο­ντας ό­τι ε­κεί­νος πρώ­τος έ­βγα­λε α­πό την α­φά­νεια τον Κάλ­βο. Ανε­ξάρ­τη­τα αν πολ­λοί α­πο­δί­δουν τα πρω­τεία στον Κω­στή Πα­λα­μά και τη διά­λε­ξή του στον Φι­λο­λο­γι­κό Σύλ­λο­γο Παρ­νασ­σός, στις 16 Μαρ­τίου 1889. Λη­σμο­νούν, ό­μως, ό­τι ε­κεί­νη η διά­λε­ξη εί­χε εν μέ­ρει στη­ρι­χτεί σε δυο δη­μο­σιεύ­μα­τα του Δε Βιά­ζη. Ο κερ­κυ­ραίος λό­γιος πρω­το­διά­βα­σε τη «Λύ­ρα» στα δε­κα­πέ­ντε του και εν­θου­σιά­στη­κε. Το 1881, που δη­μο­σίευ­σε τα ποιή­μα­τα του Κάλ­βου, οι ε­πτα­νή­σιοι λό­γιοι κρά­τη­σαν στά­ση ε­πι­φυ­λα­κτι­κή.
Στο τεύ­χος, δη­μο­σιεύε­ται και μια ε­πι­στο­λή του Λεω­νί­δα Ζώη προς τον κα­τά πε­νή­ντα χρό­νια νεό­τε­ρό του Πέ­τρο Μαρ­κά­κη, με η­με­ρο­μη­νία 17 Μαΐου 1950. Ο Μαρ­κά­κης του εί­χε στεί­λει το με­λέ­τη­μά του, «Η φυ­σιο­λα­τρεία στον Ανδρέα Κάλ­βο. Ψυ­χο­γρα­φι­κή σκια­γρα­φία. Ομι­λία», με προ­λε­γό­με­να του λυ­ρι­κού ποιη­τή Γιώρ­γου Στα­μπο­λή, που μό­λις εί­χε εκ­δώ­σει. Στο ξε­κί­νη­μα της ε­πι­στο­λής, ο Ζώης πα­ρα­τη­ρεί: «... Την προ­σω­πι­κή μορ­φή του Κάλ­βου δυ­στυ­χώς δεν την έ­χου­με. Ήταν κι αυ­τή μια α­πό τις πολ­λές του ι­διο­τρο­πίες. Το έρ­γο σας ό­μως μας τον ζω­γρα­φί­ζει...» Στην ει­κα­ζο­μέ­νη μορ­φή του ποιη­τή α­να­φέ­ρο­νται δυο άλ­λα κεί­με­να του α­φιε­ρώ­μα­τος. Το πρώ­το εί­ναι μια ε­πι­στο­λή του Γιάν­νη Πο­μό­νη-Τζα­γκλα­ρά, με η­με­ρο­μη­νια 12 Μαΐου 1992, προς τον Διο­νύ­σιο Βί­τσο, εκ­δό­τη τό­τε του πε­ριο­δι­κού «Πε­ρί­πλους». Λί­γο πριν τους σει­σμούς του 1953, ο Πο­μό­νης α­να­ζη­τού­σε κά­ποιο ο­ποιο­δή­πο­τε α­πεί­κα­σμα του Κάλ­βου, προ­σω­πο­γρα­φία ή φω­το­γρα­φία. Τό­τε έ­τυ­χε να συ­να­ντή­σει στον Πλα­τύ­φο­ρο τον δά­σκα­λο και φί­λο του, ζω­γρά­φο Χρή­στο Ρου­σέα, που τον πα­ρέ­συ­ρε στο ερ­γα­στή­ρι του. «...Πά­νω στο κα­βα­λέ­το φι­γου­ρά­ρι­ζε η προ­σω­πο­γρα­φία ε­νός α­γνώ­στου με­σή­λι­κα. Πλού­σια α­νά­κα­τη κό­μη, βλέμ­μα πυ­ρε­τι­κό, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έ­ντο­να και πο­λύ εκ­φρα­στι­κά. Έμει­να για λί­γο εκ­στα­τι­κός. Προ­σπα­θού­σα να ταυ­τί­σω το πορ­τρέ­το με πρό­σω­πο συ­γκε­κρι­μέ­νο. Ποιόν α­λή­θεια εί­χε φα­ντα­στεί ο Ρου­σέ­ας. Έδει­χνε δια­νο­η­τής. Δυ­τι­κός, του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να. Στο ε­ρω­τη­μα­τι­κό βλέμ­μα μου, ο Ρου­σέ­ας μου εί­πε α­πλά: “Ο Κάλ­βος. Έτσι τον ο­νει­ρεύ­τη­κα”...»
Το δεύ­τε­ρο κεί­με­νο εί­ναι του Νί­κου Κουρ­κου­μέ­λη. Το 1927, ο Μα­ρί­νος Σι­γού­ρος, στον πρό­λο­γό του για τα Άπα­ντα Κάλ­βου, δια­πι­στώ­νει: «... ού­τε μια προ­το­μή μπο­ρού­με να του στή­σου­με στη Ζά­κυν­θο, για­τί δεν ξέ­ρου­με τη μορ­φή του. Ο πα­ρά­ξε­νος και μο­να­χι­κός αυ­τός άν­θρω­πος δεν μας ά­φη­σε κα­μία φω­το­γρα­φία...». Ο Κουρ­κου­μέ­λης, ό­μως, θυ­μί­ζει, ό­τι υ­πάρ­χουν α­κρι­βή στοι­χεία για την εμ­φά­νι­σή του, τα ο­ποία και συ­νο­ψί­ζει. Ενώ, πα­ρα­κι­νεί να χρη­σι­μο­ποιη­θεί η σκε­λε­τι­κή αν­θρω­πο­λο­γία και η ια­τρο­δι­κα­στι­κή για την α­νά­πλα­ση του προ­σώ­που.
Μια τό­σο ε­κτε­νής πε­ρι­γρα­φή ε­νός α­φιε­ρω­μα­τι­κού τεύ­χους, πι­θα­νώς, να δεί­χνει υ­περ­βο­λι­κή. Αλλά έ­νας ε­ρα­σι­τέ­χνης στην καλ­βι­κή εν­δο­χώ­ρα α­δυ­να­τεί να προ­σφέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρα. Ύστε­ρα, ο λό­γος γύ­ρω α­πό έ­να έρ­γο α­νοί­γει την ό­ρε­ξη σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό να γνω­ρί­σει και το ί­διο το έρ­γο. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο, το α­φιέ­ρω­μα των «Επτα­νη­σια­κών Φύλ­λων» μπο­ρεί να ε­τοι­μά­σει α­γο­ρα­στές - ί­σως και α­να­γνώ­στες - των Απά­ντων του Κάλ­βου, εκ­δο­θέ­ντων και κυο­φο­ρού­με­νων.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Ο Ανδρέας Κάλβος σε πορτρέτο του ζακυνθινού ζωγράφου Χρήστου Ρουσέα. Βρίσκεται στο Μουσείο Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων.