«Ερωτικές επιστολές
πορτογαλίδας μοναχής»
Μετάφραση Βάνα Χατζάκη
Εκδόσεις Άγρα Μάρτιος 2010
Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κανόνα, πρώτο μυθιστόρημα είναι το «Δεκαήμερον» του Βοκκάκιου και πρώτο επιστολικής μορφής οι «Ερωτικές επιστολές μιας πορτογαλίδας μοναχής». Όσοι, όμως, αποδέχονται, ότι το μυθιστόρημα είναι μια αρχαία “καινοτομία”, ως πρώτο μυθιστόρημα τοποθετούν «Τα περί Χαιρέαν και Καλλιρόην» του Χαρίτωνα και ως πρώτο επιστολικό, το «Μυθιστόρημα του Χίωνος». Αυτό σημαίνει, ότι οι μεν Ευρωπαίοι τοποθετούν την αρχή της μυθιστοριογραφίας στα μέσα του 14ου αιώνα, ενώ οι αποδεχόμενοι ως αφετηρία το ελληνιστικό μυθιστόρημα, στον πρώτο αιώνα προ Χριστού. Και αντιστοίχως, τη γέννηση του ιδιότυπου μυθιστορηματικού είδους, που συνιστά το επιστολικό, οι μεν πρώτοι το 1669, ενώ οι αναδιφώντες τους παπύρους, τον πρώτο αιώνα μετά Χριστό. Το τελευταίο προέκυψε μέσα από τις πολλαπλές εκδοχές του ψευδοϊστορικού «Βίου Αλεξάνδρου του Μακεδόνος», στο αφηγηματικό πλαίσιο του οποίου υπήρχαν πλαστές επιστολές. Συν τω χρόνω, αυτές αυτονομήθηκαν, φτάνοντας, τελικά, να δώσουν ένα αμιγώς επιστολικό μυθιστόρημα. Το πρώτο σωζόμενο του είδους είναι το σύντομο «Μυθιστόρημα του Χίωνος». Χαριέστατο μεν, αλλά ουδόλως συγκρινόμενο με τις παθιασμένες επιστολές της πορτογαλίδας μοναχής Μαριάννας ντα Κόστα Αλκοφοράδο.
Όταν πρωτοεκδόθηκαν οι επιστολές, ούτε η ταυτότητα της γράφουσας ήταν γνωστή, εκτός από το ότι επρόκειτο για πορτογαλίδα μοναχή, ούτε σε ποιον απευθύνονταν, ούτε, βεβαίως, το όνομα του μεταφραστή τους στα γαλλικά. Μόνο εκείνος που είχε την πρωτοβουλία της έκδοσής τους ήταν γνωστός. Επρόκειτο για τον Γκαμπριέλ ντε Λαβέρν, υποκόμη του Γκιγιεράγκ. Έναν αριστοκράτη, που κατείχε υψηλά πολιτικά αξιώματα. Με λογοτεχνικό ταλέντο αποδεδειγμένο, αφού δημοσίευε ποιήματα και επιστολές. Ήταν φίλος της Μαντάμ ντε Σεβινιέ, που κατοχυρώθηκε ως συγγραφέας χάρις στις 1700 επιστολές που έστειλε στην κόρη της. Οι δικές της ήταν πραγματικές, σε αντίθεση με εκείνες της πορτογαλίδας μοναχής, που, τελικά, οι ειδήμονες των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα απέδωσαν στον Γκιγιεράγκ. Τότε, ακόμη, απασχολούσε την λογοτεχνική κοινότητα ο πλαστός ή μη χαρακτήρας τους, προκειμένου ένα βιβλίο να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα. Σήμερα, βεβαίως, με την άνθηση που γνωρίζει το μυθιστόρημα τεκμηρίων, παρόμοιες έγνοιες τείνουν να παραμεριστούν οριστικά.
Όπως και να έχουν φιλολογικά τα πράγματα, το πρόσωπο της πορτογαλίδας μοναχής είναι πραγματικό. Η ζωή της, μάλιστα, έχει τροφοδοτήσει και μυθιστορηματικές βιογραφίες, μεταφρασμένες, τουλάχιστον μια, και στα ελληνικά. Εκτός από τους πίνακες, που ενέπνευσε στους Ματίς, Μοντιλιάνι και Μπρακ. Η Μαριάννα, όπως την αποκαλούν οι βιογράφοι της, γεννήθηκε το 1640 στην πόλη Μπέζα, στα νοτιοανατολικά της Λισσαβώνας. Σήμερα, υπάρχει εκεί ένα μοναστήρι, στα χρόνια, όμως, τα δικά της, υπήρχαν τρία γυναικεία. Τα παιδικά χρόνια της συμπίπτουν με την τελευταία περίοδο του τριακονταετούς πολέμου, όταν οι Πορτογάλοι επαναστατούν εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας και οι Γάλλοι, που έχουν κι αυτοί αναμιχθεί στον πόλεμο, σπεύδουν να τους βοηθήσουν. Ευκατάστατος και ευγενούς καταγωγής ο πατέρας της Μαριάννας, την κλείνει στο Κονσεϊσάου, το Βασιλικό Μοναστήρι της Συλλήψεως της Θεοτόκου, σε ηλικία έντεκα ετών. Πιθανώς, για να μορφωθεί, ίσως, όμως, αν δώσουμε βάση στους βιογράφους της, γιατί παρουσίαζε παράξενες θυμικές μεταπτώσεις. Ως επισκέπτης έρχεται στο μοναστήρι ο γάλλος αξιωματικός ντε Σαμιγύ, συνοδεύοντας, όπως εικάζεται, τον αδελφό της, γύρω στο 1666. Είκοσι έξι ετών η Μαριάννα, ήδη φραγκισκανή μοναχή, τον ερωτεύεται σφόδρα. Ο τριαντάχρονος αξιωματικός ενδίδει στον πειρασμό. Οι συνευρέσεις τους λαμβάνουν χώρα στα ιδιαίτερα δωμάτια κατοικίας μέσα στο μοναστήρι, που της έχει εξασφαλίσει ο πατέρας της. Πέντε επιστολές στέλνει η Μαριάννα στον εραστή της, μετά την αναχώρησή του. Είναι γραμμένες με το ερωτικό πάθος μιας μοναχικής ύπαρξης και την απελπισία της εγκαταλελειμμένης. Σε κάποιες εκδόσεις των επιστολών υπάρχουν και απαντητικές επιστολές του αξιωματικού, σύντομες και συγκρατημένες. Η Μαριάννα πέθανε το 1723 στο μοναστήρι. Ο εκδότης και φερόμενος ως πιθανός συγγραφέας των επιστολών Γκιγιεράγκ, απεβίωσε πολύ νωρίτερα, το 1685, σε ηλικία 57 ετών, στην Κωνσταντινούπολη, όπου έκανε χρέη πρεσβευτή της Γαλλίας στην Οθωμανική Αυλή.
Την πρώτη έκδοση των «Ερωτικών επιστολών μιας πορτογαλίδας μοναχής» ακολούθησαν πολλαπλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις, που πιστεύεται ότι άσκησαν καθοριστική επίδραση στους πρώτους συγγραφείς επιστολικών μυθιστορημάτων. Εβδομήντα χρόνια αργότερα, εμφανίστηκαν τα επιστολικά μυθιστορήματα - ποταμός του Άγγλου Σάμιουελ Ρίτσαρντσον, αφού είχαν προηγηθεί τα συντομότερα επιστολικά του Μοντεσκιέ και Μαριβώ. Ο Ρίτσαρντσον ξεκίνησε στα πενήντα του να γράφει υποδείγματα επιστολογραφίας για επαρχιώτες Βρετανούς και κατέληξε να γράψει, εντός μιας δεκαπενταετίας, τα δίτομα «Παμέλα» και «Κλαρίσα», καθώς και την «Ιστορία του σερ Τσαρλς Γκράντισον». Δείχνει λίγο απογοητευτικό, στη γενεαλογία του επιστολικού μυθιστορήματος, την παθιασμένη Μαριάννα να την διαδέχεται η πονηρή Παμέλα, που διαφύλαξε την παρθενία της και επέτυχε την δια του γάμου αποκατάσταση. Ακολούθησαν ο Ρουσσώ με την «Νέα Ελοΐζα», το 1762, και ο Λακλό με τις «Επικίνδυνες Σχέσεις», το 1782 (το 2009, επανεκδόθηκε σε ένα τόμο και μετάφραση Ανδρέα Στάικου, και πάλι από τις εκδόσεις Άγρα). Ωστόσο, πλησιέστερα στην πορτογαλίδα μοναχή βρίσκεται η πρώτη Ελοΐζα, εκείνη του 12ου αιώνα, που είχε κατά νου ο Ρουσσώ, όταν αποκαλούσε την ηρωίδα του η νέα Ελοΐζα. Η νεαρά ανιψιά του εφημέριου στην Μητρόπολη του Παρισιού, που αγάπησε παράφορα ο “περιπατητικός” φιλόσοφος Πέτρος Αβελάρδος. Διέπρεψε ο Αβελάρδος, καίτοι πλήρωσε τον έρωτά του με ευνουχισμό. Πάντως, η Ελοΐζα έμεινε, για το υπόλοιπο της ζωής της, έγκλειστη σε μοναστήρι, νοσταλγώντας τον εραστή της. Τα «Γράμματα της Ελοΐζας και του Αβελάρδου» μεταφράστηκαν από τα λατινικά και εκδόθηκαν μόλις 28 χρόνια μετά τις «Ερωτικές επιστολές μιας πορτογαλίδας μοναχής», συμβάλλοντας καθοριστικά στην άνθηση της επιστολογραφίας κατά τον 18ο αιώνα. Όσο για τα νεοελληνικά επιστολικά μυθιστορήματα, τον προεπαναστατικό «Παπατρέχα» του Κοραή και τον αμιγώς επιστολικό «Λέανδρο» του Παναγιώτη Σούτσου, που είναι και το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα, με χρονολογία έκδοσης 1834, διεκδικούν σήμερα, κυρίως γραμματολογική αξία. Από το πλήθος των ξενόγλωσσων επιστολικών μυθιστορημάτων, τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, μεταφράστηκε μόνο εκείνο του Μοντεσκιέ, «Επιστολαί περσικαί», στη Σμύρνη.
Την λογοτεχνική αξία των “πορτογαλικών επιστολών” συνοψίζει ο πρώτος μεταφραστής τους στα ελληνικά, ο Κώστας Ουράνης. «Οι πέντε αυτές ερωτικές επιστολές, που έγραψε η Μαριάννα Αλκοφοράδο, είναι ό,τι ωραιότερο, παθητικώτερο, αληθινώτερο έχει γραφτεί στο είδος αυτό.» Ακόμη σήμερα, ενδιαφέρει η μετάφραση του Ουράνη, καθώς η αναγνωστική απόλαυση, που προσφέρει ένα παρόμοιο κείμενο, είναι άμεσα συσχετισμένη με το λογοτεχνικό ταλέντο του μεταφραστή. Εκτός από την πρόσφατη και εκείνη του Ουράνη, το 1921, εντοπίζεται ενδιάμεσα μια τρίτη, του Γιώργου Πράτσικα, που δημοσιεύτηκε το 1945. Από τους βασικούς μεταφραστές των εκδόσεων Γκοβόστη ο Πράτσικας, η μετάφρασή του εξακολούθησε να επανεκδίδεται, με πιο πρόσφατη επανέκδοσή της, το 2007. Να θυμίσουμε, ότι την εποχή, που ο Ουράνης μετέφραζε τις “πορτογαλικές επιστολές” ήταν παντρεμένος με Πορτογαλίδα, την Μανουέλα Σαντιάγκο, και ζούσε στη Λισσαβώνα. Είχε διοριστεί Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην πορτογαλική πρωτεύουσα το 1920 και παρέμεινε σε αυτήν τη θέση μέχρι το 1924, που επέστρεψε στην Αθήνα. Κατά παράδοξη συγκυρία, ο θάνατός του (12 Ιουλίου 1953) συμπίπτει με το δημοσιευόμενο τότε σε συνέχειες επιστολικό μυθιστόρημα «Η Σαλαμάντρα» του Αλκ. Γιαννόπουλου, στο περιοδικό Νέα Εστία.
Περιέργως, οι Πορτογάλοι εξακολουθούν τα τιμούν τον Ουράνη. Πέρυσι, στις 21 Ιανουαρίου, διοργάνωσαν Ημερίδα προς τιμή του, υπό τον τίτλο, «Κώστας Ουράνης: Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη Θάλασσα - Διασταυρούμενα βλέμματα». Προΐστατο ο νεοελληνιστής καθηγητής και υπεύθυνος του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών της Σχολής Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του κρατικού Πανεπιστημίου της Λισσαβώνας, Jose Antonio Costa Ideias. Συμμετείχαν ως εισηγητές καθηγητές και ερευνητές του Κέντρου. Ενώ, παραβρέθηκε η κόρη του Ουράνη, Μαρία Αγγελική Wild. Την Ημερίδα συνόδευε έκθεση χειρογράφων, σκίτσων και φωτογραφιών του Ουράνη. Από ελληνικής πλευράς, παρακολούθησαν την Ημερίδα η Κική Δημουλά και ο Θανάσης Νιάρχος, εκπροσωπώντας το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη. Από όσο γνωρίζουμε, δεν υπήρξε καμία σχετική αναφορά στον αθηναϊκό Τύπο. Δόθηκε, ωστόσο, η υπόσχεση, με δαπάνη του Ιδρύματος Ουράνη, να γίνει η έκδοση των Πρακτικών της Ημερίδας. Δεδομένου ότι εφέτος συμπληρώνονται 120 χρόνια από την γέννησή του, η έκδοση των Πρακτικών θα ήταν μια ευκαιρία να τιμήσουμε ολίγον τι και εμείς οι προκομμένοι τον λυρικό Ουράνη.
Πάντως, οι εκδόσεις της Εστίας, στις οποίες, μετά το θάνατό του, η σύζυγός του Ελένη Νεγρεπόντη-Ουράνη, καταγεγραμμένη στη λογοτεχνία ως Άλκης Θρύλος, συγκέντρωσε, σε δώδεκα τόμους, το ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο του, έκαναν το χρέος τους. Ο πρώτος τόμος, τα «Ποιήματα», που εκδόθηκε το 1953 και περιλαμβάνει άπαντα τα ευρεθέντα ποιήματά του, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα (πλην της πρώτης συλλογής «Σαν όνειρα» του 1909), επανεκδόθηκε πέρυσι τον Νοέμβριο. Δυστυχώς, χωρίς κάποια φιλολογικά επιλεγόμενα για τον ανεξοικείωτο νεότερο αναγνώστη. Και βέβαια, πουθενά λόγος για πιθανή έκδοση εκείνης της πρώτης μετάφρασης Ουράνη των “πορτογαλικών επιστολών”.
Μ. Θεοδοσοπούλου
ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ
Γυναίκες, που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες, που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Γυναίκες, που σας είδα σ’ ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες, που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Στίχους από αυτό το ποίημα, που ανήκει στη συλλογή «Νοσταλγίες» του 1920, “ψιθύρισε ο Ουράνης στο έσω ους” του Μιχάλη Γκανά και ίσως έτσι προέκυψε το τελευταίο “διήγημα” στο πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο «Γυναικών» (εκδ. Μελάνι).
Φωτο 1: Η μοναχή Αλκοφοράδο σε σκίτσο του Ματίς.
Φωτο 2: Κώστας Ουράνης, ο πρώτος μεταφραστής των επιστολών της πορτογαλίδας μοναχής.
Φωτο 1: Η μοναχή Αλκοφοράδο σε σκίτσο του Ματίς.
Φωτο 2: Κώστας Ουράνης, ο πρώτος μεταφραστής των επιστολών της πορτογαλίδας μοναχής.