«ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟΝ.
Αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων (1734-1821)
Από τα κατάλοιπα του Φίλιππου Ηλιού»
Επιμέλεια Πόπη Πολέμη
Με τη συνεργασία της Άννας Ματθαίου και της Ειρήνης Ριζάκη
Μουσείο Μπενάκη Δεκέμβριος 2008
Σε ποιο, άραγε, αναγνωστικό κοινό απευθύνεται αυτός ο, από κάθε άποψη, άψογος τόμος των εξακοσίων σελίδων με τον κινέζικο τίτλο; Ιδού το ερώτημα. Προ δωδεκαετίας, που ο αιθεροβάμων Φίλιππος Ηλιού είχε αναγγείλει την έκδοσή του, ίσως και να βρισκόταν ακόμη μια δράκα αναγνωστών κάποιας εγκυκλοπαιδικής παιδείας, που δεν θα θεωρούσε ακαταλαβίστικο τον τίτλο. Πάντως, η εξίσου αιθεροβάμων Πόπη Πολέμη, που πραγματοποίησε ως άξιος συνεχιστής την εξαγγελθείσα έκδοση, ευελπιστεί, σύμφωνα με τα προλογικά της, πως υπάρχουν ακόμη αναγνώστες, στους οποίους όχι μόνο ο τίτλος κάτι θα λέει αλλά και τα κείμενα θα προσφέρουν τέρψη και στοχασμό. Είθε. Πάντως, είναι ευτύχημα για τους όποιους ενδιαφερόμενους και κυρίως, για το μέλλον της ιστοριογραφίας, που επιβιώνουν στις ημέρες μας επίγονοι των Ζωσιμάδων και ένα παρόμοιο εγχείρημα δεν έχει ανάγκη τους εκδοτικούς οίκους ή την κρατική αρωγή.
Αλλά, ας επανέλθουμε στον χαρακτηρισμό κινέζικος, που χρησιμοποιήσαμε για τον τίτλο, μη και δημιουργηθεί η εντύπωση πως είναι ξενόγλωσσος, όπως συνηθίζεται τελευταία σε κάθε είδους βιβλία. Ελληνικός είναι, ελληνικότατος, μόνο που η λέξη Γένος, καθώς, μάλιστα, το κεφάλαιο γάμα αφανίζεται στην κεφαλαιογράμματη γραφή, που υιοθετείται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στις εσωτερικές σελίδες, την σήμερον, σημαίνει οτιδήποτε άλλο πλην της άλλοτε ποτέ φυλής των Ελλήνων. Όσο για τη λόγια έκφραση “Δια του Γένους τον φωτισμόν”, και τις συναφείς της, όπως η εναλλακτικώς χρησιμοποιούμενη, “προς φωτισμόν της πατρίδος”, αυτές έχουν περιπέσει προ πολλού σε αχρησία. Γιατί, ας μην λησμονούμε, πως το Γένος τόσον εφωτίσθη, που κατέληξε από ετερόφωτο αυτόφωτο.
Οπότε, προς φωτισμόν του αναγνώστη, μένει ο υπότιτλος “αγγελίες”, ο οποίος και υποκαθιστά τον τίτλο στις εσωτερικές σελίδες του τόμου. Την “αγγελία” άγνωστη λέξη δεν θα την έλεγες, αλλά ένα νοηματικό μετακύλισμα το έχει πάθει, δεδομένου ότι σήμερα έχει καταντήσει συνώνυμη με τις “μικρές αγγελίες”, όταν δεν πρόκειται για αγγελία γάμου ή θανάτου. Εδώ, όμως, διευκρινίζεται πως πρόκειται για “αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων”, δηλαδή βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στις πρώτες εκφάνσεις της διαφημιστικής καταχώρησης, που, δυο αιώνες αργότερα, κατέληξε εκ των ων ουκ άνευ για την προώθηση πάσης φύσεως εντύπων. Μόνο που, σήμερα, ουδείς θα διανοείτο να εκδώσει συλλογή διαφημιστικών καταχωρήσεων, μια και το περιεχόμενό τους εξαντλείται στη στερεότυπη επανάληψη πομπωδών φράσεων, λες και απευθύνονται σε κοινό πάσχον νοητικά.
Τα προεπαναστατικά, όμως, χρόνια φαίνεται πως υπήρχε ένα κοινό που όχι μόνο γνώριζε ανάγνωση αλλά είχε και μεγάλες προσδοκίες από μια έκδοση. Ο Ηλιού, στα «Προλεγόμενα» του πρώτου τόμου της «Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα», σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Οι Αγγελίες είναι, πολύ συχνά, κείμενα εξόχως ενδιαφέροντα, καθώς εκθέτουν, με συντομία, το σκεπτικό που τους οδήγησε στην έκδοση και τις υψηλές σκοπιμότητες τις οποίες θεωρούν ότι υπηρετούν με το έργο τους...» Για του λόγου το ασφαλές είχε συγκεντρώσει 262 αγγελίες της περιόδου 1749-1821, τις οποίες και ετοιμαζόταν να εκδώσει, αλλά τον πρόλαβε ένας πρόωρος θάνατος. Τελικά, παρουσιάζονται 336 αγγελίες αυτής της περιόδου συν μια, καταχωνιασμένη στις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου θεολογικού χαρακτήρα του 1734, η οποία και αφορά τα άπαντα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ούτως ή άλλως, το χρονικό εύρος δείχνει κάπως σχηματικό, αφού βασική πηγή για τις συγκεντρωμένες αγγελίες στάθηκε ο γνωστός προεπαναστατικός Τύπος. Υποθέτουμε πως το σύνολο των αγγελιών, ιδίως για τις περιόδους, που δεν υπάρχουν εφημερίδες και περιοδικά, θα πρέπει να αποβαίνει πολύ μεγαλύτερο των συγκεντρωμένων. Και είναι λογικό μια χειρόγραφη αγγελία ή και αυτόνομα εκδιδόμενη να λανθάνει ευκολότερα. Ακόμη και οι ενσωματωμένες σε ποικίλα βιβλία ή και δημοσιευμένες σε αλλότρια, κάποτε και ξενόγλωσσα, έντυπα δυσκολότερα εντοπίζονται. Ενώ, ο προεπαναστατικός Τύπος προσφέρεται για μια συστηματική αποδελτίωση. Πάντως, το κυρίως σώμα των συγκεκριμένων αγγελιών συγκεντρώνεται στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα και μόνο 59 αγγελίες έρχονται από τον 18ο και πάλι, κυρίως, από την τελευταία δεκαετία, όπου το έτος 1800 καταχωρείται στον 18ο.
Κάπως πομπώδες φαντάζει αυτό το προεπαναστατικός Τύπος, όταν, εξαιρώντας τις μη ευοδωθείσες προσπάθειες και κάποιες θνησιγενείς, πρόκειται μόνο για τρία έντυπα και ακόμη, τέσσερα βραχύβια, στις παραμονές της Επανάστασης. Και ο τόπος έκδοσής τους είναι ουσιαστικά ένας, η Βιέννη, άντε και το Παρίσι, που, όντας έδρα του Κοραή, φιλοξένησε τρία από τα ολιγόζωα. Ένα παράπλευρο κέρδος από την συναγωγή των αγγελιών είναι οι πληροφορίες που δίνουν για το ιστορικό της έκδοσης των ίδιων των εντύπων, καθώς και ορισμένων άλλων που η έκδοσή τους ναυάγησε. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ελληνική εφημερίδα, που ήθελε να εκδώσει ο Δημήτρης Θεοχαρίδης, με τον τίτλο «Εφημερίς». Ο επίδοξος εκδότης και την άδεια είχε εξασφαλίσει από τις αυστριακές αρχές και αγγελία καταχώρησε και δη, τρεις φορές, στη «Wiener Zeitung», τον Μάϊο του 1789, όμως η έκδοσή της δεν πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο, με τον ίδιο τίτλο και από το ίδιο τυπογραφείο, του Μπάουμαϊστερ, εκδόθηκε η εφημερίδα των αδελφών Μαρκιδών Πούλιου, φίλων του Ρήγα. Ένα μονόφυλλο, στις 16 Οκτωβρίου 1790, κοινοποιεί την προσεχή έκδοσή της. Ενώ, ως αγγελία, παρατίθεται στον τόμο το κύριο άρθρο του πρώτου τεύχους, με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1790. Οι αυστριακές αρχές την σφράγισαν στις 2 Φεβρουαρίου 1798, αφού προηγουμένως είχαν συλλάβει τον μικρότερο αδελφό για επαναστατική δράση. Η αποδελτίωση της «Εφημερίδος» απέφερε τελικά 43 αγγελίες, δηλαδή το κυρίως σώμα των αγγελιών για τον 18ο αιώνα, από τις οποίες 19 αφορούν την ίδια την εφημερίδα και έξι, εκδόσεις του Ρήγα.
Το δεύτερο χρονολογικά έντυπο, μάλλον περιοδικό παρά εφημερίδα, είναι ο «Ερμής ο Λόγιος», που κάλυψε την προεπαναστατική δεκαετία. Δεκαπενθήμερη έκδοση, με εμπνευστή τον Κοραή, χορηγό τον μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας που ήταν επικεφαλής της νεοσύστατης τότε Φιλολογικής Εταιρείας του Βουκουρεστίου και επί τόπου διευθυντή, τα πρώτα χρόνια, τον Άνθιμο Γαζή. Κυκλοφόρησε από την 1η Ιανουαρίου 1811 μέχρι την 1η Μαΐου 1821, που σφραγίστηκε κι αυτό από τις αυστριακές αρχές, με μια ενδιάμεση διακοπή ενός έτους, το 1815, όταν απεχώρησε ο Γαζής και μέχρι να αναλάβουν δυο άλλοι αφοσιωμένοι οπαδοί του Κοραή, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης. Τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε το περιοδικό, καθώς και τις προσπάθειες του Γαζή να βρει τον κατάλληλο αντικαταστάτη, τις δίνουν οι ίδιες οι αγγελίες. Συνολικά αποδελτιώνονται 111 και 18 αναδημοσιεύσεις από τα συνυπάρχοντα εκείνα τα χρόνια έντυπα, όπου 19 αφορούν το ίδιο το περιοδικό και τέσσερις είναι ανακοινώσεις για την προσεχή έκδοση άλλων εντύπων.
Τρίτο μακροχρόνιο έντυπο, που καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο με τον «Λόγιο Ερμή», αν και αυτό επέδειξε μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα, γι΄ αυτό και κατόρθωσε να επιβιώσει μετεπαναστατικά, μέχρι το 1836, είναι η εφημερίδα, «Ελληνικός Τηλέγραφος», του τυρναβιώτη γιατρού Δημήτρη Αλεξανδρίδη, η οποία διαδέχθηκε μια βραχύβια εφημερίδα με τίτλο «Ειδήσεις δια τα Ανατολικά Μέρη». Εκδιδόταν δυο φορές την εβδομάδα και ξεκίνησε στις αρχές Ιανουαρίου του 1812. Από το 1817 είχε και φιλολογικό παράρτημα, τον «Φιλολογικό Τηλέγραφο». Παραπλήσια είναι η σοδειά αγγελιών, που απέφερε, 115 αγγελίες και 8 αναδημοσιεύσεις, όπου 44 αφορούν την εφημερίδα και το φιλολογικό της παράρτημα και επτά τον «Λόγιο Ερμή», καθώς συζητιόταν να αποκτήσουν τον ίδιο διευθυντή.
Ο προεπαναστατικός Τύπος συμπληρώνεται με τα έντυπα τις τελευταίας τριετίας. Το βιεννέζικο, δεκαπενθήμερο περιοδικό «Καλλιόπη», που εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1819, ως αντίπαλο δέος προς τον «Λόγιο Ερμή», με εμπνευστή τον Παναγιώτη Κοδρικά και διευθυντή τον καθηγητή Αθανάσιο Σταγειρίτη. Συνέχισε να εκδίδεται μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης και αποφέρει 13 αγγελίες και πέντε αναδημοσιεύσεις από τον «Λόγιο Ερμή» και τον «Φιλολογικό Τηλέγραφο». Την ίδια περίοδο, αλλά σε άτακτα χρονικά διαστήματα, εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Σπυρίδωνα Κόνδο το περιοδικό «Μέλισσα», φίλα κείμενο προς τον Κοραή, και τα πλέον βραχύβια «Αθηνά» και «Μουσείον» του Πάνου Ιωαννίδη, έξι τεύχη το πρώτο και ως συνέχειά του, ένα τεύχος το δεύτερο. Αποδίδουν πέντε αγγελίες η «Μέλισσα», δυο η «Αθηνά» και τρεις το «Μουσείον». Παρεμπιπτόντως, όσο αφορά την αποδελτίωση των εντύπων, αν στο ευρετήριο του τόμου γινόταν προσεκτικότερος διαχωρισμός των σελίδων, στις οποίες ένα έντυπο αναφέρεται ως πηγή από τις γενικές αναφορές σε αυτό, ο αναγνώστης θα είχε εικόνα του αριθμού των αγγελιών που αντλήθηκαν από κάθε έντυπο. Σε αυτό θα βοηθούσε η παράθεση ενός σχετικού πίνακα. Χρήσιμα στοιχεία, αν υποθέσουμε πως οι αποδελτιώσεις των εντύπων είναι πλήρεις. Την συναγωγή κλείνει μια αγγελία ερχόμενη από την Ελλάδα. Πρόκειται για την “ανακήρυξη” του εκδότη της «Ελληνικής Σάλπιγγος» Φαρμακίδη, δημοσιευμένη στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας, που κυκλοφόρησε την 1η Αυγούστου 1821, στην Καλαμάτα. Αυτή ανήκει στο μεγαλύτερο σώμα αγγελιών, το απλωμένο έως το 1850, που είχε κατά νου να εκδώσει ο Ηλιού.
Ωστόσο, η πηγή των αγγελιών ενδιαφέρει κυρίως τους ιστορικούς και ως στοιχείο για την αντιπροσωπευτικότητα των συγκεντρωμένων αγγελιών. Όσο αφορά τον τόμο, το ουσιαστικό είναι κατά πόσο οι αγγελίες συμβάλλουν κι αυτές με τη σειρά τους ως κείμενα, στον επιδιωκόμενο τότε φωτισμό του Γένους, όπως οι εκδόσεις που προαναγγέλλουν και για την ευόδωση των οποίων ζητούν να εγγράψουν συνδρομητές. Με βάση τον κατατοπιστικό πρόλογο της Πολέμη, η απήχηση των αγγελιών δείχνει αμφίρροπη, αφού οι μισές αγγελίες κατέληξαν σε έκδοση και οι άλλες μισές ναυάγησαν. Πάντως, σκιαγραφούν τις αξίες και τις προτεραιότητες των λογίων σε εκείνες τις δεκαετίες και κυρίως, το θεματικό εύρος των εκδόσεων. Εκτός από τις αγγελίες που έχουν ως θέμα τον ίδιο τον Τύπο, προαναγγέλλονται ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά λεξικά, βιβλία αρχαιοελληνικής γραμματείας και ελληνιστικά μυθιστορήματα, ιστορικά και επιστημονικά συγγράμματα, εγχειρίδια για την ελληνική και ξενόγλωσα λεξικά και ακόμη, παιδικά και θεολογικά βιβλία. Επίσης, δεν λείπει το λογοτεχνικό βιβλίο, έστω κι αν δεν αξιολογείται ως επείγον για το Γένος. Μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό το δείγμα που μεταφράζεται από “τα πολυθρύλλητα της φιλολογίας των φωτισμένων εθνών”· Ο Τηλέμαχος του Φενελόν, ο Αγάθων του Βειλάνδου, ο Γιλ Βλας του Λε Σαζ, τα “ηθικά διηγήματα” του Βερναδίνου Σαιμπιέρρου. Εκδίδονται, επίσης, τα φιλόπονα έργα των γηγενών, όπως ο «Νέος Ερωτόκριτος» του Διονυσίου Φωτεινού και τα ποιητικά του Μιχάλη Περδικάρη και του Δημητρίου Γουζέλη, για τα οποία καταχωρούνται αγγελίες στον «Φιλολογικό Τηλέγραφο». Συνταγμένες οι αγγελίες από τους συγγραφείς, παρότι ακολουθούν ένα στερεότυπο εκφραστικά σχήμα, δίνουν ευκρινή εικόνα των περιεχομένων, καθώς καταβάλλουν προσπάθειες όχι μόνο να κινήσουν το ενδιαφέρον αλλά και να διεγείρουν τη φιλοτιμία για οικονομική αρωγή. Για τον σημερινό αναγνώστη, παρατίθενται διεξοδικά βιβλιογραφικά στοιχεία ως συνοδευτικά καθεμίας αγγελίας.
Ο Ηλιού, και κατά τη συλλογή των αγγελιών, ακολούθησε τη γραμμή Κοραή, παραμερίζοντας το θρησκευτικό βιβλίο ή τουλάχιστον, το κομμάτι του που αντιμαχόταν τον Διαφωτισμό. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου, που, σήμερα, μπορεί να φαίνεται κινέζικος, τότε, όμως, κυριολεκτούσε. Αγγελίες μόνο για βιβλία που προορίζονταν για τον φωτισμόν του Γένους, δηλαδή κοσμικά και όσα θρησκευτικά έρχονταν από λόγιο περιβάλλον, όπως αυτό των παραδουνάβιων περιοχών. Ανεξάρτητα αν συνδρομητές εγγράφονταν και για τα άλλα, τα, τρόπον τινά, ψυχοφθόρα κατά τους διαφωτιστές. Μάλιστα, αυτά φαίνεται πως μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών στην κυρίως Ελλάδα. Ανάμεσα στα αυτόχθονα μπεστ σέλλερ της εποχής αναφέρονται και τα έργα του Νικόδημου του Αγιορείτη. Για παράδειγμα, τρεις μεταθανάτιες εκδόσεις, που έγιναν το 1819 στη Βενετία, ο «Κήπος Χαρίτων», το «Επιστολαί Παύλου» και ο «Νέος Συναξαριστής», σε τρεις τόμους, εξασφάλισαν 1894 συνδρομητές για 3715 αντίτυπα.
Πιθανολογούμε πως θα υπήρξαν και σχετικές αγγελίες, που δεν αποκλείεται και να δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, πέρα από τα μονόφυλλα, που μπορεί να κυκλοφόρησαν. Τώρα, αν στόχος της συλλογής των αγγελιών και γενικότερα των βιβλιογραφήσεων είναι η συγγραφή, εν ευθέτω χρόνω, μιας πολιτισμικής ιστορίας, τότε μάλλον θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι συνιστώσες, απελευθερωτικές και καθηλωτικές. Πάντως, μια και εφέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από το θάνατο του Νικόδημου, τουλάχιστον η νεοελληνική λογοτεχνία τού οφείλει μια τιμητική μνεία για όσους συγγραφείς ενέπνευσε. Ένας από αυτούς, αλλά όχι και ο μοναδικός, είναι ο Ν. Γ. Πεντζίκης. Αν, βεβαίως, το Γένος δεν είχε φωτιστεί, δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει έναν Πεντζίκη.
Τέλος, οι αγγελίες είναι αξιανάγνωστες και για έναν επιπλέον λόγο. Αντανακλούν πώς ο ελληνικός δημοσιογραφικός Τύπος έμαθε, από τα γεννοφάσκιά του, στη ρητορεία και τον διπλωματικό ελιγμό. Από κάθε άποψη, λοιπόν, πρόκειται για ένα ακόμη πολύτιμο βιβλίο “από τα κατάλοιπα του Φίλιππου Ηλιού.”
Αλλά, ας επανέλθουμε στον χαρακτηρισμό κινέζικος, που χρησιμοποιήσαμε για τον τίτλο, μη και δημιουργηθεί η εντύπωση πως είναι ξενόγλωσσος, όπως συνηθίζεται τελευταία σε κάθε είδους βιβλία. Ελληνικός είναι, ελληνικότατος, μόνο που η λέξη Γένος, καθώς, μάλιστα, το κεφάλαιο γάμα αφανίζεται στην κεφαλαιογράμματη γραφή, που υιοθετείται τόσο στο εξώφυλλο όσο και στις εσωτερικές σελίδες, την σήμερον, σημαίνει οτιδήποτε άλλο πλην της άλλοτε ποτέ φυλής των Ελλήνων. Όσο για τη λόγια έκφραση “Δια του Γένους τον φωτισμόν”, και τις συναφείς της, όπως η εναλλακτικώς χρησιμοποιούμενη, “προς φωτισμόν της πατρίδος”, αυτές έχουν περιπέσει προ πολλού σε αχρησία. Γιατί, ας μην λησμονούμε, πως το Γένος τόσον εφωτίσθη, που κατέληξε από ετερόφωτο αυτόφωτο.
Οπότε, προς φωτισμόν του αναγνώστη, μένει ο υπότιτλος “αγγελίες”, ο οποίος και υποκαθιστά τον τίτλο στις εσωτερικές σελίδες του τόμου. Την “αγγελία” άγνωστη λέξη δεν θα την έλεγες, αλλά ένα νοηματικό μετακύλισμα το έχει πάθει, δεδομένου ότι σήμερα έχει καταντήσει συνώνυμη με τις “μικρές αγγελίες”, όταν δεν πρόκειται για αγγελία γάμου ή θανάτου. Εδώ, όμως, διευκρινίζεται πως πρόκειται για “αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων”, δηλαδή βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στις πρώτες εκφάνσεις της διαφημιστικής καταχώρησης, που, δυο αιώνες αργότερα, κατέληξε εκ των ων ουκ άνευ για την προώθηση πάσης φύσεως εντύπων. Μόνο που, σήμερα, ουδείς θα διανοείτο να εκδώσει συλλογή διαφημιστικών καταχωρήσεων, μια και το περιεχόμενό τους εξαντλείται στη στερεότυπη επανάληψη πομπωδών φράσεων, λες και απευθύνονται σε κοινό πάσχον νοητικά.
Τα προεπαναστατικά, όμως, χρόνια φαίνεται πως υπήρχε ένα κοινό που όχι μόνο γνώριζε ανάγνωση αλλά είχε και μεγάλες προσδοκίες από μια έκδοση. Ο Ηλιού, στα «Προλεγόμενα» του πρώτου τόμου της «Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα», σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Οι Αγγελίες είναι, πολύ συχνά, κείμενα εξόχως ενδιαφέροντα, καθώς εκθέτουν, με συντομία, το σκεπτικό που τους οδήγησε στην έκδοση και τις υψηλές σκοπιμότητες τις οποίες θεωρούν ότι υπηρετούν με το έργο τους...» Για του λόγου το ασφαλές είχε συγκεντρώσει 262 αγγελίες της περιόδου 1749-1821, τις οποίες και ετοιμαζόταν να εκδώσει, αλλά τον πρόλαβε ένας πρόωρος θάνατος. Τελικά, παρουσιάζονται 336 αγγελίες αυτής της περιόδου συν μια, καταχωνιασμένη στις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου θεολογικού χαρακτήρα του 1734, η οποία και αφορά τα άπαντα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ούτως ή άλλως, το χρονικό εύρος δείχνει κάπως σχηματικό, αφού βασική πηγή για τις συγκεντρωμένες αγγελίες στάθηκε ο γνωστός προεπαναστατικός Τύπος. Υποθέτουμε πως το σύνολο των αγγελιών, ιδίως για τις περιόδους, που δεν υπάρχουν εφημερίδες και περιοδικά, θα πρέπει να αποβαίνει πολύ μεγαλύτερο των συγκεντρωμένων. Και είναι λογικό μια χειρόγραφη αγγελία ή και αυτόνομα εκδιδόμενη να λανθάνει ευκολότερα. Ακόμη και οι ενσωματωμένες σε ποικίλα βιβλία ή και δημοσιευμένες σε αλλότρια, κάποτε και ξενόγλωσσα, έντυπα δυσκολότερα εντοπίζονται. Ενώ, ο προεπαναστατικός Τύπος προσφέρεται για μια συστηματική αποδελτίωση. Πάντως, το κυρίως σώμα των συγκεκριμένων αγγελιών συγκεντρώνεται στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα και μόνο 59 αγγελίες έρχονται από τον 18ο και πάλι, κυρίως, από την τελευταία δεκαετία, όπου το έτος 1800 καταχωρείται στον 18ο.
Κάπως πομπώδες φαντάζει αυτό το προεπαναστατικός Τύπος, όταν, εξαιρώντας τις μη ευοδωθείσες προσπάθειες και κάποιες θνησιγενείς, πρόκειται μόνο για τρία έντυπα και ακόμη, τέσσερα βραχύβια, στις παραμονές της Επανάστασης. Και ο τόπος έκδοσής τους είναι ουσιαστικά ένας, η Βιέννη, άντε και το Παρίσι, που, όντας έδρα του Κοραή, φιλοξένησε τρία από τα ολιγόζωα. Ένα παράπλευρο κέρδος από την συναγωγή των αγγελιών είναι οι πληροφορίες που δίνουν για το ιστορικό της έκδοσης των ίδιων των εντύπων, καθώς και ορισμένων άλλων που η έκδοσή τους ναυάγησε. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ελληνική εφημερίδα, που ήθελε να εκδώσει ο Δημήτρης Θεοχαρίδης, με τον τίτλο «Εφημερίς». Ο επίδοξος εκδότης και την άδεια είχε εξασφαλίσει από τις αυστριακές αρχές και αγγελία καταχώρησε και δη, τρεις φορές, στη «Wiener Zeitung», τον Μάϊο του 1789, όμως η έκδοσή της δεν πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο, με τον ίδιο τίτλο και από το ίδιο τυπογραφείο, του Μπάουμαϊστερ, εκδόθηκε η εφημερίδα των αδελφών Μαρκιδών Πούλιου, φίλων του Ρήγα. Ένα μονόφυλλο, στις 16 Οκτωβρίου 1790, κοινοποιεί την προσεχή έκδοσή της. Ενώ, ως αγγελία, παρατίθεται στον τόμο το κύριο άρθρο του πρώτου τεύχους, με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1790. Οι αυστριακές αρχές την σφράγισαν στις 2 Φεβρουαρίου 1798, αφού προηγουμένως είχαν συλλάβει τον μικρότερο αδελφό για επαναστατική δράση. Η αποδελτίωση της «Εφημερίδος» απέφερε τελικά 43 αγγελίες, δηλαδή το κυρίως σώμα των αγγελιών για τον 18ο αιώνα, από τις οποίες 19 αφορούν την ίδια την εφημερίδα και έξι, εκδόσεις του Ρήγα.
Το δεύτερο χρονολογικά έντυπο, μάλλον περιοδικό παρά εφημερίδα, είναι ο «Ερμής ο Λόγιος», που κάλυψε την προεπαναστατική δεκαετία. Δεκαπενθήμερη έκδοση, με εμπνευστή τον Κοραή, χορηγό τον μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας που ήταν επικεφαλής της νεοσύστατης τότε Φιλολογικής Εταιρείας του Βουκουρεστίου και επί τόπου διευθυντή, τα πρώτα χρόνια, τον Άνθιμο Γαζή. Κυκλοφόρησε από την 1η Ιανουαρίου 1811 μέχρι την 1η Μαΐου 1821, που σφραγίστηκε κι αυτό από τις αυστριακές αρχές, με μια ενδιάμεση διακοπή ενός έτους, το 1815, όταν απεχώρησε ο Γαζής και μέχρι να αναλάβουν δυο άλλοι αφοσιωμένοι οπαδοί του Κοραή, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης. Τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε το περιοδικό, καθώς και τις προσπάθειες του Γαζή να βρει τον κατάλληλο αντικαταστάτη, τις δίνουν οι ίδιες οι αγγελίες. Συνολικά αποδελτιώνονται 111 και 18 αναδημοσιεύσεις από τα συνυπάρχοντα εκείνα τα χρόνια έντυπα, όπου 19 αφορούν το ίδιο το περιοδικό και τέσσερις είναι ανακοινώσεις για την προσεχή έκδοση άλλων εντύπων.
Τρίτο μακροχρόνιο έντυπο, που καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο με τον «Λόγιο Ερμή», αν και αυτό επέδειξε μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα, γι΄ αυτό και κατόρθωσε να επιβιώσει μετεπαναστατικά, μέχρι το 1836, είναι η εφημερίδα, «Ελληνικός Τηλέγραφος», του τυρναβιώτη γιατρού Δημήτρη Αλεξανδρίδη, η οποία διαδέχθηκε μια βραχύβια εφημερίδα με τίτλο «Ειδήσεις δια τα Ανατολικά Μέρη». Εκδιδόταν δυο φορές την εβδομάδα και ξεκίνησε στις αρχές Ιανουαρίου του 1812. Από το 1817 είχε και φιλολογικό παράρτημα, τον «Φιλολογικό Τηλέγραφο». Παραπλήσια είναι η σοδειά αγγελιών, που απέφερε, 115 αγγελίες και 8 αναδημοσιεύσεις, όπου 44 αφορούν την εφημερίδα και το φιλολογικό της παράρτημα και επτά τον «Λόγιο Ερμή», καθώς συζητιόταν να αποκτήσουν τον ίδιο διευθυντή.
Ο προεπαναστατικός Τύπος συμπληρώνεται με τα έντυπα τις τελευταίας τριετίας. Το βιεννέζικο, δεκαπενθήμερο περιοδικό «Καλλιόπη», που εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1819, ως αντίπαλο δέος προς τον «Λόγιο Ερμή», με εμπνευστή τον Παναγιώτη Κοδρικά και διευθυντή τον καθηγητή Αθανάσιο Σταγειρίτη. Συνέχισε να εκδίδεται μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης και αποφέρει 13 αγγελίες και πέντε αναδημοσιεύσεις από τον «Λόγιο Ερμή» και τον «Φιλολογικό Τηλέγραφο». Την ίδια περίοδο, αλλά σε άτακτα χρονικά διαστήματα, εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Σπυρίδωνα Κόνδο το περιοδικό «Μέλισσα», φίλα κείμενο προς τον Κοραή, και τα πλέον βραχύβια «Αθηνά» και «Μουσείον» του Πάνου Ιωαννίδη, έξι τεύχη το πρώτο και ως συνέχειά του, ένα τεύχος το δεύτερο. Αποδίδουν πέντε αγγελίες η «Μέλισσα», δυο η «Αθηνά» και τρεις το «Μουσείον». Παρεμπιπτόντως, όσο αφορά την αποδελτίωση των εντύπων, αν στο ευρετήριο του τόμου γινόταν προσεκτικότερος διαχωρισμός των σελίδων, στις οποίες ένα έντυπο αναφέρεται ως πηγή από τις γενικές αναφορές σε αυτό, ο αναγνώστης θα είχε εικόνα του αριθμού των αγγελιών που αντλήθηκαν από κάθε έντυπο. Σε αυτό θα βοηθούσε η παράθεση ενός σχετικού πίνακα. Χρήσιμα στοιχεία, αν υποθέσουμε πως οι αποδελτιώσεις των εντύπων είναι πλήρεις. Την συναγωγή κλείνει μια αγγελία ερχόμενη από την Ελλάδα. Πρόκειται για την “ανακήρυξη” του εκδότη της «Ελληνικής Σάλπιγγος» Φαρμακίδη, δημοσιευμένη στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας, που κυκλοφόρησε την 1η Αυγούστου 1821, στην Καλαμάτα. Αυτή ανήκει στο μεγαλύτερο σώμα αγγελιών, το απλωμένο έως το 1850, που είχε κατά νου να εκδώσει ο Ηλιού.
Ωστόσο, η πηγή των αγγελιών ενδιαφέρει κυρίως τους ιστορικούς και ως στοιχείο για την αντιπροσωπευτικότητα των συγκεντρωμένων αγγελιών. Όσο αφορά τον τόμο, το ουσιαστικό είναι κατά πόσο οι αγγελίες συμβάλλουν κι αυτές με τη σειρά τους ως κείμενα, στον επιδιωκόμενο τότε φωτισμό του Γένους, όπως οι εκδόσεις που προαναγγέλλουν και για την ευόδωση των οποίων ζητούν να εγγράψουν συνδρομητές. Με βάση τον κατατοπιστικό πρόλογο της Πολέμη, η απήχηση των αγγελιών δείχνει αμφίρροπη, αφού οι μισές αγγελίες κατέληξαν σε έκδοση και οι άλλες μισές ναυάγησαν. Πάντως, σκιαγραφούν τις αξίες και τις προτεραιότητες των λογίων σε εκείνες τις δεκαετίες και κυρίως, το θεματικό εύρος των εκδόσεων. Εκτός από τις αγγελίες που έχουν ως θέμα τον ίδιο τον Τύπο, προαναγγέλλονται ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά λεξικά, βιβλία αρχαιοελληνικής γραμματείας και ελληνιστικά μυθιστορήματα, ιστορικά και επιστημονικά συγγράμματα, εγχειρίδια για την ελληνική και ξενόγλωσα λεξικά και ακόμη, παιδικά και θεολογικά βιβλία. Επίσης, δεν λείπει το λογοτεχνικό βιβλίο, έστω κι αν δεν αξιολογείται ως επείγον για το Γένος. Μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό το δείγμα που μεταφράζεται από “τα πολυθρύλλητα της φιλολογίας των φωτισμένων εθνών”· Ο Τηλέμαχος του Φενελόν, ο Αγάθων του Βειλάνδου, ο Γιλ Βλας του Λε Σαζ, τα “ηθικά διηγήματα” του Βερναδίνου Σαιμπιέρρου. Εκδίδονται, επίσης, τα φιλόπονα έργα των γηγενών, όπως ο «Νέος Ερωτόκριτος» του Διονυσίου Φωτεινού και τα ποιητικά του Μιχάλη Περδικάρη και του Δημητρίου Γουζέλη, για τα οποία καταχωρούνται αγγελίες στον «Φιλολογικό Τηλέγραφο». Συνταγμένες οι αγγελίες από τους συγγραφείς, παρότι ακολουθούν ένα στερεότυπο εκφραστικά σχήμα, δίνουν ευκρινή εικόνα των περιεχομένων, καθώς καταβάλλουν προσπάθειες όχι μόνο να κινήσουν το ενδιαφέρον αλλά και να διεγείρουν τη φιλοτιμία για οικονομική αρωγή. Για τον σημερινό αναγνώστη, παρατίθενται διεξοδικά βιβλιογραφικά στοιχεία ως συνοδευτικά καθεμίας αγγελίας.
Ο Ηλιού, και κατά τη συλλογή των αγγελιών, ακολούθησε τη γραμμή Κοραή, παραμερίζοντας το θρησκευτικό βιβλίο ή τουλάχιστον, το κομμάτι του που αντιμαχόταν τον Διαφωτισμό. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου, που, σήμερα, μπορεί να φαίνεται κινέζικος, τότε, όμως, κυριολεκτούσε. Αγγελίες μόνο για βιβλία που προορίζονταν για τον φωτισμόν του Γένους, δηλαδή κοσμικά και όσα θρησκευτικά έρχονταν από λόγιο περιβάλλον, όπως αυτό των παραδουνάβιων περιοχών. Ανεξάρτητα αν συνδρομητές εγγράφονταν και για τα άλλα, τα, τρόπον τινά, ψυχοφθόρα κατά τους διαφωτιστές. Μάλιστα, αυτά φαίνεται πως μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών στην κυρίως Ελλάδα. Ανάμεσα στα αυτόχθονα μπεστ σέλλερ της εποχής αναφέρονται και τα έργα του Νικόδημου του Αγιορείτη. Για παράδειγμα, τρεις μεταθανάτιες εκδόσεις, που έγιναν το 1819 στη Βενετία, ο «Κήπος Χαρίτων», το «Επιστολαί Παύλου» και ο «Νέος Συναξαριστής», σε τρεις τόμους, εξασφάλισαν 1894 συνδρομητές για 3715 αντίτυπα.
Πιθανολογούμε πως θα υπήρξαν και σχετικές αγγελίες, που δεν αποκλείεται και να δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, πέρα από τα μονόφυλλα, που μπορεί να κυκλοφόρησαν. Τώρα, αν στόχος της συλλογής των αγγελιών και γενικότερα των βιβλιογραφήσεων είναι η συγγραφή, εν ευθέτω χρόνω, μιας πολιτισμικής ιστορίας, τότε μάλλον θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι συνιστώσες, απελευθερωτικές και καθηλωτικές. Πάντως, μια και εφέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από το θάνατο του Νικόδημου, τουλάχιστον η νεοελληνική λογοτεχνία τού οφείλει μια τιμητική μνεία για όσους συγγραφείς ενέπνευσε. Ένας από αυτούς, αλλά όχι και ο μοναδικός, είναι ο Ν. Γ. Πεντζίκης. Αν, βεβαίως, το Γένος δεν είχε φωτιστεί, δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει έναν Πεντζίκη.
Τέλος, οι αγγελίες είναι αξιανάγνωστες και για έναν επιπλέον λόγο. Αντανακλούν πώς ο ελληνικός δημοσιογραφικός Τύπος έμαθε, από τα γεννοφάσκιά του, στη ρητορεία και τον διπλωματικό ελιγμό. Από κάθε άποψη, λοιπόν, πρόκειται για ένα ακόμη πολύτιμο βιβλίο “από τα κατάλοιπα του Φίλιππου Ηλιού.”
Μ. Θεοδοσοπούλου