Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Κείμενα εξόχως ενδιαφέροντα

Βι­βλιο­λο­γι­κό Εργα­στή­ρι «Φί­λιπ­πος Ηλιού»
«ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕ­ΝΟΥΣ ΤΟΝ ΦΩ­ΤΙ­ΣΜΟΝ.
Αγγε­λίες προ­ε­πα­να­στα­τι­κών ε­ντύ­πων (1734-1821)
Από τα κα­τά­λοι­πα του Φί­λιπ­που Ηλιού»
Επι­μέ­λεια Πό­πη Πο­λέ­μη
Με τη συ­νερ­γα­σία της Άννας Ματ­θαίου και της Ει­ρή­νης Ρι­ζά­κη
Μου­σείο Μπε­νά­κη Δε­κέμ­βριος 2008

Σε ποιο, ά­ρα­γε, α­να­γνω­στι­κό κοι­νό α­πευ­θύ­νε­ται αυ­τός ο, α­πό κά­θε ά­πο­ψη, ά­ψο­γος τό­μος των ε­ξα­κο­σίων σε­λί­δων με τον κι­νέ­ζι­κο τίτ­λο; Ιδού το ε­ρώ­τη­μα. Προ δω­δε­κα­ε­τίας, που ο αι­θε­ρο­βά­μων Φί­λιπ­πος Ηλιού εί­χε α­ναγ­γεί­λει την έκ­δο­σή του, ί­σως και να βρι­σκό­ταν α­κό­μη μια δρά­κα α­να­γνω­στών κά­ποιας ε­γκυ­κλο­παι­δι­κής παι­δείας, που δεν θα θεω­ρού­σε α­κα­τα­λα­βί­στι­κο τον τίτ­λο. Πά­ντως, η ε­ξί­σου αι­θε­ρο­βά­μων Πό­πη Πο­λέ­μη, που πραγ­μα­το­ποίη­σε ως ά­ξιος συ­νε­χι­στής την ε­ξαγ­γελ­θεί­σα έκ­δο­ση, ευελ­πι­στεί, σύμ­φω­να με τα προ­λο­γι­κά της, πως υ­πάρ­χουν α­κό­μη α­να­γνώ­στες, στους ο­ποίους ό­χι μό­νο ο τίτ­λος κά­τι θα λέει αλ­λά και τα κεί­με­να θα προ­σφέ­ρουν τέρ­ψη και στο­χα­σμό. Εί­θε. Πά­ντως, εί­ναι ευ­τύ­χη­μα για τους ό­ποιους εν­δια­φε­ρό­με­νους και κυ­ρίως, για το μέλ­λον της ι­στο­ριο­γρα­φίας, που ε­πι­βιώ­νουν στις η­μέ­ρες μας ε­πί­γο­νοι των Ζω­σι­μά­δων και έ­να πα­ρό­μοιο εγ­χεί­ρη­μα δεν έ­χει α­νά­γκη τους εκ­δο­τι­κούς οί­κους ή την κρα­τι­κή α­ρω­γή.
Αλλά, ας ε­πα­νέλ­θου­με στον χα­ρα­κτη­ρι­σμό κι­νέ­ζι­κος, που χρη­σι­μο­ποιή­σα­με για τον τίτ­λο, μη και δη­μιουρ­γη­θεί η ε­ντύ­πω­ση πως εί­ναι ξε­νό­γλωσ­σος, ό­πως συ­νη­θί­ζε­ται τε­λευ­ταία σε κά­θε εί­δους βι­βλία. Ελλη­νι­κός εί­ναι, ελ­λη­νι­κό­τα­τος, μό­νο που η λέ­ξη Γέ­νος, κα­θώς, μά­λι­στα, το κε­φά­λαιο γά­μα α­φα­νί­ζε­ται στην κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τη γρα­φή, που υιο­θε­τεί­ται τό­σο στο ε­ξώ­φυλ­λο ό­σο και στις ε­σω­τε­ρι­κές σε­λί­δες, την σή­με­ρον, ση­μαί­νει ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο πλην της άλ­λο­τε πο­τέ φυ­λής των Ελλή­νων. Όσο για τη λό­για έκ­φρα­ση “Δια του Γέ­νους τον φω­τι­σμό­ν”, και τις συ­να­φείς της, ό­πως η ε­ναλ­λα­κτι­κώς χρη­σι­μο­ποιού­με­νη, “προς φω­τι­σμόν της πα­τρί­δος”, αυ­τές έ­χουν πε­ρι­πέ­σει προ πολ­λού σε α­χρη­σία. Για­τί, ας μην λη­σμο­νού­με, πως το Γέ­νος τό­σον ε­φω­τί­σθη, που κα­τέ­λη­ξε α­πό ε­τε­ρό­φω­το αυ­τό­φω­το.
Οπό­τε, προς φω­τι­σμόν του α­να­γνώ­στη, μέ­νει ο υ­πό­τιτ­λος “αγ­γε­λίες”, ο ο­ποίος και υ­πο­κα­θι­στά τον τίτ­λο στις ε­σω­τε­ρι­κές σε­λί­δες του τό­μου. Την “αγ­γε­λία” ά­γνω­στη λέ­ξη δεν θα την έ­λε­γες, αλ­λά έ­να νο­η­μα­τι­κό με­τα­κύ­λι­σμα το έ­χει πά­θει, δε­δο­μέ­νου ό­τι σή­με­ρα έ­χει κα­τα­ντή­σει συ­νώ­νυ­μη με τις “μι­κρές αγ­γε­λίες”, ό­ταν δεν πρό­κει­ται για αγ­γε­λία γά­μου ή θα­νά­του. Εδώ, ό­μως, διευ­κρι­νί­ζε­ται πως πρό­κει­ται για “αγ­γε­λίες προ­ε­πα­να­στα­τι­κών ε­ντύ­πω­ν”, δη­λα­δή βι­βλίων, πε­ριο­δι­κών και ε­φη­με­ρί­δων. Με άλ­λα λό­για, βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά στις πρώ­τες εκ­φάν­σεις της δια­φη­μι­στι­κής κα­τα­χώ­ρη­σης, που, δυο αιώ­νες αρ­γό­τε­ρα, κα­τέ­λη­ξε εκ των ων ουκ ά­νευ για την προώ­θη­ση πά­σης φύ­σεως ε­ντύ­πων. Μό­νο που, σή­με­ρα, ου­δείς θα δια­νο­εί­το να εκ­δώ­σει συλ­λο­γή δια­φη­μι­στι­κών κα­τα­χω­ρή­σεων, μια και το πε­ριε­χό­με­νό τους ε­ξαν­τλεί­ται στη στε­ρεό­τυ­πη ε­πα­νά­λη­ψη πο­μπω­δών φρά­σεων, λες και α­πευ­θύ­νο­νται σε κοι­νό πά­σχον νο­η­τι­κά.
Τα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά, ό­μως, χρό­νια φαί­νε­ται πως υ­πήρ­χε έ­να κοι­νό που ό­χι μό­νο γνώ­ρι­ζε α­νά­γνω­ση αλ­λά εί­χε και με­γά­λες προσ­δο­κίες α­πό μια έκ­δο­ση. Ο Ηλιού, στα «Προ­λε­γό­με­να» του πρώ­του τό­μου της «Ελλη­νι­κής Βι­βλιο­γρα­φίας του 19ου αιώ­να», σχο­λιά­ζει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οι Αγγε­λίες εί­ναι, πο­λύ συ­χνά, κεί­με­να ε­ξό­χως εν­δια­φέ­ρο­ντα, κα­θώς εκ­θέ­τουν, με συ­ντο­μία, το σκε­πτι­κό που τους ο­δή­γη­σε στην έκ­δο­ση και τις υ­ψη­λές σκο­πι­μό­τη­τες τις ο­ποίες θεω­ρούν ό­τι υ­πη­ρε­τούν με το έρ­γο τους...» Για του λό­γου το α­σφα­λές εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει 262 αγ­γε­λίες της πε­ριό­δου 1749-1821, τις ο­ποίες και ε­τοι­μα­ζό­ταν να εκ­δώ­σει, αλ­λά τον πρό­λα­βε έ­νας πρόω­ρος θά­να­τος. Τε­λι­κά, πα­ρου­σιά­ζο­νται 336 αγ­γε­λίες αυ­τής της πε­ριό­δου συν μια, κα­τα­χω­νια­σμέ­νη στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες ε­νός βι­βλίου θε­ο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα του 1734, η ο­ποία και α­φο­ρά τα ά­πα­ντα του Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου. Ού­τως ή άλ­λως, το χρο­νι­κό εύ­ρος δεί­χνει κά­πως σχη­μα­τι­κό, α­φού βα­σι­κή πη­γή για τις συ­γκε­ντρω­μέ­νες αγ­γε­λίες στά­θη­κε ο γνω­στός προ­ε­πα­να­στα­τι­κός Τύ­πος. Υπο­θέ­του­με πως το σύ­νο­λο των αγ­γε­λιών, ι­δίως για τις πε­ριό­δους, που δεν υ­πάρ­χουν ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά, θα πρέ­πει να α­πο­βαί­νει πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο των συ­γκε­ντρω­μέ­νων. Και εί­ναι λο­γι­κό μια χει­ρό­γρα­φη αγ­γε­λία ή και αυ­τό­νο­μα εκ­δι­δό­με­νη να λαν­θά­νει ευ­κο­λό­τε­ρα. Ακό­μη και οι εν­σω­μα­τω­μέ­νες σε ποι­κί­λα βι­βλία ή και δη­μο­σιευ­μέ­νες σε αλ­λό­τρια, κά­πο­τε και ξε­νό­γλωσ­σα, έ­ντυ­πα δυ­σκο­λό­τε­ρα ε­ντο­πί­ζο­νται. Ενώ, ο προ­ε­πα­να­στα­τι­κός Τύ­πος προ­σφέ­ρε­ται για μια συ­στη­μα­τι­κή α­πο­δελ­τίω­ση. Πά­ντως, το κυ­ρίως σώ­μα των συ­γκε­κρι­μέ­νων αγ­γε­λιών συ­γκε­ντρώ­νε­ται στην πρώ­τη ει­κο­σα­ε­τία του 19ου αιώ­να και μό­νο 59 αγ­γε­λίες έρ­χο­νται α­πό τον 18ο και πά­λι, κυ­ρίως, α­πό την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, ό­που το έ­τος 1800 κα­τα­χω­ρεί­ται στον 18ο.
Κά­πως πο­μπώ­δες φα­ντά­ζει αυ­τό το προ­ε­πα­να­στα­τι­κός Τύ­πος, ό­ταν, ε­ξαι­ρώ­ντας τις μη ευο­δω­θεί­σες προ­σπά­θειες και κά­ποιες θνη­σι­γε­νείς, πρό­κει­ται μό­νο για τρία έ­ντυ­πα και α­κό­μη, τέσ­σε­ρα βρα­χύ­βια, στις πα­ρα­μο­νές της Επα­νά­στα­σης. Και ο τό­πος έκ­δο­σής τους εί­ναι ου­σια­στι­κά έ­νας, η Βιέν­νη, ά­ντε και το Πα­ρί­σι, που, ό­ντας έ­δρα του Κο­ραή, φι­λο­ξέ­νη­σε τρία α­πό τα ο­λι­γό­ζωα. Ένα πα­ρά­πλευ­ρο κέρ­δος α­πό την συ­να­γω­γή των αγ­γε­λιών εί­ναι οι πλη­ρο­φο­ρίες που δί­νουν για το ι­στο­ρι­κό της έκ­δο­σης των ί­διων των ε­ντύ­πων, κα­θώς και ο­ρι­σμέ­νων άλ­λων που η έκ­δο­σή τους ναυά­γη­σε. Ένα τέ­τοιο πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι η ελ­λη­νι­κή ε­φη­με­ρί­δα, που ή­θε­λε να εκ­δώ­σει ο Δη­μή­τρης Θε­ο­χα­ρί­δης, με τον τίτ­λο «Εφη­με­ρίς». Ο ε­πί­δο­ξος εκ­δό­της και την ά­δεια εί­χε ε­ξα­σφα­λί­σει α­πό τις αυ­στρια­κές αρ­χές και αγ­γε­λία κα­τα­χώ­ρη­σε και δη, τρεις φο­ρές, στη «Wiener Zeitung», τον Μάϊο του 1789, ό­μως η έκ­δο­σή της δεν πραγ­μα­το­ποιή­θη­κε. Ωστό­σο, με τον ί­διο τίτ­λο και α­πό το ί­διο τυ­πο­γρα­φείο, του Μπά­ου­μαϊστε­ρ, εκ­δό­θη­κε η ε­φη­με­ρί­δα των α­δελ­φών Μαρ­κι­δών Πού­λιου, φί­λων του Ρή­γα. Ένα μο­νό­φυλ­λο, στις 16 Οκτω­βρίου 1790, κοι­νο­ποιεί την προ­σε­χή έκ­δο­σή της. Ενώ, ως αγ­γε­λία, πα­ρα­τί­θε­ται στον τό­μο το κύ­ριο άρ­θρο του πρώ­του τεύ­χους, με η­με­ρο­μη­νία 31 Δε­κεμ­βρίου 1790. Οι αυ­στρια­κές αρ­χές την σφρά­γι­σαν στις 2 Φε­βρουα­ρίου 1798, α­φού προ­η­γου­μέ­νως εί­χαν συλ­λά­βει τον μι­κρό­τε­ρο α­δελ­φό για ε­πα­να­στα­τι­κή δρά­ση. Η α­πο­δελ­τίω­ση της «Εφη­με­ρί­δος» α­πέ­φε­ρε τε­λι­κά 43 αγ­γε­λίες, δη­λα­δή το κυ­ρίως σώ­μα των αγ­γε­λιών για τον 18ο αιώ­να, α­πό τις ο­ποίες 19 α­φο­ρούν την ί­δια την ε­φη­με­ρί­δα και έ­ξι, εκ­δό­σεις του Ρή­γα.
Το δεύ­τε­ρο χρο­νο­λο­γι­κά έ­ντυ­πο, μάλ­λον πε­ριο­δι­κό πα­ρά ε­φη­με­ρί­δα, εί­ναι ο «Ερμής ο Λό­γιος», που κά­λυ­ψε την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή δε­κα­ε­τία. Δε­κα­πεν­θή­με­ρη έκ­δο­ση, με ε­μπνευ­στή τον Κο­ραή, χο­ρη­γό τον μη­τρο­πο­λί­τη Ιγνά­τιο Ουγ­γρο­βλα­χίας που ή­ταν ε­πι­κε­φα­λής της νε­ο­σύ­στα­της τό­τε Φι­λο­λο­γι­κής Εται­ρείας του Βου­κου­ρε­στίου και ε­πί τό­που διευ­θυ­ντή, τα πρώ­τα χρό­νια, τον Άνθι­μο Γα­ζή. Κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό την 1η Ια­νουα­ρίου 1811 μέ­χρι την 1η Μαΐου 1821, που σφρα­γί­στη­κε κι αυ­τό α­πό τις αυ­στρια­κές αρ­χές, με μια εν­διά­με­ση δια­κο­πή ε­νός έ­τους, το 1815, ό­ταν α­πε­χώ­ρη­σε ο Γα­ζής και μέ­χρι να α­να­λά­βουν δυο άλ­λοι α­φο­σιω­μέ­νοι ο­πα­δοί του Κο­ραή, ο Θεό­κλη­τος Φαρ­μα­κί­δης και ο Κων­στα­ντί­νος Κοκ­κι­νά­κης. Τις οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρειες που α­ντι­με­τώ­πι­ζε το πε­ριο­δι­κό, κα­θώς και τις προ­σπά­θειες του Γα­ζή να βρει τον κα­τάλ­λη­λο α­ντι­κα­τα­στά­τη, τις δί­νουν οι ί­διες οι αγ­γε­λίες. Συ­νο­λι­κά α­πο­δελ­τιώ­νο­νται 111 και 18 α­να­δη­μο­σιεύ­σεις α­πό τα συ­νυ­πάρ­χο­ντα ε­κεί­να τα χρό­νια έ­ντυ­πα, ό­που 19 α­φο­ρούν το ί­διο το πε­ριο­δι­κό και τέσ­σε­ρις εί­ναι α­να­κοι­νώ­σεις για την προ­σε­χή έκ­δο­ση άλ­λων ε­ντύ­πων.
Τρί­το μα­κρο­χρό­νιο έ­ντυ­πο, που κα­λύ­πτει την ί­δια χρο­νι­κή πε­ρίο­δο με τον «Λό­γιο Ερμή», αν και αυ­τό ε­πέ­δει­ξε με­γα­λύ­τε­ρη προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τα, γι΄ αυ­τό και κα­τόρ­θω­σε να ε­πι­βιώ­σει με­τε­πα­να­στα­τι­κά, μέ­χρι το 1836, εί­ναι η ε­φη­με­ρί­δα, «Ελλη­νι­κός Τη­λέ­γρα­φος», του τυρ­να­βιώ­τη για­τρού Δη­μή­τρη Αλε­ξαν­δρί­δη, η ο­ποία δια­δέχ­θη­κε μια βρα­χύ­βια ε­φη­με­ρί­δα με τίτ­λο «Ει­δή­σεις δια τα Ανα­το­λι­κά Μέ­ρη». Εκδι­δό­ταν δυο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα και ξε­κί­νη­σε στις αρ­χές Ια­νουα­ρίου του 1812. Από το 1817 εί­χε και φι­λο­λο­γι­κό πα­ράρ­τη­μα, τον «Φι­λο­λο­γι­κό Τη­λέ­γρα­φο». Πα­ρα­πλή­σια εί­ναι η σο­δειά αγ­γε­λιών, που α­πέ­φε­ρε, 115 αγ­γε­λίες και 8 α­να­δη­μο­σιεύ­σεις, ό­που 44 α­φο­ρούν την ε­φη­με­ρί­δα και το φι­λο­λο­γι­κό της πα­ράρ­τη­μα και ε­πτά τον «Λό­γιο Ερμή», κα­θώς συ­ζη­τιό­ταν να α­πο­κτή­σουν τον ί­διο διευ­θυ­ντή.
Ο προ­ε­πα­να­στα­τι­κός Τύ­πος συ­μπλη­ρώ­νε­ται με τα έ­ντυ­πα τις τε­λευ­ταίας τριε­τίας. Το βιεν­νέ­ζι­κο, δε­κα­πεν­θή­με­ρο πε­ριο­δι­κό «Καλ­λιό­πη», που εκ­δό­θη­κε την 1η Ια­νουα­ρίου 1819, ως α­ντί­πα­λο δέ­ος προς τον «Λό­γιο Ερμή», με ε­μπνευ­στή τον Πα­να­γιώ­τη Κο­δρι­κά και διευ­θυ­ντή τον κα­θη­γη­τή Αθα­νά­σιο Στα­γει­ρί­τη. Συ­νέ­χι­σε να εκ­δί­δε­ται μέ­χρι την έ­κρη­ξη της Επα­νά­στα­σης και α­πο­φέ­ρει 13 αγ­γε­λίες και πέ­ντε α­να­δη­μο­σιεύ­σεις α­πό τον «Λό­γιο Ερμή» και τον «Φι­λο­λο­γι­κό Τη­λέ­γρα­φο». Την ί­δια πε­ρίο­δο, αλ­λά σε ά­τα­κτα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, εκ­δό­θη­κε στο Πα­ρί­σι α­πό τον Σπυ­ρί­δω­να Κόν­δο το πε­ριο­δι­κό «Μέ­λισ­σα», φί­λα κεί­με­νο προς τον Κο­ραή, και τα πλέ­ον βρα­χύ­βια «Αθη­νά» και «Μου­σείον» του Πά­νου Ιωαν­νί­δη, έ­ξι τεύ­χη το πρώ­το και ως συ­νέ­χειά του, έ­να τεύ­χος το δεύ­τε­ρο. Απο­δί­δουν πέ­ντε αγ­γε­λίες η «Μέ­λισ­σα», δυο η «Αθη­νά» και τρεις το «Μου­σείον». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ό­σο α­φο­ρά την α­πο­δελ­τίω­ση των ε­ντύ­πων, αν στο ευ­ρε­τή­ριο του τό­μου γι­νό­ταν προ­σε­κτι­κό­τε­ρος δια­χω­ρι­σμός των σε­λί­δων, στις ο­ποίες έ­να έ­ντυ­πο α­να­φέ­ρε­ται ως πη­γή α­πό τις γε­νι­κές α­να­φο­ρές σε αυ­τό, ο α­να­γνώ­στης θα εί­χε ει­κό­να του α­ριθ­μού των αγ­γε­λιών που αν­τλή­θη­καν α­πό κά­θε έ­ντυ­πο. Σε αυ­τό θα βο­η­θού­σε η πα­ρά­θε­ση ε­νός σχε­τι­κού πί­να­κα. Χρή­σι­μα στοι­χεία, αν υ­πο­θέ­σου­με πως οι α­πο­δελ­τιώ­σεις των ε­ντύ­πων εί­ναι πλή­ρεις. Την συ­να­γω­γή κλεί­νει μια αγ­γε­λία ερ­χό­με­νη α­πό την Ελλά­δα. Πρό­κει­ται για την “α­να­κή­ρυ­ξη” του εκ­δό­τη της «Ελλη­νι­κής Σάλ­πιγ­γος» Φαρ­μα­κί­δη, δη­μο­σιευ­μέ­νη στο πρώ­το φύλ­λο της ε­φη­με­ρί­δας, που κυ­κλο­φό­ρη­σε την 1η Αυ­γού­στου 1821, στην Κα­λα­μά­τα. Αυ­τή α­νή­κει στο με­γα­λύ­τε­ρο σώ­μα αγ­γε­λιών, το α­πλω­μέ­νο έως το 1850, που εί­χε κα­τά νου να εκ­δώ­σει ο Ηλιού.
Ωστό­σο, η πη­γή των αγ­γε­λιών εν­δια­φέ­ρει κυ­ρίως τους ι­στο­ρι­κούς και ως στοι­χείο για την α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα των συ­γκε­ντρω­μέ­νων αγ­γε­λιών. Όσο α­φο­ρά τον τό­μο, το ου­σια­στι­κό εί­ναι κα­τά πό­σο οι αγ­γε­λίες συμ­βάλ­λουν κι αυ­τές με τη σει­ρά τους ως κεί­με­να, στον ε­πι­διω­κό­με­νο τό­τε φω­τι­σμό του Γέ­νους, ό­πως οι εκ­δό­σεις που προ­α­ναγ­γέλ­λουν και για την ευό­δω­ση των ο­ποίων ζη­τούν να εγ­γρά­ψουν συν­δρο­μη­τές. Με βά­ση τον κα­τα­το­πι­στι­κό πρό­λο­γο της Πο­λέ­μη, η α­πή­χη­ση των αγ­γε­λιών δεί­χνει αμ­φίρ­ρο­πη, α­φού οι μι­σές αγ­γε­λίες κα­τέ­λη­ξαν σε έκ­δο­ση και οι άλ­λες μι­σές ναυά­γη­σαν. Πά­ντως, σκια­γρα­φούν τις α­ξίες και τις προ­τε­ραιό­τη­τες των λο­γίων σε ε­κεί­νες τις δε­κα­ε­τίες και κυ­ρίως, το θε­μα­τι­κό εύ­ρος των εκ­δό­σεων. Εκτός α­πό τις αγ­γε­λίες που έ­χουν ως θέ­μα τον ί­διο τον Τύ­πο, προ­α­ναγ­γέλ­λο­νται ι­στο­ρι­κά και ε­γκυ­κλο­παι­δι­κά λε­ξι­κά, βι­βλία αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τείας και ελ­λη­νι­στι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ι­στο­ρι­κά και ε­πι­στη­μο­νι­κά συγ­γράμ­μα­τα, εγ­χει­ρί­δια για την ελ­λη­νι­κή και ξε­νό­γλω­σα λε­ξι­κά και α­κό­μη, παι­δι­κά και θε­ο­λο­γι­κά βι­βλία. Επί­σης, δεν λεί­πει το λο­γο­τε­χνι­κό βι­βλίο, έ­στω κι αν δεν α­ξιο­λο­γεί­ται ως ε­πεί­γον για το Γέ­νος. Μι­κρό αλ­λά α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό το δείγ­μα που με­τα­φρά­ζε­ται α­πό “τα πο­λυ­θρύλ­λη­τα της φι­λο­λο­γίας των φω­τι­σμέ­νων ε­θνώ­ν”· Ο Τη­λέ­μα­χος του Φε­νε­λόν, ο Αγά­θων του Βει­λάν­δου, ο Γιλ Βλας του Λε Σα­ζ, τα “η­θι­κά διη­γή­μα­τα” του Βερ­να­δί­νου Σαι­μπιέρ­ρου. Εκδί­δο­νται, ε­πί­σης, τα φι­λό­πο­να έρ­γα των γη­γε­νών, ό­πως ο «Νέ­ος Ερω­τό­κρι­τος» του Διο­νυ­σίου Φω­τει­νού και τα ποιη­τι­κά του Μι­χά­λη Περ­δι­κά­ρη και του Δη­μη­τρίου Γου­ζέ­λη, για τα ο­ποία κα­τα­χω­ρού­νται αγ­γε­λίες στον «Φι­λο­λο­γι­κό Τη­λέ­γρα­φο». Συ­νταγ­μέ­νες οι αγ­γε­λίες α­πό τους συγ­γρα­φείς, πα­ρό­τι α­κο­λου­θούν έ­να στε­ρεό­τυ­πο εκ­φρα­στι­κά σχή­μα, δί­νουν ευ­κρι­νή ει­κό­να των πε­ριε­χο­μέ­νων, κα­θώς κα­τα­βάλ­λουν προ­σπά­θειες ό­χι μό­νο να κι­νή­σουν το εν­δια­φέ­ρον αλ­λά και να διε­γεί­ρουν τη φι­λο­τι­μία για οι­κο­νο­μι­κή α­ρω­γή. Για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη, πα­ρα­τί­θε­νται διε­ξο­δι­κά βι­βλιο­γρα­φι­κά στοι­χεία ως συ­νο­δευ­τι­κά κα­θε­μίας αγ­γε­λίας.
Ο Ηλιού, και κα­τά τη συλ­λο­γή των αγ­γε­λιών, α­κο­λού­θη­σε τη γραμ­μή Κο­ραή, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας το θρη­σκευ­τι­κό βι­βλίο ή του­λά­χι­στον, το κομ­μά­τι του που α­ντι­μα­χό­ταν τον Δια­φω­τι­σμό. Εξ ου και ο τίτ­λος του βι­βλίου, που, σή­με­ρα, μπο­ρεί να φαί­νε­ται κι­νέ­ζι­κος, τό­τε, ό­μως, κυ­ριο­λε­κτού­σε. Αγγε­λίες μό­νο για βι­βλία που προο­ρί­ζο­νταν για τον φω­τι­σμόν του Γέ­νους, δη­λα­δή κο­σμι­κά και ό­σα θρη­σκευ­τι­κά έρ­χο­νταν α­πό λό­γιο πε­ρι­βάλ­λον, ό­πως αυ­τό των πα­ρα­δου­νά­βιων πε­ριο­χών. Ανε­ξάρ­τη­τα αν συν­δρο­μη­τές εγ­γρά­φο­νταν και για τα άλ­λα, τα, τρό­πον τι­νά, ψυ­χο­φθό­ρα κα­τά τους δια­φω­τι­στές. Μά­λι­στα, αυ­τά φαί­νε­ται πως μο­νο­πω­λού­σαν το εν­δια­φέ­ρον των α­να­γνω­στών στην κυ­ρίως Ελλά­δα. Ανά­με­σα στα αυ­τόχ­θο­να μπε­στ σέλ­λερ της ε­πο­χής α­να­φέ­ρο­νται και τα έρ­γα του Νι­κό­δη­μου του Αγιο­ρεί­τη. Για πα­ρά­δειγ­μα, τρεις με­τα­θα­νά­τιες εκ­δό­σεις, που έ­γι­ναν το 1819 στη Βε­νε­τία, ο «Κή­πος Χα­ρί­των», το «Επι­στο­λαί Παύ­λου» και ο «Νέ­ος Συ­να­ξα­ρι­στής», σε τρεις τό­μους, ε­ξα­σφά­λι­σαν 1894 συν­δρο­μη­τές για 3715 α­ντί­τυ­πα.
Πι­θα­νο­λο­γού­με πως θα υ­πήρ­ξαν και σχε­τι­κές αγ­γε­λίες, που δεν α­πο­κλείε­ται και να δη­μο­σιεύ­θη­καν στον Τύ­πο, πέ­ρα α­πό τα μο­νό­φυλ­λα, που μπο­ρεί να κυ­κλο­φό­ρη­σαν. Τώ­ρα, αν στό­χος της συλ­λο­γής των αγ­γε­λιών και γε­νι­κό­τε­ρα των βι­βλιο­γρα­φή­σεων εί­ναι η συγ­γρα­φή, εν ευ­θέ­τω χρό­νω, μιας πο­λι­τι­σμι­κής ι­στο­ρίας, τό­τε μάλ­λον θα πρέ­πει να λη­φθούν υ­πό­ψη ό­λες οι συ­νι­στώ­σες, α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κές και κα­θη­λω­τι­κές. Πά­ντως, μια και ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 200 χρό­νια α­πό το θά­να­το του Νι­κό­δη­μου, του­λά­χι­στον η νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία τού ο­φεί­λει μια τι­μη­τι­κή μνεία για ό­σους συγ­γρα­φείς ε­νέ­πνευ­σε. Ένας α­πό αυ­τούς, αλ­λά ό­χι και ο μο­να­δι­κός, εί­ναι ο Ν. Γ. Πε­ντζί­κης. Αν, βε­βαίως, το Γέ­νος δεν εί­χε φω­τι­στεί, δεν θα ή­ταν σε θέ­ση να ε­κτι­μή­σει έ­ναν Πε­ντζί­κη.
Τέ­λος, οι αγ­γε­λίες εί­ναι α­ξια­νά­γνω­στες και για έ­ναν ε­πι­πλέ­ον λό­γο. Αντα­να­κλούν πώς ο ελ­λη­νι­κός δη­μο­σιο­γρα­φι­κός Τύ­πος έ­μα­θε, α­πό τα γεν­νο­φά­σκιά του, στη ρη­το­ρεία και τον δι­πλω­μα­τι­κό ε­λιγ­μό. Από κά­θε ά­πο­ψη, λοι­πόν, πρό­κει­ται για έ­να α­κό­μη πο­λύ­τι­μο βι­βλίο “α­πό τα κα­τά­λοι­πα του Φί­λιπ­που Ηλιού.”

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου