Δημήτρης Σωτάκης
«Η ανάσταση
του Μάικλ Τζάκσον»
Εκδόσεις Κέδρος
Φεβρουάριος 2014
Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του δημοφιλούς αμερικανού τραγουδιστή, συνθέτη και χορευτή Μάικλ Τζάκσον, ο Δημήτρης Σωτάκης αποφασίζει να τον αναστήσει. Λάτρης ο ίδιος της ποπ μουσικής, ιδιαίτερα εκείνης της εφηβείας του, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, δηλαδή τα χρόνια που ο Τζάκσον μεσουρανούσε, τι πιο φυσικό από το να συντάξει τη βιογραφία του αποκαλούμενου “βασιλιά της ποπ”. Συνέπεσε, μάλιστα, όταν αυτός ξημεροβραδιαζόταν στο Λονδίνο, γράφοντας μουσική, με δική του μπάντα, ο Τζάκσον, με τις εκκεντρικότητές του, να γίνεται η πέτρα του σκανδάλου. Κι όμως, όποιος έχει διαβάσει Σωτάκη, που σημαίνει τα έξι μυθιστορήματα και τη μία συλλογή διηγημάτων της πρώτης του συγγραφικής δεκαπενταετίας, ένα παρόμοιο βιβλίο θα το απέκλειε ως κατ’ εξοχήν ρεαλιστικό και προβλέψιμο για να θέλξει έναν ορκισμένο θιασώτη του παράδοξου. Το γεγονός ότι τα περικειμενικά στοιχεία, τίτλος και εξώφυλλο, εστιάζουν σε μία προσωπικότητα, της οποίας τον βίο και την πολιτεία, δηλαδή ένα πλουσιότατο μυθιστορηματικό υλικό, η αφήγηση παρακάμπτει, δείχνει τον προκλητικό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας γυρίζει την πλάτη στο συμβατικό στήσιμο ενός μυθιστορήματος.
Ο Σωτάκης, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ισχυρίζεται, ότι θα μπορούσε να είχε διαλέξει και το οποιοδήποτε άλλο μεγάλο αστέρι της μουσικής, αναφέροντας τους Έλβις Πρίσλεϋ και Τζων Λέννον. Κι όμως, ορισμένα χαρακτηριστικά που επιλέγει να κρατήσει από τη βιογραφία του Τζάκσον δείχνουν πως η επιλογή δεν έγινε και τόσο τυχαία. Τα στοιχεία ταύτισης πραγματικού και μυθιστορηματικού Τζάκσον, συγκρινόμενα με το μύθο που έχει καλλιεργηθεί γύρω από το πρόσωπό του, θα χαρακτηρίζονταν λεπτομέρειες. Ωστόσο, αποβαίνουν σημαντικά, καθώς φωτίζουν τον άνθρωπο πίσω από τον σταρ. Ξεκινούν με “τα δύσκολα παιδικά χρόνια”, που ανακαλεί ο νεκραναστημένος Τζάκσον. “Τον πατέρα που τον έδερνε, την αλκοολική μητέρα, τα μαλλιά του, που πολλές φορές άλλαζε”. Όταν ο Τζάκσον επανέρχεται επί γης, δηλαδή ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας, δείχνει σεμνός, ευαίσθητος και αγνός, όπως ακριβώς περιγράφουν τον σταρ οι δικοί του άνθρωποι. Αδιαφορεί για τη λαμπρή σταδιοδρομία του, έχοντας σαν μοναδική έγνοια να αναγνωριστεί ως ποιητής. Αγάπη στην ποίηση έτρεφε και ο πραγματικός Τζάκσον. Είχε εκδώσει και μία μοναδική ποιητική συλλογή, ένα λυρικό ποίημα για τον πλανήτη Γη. Η ποιητική συλλογή του μυθιστορηματικού θα εκδοθεί, όταν θα έχουν πια χαθεί τα ίχνη της γήινης παρουσίας του.
Το βασικότερο, όμως, στοιχείο είναι ότι ο Τζάκσον στάθηκε σε όλη του τη ζωή άρρωστα έμμονος, όπως οι προσφιλείς στον Σωτάκη ήρωες. Ο κεντρικός ήρωας του πρόσφατου βιβλίου του διακατέχεται κι αυτός από μία έμμονη ιδέα. Ο Τζάκσον φλέρταρε με την αλλαγή του προσώπου του, που σήμαινε, κατά μία εκδοχή, της φυλετικής του ταυτότητας. Αλλά είτε επεδίωκε να γίνει λευκός είτε να αποκτήσει μία πλασματική παιδικότητα, το όλο εγχείρημα τού είχε γίνει έμμονη ιδέα, συντελώντας στον πρόωρο θάνατό του. Αντιστοίχως, ο καινούριος ήρωας του Σωτάκη, βυθισμένος στην κατάθλιψη, ηδονίζεται με την ιδέα της αυτοχειρίας. Κι αυτός μία μοναχική ύπαρξη, όπως λέγεται ότι ήταν ο Τζάκσον, παρά το πλήθος που τον περιέβαλε.
Μέχρι που γεννάται το ερώτημα· ο συγγραφέας, από ποιόν από τους δυο, ξεκίνησε. Επέλεξε πρώτα τον Τζάκσον, πρόσωπο πάντα στην επικαιρότητα, επικουρώντας έτσι τη συζήτηση, που καλλιεργούν τα ΜΜΕ γύρω από ένα βιβλίο και η οποία αποτελεί για έναν συγγραφέα πρώτιστο ζητούμενο. Και στη συνέχεια, με βάση αυτόν, δημιούργησε μία συγγενική ψυχή, ώστε να είναι ο “εκλεκτός”, τον οποίο θα επιλέξει ο Τζάκσον για να φανερωθεί κατά τη δεύτερη επί γης παρουσία του. Ή, αντιστρόφως, έπλασε τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή, που δεν ονοματίζεται αλλά αναδύεται ως ο “εκλεκτός” για το μυθιστόρημα ιδεών, που ισχυρίζεται ότι ήθελε να γράψει. Όπως και να έχει, είναι ένα δίδυμο με ταραγμένο ψυχισμό, που, αρχικά, οι γιατροί, τόσο εκείνος που παρακολουθεί τον αφηγητή, όσο και ο θεράπων του πραγματικού Τζάκσον, τοποθετούν στην περιοχή της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης. Στη συνέχεια, όμως, όταν ο αφηγητής πληροφορεί τον γιατρό του, ότι φιλοξενεί στο σπίτι του τον Μάικλ Τζάκσον αυτοπροσώπως, εκείνος ανασκευάζει τη διάγνωσή του. Διαπιστώνει απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, ταυτόχρονα, μη συνειδητοποίηση από τον ασθενή της νοσηρής του κατάστασης, και κυρίως, επικράτηση “φαντασιωσικών κατασκευών”. Προφανώς, αυτά τα συμπεράσματα δεν τα συζητάει μαζί του, διαφαίνονται, όμως, στην αλλαγή πλεύσης της ιατρικής υποστήριξης. Ο συγγραφέας παραθέτει ακριβολόγο αναφορά των χορηγούμενων φαρμάκων για να δείξει τη διάγνωση μετακύλισης από την βαριά κατάθλιψη στην σχιζοφρένεια, όπου τα αντιψυχωσικά παίρνουν τη θέση της ομάδας των αντικαταθλιπτικών, που δοκίμαζε μέχρι τότε.
Ο Σωτάκης χρησιμοποιεί ως όχημα την περίπτωση ενός ψυχωσικού για να κινηθεί στο χώρο του φανταστικού μυθιστορήματος. Αν, όμως, θέλουμε να παραμείνουμε σε ρεαλιστικά πλαίσια, θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, που μετεωρίζεται στα δυσκόλως προσεγγίσιμα όρια της ψυχοπαθολογίας. Από μία άποψη, πόσο διαφέρει ο κόσμος του ψυχωσικού από εκείνον του φανταστικού αφηγήματος. Μόνο που, στην πρώτη περίπτωση, τις ανατρεπτικές καταστάσεις τις γεννά η κατ’ εξοχήν γόνιμη φαντασία του πάσχοντος. Το μυθιστόρημα θα χαρακτηριζόταν “καταστασιακό”, με την έννοια ότι εξελίσσεται με βάση την δεδομένη ψυχολογική διάθεση του αφηγητή, χωρίς αναφορές στο παρελθόν του. Σε αντίθεση με ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα, που θα αναζητούσε κάποια φροϋδική ερμηνεία της καταθλιπτικής εμμονής του ή, ακόμη, θα έκανε αναδρομή στην οικογενειακή και ερωτική ζωή του. Εδώ, η κακή ή καλή διάθεσή του δεν εξαρτάται από την εργασία του ή από τους δυο γείτονές του, τους μοναδικούς με τους οποίους κάνει παρέα, αλλά από την αδήριτη ανάγκη της μόνωσης, που συνιστά σύμπτωμα της ασθένειάς του.
Στο φανταστικό μυθιστόρημα του Σωτάκη, διαπλέκονται δυο λόγοι, σε εναλλασσόμενα κεφάλαια, που διακρίνονται και με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία. Το αφηγηματικό μέρος ή και κυρίως σώμα, που χωρίζεται σε έντεκα αριθμημένα κεφάλαια, και το, σύμφωνα με μία οπτική, αυτοαναλυτικής φύσεως, που μετρά οκτώ κεφάλαια, κατά πολύ συντομότερα. Όλα ξεκινούν μία καλοκαιριάτικη νύχτα με καταιγίδα, που προκρίνεται ως το προσφυές σκηνικό για επισκέπτες από το υπερπέραν. Όπως, καλή ώρα, ο Τζάκσον, που χτύπησε την πόρτα του αφηγητή, ζητώντας στέγη και τροφή. Εκτός κι αν πρόκειται για δική του παραίσθηση, που δικαιολογείται ως ανεπιθύμητη παρενέργεια του νέου ισχυρότερου αντικαταθλιπτικού, που ανήκει στην οικογένεια των τετρακυκλικών. Αδιάφορο, αφού εκείνο στο οποίο επικεντρώνεται η αφήγηση είναι οι καταστάσεις που δημιουργεί ο ερχομός του ξένου, όπως μία πρώτη “βόλτα στην πόλη” και κυρίως, τα προβλήματα που δημιουργεί η συγκατοίκηση.
“Η διαχείριση του χρόνου” από τον ήρωα, που έχει παγιδευθεί στη μοναξιά του, στέκεται αδύνατη. Παρόλο που ο τόπος, από το σπίτι του μέχρι την πόλη, περιγράφονται ως “χαριτωμένα” και το φάσμα του Τζάκσον σαν τέρας διακριτικότητας. Εμμέσως, ο συγγραφέας ειρωνεύεται την αισιοδοξία των ανθρώπων πως μπορεί να έχουν την ευκαιρία μίας καινούριας αρχής, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να γίνουν άλλοι άνθρωποι. Η αφήγηση δείχνει πως κάθε προσπάθεια προς αυτήν την ευοίωνη προοπτική αντίκειται στην ίδια την ανθρώπινη συνθήκη. Ο Σωτάκης τοποθετεί το μυθιστόρημά του σε μία παραποτάμια πρωτεύουσα αμερικανικής πολιτείας, θυμίζοντας πολιτεία του Μισσισιπή. Κι όμως, οι περιγραφές της γέφυρας, του κόσμου που συρρέει στα καφέ και βασικά, οι επικρατούσες “συνθήκες φωτός και ραστώνης”, παραμένουν ελληνικές. Όπως, άλλωστε, και άλλα μυθοπλαστικά ευρήματα, σαν “την τρύπα ενός υπονόμου την οποία είχαν ξεχάσει ακάλυπτη οι εργάτες ενός δημοτικού συνεργείου” και στοίχισε τη ζωή μιας γυναίκας, σε συνδυασμό με τις απανωτές μηνύσεις προς δικαίωση του συζύγου, που μένουν άκαρπες. Όλα αντανακλούν το γνώριμο αθηναϊκό τοπίο. Ο συγγραφέας στήνει κωμικές σκηνές, ακόμη και παραμορφώνοντας τους χαρακτήρες των ηρώων του. Για παράδειγμα, ο Μάικλ παρουσιάζεται, σε ορισμένα κεφάλαια, ως μία γραφική φιγούρα, πλήρως χειραγωγούμενη. Σαν να πρόκειται περί σκύλου, που προσφέρεται για υιοθεσία. Ασχέτως αν η χειραγώγηση ενός σταρ από τους μάνατζερ δεν διαφέρει και πολύ από τον τρόπο που επιδεικνύει κανείς ένα κατοικίδιο.
Κεντρικός άξονας του μυθιστορήματος είναι ο στοχασμός, που αναπτύσσει ο αφηγητής, πως τίποτα στη ζωή, της ίδιας της ζωής συμπεριλαμβανομένης, δεν έχει αξία. Στις διατυπώσεις των σκέψεών του, παρασύρεται σε κυνικές παραδοχές, που δείχνουν μάλλον κοινότοπες, καθώς ολισθαίνουν προς εύκολα αξιώματα. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Πόλεμος», οι κάτοικοι της πόλης δέχονται επίθεση από έναν εχθρό, που ακούει στο γενικόλογο, “φασίστες”. Η περιγραφή παραμένει ασαφής, πάντως αφήνουν πίσω τους “καταφαγωμένα σώματα”. Ένα αντίστοιχο κεφάλαιο συλλογικού πανικού, υπάρχει στο τελευταίο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμώνα, «Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες». Και στις δυο περιπτώσεις, το έναυσμα έρχεται από την πρόσφατη πραγματικότητα. Από τους “αγανακτισμένους πολίτες” στου Χειμώνα, από τους Χρυσαυγίτες στου Σωτάκη. Μόνο που ο δεύτερος αφήνει να φανεί, πλην της οργής για τα κακώς κείμενα, και διάθεση διδακτισμού. Στις παραχωρήσεις που κάνει ο συγγραφέας προς άγραν ενός πλατύτερου κοινού, θα υπολογίζαμε και την σεξουαλική πανδαισία ενός άλλου κεφαλαίου με τον τίτλο «Γιούπι!».
Σαν εξομολογητικά τα παρεμβαλλόμενα κεφάλαια, δείχνουν ετερόκλητα και συνακόλουθα, μάλλον άνισα, τουλάχιστον ως προς την πρωτοτυπία των εμπειριών που πολιορκούν. Το πιο ενδιαφέρον μέρος του μυθιστορήματος, σύμφωνα με τη δική μας, πιθανώς και έκκεντρη ανάγνωση, βρίσκεται στα κεφάλαια και των δυο διαπλεκόμενων λόγων, που περιγράφουν την αυτοκαταστροφική διάθεση. Σε αυτά, το πώς βιώνεται ή και φαντασιώνεται η άφεση στην ενόρμηση του θανάτου αποδίδεται με την λεπτομερή περιγραφή του αισθήματος της βύθισης. Σαν μια τελετουργία αυτοχειριασμού, που προχωράει μέχρι την ταφή και την επαναφορά στη ζωή. Συνοψίζοντας τη γενικότερη εντύπωση, ο Σωτάκης, στο καινούριο του μυθιστόρημα, κατορθώνει να δείξει την επισφαλή γειτνίαση νοσηρού και υγιούς, φαντασιακού και πραγματικού. Από μία άποψη, κάνει μία πολλά υποσχόμενη είσοδο στην ηλικιακά πέμπτη δεκαετία του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 1/6/2014.