Έφηβος Βασιλικός Πύθωνας
ή ο πύθων της κρίσης.
Νίκος Α. Μάντης
«Πέτρα ψαλίδι χαρτί»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Νοέμβριος 2014
Ακόμη δεν τον είδαμε Γιαννάκη τον βαφτίσαμε. Αλλά άπαξ και τον βαφτίσαμε, που σημαίνει ότι αποδεχτήκαμε πως έχει προκύψει ιδιαίτερη κατηγορία βιβλίων που εντάσσονται στη “λογοτεχνία της κρίσης”, αυτά πολλαπλασιάζονται. Η θεματική ομπρέλα, έτσι κι αλλιώς, είναι μεγάλη. Αρκεί να υπάρχει έστω και ένας ήρωας άστεγος, απολυμένος από την εργασία του ή, γενικότερα, δυστυχής, δεδομένης και πρόσφατης βρετανικής έρευνας επιστημονικού επιπέδου, που έδειξε ότι δυστυχία στα λογοτεχνικά βιβλία Αγγλόφωνων και Γερμανόφωνων, μέσα στην τελευταία δεκαετία, σημαίνει οικονομική δυστυχία. Για ακόμη, μάλιστα, μεγαλύτερο άνοιγμα αυτής της νεότευκτης λογοτεχνικής κατηγορίας, φτάνει η υπόθεση του βιβλίου να εκτυλίσσεται στην “Αθήνα της κρίσης”. Όσο αφορά την Ελλάδα της κρίσης, αυτή υπάρχει μόνο ως αναφορά, καθώς σπανίως η ιστορία απλώνεται στον υπόλοιπο γεωγραφικό χώρο, όπως στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Χρήστου Οικονόμου, «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα».
Από αυτήν την άποψη, είναι ενδεικτικό πως το πρώτο μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας, που απέσπασε βραβείο, τιτλοφορείται «Άγρια Ακρόπολη». Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, Νίκο Μάντη, είναι “ένα καθαρόαιμο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, στο οποίο οι σημερινοί εφιάλτες προβάλλονται στην Αθήνα του 2159 μ.Χ.”, η οποία περιγράφεται ως “μία εντελώς διεθνοποιημένη κοινωνία πολυεθνικών, βασισμένη στους κανόνες διοίκησης του εταιρικού μάνατζμεντ”. Η ορολογία υποδηλώνει τη νομική ιδιότητα του Νίκου Λαμπρόπουλου, που κρυβόταν μέχρι πρότινος πίσω από το ψευδώνυμο Νίκος Μάντης. Ο ίδιος αποκάλυψε την ψευδωνυμία μετά τη βράβευση και του εν λόγω, τρίτου πεζογραφικού βιβλίου του, μη αντέχοντας στον πειρασμό της προβολής.
Η συγκεκριμένη κατηγορία πεζογραφικών βιβλίων, χάρις και στο εύρος της θεματικής που επιτρέπει, τείνει να καλύψει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής. Σε αυτό συμβάλλουν, βιβλιοπαρουσιαστές και κριτικοί, που “αγκαλιάζουν” βιβλία αυτού του τύπου, καθώς τους δίνουν την ευκαιρία να γράψουν για “τα καυτά προβλήματα της επικαιρότητας”, καταπώς αποκαλούνται στο δημοσιογραφίζον λεκτικό τα οικονομικά επακόλουθα της κρίσης. Ο χαρακτηρισμός λογοτεχνικό βιβλίο, προκύπτει μάλλον σαν παρελκόμενος, παρά ως διαπίστωση βάσει αισθητικών κριτηρίων, αποβλέποντας στη μεγαλύτερη προβολή του συγκεκριμένου τύπου βιβλίων. Ηθογραφήματα ή προς αποφόρτιση του κακόσημου χαρακτήρα της λέξης, νεοηθογραφήματα, ρεαλιστικά ή και έκδηλα νατουραλιστικά, που τελευταία επικράτησε να αναφέρονται, και πάλι προς εξωραϊσμό της λέξης, “φέτες ζωής”, απαξάπαντα συστήνονται ως λογοτεχνία. Στη συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων, δεν γίνεται, τουλάχιστον επί του παρόντος, λόγος περί παραλογοτεχνίας.
Οι οποιεσδήποτε κρίσεις, όμως, πολιτικές παλαιότερα, οικονομικές σήμερα, επαναφέρουν στο προσκήνιο την ασαφώς οριζόμενη αλλά σημαντική στη συλλογική συνείδηση “τάξη των διανοουμένων”. Εντός της οποίας, οι συγγραφείς αποτελούν ένα ηγεμονικό τμήμα. Έτσι, επανακάμπτουν συζητήσεις για τον “συγγραφέα σε περιβάλλον κρίσης” ή “απέναντι στην κρίση”, συνοπτικότερα, για “τον ρόλο του συγγραφέα”. Προκύπτουν ημερίδες, συναντήσεις, κύκλοι και συναφείς εκδηλώσεις, όπου “έγκριτα μέλη της συγγραφικής κοινότητας” αποφαίνονται υπέρ ενός ενεργού ρόλου του συγγραφέα σε περιόδους αιχμής. Το βασικότερο, απενοχοποιούν τον τυχόν επικαιρικό χαρακτήρα του έργου του. Οπότε εκείνος ενδίδει στη μυθοπλαστική ευκολία, που εξασφαλίζει το πληθωρικό σε αφορμές και γεγονότα παρόν, με αναπαυμένη τη συνείδησή του πως ανταποκρίνεται σε ό,τι η συγγραφική κοινότητα αντιλαμβάνεται ως “πιεστικό αίτημα της κοινωνίας”.
Εικάζουμε πως αίσθημα υποχρέωσης απέναντι στη χειμαζόμενη χώρα θα πρέπει να ώθησε τον Μάντη να συμβάλλει με ένα δεύτερο βιβλίο στη “λογοτεχνία της κρίσης”. Ίσως και αδικώντας εαυτόν, καθώς το ετοίμασε σε “χρόνο ντε τε”, κατά τη σλανγκ των ηρώων του. Νοέμβριο 2013 βγήκε από το τυπογραφείο το «Άγρια Ακρόπολη», Νοέμβριο 2014 το «Πέτρα ψαλίδι χαρτί». Πιθανώς, λόγω στενότητας χρόνου, αυτό το δεύτερο δεν βγήκε μυθιστόρημα. Απεφεύχθη, πάντως, χάρις στην ευρηματικότητα του συγγραφέα, ο συνήθης αντιεμπορικός χαρακτηρισμός “συλλογή διηγημάτων”. Ο χαρακτηρισμός “σπονδυλωτό μυθιστόρημα”, που επέλεξε, δηλώνει ότι πρόκειται για κάτι “σαν μυθιστόρημα”, ανεξάρτητα αν αυτό βρίσκεται πλησιέστερα σε συλλογή “σύντομων ιστοριών”. Στην παρουσίαση των αυτόνομων ιστοριών ως τμημάτων μίας ενότητας, βοηθά η τοποθέτησή τους στον ίδιο χρόνο και τόπο, δηλαδή στην “Αθήνα της κρίσης”. Βασικό, πάντως, τέχνασμα για την επίτευξη του σπονδυλωτού χαρακτήρα παραμένει το πηγαινέλα των ηρώων από τη μία ιστορία στην άλλη, αλλάζοντας θέση στο καστ των προσώπων, από πρωταγωνιστές σε δευτεραγωνιστές ή και απλώς αναφερόμενα πρόσωπα.
Για το πλάσιμο των αθλίων της Αθήνας, η προσωπική εμπειρία δεν είναι απαραίτητη. Ούτε ο Ουγκώ είχε κατεβή στους υπονόμους των Παρισίων. Επιπροσθέτως, σήμερα, με την ηλεκτρονική ενημέρωση, δεν απαιτείται ούτε καν επιτόπια έρευνα. Ωστόσο, ο Μάντης, παρουσιάζοντας το βιβλίο του, ισχυρίζεται πως ήρωες και καταστάσεις, “είναι όλα και όλοι, μασκαρεμένοι, επινοημένοι αλλά και εντελώς υπαρκτοί”. Προσθέτει, μάλιστα, πως έχει αγωνία “να μην προδώσει και να μην προδοθεί”. Οπότε, πιθανώς να αντλεί και από τη δικηγορική του εμπειρία. Οι εξομολογητικές εκφράσεις, πάντως, που χρησιμοποιεί, ξενίζουν με την αδόκιμη εκφραστική τους, που μάλλον υποδηλώνει συγγραφική αμηχανία: “Πρώτη φορά αγγίζω με το δέρμα της τέχνης μου καυτές επιφάνειες, άγριες, τσιμεντένιες.” “Για πρώτη φορά προσπάθησα να αρμέξω την μπαναλιτέ της ζωής”. Εκτός κι αν επιζητά να εναρμονιστεί με τους “μπανάλ” ήρωές του, παρασυρόμενος και από “το δέρμα της ψυχής μου”, που τραγουδάει η Λένα Αλκαίου.
Το μότο του μυθιστορήματος είναι από τον χρυσό δίσκο του Άκη Πάνου. “Θέλω να τα πω όπως υπάρχουν στο μυαλό / Θέλω να τα πω σα να παραμιλώ”. Ο συγγραφέας με αυτό το τριάντα τόσο χρόνων σουξέ προϊδεάζει για την προφορικότητα των ιστοριών του και το χύμα χαρακτήρα όσων λόγων εκφέρουν οι ήρωες ή αρθρώνουν ενδομύχως. Δίπλα στους στίχους του τραγουδοποιού, ως μότο του πρώτου κεφαλαίου, επιλέγεται η ερμηνεία του πρώτου οριενταλιστή Σιλβέστρου ντε Σάσυ για τους “ασσασσίνους”. Επίκαιρη η ανάκληση αυτής της ισλαμικής αίρεσης, που τρομοκρατούσε τους Σταυροφόρους, θεωρώντας τη δολοφονία των εχθρών θρησκευτικό καθήκον. Δέκα αιώνες αργότερα, μόνο η ετυμολογία των λέξεων αλλάζει. Η πρόσφατη αίρεση των τζιχαντιστών, με την ονομασία της, υπογραμμίζει την ιερότητα του πολέμου. Η ονοματοδοσία της παλαιότερης έγινε από το χασίς, με το οποίο οι πιστοί περιέρχονταν σε οραματική έκσταση για τους μελλούμενους παραδείσους, ενδυναμώνοντας εαυτούς προ της φονικής δράσης.
Το μότο του πρώτου κεφαλαίου εισάγει τους “ασσασσίνους” ως κυρίαρχους ήρωες ολόκληρου του μυθιστορήματος, έστω κι αν δεν έχουν νευραλγικό ρόλο σε όλους τους σπονδύλους του. Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εμφανίζονται μετανάστες - κυρίως Αλβανοί, μετά προστέθηκαν οι Σλαβόφωνοι - στα πεζογραφήματα νεότερων συγγραφέων. Κατά κανόνα, παρουσιάζονται ως ηθικά στοιχεία, που αδικούνται. Ο Μάντης τους παρουσιάζει μεν ως “ασσασσίνους”, αλλά εξ ανάγκης. Σε κάποιους, μάλιστα, δίνει χαρακτηριστικά τραγικού ήρωα. Όλοι τους κινούνται εν μέσω θιάσου, αποτελούμενου από τρομοκρατημένους ντόπιους. Αυτοί οι αλλοδαποί “ασσασσίνοι” πρωταγωνιστούν στις πιο εντυπωσιακές “φέτες ζωής”, που αντλεί από “το γκρίζο παρόν”, ενώ συμμετέχουν και στη μελλοντολογική ουρά του μυθιστορήματος. Κάτι σαν μυθιστόρημα φαντασίας, όχι όμως επιστημονικής, αλλά ιδεολογικοπολιτικής. Σε σύγκριση με το προηγούμενο μυθιστόρημά του, θα το χαρακτηρίζαμε “λάιτ” μελλοντολογία, τουλάχιστον ως προς το μέγεθος της προβολής στο μέλλον. Αντί των αρχών του 22ου αιώνα, που φαντασιωνόταν στο προηγούμενο, εδώ αρκείται στην επινόηση για την επαύριον μιας κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας”, πλασμένης στο πρότυπο παλαιότερων δικτατορικών καθεστώτων. Αυτή προκύπτει ως επακόλουθο της κρίσης, αλλά και της ανικανότητας πολιτικών προοδευτικής παράταξης. Στερεότυπη σύλληψη, καθώς υιοθετεί τις ζοφερές προβλέψεις της κρίσης για άνθιση της “λαϊκίστικης ριζοσπαστικής δεξιάς”.
Η κρίση, στις διαδοχικές φάσεις της, αποτυπώνεται σε μία μόνο από τις συνολικά πέντε ιστορίες του βιβλίου. Μένει, όμως, η εντύπωση ότι κυριαρχεί, καθώς οι ιστορίες τεμαχίζονται και τα τμήματά τους παρατάσσονται σε μία μάλλον αυθαίρετη σειρά. Ακριβέστερα, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο είναι το εκτενέστερο, με έξι κεφάλαια και τις τέσσερις ιστορίες, από τις οποίες οι δυο ολοκληρώνονται σε ένα κεφάλαιο, μία απλώνεται σε δυο μη συνεχόμενα κεφάλαια, ενώ η ιστορία της κρίσης καταλαμβάνει το πρώτο και το έκτο κεφάλαιο, με ένα τελευταίο τμήμα να αυτονομείται στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, που έχει ένα μόνο κεφάλαιο. Αυτοτελής η πέμπτη ιστορία, εξελίσσεται στο δεύτερο μέρος, που χωρίζεται σε τρία συνεχόμενα κεφάλαια.
Ουσιαστικά, πρόκειται για τέσσερις “φέτες ζωής” συν μία παρωδία. Η βασική “φέτα ζωής” είναι αυτή της κρίσης, που ξεκινάει στο πρώτο κεφαλαίο, με δυο πρεζάκηδες, ψιλοδιαρρήκτες για τη δόση τους, έναν Αλβανό, που ήρθε δεκάχρονος στην Ελλάδα και τον συμμαθητή του, Ρουμάνο, που έγινε Χρυσαυγίτης και είδε φως, καθώς, από παιδί της σφαλιάρας, μεταμορφώθηκε σε σωστό “ασσασσίνο”. Ο συγγραφέας δοκιμάζει και δοκιμάζεται σε περισσότερους αφηγηματικούς τρόπους. Σε αυτήν, την πρώτη “φέτα ζωής”, καθώς είναι χωρισμένη σε τρία μέρη, επεξεργάζεται τρεις αφηγηματικές μορφές. Στο πρώτο τεμάχιο της ιστορίας, παρουσιάζει τον βίο και την πολιτεία του διδύμου των μεταναστών μέσα από το μακρύ μονόλογο του Αλβανού, που κρατάει, όση ώρα πηγαίνει πεζή, από Ομόνοια μέχρι Φορμίωνος στο Παγκράτι και στη συνέχεια, μέχρι Φραντζή στο Νέο Κόσμο.
Ναρκομανής, με έντονα συμπτώματα συνδρόμου στέρησης, περπατάει, τρέχει, τρεκλίζει, παρόλα αυτά ούτε στιγμή δεν χάνει τον ειρμό κατά τις παρελθοντικές αναδρομές. Γιατί αν τον έχανε, πολύ θα δυσκόλευε τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας, αυτήν την παραχώρηση στην αναγνωσιμότητα του πονήματός του, την αντισταθμίζει με μακριές προτάσεις χωρίς τελεία στο αρμόζον ιδιόλεκτο, αλλά και με επιταχυνόμενο ρυθμό, ανάλογο με τη σύγχυση που διακατέχει τον ήρωα. Περιγράφει στέκια και αστυνομικές καταδιώξεις, παράλληλα με την εξιστόρηση των δεινών των Αλβανών. Πολλαπλώς ιστορημένα μεν, αλλά εδώ γίνονται πλέον ερεθιστικά, καθώς η ταλαίπωρη Αλβανή μητέρα κατόρθωσε μεν να παντρευτεί Έλληνα, αλλά της προέκυψε παιδεραστής. Το θύμα, η βιασθείσα, Αλβανίδα κόρη, πρωταγωνιστεί, στο καταληκτικό κεφάλαιο, ως άλλη Αντιγόνη, σε ρόλο ντετέκτιβ-εκδικητή.
Το δεύτερο τεμάχιο, για την τύχη του Ρουμάνου, έχει τη μορφή σύντομων, διαδοχικών στιχομυθιών μεταξύ δυο προσώπων, χωρίς αφηγηματικές γέφυρες. Ενώ, το τρίτο, γύρω από την κατάληξη της αλβανικής οικογένειας, προσομοιάζει με μυθιστορηματικό θρίλερ. Εδώ, σε αντιπαράθεση προς την αλβανική οδύσσεια, αναπαρίσταται η ζωή τριμελούς οικογένειας των βορείων προαστίων, που κατοικεί σε μεζονέτα της Πολιτείας τετρακοσίων τετραγωνικών. Ο συγγραφέας, για να αποδώσει με επάρκεια τους αυτουργούς της κρίσης, επιστρατεύει όλα τα σχετικά στερεότυπα, αναμεμιγμένα με εκκεντρικές συνήθειες πλουσίων, όπως έναν έφηβο πύθωνα ως κατοικίδιο.
Η δεύτερη “φέτα ζωής”, που αποτελείται από δυο μέρη, αφορά ένα ζευγάρι δικηγόρων, με επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία στον ιδιωτικό τομέα, μεσαίας οικονομικής επιφάνειας, που του συμβαίνουν απίθανες ατυχίες. Κατ’ αρχήν, αποκτά ένα βρέφος-τέρας, “το μωρό της κρίσης”, όπως το αποκάλεσαν. Ενώ, στο δεύτερο μέρος, αφού έχουν απαλλαγεί από το παιδί, χωρίς συναισθηματικές αβαρίες, ουσιαστικά το έχουν ξεχάσει σε Ίδρυμα, υφίστανται τις συνήθεις οικονομικές συνέπειες της κρίσης. Μόνο που σε αυτούς φθάνουν μέχρι το βιασμό της γυναίκας από διαρρήκτη, που πληροφορήθηκε πως έκρυβαν στο διαμέρισμά τους μισό εκατομμύριο ευρώ, το οποίο είχαν αποσύρει για μεγαλύτερη ασφάλεια, και μπούκαρε. Το δράμα, όμως, του συζύγου βρίσκεται στο ό,τι εκείνη το απήλαυσε. Τελικά, ο ληστής ήταν ο Ρουμάνος-Χρυσαυγίτης της προηγούμενης ιστορίας. Διαφορετικής ατμόσφαιρας είναι το πρώτο τμήμα της ιστορίας τους, που επικεντρώνεται στη σχέση της μητέρας της γυναίκας με το τερατόμορφο εγγόνι της. Ο συγγραφέας περιγράφει επίσκεψή της στο ίδρυμα, συνδυάζοντας σκηνές ωμού ρεαλισμού με ονειρικού τύπου φαντασιώσεις. Ως αποτέλεσμα, η ψυχολογία της γυναίκας δείχνει μάλλον αντιφατική.
Γενικότερα, δεν τον απασχολούν τόσο οι χαρακτήρες. Σε μεγαλύτερη έκταση, σκιαγραφεί χαρακτηριστικούς τύπους για να αποτυπώσει νοσηρές έως και βδελυρές καταστάσεις. Γι’ αυτό και επιμένει σε μετανάστες, Χρυσαυγίτες, διεφθαρμένους πολιτικούς, ιδεολογικούς ινστρούχτορες επί Χούντας, που κατέληξαν μίζεροι γέροντες, και ακόμη, ομοφυλόφιλους με αηδή χούγια. Παράδειγμα, η τρίτη “φέτα ζωής”, όπου ξεδιπλώνει την τόσο προσφιλή στα ΜΜΕ ιστορία, με τους μετανάστες να στοιβάζονται σε παλαιές πολυκατοικίες του αθηναϊκού κέντρου. Προτιμά την πλέον ενδιαφέρουσα εκδοχή, που θέλει τον θύτη να είναι κι αυτός αλλοδαπός. Επινοεί, ωστόσο, και μία ιστορία, που ακόμη δεν έχει προκύψει, ή, τουλάχιστον, δεν αποτέλεσε είδηση των ΜΜΕ. Στο ίδιο κελί των φυλακών Κορυδαλλού, βρίσκονται κρατούμενοι, ένας βασανιστής επί Χούντας και ένα από τα θύματά του, τότε φοιτητής, που εξελίχτηκε σε γενικό γραμματέα υπουργείου και υπέπεσε στο σφάλμα του δωροληψίας.
Στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο τοποθετείται και το δεύτερο μέρος. Πρόκειται για μία παρωδία της μεταπολιτευτικής περιόδου, που φτάνει μέχρι σήμερα, αποκτώντας χρονικό εύρος μιας ακεραίας γενιάς, από τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ, το 1981, μέχρι τη φυλάκιση του πρώτου τη τάξει υπουργού. Θυμίζουμε πως η παπανδρεϊκή περίοδος έχει αποδοθεί με τον τρόπο της παρωδίας, χωρίς χονδροειδείς απλοποιήσεις, από τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, προ κρίσης, στο μυθιστόρημα «Το χρονικό του Δαρείου».
Ο Μάντης επιλέγει για το βιβλίο του έναν τίτλο, που δείχνει κρυπτικός, ακόμη και σε όσους έχουν παίξει κάποτε το “πέτρα μολύβι ψαλίδι χαρτί”. Ή, στη νεότερη μορφή του, “πέτρα ψαλίδι χαρτί”, που επιλέγεται ως τίτλος και υπαγορεύει την εικόνα εξωφύλλου. Στο παιχνίδι, η πέτρα νικάει το ψαλίδι, αφού μπορεί να το καταστρέψει, εκείνο νικάει παρομοίως το χαρτί, που νικάει την πέτρα, αφού μπορεί όχι να την καταστρέψει αλλά να την εξαφανίσει, τυλίγοντάς την. Σύμφωνα με το κειμενάκι του οπισθόφυλλου, το παιχνίδι υποτίθεται ότι αναφέρεται στις τύχες των κατοίκων της χώρας σε κρίση. Ντόπιων και μεταναστών. Αν η εκάστοτε εξουσία είναι η πέτρα, αυτή αφανίζει τους έχοντες, αφού εκείνοι έχουν προηγουμένως αφανίσει τους μη έχοντες, κυρίως τους αλλοδαπούς μετανάστες. Τελικά, όμως, σύμφωνα με τη μυθοπλασία, αυτοί αποβαίνουν οι κερδισμένοι, αφού επιζούν, εγκαταλείποντας τη βυθιζόμενη χώρα. Μήπως θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι, κατά τη συγγραφική φαντασία, αυτοί θα συγγράψουν και την ιστορία της; Γιατί, στην παλαιά εκδοχή του παιχνιδιού, το μολύβι νικάει το χαρτί, που νίκησε την πέτρα, που νίκησε το ψαλίδι.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/5/2015.
ή ο πύθων της κρίσης.
Νίκος Α. Μάντης
«Πέτρα ψαλίδι χαρτί»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Νοέμβριος 2014
Ακόμη δεν τον είδαμε Γιαννάκη τον βαφτίσαμε. Αλλά άπαξ και τον βαφτίσαμε, που σημαίνει ότι αποδεχτήκαμε πως έχει προκύψει ιδιαίτερη κατηγορία βιβλίων που εντάσσονται στη “λογοτεχνία της κρίσης”, αυτά πολλαπλασιάζονται. Η θεματική ομπρέλα, έτσι κι αλλιώς, είναι μεγάλη. Αρκεί να υπάρχει έστω και ένας ήρωας άστεγος, απολυμένος από την εργασία του ή, γενικότερα, δυστυχής, δεδομένης και πρόσφατης βρετανικής έρευνας επιστημονικού επιπέδου, που έδειξε ότι δυστυχία στα λογοτεχνικά βιβλία Αγγλόφωνων και Γερμανόφωνων, μέσα στην τελευταία δεκαετία, σημαίνει οικονομική δυστυχία. Για ακόμη, μάλιστα, μεγαλύτερο άνοιγμα αυτής της νεότευκτης λογοτεχνικής κατηγορίας, φτάνει η υπόθεση του βιβλίου να εκτυλίσσεται στην “Αθήνα της κρίσης”. Όσο αφορά την Ελλάδα της κρίσης, αυτή υπάρχει μόνο ως αναφορά, καθώς σπανίως η ιστορία απλώνεται στον υπόλοιπο γεωγραφικό χώρο, όπως στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Χρήστου Οικονόμου, «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα».
Από αυτήν την άποψη, είναι ενδεικτικό πως το πρώτο μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας, που απέσπασε βραβείο, τιτλοφορείται «Άγρια Ακρόπολη». Σύμφωνα με τον συγγραφέα του, Νίκο Μάντη, είναι “ένα καθαρόαιμο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, στο οποίο οι σημερινοί εφιάλτες προβάλλονται στην Αθήνα του 2159 μ.Χ.”, η οποία περιγράφεται ως “μία εντελώς διεθνοποιημένη κοινωνία πολυεθνικών, βασισμένη στους κανόνες διοίκησης του εταιρικού μάνατζμεντ”. Η ορολογία υποδηλώνει τη νομική ιδιότητα του Νίκου Λαμπρόπουλου, που κρυβόταν μέχρι πρότινος πίσω από το ψευδώνυμο Νίκος Μάντης. Ο ίδιος αποκάλυψε την ψευδωνυμία μετά τη βράβευση και του εν λόγω, τρίτου πεζογραφικού βιβλίου του, μη αντέχοντας στον πειρασμό της προβολής.
Η συγκεκριμένη κατηγορία πεζογραφικών βιβλίων, χάρις και στο εύρος της θεματικής που επιτρέπει, τείνει να καλύψει σχεδόν το σύνολο της παραγωγής. Σε αυτό συμβάλλουν, βιβλιοπαρουσιαστές και κριτικοί, που “αγκαλιάζουν” βιβλία αυτού του τύπου, καθώς τους δίνουν την ευκαιρία να γράψουν για “τα καυτά προβλήματα της επικαιρότητας”, καταπώς αποκαλούνται στο δημοσιογραφίζον λεκτικό τα οικονομικά επακόλουθα της κρίσης. Ο χαρακτηρισμός λογοτεχνικό βιβλίο, προκύπτει μάλλον σαν παρελκόμενος, παρά ως διαπίστωση βάσει αισθητικών κριτηρίων, αποβλέποντας στη μεγαλύτερη προβολή του συγκεκριμένου τύπου βιβλίων. Ηθογραφήματα ή προς αποφόρτιση του κακόσημου χαρακτήρα της λέξης, νεοηθογραφήματα, ρεαλιστικά ή και έκδηλα νατουραλιστικά, που τελευταία επικράτησε να αναφέρονται, και πάλι προς εξωραϊσμό της λέξης, “φέτες ζωής”, απαξάπαντα συστήνονται ως λογοτεχνία. Στη συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων, δεν γίνεται, τουλάχιστον επί του παρόντος, λόγος περί παραλογοτεχνίας.
Οι οποιεσδήποτε κρίσεις, όμως, πολιτικές παλαιότερα, οικονομικές σήμερα, επαναφέρουν στο προσκήνιο την ασαφώς οριζόμενη αλλά σημαντική στη συλλογική συνείδηση “τάξη των διανοουμένων”. Εντός της οποίας, οι συγγραφείς αποτελούν ένα ηγεμονικό τμήμα. Έτσι, επανακάμπτουν συζητήσεις για τον “συγγραφέα σε περιβάλλον κρίσης” ή “απέναντι στην κρίση”, συνοπτικότερα, για “τον ρόλο του συγγραφέα”. Προκύπτουν ημερίδες, συναντήσεις, κύκλοι και συναφείς εκδηλώσεις, όπου “έγκριτα μέλη της συγγραφικής κοινότητας” αποφαίνονται υπέρ ενός ενεργού ρόλου του συγγραφέα σε περιόδους αιχμής. Το βασικότερο, απενοχοποιούν τον τυχόν επικαιρικό χαρακτήρα του έργου του. Οπότε εκείνος ενδίδει στη μυθοπλαστική ευκολία, που εξασφαλίζει το πληθωρικό σε αφορμές και γεγονότα παρόν, με αναπαυμένη τη συνείδησή του πως ανταποκρίνεται σε ό,τι η συγγραφική κοινότητα αντιλαμβάνεται ως “πιεστικό αίτημα της κοινωνίας”.
Εικάζουμε πως αίσθημα υποχρέωσης απέναντι στη χειμαζόμενη χώρα θα πρέπει να ώθησε τον Μάντη να συμβάλλει με ένα δεύτερο βιβλίο στη “λογοτεχνία της κρίσης”. Ίσως και αδικώντας εαυτόν, καθώς το ετοίμασε σε “χρόνο ντε τε”, κατά τη σλανγκ των ηρώων του. Νοέμβριο 2013 βγήκε από το τυπογραφείο το «Άγρια Ακρόπολη», Νοέμβριο 2014 το «Πέτρα ψαλίδι χαρτί». Πιθανώς, λόγω στενότητας χρόνου, αυτό το δεύτερο δεν βγήκε μυθιστόρημα. Απεφεύχθη, πάντως, χάρις στην ευρηματικότητα του συγγραφέα, ο συνήθης αντιεμπορικός χαρακτηρισμός “συλλογή διηγημάτων”. Ο χαρακτηρισμός “σπονδυλωτό μυθιστόρημα”, που επέλεξε, δηλώνει ότι πρόκειται για κάτι “σαν μυθιστόρημα”, ανεξάρτητα αν αυτό βρίσκεται πλησιέστερα σε συλλογή “σύντομων ιστοριών”. Στην παρουσίαση των αυτόνομων ιστοριών ως τμημάτων μίας ενότητας, βοηθά η τοποθέτησή τους στον ίδιο χρόνο και τόπο, δηλαδή στην “Αθήνα της κρίσης”. Βασικό, πάντως, τέχνασμα για την επίτευξη του σπονδυλωτού χαρακτήρα παραμένει το πηγαινέλα των ηρώων από τη μία ιστορία στην άλλη, αλλάζοντας θέση στο καστ των προσώπων, από πρωταγωνιστές σε δευτεραγωνιστές ή και απλώς αναφερόμενα πρόσωπα.
Για το πλάσιμο των αθλίων της Αθήνας, η προσωπική εμπειρία δεν είναι απαραίτητη. Ούτε ο Ουγκώ είχε κατεβή στους υπονόμους των Παρισίων. Επιπροσθέτως, σήμερα, με την ηλεκτρονική ενημέρωση, δεν απαιτείται ούτε καν επιτόπια έρευνα. Ωστόσο, ο Μάντης, παρουσιάζοντας το βιβλίο του, ισχυρίζεται πως ήρωες και καταστάσεις, “είναι όλα και όλοι, μασκαρεμένοι, επινοημένοι αλλά και εντελώς υπαρκτοί”. Προσθέτει, μάλιστα, πως έχει αγωνία “να μην προδώσει και να μην προδοθεί”. Οπότε, πιθανώς να αντλεί και από τη δικηγορική του εμπειρία. Οι εξομολογητικές εκφράσεις, πάντως, που χρησιμοποιεί, ξενίζουν με την αδόκιμη εκφραστική τους, που μάλλον υποδηλώνει συγγραφική αμηχανία: “Πρώτη φορά αγγίζω με το δέρμα της τέχνης μου καυτές επιφάνειες, άγριες, τσιμεντένιες.” “Για πρώτη φορά προσπάθησα να αρμέξω την μπαναλιτέ της ζωής”. Εκτός κι αν επιζητά να εναρμονιστεί με τους “μπανάλ” ήρωές του, παρασυρόμενος και από “το δέρμα της ψυχής μου”, που τραγουδάει η Λένα Αλκαίου.
Το μότο του μυθιστορήματος είναι από τον χρυσό δίσκο του Άκη Πάνου. “Θέλω να τα πω όπως υπάρχουν στο μυαλό / Θέλω να τα πω σα να παραμιλώ”. Ο συγγραφέας με αυτό το τριάντα τόσο χρόνων σουξέ προϊδεάζει για την προφορικότητα των ιστοριών του και το χύμα χαρακτήρα όσων λόγων εκφέρουν οι ήρωες ή αρθρώνουν ενδομύχως. Δίπλα στους στίχους του τραγουδοποιού, ως μότο του πρώτου κεφαλαίου, επιλέγεται η ερμηνεία του πρώτου οριενταλιστή Σιλβέστρου ντε Σάσυ για τους “ασσασσίνους”. Επίκαιρη η ανάκληση αυτής της ισλαμικής αίρεσης, που τρομοκρατούσε τους Σταυροφόρους, θεωρώντας τη δολοφονία των εχθρών θρησκευτικό καθήκον. Δέκα αιώνες αργότερα, μόνο η ετυμολογία των λέξεων αλλάζει. Η πρόσφατη αίρεση των τζιχαντιστών, με την ονομασία της, υπογραμμίζει την ιερότητα του πολέμου. Η ονοματοδοσία της παλαιότερης έγινε από το χασίς, με το οποίο οι πιστοί περιέρχονταν σε οραματική έκσταση για τους μελλούμενους παραδείσους, ενδυναμώνοντας εαυτούς προ της φονικής δράσης.
Το μότο του πρώτου κεφαλαίου εισάγει τους “ασσασσίνους” ως κυρίαρχους ήρωες ολόκληρου του μυθιστορήματος, έστω κι αν δεν έχουν νευραλγικό ρόλο σε όλους τους σπονδύλους του. Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εμφανίζονται μετανάστες - κυρίως Αλβανοί, μετά προστέθηκαν οι Σλαβόφωνοι - στα πεζογραφήματα νεότερων συγγραφέων. Κατά κανόνα, παρουσιάζονται ως ηθικά στοιχεία, που αδικούνται. Ο Μάντης τους παρουσιάζει μεν ως “ασσασσίνους”, αλλά εξ ανάγκης. Σε κάποιους, μάλιστα, δίνει χαρακτηριστικά τραγικού ήρωα. Όλοι τους κινούνται εν μέσω θιάσου, αποτελούμενου από τρομοκρατημένους ντόπιους. Αυτοί οι αλλοδαποί “ασσασσίνοι” πρωταγωνιστούν στις πιο εντυπωσιακές “φέτες ζωής”, που αντλεί από “το γκρίζο παρόν”, ενώ συμμετέχουν και στη μελλοντολογική ουρά του μυθιστορήματος. Κάτι σαν μυθιστόρημα φαντασίας, όχι όμως επιστημονικής, αλλά ιδεολογικοπολιτικής. Σε σύγκριση με το προηγούμενο μυθιστόρημά του, θα το χαρακτηρίζαμε “λάιτ” μελλοντολογία, τουλάχιστον ως προς το μέγεθος της προβολής στο μέλλον. Αντί των αρχών του 22ου αιώνα, που φαντασιωνόταν στο προηγούμενο, εδώ αρκείται στην επινόηση για την επαύριον μιας κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας”, πλασμένης στο πρότυπο παλαιότερων δικτατορικών καθεστώτων. Αυτή προκύπτει ως επακόλουθο της κρίσης, αλλά και της ανικανότητας πολιτικών προοδευτικής παράταξης. Στερεότυπη σύλληψη, καθώς υιοθετεί τις ζοφερές προβλέψεις της κρίσης για άνθιση της “λαϊκίστικης ριζοσπαστικής δεξιάς”.
Η κρίση, στις διαδοχικές φάσεις της, αποτυπώνεται σε μία μόνο από τις συνολικά πέντε ιστορίες του βιβλίου. Μένει, όμως, η εντύπωση ότι κυριαρχεί, καθώς οι ιστορίες τεμαχίζονται και τα τμήματά τους παρατάσσονται σε μία μάλλον αυθαίρετη σειρά. Ακριβέστερα, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο είναι το εκτενέστερο, με έξι κεφάλαια και τις τέσσερις ιστορίες, από τις οποίες οι δυο ολοκληρώνονται σε ένα κεφάλαιο, μία απλώνεται σε δυο μη συνεχόμενα κεφάλαια, ενώ η ιστορία της κρίσης καταλαμβάνει το πρώτο και το έκτο κεφάλαιο, με ένα τελευταίο τμήμα να αυτονομείται στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, που έχει ένα μόνο κεφάλαιο. Αυτοτελής η πέμπτη ιστορία, εξελίσσεται στο δεύτερο μέρος, που χωρίζεται σε τρία συνεχόμενα κεφάλαια.
Ουσιαστικά, πρόκειται για τέσσερις “φέτες ζωής” συν μία παρωδία. Η βασική “φέτα ζωής” είναι αυτή της κρίσης, που ξεκινάει στο πρώτο κεφαλαίο, με δυο πρεζάκηδες, ψιλοδιαρρήκτες για τη δόση τους, έναν Αλβανό, που ήρθε δεκάχρονος στην Ελλάδα και τον συμμαθητή του, Ρουμάνο, που έγινε Χρυσαυγίτης και είδε φως, καθώς, από παιδί της σφαλιάρας, μεταμορφώθηκε σε σωστό “ασσασσίνο”. Ο συγγραφέας δοκιμάζει και δοκιμάζεται σε περισσότερους αφηγηματικούς τρόπους. Σε αυτήν, την πρώτη “φέτα ζωής”, καθώς είναι χωρισμένη σε τρία μέρη, επεξεργάζεται τρεις αφηγηματικές μορφές. Στο πρώτο τεμάχιο της ιστορίας, παρουσιάζει τον βίο και την πολιτεία του διδύμου των μεταναστών μέσα από το μακρύ μονόλογο του Αλβανού, που κρατάει, όση ώρα πηγαίνει πεζή, από Ομόνοια μέχρι Φορμίωνος στο Παγκράτι και στη συνέχεια, μέχρι Φραντζή στο Νέο Κόσμο.
Ναρκομανής, με έντονα συμπτώματα συνδρόμου στέρησης, περπατάει, τρέχει, τρεκλίζει, παρόλα αυτά ούτε στιγμή δεν χάνει τον ειρμό κατά τις παρελθοντικές αναδρομές. Γιατί αν τον έχανε, πολύ θα δυσκόλευε τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας, αυτήν την παραχώρηση στην αναγνωσιμότητα του πονήματός του, την αντισταθμίζει με μακριές προτάσεις χωρίς τελεία στο αρμόζον ιδιόλεκτο, αλλά και με επιταχυνόμενο ρυθμό, ανάλογο με τη σύγχυση που διακατέχει τον ήρωα. Περιγράφει στέκια και αστυνομικές καταδιώξεις, παράλληλα με την εξιστόρηση των δεινών των Αλβανών. Πολλαπλώς ιστορημένα μεν, αλλά εδώ γίνονται πλέον ερεθιστικά, καθώς η ταλαίπωρη Αλβανή μητέρα κατόρθωσε μεν να παντρευτεί Έλληνα, αλλά της προέκυψε παιδεραστής. Το θύμα, η βιασθείσα, Αλβανίδα κόρη, πρωταγωνιστεί, στο καταληκτικό κεφάλαιο, ως άλλη Αντιγόνη, σε ρόλο ντετέκτιβ-εκδικητή.
Το δεύτερο τεμάχιο, για την τύχη του Ρουμάνου, έχει τη μορφή σύντομων, διαδοχικών στιχομυθιών μεταξύ δυο προσώπων, χωρίς αφηγηματικές γέφυρες. Ενώ, το τρίτο, γύρω από την κατάληξη της αλβανικής οικογένειας, προσομοιάζει με μυθιστορηματικό θρίλερ. Εδώ, σε αντιπαράθεση προς την αλβανική οδύσσεια, αναπαρίσταται η ζωή τριμελούς οικογένειας των βορείων προαστίων, που κατοικεί σε μεζονέτα της Πολιτείας τετρακοσίων τετραγωνικών. Ο συγγραφέας, για να αποδώσει με επάρκεια τους αυτουργούς της κρίσης, επιστρατεύει όλα τα σχετικά στερεότυπα, αναμεμιγμένα με εκκεντρικές συνήθειες πλουσίων, όπως έναν έφηβο πύθωνα ως κατοικίδιο.
Η δεύτερη “φέτα ζωής”, που αποτελείται από δυο μέρη, αφορά ένα ζευγάρι δικηγόρων, με επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία στον ιδιωτικό τομέα, μεσαίας οικονομικής επιφάνειας, που του συμβαίνουν απίθανες ατυχίες. Κατ’ αρχήν, αποκτά ένα βρέφος-τέρας, “το μωρό της κρίσης”, όπως το αποκάλεσαν. Ενώ, στο δεύτερο μέρος, αφού έχουν απαλλαγεί από το παιδί, χωρίς συναισθηματικές αβαρίες, ουσιαστικά το έχουν ξεχάσει σε Ίδρυμα, υφίστανται τις συνήθεις οικονομικές συνέπειες της κρίσης. Μόνο που σε αυτούς φθάνουν μέχρι το βιασμό της γυναίκας από διαρρήκτη, που πληροφορήθηκε πως έκρυβαν στο διαμέρισμά τους μισό εκατομμύριο ευρώ, το οποίο είχαν αποσύρει για μεγαλύτερη ασφάλεια, και μπούκαρε. Το δράμα, όμως, του συζύγου βρίσκεται στο ό,τι εκείνη το απήλαυσε. Τελικά, ο ληστής ήταν ο Ρουμάνος-Χρυσαυγίτης της προηγούμενης ιστορίας. Διαφορετικής ατμόσφαιρας είναι το πρώτο τμήμα της ιστορίας τους, που επικεντρώνεται στη σχέση της μητέρας της γυναίκας με το τερατόμορφο εγγόνι της. Ο συγγραφέας περιγράφει επίσκεψή της στο ίδρυμα, συνδυάζοντας σκηνές ωμού ρεαλισμού με ονειρικού τύπου φαντασιώσεις. Ως αποτέλεσμα, η ψυχολογία της γυναίκας δείχνει μάλλον αντιφατική.
Γενικότερα, δεν τον απασχολούν τόσο οι χαρακτήρες. Σε μεγαλύτερη έκταση, σκιαγραφεί χαρακτηριστικούς τύπους για να αποτυπώσει νοσηρές έως και βδελυρές καταστάσεις. Γι’ αυτό και επιμένει σε μετανάστες, Χρυσαυγίτες, διεφθαρμένους πολιτικούς, ιδεολογικούς ινστρούχτορες επί Χούντας, που κατέληξαν μίζεροι γέροντες, και ακόμη, ομοφυλόφιλους με αηδή χούγια. Παράδειγμα, η τρίτη “φέτα ζωής”, όπου ξεδιπλώνει την τόσο προσφιλή στα ΜΜΕ ιστορία, με τους μετανάστες να στοιβάζονται σε παλαιές πολυκατοικίες του αθηναϊκού κέντρου. Προτιμά την πλέον ενδιαφέρουσα εκδοχή, που θέλει τον θύτη να είναι κι αυτός αλλοδαπός. Επινοεί, ωστόσο, και μία ιστορία, που ακόμη δεν έχει προκύψει, ή, τουλάχιστον, δεν αποτέλεσε είδηση των ΜΜΕ. Στο ίδιο κελί των φυλακών Κορυδαλλού, βρίσκονται κρατούμενοι, ένας βασανιστής επί Χούντας και ένα από τα θύματά του, τότε φοιτητής, που εξελίχτηκε σε γενικό γραμματέα υπουργείου και υπέπεσε στο σφάλμα του δωροληψίας.
Στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο τοποθετείται και το δεύτερο μέρος. Πρόκειται για μία παρωδία της μεταπολιτευτικής περιόδου, που φτάνει μέχρι σήμερα, αποκτώντας χρονικό εύρος μιας ακεραίας γενιάς, από τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ, το 1981, μέχρι τη φυλάκιση του πρώτου τη τάξει υπουργού. Θυμίζουμε πως η παπανδρεϊκή περίοδος έχει αποδοθεί με τον τρόπο της παρωδίας, χωρίς χονδροειδείς απλοποιήσεις, από τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, προ κρίσης, στο μυθιστόρημα «Το χρονικό του Δαρείου».
Ο Μάντης επιλέγει για το βιβλίο του έναν τίτλο, που δείχνει κρυπτικός, ακόμη και σε όσους έχουν παίξει κάποτε το “πέτρα μολύβι ψαλίδι χαρτί”. Ή, στη νεότερη μορφή του, “πέτρα ψαλίδι χαρτί”, που επιλέγεται ως τίτλος και υπαγορεύει την εικόνα εξωφύλλου. Στο παιχνίδι, η πέτρα νικάει το ψαλίδι, αφού μπορεί να το καταστρέψει, εκείνο νικάει παρομοίως το χαρτί, που νικάει την πέτρα, αφού μπορεί όχι να την καταστρέψει αλλά να την εξαφανίσει, τυλίγοντάς την. Σύμφωνα με το κειμενάκι του οπισθόφυλλου, το παιχνίδι υποτίθεται ότι αναφέρεται στις τύχες των κατοίκων της χώρας σε κρίση. Ντόπιων και μεταναστών. Αν η εκάστοτε εξουσία είναι η πέτρα, αυτή αφανίζει τους έχοντες, αφού εκείνοι έχουν προηγουμένως αφανίσει τους μη έχοντες, κυρίως τους αλλοδαπούς μετανάστες. Τελικά, όμως, σύμφωνα με τη μυθοπλασία, αυτοί αποβαίνουν οι κερδισμένοι, αφού επιζούν, εγκαταλείποντας τη βυθιζόμενη χώρα. Μήπως θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι, κατά τη συγγραφική φαντασία, αυτοί θα συγγράψουν και την ιστορία της; Γιατί, στην παλαιά εκδοχή του παιχνιδιού, το μολύβι νικάει το χαρτί, που νίκησε την πέτρα, που νίκησε το ψαλίδι.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/5/2015.