Το γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο ποταμό.
«Τόποι της λογοτεχνίας.
134 συγγραφείς καταγράφουν
μία ελληνική
προσωπική γεωγραφία»
Επιμέλεια Μιχ. Μοδινός
Εκδ. Καστανιώτη-Εταιρεία
Συγγραφέων
Μάρτιος 2015
Η Εταιρεία Συγγραφέων, από το 1994, εκδίδει κατ’ έτος θεματικά ημερολόγια, έχοντας μέχρι σήμερα καλύψει ένα ευρύ φάσμα. Δοκίμασε τις αντοχές του συγγραφικού της δυναμικού τόσο στα γενικού περιεχομένου θέματα όσο και στα απολύτως εστιασμένα. Σχηματίστηκε έτσι μία αξιόλογη παρακαταθήκη κειμένων, με θέματα όπως “το περιβάλλον και η ποίηση” ή “η βία και η λογοτεχνία”, αλλά και με απανθίσματα κειμένων για κάποιο πρόσωπο (Γιώργος Θεοτοκάς), ένα παλαιότερο βιβλίο («Ελληνική Νομαρχία»), ή και ορισμένο γραμματολογικό είδος (Σάτιρα). Άλλοτε πρόκειται για συλλογικό έργο και άλλοτε για πόνημα ενός, του επιμελητή, που ανθολογεί από κείμενα παλαιότερων. Καθοριστικός παράγοντας αποβαίνει η εκάστοτε συγκυρία, συνήθως η παγκόσμια, όπως μία γενικευμένη εμπόλεμη κατάσταση ή η λειψυδρία σε οικουμενικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το Ημερολόγιο του 2004 ήταν αφιερωμένο στην Ολυμπιακή Εκεχειρία. Τα πιο πρόσφατα, λόγω της κρίσης, επικεντρώνονται στην ελληνική επικαιρότητα. Η ανησυχία των συγγραφέων για την τύχη της χώρας αντανακλάται στους τίτλους των Ημερολογίων του 2012 και του 2013: “Η δική μας Ελλάδα” και “Μέρες 2013”.
Καθοριστικό παράγοντα στην επιλογή θέματος συνιστά το πρόσωπο του προέδρου του Δ.Σ. της Εταιρείας. Άλλοτε φαίνεται να διεκδικεί απόλυτο λόγο και άλλοτε να μοιράζεται την ευθύνη με τα μέλη του Δ.Σ. Ο 10ος Πρόεδρος, Δημήτρης Καλοκύρης επέλεξε ως θέμα για το 2014 τον Οδυσσέα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την ανθολόγηση κειμένων. Αντιθέτως, το Ημερολόγιο του 2015 είναι συλλογικό έργο και τιτλοφορείται «Γέφυρες». Όπου η πρόσληψη του τίτλου αφήνεται στην επιλογή του κάθε συνεργάτη. Εκλαμβάνεται, είτε μεταφορικά, ως μέσο προσέγγισης και εξάλειψης διαφορών, είτε κατά κυριολεξία, ως κατασκευή, αλλά και ως θέμα σχετικό με τη γεωγραφία και τους τόπους.
Με εναλλακτικό τίτλο το γεφύρι ή και γιοφύρι, ορισμένα από αυτά, διάσπαρτα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενέπνευσαν επίλεκτα κείμενα σε κάποιους από τους 80 συμμετέχοντες. Όπως τον Γιάννη Δάλλα, εκείνο της Πέτρας, μεταξύ Πρεβέζης - Ιωαννίνων, ταυτισμένο με τη ληστεία πριν κοντά 90 χρόνια των Ρετζαίων. Τον Θανάση Βαλτινό, το γεφύρι της Πλάκας, που “ζευγνύει τον Άραχθο” και άντεξε την υπογραφή της ομώνυμης ιστορικής συμφωνίας του 1944, η οποία αποδείχτηκε της πλάκας, αλλά ενέδωσε στις πρόσφατες πλημμύρες. Τον Ανδρέα Μήτσου, “η τοξωτή γέφυρα στη θέση Ρέρεση”, στο δρόμο προς τη Μονή Βαρνάκοβας. Τοιουτοτρόπως προέκυψαν ένα ποίημα και δυο διηγήματα, που συστήνουν με την ποιότητά τους τρεις “γέφυρες της λογοτεχνίας”. Γιατί, δεν αρκεί, λ.χ., ένα στιχούργημα έως τετρακοσίων λέξεων ή ένα πεζό έως εξακοσίων, σύμφωνα με τις προδιαγραφές των επιμελητών, εστιασμένα σε μία γέφυρα, για να προκύψει μία “γέφυρα της λογοτεχνίας”.
Με αυτό το σκεπτικό, πιθανώς σχολαστικό αλλά ακριβολόγο, ο τίτλος της πρόσφατης ανθολογίας, που εξέδωσε η Εταιρεία Συγγραφέων, “τόποι της λογοτεχνίας” δείχνει γενικός και κάπως ασαφής. Αν και ο υπότιτλος τον προσγειώνει, αποκλείοντας τόπους ουτοπίας και ταυτόχρονα, τον περιορίζει στην ελληνική επικράτεια. Όπου δόθηκε ιστορικό βάθος, καθώς προβλέπεται ιδιαίτερη ενότητα με τον τίτλο, «Αρχαίαι Ημέραι», στην οποία εντάσσονται κείμενα που αναφέρονται στις “παλιές πατρίδες”. Αυτήν την ονομασία επιλέγει ο επιμελητής του τόμου Μιχάλης Μοδινός, στην Εισαγωγή του, για τόπους όπως η Βόρεια Ήπειρος, η Κωνσταντινούπολη και οι ελληνόφωνες περιοχές της Κάτω Ιταλίας. Προς αποφυγή για τις δυο πρώτες του οδυνηρού χαρακτηρισμού “χαμένες πατρίδες”, που εύκολα σήμερα κρίνεται εθνικιστικός. Όσο για την λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα, αυτή δεν στοιχίζεται ούτε στις “παλιές” ούτε στις “χαμένες πατρίδες”.
Επανερχόμενοι στον τίτλο, μένουμε με την εντύπωση πως αποβαίνει ως ένα βαθμό παραπλανητικός για τον αποδέκτη, που περιμένει να διαβάσει για “τόπους της λογοτεχνίας”, με την έννοια που αντιλαμβάνεται την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, τη Σμύρνη του Σεφέρη ή, ακόμη, τη Θεσσαλονίκη του Ν. Γ. Πεντζίκη. Ο Καλοκύρης, στον πρόλογό του, εξομολογείται πως η έμπνευση του θέματος χρονολογείται από τριακονταετίας. Γιατί όχι, από 45ετίας, όταν βαφτίζει το θεσσαλονικιώτικο περιοδικό του «Τραμ», για να ακολουθήσει το αθηναϊκό «Χάρτης»; Προ τριακονταετίας, πάντως, στο περιοδικό του Μάνου Χατζιδάκι «Το Τέταρτο», μετά την αποχώρηση του Χατζιδάκι, όταν εκείνος είχε αναλάβει διευθυντής σύνταξης και καλλιτεχνικός διευθυντής, είχε την ιδέα ενός δισέλιδου “σαλονιού” με κείμενα συγγραφέων και καλλιτεχνών για τον γενέθλιο τόπο τους. Τότε, όμως, πρόκρινε έναν σαφή τίτλο, «Περίπατοι στις πολιτείες».
Στο πρόσφατο βιβλίο, πιο φιλόδοξα, υποδεικνύει ως στόχο μία “πατριδογνωσία” των σύγχρονων συγγραφέων για “έναν τόπο που τους ορίζει ως δημιουργούς”. Αρχαίος όρος αυτός της “πατριδογνωσίας”, που αποτελούσε, μέχρι το 1969, μάθημα του Δημοτικού, εισαγωγικό εκείνου της Γεωγραφίας των επόμενων σχολικών ετών. Σήμερα πλέον, κι αυτή η λέξη έχει εξοβελιστεί λόγω τοπικιστικών συμφραζομένων. Η επαναφορά της, ωστόσο, συνάδει με την πρόσφατα αυξημένη μέριμνα να συστήσουμε την Ελλάδα ως προνομιούχο τόπο τουριστικού προορισμού. Βεβαίως, η επιδίωξη δεν είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός, όπως διευκρινίζει ο Κώστας Ακρίβος, που είχε την ιδέα, στο γύρισμα του αιώνα, μιας Σειράς τόμων, με γενικό τίτλο, «Μια πόλη στη λογοτεχνία». Εκεί, η συγκέντρωση πεζών και ποιημάτων, παλαιότερων και νεότερων συγγραφέων, για μία πόλη, κατορθώνει πράγματι να την αναγάγει σε “τόπο της λογοτεχνίας”. Αν και μένει να κριθεί, το κατά πόσο πρόκειται για λογοτεχνικό τόπο μείζονος ή ελάσσονος σημασίας, με βάση την αντοχή των ψηφίδων, που, σε κάθε τόμο, ερανίζονται.
Ο Καλοκύρης, από την πλευρά του, γίνεται ακόμη πιο απαιτητικός, αναφερόμενος σε μια “νεωτερική γεωγραφία”. Προσθέτει “κοιταγμένη από άλλη γωνία”, υπονοώντας διαφορετική από την ιδεολογία του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που ενέπνευσε εκείνη την πρώτη του 1791, των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά. Από όλα αυτά συνάγεται ότι οι απαιτήσεις είναι υψηλές. Μπορεί, όμως, ένα κείμενο κάποιου σύγχρονου συγγραφέα να αναγάγει έναν τόπο σε “τόπο της λογοτεχνίας”; Ακόμη κι αν πρόκειται για μέλος μίας Εταιρείας, που αυτοσυστήνεται ως “ο μείζων φορέας συγγραφέων της χώρας”; Εικάζουμε, πάντως, πως οι 134 συμμετέχοντες θα πρέπει να επιλέχθηκαν με ιδιαίτερη προσοχή από τα 291 μέλη της Εταιρείας συν τα 25 αντεπιστέλλοντα συν τα 34 επίτιμα.
Αν και ουσιαστικά πρόκειται για ανθολόγηση από τα ήδη υπάρχοντα, αφού μόλις 29 κείμενα γράφτηκαν για τον συγκεκριμένο συγκεντρωτικό τόμο. Μόνο που την ανθολόγηση δεν την έκανε ο επιμελητής, αλλά έκαστος συγγραφέας από τη συνολική σοδειά του. Δηλαδή, από τα βιβλία του, εκτός από μία περίπτωση συλλογής διηγημάτων, που ολοκληρώθηκε μεν, αλλά έμεινε ανέκδοτη. Πρόκειται για το έβδομο βιβλίο του Γεράσιμου Δενδρινού. Πεζογράφος της γενιάς του ’80, αν και η πρώτη του εμφάνιση ήταν κάπως όψιμη, το 1991. Το αφήγημά του στον τόμο προβάλλει ως τόπο την Ελευσίνα, εστία των «Απέραντων συνοικιών», όπως είναι ο τίτλος της δεύτερης συλλογής του, τουτέστιν των Δυτικών συνοικιών.
Αναφέρουμε τον Δενδρινό, γιατί στην περίπτωσή του, η Ελευσίνα τον ορίζει ως συγγραφέα. Σε αντίθεση, με άλλους συγγραφείς, που γράφουν για τόπους δευτερεύουσας σημασίας στο έργο τους. Μπορεί, λ.χ., ένα Ημερολόγιο για την Μεγάλη Ελλάδα, που κατήρτισε ένας συγγραφέας, να την συστήνει ως “τόπο της λογοτεχνίας”; Αυτό συμβαίνει συχνότερα, όταν επιλέγονται αποσπάσματα από κάποιο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Όπως το τελευταίο της Λ.Χατζοπούλου-Καραβία, που αναφέρεται στις “χαμένες πατρίδες”, αλλά όχι στην Πόλη, που αποτελεί μόνο σταθμό στην οδύσσεια του Πόντιου ήρωά της και στην οποία εστιάζεται το σταχυολογημένο απόσπασμα.
Η κατάταξη των κειμένων έγινε με γεωγραφικά κριτήρια, όπου προτάσσονται οι δυο βασικοί τόποι της ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιοι άλλοι; - Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Τριάντα νέα κείμενα για την πρωτεύουσα, τα οκτώ ποιήματα, 16 για την συμπρωτεύουσα, τα τέσσερα ποιήματα. Στις δυο πόλεις, προβάλλονται συνοικίες, δρόμοι, περίχωρα. Κατ’ εξαίρεση, σε κάποια κείμενα, αναφέρεται η ίδια η πόλη ως οντότητα, όπως στα ποιήματα, «Αθήνα της μνήμης και των μύθων» της Β. Δαλακούρα, «Αθήνα» του Γ. Ζέρβα, «Θεσσαλονίκη, μητέρα ανύμφευτη» της Ε. Λουκίδου και στο πεζό «Αθήνα, βανδαλισμένη πόλη» της Α. Μαντόγλου. Σε αυτήν την κατηγορία, το ποίημα της Αγγελικής Σιδηρά, «Anafranil πόλη», δημιουργεί πιο προσωπική αίσθηση για το αθηναϊκό άστυ, που καθημερινά βιώνουμε. Εξαίρεση αποτελεί το κείμενο της Τζίνας Πολίτη, που σχολιάζει την αντανάκλαση της Αθήνας στα μυθιστορήματα του Άγγελου Τερζάκη. Σύντομο, θίγει ένα μεγάλο θέμα, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, «Γονικά μορφοείδωλα και μυθιστορηματικός χώρος».
Τα κείμενα για την Αθήνα, καίτοι τόπος διαμονής των περισσοτέρων, δεν συνιστούν, σε όλες τις περιπτώσεις, ενδιαφέρουσες ψηφίδες. Η αριθμητική υπεροχή σε αυτά των υποβαθμισμένων συνοικιών δεν κατορθώνει να τις αναγάγει σε “τόπους της λογοτεχνίας”. Γενικότερα, φαίνεται να απουσιάζουν Γκάγκαροι συγγραφείς. Ο Γιάννης Μπασκόζος, πάντως, περισώζει τη συνοικία του, το Μετς, όπως ήταν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Δυο άλλοι συγγραφείς, γέννημα θρέμμα Αθηναίοι, άφησαν πολύτιμη παρακαταθήκη τα κείμενά τους. Είναι οι δυο τεθνεώτες του τόμου. Χτυπάει η καρδιά της πόλης, του κέντρου της, στις 600 τόσες λέξεις του Γιάννη Κοντού, τις αφιερωμένες στον Γιάννη Βαρβέρη. “Εκεί γύρω χάλασα πολλά παπούτσια, χειμώνες και καλοκαίρια, γνωρίζοντας ανθρώπους και βιβλία”, σε «Δρόμους και περιδιαβάσεις που με πάνε κατευθείαν στον ουρανό». Πιστεύουμε, όμως, ότι κανείς συγγραφέας της Αθήνας δεν ευτύχησε να έχει δικό του ένα αθηναϊκό κομμάτι, όπως την Πλατεία Βικτωρίας, ο Μένης Κουμανταρέας. Ας μην σκεφτούν να αλλάξουν τα οδωνύμια της περιοχής. Ας τα αφήσουν στους νικητές “της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, τον Άγγλο Κόδριγκτον, παρέα με τον Γάλλο Δεριγνύ και τον Ρώσο Χέυδεν”. Εκείνος έχει χαραγμένο δικό του “δρόμο” στη λογοτεχνία.
Σαν να υστερεί στις προστιθέμενες ψηφίδες η Θεσσαλονίκη, πιθανώς γιατί ως “τόπος της λογοτεχνίας” κατέχει εξέχουσα θέση. Για την υπόλοιπη Ελλάδα, υπάρχουν επτά κείμενα για την Κρήτη, πέντε για την Κύπρο, τέσσερα για την Καβάλα. Όσοι άλλοι τόποι αναφέρονται, διεκδικούν θέση στη λογοτεχνία με μόλις ένα-δύο, το πολύ τρία κείμενα. Κι αυτά ευκαιριακά, συχνά γραμμένα για τόπο παραθερισμού, που, στις καλύτερες περιπτώσεις, έχει αποβεί τόπος δεύτερης κατοικίας. Εκτός, βεβαίως, από τους τόπους που έχουν από καιρό καταχωρηθεί σε έναν λογοτέχνη, συχνά αδικώντας συμπολίτες του συγγραφείς. Διατηρώντας τάξη επετηρίδας: Η δυάδα Παπαδημητρακόπουλος-Βαλτινός απαθανατίζει τους δυο προσφιλείς μας τόπους, Πύργο Ηλείας-Τρίπολη. Μία νεότερη δυάδα, Πετσετίδης-Μήτσου, αποτυπώνει δυο πόλεις, που μας εντυπώθηκαν χάρις στις δικές τους γραφές, Σπάρτη-Αμφιλοχία. Τέλος, υπάρχει το πεζό ενός από τους “πρωτομάστορες” της διηγηματογραφίας, που, τα τελευταία χρόνια, δεν αναφέρεται όσο συχνά του αναλογεί. Είναι το «Να τα ξαναπώ λοιπόν (Ήπειρος, Πωγώνι)» του Χριστόφορου Μηλιώνη, εκτός δημοσιευμένης συλλογής, που αρκεί για να καταστεί “τόπος της λογοτεχνίας” όχι μόνο το Πωγώνι, αλλά ολόκληρη η Ήπειρος.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/4/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου