Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Μεταξύ άλλων και Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον

«Οδός Πα­νός»
Τεύ­χος 154
Οκτώ­βριος – Δε­κέμ­βριος 2011

Με α­φιέ­ρω­μα στον Ρό­μπερτ Λούις Στή­βεν­σον α­νοί­γει το χει­μω­νιά­τι­κο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού. Σε χα­λε­πούς και­ρούς, η ρο­μα­ντι­κή φα­ντα­σία του Ρό­μπερτ Λούις Μπάλ­φουρ Στή­βεν­σον, ό­πως εί­ναι το πλή­ρες ό­νο­μά του, με την προ­σθή­κη και του μη­τρι­κού του ε­πω­νύ­μου, εί­ναι ό,τι κα­λύ­τε­ρο. Πα­ρό­τι ως ε­πε­τεια­κό έ­τος Στή­βεν­σον ε­ορ­τά­στη­κε, ό­σο ε­ορ­τά­στη­κε ε­κτός Ελλά­δος α­πό τον αγ­γλό­φω­νο κό­σμο, το 2010, κα­τά το ο­ποίο συ­μπλη­ρώ­θη­καν 160 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­σή του. Όμως, πέ­ρυ­σι, το πε­ριο­δι­κό τι­μού­σε στα τέσ­σε­ρα τεύ­χη του, Κα­βά­φη, Μπων­τλαί­ρ, Από­στο­λο Καλ­δά­ρα και Ζυ­ράν­να Ζα­τέ­λη. Όπως και να έ­χει, στον Στή­βεν­σον ται­ριά­ζει έ­να χει­μω­νιά­τι­κο τεύ­χος. Στις 13 Νο­εμ­βρίου γεν­νή­θη­κε και το κρύο τον κυ­νη­γού­σε ε­φ’ ό­ρου ζωής, ό­πως θυ­μί­ζει
η λα­ρι­σαία ποιή­τρια Γλυ­κε­ρία Μπασ­δέ­κη στο ει­σα­γω­γι­κό της κεί­με­νο. Κα­τά δια­στή­μα­τα, ω­στό­σο, διέ­φυ­γε α­πό το υ­γρό κρύο του γε­νέ­θλιου Εδιμ­βούρ­γου και άλ­λων βο­ρείων τό­πων και προς το τέ­λος, φαι­νό­ταν να έ­χει ο­ρι­στι­κά γλι­τώ­σει, κα­θώς, στα σα­ρά­ντα του, ε­γκα­τα­στά­θη­κε στη νή­σο Σα­μόα, α­πο­λαμ­βά­νο­ντας το τρο­πι­κό κλί­μα του νό­τιου Ει­ρη­νι­κού. Αλλά μπο­ρεί να διέ­φυ­γε του κρύου, ό­χι, ό­μως και του Χά­ρο­ντα, που ήρ­θε αιφ­νι­δια­στι­κά με μια ε­γκε­φα­λι­κή αι­μορ­ρα­γία α­ντί με αι­μο­πτύ­σεις και ε­πι­δεί­νω­ση της φυ­μα­τίω­σης, ό­πως τον α­νέ­με­νε α­πό τα χρό­νια της ε­φη­βείας του. Ο Στή­βεν­σον, τε­λι­κά, πα­ρέ­μει­νε παι­δί του χει­μώ­να. Χει­μώ­να γεν­νή­θη­κε και χει­μώ­να πέ­θα­νε, στις 3 Δε­κεμ­βρίου 1894. Ανε­ξαρ­τή­τως, πά­ντως, ε­πε­τείων και ε­πο­χής, ο Στή­βεν­σον, για ό­σους τον έ­χουν δια­βά­σει, εί­ναι πά­ντα ε­πί­και­ρος ή, με άλ­λα λό­για, κλα­σι­κός.
“Από τα παι­δι­κά μου χρό­νια, ο Στή­βεν­σον στά­θη­κε για μέ­να μια α­πό τις μορ­φές της ευ­τυ­χίας”, ι­σχυ­ρι­ζό­ταν ο Μπόρ­χες. Και πράγ­μα­τι, τα παι­διά του 20ου αιώ­να, του­λά­χι­στον ό­σα γεν­νή­θη­καν πριν το Μάη τού ’68 ή, στα κα­θ’ η­μάς, πριν τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση, συ­νέ­δε­σαν με τα δι­κά του μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και με­ρι­κών α­κό­μη, γάλ­λων και άγ­γλων συγ­γρα­φέων του 19ου αιώ­να, το ρί­γος της πε­ρι­πέ­τειας, ό­πως το α­πο­λαμ­βά­νει κα­νείς μέ­σα στην α­σφα­λή θαλ­πω­ρή της α­νά­γνω­σης. Ωστό­σο, ο χι­μαι­ρι­κός ο­νει­ρο­πό­λος συγ­γρα­φέ­ας, που ζει σε έ­να κό­σμο φα­ντα­σίας, α­φη­γού­με­νος κα­τά τον πλέ­ον ρε­α­λι­στι­κό τρό­πο ε­ξω­πραγ­μα­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες και δί­νο­ντας με αυ­τές υ­πό­στα­ση σε ευ­φά­ντα­στες ρο­μα­ντι­κές συλ­λή­ψεις, δεν εί­ναι πα­ρά η μια πλευ­ρά του ι­διό­τυ­που σκω­τσέ­ζου συγ­γρα­φέα, που υ­πήρ­ξε ο Στή­βεν­σον. Αυ­τή εί­ναι η πλευ­ρά, που έ­λα­βαν υ­πό­ψη οι πρώ­τοι μο­ντέρ­νοι της Γη­ραιάς Αλβιώ­νος και τον υ­πο­βί­βα­σαν σε συγ­γρα­φέα ε­φη­βι­κών βι­βλίων, ε­ξαι­ρώ­ντας τον α­πό το δι­δα­σκό­με­νο “κα­νό­να” της λο­γο­τε­χνίας τους.
Υπάρ­χει ό­μως και η άλ­λη πλευ­ρά, ε­κεί­νη του μο­ντέρ­νου συγ­γρα­φέα, που ε­κτί­μη­σαν ο­ρι­σμέ­νοι συ­γκαι­ρι­νοί του αγ­γλό­φω­νοι συγ­γρα­φείς, ό­πως ο λί­γο με­γα­λύ­τε­ρός του Χέν­ρυ Τζαίη­μς και o κά­πως νεό­τε­ρός του Τζό­ζεφ Κόν­ρα­ντ. Αυ­τοί ή­ταν που τον α­νέ­δει­ξαν. Κα­θιε­ρώ­θη­κε, ω­στό­σο, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, πε­ρί­που στα χρό­νια που γεν­νιό­νταν τα παι­διά μιας νέ­ας ε­πο­χής, που δεν θα τα συ­γκι­νού­σε ο ρο­μα­ντι­κός ρε­α­λι­σμός του. Αυ­τό, με­τα­φε­ρό­με­νο και πά­λι στα κα­θ’ η­μάς, ση­μαί­νει τα παι­διά, που δεν θα διά­βα­ζαν «Κλασ­σι­κά Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να» και που πο­τέ δεν θα α­να­κά­λυ­πταν «Το Νη­σί των Θη­σαυ­ρών», «Το μαύ­ρο βέ­λος» ή «Το κλεμ­μέ­νο παι­δί», που εί­ναι το πρώ­το “ε­πει­σό­διο” α­πό το ρο­μα­ντι­κό του μυ­θι­στό­ρη­μα «Οι πε­ρι­πέ­τειες του Νταίη­βι­ντ Μπάλ­φουρ». Κα­τά τα φαι­νό­με­να, ο Μπάλ­φουρ εί­ναι έ­νας ή­ρωας ι­διαί­τε­ρα προ­σφι­λής στον Στή­βεν­σον, για να του δί­νει το ε­πώ­νυ­μο της μη­τέ­ρας του και έ­τσι να τον ο­ρί­ζει εξ αί­μα­τος συγ­γε­νή του. Δυ­στυ­χώς, το δεύ­τε­ρο “ε­πει­σό­διο” α­πό τις πε­ρι­πέ­τειες του Μπάλ­φου­ρ, το «Κα­τριό­να», που ο Στή­βεν­σον έ­γρα­ψε έ­ξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, δεν πή­ρε τη μορ­φή «Κλασ­σι­κού Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νου». Ευ­τύ­χη­σε, ω­στό­σο, με­τα­φρα­στι­κά στα χέ­ρια του Μπά­μπη Λυ­κού­δη. Όπως και να έ­χει, ό­ταν ο Στή­βεν­σον έ­παιρ­νε τη θέ­ση του στο πάν­θεο της λε­γό­με­νης “σο­βα­ρής λο­γο­τε­χνίας”, οι έ­φη­βοι στην Ελλά­δα διά­βα­ζαν πλέ­ον κό­μι­κς.
Ο μαέ­στρος της α­φή­γη­σης Στή­βεν­σον, που ε­πι­δει­κνύει τη δη­μιουρ­γι­κή του φα­ντα­σία στο χώ­ρο του πα­ρά­δο­ξου, παίρ­νει τη σκυ­τά­λη α­πό τον Έντγκαρ Άλλαιν Πόε. Σαν συ­νη­γο­ρία της φα­ντα­στι­κής τους σκυ­τα­λο­δρο­μίας, θα μπο­ρού­σαν να λη­φθούν τα δια­δο­χι­κά έ­τη, κα­τά τα ο­ποία α­πε­βίω­σε ο πρώ­τος και γεν­νή­θη­κε ο δεύ­τε­ρος, το 1849 και το 1850, α­ντί­στοι­χα. Τη συγ­γρα­φι­κή τους συγ­γέ­νεια ε­δραιώ­νουν πε­ραι­τέ­ρω τα δύο αλ­λη­γο­ρι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, που ο Στή­βεν­σον έ­γρα­ψε με­τά «Το Νη­σί των Θη­σαυ­ρών», «Η πα­ρά­ξε­νη υ­πό­θε­ση του Δρος Τζέ­κυλ και Κου Χάϋντ» και το λι­γό­τε­ρο γνω­στό, «Ο άρ­χο­ντας του Μπάλ­λα­ντρε». Με θέ­μα την ε­πι­κρά­τεια του Κα­λού, α­ντα­γω­νι­στι­κής προς ε­κεί­νη του Κα­κού, συ­νι­στούν πρώ­τες εκ­φάν­σεις εν­νοιών της ψυ­χα­νά­λυ­σης, ό­πως το δι­χα­σμέ­νο Εγώ και η δια­πά­λη Υπε­ρε­γώ και Ασυ­νει­δή­του. Προ­δρο­μι­κές συλ­λή­ψεις, α­φού η ψυ­χα­νά­λυ­ση α­να­δύε­ται με την έκ­δο­ση του δο­κι­μίου του Φρόϋντ «Με­λέ­τες για την Υστε­ρία», που εκ­δό­θη­κε το 1895, έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­το του Στή­βεν­σον.
Σαν συ­μπλή­ρω­μα του μο­ντέρ­νου συγ­γρα­φέα Στή­βεν­σον, υ­πάρ­χει μια λι­γό­τε­ρο γνω­στή στα κα­θ’ η­μάς πτυ­χή του, ε­κεί­νη του αρ­θρο­γρά­φου και δο­κι­μιο­γρά­φου, με τις συ­χνά ρη­ξι­κέ­λευ­θες για την ε­πο­χή του ι­δέες. Να θυ­μί­σου­με ό­τι στη σει­ρά «Στις πη­γές της γνώ­σης» των εκ­δό­σεων PRINTA, την ο­ποία κα­ταρ­τί­ζει ο Εμμα­νουήλ Καρ­τά­κης, εκ­δό­θη­κε το 2005, το «Πε­ρί της η­θι­κής του συγ­γρα­φι­κού ε­παγ­γέλ­μα­τος», και μα­ζί, στη μι­κρό­σχη­μη σει­ρά του μη­τρι­κού εκ­δο­τι­κού οί­κου «ΡΟ­ΕΣ», το «Για τον έ­ρω­τα και το γά­μο». Ορι­σμέ­νες α­πό τις α­πό­ψεις του α­πο­κτούν στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία ι­διαί­τε­ρη ε­πι­και­ρό­τη­τα. Ο θε­τός γιος του, παι­δί της α­με­ρι­κα­νί­δας συ­ζύ­γου του α­πό τον πρώ­το της γά­μο, Λόϋντ Όσμπορν, στην ει­σα­γω­γή του σε μια με­τα­θα­νά­τια έκ­δο­ση ο­ρι­σμέ­νων ε­ξαί­ρε­των ι­στο­ριών, που δι­καίως τιτ­λο­φο­ρή­θη­καν «Νέες χί­λιες και μία νύ­χτες» και εκ­δό­θη­καν σε δύο τό­μους το 1882 και 1884, γρά­φει:
“Ο Στή­βεν­σον μι­σού­σε τον υ­λι­σμό. Θεω­ρού­σε ό­τι ή­ταν ο με­γα­λύ­τε­ρος κίν­δυ­νος κι η κα­τά­ρα του πο­λι­τι­σμού μας –αυ­τός ο ά­νε­τος κα­λο­θρεμ­μέ­νος αυ­τά­ρε­σκος υ­λι­σμός ε­να­ντίον του ο­ποίου πά­ντο­τε ε­ξα­πέ­λυε ύ­βρεις. Κα­νέ­νας σο­σια­λι­στής δεν χρη­σι­μο­ποίη­σε τη λέ­ξη μπουρ­ζουα­ζία με πε­ρισ­σό­τε­ρη πε­ρι­φρό­νη­ση α­πό αυ­τόν. Πί­στευε πως τό­σο οι κα­τώ­τε­ρες ό­σο και οι α­νώ­τε­ρες τά­ξεις μπο­ρού­σαν να εν­θου­σιά­ζο­νται ε­ξί­σου με τα υ­ψη­λά ι­δα­νι­κά, αλ­λά πως η μά­ζα της με­σαίας τά­ξης ή­ταν σχε­δόν α­νέλ­πι­δα α­ντα­γω­νι­στι­κή προς την αν­θρώ­πι­νη πρόο­δο. Η α­λό­γι­στη αυ­τα­ρέ­σκειά της, η εκ­με­τάλ­λευ­ση του α­βοή­θη­του, η υ­πο­κρι­τι­κή της η­θι­κο­λο­γία, η κα­τα­πίε­ση των γυ­ναι­κών, η α­νε­λεύ­θε­ρη στά­ση προς την τέ­χνη και τη λο­γο­τε­χνία, ό­λα αυ­τά α­πο­τε­λού­σαν γι’ αυ­τόν μια σει­ρά α­συγ­χώ­ρη­των προ­σβο­λών...” Για πε­ρισ­σό­τε­ρα στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση των δύο τό­μων (το 1985 ο πρώ­τος, σε με­τά­φρα­ση Τά­σου Δε­νέ­γρη, δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο δεύ­τε­ρος, σε με­τά­φρα­ση Παλ­μύ­ρας Ισμυ­ρί­δου, α­πό τις εκ­δό­σεις Α­ΓΡΑ).
Πι­θα­νώς, αυ­τές οι ι­δέες του Στή­βεν­σον, μα­ζί με το ρο­μα­ντι­σμό του να είλ­κυ­σαν τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού, ω­θώ­ντας τον να α­φιε­ρώ­σει στον «Ρό­μπερτ Λούις Στή­βεν­σον και το Εδιμ­βούρ­γο του» το τρί­το τεύ­χος του τρέ­χο­ντος έ­τους. Όπου, στο πρώ­το, συ­μπτω­μα­τι­κά ή μη, υ­πάρ­χει α­φιέ­ρω­μα στον Πόε. Το εν­διά­με­σο –δι­πλό τεύ­χος– μοι­ρά­ζε­ται σε δύο γη­γε­νείς τε­θνεώ­τες. “Στον Παύ­λο Σι­δη­ρό­που­λο – 21 χρό­νια α­πό το θά­να­τό του” και στον Δη­μή­τρη Λα­λέ­τα– έ­ξι μή­νες α­πό το θά­να­τό του. Παί­ζο­ντας με τις η­με­ρο­λο­για­κές συ­μπτώ­σεις, θυ­μί­ζου­με τους πρόω­ρους θα­νά­τους των τεσ­σά­ρων τι­μώ­με­νων α­πό το πε­ριο­δι­κό κα­τά το 2011. Σα­ρά­ντα ε­πτά ε­τών ή­ταν ο Λα­λέ­τας, σα­ρά­ντα τεσ­σά­ρων ο Σι­δη­ρό­που­λος, ε­νώ, ού­τε οι δύο με­γά­λοι της λο­γο­τε­χνίας εί­χαν συ­μπλη­ρώ­σει την πέ­μπτη δε­κα­ε­τία του βίου τους– σα­ρά­ντα ο Πόε, σα­ρά­ντα τεσ­σά­ρων ο Στή­βεν­σον.
Άρα­γε πρό­κει­ται για το πρώ­το α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού στον Στή­βεν­σο­ν; Δυ­στυ­χώς, η μνή­μη μας δεν βο­η­θά­ει και οι βι­βλιο­γρα­φή­σεις δεν α­πα­σχο­λούν τους νεό­τε­ρους. Κι ό­μως, έ­να πε­ριο­δι­κό με 31ε­τή συ­νε­χή πα­ρου­σία δι­καιού­ται, αν δεν ε­πι­βάλ­λε­ται να έ­χει, τη βι­βλιο­γρα­φία του. Ήταν το μα­κρι­νό 1981, που έ­μελ­λε να ταυ­τι­στεί με την ά­νο­δο στην ε­ξου­σία του ΠΑ­ΣΟΚ με­τά τη συ­ντρι­πτι­κή νί­κη του στις ε­κλο­γές της 18ης Οκτω­βρίου, ό­που ε­ξα­σφά­λι­σε το 48% των ψή­φων και 172 έ­δρες σε μια τρί­χρω­μη Βου­λή. Εί­χε προ­η­γη­θεί, την 1η Ια­νουα­ρίου 1981, η έ­ντα­ξη της χώ­ρας στην Ευ­ρω­παϊκή Ένω­ση. Εκεί­νο τον Ια­νουά­ριο εμ­φα­νί­στη­καν δύο λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, που α­πο­δείχ­θη­καν σθε­να­ρό­τε­ρα κομ­μά­των και θε­σμών. Το «Οδός Πα­νός» και «Η Λέ­ξη». Εί­ναι δυο α­πό τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά α­θη­ναϊκά πε­ριο­δι­κά, που κυ­κλο­φο­ρούν μέ­χρι σή­με­ρα. Ένα τρί­το εί­ναι «Το Δέ­ντρο», που εί­χε προ­η­γη­θεί κα­τά μία τριε­τία. Από μιας αρ­χής, το «Οδός Πα­νός» στά­θη­κε έρ­γο του Γιώρ­γου Χρο­νά, του ο­ποίου η αι­σθη­τι­κή κα­θο­ρί­ζει τη φυ­σιο­γνω­μία του πε­ριο­δι­κού. Ενώ, «Η Λέ­ξη» της διαρ­χίας Θα­νά­ση Νιάρ­χου- Αντώ­νη Φω­στιέ­ρη. «Το Δέ­ντρο» πα­ρου­σία­σε την ι­διαι­τε­ρό­τη­τα να ξε­κι­νή­σει το πρώ­το τεύ­χος, Μάρ­τιο 1978, με έ­ναν εκ­δό­τη, τον Κώ­στα Μαυ­ρου­δή, να προ­στε­θεί στο ε­πό­με­νο δεύ­τε­ρος, ο Μι­χά­λης Γκα­νάς, και στο με­θε­πό­με­νο, τρί­τος, ο Γιάν­νης Πα­τί­λης, αλ­λά, α­πό το φθι­νο­πω­ρι­νό, να ε­πα­νέλ­θει η αρ­χι­κή μο­ναρ­χία, η ο­ποία και κρά­τη­σε μέ­χρι και το 1982, για να προ­κύ­ψει και σε αυ­τό, διαρ­χία εκ­δο­τών. Ένα τέ­ταρ­το εί­ναι το «Πλα­νό­διον», που ξε­κί­νη­σε το 1986 ο Πα­τί­λης, αυ­τή τη φο­ρά, μό­νος του. Απα­ξά­πα­ντες εί­ναι ποιη­τές της γε­νιάς του ’70. Ένας έ­κτος, α­πό την ί­δια ποιη­τι­κή οι­κο­γέ­νεια, εί­ναι ο Κώ­στας Πα­πα­γεωρ­γίου, που ξε­κί­νη­σε το 1982 το «Γράμ­μα­τα και Τέ­χνες», το ο­ποίο, ό­μως, έ­κλει­σε τον κύ­κλο του το 1998. Μάλ­λον δεν έ­χει δο­θεί η α­νά­λο­γη προ­σο­χή σε αυ­τό το ση­μα­ντι­κό πά­ρερ­γο των ποιη­τών της γε­νιάς της αμ­φι­σβή­τη­σης, στο ο­ποίο διο­χέ­τευ­σαν έ­να μέ­ρος της αμ­φι­σβη­τη­τι­κής τους διά­θε­σης.
Η α­πο­ρία, πά­ντως, σχε­τι­κά με την τύ­χη του Στή­βεν­σον στον ελ­λη­νι­κό πε­ριο­δι­κό Τύ­πο πα­ρα­μέ­νει. Σύμ­φω­να με τη μο­να­δι­κή βι­βλιο­γρα­φία για “τεύ­χη –α­φιε­ρώ­μα­τα” πε­ριο­δι­κών της Μάρ­θας Καρ­πό­ζη­λου, δεν υ­πάρ­χει ού­τε έ­να α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος κα­τά τη μα­κριά πε­ρίο­δο 1879-1997. Δη­μο­σιεύο­νται μό­νο σκόρ­πια διη­γή­μα­τά του. Ωστό­σο, τα δη­μο­σιευ­μέ­να διη­γή­μα­τά του, α­πό τις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να μέ­χρι τις πα­ρα­μο­νές του Β΄ Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, με­τριού­νται στα δά­χτυ­λα του ε­νός χε­ριού, με το πρώ­το, μό­λις στα τέ­λη της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας. Ωστό­σο, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, σε έ­να πε­ριο­δι­κό, ο Στή­βεν­σον έ­χει την τι­μη­τι­κή του. Πρό­κει­ται για το μη­νιαίο, «Φι­λι­κή Εται­ρία», που κυ­κλο­φό­ρη­σε κα­τά το πρώ­το ε­ξά­μη­νο του 1925, χω­ρίς ό­νο­μα εκ­δό­τη, με α­να­φο­ρά μό­νο του ε­πι­με­λη­τή. Εί­ναι ο Φώ­της Κό­ντο­γλου και κα­τ’ ου­σία συ­νι­στά την ψυ­χή του πε­ριο­δι­κού. Σε αυ­τό δη­μο­σίευ­σε σε πέ­ντε συ­νέ­χειες (το τε­λευ­ταίο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού εί­ναι δι­πλό) τη με­τά­φρα­ση μέ­ρους α­πό «Το Νη­σί των Θη­σαυ­ρών». Πρό­κει­ται για τα 12 πρώ­τα κε­φά­λαια και την αρ­χή του ε­πό­με­νου (η λά­θος α­ρίθ­μη­ση του δεύ­τε­ρου, που α­να­γρά­φε­ται ως τρί­το, συ­νε­χί­στη­κε και στα ε­πό­με­να, με α­πο­τέ­λε­σμα το η­μι­τε­λές να φέ­ρε­ται ως το δέ­κα­το τέ­ταρ­το). Το γε­γο­νός ό­τι δια­κό­πτε­ται η με­τά­φρα­ση στη μέ­ση κε­φα­λαίου, με την έν­δει­ξη “Έχει συ­νέ­χεια”, δεί­χνει ό­τι η δια­κο­πή έκ­δο­σης του πε­ριο­δι­κού α­πο­φα­σί­στη­κε ξαφ­νι­κά. Ο Αϊβα­λιώ­της Κό­ντο­γλου, γεν­νη­μέ­νος έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­το του Στή­βεν­σον, νιώ­θει στον φα­ντα­στι­κό κό­σμο του Στή­βεν­σον σαν στο σπί­τι του. Ζω­γρά­φος, ε­πω­μι­σμέ­νος με την ει­κο­νο­γρά­φη­ση του τεύ­χους, κο­σμεί με δι­κά του σχέ­δια τη με­τά­φρα­ση. Σε βι­βλίο η με­τά­φρα­ση εκ­δό­θη­κε το 1942 και πι­θα­νο­λο­γεί­ται α­πό την Φρ. Αμπατ­ζο­πού­λου, που γρά­φει το ε­πί­με­τρο της ε­πα­νέκ­δο­σης του 1988, ό­τι έ­γι­νε α­πό την πρώ­τη γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
Μέ­νει η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο εί­ναι η πρώ­τη με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι, μέ­σα στον 19ο αιώ­να, με­τα­φρά­στη­κε μό­νο έ­να βι­βλίο του Στή­βεν­σον και αυ­τό δεν εί­ναι «Το Νη­σί των Θη­σαυ­ρών», αλ­λά «Η πα­ρά­ξε­νη υ­πό­θε­ση του Δρος Τζέ­κυλ και Κου Χάϋντ», το 1893. Εί­χε προ­η­γη­θεί η δη­μο­σίευ­ση ε­νός διη­γή­μα­τός του. Αν δεν πρό­κει­ται για το πρώ­το, σί­γου­ρα εί­ναι α­νά­με­σα στα πρώ­τα. Τέ­λος, να θυ­μί­σου­με ό­τι ο Στή­βεν­σον, ε­κτός α­πό μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος και δο­κι­μιο­γρά­φος, ή­ταν και ποιη­τής. Δυο ποιή­μα­τά του προ­τί­μη­σε να με­τα­φρά­σει έ­να κα­θό­λου τυ­χαίο πρό­σω­πο της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, ο Τέλ­λος Άγρας, προς το τέ­λος του Με­σο­πο­λέ­μου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Λεζάντα φωτογραφίας: Ο κουρ­σά­ρος Φλί­ντ, πρω­τα­γω­νι­στι­κό πρό­σω­πο στο «Νη­σί των Θη­σαυ­ρών», ό­πως τον α­πέ­δω­σε ως φυ­σιο­γνω­μία ο Φώ­της Κό­ντο­γλου, ει­κο­νο­γρα­φώ­ντας τη με­τά­φρα­ση του ο­μό­τιτ­λου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που μέ­ρος της δη­μο­σίευ­σε σε συ­νέ­χειες στο βρα­χύ­βιο πε­ριο­δι­κό «Φι­λι­κή Εται­ρία». Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι αυ­τό το σχέ­διο α­που­σιά­ζει α­πό την αυ­το­τε­λή με­τά έκ­δο­ση της με­τά­φρα­σης α­πό τον Ι. Ζα­χα­ρό­που­λο. Πρό­κει­ται για εξ­πρε­σιο­νι­στι­κών τό­νων σχέ­διο με με­λά­νι. Μα­ζί με άλ­λα σχέ­δια της ί­διας πε­ριό­δου, ο­ριο­θε­τεί τη στρο­φή του εν­δια­φέ­ρο­ντος του Κό­ντο­γλου α­πό την ει­κο­νο­γρά­φη­ση βι­βλίων α­πο­κλει­στι­κά στη ζω­γρα­φι­κή.


ΣΤΡΑΤΕΜΜΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

Ρ. Λ. Στήβενσον

Κάτω στο δρόμο, ως πέρα φέγγουν τα φανάρια,
κάθε περπατησιά, στη γειτονιά, σβησμένη,
το γαλανό σκοτάδι αγάλια κατεβαίνει
στους κήπους, στα κρεμάμενα χλωρά κλωνάρια

Στης παραστιάς την κώχη, η φλόγα καταπέφτει,
και τώρα η κόκκινη φωτιά βάφει το δώμα·
ως το ταβάνι πάει, που αντιχτυπά τη ζέστη,
και στων βιβλίων τις ράχες σά να παίζη ακόμα.

Πύργοι, καμπαναριά, ιδές! Στρατός που πηγαίνει,
τόποι που πυρκαγιά τους καίει, και χώρες στάχτη…
Κ’ έπειτα (ως που να ιδή το μάτι μας, που αστράφτει)
σκοτεινιάζει ο στρατός – η αναλαμπή πεθαίνει.

Μα νά την, η λαμπρή σπίθα ξανά γυρίζει,
της πολιτείας το φάντασμα και πάλι αναύει.
Ξαναπαίρνει φωτιά εκεί κάτω, το λαγκάδι
και το στράτεμμα ξαναπροβοδίζει.

–Στάχτες άφτερες, πήτε μου την αλήθεια:
τι παρασταίνει αυτός ο τόπος; τίνος μοιάζει;
και κατά πού ο στρατός πορεύεται έτσι πλήθεια
και ακέρια μέσα στο καμίνι σας βουλιάζει;

Μετάφραση Τέλλου Άγρα


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/11/2011.