«Οδός Πανός»
Τεύχος 154
Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2011
Με αφιέρωμα στον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον ανοίγει το χειμωνιάτικο τεύχος του περιοδικού. Σε χαλεπούς καιρούς, η ρομαντική φαντασία του Ρόμπερτ Λούις Μπάλφουρ Στήβενσον, όπως είναι το πλήρες όνομά του, με την προσθήκη και του μητρικού του επωνύμου, είναι ό,τι καλύτερο. Παρότι ως επετειακό έτος Στήβενσον εορτάστηκε, όσο εορτάστηκε εκτός Ελλάδος από τον αγγλόφωνο κόσμο, το 2010, κατά το οποίο συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννησή του. Όμως, πέρυσι, το περιοδικό τιμούσε στα τέσσερα τεύχη του, Καβάφη, Μπωντλαίρ, Απόστολο Καλδάρα και Ζυράννα Ζατέλη. Όπως και να έχει, στον Στήβενσον ταιριάζει ένα χειμωνιάτικο τεύχος. Στις 13 Νοεμβρίου γεννήθηκε και το κρύο τον κυνηγούσε εφ’ όρου ζωής, όπως θυμίζει
η λαρισαία ποιήτρια Γλυκερία Μπασδέκη στο εισαγωγικό της κείμενο. Κατά διαστήματα, ωστόσο, διέφυγε από το υγρό κρύο του γενέθλιου Εδιμβούργου και άλλων βορείων τόπων και προς το τέλος, φαινόταν να έχει οριστικά γλιτώσει, καθώς, στα σαράντα του, εγκαταστάθηκε στη νήσο Σαμόα, απολαμβάνοντας το τροπικό κλίμα του νότιου Ειρηνικού. Αλλά μπορεί να διέφυγε του κρύου, όχι, όμως και του Χάροντα, που ήρθε αιφνιδιαστικά με μια εγκεφαλική αιμορραγία αντί με αιμοπτύσεις και επιδείνωση της φυματίωσης, όπως τον ανέμενε από τα χρόνια της εφηβείας του. Ο Στήβενσον, τελικά, παρέμεινε παιδί του χειμώνα. Χειμώνα γεννήθηκε και χειμώνα πέθανε, στις 3 Δεκεμβρίου 1894. Ανεξαρτήτως, πάντως, επετείων και εποχής, ο Στήβενσον, για όσους τον έχουν διαβάσει, είναι πάντα επίκαιρος ή, με άλλα λόγια, κλασικός.
“Από τα παιδικά μου χρόνια, ο Στήβενσον στάθηκε για μένα μια από τις μορφές της ευτυχίας”, ισχυριζόταν ο Μπόρχες. Και πράγματι, τα παιδιά του 20ου αιώνα, τουλάχιστον όσα γεννήθηκαν πριν το Μάη τού ’68 ή, στα καθ’ ημάς, πριν τη Μεταπολίτευση, συνέδεσαν με τα δικά του μυθιστορήματα και μερικών ακόμη, γάλλων και άγγλων συγγραφέων του 19ου αιώνα, το ρίγος της περιπέτειας, όπως το απολαμβάνει κανείς μέσα στην ασφαλή θαλπωρή της ανάγνωσης. Ωστόσο, ο χιμαιρικός ονειροπόλος συγγραφέας, που ζει σε ένα κόσμο φαντασίας, αφηγούμενος κατά τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο εξωπραγματικές περιπέτειες και δίνοντας με αυτές υπόσταση σε ευφάνταστες ρομαντικές συλλήψεις, δεν είναι παρά η μια πλευρά του ιδιότυπου σκωτσέζου συγγραφέα, που υπήρξε ο Στήβενσον. Αυτή είναι η πλευρά, που έλαβαν υπόψη οι πρώτοι μοντέρνοι της Γηραιάς Αλβιώνος και τον υποβίβασαν σε συγγραφέα εφηβικών βιβλίων, εξαιρώντας τον από το διδασκόμενο “κανόνα” της λογοτεχνίας τους.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, εκείνη του μοντέρνου συγγραφέα, που εκτίμησαν ορισμένοι συγκαιρινοί του αγγλόφωνοι συγγραφείς, όπως ο λίγο μεγαλύτερός του Χένρυ Τζαίημς και o κάπως νεότερός του Τζόζεφ Κόνραντ. Αυτοί ήταν που τον ανέδειξαν. Καθιερώθηκε, ωστόσο, πολύ αργότερα, περίπου στα χρόνια που γεννιόνταν τα παιδιά μιας νέας εποχής, που δεν θα τα συγκινούσε ο ρομαντικός ρεαλισμός του. Αυτό, μεταφερόμενο και πάλι στα καθ’ ημάς, σημαίνει τα παιδιά, που δεν θα διάβαζαν «Κλασσικά Εικονογραφημένα» και που ποτέ δεν θα ανακάλυπταν «Το Νησί των Θησαυρών», «Το μαύρο βέλος» ή «Το κλεμμένο παιδί», που είναι το πρώτο “επεισόδιο” από το ρομαντικό του μυθιστόρημα «Οι περιπέτειες του Νταίηβιντ Μπάλφουρ». Κατά τα φαινόμενα, ο Μπάλφουρ είναι ένας ήρωας ιδιαίτερα προσφιλής στον Στήβενσον, για να του δίνει το επώνυμο της μητέρας του και έτσι να τον ορίζει εξ αίματος συγγενή του. Δυστυχώς, το δεύτερο “επεισόδιο” από τις περιπέτειες του Μπάλφουρ, το «Κατριόνα», που ο Στήβενσον έγραψε έξι χρόνια αργότερα, δεν πήρε τη μορφή «Κλασσικού Εικονογραφημένου». Ευτύχησε, ωστόσο, μεταφραστικά στα χέρια του Μπάμπη Λυκούδη. Όπως και να έχει, όταν ο Στήβενσον έπαιρνε τη θέση του στο πάνθεο της λεγόμενης “σοβαρής λογοτεχνίας”, οι έφηβοι στην Ελλάδα διάβαζαν πλέον κόμικς.
Ο μαέστρος της αφήγησης Στήβενσον, που επιδεικνύει τη δημιουργική του φαντασία στο χώρο του παράδοξου, παίρνει τη σκυτάλη από τον Έντγκαρ Άλλαιν Πόε. Σαν συνηγορία της φανταστικής τους σκυταλοδρομίας, θα μπορούσαν να ληφθούν τα διαδοχικά έτη, κατά τα οποία απεβίωσε ο πρώτος και γεννήθηκε ο δεύτερος, το 1849 και το 1850, αντίστοιχα. Τη συγγραφική τους συγγένεια εδραιώνουν περαιτέρω τα δύο αλληγορικά μυθιστορήματα, που ο Στήβενσον έγραψε μετά «Το Νησί των Θησαυρών», «Η παράξενη υπόθεση του Δρος Τζέκυλ και Κου Χάϋντ» και το λιγότερο γνωστό, «Ο άρχοντας του Μπάλλαντρε». Με θέμα την επικράτεια του Καλού, ανταγωνιστικής προς εκείνη του Κακού, συνιστούν πρώτες εκφάνσεις εννοιών της ψυχανάλυσης, όπως το διχασμένο Εγώ και η διαπάλη Υπερεγώ και Ασυνειδήτου. Προδρομικές συλλήψεις, αφού η ψυχανάλυση αναδύεται με την έκδοση του δοκιμίου του Φρόϋντ «Μελέτες για την Υστερία», που εκδόθηκε το 1895, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Στήβενσον.
Σαν συμπλήρωμα του μοντέρνου συγγραφέα Στήβενσον, υπάρχει μια λιγότερο γνωστή στα καθ’ ημάς πτυχή του, εκείνη του αρθρογράφου και δοκιμιογράφου, με τις συχνά ρηξικέλευθες για την εποχή του ιδέες. Να θυμίσουμε ότι στη σειρά «Στις πηγές της γνώσης» των εκδόσεων PRINTA, την οποία καταρτίζει ο Εμμανουήλ Καρτάκης, εκδόθηκε το 2005, το «Περί της ηθικής του συγγραφικού επαγγέλματος», και μαζί, στη μικρόσχημη σειρά του μητρικού εκδοτικού οίκου «ΡΟΕΣ», το «Για τον έρωτα και το γάμο». Ορισμένες από τις απόψεις του αποκτούν στη σημερινή συγκυρία ιδιαίτερη επικαιρότητα. Ο θετός γιος του, παιδί της αμερικανίδας συζύγου του από τον πρώτο της γάμο, Λόϋντ Όσμπορν, στην εισαγωγή του σε μια μεταθανάτια έκδοση ορισμένων εξαίρετων ιστοριών, που δικαίως τιτλοφορήθηκαν «Νέες χίλιες και μία νύχτες» και εκδόθηκαν σε δύο τόμους το 1882 και 1884, γράφει:
“Ο Στήβενσον μισούσε τον υλισμό. Θεωρούσε ότι ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος κι η κατάρα του πολιτισμού μας –αυτός ο άνετος καλοθρεμμένος αυτάρεσκος υλισμός εναντίον του οποίου πάντοτε εξαπέλυε ύβρεις. Κανένας σοσιαλιστής δεν χρησιμοποίησε τη λέξη μπουρζουαζία με περισσότερη περιφρόνηση από αυτόν. Πίστευε πως τόσο οι κατώτερες όσο και οι ανώτερες τάξεις μπορούσαν να ενθουσιάζονται εξίσου με τα υψηλά ιδανικά, αλλά πως η μάζα της μεσαίας τάξης ήταν σχεδόν ανέλπιδα ανταγωνιστική προς την ανθρώπινη πρόοδο. Η αλόγιστη αυταρέσκειά της, η εκμετάλλευση του αβοήθητου, η υποκριτική της ηθικολογία, η καταπίεση των γυναικών, η ανελεύθερη στάση προς την τέχνη και τη λογοτεχνία, όλα αυτά αποτελούσαν γι’ αυτόν μια σειρά ασυγχώρητων προσβολών...” Για περισσότερα στην ελληνική έκδοση των δύο τόμων (το 1985 ο πρώτος, σε μετάφραση Τάσου Δενέγρη, δέκα χρόνια αργότερα ο δεύτερος, σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου, από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ).
Πιθανώς, αυτές οι ιδέες του Στήβενσον, μαζί με το ρομαντισμό του να είλκυσαν τον εκδότη του περιοδικού, ωθώντας τον να αφιερώσει στον «Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον και το Εδιμβούργο του» το τρίτο τεύχος του τρέχοντος έτους. Όπου, στο πρώτο, συμπτωματικά ή μη, υπάρχει αφιέρωμα στον Πόε. Το ενδιάμεσο –διπλό τεύχος– μοιράζεται σε δύο γηγενείς τεθνεώτες. “Στον Παύλο Σιδηρόπουλο – 21 χρόνια από το θάνατό του” και στον Δημήτρη Λαλέτα– έξι μήνες από το θάνατό του. Παίζοντας με τις ημερολογιακές συμπτώσεις, θυμίζουμε τους πρόωρους θανάτους των τεσσάρων τιμώμενων από το περιοδικό κατά το 2011. Σαράντα επτά ετών ήταν ο Λαλέτας, σαράντα τεσσάρων ο Σιδηρόπουλος, ενώ, ούτε οι δύο μεγάλοι της λογοτεχνίας είχαν συμπληρώσει την πέμπτη δεκαετία του βίου τους– σαράντα ο Πόε, σαράντα τεσσάρων ο Στήβενσον.
Άραγε πρόκειται για το πρώτο αφιέρωμα του περιοδικού στον Στήβενσον; Δυστυχώς, η μνήμη μας δεν βοηθάει και οι βιβλιογραφήσεις δεν απασχολούν τους νεότερους. Κι όμως, ένα περιοδικό με 31ετή συνεχή παρουσία δικαιούται, αν δεν επιβάλλεται να έχει, τη βιβλιογραφία του. Ήταν το μακρινό 1981, που έμελλε να ταυτιστεί με την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ μετά τη συντριπτική νίκη του στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου, όπου εξασφάλισε το 48% των ψήφων και 172 έδρες σε μια τρίχρωμη Βουλή. Είχε προηγηθεί, την 1η Ιανουαρίου 1981, η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκείνο τον Ιανουάριο εμφανίστηκαν δύο λογοτεχνικά περιοδικά, που αποδείχθηκαν σθεναρότερα κομμάτων και θεσμών. Το «Οδός Πανός» και «Η Λέξη». Είναι δυο από τα μεταπολιτευτικά αθηναϊκά περιοδικά, που κυκλοφορούν μέχρι σήμερα. Ένα τρίτο είναι «Το Δέντρο», που είχε προηγηθεί κατά μία τριετία. Από μιας αρχής, το «Οδός Πανός» στάθηκε έργο του Γιώργου Χρονά, του οποίου η αισθητική καθορίζει τη φυσιογνωμία του περιοδικού. Ενώ, «Η Λέξη» της διαρχίας Θανάση Νιάρχου- Αντώνη Φωστιέρη. «Το Δέντρο» παρουσίασε την ιδιαιτερότητα να ξεκινήσει το πρώτο τεύχος, Μάρτιο 1978, με έναν εκδότη, τον Κώστα Μαυρουδή, να προστεθεί στο επόμενο δεύτερος, ο Μιχάλης Γκανάς, και στο μεθεπόμενο, τρίτος, ο Γιάννης Πατίλης, αλλά, από το φθινοπωρινό, να επανέλθει η αρχική μοναρχία, η οποία και κράτησε μέχρι και το 1982, για να προκύψει και σε αυτό, διαρχία εκδοτών. Ένα τέταρτο είναι το «Πλανόδιον», που ξεκίνησε το 1986 ο Πατίλης, αυτή τη φορά, μόνος του. Απαξάπαντες είναι ποιητές της γενιάς του ’70. Ένας έκτος, από την ίδια ποιητική οικογένεια, είναι ο Κώστας Παπαγεωργίου, που ξεκίνησε το 1982 το «Γράμματα και Τέχνες», το οποίο, όμως, έκλεισε τον κύκλο του το 1998. Μάλλον δεν έχει δοθεί η ανάλογη προσοχή σε αυτό το σημαντικό πάρεργο των ποιητών της γενιάς της αμφισβήτησης, στο οποίο διοχέτευσαν ένα μέρος της αμφισβητητικής τους διάθεσης.
Η απορία, πάντως, σχετικά με την τύχη του Στήβενσον στον ελληνικό περιοδικό Τύπο παραμένει. Σύμφωνα με τη μοναδική βιβλιογραφία για “τεύχη –αφιερώματα” περιοδικών της Μάρθας Καρπόζηλου, δεν υπάρχει ούτε ένα αφιερωματικό τεύχος κατά τη μακριά περίοδο 1879-1997. Δημοσιεύονται μόνο σκόρπια διηγήματά του. Ωστόσο, τα δημοσιευμένα διηγήματά του, από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, με το πρώτο, μόλις στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, σε ένα περιοδικό, ο Στήβενσον έχει την τιμητική του. Πρόκειται για το μηνιαίο, «Φιλική Εταιρία», που κυκλοφόρησε κατά το πρώτο εξάμηνο του 1925, χωρίς όνομα εκδότη, με αναφορά μόνο του επιμελητή. Είναι ο Φώτης Κόντογλου και κατ’ ουσία συνιστά την ψυχή του περιοδικού. Σε αυτό δημοσίευσε σε πέντε συνέχειες (το τελευταίο τεύχος του περιοδικού είναι διπλό) τη μετάφραση μέρους από «Το Νησί των Θησαυρών». Πρόκειται για τα 12 πρώτα κεφάλαια και την αρχή του επόμενου (η λάθος αρίθμηση του δεύτερου, που αναγράφεται ως τρίτο, συνεχίστηκε και στα επόμενα, με αποτέλεσμα το ημιτελές να φέρεται ως το δέκατο τέταρτο). Το γεγονός ότι διακόπτεται η μετάφραση στη μέση κεφαλαίου, με την ένδειξη “Έχει συνέχεια”, δείχνει ότι η διακοπή έκδοσης του περιοδικού αποφασίστηκε ξαφνικά. Ο Αϊβαλιώτης Κόντογλου, γεννημένος ένα χρόνο μετά το θάνατο του Στήβενσον, νιώθει στον φανταστικό κόσμο του Στήβενσον σαν στο σπίτι του. Ζωγράφος, επωμισμένος με την εικονογράφηση του τεύχους, κοσμεί με δικά του σχέδια τη μετάφραση. Σε βιβλίο η μετάφραση εκδόθηκε το 1942 και πιθανολογείται από την Φρ. Αμπατζοπούλου, που γράφει το επίμετρο της επανέκδοσης του 1988, ότι έγινε από την πρώτη γαλλική μετάφραση του μυθιστορήματος.
Μένει η απορία, κατά πόσο είναι η πρώτη μετάφραση του μυθιστορήματος. Το σίγουρο είναι ότι, μέσα στον 19ο αιώνα, μεταφράστηκε μόνο ένα βιβλίο του Στήβενσον και αυτό δεν είναι «Το Νησί των Θησαυρών», αλλά «Η παράξενη υπόθεση του Δρος Τζέκυλ και Κου Χάϋντ», το 1893. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση ενός διηγήματός του. Αν δεν πρόκειται για το πρώτο, σίγουρα είναι ανάμεσα στα πρώτα. Τέλος, να θυμίσουμε ότι ο Στήβενσον, εκτός από μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, ήταν και ποιητής. Δυο ποιήματά του προτίμησε να μεταφράσει ένα καθόλου τυχαίο πρόσωπο της ελληνικής λογοτεχνίας, ο Τέλλος Άγρας, προς το τέλος του Μεσοπολέμου.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: Ο κουρσάρος Φλίντ, πρωταγωνιστικό πρόσωπο στο «Νησί των Θησαυρών», όπως τον απέδωσε ως φυσιογνωμία ο Φώτης Κόντογλου, εικονογραφώντας τη μετάφραση του ομότιτλου μυθιστορήματος, που μέρος της δημοσίευσε σε συνέχειες στο βραχύβιο περιοδικό «Φιλική Εταιρία». Να σημειώσουμε, ότι αυτό το σχέδιο απουσιάζει από την αυτοτελή μετά έκδοση της μετάφρασης από τον Ι. Ζαχαρόπουλο. Πρόκειται για εξπρεσιονιστικών τόνων σχέδιο με μελάνι. Μαζί με άλλα σχέδια της ίδιας περιόδου, οριοθετεί τη στροφή του ενδιαφέροντος του Κόντογλου από την εικονογράφηση βιβλίων αποκλειστικά στη ζωγραφική.
ΣΤΡΑΤΕΜΜΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Ρ. Λ. Στήβενσον
Κάτω στο δρόμο, ως πέρα φέγγουν τα φανάρια,
κάθε περπατησιά, στη γειτονιά, σβησμένη,
το γαλανό σκοτάδι αγάλια κατεβαίνει
στους κήπους, στα κρεμάμενα χλωρά κλωνάρια
Στης παραστιάς την κώχη, η φλόγα καταπέφτει,
και τώρα η κόκκινη φωτιά βάφει το δώμα·
ως το ταβάνι πάει, που αντιχτυπά τη ζέστη,
και στων βιβλίων τις ράχες σά να παίζη ακόμα.
Πύργοι, καμπαναριά, ιδές! Στρατός που πηγαίνει,
τόποι που πυρκαγιά τους καίει, και χώρες στάχτη…
Κ’ έπειτα (ως που να ιδή το μάτι μας, που αστράφτει)
σκοτεινιάζει ο στρατός – η αναλαμπή πεθαίνει.
Μα νά την, η λαμπρή σπίθα ξανά γυρίζει,
της πολιτείας το φάντασμα και πάλι αναύει.
Ξαναπαίρνει φωτιά εκεί κάτω, το λαγκάδι
και το στράτεμμα ξαναπροβοδίζει.
–Στάχτες άφτερες, πήτε μου την αλήθεια:
τι παρασταίνει αυτός ο τόπος; τίνος μοιάζει;
και κατά πού ο στρατός πορεύεται έτσι πλήθεια
και ακέρια μέσα στο καμίνι σας βουλιάζει;
Μετάφραση Τέλλου Άγρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/11/2011.