Περικλής
Πανταζής,
«Ο μικρός
κλέφτης».
Ελεάννα Βλαστού
«Εξαφανίσεις»
Εκδόσεις Πόλις
Απρίλιος 2013
Εκδόσεις Πόλις
Απρίλιος 2013
Ας ξεκινήσουμε με μια αρνητική διαπίστωση, που αφορά την αστοχία, με την έννοια της μη αντιπροσωπευτικότητας, του τίτλου, για να σχολιάσουμε το βιβλίο μια νέας παρουσίας στο χώρο της πεζογραφίας, που δείχνει ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για την Ελεάννα Βλαστού και τα πρώτα διηγήματά της, όπως χαρακτηρίζονται οι ιστορίες της στη σελίδα τίτλου. Επειδή, τελευταία, έχουμε κατ’ επανάληψη αναφερθεί στη διάκριση διηγήματος και ιστορίας, σημειώνουμε εισαγωγικά, ότι, τουλάχιστον τις τέσσερις από τις συνολικά έξι ιστορίες, θα τις χαρακτηρίζαμε και εμείς διηγήματα. Επίσης, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ίσως και να βιαστήκαμε στην περιχαράκωση της πεζογραφικής βιβλιοθήκης των εκδόσεων «Πόλις», που επιχειρήσαμε με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων της Ελισάβετ Χρονοπούλου. Δεύτερη πρωτοεμφανιζόμενη του εκδοτικού οίκου για το τρέχον έτος η Βλαστού, διαφοροποιείται από το ομοιογενές προφίλ, που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε στο προηγούμενο EX LIBRIS. Οι ιστορίες της δεν τοποθετούνται στην κόψη του ξυραφιού και οι ήρωές τους δεν ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί. Ούτε ακραία συμβάντα εμφανίζονται, ούτε βίαια συμπεριφορά. Οι τόνοι της αφήγησης χαμηλώνουν, ενώ η πρόκληση ως στόχος παραμερίζεται. Παρόλο που πρόκειται για το πρώτο βιβλίο, υπάρχει ανεπτυγμένη η συγγραφική συνείδηση.
Η υπόθεση των ιστοριών είναι σύγχρονη, επικεντρωμένη στο άτομο. Μόνο που οι καταστάσεις έχουν περισσότερο διαχρονικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα αν ορισμένες ιστορίες αφορμώνται από τις τρέχουσες συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Η σχέση που επανέρχεται είναι η γονική και ακολουθεί η συζυγική, ενώ καμιά ιστορία δεν επικεντρώνεται στον έρωτα. Αφού αναφερθήκαμε εισαγωγικά στην αστοχία του τίτλου του βιβλίου, ας ξεκινήσουμε από το διήγημα, με τίτλο, «Ένα αγόρι», που θα μπορούσε να τιτλοφορείται, «Η εξαφάνιση». Αυτό είναι το μοναδικό της συλλογής, στο οποίο ένας άνθρωπος εξαφανίζεται. Περιγράφονται οι ψυχικές καταστάσεις ενός αγοριού, τις οποίες δημιούργησε η εξαφάνιση της μητέρας του. Η ανασκόπηση γίνεται αναδρομικά από τον ανώριμο ενήλικα, στον οποίο εξελίχθηκε μεγαλώνοντας το αγόρι. Η εγκατάλειψη στάθηκε ιδιαίτερα επώδυνη, γι’ αυτό και καθοριστική της ψυχοσύστασής του, καθώς συνέβη σε μικρή ηλικία, και το κυριότερο, γιατί το αγόρι ήταν προσκολλημένο στη μητέρα του. Δεν έλειπε ο πατέρας, αλλά εκείνος παρέμενε συναισθηματικά απόμακρος, πιθανώς, ως αγγλοτραφής, κατά τη μόνη σχετική με αυτόν πληροφορία που δίνεται.
Το κυρίαρχο πρόσωπο είναι η απούσα μητέρα. Δεν περιγράφεται υπερπροστατευτική, αντιθέτως, ως “μητέρα-ξωτικό” τη θυμάται το αγόρι. Ήταν, όμως, ακριβώς αυτή η αίσθηση του απόμακρου, που δημιουργούσε μια μυστηριώδη αχλύ, η οποία και το είλκυε, προκαλώντας του πολύ πριν την εξαφάνισή της ένα άγχος ανασφάλειας. Αυτό έφερε τα χρόνια ψυχολογικά προβλήματα και οδήγησε στις μακροχρόνιες όσο και αναποτελεσματικές ψυχοθεραπείες, κυρίως στις ναυαγισμένες ερωτικές σχέσεις, που δεν ήταν παρά διαδοχικές, ανεπιτυχείς προσκολλήσεις. Ακόμη κι όταν προέκυψε ένας αμοιβαίος έρωτας, για εκείνον η απόρριψη ήταν προδιαγεγραμμένη ως επανάληψη της μητρικής. Με άλλα λόγια, έχουμε μια υπόθεση για μυθιστόρημα, που αναπτύσσεται με τρόπο δραστικό μέσα σε λίγες σελίδες, χωρίς να στεγνώνει το συναισθηματισμό του νεαρού άντρα, στον οποίο προσδίδεται μια ρομαντική χροιά. Για τη συμπύκνωση καθοριστικά στέκονται τα αποσπάσματα από ξένα λογοτεχνικά βιβλία και ο επιδέξιος τρόπος συρραφής τους.
Ένα από τα επακόλουθα της ψυχικής αστάθειας του εγκαταλειφθέντος είναι το σχεδόν φετιχιστικό δέσιμο με τα πράγματα εκείνου που αποχώρησε. Τα προσωπικά αντικείμενα, ως προέκταση της ύπαρξης που χάθηκε, συμβάλλουν στην αποκατάσταση κάποιας ψυχικής ισορροπίας. Μέσα στο δωμάτιο της μητέρας, τα βιβλία της και ό,τι άλλο άφησε εκεί, βοηθούν το αγόρι να διατηρήσει μια φαντασιακή επαφή μαζί της. Κάτι παραπλήσιο συμβαίνει στο σύντομο εναρκτήριο διήγημα, με τον εκ προοιμίου πεισιθάνατο τίτλο, «Ούτε χώρος ούτε χρόνος». Σε αυτό, τα γνώριμα αντικείμενα του σπιτιού συνδράμουν τη γυναίκα, μιας κάποιας ηλικίας, αφού έχει κόρη παντρεμένη, να αποκαταστήσει έναν τρόπο επιβίωσης μετά την απώλεια του συζύγου της, με τον οποίο, κρίνοντας από τις αναμνήσεις της, έζησε πολλά και ευτυχή χρόνια.
Ο θάνατος ενός μοναδικού αγαπημένου προσώπου δημιουργεί αίσθηση κατάργησης του χρόνου. Η εστίαση της σκέψης στον παρελθόντα κοινό τους χρόνο τον μεταστοιχειώνει σε χώρο. Αν, στο προηγούμενο διήγημα, το αγόρι συναρμολογεί την ακόμη ασχημάτιστη εικόνα του εαυτού του στο δωμάτιο, σε αυτό, η πενθούσα διατηρεί συνεκτική την ραγισμένη εικόνα του εαυτού της μέσα στον κλειστό χώρο της οικογενειακής εστίας. Εκεί, η αφήγηση επιχειρεί την ένδον καταβύθιση στο τρίτο πρόσωπο, διατηρώντας έτσι ελεγχόμενα τα αισθήματα. Εδώ, ξεκινά με το δύσκολο αφηγηματικά δεύτερο πρόσωπο, φανερώνοντας την προσπάθεια να καλυφθεί με τη συνήθη ρουτίνα της καθημερινότητας η απουσία, μεταπίπτει στο πρώτο πρόσωπο, που ανεβάζει προς στιγμή τους τόνους μέχρι αυτοσαρκασμού αλλά και αγανάκτησης για τη στάση του εκλιπόντος στο κρίσιμο γι’ αυτούς ζήτημα του γάμου της κόρης τους, αναγνωρίζοντας το κενό με την ομοηχία του ‘‘λείπεις’’ με της ‘‘λύπης’’. Αμέσως μετά επανέρχεται στο δεύτερο πρόσωπο, πληροφορώντας τον απόντα για όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, τις φωτιές και τους κουκουλοφόρους. Ενώ, η κατάληξη του διηγήματος δίνεται με μια συνοπτική παράγραφο σε τρίτο πρόσωπο και σε τόνο αρχικά πραγματιστικό, που εκπνέει με την ψυχολογική κατάρρευση της τελευταίας φράσης, που δίνει τον τίτλο.
Τα άλλα τέσσερα διηγήματα επανέρχονται στα ίδια θέματα -τη γονική σχέση, την εξαφάνιση, την κρίση, το χώρο και τα πράγματα- από διαφορετικές γωνίες σκόπευσης και με διαφορετικά αφηγηματικά αποτελέσματα. Το μόνο διήγημα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διασκεδαστικό, φέρει τον τίτλο «Ο Δότης». Ούτε εξαφάνιση ούτε θάνατος. Παρόλο που ο ήρωας δεν ανήκει, όπως στα δυο προηγούμενα, στους ευκατάστατους αστούς, παρακάμπτεται και σε αυτό η οικονομική κρίση. Η γονική σχέση παρουσιάζεται πλαγίως μέσω του δωρητή σπέρματος. Σε τρίτο πρόσωπο αποδίδονται οι σκέψεις του δότη. Ερχόμενος από την επαρχία στην Αθήνα, όπου δεν στεριώνει μόνιμη εργασία, λύνει για χρόνια το οικονομικό του πρόβλημα, συνεργαζόμενος με μια Τράπεζα σπέρματος.
Η Βλαστού καταφέρνει στο ξεκίνημα των ιστοριών να δημιουργεί απατηλή εντύπωση, παραπέμποντας τον αναγνώστη σε μια διαφορετική κατάσταση από εκείνη για την οποία πρόκειται. Σε αυτό το διήγημα, δημιουργείται, αρχικά, η εντύπωση, ότι ο ψηλός και μελαχρινός επαρχιώτης εκδίδεται. Κι αυτό, γιατί οι περισσότεροι μάλλον αγνοούν, ότι οι επίδοξοι γονείς προσδιορίζουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του προσδοκώμενου τέκνου, με πρώτο στις προτιμήσεις τους το μεσογειακό προφίλ, που έχει πέραση και στην ερωτική πιάτσα. Μέσα από τη οπτική του δότη, η συγγραφέας ασκεί κριτική, διακωμωδώντας τους γιατρούς, που διαχειρίζονται παρόμοιες Τράπεζες σπέρματος σαν επιχειρηματίες, μακράν της ηθικής του λειτουργού. Παρομοίως, σατιρίζει την πελατεία των επίδοξων γονέων, με την αφήγηση να προσθέτει αποχρώσεις ταξικού μένους στα αισθήματα του δότη. Ενώ, κρούει το κώδωνα για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην τεχνητή γονιμοποίηση, λόγω της ελαστικής ηθικής του δότη, καθώς η ποιότητα των γονιδίων εξαρτάται από το πόσο εκείνος πειθαρχεί στους κανονισμούς της Τράπεζας σπέρματος και απέχει από καταχρήσεις.
Ίδια επιτυχημένο με το άνοιγμα είναι και το κλείσιμο του διηγήματος. Ο δότης, που συλλογίζεται ότι ποτέ δεν θα του περνούσε από το μυαλό να διεκδικήσει πατρότητα, χάρις σε ένα μελαχρινό πιτσιρίκι που συναντάει κατά την επιστροφή από την Τράπεζα, νιώθει ένα πρώτο τσίμπημα γονικού ενστίκτου. Δεν ευτυχούν, όμως, όλα τα κλεισίματα, καθώς σε κάποια παρεισφρύουν ίχνη διδακτισμού. Παράδειγμα, μια ιστορία, που αντανακλά όχι μόνο την κρίση αλλά και την προηγούμενη εικοσαετία, της ευμάρειας και καλοπέρασης. Η αναδρομή στο παρελθόν γίνεται από μια γυναίκα, που συνέπεσε τότε να είναι αριστούχος απόφοιτος της Παντείου και η οποία με τη γονική παρότρυνση και τις κατάλληλες γνωριμίες ακολούθησε την εύκολη οδό του Δημοσίου αντί της επίμοχθης πνευματικής ανάβασης, που πιθανώς και να οδηγούσε σε ανοικτούς πνευματικούς ορίζοντες. Σε αυτήν την ιστορία, ο ένδον λόγος της ηρωίδας, παρότι στο τρίτο πρόσωπο ενός εξωτερικού παρατηρητή, έχει συναισθηματική φόρτιση, που επιτείνεται, καθώς η περιγραφή απλώνεται στο φάσμα στερεότυπων καταστάσεων ευζωίας. Όσο αφορά τη φόρτιση, αυτήν την δικαιολογεί η επιλογή του χώρου και της ώρας: Πρώτο Νεκροταφείο, κατά την κήδευση πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας. Τα στερεότυπα, ωστόσο, βαραίνουν, καθώς η αυτολύπηση της ηρωίδας, κλισαρισμένη, χωρίς ίχνος χιούμορ, υπονομεύει το αληθές του τίτλου, «Η εξαφάνιση ενός μυαλού». Το διήγημα, πάντως, αποβαίνει, υπό τις παρούσες συνθήκες, επίκαιρο, αφού δεν αποκλείεται κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι να ταυτιστούν με την ηρωίδα και να ανακαλύψουν όψιμα πως πήραν το δρόμο του ολέθρου.
Στο τελευταίο διήγημα, η συγγραφέας περικλείει όλα τα θέματα της συλλογής, δείχνοντας, αυτή τη φορά, τη δυσάρεστη όψη τους. Η γονική παρουσία ενέχει κάποτε και απειλή. Η αίσθηση του οικείου χώρου ενός δωματίου και κατ’ επέκταση, ενός σπιτιού, μπορεί να γίνει ανυπόφορη, όπως δηλώνεται σκωπτικά και με τον τίτλο του διηγήματος, «Χαρούμενα σπίτια». Ενώ, ένας θάνατος ενδέχεται να λειτουργήσει λυτρωτικά. Θέμα του διηγήματος είναι η παιδεραστία. Να σημειώσουμε ότι η παιδεραστία, ιδιαίτερα εντός του στενού οικογενειακού κύκλου, επανέρχεται, τα τελευταία χρόνια, στα διηγήματα νεότερων γυναικών συγγραφέων. Η Βλαστού προσπαθεί να δέσει την οπτική του παιδιού-θύματος και της ενήλικης, που είχε την ίδια ακριβώς εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο εισάγει κάποιο διδακτισμό, στην, ήδη σε υψηλούς τόνους, αφήγηση.
Οι θεματικές προτιμήσεις είναι προσωπική υπόθεση, πόσω μάλλον η αισθητική αντίληψη περί του επιτυχημένου διηγήματος. Εμείς, πάντως, θα προκρίναμε ως το εντελέστερο της συλλογής, το διήγημα, με τίτλο, «Για πάντα». Κατορθώνει να συμπυκνώσει πολλές διαφορετικές πτυχές, με πρωταρχική, το δέσιμο με τα πράγματα, που μένει κρυφό, συχνά παραχωμένο στο υποσυνείδητο, καθώς κυριαρχεί η προσκόλληση στα έμβια όντα, κυρίως τους ανθρώπους, τελευταία και τα κατοικίδια. Στο διήγημα αναδεικνύεται μια από τις πιο δυσάρεστες πλευρές της κρίσης, η στέρηση από τα αγαπημένα μας πράγματα. Στο πρώτο μέρος, ξεδιπλώνονται οι ανεξάρτητες ιστορίες τριών ανθρώπων, που αναγκάζονται να αποχωριστούν προσφιλή τους αντικείμενα. Υποτίθεται προσωρινά, με την κατάθεσή τους ως ενέχυρα, άλλα εκείνοι γνωρίζουν ότι θα είναι για πάντα. Η ιστορία ενός από αυτούς συμπλέκει τον ακόμη πιο επώδυνο αποχωρισμό της εκδίωξης κάποιου από τον τόπο του. Γυναίκα η αφηγήτρια, ανακαλεί τον διωγμό από το σπίτι της στην Κυρήνεια, εκείνον τον Ιούλιο, πριν 39 χρόνια. Στο δεύτερο μέρος, τα ενέχυρα βρίσκονται παρατεταγμένα στον πάγκο ενός από τα γραφεία αγοράς τιμαλφών, που ανθούν, εσχάτως, στην Αθήνα. Να προσθέσουμε μια επουσιώδη παρατήρηση, όσο αφορά την κατάληξη του συγκεκριμένου διηγήματος. Για να δέσουν οι τρεις ιστορίες, θα πρέπει ο αναγνώστης να ταυτίσει τα ενέχυρα με τις περιγραφές, που έδωσαν οι κάτοχοί τους στις προτασσόμενες αφηγήσεις. Μήπως, όμως, η συγγραφέας υπερεκτιμά τις γνώσεις περί τέχνης του αναγνώστη; Το πιθανότερο, αυτός να μην έχει καν ακουστά τον ζωγράφο Περικλή Πανταζή, πόσω μάλλον να γνωρίζει τον συγκεκριμένο πίνακα, του οποίου τις ιμπρεσιονιστικές αρετές, με τόση παραστατικότητα, περιγράφει ο κάτοχός του.
Η υπόθεση των ιστοριών είναι σύγχρονη, επικεντρωμένη στο άτομο. Μόνο που οι καταστάσεις έχουν περισσότερο διαχρονικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα αν ορισμένες ιστορίες αφορμώνται από τις τρέχουσες συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Η σχέση που επανέρχεται είναι η γονική και ακολουθεί η συζυγική, ενώ καμιά ιστορία δεν επικεντρώνεται στον έρωτα. Αφού αναφερθήκαμε εισαγωγικά στην αστοχία του τίτλου του βιβλίου, ας ξεκινήσουμε από το διήγημα, με τίτλο, «Ένα αγόρι», που θα μπορούσε να τιτλοφορείται, «Η εξαφάνιση». Αυτό είναι το μοναδικό της συλλογής, στο οποίο ένας άνθρωπος εξαφανίζεται. Περιγράφονται οι ψυχικές καταστάσεις ενός αγοριού, τις οποίες δημιούργησε η εξαφάνιση της μητέρας του. Η ανασκόπηση γίνεται αναδρομικά από τον ανώριμο ενήλικα, στον οποίο εξελίχθηκε μεγαλώνοντας το αγόρι. Η εγκατάλειψη στάθηκε ιδιαίτερα επώδυνη, γι’ αυτό και καθοριστική της ψυχοσύστασής του, καθώς συνέβη σε μικρή ηλικία, και το κυριότερο, γιατί το αγόρι ήταν προσκολλημένο στη μητέρα του. Δεν έλειπε ο πατέρας, αλλά εκείνος παρέμενε συναισθηματικά απόμακρος, πιθανώς, ως αγγλοτραφής, κατά τη μόνη σχετική με αυτόν πληροφορία που δίνεται.
Το κυρίαρχο πρόσωπο είναι η απούσα μητέρα. Δεν περιγράφεται υπερπροστατευτική, αντιθέτως, ως “μητέρα-ξωτικό” τη θυμάται το αγόρι. Ήταν, όμως, ακριβώς αυτή η αίσθηση του απόμακρου, που δημιουργούσε μια μυστηριώδη αχλύ, η οποία και το είλκυε, προκαλώντας του πολύ πριν την εξαφάνισή της ένα άγχος ανασφάλειας. Αυτό έφερε τα χρόνια ψυχολογικά προβλήματα και οδήγησε στις μακροχρόνιες όσο και αναποτελεσματικές ψυχοθεραπείες, κυρίως στις ναυαγισμένες ερωτικές σχέσεις, που δεν ήταν παρά διαδοχικές, ανεπιτυχείς προσκολλήσεις. Ακόμη κι όταν προέκυψε ένας αμοιβαίος έρωτας, για εκείνον η απόρριψη ήταν προδιαγεγραμμένη ως επανάληψη της μητρικής. Με άλλα λόγια, έχουμε μια υπόθεση για μυθιστόρημα, που αναπτύσσεται με τρόπο δραστικό μέσα σε λίγες σελίδες, χωρίς να στεγνώνει το συναισθηματισμό του νεαρού άντρα, στον οποίο προσδίδεται μια ρομαντική χροιά. Για τη συμπύκνωση καθοριστικά στέκονται τα αποσπάσματα από ξένα λογοτεχνικά βιβλία και ο επιδέξιος τρόπος συρραφής τους.
Ένα από τα επακόλουθα της ψυχικής αστάθειας του εγκαταλειφθέντος είναι το σχεδόν φετιχιστικό δέσιμο με τα πράγματα εκείνου που αποχώρησε. Τα προσωπικά αντικείμενα, ως προέκταση της ύπαρξης που χάθηκε, συμβάλλουν στην αποκατάσταση κάποιας ψυχικής ισορροπίας. Μέσα στο δωμάτιο της μητέρας, τα βιβλία της και ό,τι άλλο άφησε εκεί, βοηθούν το αγόρι να διατηρήσει μια φαντασιακή επαφή μαζί της. Κάτι παραπλήσιο συμβαίνει στο σύντομο εναρκτήριο διήγημα, με τον εκ προοιμίου πεισιθάνατο τίτλο, «Ούτε χώρος ούτε χρόνος». Σε αυτό, τα γνώριμα αντικείμενα του σπιτιού συνδράμουν τη γυναίκα, μιας κάποιας ηλικίας, αφού έχει κόρη παντρεμένη, να αποκαταστήσει έναν τρόπο επιβίωσης μετά την απώλεια του συζύγου της, με τον οποίο, κρίνοντας από τις αναμνήσεις της, έζησε πολλά και ευτυχή χρόνια.
Ο θάνατος ενός μοναδικού αγαπημένου προσώπου δημιουργεί αίσθηση κατάργησης του χρόνου. Η εστίαση της σκέψης στον παρελθόντα κοινό τους χρόνο τον μεταστοιχειώνει σε χώρο. Αν, στο προηγούμενο διήγημα, το αγόρι συναρμολογεί την ακόμη ασχημάτιστη εικόνα του εαυτού του στο δωμάτιο, σε αυτό, η πενθούσα διατηρεί συνεκτική την ραγισμένη εικόνα του εαυτού της μέσα στον κλειστό χώρο της οικογενειακής εστίας. Εκεί, η αφήγηση επιχειρεί την ένδον καταβύθιση στο τρίτο πρόσωπο, διατηρώντας έτσι ελεγχόμενα τα αισθήματα. Εδώ, ξεκινά με το δύσκολο αφηγηματικά δεύτερο πρόσωπο, φανερώνοντας την προσπάθεια να καλυφθεί με τη συνήθη ρουτίνα της καθημερινότητας η απουσία, μεταπίπτει στο πρώτο πρόσωπο, που ανεβάζει προς στιγμή τους τόνους μέχρι αυτοσαρκασμού αλλά και αγανάκτησης για τη στάση του εκλιπόντος στο κρίσιμο γι’ αυτούς ζήτημα του γάμου της κόρης τους, αναγνωρίζοντας το κενό με την ομοηχία του ‘‘λείπεις’’ με της ‘‘λύπης’’. Αμέσως μετά επανέρχεται στο δεύτερο πρόσωπο, πληροφορώντας τον απόντα για όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, τις φωτιές και τους κουκουλοφόρους. Ενώ, η κατάληξη του διηγήματος δίνεται με μια συνοπτική παράγραφο σε τρίτο πρόσωπο και σε τόνο αρχικά πραγματιστικό, που εκπνέει με την ψυχολογική κατάρρευση της τελευταίας φράσης, που δίνει τον τίτλο.
Τα άλλα τέσσερα διηγήματα επανέρχονται στα ίδια θέματα -τη γονική σχέση, την εξαφάνιση, την κρίση, το χώρο και τα πράγματα- από διαφορετικές γωνίες σκόπευσης και με διαφορετικά αφηγηματικά αποτελέσματα. Το μόνο διήγημα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διασκεδαστικό, φέρει τον τίτλο «Ο Δότης». Ούτε εξαφάνιση ούτε θάνατος. Παρόλο που ο ήρωας δεν ανήκει, όπως στα δυο προηγούμενα, στους ευκατάστατους αστούς, παρακάμπτεται και σε αυτό η οικονομική κρίση. Η γονική σχέση παρουσιάζεται πλαγίως μέσω του δωρητή σπέρματος. Σε τρίτο πρόσωπο αποδίδονται οι σκέψεις του δότη. Ερχόμενος από την επαρχία στην Αθήνα, όπου δεν στεριώνει μόνιμη εργασία, λύνει για χρόνια το οικονομικό του πρόβλημα, συνεργαζόμενος με μια Τράπεζα σπέρματος.
Η Βλαστού καταφέρνει στο ξεκίνημα των ιστοριών να δημιουργεί απατηλή εντύπωση, παραπέμποντας τον αναγνώστη σε μια διαφορετική κατάσταση από εκείνη για την οποία πρόκειται. Σε αυτό το διήγημα, δημιουργείται, αρχικά, η εντύπωση, ότι ο ψηλός και μελαχρινός επαρχιώτης εκδίδεται. Κι αυτό, γιατί οι περισσότεροι μάλλον αγνοούν, ότι οι επίδοξοι γονείς προσδιορίζουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του προσδοκώμενου τέκνου, με πρώτο στις προτιμήσεις τους το μεσογειακό προφίλ, που έχει πέραση και στην ερωτική πιάτσα. Μέσα από τη οπτική του δότη, η συγγραφέας ασκεί κριτική, διακωμωδώντας τους γιατρούς, που διαχειρίζονται παρόμοιες Τράπεζες σπέρματος σαν επιχειρηματίες, μακράν της ηθικής του λειτουργού. Παρομοίως, σατιρίζει την πελατεία των επίδοξων γονέων, με την αφήγηση να προσθέτει αποχρώσεις ταξικού μένους στα αισθήματα του δότη. Ενώ, κρούει το κώδωνα για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην τεχνητή γονιμοποίηση, λόγω της ελαστικής ηθικής του δότη, καθώς η ποιότητα των γονιδίων εξαρτάται από το πόσο εκείνος πειθαρχεί στους κανονισμούς της Τράπεζας σπέρματος και απέχει από καταχρήσεις.
Ίδια επιτυχημένο με το άνοιγμα είναι και το κλείσιμο του διηγήματος. Ο δότης, που συλλογίζεται ότι ποτέ δεν θα του περνούσε από το μυαλό να διεκδικήσει πατρότητα, χάρις σε ένα μελαχρινό πιτσιρίκι που συναντάει κατά την επιστροφή από την Τράπεζα, νιώθει ένα πρώτο τσίμπημα γονικού ενστίκτου. Δεν ευτυχούν, όμως, όλα τα κλεισίματα, καθώς σε κάποια παρεισφρύουν ίχνη διδακτισμού. Παράδειγμα, μια ιστορία, που αντανακλά όχι μόνο την κρίση αλλά και την προηγούμενη εικοσαετία, της ευμάρειας και καλοπέρασης. Η αναδρομή στο παρελθόν γίνεται από μια γυναίκα, που συνέπεσε τότε να είναι αριστούχος απόφοιτος της Παντείου και η οποία με τη γονική παρότρυνση και τις κατάλληλες γνωριμίες ακολούθησε την εύκολη οδό του Δημοσίου αντί της επίμοχθης πνευματικής ανάβασης, που πιθανώς και να οδηγούσε σε ανοικτούς πνευματικούς ορίζοντες. Σε αυτήν την ιστορία, ο ένδον λόγος της ηρωίδας, παρότι στο τρίτο πρόσωπο ενός εξωτερικού παρατηρητή, έχει συναισθηματική φόρτιση, που επιτείνεται, καθώς η περιγραφή απλώνεται στο φάσμα στερεότυπων καταστάσεων ευζωίας. Όσο αφορά τη φόρτιση, αυτήν την δικαιολογεί η επιλογή του χώρου και της ώρας: Πρώτο Νεκροταφείο, κατά την κήδευση πρώην διοικητή της Εθνικής Τράπεζας. Τα στερεότυπα, ωστόσο, βαραίνουν, καθώς η αυτολύπηση της ηρωίδας, κλισαρισμένη, χωρίς ίχνος χιούμορ, υπονομεύει το αληθές του τίτλου, «Η εξαφάνιση ενός μυαλού». Το διήγημα, πάντως, αποβαίνει, υπό τις παρούσες συνθήκες, επίκαιρο, αφού δεν αποκλείεται κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι να ταυτιστούν με την ηρωίδα και να ανακαλύψουν όψιμα πως πήραν το δρόμο του ολέθρου.
Στο τελευταίο διήγημα, η συγγραφέας περικλείει όλα τα θέματα της συλλογής, δείχνοντας, αυτή τη φορά, τη δυσάρεστη όψη τους. Η γονική παρουσία ενέχει κάποτε και απειλή. Η αίσθηση του οικείου χώρου ενός δωματίου και κατ’ επέκταση, ενός σπιτιού, μπορεί να γίνει ανυπόφορη, όπως δηλώνεται σκωπτικά και με τον τίτλο του διηγήματος, «Χαρούμενα σπίτια». Ενώ, ένας θάνατος ενδέχεται να λειτουργήσει λυτρωτικά. Θέμα του διηγήματος είναι η παιδεραστία. Να σημειώσουμε ότι η παιδεραστία, ιδιαίτερα εντός του στενού οικογενειακού κύκλου, επανέρχεται, τα τελευταία χρόνια, στα διηγήματα νεότερων γυναικών συγγραφέων. Η Βλαστού προσπαθεί να δέσει την οπτική του παιδιού-θύματος και της ενήλικης, που είχε την ίδια ακριβώς εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο εισάγει κάποιο διδακτισμό, στην, ήδη σε υψηλούς τόνους, αφήγηση.
Οι θεματικές προτιμήσεις είναι προσωπική υπόθεση, πόσω μάλλον η αισθητική αντίληψη περί του επιτυχημένου διηγήματος. Εμείς, πάντως, θα προκρίναμε ως το εντελέστερο της συλλογής, το διήγημα, με τίτλο, «Για πάντα». Κατορθώνει να συμπυκνώσει πολλές διαφορετικές πτυχές, με πρωταρχική, το δέσιμο με τα πράγματα, που μένει κρυφό, συχνά παραχωμένο στο υποσυνείδητο, καθώς κυριαρχεί η προσκόλληση στα έμβια όντα, κυρίως τους ανθρώπους, τελευταία και τα κατοικίδια. Στο διήγημα αναδεικνύεται μια από τις πιο δυσάρεστες πλευρές της κρίσης, η στέρηση από τα αγαπημένα μας πράγματα. Στο πρώτο μέρος, ξεδιπλώνονται οι ανεξάρτητες ιστορίες τριών ανθρώπων, που αναγκάζονται να αποχωριστούν προσφιλή τους αντικείμενα. Υποτίθεται προσωρινά, με την κατάθεσή τους ως ενέχυρα, άλλα εκείνοι γνωρίζουν ότι θα είναι για πάντα. Η ιστορία ενός από αυτούς συμπλέκει τον ακόμη πιο επώδυνο αποχωρισμό της εκδίωξης κάποιου από τον τόπο του. Γυναίκα η αφηγήτρια, ανακαλεί τον διωγμό από το σπίτι της στην Κυρήνεια, εκείνον τον Ιούλιο, πριν 39 χρόνια. Στο δεύτερο μέρος, τα ενέχυρα βρίσκονται παρατεταγμένα στον πάγκο ενός από τα γραφεία αγοράς τιμαλφών, που ανθούν, εσχάτως, στην Αθήνα. Να προσθέσουμε μια επουσιώδη παρατήρηση, όσο αφορά την κατάληξη του συγκεκριμένου διηγήματος. Για να δέσουν οι τρεις ιστορίες, θα πρέπει ο αναγνώστης να ταυτίσει τα ενέχυρα με τις περιγραφές, που έδωσαν οι κάτοχοί τους στις προτασσόμενες αφηγήσεις. Μήπως, όμως, η συγγραφέας υπερεκτιμά τις γνώσεις περί τέχνης του αναγνώστη; Το πιθανότερο, αυτός να μην έχει καν ακουστά τον ζωγράφο Περικλή Πανταζή, πόσω μάλλον να γνωρίζει τον συγκεκριμένο πίνακα, του οποίου τις ιμπρεσιονιστικές αρετές, με τόση παραστατικότητα, περιγράφει ο κάτοχός του.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/5/2013.