Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Εξαρτήσεις και δεσμοί

Περικλής
Πανταζής,
«Ο μικρός
κλέφτης».











Ελεάν­να Βλα­στού
«Εξα­φα­νί­σεις»
Εκδό­σεις Πό­λις
Απρί­λιος 2013 
Ας ξε­κι­νή­σου­με με μια αρ­νη­τι­κή δια­πί­στω­ση, που α­φο­ρά την α­στο­χία, με την έν­νοια της μη α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τας, του τίτ­λου, για να σχο­λιά­σου­με το βι­βλίο μια νέ­ας πα­ρου­σίας στο χώ­ρο της πε­ζο­γρα­φίας, που δεί­χνει εν­δια­φέ­ρου­σα. Πρό­κει­ται για την Ελεάν­να Βλα­στού και τα πρώ­τα διη­γή­μα­τά της, ό­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται οι ι­στο­ρίες της στη σε­λί­δα τίτ­λου. Επει­δή, τε­λευ­ταία, έ­χου­με κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη α­να­φερ­θεί στη διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας, ση­μειώ­νου­με ει­σα­γω­γι­κά, ό­τι, του­λά­χι­στον τις τέσ­σε­ρις α­πό τις συ­νο­λι­κά έ­ξι ι­στο­ρίες, θα τις χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με και ε­μείς διη­γή­μα­τα. Επί­σης, θα πρέ­πει να πα­ρα­δε­χτού­με ό­τι ί­σως και να βια­στή­κα­με στην πε­ρι­χα­ρά­κω­ση της πε­ζο­γρα­φι­κής βι­βλιο­θή­κης των εκ­δό­σεων «Πό­λις», που ε­πι­χει­ρή­σα­με με α­φορ­μή τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της Ελι­σά­βετ Χρο­νο­πού­λου. Δεύ­τε­ρη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη του εκ­δο­τι­κού οί­κου για το τρέ­χον έ­τος η Βλα­στού, δια­φο­ρο­ποιεί­ται α­πό το ο­μοιο­γε­νές προ­φί­λ, που προ­σπα­θή­σα­με να σκια­γρα­φή­σου­με στο προ­η­γού­με­νο EX LIBRIS. Οι ι­στο­ρίες της δεν το­πο­θε­τού­νται στην κό­ψη του ξυ­ρα­φιού και οι ή­ρωές τους δεν α­κρο­βα­τούν σε τε­ντω­μέ­νο σκοι­νί. Ού­τε α­κραία συμ­βά­ντα εμ­φα­νί­ζο­νται, ού­τε βίαια συ­μπε­ρι­φο­ρά. Οι τό­νοι της α­φή­γη­σης χα­μη­λώ­νουν, ε­νώ η πρό­κλη­ση ως στό­χος πα­ρα­με­ρί­ζε­ται. Πα­ρό­λο που πρό­κει­ται για το πρώ­το βι­βλίο, υ­πάρ­χει α­νε­πτυγ­μέ­νη η συγ­γρα­φι­κή συ­νεί­δη­ση.
Η υ­πό­θε­ση των ι­στο­ριών εί­ναι σύγ­χρο­νη, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη στο ά­το­μο. Μό­νο που οι κα­τα­στά­σεις έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­χρο­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ο­ρι­σμέ­νες ι­στο­ρίες α­φορ­μώ­νται α­πό τις τρέ­χου­σες συν­θή­κες της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Η σχέ­ση που ε­πα­νέρ­χε­ται εί­ναι η γο­νι­κή και  α­κο­λου­θεί η συ­ζυ­γι­κή, ε­νώ κα­μιά ι­στο­ρία δεν ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στον έ­ρω­τα. Αφού α­να­φερ­θή­κα­με ει­σα­γω­γι­κά στην α­στο­χία του τίτ­λου του βι­βλίου, ας ξε­κι­νή­σου­με α­πό το διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Ένα α­γό­ρι», που θα μπο­ρού­σε να τιτ­λο­φο­ρεί­ται, «Η ε­ξα­φά­νι­ση». Αυ­τό εί­ναι το μο­να­δι­κό της συλ­λο­γής, στο ο­ποίο έ­νας άν­θρω­πος ε­ξα­φα­νί­ζε­ται. Πε­ρι­γρά­φο­νται οι ψυ­χι­κές κα­τα­στά­σεις ε­νός α­γο­ριού, τις ο­ποίες δη­μιούρ­γη­σε η ε­ξα­φά­νι­ση της μη­τέ­ρας του. Η α­να­σκό­πη­ση γί­νε­ται α­να­δρο­μι­κά α­πό τον α­νώ­ρι­μο ε­νή­λι­κα, στον ο­ποίο ε­ξε­λίχ­θη­κε με­γα­λώ­νο­ντας το α­γό­ρι. Η ε­γκα­τά­λει­ψη στά­θη­κε ι­διαί­τε­ρα ε­πώ­δυ­νη, γι’ αυ­τό και κα­θο­ρι­στι­κή της ψυ­χο­σύ­στα­σής του, κα­θώς συ­νέ­βη σε μι­κρή η­λι­κία, και το κυ­ριό­τε­ρο, για­τί το α­γό­ρι ή­ταν προ­σκολ­λη­μέ­νο στη μη­τέ­ρα του. Δεν έ­λει­πε ο πα­τέ­ρας, αλ­λά ε­κεί­νος πα­ρέ­με­νε συ­ναι­σθη­μα­τι­κά α­πό­μα­κρος, πι­θα­νώς, ως αγ­γλο­τρα­φής, κα­τά τη μό­νη σχε­τι­κή με αυ­τόν πλη­ρο­φο­ρία που δί­νε­ται.
Το κυ­ρίαρ­χο πρό­σω­πο εί­ναι η α­πού­σα μη­τέ­ρα. Δεν πε­ρι­γρά­φε­ται υ­περ­προ­στα­τευ­τι­κή, α­ντι­θέ­τως, ως “μη­τέ­ρα-ξω­τι­κό” τη θυ­μά­ται το α­γό­ρι. Ήταν, ό­μως, α­κρι­βώς αυ­τή η αί­σθη­ση του α­πό­μα­κρου, που δη­μιουρ­γού­σε μια μυ­στη­ριώ­δη α­χλύ, η ο­ποία και το είλ­κυε, προ­κα­λώ­ντας του πο­λύ πριν την ε­ξα­φά­νι­σή της έ­να άγ­χος α­να­σφά­λειας. Αυ­τό έ­φε­ρε τα χρό­νια ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα και ο­δή­γη­σε στις μα­κρο­χρό­νιες ό­σο και α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κές ψυ­χο­θε­ρα­πείες, κυ­ρίως στις ναυα­γι­σμέ­νες ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις, που δεν ή­ταν πα­ρά δια­δο­χι­κές, α­νε­πι­τυ­χείς προ­σκολ­λή­σεις. Ακό­μη κι ό­ταν προέ­κυ­ψε έ­νας α­μοι­βαίος έ­ρω­τας, για ε­κεί­νον η α­πόρ­ρι­ψη ή­ταν προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη ως ε­πα­νά­λη­ψη της μη­τρι­κής. Με άλ­λα λό­για, έ­χου­με μια υ­πό­θε­ση για μυ­θι­στό­ρη­μα, που α­να­πτύσ­σε­ται με τρό­πο δρα­στι­κό μέ­σα σε λί­γες σε­λί­δες,  χω­ρίς να στε­γνώ­νει το συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό του νε­α­ρού ά­ντρα, στον ο­ποίο προσ­δί­δε­ται μια ρο­μα­ντι­κή χροιά. Για τη συ­μπύ­κνω­ση κα­θο­ρι­στι­κά στέ­κο­νται τα α­πο­σπά­σμα­τα α­πό ξέ­να λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία και ο ε­πι­δέ­ξιος τρό­πος συρ­ρα­φής τους.
Ένα α­πό τα ε­πα­κό­λου­θα της ψυ­χι­κής α­στά­θειας του ε­γκα­τα­λει­φθέ­ντος εί­ναι το σχε­δόν φε­τι­χι­στι­κό δέ­σι­μο με τα πράγ­μα­τα ε­κεί­νου που α­πο­χώ­ρη­σε. Τα προ­σω­πι­κά α­ντι­κεί­με­να, ως προέ­κτα­ση της ύ­παρ­ξης που χά­θη­κε, συμ­βάλ­λουν στην α­πο­κα­τά­στα­ση κά­ποιας ψυ­χι­κής ι­σορ­ρο­πίας. Μέ­σα στο δω­μά­τιο της μη­τέ­ρας, τα βι­βλία της και ό,τι άλ­λο ά­φη­σε ε­κεί, βο­η­θούν το α­γό­ρι να δια­τη­ρή­σει μια φα­ντα­σια­κή ε­πα­φή μα­ζί της. Κά­τι πα­ρα­πλή­σιο συμ­βαί­νει στο σύ­ντο­μο ε­ναρ­κτή­ριο διή­γη­μα, με τον εκ προοι­μίου πει­σι­θά­να­το τίτ­λο, «Ού­τε χώ­ρος ού­τε χρό­νος». Σε αυ­τό, τα γνώ­ρι­μα α­ντι­κεί­με­να του σπι­τιού συν­δρά­μουν τη γυ­ναί­κα, μιας κά­ποιας η­λι­κίας, α­φού έ­χει κό­ρη πα­ντρε­μέ­νη, να α­πο­κα­τα­στή­σει έ­ναν τρό­πο ε­πι­βίω­σης με­τά την α­πώ­λεια του συ­ζύ­γου της, με τον ο­ποίο, κρί­νο­ντας α­πό τις α­να­μνή­σεις της, έ­ζη­σε πολ­λά και ευ­τυ­χή χρό­νια.
Ο θά­να­τος ε­νός μο­να­δι­κού α­γα­πη­μέ­νου προ­σώ­που δη­μιουρ­γεί αί­σθη­ση κα­τάρ­γη­σης του χρό­νου. Η ε­στία­ση της σκέ­ψης στον πα­ρελ­θό­ντα κοι­νό τους χρό­νο τον με­τα­στοι­χειώ­νει σε χώ­ρο. Αν, στο προ­η­γού­με­νο διή­γη­μα, το α­γό­ρι συ­ναρ­μο­λο­γεί την α­κό­μη α­σχη­μά­τι­στη ει­κό­να του ε­αυ­τού του στο δω­μά­τιο, σε αυ­τό, η πεν­θού­σα δια­τη­ρεί συ­νε­κτι­κή την ρα­γι­σμέ­νη ει­κό­να του ε­αυ­τού της μέ­σα στον κλει­στό χώ­ρο της οι­κο­γε­νεια­κής ε­στίας. Εκεί, η α­φή­γη­ση ε­πι­χει­ρεί την έν­δον κα­τα­βύ­θι­ση στο τρί­το πρό­σω­πο, δια­τη­ρώ­ντας έ­τσι ε­λεγ­χό­με­να τα αι­σθή­μα­τα. Εδώ, ξε­κι­νά με το δύ­σκο­λο α­φη­γη­μα­τι­κά δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, φα­νε­ρώ­νο­ντας την προ­σπά­θεια να κα­λυ­φθεί με τη συ­νή­θη ρου­τί­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας η α­που­σία, με­τα­πί­πτει στο πρώ­το πρό­σω­πο, που α­νε­βά­ζει προς στιγ­μή τους τό­νους μέ­χρι αυ­το­σαρ­κα­σμού αλ­λά και α­γα­νά­κτη­σης για τη στά­ση του ε­κλι­πό­ντος στο κρί­σι­μο γι’ αυ­τούς ζή­τη­μα του γά­μου της κό­ρης τους, α­να­γνω­ρί­ζο­ντας το κε­νό με την ο­μο­η­χία του ‘‘λεί­πεις’’ με της ‘‘λύ­πης’’. Αμέ­σως με­τά ε­πα­νέρ­χε­ται στο δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, πλη­ρο­φο­ρώ­ντας τον α­πό­ντα για ό­σα συμ­βαί­νουν στην Αθή­να, τις φω­τιές και τους κου­κου­λο­φό­ρους. Ενώ, η κα­τά­λη­ξη του διη­γή­μα­τος δί­νε­ται με μια συ­νο­πτι­κή πα­ρά­γρα­φο σε τρί­το πρό­σω­πο και σε τό­νο αρ­χι­κά πραγ­μα­τι­στι­κό, που εκ­πνέει με την ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τάρ­ρευ­ση της τε­λευ­ταίας φρά­σης, που δί­νει τον τίτ­λο.
Τα άλ­λα τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα ε­πα­νέρ­χο­νται στα ί­δια θέ­μα­τα -τη γο­νι­κή σχέ­ση, την ε­ξα­φά­νι­ση, την κρί­ση, το χώ­ρο και τα πράγ­μα­τα- α­πό δια­φο­ρε­τι­κές γω­νίες σκό­πευ­σης και με δια­φο­ρε­τι­κά α­φη­γη­μα­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Το μό­νο διή­γη­μα, που θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί δια­σκε­δα­στι­κό, φέ­ρει τον τίτ­λο «Ο Δό­της». Ού­τε ε­ξα­φά­νι­ση ού­τε θά­να­τος. Πα­ρό­λο που ο ή­ρωας δεν α­νή­κει, ό­πως στα δυο προ­η­γού­με­να, στους ευ­κα­τά­στα­τους α­στούς, πα­ρα­κά­μπτε­ται και σε αυ­τό η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Η γο­νι­κή σχέ­ση πα­ρου­σιά­ζε­ται πλα­γίως μέ­σω του δω­ρη­τή σπέρ­μα­τος. Σε τρί­το πρό­σω­πο α­πο­δί­δο­νται οι σκέ­ψεις του δό­τη. Ερχό­με­νος α­πό την ε­παρ­χία στην Αθή­να, ό­που δεν στε­ριώ­νει μό­νι­μη ερ­γα­σία, λύ­νει για χρό­νια το οι­κο­νο­μι­κό του πρό­βλη­μα, συ­νερ­γα­ζό­με­νος με μια Τρά­πε­ζα σπέρ­μα­τος.
Η Βλα­στού κα­τα­φέρ­νει στο ξε­κί­νη­μα των ι­στο­ριών να δη­μιουρ­γεί α­πα­τη­λή ε­ντύ­πω­ση, πα­ρα­πέ­μπο­ντας τον α­να­γνώ­στη σε μια δια­φο­ρε­τι­κή κα­τά­στα­ση α­πό ε­κεί­νη για την ο­ποία πρό­κει­ται. Σε αυ­τό το διή­γη­μα, δη­μιουρ­γεί­ται, αρ­χι­κά, η ε­ντύ­πω­ση, ό­τι ο ψη­λός και με­λα­χρι­νός ε­παρ­χιώ­της εκ­δί­δε­ται. Κι αυ­τό, για­τί οι πε­ρισ­σό­τε­ροι μάλ­λον α­γνοούν, ό­τι οι ε­πί­δο­ξοι γο­νείς προσ­διο­ρί­ζουν τα ε­πι­θυ­μη­τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του προσ­δο­κώ­με­νου τέ­κνου, με πρώ­το στις προ­τι­μή­σεις τους το με­σο­γεια­κό προ­φί­λ, που έ­χει πέ­ρα­ση και στην ε­ρω­τι­κή πιά­τσα. Μέ­σα α­πό τη ο­πτι­κή του δό­τη, η συγ­γρα­φέ­ας α­σκεί κρι­τι­κή, δια­κω­μω­δώ­ντας τους για­τρούς, που δια­χει­ρί­ζο­νται πα­ρό­μοιες Τρά­πε­ζες σπέρ­μα­τος σαν ε­πι­χει­ρη­μα­τίες, μα­κράν της η­θι­κής του λει­τουρ­γού. Πα­ρο­μοίως, σα­τι­ρί­ζει την πε­λα­τεία των ε­πί­δο­ξων γο­νέων, με την α­φή­γη­ση να προ­σθέ­τει α­πο­χρώ­σεις τα­ξι­κού μέ­νους στα αι­σθή­μα­τα του δό­τη. Ενώ, κρούει το κώ­δω­να για τους κιν­δύ­νους που ελ­λο­χεύουν στην τε­χνη­τή γο­νι­μο­ποίη­ση, λό­γω της ε­λα­στι­κής η­θι­κής του δό­τη, κα­θώς η ποιό­τη­τα των γο­νι­δίων ε­ξαρ­τά­ται α­πό το πό­σο ε­κεί­νος πει­θαρ­χεί στους κα­νο­νι­σμούς της Τρά­πε­ζας σπέρ­μα­τος και α­πέ­χει α­πό κα­τα­χρή­σεις.
Ίδια ε­πι­τυ­χη­μέ­νο με το ά­νοιγ­μα εί­ναι και το κλεί­σι­μο του διη­γή­μα­τος. Ο δό­της, που συλ­λο­γί­ζε­ται ό­τι πο­τέ δεν θα του περ­νού­σε α­πό το μυα­λό να διεκ­δι­κή­σει πα­τρό­τη­τα, χά­ρις σε έ­να με­λα­χρι­νό πι­τσι­ρί­κι που συ­να­ντά­ει κα­τά την ε­πι­στρο­φή α­πό την Τρά­πε­ζα, νιώ­θει έ­να πρώ­το τσί­μπη­μα γο­νι­κού εν­στί­κτου. Δεν ευ­τυ­χούν, ό­μως, ό­λα τα κλει­σί­μα­τα, κα­θώς σε κά­ποια πα­ρει­σφρύουν ί­χνη δι­δα­κτι­σμού. Πα­ρά­δειγ­μα, μια ι­στο­ρία, που α­ντα­να­κλά ό­χι μό­νο την κρί­ση αλ­λά και την προ­η­γού­με­νη ει­κο­σα­ε­τία, της ευ­μά­ρειας και κα­λο­πέ­ρα­σης. Η α­να­δρο­μή στο πα­ρελ­θόν γί­νε­ται α­πό μια γυ­ναί­κα, που συ­νέ­πε­σε τό­τε να εί­ναι α­ρι­στού­χος α­πό­φοι­τος της Πα­ντείου και η ο­ποία με τη γο­νι­κή πα­ρό­τρυν­ση και τις κα­τάλ­λη­λες γνω­ρι­μίες α­κο­λού­θη­σε την εύ­κο­λη ο­δό του Δη­μο­σίου α­ντί της ε­πί­μοχ­θης πνευ­μα­τι­κής α­νά­βα­σης, που πι­θα­νώς και να ο­δη­γού­σε σε α­νοι­κτούς πνευ­μα­τι­κούς ο­ρί­ζο­ντες. Σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, ο έν­δον λό­γος της η­ρωί­δας, πα­ρό­τι στο τρί­το πρό­σω­πο ε­νός ε­ξω­τε­ρι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή, έ­χει συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση, που ε­πι­τεί­νε­ται, κα­θώς η πε­ρι­γρα­φή α­πλώ­νε­ται στο φά­σμα στε­ρεό­τυ­πων κα­τα­στά­σεων ευ­ζωίας. Όσο α­φο­ρά τη φόρ­τι­ση, αυ­τήν την δι­καιο­λο­γεί η ε­πι­λο­γή του χώ­ρου και της ώ­ρας: Πρώ­το Νε­κρο­τα­φείο, κα­τά την κή­δευ­ση πρώην διοι­κη­τή της Εθνι­κής Τρά­πε­ζας. Τα στε­ρεό­τυ­πα, ω­στό­σο, βα­ραί­νουν, κα­θώς η αυ­το­λύ­πη­ση της η­ρωί­δας, κλι­σα­ρι­σμέ­νη, χω­ρίς ί­χνος χιού­μο­ρ, υ­πο­νο­μεύει το α­λη­θές του τίτ­λου, «Η ε­ξα­φά­νι­ση ε­νός μυα­λού». Το διή­γη­μα, πά­ντως, α­πο­βαί­νει, υ­πό τις πα­ρού­σες συν­θή­κες, ε­πί­και­ρο, α­φού δεν α­πο­κλείε­ται κά­ποιοι δη­μό­σιοι υ­πάλ­λη­λοι να ταυ­τι­στούν με την η­ρωί­δα και να α­να­κα­λύ­ψουν ό­ψι­μα πως πή­ραν το δρό­μο του ο­λέ­θρου.
Στο τε­λευ­ταίο διή­γη­μα, η συγ­γρα­φέ­ας πε­ρι­κλείει ό­λα τα θέ­μα­τα της συλ­λο­γής, δεί­χνο­ντας, αυ­τή τη φο­ρά, τη δυ­σά­ρε­στη ό­ψη τους. Η γο­νι­κή πα­ρου­σία ε­νέ­χει κά­πο­τε και α­πει­λή. Η αί­σθη­ση του οι­κείου χώ­ρου ε­νός δω­μα­τίου και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, ε­νός σπι­τιού, μπο­ρεί να γί­νει α­νυ­πό­φο­ρη, ό­πως δη­λώ­νε­ται σκω­πτι­κά και με τον τίτ­λο του διη­γή­μα­τος, «Χα­ρού­με­να σπί­τια». Ενώ, έ­νας θά­να­τος εν­δέ­χε­ται να λει­τουρ­γή­σει λυ­τρω­τι­κά. Θέ­μα του διη­γή­μα­τος εί­ναι η παι­δε­ρα­στία. Να ση­μειώ­σου­με ό­τι η παι­δε­ρα­στία, ι­διαί­τε­ρα ε­ντός του στε­νού οι­κο­γε­νεια­κού κύ­κλου, ε­πα­νέρ­χε­ται, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, στα διη­γή­μα­τα νεό­τε­ρων γυ­ναι­κών συγ­γρα­φέων. Η Βλα­στού προ­σπα­θεί να δέ­σει την ο­πτι­κή του παι­διού-θύ­μα­τος και της ε­νή­λι­κης, που εί­χε την ί­δια α­κρι­βώς ε­μπει­ρία. Με αυ­τόν τον τρό­πο ει­σά­γει κά­ποιο δι­δα­κτι­σμό, στην, ή­δη σε υ­ψη­λούς τό­νους, α­φή­γη­ση.
Οι θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις εί­ναι προ­σω­πι­κή υ­πό­θε­ση, πό­σω μάλ­λον η αι­σθη­τι­κή α­ντί­λη­ψη πε­ρί του ε­πι­τυ­χη­μέ­νου διη­γή­μα­τος. Εμείς, πά­ντως, θα προ­κρί­να­με ως το ε­ντε­λέ­στε­ρο της συλ­λο­γής, το διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Για πά­ντα». Κα­τορ­θώ­νει να συ­μπυ­κνώ­σει πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές πτυ­χές, με πρω­ταρ­χι­κή, το δέ­σι­μο με τα πράγ­μα­τα, που μέ­νει κρυ­φό, συ­χνά πα­ρα­χω­μέ­νο στο υ­πο­συ­νεί­δη­το, κα­θώς κυ­ριαρ­χεί η προ­σκόλ­λη­ση στα έμ­βια ό­ντα, κυ­ρίως τους αν­θρώ­πους, τε­λευ­ταία και τα κα­τοι­κί­δια. Στο διή­γη­μα α­να­δει­κνύε­ται μια α­πό τις πιο δυ­σά­ρε­στες πλευ­ρές της κρί­σης, η στέ­ρη­ση α­πό τα α­γα­πη­μέ­να μας πράγ­μα­τα. Στο πρώ­το μέ­ρος, ξε­δι­πλώ­νο­νται οι α­νε­ξάρ­τη­τες ι­στο­ρίες τριών αν­θρώ­πων, που α­να­γκά­ζο­νται να α­πο­χω­ρι­στούν προ­σφι­λή τους α­ντι­κεί­με­να. Υπο­τί­θε­ται προ­σω­ρι­νά, με την κα­τά­θε­σή τους ως ε­νέ­χυ­ρα, άλ­λα ε­κεί­νοι γνω­ρί­ζουν ό­τι θα εί­ναι για πά­ντα. Η ι­στο­ρία ε­νός α­πό αυ­τούς συ­μπλέ­κει τον α­κό­μη πιο ε­πώ­δυ­νο α­πο­χω­ρι­σμό της εκ­δίω­ξης κά­ποιου α­πό τον τό­πο του. Γυ­ναί­κα η α­φη­γή­τρια, α­να­κα­λεί τον διωγ­μό α­πό το σπί­τι της στην Κυ­ρή­νεια, ε­κεί­νον τον Ιού­λιο, πριν 39 χρό­νια. Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, τα ε­νέ­χυ­ρα βρί­σκο­νται πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να στον πά­γκο ε­νός α­πό τα γρα­φεία α­γο­ράς τι­μαλ­φών, που αν­θούν, ε­σχά­τως, στην Αθή­να. Να προ­σθέ­σου­με μια ε­που­σιώ­δη πα­ρα­τή­ρη­ση, ό­σο α­φο­ρά την κα­τά­λη­ξη του συ­γκε­κρι­μέ­νου διη­γή­μα­τος. Για να δέ­σουν οι τρεις ι­στο­ρίες, θα πρέ­πει ο α­να­γνώ­στης να ταυ­τί­σει τα ε­νέ­χυ­ρα με τις πε­ρι­γρα­φές, που έ­δω­σαν οι κά­το­χοί τους στις προ­τασ­σό­με­νες α­φη­γή­σεις. Μή­πως, ό­μως, η συγ­γρα­φέ­ας υ­πε­ρε­κτι­μά τις γνώ­σεις πε­ρί τέ­χνης του α­να­γνώ­στη; Το πι­θα­νό­τε­ρο, αυ­τός να μην έ­χει καν α­κου­στά τον ζω­γρά­φο Πε­ρι­κλή Πα­ντα­ζή, πό­σω μάλ­λον να γνω­ρί­ζει τον συ­γκε­κρι­μέ­νο πί­να­κα, του ο­ποίου τις ι­μπρε­σιο­νι­στι­κές α­ρε­τές, με τό­ση πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, πε­ρι­γρά­φει ο κά­το­χός του.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/5/2013.

Ο συγγραφικός αστερισμός της «Πόλις»

Ελι­σά­βετ Χρο­νο­πού­λου
«Φο­ρά­ει κο­στού­μι»
Εκδό­σεις Πό­λις
Μάρ­τιος 2013
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια οι εκ­δό­σεις «Πό­λις» λει­τουρ­γούν και ως  φυ­τώ­ριο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων συγ­γρα­φέων. Μά­λι­στα, φυ­τώ­ριο με την εν­νοιο­λο­γι­κή ση­μα­σία που εί­χε κά­πο­τε αυ­τή η λέ­ξη, ό­ταν την χρη­σι­μο­ποιού­σαν ως χα­ρα­κτη­ρι­σμό λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών. Κι αυ­τό, για­τί οι εν λό­γω εκ­δό­σεις δεν φι­λο­ξε­νούν μό­νο το πρώ­το βι­βλίο ε­νός συγ­γρα­φέα, που εί­ναι συ­νή­θως μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, αλ­λά συ­νι­στούν και το χώ­ρο της πρώ­της εμ­φά­νι­σής του, δε­δο­μέ­νου ό­τι δεν υ­πάρ­χει, κα­τά κα­νό­να, κά­ποια προ­η­γού­με­νη δη­μο­σίευ­ση σε πε­ριο­δι­κό. Με άλ­λα λό­για, σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, ο εκ­δό­της ε­πι­τε­λεί έρ­γο α­ντί­στοι­χο με ε­κεί­νο του αλ­λο­τι­νού διευ­θυ­ντή λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού. Στην πε­ρί­πτω­ση, μά­λι­στα, του συ­γκε­κρι­μέ­νου εκ­δό­τη, τη­ρου­μέ­νων πά­ντο­τε των α­να­λο­γιών, με τα ί­δια ποιο­τι­κά και ό­χι ε­μπο­ρι­κά κρι­τή­ρια. Κι αυ­τός ο­σμί­ζε­ται τον τα­λα­ντού­χο ή, έ­στω, τον υ­πο­σχό­με­νο εν μέ­σω των ε­πί­δο­ξων συγ­γρα­φέων. Κρί­νο­ντας εκ του α­πο­τε­λέ­σμα­τος, στο διά­στη­μα μιας πε­ρί­που δε­κα­ε­τίας, θα μπο­ρού­σε να ε­ξαχ­θεί το συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι δεν σφάλ­λει στην κρί­ση του. Βε­βαίως, το α­πο­τέ­λε­σμα, που συ­νί­στα­ται στην υ­πο­δο­χή του βι­βλίου, την κρι­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση και τις βρα­βεύ­σεις, ε­πη­ρεά­ζε­ται α­πό το ό­νο­μα, που έ­χει α­πο­κτή­σει στο εν­διά­με­σο ο εκ­δο­τι­κός οί­κος. Αυ­τό α­πο­τε­λεί κά­τι σαν εγ­γύη­ση και λει­τουρ­γεί κα­θο­ρι­στι­κά, του­λά­χι­στον σε μια πρώ­τη φά­ση προ­βο­λής, που α­ντι­στοι­χεί και στην προ­τε­ραιό­τη­τα που δί­νε­ται στα βι­βλία ε­νός  εκ­δο­τι­κού οί­κου. Ακό­μη και μό­νο αυ­τό, αν δε­χτού­με ό­τι ο εκ­δό­της δεν ε­πη­ρεά­ζει την πε­ραι­τέ­ρω πο­ρεία τους, δεν εί­ναι α­με­λη­τέ­ος πα­ρά­γων, ό­ταν, για αρ­κε­τά βι­βλία, δεν γί­νε­ται η πα­ρα­μι­κρή νύ­ξη στον Τύ­πο.
Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι τα βι­βλία της πε­ζο­γρα­φι­κής βι­βλιο­θή­κης των εκ­δό­σεων «Πό­λις» πα­ρου­σιά­ζουν κά­ποια ο­μοιο­γέ­νεια, χω­ρίς να λεί­πουν οι ε­ξαι­ρέ­σεις. Εί­ναι το στοι­χείο που α­πο­τε­λού­σε πα­λαιό­τε­ρα και  χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του φυ­τω­ρίου ε­νός πε­ριο­δι­κού. Από μια ά­πο­ψη, α­να­με­νό­με­νο, α­φού και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις οι ε­πι­λο­γές α­κο­λου­θούν τα κρι­τή­ρια ε­νός προ­σώ­που. Η υ­πό­θε­ση των βι­βλίων εί­ναι σύγ­χρο­νη, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νη στο ά­το­μο της με­τα­μο­ντέρ­νας κοι­νω­νίας, με προ­τί­μη­ση στα α­κραία συμ­βά­ντα και τη βίαια συ­μπε­ρι­φο­ρά. Η α­φη­γη­μα­τι­κή ο­πτι­κή εκ­φρά­ζει τη στά­ση της προο­δευ­τι­κής σή­με­ρα δια­νό­η­σης στα τρέ­χο­ντα φυ­λε­τι­κά προ­βλή­μα­τα και την α­να­θεω­ρη­τι­κή ερ­μη­νεία της Ιστο­ρίας. Η γρα­φή δεν εί­ναι ερ­γα­στη­ρια­κή. Δη­μιουρ­γεί την αί­σθη­ση του αυ­θόρ­μη­του ξε­σπά­σμα­τος, προ­σο­μοιά­ζο­ντας συ­χνά και σε κα­ταγ­γε­λία ό­σων υ­φί­στα­ται ο πιο α­δύ­να­μος μιας σχέ­σης ή και της ο­ποιασ­δή­πο­τε συ­νύ­παρ­ξης. Η γλώσ­σα προ­φο­ρι­κή συ­νται­ριά­ζει με τον συ­χνά συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο α­φη­γη­τή. Πα­ρά αυ­τήν την ο­μό­τρο­πη ει­κό­να, οι συγ­γρα­φείς κα­λύ­πτουν έ­να σχε­τι­κά ευ­ρύ η­λι­κια­κό φά­σμα, πε­ρί­που μιας ει­κο­σα­ε­τίας, ξε­κι­νώ­ντας σχε­τι­κά με­γά­λοι, γύ­ρω στα 35. Ευ­ρύ εί­ναι και το ε­παγ­γελ­μα­τι­κό ά­νοιγ­μα, πα­ρα­μέ­νο­ντας, ω­στό­σο, στην με­σο­α­στι­κή τά­ξη και στους καλ­λιερ­γη­μέ­νους, α­πό δη­μο­σιο­γρά­φους μέ­χρι αν­θρώ­πους της φω­το­γρα­φίας και του κι­νη­μα­το­γρά­φου, αλ­λά και της οι­κο­νο­μίας. Στα ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της συγ­γρα­φι­κής ο­μά­δας, ση­μειώ­νου­με την α­ριθ­μη­τι­κή υ­περ­τέ­ρη­ση των γυ­ναι­κών, κα­θώς και την α­που­σία συγ­γρα­φέων που να μα­θή­τευ­σαν σε σχο­λές δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. 
Μα­κρύς πρό­λο­γος, κα­θώς η πρώ­τη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη του 2013 α­πό τις εν λό­γω εκ­δό­σεις, Ελι­σά­βετ Χρο­νο­πού­λου, δεί­χνει να α­πο­τε­λεί μια α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή πε­ρί­πτω­ση. Έρχε­ται α­πό το χώ­ρο του κι­νη­μα­το­γρά­φου, ό­πως και η Βα­σι­λι­κή Ηλιο­πού­λου, ό­ντας κι αυ­τή σκη­νο­θέ­τις. Πα­ρου­σιά­ζε­ται με συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, ό­λα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Ο αυ­θόρ­μη­τος χα­ρα­κτή­ρας της α­φή­γη­σης α­πο­δό­θη­κε πα­ρα­στα­τι­κά α­πό την ί­δια τη συγ­γρα­φέα, σε συ­νέ­ντευ­ξή της, με τη δια­τύ­πω­ση ό­τι κά­ποιες ι­στο­ρίες της “βγή­καν σαν ε­με­τός”. Συ­νο­λι­κά ο­κτώ ι­στο­ρίες, με την α­φή­γη­ση στα­θε­ρά σε πρώ­το πρό­σω­πο. Στη θέ­ση του α­φη­γη­τή, έ­ξι άν­δρες και μια γυ­ναί­κα, που εί­ναι και οι κε­ντρι­κοί ή­ρωες των α­ντί­στοι­χων ι­στο­ριών. Μό­νο μια την α­φη­γεί­ται πρό­σω­πο, που μέ­νει ε­κτός δρά­σης και ε­πέ­χει ρό­λο πα­ρα­τη­ρη­τή. Οι δια­φο­ρε­τι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες τους, φύ­λο-η­λι­κία-ε­πάγ­γελ­μα, δεν ε­πη­ρεά­ζουν το λε­κτι­κό τους. Πα­ρα­μέ­νει σχε­δόν α­δια­φο­ρο­ποίη­το. Δια­θέ­τει, πά­ντως, τη ζω­ντά­νια της σή­με­ρα κα­θο­μι­λου­μέ­νης. Στην πε­ρί­πτω­ση έ­φη­βων α­φη­γη­τών, πλη­θαί­νουν οι ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες εκ­φρά­σεις και οι συ­νή­θεις κω­δι­κές λέ­ξεις, που ε­πι­κρα­τούν στην ε­πι­κοι­νω­νία των νέων.  
Όσο για την προο­δευ­τι­κή ο­πτι­κή της α­φή­γη­σης, αυ­τή φαί­νε­ται σε κά­ποια διη­γή­μα­τα να δο­κι­μά­ζει τα ό­ρια της α­λη­θο­φά­νειας ή, μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, πε­ριο­ρί­ζει τις πραγ­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις, που ε­πι­ζη­τά να πε­ρι­γρά­ψει, στον μι­κρό­κο­σμο μιας α­ριθ­μη­τι­κά μι­κρής κοι­νω­νι­κής ο­μά­δας. Πα­ρό­λο που η συγ­γρα­φέ­ας δια­τεί­νε­ται ό­τι “πα­θαί­νει α­σφυ­ξία με το πο­λι­τι­κώς ορ­θό”, η ί­δια προ­βάλ­λει στις μυ­θο­πλα­σίες της έ­να προω­θη­μέ­νο πο­λι­τι­κώς ορ­θό, που εκ­φρά­ζει τη με­τα­μο­ντέρ­να πρω­το­πο­ρία. Πα­ρά­δειγ­μα, το διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Το μο­τό­ρι», ό­που το κύ­ριο πρό­σω­πο εί­ναι έ­νας Αλβα­νός έ­φη­βος. Ενώ, ως α­φη­γη­τής α­να­λαμ­βά­νει ο Έλλη­νας συμ­μα­θη­τής και καρ­δια­κός φί­λος του στο δη­μο­τι­κό, που έ­γι­νε α­φορ­μή να διωχ­θεί ε­κεί­νος α­πό το σχο­λείο, καί­τοι “γα­μά­τος σε ό­λα του”. Ο εν­διά­θε­τος μο­νό­λο­γος φα­νε­ρώ­νει τις ε­νο­χές του, ε­πει­δή στά­θη­κε δει­λός και δεν ξε­διά­λυ­νε α­πό την αρ­χή στο δά­σκα­λο ό­τι αυ­τός εί­χε στή­σει την κλο­πή, για την ο­ποία κα­τη­γο­ρή­θη­κε ο Αλβα­νός, “σαν πλά­κα για να γε­λά­σου­ν”. Ενο­χές που έρ­χο­νται εκ των υ­στέ­ρων, κα­θώς ο­ξύ­νο­νται α­πό τη στά­ση του πα­λαιού φί­λου του. Πα­ρό­λο που δεν μι­λιού­νται,  ε­κεί­νος α­πο­δει­κνύε­ται υ­πε­ρά­νω, ε­ξα­κο­λου­θώ­ντας να τον προ­στα­τεύει α­πό τις μα­φιό­ζι­κες πα­ρέες των συ­μπα­τριω­τών του, που τρο­μο­κρα­τούν τη γει­το­νιά του Γκύ­ζη. Και η μη­τέ­ρα του α­φη­γη­τή, ό­χι μό­νο ε­γκρί­νει τη φι­λία του γιου της με τον Αλβα­νό, αλ­λά, με κά­θε τρό­πο, την ευ­νο­εί. Με­τά χα­ράς, τον κοι­μί­ζει τα σαβ­βα­τό­βρα­δα στο σπί­τι της και τον υ­πο­στη­ρί­ζει α­κό­μη και ό­ταν τον κα­τη­γο­ρούν για κλο­πή.
Μπο­ρεί το συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα να εί­ναι ε­μπνευ­σμέ­νο α­πό την προ­σω­πι­κή ε­μπει­ρία της Χρο­νο­πού­λου, ό­πως ε­ξο­μο­λο­γεί­ται, αλ­λά μάλ­λον δεν α­πο­τε­λεί α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή πε­ρί­πτω­ση. Χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει, ό­τι η λο­γο­τε­χνία δεν δι­καιού­ται να η­ρωο­ποιεί τον Αλβα­νό ή και τον οιον­δή­πο­τε που α­νή­κει σε φυ­λε­τι­κή ή άλ­λη μειο­ψη­φία, με στό­χο να α­νοί­ξει το δρό­μο προς την ε­ξά­λει­ψη των ρα­τσι­στι­κών προ­κα­τα­λή­ψεων. Σε αυ­τό το πνεύ­μα, άλ­λω­στε, κι­νεί­το και η άλ­λο­τε πο­τέ πε­ριώ­νυ­μη σχο­λή του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού, μό­νο που δεν εί­χε και τα κα­λύ­τε­ρα α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Σε α­ντί­στι­ξη, θυ­μί­ζου­με το διή­γη­μα, «Σαβ­βα­τιά­τι­κες δου­λειές», της Ηλιο­πού­λου, που σκια­γρα­φεί τη δύ­σκο­λη συ­νύ­παρ­ξη με τον ξέ­νο και ει­δι­κό­τε­ρα, με τον Αλβα­νό. Εκεί­νη, ό­μως, α­νή­κει σε μια η­λι­κια­κά λί­γο με­γα­λύ­τε­ρη ο­μά­δα πε­ζο­γρά­φων, ό­πως και κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το χρό­νο που πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε.
Αυ­τή η δια­φο­ρά φαί­νε­ται και σε άλ­λες θε­μα­τι­κές ζώ­νες, που, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, α­να­θεω­ρού­νται και α­πο­τυ­πώ­νο­νται α­φη­γη­μα­τι­κά μέ­σα α­πό ση­με­ρι­νές ο­πτι­κές. Ενδει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, ο Εμφύ­λιος, που α­πο­τε­λεί το φό­ντο στο προ­η­γού­με­νο μυ­θι­στό­ρη­μα της Ηλιο­πού­λου, το «Σμι­θ», το ο­ποίο α­πέ­σπα­σε το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος 2010. Σε α­ντί­θε­ση, η Χρο­νο­πού­λου, στο έ­να διή­γη­μα, που ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στον Εμφύ­λιο, το «Αμα­λία», ε­πι­λέ­γει τους υ­ψη­λούς τό­νους. Προ­βάλ­λει σαν μια ι­στο­ρία ω­μής βίας,  που α­πει­κο­νί­ζει τους κο­μου­νι­στές ως φρι­κα­λέ­ους σφα­γείς. Μάλ­λον μέ­νει ζη­τού­με­νο το πό­σο ε­ποι­κο­δο­μη­τι­κή α­πο­βαί­νει αυ­τή η α­κραία πρόσ­λη­ψη της α­να­θεώ­ρη­σης της Ιστο­ρίας του Εμφυ­λίου, προς ε­πί­τευ­ξη της ε­πι­διω­κό­με­νης α­πο­κά­θαρ­σης α­πό το πρό­τυ­πο του κα­λού α­ντάρ­τη. Έχου­με, πά­ντως, την ε­ντύ­πω­ση, ό­τι, το­πο­θε­τώ­ντας η συγ­γρα­φέ­ας την ι­στο­ρία σε συ­γκε­κρι­μέ­νο τό­πο της Πε­λο­πον­νή­σου, το Σκο­τά­νι Κα­λα­βρύ­των, η α­φή­γη­σή της α­πο­κτά το βά­ρος μαρ­τυ­ρίας, πα­ρό­λο που α­πο­κρύ­βο­νται τα πραγ­μα­τι­κά ο­νό­μα­τα. Κα­τά τα άλ­λα, θα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με  α­δό­κι­μο τον τρό­πο που ξε­κι­νά­ει η ι­στο­ρία με ε­πι­στο­λή προς την κό­ρη του κα­τα­δό­τη μπα­κά­λη του χω­ριού, την ο­ποία στέλ­νει νε­α­ρός, υ­πο­τί­θε­ται και ψυ­χο­πο­νιά­ρης, α­ντάρ­της, που στά­θη­κε μάρ­τυ­ρας στη σφα­γή της μά­νας της α­πό τον κα­πε­τά­νιό του.
Άλλα ευαί­σθη­τα θέ­μα­τα, που πο­λιορ­κεί μυ­θο­πλα­στι­κά η Χρο­νο­πού­λου, εί­ναι ο βια­σμός, η βά­ναυ­ση συ­μπε­ρι­φο­ρά στη διάρ­κεια της σε­ξουα­λι­κής πρά­ξης, η ο­μο­φυ­λο­φι­λία με έ­φη­βο σύ­ντρο­φο, οι νε­α­ροί ναρ­κο­μα­νείς αλ­λά και οι ‘‘κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι’’ ως α­πό­κλη­ροι της κοι­νω­νίας. Πα­ρό­μοια θέ­μα­τα έ­χουν δώ­σει τρο­φή σε μια νέα ο­μά­δα κι­νη­μα­το­γρα­φι­στών, στην ο­ποία α­νή­κει και η ί­δια, βρί­σκο­ντας ευ­ρω­παϊκή α­πή­χη­ση. Η ε­κτε­νέ­στε­ρη ι­στο­ρία, α­πό την ο­ποία αν­τλεί­ται ο πρω­τό­τυ­πος τίτ­λος της συλ­λο­γής, δεί­χνει σαν έ­τοι­μη για τη με­τα­μόρ­φω­σή της σε ται­νία. Θε­μα­τι­κά πρό­σφο­ρη, έ­τσι ό­πως πε­ρι­πλέ­κει τις διά­στρο­φες προ­τι­μή­σεις του θύ­τη ε­νός ά­γριου ξυ­λο­δαρ­μού, και μορ­φι­κά προ­σφυώς σχε­δια­σμέ­νη, με την εκ των έ­σω α­φή­γη­ση να ξε­δι­πλώ­νε­ται εκ των υ­στέ­ρων, πί­σω α­πό της φυ­λα­κής τα σί­δε­ρα, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας στι­χο­μυ­θίες και πε­ρι­γρα­φές των σκη­νών δρά­σης. Πι­θα­νώς, και μια δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία να προ­σφε­ρό­ταν. Αυ­τή μπο­ρεί και να έ­δει­χνε πιο συ­ναρ­πα­στι­κή σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή πα­ρά στην πε­ζο­γρα­φι­κή. Στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό τον βια­σμό νε­α­ράς του­ρί­στριας α­πό η­λι­κιω­μέ­νο νη­σιώ­τη, θέ­μα που πα­ρα­μέ­νει ε­σα­εί ε­πί­και­ρο σε μια χώ­ρα ό­πως η Ελλά­δα. Έχει την ί­δια μορ­φή με την προ­η­γού­με­νη. Μό­νο που σε αυ­τήν, δεν α­πα­σχο­λεί η ψυ­χο­λο­γία του θύ­τη αλ­λά το η­θι­κό δί­λημ­μα του γιου του δρά­στη, που προ­βάλ­λει ως πιο ε­πί­μα­χο σε μια κοι­νω­νία με πα­ρα­δο­σια­κά κα­τά­λοι­πα. Να κα­τα­θέ­σει ό­σα πα­ρα­κο­λού­θη­σε εκ του μα­κρό­θεν ή να τα αρ­νη­θεί; Ποιό ή­ταν “το σω­στό”;
Σαν γε­νι­κό­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση, οι ι­στο­ρίες της Χρο­νο­πού­λου υ­στε­ρούν στους α­φη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους για το ξε­κί­νη­μα της α­φή­γη­σης, ε­νώ οι κα­λύ­τε­ρες σε­λί­δες τους εί­ναι ε­κεί­νες που πε­ρι­γρά­φουν α­κραίες σκη­νές ψυ­χο­λο­γι­κών κρί­σεων. Τρεις ι­στο­ρίες, οι δυο που προ­τάσ­σο­νται και η κα­τα­λη­κτι­κή, με λι­γό­τε­ρο ε­πί­μα­χα θέ­μα­τα και μι­κρό­τε­ρες δια­κυ­μάν­σεις στην ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση του α­φη­γη­τή, α­ντα­να­κλούν τις δε­ξιό­τη­τες της συγ­γρα­φέως. Στην πρώ­τη, πα­ρα­κο­λου­θού­με το πώς οι εν­δό­μυ­χες σκέ­ψεις του α­φη­γη­τή παίρ­νουν συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή, μέ­σα α­πό τη συ­ζή­τη­ση με στε­νό φί­λο του, που μπο­ρεί να εί­ναι και ε­ρω­τι­κός σύ­ντρο­φος. Απο­τυ­πώ­νο­νται η αμ­φί­θυ­μη διά­θε­ση κά­ποιου, που νιώ­θει α­πο­τυ­χη­μέ­νος, α­πέ­να­ντι σε έ­ναν άλ­λο­τε πο­τέ φί­λο του που έ­κα­νε κα­ριέ­ρα, ο δι­σταγ­μός να προ­στρέ­ξει σε ε­κεί­νον για βοή­θεια και το πό­σο το­νώ­νει το η­θι­κό έ­νας φι­λο­φρο­νη­τι­κός λό­γος. Στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, με μια μό­νο σκη­νή, δί­νε­ται η α­να­στά­τω­ση, που μπο­ρεί να προ­ξε­νή­σει η πα­ρου­σία ε­νός δια­νο­η­τι­κά πά­σχο­ντα, ό­ταν ει­σχω­ρεί α­προ­ει­δο­ποίη­τα σε έ­ναν κοι­νω­νι­κό μι­κρό­κο­σμο. Εδώ, σκια­γρα­φεί­ται ο τρό­μος, που προ­κα­λεί το δια­φο­ρε­τι­κό πα­ρά την πρό­δη­λη α­δυ­να­μία του. Όσο για το τε­λευ­ταίο διή­γη­μα, με τίτ­λο «Σή­με­ρα πέ­θα­νες», δια­θέ­τει την με­γά­λη α­ρε­τή ε­νός διη­γή­μα­τος. Πα­ρα­μέ­νει υ­παι­νι­κτι­κό, κερ­δί­ζο­ντας ό­σα χά­νουν κά­ποιες άλ­λες ι­στο­ρίες του βι­βλίου, οι ο­ποίες υιο­θε­τούν τις ω­μές και α­να­πτυγ­μέ­νες σε μά­κρος πε­ρι­γρα­φές.
 Έχουν πε­ρά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό δέ­κα χρό­νια, α­πό τό­τε που κά­να­με λό­γο συ­γκε­ντρω­τι­κά για τους πε­ζο­γρά­φους συ­γκε­κρι­μέ­νου εκ­δο­τι­κού οί­κου. Τό­τε, ε­πρό­κει­το για τις εκ­δό­σεις «Νε­φέ­λη» και τον Γιάν­νη Δου­βί­τσα, που ε­ξέ­δι­δε συλ­λο­γές διη­γη­μά­των, α­δια­φο­ρώ­ντας για την α­γο­ρα­στι­κή τους α­πή­χη­ση. Εκτός α­πό τον αιφ­νί­διο θά­να­το του εκ­δό­τη, το γε­γο­νός ό­τι δεν α­πό­μει­νε κά­τι α­πό αυ­τήν την εκ­δο­τι­κή προ­σπά­θεια χρεώ­νε­ται και στους συγ­γρα­φείς, που έ­σπευ­σαν σε με­τα­στέ­γα­ση και ε­πα­νεκ­δό­σεις. Ωστό­σο, αν ο εκ­δό­της εί­χε δη­μιουρ­γή­σει αυ­τό­νο­μη βι­βλιο­θή­κη, ό­πως συ­νη­θί­ζουν να κά­νουν εκ­δό­τες της αλ­λο­δα­πής, θα έ­με­νε, κό­ντρα στους ό­ποιους α­στάθ­μη­τους πα­ρά­γο­ντες, έ­να στέ­ρεο κα­τά­λοι­πο α­πό ε­κεί­νο το συγ­γρα­φι­κό το­πίο. Αυ­τή η δια­πί­στω­ση ι­σχύει και σή­με­ρα. Ενι­σχύε­ται, μά­λι­στα, α­πό την κι­νη­τι­κό­τη­τα που ε­πι­δει­κνύουν οι συγ­γρα­φείς. Εν και­ρώ σο­βού­σης κρί­σης, ό­ταν ό­λα ε­πι­βρα­δύ­νο­νται, ό­ταν δεν α­κι­νη­το­ποιού­νται, αυ­τοί δρα­στη­ριο­ποιού­νται. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μέ­νου­με με την α­πο­ρία για­τί έ­νας συγ­γρα­φέ­ας, που έ­χει τύ­χει ι­διαί­τε­ρης φρο­ντί­δας α­πό τον εκ­δό­τη του, τον ε­γκα­τα­λεί­πει. Ανα­φε­ρό­μα­στε, προ­φα­νώς, σε δό­κι­μους συγ­γρα­φείς και πα­ρα­λεί­που­με τα τυ­χόν οι­κο­νο­μι­κά κί­νη­τρα, που υ­πο­θέ­του­με ό­τι δεν στέ­κο­νται κα­θο­ρι­στι­κά σε βι­βλία μι­κρού τι­ράζ. Λ.χ., για­τί η Ηλιο­πού­λου εκ­δί­δει το και­νού­ριο βι­βλίο της στις εκ­δό­σεις «Πα­τά­κη» και κα­τά α­ντί­θε­τη φο­ρά, ο Χρή­στος Αστε­ρίου ε­γκα­τα­λεί­πει τις εκ­δό­σεις «Πα­τά­κη» για τις εκ­δό­σεις «Πό­λις»; Συ­νο­ψί­ζο­ντας, αν ή­μα­σταν στη θέ­ση του Νί­κου Γκιώ­νη θα κα­ταρ­τί­ζα­με σει­ρά νεό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας με α­να­γνω­ρί­σι­μη τυ­πο­τε­χνι­κά φυ­σιο­γνω­μία. 

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/5/2013.

Δόλιοι και δύσμοιροι


Η πόλη
της Δράμας
σε καρτ
ποστάλ
εποχής.






Βα­σί­λης Τσια­μπού­σης
«Σάλ­το μορ­τά­λε»
Εκδό­σεις Με­ταίχ­μιο
Νοέμ­βριος 2011

Το βι­βλίο του Βα­σί­λη Τσια­μπού­ση εκ­δό­θη­κε στο τέ­λος του 2011. Έχει, δη­λα­δή, συ­μπλη­ρώ­σει τον κύ­κλο του, αυ­τόν που συ­νή­θως πε­ρι­κλείει τα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα υ­πο­δο­χής, τις κρι­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις, τις δια­κρί­σεις και τις ό­ποιες βρα­βεύ­σεις. Η χρο­νι­κή α­πό­στα­ση διευ­κο­λύ­νει τώ­ρα έ­ναν σχο­λια­σμό, ε­στια­σμέ­νο σε κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­να ε­ρω­τή­μα­τα, που μπο­ρεί και να ε­πι­ση­μά­νει ο­ρι­σμέ­να α­δύ­να­τα ση­μεία. Αυ­τά δεν στε­ρού­νται εν­δια­φέ­ρο­ντος ό­σο α­φο­ρά την πο­ρεία του συγ­γρα­φέα και το εν προό­δω  έρ­γο του. Εάν, ω­στό­σο, γί­νο­νταν νω­ρί­τε­ρα, πι­θα­νώς και να προ­κα­λού­σαν αρ­νη­τι­κή ε­ντύ­πω­ση γύ­ρω α­πό το βι­βλίο, δε­δο­μέ­νου ό­τι, μέ­χρι σή­με­ρα, έ­χει τύ­χει μό­νο ευ­νοϊκών πα­ρου­σιά­σεων. Θα έ­λε­γε κα­νείς τις ευ­νοϊκό­τε­ρες σε σύ­γκρι­ση με τα προ­η­γού­με­να βι­βλία του. Το γε­γο­νός ό­τι δεν βρα­βεύ­τη­κε και ό­τι η μο­να­δι­κή διά­κρι­ση που έ­λα­βε ή­ταν η συ­μπε­ρί­λη­ψή του στη δε­κα­με­λή βρα­χεία λί­στα των βρα­βείων «Δια­βά­ζω», ο­φεί­λε­ται στην τα­κτι­κή των βρα­βεύ­σεων, που α­κο­λου­θεί έ­να ι­διό­τυ­πο σύ­στη­μα μο­ριο­δό­τη­σης για την α­ξιο­λό­γη­ση, το ο­ποίο πρι­μο­δο­τεί τους γνω­στό­τε­ρους και τους κα­τοι­κού­ντες στην πρω­τεύου­σα, του­τέ­στιν πλη­σίον του κέ­ντρου των α­πο­φά­σεων.
Πρό­θε­σή μας εί­ναι να σχο­λιά­σου­με το κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα, σύμ­φω­να με τον προσ­διο­ρι­σμό στη σε­λί­δα τίτ­λου, ή για ι­στο­ρίες. Πι­θα­νώς, ο δι­σταγ­μός μας να δεί­χνει πα­ρά­ται­ρος για έ­ναν συγ­γρα­φέα, που στο ξε­κί­νη­μά του τον κα­θό­ρι­σε η φρά­ση: “Η ελ­λει­πτι­κό­τη­τα εί­ναι ί­σως το πιο χτυ­πη­τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του νέ­ου διη­γη­μα­το­γρά­φου - σε βαθ­μό υ­περ­βο­λής κά­πο­τε...” Εί­ναι α­πο­σπα­σμέ­νη α­πό την κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του πρώ­του βι­βλίου του α­πό τον Σπύ­ρο Τσα­κνιά.
Εδώ, ό­μως, ται­ριά­ζει το έ­χει ο και­ρός γυ­ρί­σμα­τα. Θα μπο­ρού­σα­με να το ε­πι­κα­λε­στού­με για τις εκ­πλή­ξεις, που μας ε­πι­φύ­λασ­σε στην εν­διά­με­ση ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός, κα­θώς και για τις α­προσ­δό­κη­τες με­τα­το­πί­σεις, που πα­ρου­σία­σαν, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο  ε­πη­ρε­α­ζό­με­νοι, οι συγ­γρα­φείς. Αν και η με­τα­βο­λή στη συγ­γρα­φι­κή πο­ρεία του Τσια­μπού­ση δεν στά­θη­κε και τό­σο α­πρό­βλε­πτη. Ήδη, στο ξε­κί­νη­μα της δε­κα­ε­τίας του 2000, πα­ρα­τη­ρού­σα­με ό­τι ε­πι­λέ­γει θέ­μα­τα ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­να, ε­νώ, πε­ρί τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας, ε­πα­νερ­χό­μα­στε, σχο­λιά­ζο­ντας την προ­τί­μη­σή του σε ι­στο­ρίες, που τρα­βά­νε σε μά­κρος, με δια­δο­χή α­πό δυ­σά­ρε­στα και αλ­γει­νά συμ­βά­ντα.
Τύ­ποις ο Τσια­μπού­σης πα­ρα­μέ­νει διη­γη­μα­το­γρά­φος. Εκτός α­πό έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα προ ει­κο­σα­ε­τίας, έ­χει εκ­δώ­σει πέ­ντε συλ­λο­γές, ό­που συ­γκε­ντρώ­νει 73 διη­γή­μα­τα. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης, με τις συλ­λο­γές να α­πο­κτούν πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες, σε α­ντί­θε­ση με την ο­λι­γο­σέ­λι­δη πρώ­τη και το κομ­ψό μυ­θι­στό­ρη­μα. Αν και η διά­κρι­ση διη­γή­μα­τος και ι­στο­ρίας δεν εί­ναι μό­νο θέ­μα έ­κτα­σης. Ας μην θεω­ρη­θεί, πά­ντως, ό­τι το θέ­μα του ει­δο­λο­γι­κού χα­ρα­κτη­ρι­σμού συ­νι­στά στεί­ρο φι­λο­λο­γι­σμό. Σε άλ­λο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό α­πευ­θύ­νε­ται το διή­γη­μα και σε άλ­λο μια ι­στο­ρία. Ένας διη­γη­μα­το­γρά­φος, που α­πο­φα­σί­ζει να  ε­γκα­τα­λεί­ψει την πύ­κνω­ση και την υ­παι­νι­κτι­κή γρα­φή για να κι­νη­θεί στην ευ­ρυ­χω­ρία που πα­ρέ­χει μια ι­στο­ρία,  ε­πι­λέ­γει και το κοι­νό του. Το τε­λευ­ταίο βι­βλίο του Τσια­μπού­ση συγ­γε­νεύει με συλ­λο­γές διη­γη­μά­των νεό­τε­ρων κυ­ρίως συγ­γρα­φέων, α­πευ­θυ­νό­με­νο κι αυ­τό σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.

Πολ­λή μαυ­ρί­λα...

Η συλ­λο­γή πε­ρι­λαμ­βά­νει 16 ι­στο­ρίες, που ποι­κίλ­λουν ως προς τη μορ­φή και την έ­κτα­ση, ε­νώ, α­ντι­θέ­τως, πα­ρου­σιά­ζουν σχε­τι­κή θε­μα­τι­κή ο­μοιο­γέ­νεια. Ο πιο ται­ρια­στός ε­πι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός για το κε­ντρι­κό θέ­μα θα ή­ταν το μαύ­ρος, με τη ση­μα­σία της πλή­ρους ελ­λεί­ψεως φω­τός. Στις ι­στο­ρίες σω­ρεύο­νται δυ­στυ­χίες, κα­τα­στρο­φές και κά­θε εί­δους α­θλιό­τη­τα. Ενώ, οι ή­ρωες δια­πνέ­ο­νται α­πό δυ­σά­ρε­στα αι­σθή­μα­τα, βλέ­πουν τα πράγ­μα­τα α­πό τη δυ­σοίω­νη πλευ­ρά τους και κα­τα­κλύ­ζο­νται α­πό α­παι­σιό­δο­ξες σκέ­ψεις. Εί­ναι δό­λιοι έως και μοχ­θη­ροί, αλ­λά συ­νά­μα και δύ­σμοι­ροι. Από μια ά­πο­ψη, πρό­κει­ται για ι­στο­ρίες που α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην ε­πο­χή μας. Επο­χή, που μό­νο το δη­μο­τι­κό ά­σμα, “πολ­λή μαυ­ρί­λα πλά­κω­σε, μαύ­ρη σαν κα­λοια­κού­δα”, μπο­ρεί να την α­πο­δώ­σει κι ας μην πλά­κω­σε ο Ομέρ Βρυώ­νης με τους δε­κα­ο­χτώ χι­λιά­δες.
Επί­και­ρες, λοι­πόν, οι ι­στο­ρίες και ό­σο α­φο­ρά την ε­ντο­πιό­τη­τα, ου­δό­λως ε­παρ­χια­κές. Ο Τσια­μπού­σης, ω­στό­σο, φαι­νό­ταν να υ­ψώ­νει ως ση­μαία το ε­παρ­χια­κό στοι­χείο με ε­κεί­νο το πρώ­το βι­βλίο του, που φέ­ρει ως συ­νο­δευ­τι­κό τού κυ­ρίως τίτ­λου, «Η Βέ­σπα», την προ­σθή­κη, «...και άλ­λα 21 ε­παρ­χια­κά διη­γή­μα­τα». Κά­τι σαν πρό­κλη­ση προς πρω­τευου­σιά­νους έ­δει­χνε ε­κεί­νη η ι­διω­τι­κή έκ­δο­ση, με έ­δρα τη Θεσ­σα­λο­νί­κη και μο­να­δι­κή σύ­στα­ση του συγ­γρα­φέα τη διεύ­θυν­ση κα­τοι­κίας του στη Δρά­μα. Από την αρ­χή, ω­στό­σο, στα διη­γή­μα­τά του η πό­λη δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται. Μό­νο ό­σοι γνω­ρί­ζουν τη Δρά­μα, την δια­κρί­νουν α­πό σκόρ­πιες νύ­ξεις. Το μό­νο πρό­δη­λο εί­ναι ό­τι πρό­κει­ται για πό­λη της ε­παρ­χίας. Η ί­δια κρυ­πτι­κή τα­κτι­κή συ­νε­χί­ζε­ται και στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες. Σε μια υ­πάρ­χει ο προσ­διο­ρι­σμός, “στην ε­παρ­χια­κή πό­λη Δ.”, ε­νώ, σε κά­ποιες άλ­λες, ο­δω­νύ­μια και το­πω­νύ­μια προϊδεά­ζουν για την ταυ­τό­τη­τά της.
Τε­λι­κά, ως προς την ε­ντο­πιό­τη­τα των ι­στο­ριών του, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν άλ­λα­ξε. Εκεί­νο που άλ­λα­ξε, εί­ναι η χώ­ρα και δη, ο α­στι­κός χώ­ρος. Οι κά­τοι­κοι των πό­λεων, του­λά­χι­στον τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα των μι­κρο­με­σαίων, στα ο­ποία ε­στιά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, ε­ξο­μοιώ­θη­καν. Μέ­σα α­πό τις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση με ή­ρωες Δρα­μι­νούς, αλ­λά και λοι­πούς Βο­ρειο­ελ­λα­δί­τες, κυ­ρίως, Θεσ­σα­λο­νι­κιούς, α­να­δει­κνύο­νται α­να­γνω­ρί­σι­μοι, σε ε­μάς, τύ­ποι, κα­θό­σον δεί­χνουν σαν πι­στά α­ντί­γρα­φα των α­θη­ναϊκών. Αυ­τήν την ε­ντύ­πω­ση της γε­νι­κό­τε­ρης ι­σο­πέ­δω­σης την ε­πι­τεί­νει ο λό­γος. Στα πα­λαιό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, ή­ταν ντό­μπρος λό­γος, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­δι­δό­ταν στους ε­παρ­χιώ­τες. Στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες, η γλώσ­σα εί­ναι α­γο­ραία. Όντας συγ­γρα­φέ­ας της πό­λης ο Τσια­μπού­σης, στα βι­βλία του δεν α­να­μέ­νε­ται να πα­ρει­σφρύ­σει κά­ποια ντο­πιο­λα­λιά. Κι ό­μως, στο πρό­σφα­το προ­βλέ­πε­ται γλωσ­σά­ρι. Δεν α­φο­ρά, ό­μως, κά­ποιο το­πι­κό ι­διό­λε­κτο, αλ­λά αγ­γλι­κές λέ­ξεις και φρά­σεις, που συμ­φύ­ρουν τα πρό­σω­πα των ι­στο­ριών στην κου­βέ­ντα τους.

Θε­α­τρό­μορ­φες ι­στο­ρίες

Οι δυο ε­κτε­νέ­στε­ρες ι­στο­ρίες, κο­ντά σα­ρά­ντα σε­λί­δες η μία και πε­νή­ντα η άλ­λη, έ­χουν τη μορ­φή θε­α­τρι­κού έρ­γου. Κυ­ριαρ­χεί το δια­λο­γι­κό μέ­ρος, ε­νώ το α­φη­γη­μα­τι­κό πε­ριο­ρί­ζε­ται στις πε­ρι­γρα­φές στη­σί­μα­τος μιας σκη­νής και κι­νή­σεων των η­ρώων. Συν­δέ­ο­νται α­να­με­τα­ξύ τους, ό­χι μό­νο με το συ­νη­θι­σμέ­νο τέ­χνα­σμα, ό­που ο­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα πη­γαι­νοέρ­χο­νται στις ι­στο­ρίες, αλ­λά με ου­σια­στι­κό­τε­ρο τρό­πο. Συμ­βαί­νουν σε δια­με­ρί­σμα­τα της ί­διας πο­λυ­κα­τοι­κίας, ό­πως οι πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες της Κων­στα­ντί­νας Τασ­σο­πού­λου, «Τα κοι­νό­χρη­στα», και της Κάλ­λιας Πα­πα­δά­κη, «Ο ή­χος του α­κά­λυ­πτου». Μά­λι­στα, ως κύ­ριας ση­μα­σίας χώ­ρος στις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση, ό­πως και σε ε­κεί­νες της Πα­πα­δά­κη, προ­βάλ­λει “ο α­κά­λυ­πτος”. Ο Τσια­μπού­σης το­πο­θε­τεί ε­κεί το κομ­βι­κό γε­γο­νός μιας αυ­το­κτο­νίας, ό­πως συ­νέ­βη στον α­κά­λυ­πτο χώ­ρο ι­στο­ρίας ε­νός τέ­ταρ­του συγ­γρα­φέα, του Σπύ­ρου Γιαν­να­ρά, «Ο λο­ξίας». Αν και ε­κεί­νη δια­φο­ρο­ποιεί­ται, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας τής προσ­δί­δει στο­χα­στι­κό υ­πό­βα­θρο. Όσο α­φο­ρά τον Τσια­μπού­ση, στην ί­δια πο­λυ­κα­τοι­κία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται και μια τρί­τη ι­στο­ρία, αυ­τή συ­ντο­μό­τε­ρη και με α­φη­γη­μα­τι­κή μορ­φή, που εί­ναι πλη­σιέ­στε­ρη στις α­θη­ναϊκές ι­στο­ρίες της Πα­πα­δά­κη. Και ε­δώ, ο α­φη­γη­τής φα­ντα­σιώ­νε­ται τι μπο­ρεί να κά­νουν οι έ­νοι­κοι δια­φο­ρε­τι­κών δια­με­ρι­σμά­των της πο­λυ­κα­τοι­κίας κα­τά την πτώ­ση της αυ­τό­χει­ρος.
Η πρώ­τη θε­α­τρό­μορ­φη ι­στο­ρία, με τίτ­λο, «Με λέ­νε Γιώρ­γο», πα­ρα­μέ­νει σε ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο, α­πο­τυ­πώ­νο­ντας τις  ο­ξυ­μέ­νες σχέ­σεις χω­ρι­σμέ­νων συ­ζύ­γων με­τά τέ­κνου, στις ο­ποίες κυ­ριαρ­χούν οι οι­κο­νο­μι­κές δια­φο­ρές. Κε­ντρι­κό θέ­μα της κου­βέ­ντας εί­ναι η ε­ξεύ­ρε­ση εγ­γυη­τή προς ε­ξα­σφά­λι­ση τρα­πε­ζι­κού δα­νείου. Με το ί­διο θέ­μα υ­πάρ­χει και άλ­λη ι­στο­ρία, μό­νο που ε­κεί­νη ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην πώ­λη­ση δια­με­ρί­σμα­τος προς λύ­ση του οι­κο­νο­μι­κού α­διέ­ξο­δου. Γε­νι­κό­τε­ρα, η ε­ξεύ­ρε­ση α­γο­ρα­στή για α­κί­νη­το ή τρα­πε­ζι­κών δα­νείων, μα­ζί με α­να­φο­ρές σε υ­πη­ρε­σια­κές κα­τα­χρή­σεις, σκια­γρα­φούν το γνώ­ρι­μο οι­κο­νο­μι­κό το­πίο, του ο­ποίου η μαυ­ρί­λα δια­σκε­δά­ζε­ται με ε­ξω­συ­ζυ­γι­κές κι άλ­λες ε­ρω­τι­κές σχέ­σεις.
Στη δεύ­τε­ρη θε­α­τρό­μορ­φη ι­στο­ρία, «Αγρυ­πνία», ο συγ­γρα­φέ­ας κά­νει μια προ­σπά­θεια να δια­φύ­γει προς το γκρο­τέ­σκο με την εμ­φά­νι­ση του φα­ντά­σμα­τος της νε­κρής αυ­τό­χει­ρος, την ο­ποία ξε­νυ­χτούν οι γεί­το­νες. Ενώ, ταυ­τό­χρο­να, για να α­να­δεί­ξει το ση­με­ρι­νό κλί­μα γε­νι­κευ­μέ­νης ε­ξα­χρείω­σης, προ­σθέ­τει ό,τι μαύ­ρο πράτ­τει ο τυ­χών α­χρείος, εί­τε πρό­κει­ται για οι­κο­γε­νειάρ­χη δη­μο­τι­κό άρ­χο­ντα που συ­ντη­ρεί γκό­με­να εί­τε για για­τρό ε­μπλε­κό­με­νο σε ε­μπο­ρία ορ­γά­νων νε­κρών. Δί­κην α­λα­τί­σμα­τος, προς συ­μπλή­ρω­ση της ει­κό­νας ε­νός α­ντι­συμ­βα­τι­κού προ­σώ­που, ο α­φη­γη­τής α­θροί­ζει στις ε­ρω­τι­κές πα­ρα­σπον­δίες και μια λε­σβια­κή σχέ­ση. Μό­νο που οι γκρο­τέ­σκο κα­τα­στά­σεις δεν στή­νο­νται πε­ρι­συλ­λέ­γο­ντας κα­θη­με­ρι­νά α­ξιο­πε­ρίερ­γα. Απαι­τούν τη δη­μιουρ­γία κω­μι­κο­τρα­γι­κών σχη­μά­των.
Σε πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του Τσια­μπού­ση, πα­ρα­τη­ρού­σα­με, ό­τι α­που­σιά­ζουν οι γυ­ναί­κες. Σε αυ­τό, α­ντι­θέ­τως, κερ­δί­ζουν έ­δα­φος. Δεν α­πο­τε­λούν, ό­μως, αυ­θύ­παρ­κτους ή­ρωες. Δεί­χνουν πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­ρι­κα­τού­ρες, έ­τσι ό­πως το­νί­ζο­νται οι ε­ρω­τι­κοί τους ά­θλοι, που φτά­νουν μέ­χρι να δώ­σουν το έ­ναυ­σμα σε πα­τρο­κτο­νία. Τον συγ­γρα­φέα δεν φαί­νε­ται να τον α­πα­σχο­λεί η γυ­ναι­κεία ψυ­χο­λο­γία, κα­θώς υ­πε­ρι­σχύει η διά­θε­ση γε­λοιο­ποίη­σης. Στις πε­ρι­πτώ­σεις που η δια­κω­μώ­δη­ση α­στο­χεί, μέ­νει έ­νας ε­λά­χι­στα α­λη­θο­φα­νής χα­ρα­κτή­ρας, ό­πως ε­κεί­νος της δα­σκά­λας με τις ο­πι­σθο­δρο­μι­κές ι­δέες.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο γεν­ναιό­δω­ρος στέ­κε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας με τους με­τα­νά­στες. Στην σύ­ντο­μη κα­τα­λη­κτι­κή ι­στο­ρία «Αχ! Σω­κρά­τη», δί­νε­ται μια πα­ραλ­λα­γή στο κοι­νό­το­πο πλέ­ον δί­δυ­μο του α­νοϊκού υ­πε­ρή­λι­κα και της οι­κια­κής βο­η­θού, που πα­ρου­σιά­ζε­ται σαν φύ­λα­κας άγ­γε­λος. Ωστό­σο, στις δυο άλ­λες ι­στο­ρίες, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο Αλβα­νό, η μέ­χρι τώ­ρα στε­ρεό­τυ­πη ει­κό­να, που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία, αλ­λά­ζει. Ανα­με­νό­με­νη η δια­φο­ρο­ποίη­ση, α­φού, ό­σο περ­νά­ει ο και­ρός, η οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση των Αλβα­νών βελ­τιώ­νε­ται, ο­πό­τε α­να­βαθ­μί­ζε­ται η κοι­νω­νι­κή θέ­ση τους και ως α­ντα­νά­κλα­ση, έρ­χε­ται η τα­ξι­κή τους α­νύ­ψω­ση και στην πε­ζο­γρα­φία. Αδυ­σώ­πη­τος δια­πραγ­μα­τευ­τής στην οι­κο­νο­μι­κή συ­ναλ­λα­γή εμ­φα­νί­ζε­ται ο Αλβα­νός στη μια ι­στο­ρία, καλ­λι­τε­χνι­κή φύ­ση, που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε στα χρό­νια του Χότ­ζα, στη δεύ­τε­ρη. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, α­ντί Αλβα­νού, θα μπο­ρού­σε να πρό­κει­ται για τον Έλλη­να α­ντί­στοι­χό του. Αυ­τή η α­να­βαθ­μι­σμέ­νη πα­ρου­σία της αλ­βα­νι­κής μειο­νό­τη­τας στις ι­στο­ρίες του Τσια­μπού­ση φαί­νε­ται πως ε­κτι­μή­θη­κε α­πό τους πο­λι­τι­στι­κούς υ­πεύ­θυ­νους της γεί­το­νος χώ­ρας, α­φού ή­ταν οι πρώ­τοι που με­τέ­φρα­σαν την προ­η­γού­με­νη συλ­λο­γή του, με­τά και την κα­το­χύ­ρω­σή της με Βρα­βείο της Ακα­δη­μίας.

Το λε­πτο­λό­γη­μα

Εκτός α­πό τις θε­α­τρο­μόρ­φες ι­στο­ρίες, στη συλ­λο­γή ε­πι­χει­ρεί­ται και ο πα­ρα­πλή­σιος πει­ρα­μα­τι­σμός ε­νός α­μι­γώς δια­λο­γι­κού πε­ζού. Αυ­τή η μορ­φή έ­χει δο­κι­μα­στεί α­πό ο­ρι­σμέ­νους πα­λαιό­τε­ρους, με ι­διαί­τε­ρα κα­λά α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συ­ζή­τη­ση του ζεύ­γους στο «Γερ­μα­νι­κός φούρ­νος» του Τσια­μπού­ση έ­χει σαν προ­η­γού­με­νο «Τα φτε­ρά μπε­κά­τσας» του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού. Κι αν θέ­λου­με να πά­με α­κό­μη πιο πί­σω, το πα­πα­δια­μα­ντι­κό «Από­λαυ­σις στη γει­το­νιά». Ο συγ­γρα­φέ­ας, με δε­δο­μέ­νη τη δε­ξιό­τη­τά του στους δια­λό­γους, κα­τορ­θώ­νει να σκια­γρα­φή­σει τους χα­ρα­κτή­ρες χω­ρίς πλα­τεια­σμούς. Θε­μα­τι­κά, ό­μως, ε­πα­νέρ­χε­ται στον οι­κο­νο­μι­κό πα­ρά­γο­ντα και μά­λι­στα, α­πό την ί­δια ο­πτι­κή γω­νία με ε­κεί­νη των ε­κτε­νέ­στε­ρων ι­στο­ριών.
Γε­νι­κό­τε­ρα, μια ι­στο­ρία για να έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα διη­γή­μα­τος, ε­κτός α­πό την πολ­λα­πλώς σχο­λια­σμέ­νη πύ­κνω­ση, πρέ­πει να εί­ναι ευ­ρη­μα­τι­κή και πρω­τό­τυ­πη, ό­πως, λ.χ., η πρώ­τη και ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής. Σε αυ­τήν, η ε­νο­ποιός ι­δέα δεν εί­ναι η τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση αλ­λά η πί­στη στη θεία δύ­να­μη. Εδώ, το πρό­βλη­μα εί­ναι το πώς μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει το με­τα­φυ­σι­κό στοι­χείο ως κι­νη­τή­ριος μο­χλός μιας μυ­θο­πλα­στι­κής σύν­θε­σης. Μάλ­λον δεν αρ­κούν δυο τρεις σχε­τι­κές α­να­φο­ρές, ό­πως “το σταυ­ρου­δά­κι” της Αγγλί­δας, που ε­πι­χει­ρεί έ­να “σάλ­το μορ­τά­λε”, ή το προ­σκύ­νη­μα α­πό μο­να­στή­ρι σε μο­να­στή­ρι. Την ε­ντύ­πω­ση του υ­πε­ραι­σθη­τού μπο­ρεί να την δη­μιουρ­γή­σει μό­νο η προ­σε­κτι­κή ε­πι­λο­γή της κά­θε μιας λέ­ξης και το ε­πι­δέ­ξιο πλέ­ξι­μο ε­κά­στης φρά­σης. Το “σάλ­το μορ­τά­λε”, χω­ρίς το λε­κτι­κό και ψυ­χο­λο­γι­κό λε­πτο­λό­γη­μα, δεί­χνει πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν κα­πρί­τσιο του­ρί­στριας, που ε­ντυ­πω­σιά­ζει χά­ρις στα κόκ­κι­να μαλ­λιά και τα “φτιαγ­μέ­να α­πό χρυ­σά­φι μπού­τια”.
Μια θε­μα­τι­κή φλέ­βα, που εί­χε δώ­σει εν­δια­φέ­ρου­σες ι­στο­ρίες σε πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του Τσια­μπού­ση, εί­ναι η α­να­φο­ρά στο πα­ρελ­θόν. Ιδιαί­τε­ρα, σε Κα­το­χή και Εμφύ­λιο, που, κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, ε­μπλέ­κει τις συ­γκρού­σεις δε­ξιών και α­ρι­στε­ρών. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι και σε αυ­τό το θέ­μα, η συγ­γρα­φι­κή ο­πτι­κή α­κο­λου­θεί τον τρέ­χο­ντα εκ­συγ­χρο­νι­σμό. Ο συ­ντα­ξιού­χος “α­ξιω­μα­τι­κός της Χω­ρο­φυ­λα­κής, εξ α­να­κα­τα­τά­ξεως”, και ο συ­ντα­ξιού­χος κα­θη­γη­τής, πρώην πο­λι­τι­κός πρό­σφυ­γας στις Ανα­το­λι­κές Χώ­ρες, με άλ­λα λό­για, ο άλ­λο­τε πο­τέ ‘‘ταγ­μα­τα­σφα­λί­της’’ και α­ντι­στοί­χως, ο κά­πο­τε κομ­μου­νι­στής, πα­ρα­βγαί­νουν σε κο­μπί­νες και φο­ρο­δια­φυ­γή. Σε άλ­λες ι­στο­ρίες του βι­βλίου, η πα­ρελ­θο­ντι­κή ο­πτι­κή συμ­βάλ­λει στη δη­μιουρ­γία βα­θύ­τε­ρης αί­σθη­σης μα­ταιό­τη­τας.
Ενδει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, το «Συ­να­ξά­ρι», ό­που πα­ρα­τί­θε­νται εν σει­ρά οι βίοι των με­λών α­πό τις οι­κο­γέ­νειες μιας “τε­τρα­κα­τοι­κίας”, με έμ­φα­ση στα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζωής τους και την κα­τά­λη­ξη που εί­χαν. Από μια ά­πο­ψη, πα­ρό­μοια “συ­να­ξά­ρια” για αν­θρώ­πους, οι­κο­γέ­νειες ή και σπί­τια, α­πό τη φύ­ση τους, εί­ναι τρα­γι­κά, πό­σω μάλ­λον ό­ταν μέ­νουν μο­νό­χορ­δα στην φθο­ρά και την α­σθέ­νεια. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα, ω­στό­σο, προ­βλέ­πε­ται αι­σιό­δο­ξο τέ­λος, με την πα­ρα­χώ­ρη­ση της “τε­τρα­κα­τοι­κίας” σε ά­φρα­γκο και πα­μπό­νη­ρο με­τα­νά­στη. Κα­τά την ε­κτί­μη­σή μας, πά­ντως, έ­να βε­βια­σμέ­νο χά­πυ ε­ντ, ό­πως και ε­κεί­νο το γρα­φι­κό που προ­βλέ­πε­ται για το πιο ζο­φε­ρό διή­γη­μα της συλ­λο­γής, το «Νια­ού­ρι­σμα», ε­ντεί­νουν την ε­ντύ­πω­ση πα­ρά την α­πα­λύ­νουν. Εκτός κι αν λη­φθεί, ό­τι αυ­τή α­κρι­βώς εί­ναι η πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα.
Όπως και να έ­χει, το θέ­μα συμ­βάλ­λει αλ­λά δεν εί­ναι πο­τέ το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο. Το μο­να­δι­κό διή­γη­μα της συλ­λο­γής, που πι­στεύου­με ό­τι δια­σώ­ζει την ι­διο­προ­σω­πία του συγ­γρα­φέα, έ­χει κι αυ­τό ως θέ­μα τα θα­να­τι­κά που βρί­σκουν μια οι­κο­γέ­νεια. Πρό­κει­ται για το «Φω­το­γρα­φία», ό­που, μέ­σα σε τεσ­σε­ρε­σή­μι­σι σε­λί­δες, ζω­ντα­νεύει η Ελλά­δα των πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κών δε­κα­ε­τιών. Η Ελλά­δα των στε­ρή­σεων και της α­ξιο­πρέ­πειας. Κι αυ­τό, χω­ρίς μορ­φι­κά σάλ­τα, ού­τε α­θη­ναϊκούς νε­ο­τε­ρι­σμούς. Τέ­λος, να ση­μειώ­σου­με, ό­τι με δε­δο­μέ­νη την ε­πι­τυ­χή πο­ρεία του βι­βλίου, ο δι­κός μας σχο­λια­σμός μπο­ρεί να ε­κλη­φθεί ως μεμ­ψί­μοι­ρος. Ακρι­βέ­στε­ρο, ό­μως, θα ή­ταν να δια­βα­στεί σαν κομ­μά­τι α­πό το ει­σέ­τι ά­γρα­φο ρέκ­βιεμ για τη γε­νι­κό­τε­ρη υ­πο­χώ­ρη­ση του α­μι­γούς διη­γή­μα­τος.

Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/5/2013.