Η πόλη
της Δράμας
της Δράμας
σε καρτ
ποστάλ
εποχής.
ποστάλ
εποχής.
Βασίλης Τσιαμπούσης
«Σάλτο μορτάλε»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Νοέμβριος 2011
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Νοέμβριος 2011
Το βιβλίο του Βασίλη Τσιαμπούση εκδόθηκε στο τέλος του 2011. Έχει, δηλαδή, συμπληρώσει τον κύκλο του, αυτόν που συνήθως περικλείει τα δημοσιογραφικά δημοσιεύματα υποδοχής, τις κριτικές παρουσιάσεις, τις διακρίσεις και τις όποιες βραβεύσεις. Η χρονική απόσταση διευκολύνει τώρα έναν σχολιασμό, εστιασμένο σε κάποια συγκεκριμένα ερωτήματα, που μπορεί και να επισημάνει ορισμένα αδύνατα σημεία. Αυτά δεν στερούνται ενδιαφέροντος όσο αφορά την πορεία του συγγραφέα και το εν προόδω έργο του. Εάν, ωστόσο, γίνονταν νωρίτερα, πιθανώς και να προκαλούσαν αρνητική εντύπωση γύρω από το βιβλίο, δεδομένου ότι, μέχρι σήμερα, έχει τύχει μόνο ευνοϊκών παρουσιάσεων. Θα έλεγε κανείς τις ευνοϊκότερες σε σύγκριση με τα προηγούμενα βιβλία του. Το γεγονός ότι δεν βραβεύτηκε και ότι η μοναδική διάκριση που έλαβε ήταν η συμπερίληψή του στη δεκαμελή βραχεία λίστα των βραβείων «Διαβάζω», οφείλεται στην τακτική των βραβεύσεων, που ακολουθεί ένα ιδιότυπο σύστημα μοριοδότησης για την αξιολόγηση, το οποίο πριμοδοτεί τους γνωστότερους και τους κατοικούντες στην πρωτεύουσα, τουτέστιν πλησίον του κέντρου των αποφάσεων.
Πρόθεσή μας είναι να σχολιάσουμε το κατά πόσο πρόκειται για διηγήματα, σύμφωνα με τον προσδιορισμό στη σελίδα τίτλου, ή για ιστορίες. Πιθανώς, ο δισταγμός μας να δείχνει παράταιρος για έναν συγγραφέα, που στο ξεκίνημά του τον καθόρισε η φράση: “Η ελλειπτικότητα είναι ίσως το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό του νέου διηγηματογράφου - σε βαθμό υπερβολής κάποτε...” Είναι αποσπασμένη από την κριτική παρουσίαση του πρώτου βιβλίου του από τον Σπύρο Τσακνιά.
Εδώ, όμως, ταιριάζει το έχει ο καιρός γυρίσματα. Θα μπορούσαμε να το επικαλεστούμε για τις εκπλήξεις, που μας επιφύλασσε στην ενδιάμεση εικοσιπενταετία ο μεταμοντερνισμός, καθώς και για τις απροσδόκητες μετατοπίσεις, που παρουσίασαν, λιγότερο ή περισσότερο επηρεαζόμενοι, οι συγγραφείς. Αν και η μεταβολή στη συγγραφική πορεία του Τσιαμπούση δεν στάθηκε και τόσο απρόβλεπτη. Ήδη, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 2000, παρατηρούσαμε ότι επιλέγει θέματα όλο και περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένα, ενώ, περί τα μέσα της δεκαετίας, επανερχόμαστε, σχολιάζοντας την προτίμησή του σε ιστορίες, που τραβάνε σε μάκρος, με διαδοχή από δυσάρεστα και αλγεινά συμβάντα.
Τύποις ο Τσιαμπούσης παραμένει διηγηματογράφος. Εκτός από ένα μυθιστόρημα προ εικοσαετίας, έχει εκδώσει πέντε συλλογές, όπου συγκεντρώνει 73 διηγήματα. Πρόκειται για διηγήματα όλο και μεγαλύτερης έκτασης, με τις συλλογές να αποκτούν περισσότερες σελίδες, σε αντίθεση με την ολιγοσέλιδη πρώτη και το κομψό μυθιστόρημα. Αν και η διάκριση διηγήματος και ιστορίας δεν είναι μόνο θέμα έκτασης. Ας μην θεωρηθεί, πάντως, ότι το θέμα του ειδολογικού χαρακτηρισμού συνιστά στείρο φιλολογισμό. Σε άλλο αναγνωστικό κοινό απευθύνεται το διήγημα και σε άλλο μια ιστορία. Ένας διηγηματογράφος, που αποφασίζει να εγκαταλείψει την πύκνωση και την υπαινικτική γραφή για να κινηθεί στην ευρυχωρία που παρέχει μια ιστορία, επιλέγει και το κοινό του. Το τελευταίο βιβλίο του Τσιαμπούση συγγενεύει με συλλογές διηγημάτων νεότερων κυρίως συγγραφέων, απευθυνόμενο κι αυτό σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Πολλή μαυρίλα...
Η συλλογή περιλαμβάνει 16 ιστορίες, που ποικίλλουν ως προς τη μορφή και την έκταση, ενώ, αντιθέτως, παρουσιάζουν σχετική θεματική ομοιογένεια. Ο πιο ταιριαστός επιθετικός προσδιορισμός για το κεντρικό θέμα θα ήταν το μαύρος, με τη σημασία της πλήρους ελλείψεως φωτός. Στις ιστορίες σωρεύονται δυστυχίες, καταστροφές και κάθε είδους αθλιότητα. Ενώ, οι ήρωες διαπνέονται από δυσάρεστα αισθήματα, βλέπουν τα πράγματα από τη δυσοίωνη πλευρά τους και κατακλύζονται από απαισιόδοξες σκέψεις. Είναι δόλιοι έως και μοχθηροί, αλλά συνάμα και δύσμοιροι. Από μια άποψη, πρόκειται για ιστορίες που ανταποκρίνονται στην εποχή μας. Εποχή, που μόνο το δημοτικό άσμα, “πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλοιακούδα”, μπορεί να την αποδώσει κι ας μην πλάκωσε ο Ομέρ Βρυώνης με τους δεκαοχτώ χιλιάδες.
Επίκαιρες, λοιπόν, οι ιστορίες και όσο αφορά την εντοπιότητα, ουδόλως επαρχιακές. Ο Τσιαμπούσης, ωστόσο, φαινόταν να υψώνει ως σημαία το επαρχιακό στοιχείο με εκείνο το πρώτο βιβλίο του, που φέρει ως συνοδευτικό τού κυρίως τίτλου, «Η Βέσπα», την προσθήκη, «...και άλλα 21 επαρχιακά διηγήματα». Κάτι σαν πρόκληση προς πρωτευουσιάνους έδειχνε εκείνη η ιδιωτική έκδοση, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και μοναδική σύσταση του συγγραφέα τη διεύθυνση κατοικίας του στη Δράμα. Από την αρχή, ωστόσο, στα διηγήματά του η πόλη δεν κατονομάζεται. Μόνο όσοι γνωρίζουν τη Δράμα, την διακρίνουν από σκόρπιες νύξεις. Το μόνο πρόδηλο είναι ότι πρόκειται για πόλη της επαρχίας. Η ίδια κρυπτική τακτική συνεχίζεται και στις πρόσφατες ιστορίες. Σε μια υπάρχει ο προσδιορισμός, “στην επαρχιακή πόλη Δ.”, ενώ, σε κάποιες άλλες, οδωνύμια και τοπωνύμια προϊδεάζουν για την ταυτότητά της.
Τελικά, ως προς την εντοπιότητα των ιστοριών του, ο συγγραφέας δεν άλλαξε. Εκείνο που άλλαξε, είναι η χώρα και δη, ο αστικός χώρος. Οι κάτοικοι των πόλεων, τουλάχιστον τα κοινωνικά στρώματα των μικρομεσαίων, στα οποία εστιάζει ο συγγραφέας, εξομοιώθηκαν. Μέσα από τις ιστορίες του Τσιαμπούση με ήρωες Δραμινούς, αλλά και λοιπούς Βορειοελλαδίτες, κυρίως, Θεσσαλονικιούς, αναδεικνύονται αναγνωρίσιμοι, σε εμάς, τύποι, καθόσον δείχνουν σαν πιστά αντίγραφα των αθηναϊκών. Αυτήν την εντύπωση της γενικότερης ισοπέδωσης την επιτείνει ο λόγος. Στα παλαιότερα διηγήματα, ήταν ντόμπρος λόγος, χαρακτηριστικό που άλλοτε ποτέ αποδιδόταν στους επαρχιώτες. Στις πρόσφατες ιστορίες, η γλώσσα είναι αγοραία. Όντας συγγραφέας της πόλης ο Τσιαμπούσης, στα βιβλία του δεν αναμένεται να παρεισφρύσει κάποια ντοπιολαλιά. Κι όμως, στο πρόσφατο προβλέπεται γλωσσάρι. Δεν αφορά, όμως, κάποιο τοπικό ιδιόλεκτο, αλλά αγγλικές λέξεις και φράσεις, που συμφύρουν τα πρόσωπα των ιστοριών στην κουβέντα τους.
Επίκαιρες, λοιπόν, οι ιστορίες και όσο αφορά την εντοπιότητα, ουδόλως επαρχιακές. Ο Τσιαμπούσης, ωστόσο, φαινόταν να υψώνει ως σημαία το επαρχιακό στοιχείο με εκείνο το πρώτο βιβλίο του, που φέρει ως συνοδευτικό τού κυρίως τίτλου, «Η Βέσπα», την προσθήκη, «...και άλλα 21 επαρχιακά διηγήματα». Κάτι σαν πρόκληση προς πρωτευουσιάνους έδειχνε εκείνη η ιδιωτική έκδοση, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και μοναδική σύσταση του συγγραφέα τη διεύθυνση κατοικίας του στη Δράμα. Από την αρχή, ωστόσο, στα διηγήματά του η πόλη δεν κατονομάζεται. Μόνο όσοι γνωρίζουν τη Δράμα, την διακρίνουν από σκόρπιες νύξεις. Το μόνο πρόδηλο είναι ότι πρόκειται για πόλη της επαρχίας. Η ίδια κρυπτική τακτική συνεχίζεται και στις πρόσφατες ιστορίες. Σε μια υπάρχει ο προσδιορισμός, “στην επαρχιακή πόλη Δ.”, ενώ, σε κάποιες άλλες, οδωνύμια και τοπωνύμια προϊδεάζουν για την ταυτότητά της.
Τελικά, ως προς την εντοπιότητα των ιστοριών του, ο συγγραφέας δεν άλλαξε. Εκείνο που άλλαξε, είναι η χώρα και δη, ο αστικός χώρος. Οι κάτοικοι των πόλεων, τουλάχιστον τα κοινωνικά στρώματα των μικρομεσαίων, στα οποία εστιάζει ο συγγραφέας, εξομοιώθηκαν. Μέσα από τις ιστορίες του Τσιαμπούση με ήρωες Δραμινούς, αλλά και λοιπούς Βορειοελλαδίτες, κυρίως, Θεσσαλονικιούς, αναδεικνύονται αναγνωρίσιμοι, σε εμάς, τύποι, καθόσον δείχνουν σαν πιστά αντίγραφα των αθηναϊκών. Αυτήν την εντύπωση της γενικότερης ισοπέδωσης την επιτείνει ο λόγος. Στα παλαιότερα διηγήματα, ήταν ντόμπρος λόγος, χαρακτηριστικό που άλλοτε ποτέ αποδιδόταν στους επαρχιώτες. Στις πρόσφατες ιστορίες, η γλώσσα είναι αγοραία. Όντας συγγραφέας της πόλης ο Τσιαμπούσης, στα βιβλία του δεν αναμένεται να παρεισφρύσει κάποια ντοπιολαλιά. Κι όμως, στο πρόσφατο προβλέπεται γλωσσάρι. Δεν αφορά, όμως, κάποιο τοπικό ιδιόλεκτο, αλλά αγγλικές λέξεις και φράσεις, που συμφύρουν τα πρόσωπα των ιστοριών στην κουβέντα τους.
Θεατρόμορφες ιστορίες
Οι δυο εκτενέστερες ιστορίες, κοντά σαράντα σελίδες η μία και πενήντα η άλλη, έχουν τη μορφή θεατρικού έργου. Κυριαρχεί το διαλογικό μέρος, ενώ το αφηγηματικό περιορίζεται στις περιγραφές στησίματος μιας σκηνής και κινήσεων των ηρώων. Συνδέονται αναμεταξύ τους, όχι μόνο με το συνηθισμένο τέχνασμα, όπου ορισμένα πρόσωπα πηγαινοέρχονται στις ιστορίες, αλλά με ουσιαστικότερο τρόπο. Συμβαίνουν σε διαμερίσματα της ίδιας πολυκατοικίας, όπως οι πρόσφατες ιστορίες της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου, «Τα κοινόχρηστα», και της Κάλλιας Παπαδάκη, «Ο ήχος του ακάλυπτου». Μάλιστα, ως κύριας σημασίας χώρος στις ιστορίες του Τσιαμπούση, όπως και σε εκείνες της Παπαδάκη, προβάλλει “ο ακάλυπτος”. Ο Τσιαμπούσης τοποθετεί εκεί το κομβικό γεγονός μιας αυτοκτονίας, όπως συνέβη στον ακάλυπτο χώρο ιστορίας ενός τέταρτου συγγραφέα, του Σπύρου Γιανναρά, «Ο λοξίας». Αν και εκείνη διαφοροποιείται, καθώς ο συγγραφέας τής προσδίδει στοχαστικό υπόβαθρο. Όσο αφορά τον Τσιαμπούση, στην ίδια πολυκατοικία διαδραματίζεται και μια τρίτη ιστορία, αυτή συντομότερη και με αφηγηματική μορφή, που είναι πλησιέστερη στις αθηναϊκές ιστορίες της Παπαδάκη. Και εδώ, ο αφηγητής φαντασιώνεται τι μπορεί να κάνουν οι ένοικοι διαφορετικών διαμερισμάτων της πολυκατοικίας κατά την πτώση της αυτόχειρος.
Η πρώτη θεατρόμορφη ιστορία, με τίτλο, «Με λένε Γιώργο», παραμένει σε ρεαλιστικό πλαίσιο, αποτυπώνοντας τις οξυμένες σχέσεις χωρισμένων συζύγων μετά τέκνου, στις οποίες κυριαρχούν οι οικονομικές διαφορές. Κεντρικό θέμα της κουβέντας είναι η εξεύρεση εγγυητή προς εξασφάλιση τραπεζικού δανείου. Με το ίδιο θέμα υπάρχει και άλλη ιστορία, μόνο που εκείνη επικεντρώνεται στην πώληση διαμερίσματος προς λύση του οικονομικού αδιέξοδου. Γενικότερα, η εξεύρεση αγοραστή για ακίνητο ή τραπεζικών δανείων, μαζί με αναφορές σε υπηρεσιακές καταχρήσεις, σκιαγραφούν το γνώριμο οικονομικό τοπίο, του οποίου η μαυρίλα διασκεδάζεται με εξωσυζυγικές κι άλλες ερωτικές σχέσεις.
Στη δεύτερη θεατρόμορφη ιστορία, «Αγρυπνία», ο συγγραφέας κάνει μια προσπάθεια να διαφύγει προς το γκροτέσκο με την εμφάνιση του φαντάσματος της νεκρής αυτόχειρος, την οποία ξενυχτούν οι γείτονες. Ενώ, ταυτόχρονα, για να αναδείξει το σημερινό κλίμα γενικευμένης εξαχρείωσης, προσθέτει ό,τι μαύρο πράττει ο τυχών αχρείος, είτε πρόκειται για οικογενειάρχη δημοτικό άρχοντα που συντηρεί γκόμενα είτε για γιατρό εμπλεκόμενο σε εμπορία οργάνων νεκρών. Δίκην αλατίσματος, προς συμπλήρωση της εικόνας ενός αντισυμβατικού προσώπου, ο αφηγητής αθροίζει στις ερωτικές παρασπονδίες και μια λεσβιακή σχέση. Μόνο που οι γκροτέσκο καταστάσεις δεν στήνονται περισυλλέγοντας καθημερινά αξιοπερίεργα. Απαιτούν τη δημιουργία κωμικοτραγικών σχημάτων.
Σε παλαιότερα βιβλία του Τσιαμπούση, παρατηρούσαμε, ότι απουσιάζουν οι γυναίκες. Σε αυτό, αντιθέτως, κερδίζουν έδαφος. Δεν αποτελούν, όμως, αυθύπαρκτους ήρωες. Δείχνουν περισσότερο σαν καρικατούρες, έτσι όπως τονίζονται οι ερωτικοί τους άθλοι, που φτάνουν μέχρι να δώσουν το έναυσμα σε πατροκτονία. Τον συγγραφέα δεν φαίνεται να τον απασχολεί η γυναικεία ψυχολογία, καθώς υπερισχύει η διάθεση γελοιοποίησης. Στις περιπτώσεις που η διακωμώδηση αστοχεί, μένει ένας ελάχιστα αληθοφανής χαρακτήρας, όπως εκείνος της δασκάλας με τις οπισθοδρομικές ιδέες.
Περισσότερο γενναιόδωρος στέκεται ο συγγραφέας με τους μετανάστες. Στην σύντομη καταληκτική ιστορία «Αχ! Σωκράτη», δίνεται μια παραλλαγή στο κοινότοπο πλέον δίδυμο του ανοϊκού υπερήλικα και της οικιακής βοηθού, που παρουσιάζεται σαν φύλακας άγγελος. Ωστόσο, στις δυο άλλες ιστορίες, με κεντρικό πρόσωπο Αλβανό, η μέχρι τώρα στερεότυπη εικόνα, που αποτυπώνεται στην ελληνική πεζογραφία, αλλάζει. Αναμενόμενη η διαφοροποίηση, αφού, όσο περνάει ο καιρός, η οικονομική κατάσταση των Αλβανών βελτιώνεται, οπότε αναβαθμίζεται η κοινωνική θέση τους και ως αντανάκλαση, έρχεται η ταξική τους ανύψωση και στην πεζογραφία. Αδυσώπητος διαπραγματευτής στην οικονομική συναλλαγή εμφανίζεται ο Αλβανός στη μια ιστορία, καλλιτεχνική φύση, που ταλαιπωρήθηκε στα χρόνια του Χότζα, στη δεύτερη. Και στις δυο περιπτώσεις, αντί Αλβανού, θα μπορούσε να πρόκειται για τον Έλληνα αντίστοιχό του. Αυτή η αναβαθμισμένη παρουσία της αλβανικής μειονότητας στις ιστορίες του Τσιαμπούση φαίνεται πως εκτιμήθηκε από τους πολιτιστικούς υπεύθυνους της γείτονος χώρας, αφού ήταν οι πρώτοι που μετέφρασαν την προηγούμενη συλλογή του, μετά και την κατοχύρωσή της με Βραβείο της Ακαδημίας.
Η πρώτη θεατρόμορφη ιστορία, με τίτλο, «Με λένε Γιώργο», παραμένει σε ρεαλιστικό πλαίσιο, αποτυπώνοντας τις οξυμένες σχέσεις χωρισμένων συζύγων μετά τέκνου, στις οποίες κυριαρχούν οι οικονομικές διαφορές. Κεντρικό θέμα της κουβέντας είναι η εξεύρεση εγγυητή προς εξασφάλιση τραπεζικού δανείου. Με το ίδιο θέμα υπάρχει και άλλη ιστορία, μόνο που εκείνη επικεντρώνεται στην πώληση διαμερίσματος προς λύση του οικονομικού αδιέξοδου. Γενικότερα, η εξεύρεση αγοραστή για ακίνητο ή τραπεζικών δανείων, μαζί με αναφορές σε υπηρεσιακές καταχρήσεις, σκιαγραφούν το γνώριμο οικονομικό τοπίο, του οποίου η μαυρίλα διασκεδάζεται με εξωσυζυγικές κι άλλες ερωτικές σχέσεις.
Στη δεύτερη θεατρόμορφη ιστορία, «Αγρυπνία», ο συγγραφέας κάνει μια προσπάθεια να διαφύγει προς το γκροτέσκο με την εμφάνιση του φαντάσματος της νεκρής αυτόχειρος, την οποία ξενυχτούν οι γείτονες. Ενώ, ταυτόχρονα, για να αναδείξει το σημερινό κλίμα γενικευμένης εξαχρείωσης, προσθέτει ό,τι μαύρο πράττει ο τυχών αχρείος, είτε πρόκειται για οικογενειάρχη δημοτικό άρχοντα που συντηρεί γκόμενα είτε για γιατρό εμπλεκόμενο σε εμπορία οργάνων νεκρών. Δίκην αλατίσματος, προς συμπλήρωση της εικόνας ενός αντισυμβατικού προσώπου, ο αφηγητής αθροίζει στις ερωτικές παρασπονδίες και μια λεσβιακή σχέση. Μόνο που οι γκροτέσκο καταστάσεις δεν στήνονται περισυλλέγοντας καθημερινά αξιοπερίεργα. Απαιτούν τη δημιουργία κωμικοτραγικών σχημάτων.
Σε παλαιότερα βιβλία του Τσιαμπούση, παρατηρούσαμε, ότι απουσιάζουν οι γυναίκες. Σε αυτό, αντιθέτως, κερδίζουν έδαφος. Δεν αποτελούν, όμως, αυθύπαρκτους ήρωες. Δείχνουν περισσότερο σαν καρικατούρες, έτσι όπως τονίζονται οι ερωτικοί τους άθλοι, που φτάνουν μέχρι να δώσουν το έναυσμα σε πατροκτονία. Τον συγγραφέα δεν φαίνεται να τον απασχολεί η γυναικεία ψυχολογία, καθώς υπερισχύει η διάθεση γελοιοποίησης. Στις περιπτώσεις που η διακωμώδηση αστοχεί, μένει ένας ελάχιστα αληθοφανής χαρακτήρας, όπως εκείνος της δασκάλας με τις οπισθοδρομικές ιδέες.
Περισσότερο γενναιόδωρος στέκεται ο συγγραφέας με τους μετανάστες. Στην σύντομη καταληκτική ιστορία «Αχ! Σωκράτη», δίνεται μια παραλλαγή στο κοινότοπο πλέον δίδυμο του ανοϊκού υπερήλικα και της οικιακής βοηθού, που παρουσιάζεται σαν φύλακας άγγελος. Ωστόσο, στις δυο άλλες ιστορίες, με κεντρικό πρόσωπο Αλβανό, η μέχρι τώρα στερεότυπη εικόνα, που αποτυπώνεται στην ελληνική πεζογραφία, αλλάζει. Αναμενόμενη η διαφοροποίηση, αφού, όσο περνάει ο καιρός, η οικονομική κατάσταση των Αλβανών βελτιώνεται, οπότε αναβαθμίζεται η κοινωνική θέση τους και ως αντανάκλαση, έρχεται η ταξική τους ανύψωση και στην πεζογραφία. Αδυσώπητος διαπραγματευτής στην οικονομική συναλλαγή εμφανίζεται ο Αλβανός στη μια ιστορία, καλλιτεχνική φύση, που ταλαιπωρήθηκε στα χρόνια του Χότζα, στη δεύτερη. Και στις δυο περιπτώσεις, αντί Αλβανού, θα μπορούσε να πρόκειται για τον Έλληνα αντίστοιχό του. Αυτή η αναβαθμισμένη παρουσία της αλβανικής μειονότητας στις ιστορίες του Τσιαμπούση φαίνεται πως εκτιμήθηκε από τους πολιτιστικούς υπεύθυνους της γείτονος χώρας, αφού ήταν οι πρώτοι που μετέφρασαν την προηγούμενη συλλογή του, μετά και την κατοχύρωσή της με Βραβείο της Ακαδημίας.
Το λεπτολόγημα
Εκτός από τις θεατρομόρφες ιστορίες, στη συλλογή επιχειρείται και ο παραπλήσιος πειραματισμός ενός αμιγώς διαλογικού πεζού. Αυτή η μορφή έχει δοκιμαστεί από ορισμένους παλαιότερους, με ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η συζήτηση του ζεύγους στο «Γερμανικός φούρνος» του Τσιαμπούση έχει σαν προηγούμενο «Τα φτερά μπεκάτσας» του Θανάση Βαλτινού. Κι αν θέλουμε να πάμε ακόμη πιο πίσω, το παπαδιαμαντικό «Απόλαυσις στη γειτονιά». Ο συγγραφέας, με δεδομένη τη δεξιότητά του στους διαλόγους, κατορθώνει να σκιαγραφήσει τους χαρακτήρες χωρίς πλατειασμούς. Θεματικά, όμως, επανέρχεται στον οικονομικό παράγοντα και μάλιστα, από την ίδια οπτική γωνία με εκείνη των εκτενέστερων ιστοριών.
Γενικότερα, μια ιστορία για να έχει το χαρακτήρα διηγήματος, εκτός από την πολλαπλώς σχολιασμένη πύκνωση, πρέπει να είναι ευρηματική και πρωτότυπη, όπως, λ.χ., η πρώτη και ομότιτλη της συλλογής. Σε αυτήν, η ενοποιός ιδέα δεν είναι η τρέχουσα οικονομική κρίση αλλά η πίστη στη θεία δύναμη. Εδώ, το πρόβλημα είναι το πώς μπορεί να λειτουργήσει το μεταφυσικό στοιχείο ως κινητήριος μοχλός μιας μυθοπλαστικής σύνθεσης. Μάλλον δεν αρκούν δυο τρεις σχετικές αναφορές, όπως “το σταυρουδάκι” της Αγγλίδας, που επιχειρεί ένα “σάλτο μορτάλε”, ή το προσκύνημα από μοναστήρι σε μοναστήρι. Την εντύπωση του υπεραισθητού μπορεί να την δημιουργήσει μόνο η προσεκτική επιλογή της κάθε μιας λέξης και το επιδέξιο πλέξιμο εκάστης φράσης. Το “σάλτο μορτάλε”, χωρίς το λεκτικό και ψυχολογικό λεπτολόγημα, δείχνει περισσότερο σαν καπρίτσιο τουρίστριας, που εντυπωσιάζει χάρις στα κόκκινα μαλλιά και τα “φτιαγμένα από χρυσάφι μπούτια”.
Μια θεματική φλέβα, που είχε δώσει ενδιαφέρουσες ιστορίες σε παλαιότερα βιβλία του Τσιαμπούση, είναι η αναφορά στο παρελθόν. Ιδιαίτερα, σε Κατοχή και Εμφύλιο, που, κατ’ επέκταση, εμπλέκει τις συγκρούσεις δεξιών και αριστερών. Παρατηρούμε ότι και σε αυτό το θέμα, η συγγραφική οπτική ακολουθεί τον τρέχοντα εκσυγχρονισμό. Ο συνταξιούχος “αξιωματικός της Χωροφυλακής, εξ ανακατατάξεως”, και ο συνταξιούχος καθηγητής, πρώην πολιτικός πρόσφυγας στις Ανατολικές Χώρες, με άλλα λόγια, ο άλλοτε ποτέ ‘‘ταγματασφαλίτης’’ και αντιστοίχως, ο κάποτε κομμουνιστής, παραβγαίνουν σε κομπίνες και φοροδιαφυγή. Σε άλλες ιστορίες του βιβλίου, η παρελθοντική οπτική συμβάλλει στη δημιουργία βαθύτερης αίσθησης ματαιότητας.
Ενδεικτικό παράδειγμα, το «Συναξάρι», όπου παρατίθενται εν σειρά οι βίοι των μελών από τις οικογένειες μιας “τετρακατοικίας”, με έμφαση στα τελευταία χρόνια της ζωής τους και την κατάληξη που είχαν. Από μια άποψη, παρόμοια “συναξάρια” για ανθρώπους, οικογένειες ή και σπίτια, από τη φύση τους, είναι τραγικά, πόσω μάλλον όταν μένουν μονόχορδα στην φθορά και την ασθένεια. Στο συγκεκριμένο διήγημα, ωστόσο, προβλέπεται αισιόδοξο τέλος, με την παραχώρηση της “τετρακατοικίας” σε άφραγκο και παμπόνηρο μετανάστη. Κατά την εκτίμησή μας, πάντως, ένα βεβιασμένο χάπυ εντ, όπως και εκείνο το γραφικό που προβλέπεται για το πιο ζοφερό διήγημα της συλλογής, το «Νιαούρισμα», εντείνουν την εντύπωση παρά την απαλύνουν. Εκτός κι αν ληφθεί, ότι αυτή ακριβώς είναι η πρόθεση του συγγραφέα.
Όπως και να έχει, το θέμα συμβάλλει αλλά δεν είναι ποτέ το καθοριστικό στοιχείο. Το μοναδικό διήγημα της συλλογής, που πιστεύουμε ότι διασώζει την ιδιοπροσωπία του συγγραφέα, έχει κι αυτό ως θέμα τα θανατικά που βρίσκουν μια οικογένεια. Πρόκειται για το «Φωτογραφία», όπου, μέσα σε τεσσερεσήμισι σελίδες, ζωντανεύει η Ελλάδα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Η Ελλάδα των στερήσεων και της αξιοπρέπειας. Κι αυτό, χωρίς μορφικά σάλτα, ούτε αθηναϊκούς νεοτερισμούς. Τέλος, να σημειώσουμε, ότι με δεδομένη την επιτυχή πορεία του βιβλίου, ο δικός μας σχολιασμός μπορεί να εκληφθεί ως μεμψίμοιρος. Ακριβέστερο, όμως, θα ήταν να διαβαστεί σαν κομμάτι από το εισέτι άγραφο ρέκβιεμ για τη γενικότερη υποχώρηση του αμιγούς διηγήματος.
Γενικότερα, μια ιστορία για να έχει το χαρακτήρα διηγήματος, εκτός από την πολλαπλώς σχολιασμένη πύκνωση, πρέπει να είναι ευρηματική και πρωτότυπη, όπως, λ.χ., η πρώτη και ομότιτλη της συλλογής. Σε αυτήν, η ενοποιός ιδέα δεν είναι η τρέχουσα οικονομική κρίση αλλά η πίστη στη θεία δύναμη. Εδώ, το πρόβλημα είναι το πώς μπορεί να λειτουργήσει το μεταφυσικό στοιχείο ως κινητήριος μοχλός μιας μυθοπλαστικής σύνθεσης. Μάλλον δεν αρκούν δυο τρεις σχετικές αναφορές, όπως “το σταυρουδάκι” της Αγγλίδας, που επιχειρεί ένα “σάλτο μορτάλε”, ή το προσκύνημα από μοναστήρι σε μοναστήρι. Την εντύπωση του υπεραισθητού μπορεί να την δημιουργήσει μόνο η προσεκτική επιλογή της κάθε μιας λέξης και το επιδέξιο πλέξιμο εκάστης φράσης. Το “σάλτο μορτάλε”, χωρίς το λεκτικό και ψυχολογικό λεπτολόγημα, δείχνει περισσότερο σαν καπρίτσιο τουρίστριας, που εντυπωσιάζει χάρις στα κόκκινα μαλλιά και τα “φτιαγμένα από χρυσάφι μπούτια”.
Μια θεματική φλέβα, που είχε δώσει ενδιαφέρουσες ιστορίες σε παλαιότερα βιβλία του Τσιαμπούση, είναι η αναφορά στο παρελθόν. Ιδιαίτερα, σε Κατοχή και Εμφύλιο, που, κατ’ επέκταση, εμπλέκει τις συγκρούσεις δεξιών και αριστερών. Παρατηρούμε ότι και σε αυτό το θέμα, η συγγραφική οπτική ακολουθεί τον τρέχοντα εκσυγχρονισμό. Ο συνταξιούχος “αξιωματικός της Χωροφυλακής, εξ ανακατατάξεως”, και ο συνταξιούχος καθηγητής, πρώην πολιτικός πρόσφυγας στις Ανατολικές Χώρες, με άλλα λόγια, ο άλλοτε ποτέ ‘‘ταγματασφαλίτης’’ και αντιστοίχως, ο κάποτε κομμουνιστής, παραβγαίνουν σε κομπίνες και φοροδιαφυγή. Σε άλλες ιστορίες του βιβλίου, η παρελθοντική οπτική συμβάλλει στη δημιουργία βαθύτερης αίσθησης ματαιότητας.
Ενδεικτικό παράδειγμα, το «Συναξάρι», όπου παρατίθενται εν σειρά οι βίοι των μελών από τις οικογένειες μιας “τετρακατοικίας”, με έμφαση στα τελευταία χρόνια της ζωής τους και την κατάληξη που είχαν. Από μια άποψη, παρόμοια “συναξάρια” για ανθρώπους, οικογένειες ή και σπίτια, από τη φύση τους, είναι τραγικά, πόσω μάλλον όταν μένουν μονόχορδα στην φθορά και την ασθένεια. Στο συγκεκριμένο διήγημα, ωστόσο, προβλέπεται αισιόδοξο τέλος, με την παραχώρηση της “τετρακατοικίας” σε άφραγκο και παμπόνηρο μετανάστη. Κατά την εκτίμησή μας, πάντως, ένα βεβιασμένο χάπυ εντ, όπως και εκείνο το γραφικό που προβλέπεται για το πιο ζοφερό διήγημα της συλλογής, το «Νιαούρισμα», εντείνουν την εντύπωση παρά την απαλύνουν. Εκτός κι αν ληφθεί, ότι αυτή ακριβώς είναι η πρόθεση του συγγραφέα.
Όπως και να έχει, το θέμα συμβάλλει αλλά δεν είναι ποτέ το καθοριστικό στοιχείο. Το μοναδικό διήγημα της συλλογής, που πιστεύουμε ότι διασώζει την ιδιοπροσωπία του συγγραφέα, έχει κι αυτό ως θέμα τα θανατικά που βρίσκουν μια οικογένεια. Πρόκειται για το «Φωτογραφία», όπου, μέσα σε τεσσερεσήμισι σελίδες, ζωντανεύει η Ελλάδα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Η Ελλάδα των στερήσεων και της αξιοπρέπειας. Κι αυτό, χωρίς μορφικά σάλτα, ούτε αθηναϊκούς νεοτερισμούς. Τέλος, να σημειώσουμε, ότι με δεδομένη την επιτυχή πορεία του βιβλίου, ο δικός μας σχολιασμός μπορεί να εκληφθεί ως μεμψίμοιρος. Ακριβέστερο, όμως, θα ήταν να διαβαστεί σαν κομμάτι από το εισέτι άγραφο ρέκβιεμ για τη γενικότερη υποχώρηση του αμιγούς διηγήματος.
Μ.Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/5/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου