Μετάφραση Τώνια Ράλλη
Εκδόσεις SCRIPTA
Αθήνα, 2010
Το μαύρο χιούμορ και η μαύρη κωμωδία φέρονται ως γεννήματα του Μεσοπολέμου, τα οποία γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Σήμερα δεν φαίνεται να ευδοκιμούν στον ίδιο βαθμό, παρότι οι κοινωνικές συνθήκες γίνονται όλο και ευνοϊκότερες. Περισσότερο ανεβαίνουν στο θέατρο ή γυρίζονται ταινίες τα παλαιότερα έργα του είδους παρά γράφονται καινούργια. Η λεγόμενη μαύρη, κάποτε και σκοτεινή, κωμωδία επιστρατεύει το μαύρο χιούμορ, που συνήθως καταλήγει συνώνυμο του νοσηρού χιούμορ ή και του αρρωστημένου αστείου. Στρέφεται, κατά προτίμηση, γύρω από σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, που δεν επιδέχονται αστεϊσμούς, παραβιάζοντας τα κοινωνικά ταμπού. Πλάθει ήρωες κυνικούς, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με άλλους, που βρίσκονται στα όρια της απόγνωσης. Ως προδρομικές εκφάνσεις της μαύρης κωμωδίας θεωρούνται ορισμένες από τις πιο σκοτεινές σαιξπηρικές κωμωδίες. Γνωστότεροι θεατρικοί συγγραφείς, που καταπιάστηκαν με την μαύρη κωμωδία, είναι ο Ζαν Ανούιγ, ο Ζαν Ζενέ, ο Χάρολντ Πίντερ. Στους βασικούς εκπροσώπους του είδους συγκαταλέγεται και ο λιγότερο γνωστός βρετανός θεατρικός συγγραφέας Τζο Όρτον, του οποίου ο βίος και η πολιτεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν και θέμα μαύρης κωμωδίας.
Γεννημένος ο Όρτον στο Λέστερ της Αγγλίας, την 1η Ιανουαρίου του 1933, σπούδασε με υποτροφία ηθοποιός στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης. Στη δεκαετία του '50 ήταν ένας ωραίος άντρας, που έκανε μπόντι μπίλντινγκ και αντί να κρύβει, όπως επέβαλαν τα τότε κοινωνικά ήθη, την ομοφυλοφιλία του, εκείνος την επιδείκνυε. Μάλιστα, με τη συμπεριφορά του δεν προκαλούσε μόνο τον κοινωνικό περίγυρο του Λονδίνου εκείνης της εποχής αλλά και τον σύντροφό του, έναν μεγαλύτερο κατά δέκα χρόνια συμφοιτητή του στην Ακαδημία, με τον οποίο συμβίωνε μετά την αποφοίτησή του. Ως ηθοποιοί φαίνεται ότι δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη, γι' αυτό και επιδόθηκαν στο από κοινού γράψιμο μυθιστορημάτων. Και πάλι, όμως, ανεπιτυχώς. Ένα παράξενο χόμπι άνοιξε τον δρόμο του Όρτον προς τη μαύρη κωμωδία. Ο βανδαλισμός βιβλίων. Δανείζονταν βιβλία λογοτεχνίας από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη και τα επέστρεφαν με εξώφυλλα μαϊμούδες. Δηλαδή, αντικαθιστούσαν τις καθώς πρέπει φωτογραφίες του εμπροσθόφυλλου και το σοβαρό κείμενο του οπισθόφυλλου με άλλα πορνογραφικού περιεχομένου. Τελικά, συνελήφθησαν και δικάστηκαν για καταστροφή 70 βιβλίων. Η ποινή δεν ήταν μεγάλη, μια εξάμηνη φυλάκιση. Ωστόσο, στάθηκε αρκετή, ώστε, αφενός μεν, να χωριστεί για λίγο το δίδυμο, τουλάχιστον συγγραφικά, και αφετέρου, να δει ο Όρτον, μέσα από τη διαφθορά των αστυνομικών και δικαστικών Αρχών, την άλλη πλευρά της φιλελεύθερης χώρας του. Όπως ο ίδιος γράφει: “Είχα ανέκαθεν μια ασαφή εντύπωση ότι υπήρχε κάπου κάτι σάπιο. Η φυλακή μου απεκάλυψε ένα καρκίνωμα. Σαν η κοινωνία, όμοια με γριά πόρνη, να σήκωσε τα φουστάνιά της. Η αποφορά ήταν ανυπόφορη.” Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ξεκίνησε η σύντομη αλλά θεαματική σταδιοδρομία του ως θεατρικού συγγραφέα. Τρία έργα αποτέλεσαν την κορωνίδα. Ανέβηκαν και ξανανέβηκαν στο θέατρο, μεταφράστηκαν, γυρίστηκαν ταινίες: «Τα γούστα του κυρίου Σλόαν», «Το πλιάτσικο», «Τι είδε ο μπάτλερ». Ωστόσο, στην ακμή της ηλικίας του αλλά και της δόξας του, ήρθε το τέλος. Ένα άγριο έγκλημα, με δράστη τον σύντροφό του, με τον οποίο εξακολουθούσε να συμβιώνει. Στις 9 Αυγούστου 1967, τον σκότωσε με εννέα σφυριές στο κεφάλι. Εικάζεται ότι ο φίλος του πρόλαβε και πέθανε πρώτος, αφού προτίμησε για την αυτοκτονία του μια γερή δόση υπνωτικών χαπιών.
Αυτή, εν συντομία, είναι η μαύρη κωμωδία της ζωής του. Όσο για τις μαύρες κωμωδίες που έγραψε, εφέτος ξαναθυμηθήκαμε δύο από αυτές. Τον Ιανουάριο ανέβηκε το «Τι είδε ο Μπάτλερ», σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τη «Δωδεκάτη νύχτα» του Σαίξπηρ, και την άνοιξη, «Το πλιάτσικο». Αυτό το τελευταίο, το 1965, που ανέβηκε για πρώτη φορά είχε κερδίσει και ένα εξέχον τότε αγγλικό βραβείο για το καλύτερο θεατρικό έργο. Στην Αθήνα, εφέτος, ανέβηκε με τον τίτλο «Loot» από τον θίασο «Νοσταλγία», που συμπληρώνει δεκαετή παρουσία. Η σκηνοθεσία ήταν του δίδυμου των θιασαρχών Γιώργου Σίμωνα και Τώνιας Ράλλη, στην οποία οφείλονταν και τα σκηνικά. Σε δική της μετάφραση εκδόθηκε το έργο σε μόλις 500 αντίτυπα, και ως συνοδευτικό του θεατρικού ανεβάσματος. Οι παραστάσεις, όμως, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, ενώ η έκδοση ενός θεατρικού κειμένου παραμένει μια απόλαυση, εσαεί πρόσφορη για την καταλληλότερη ώρα ανάγνωσης.
Να θυμίσουμε ότι, πέρυσι, επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Αστάρτη μια παλαιότερη μετάφραση του έργου, εκείνη του 1982, των Τόνυ Γουλφ και Κώστα Τσιανάκου. Επίσης, υπάρχουν οι πολύ καλές μεταφράσεις των Παύλου Μάτεσι και Ερρίκου Μπελιέ, που, δυστυχώς, δεν έχουν εκδοθεί σε βιβλίο. Έγιναν, η πρώτη για το ανέβασμα από τον Αντώνη Αντύπα το 1989 και η δεύτερη για το ανέβασμα από τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Πέτρο Φιλιππίδη, αρχές του 1997. Και οι δύο μεταφραστές απέδωσαν τον τίτλο ως λεηλασία.
Σε μια πρώτη μορφή του θεατρικού κειμένου, «Το πλιάτσικο» είχε τον τίτλο «Επικήδεια παιχνίδια», που δίνει μια συνολικότερη εικόνα όσων συμβαίνουν επί σκηνής. Όπου τη λέξη παιχνίδια θα πρέπει να την εκλάβουμε με την έννοια του γκροτέσκο. Δίπρακτο το έργο, διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα δωμάτιο σπιτιού, σύγχρονου της εποχής που γράφτηκε το έργο, δηλαδή της δεκαετίας του 1960. Στη μέση του δωματίου δεσπόζει ένα φέρετρο. Η κυρία του σπιτιού πέθανε μετά μακρόχρονη ασθένεια. Αναμένεται ο άνθρωπος του γραφείου κηδειών για τη μεταφορά του στην εκκλησία. Δίπλα στο φέρετρο κάθεται ο θλιμμένος σύζυγος, έτοιμος για την κηδεία. Πιστός καθολικός, όπως, κατά κανόνα, όλοι οι Ιρλανδοί, παρουσιάζεται ως το πρότυπο του έντιμου και σεβαστού πολίτη. Μοναδική του έγνοια τα τριαντάφυλλα και η ποικιλία τους, που κοσμούν τα στεφάνια της νεκρής. Για τις ανάγκες της κωμωδίας, εμφανίζεται αγαθός και εύπιστος.
Σε αντίστιξη, τον περιβάλλουν δυο εγκληματικές υπάρξεις. Ο γιος του και η νοσοκόμα, που είχε προσλάβει για τη σύζυγό του. Ο νεαρός δείχνει σαν μια διχασμένη προσωπικότητα. Χάρις στην καλή του ανατροφή, αδυνατεί να ψευσθεί, ενώ, λόγω κακών συναναστροφών, διάγει έκλυτο βίο. Δείχνει να άγεται και να φέρεται από τον εραστή του, που είναι υπάλληλος σε γραφείο κηδειών. Έναν κυνικό και αδίστακτο τύπο, που χρησιμοποιεί το επάγγελμά του ως προκάλυμμα για τις παρανομίες του. Η νοσοκόμα είναι η σατανική φιγούρα της κωμωδίας. Θανατώνει συστηματικά τους ασθενείς της και επιπροσθέτως, τους συζύγους της, που φτάνουν τους επτά στο παρόν της αφήγησης. Το πέμπτο πρόσωπο, που αποβαίνει και το πρωταγωνιστικό, είναι ο αστυνόμος, ένας επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιάρντ, που έρχεται στο σπίτι για να εξιχνιάσει τη ληστεία μιας Τράπεζας. Συμπτωματικά, διαπράχθηκε την βραδιά που ξενυχτούσαν τη νεκρή, ενώ η Τράπεζα βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο γραφείο κηδειών. Από εκεί ανοίχθηκε το λαγούμι για να εισβάλλουν στην Τράπεζα, ενώ, για τα μπάζα, χρησιμοποιήθηκαν άδεια φέρετρα.
Στον πυρήνα των φαρσικών δρώμενων βρίσκονται τα κλοπιμαία και το λείψανο, τα οποία, στην προσπάθεια απόκρυψης των χρημάτων, συνεχώς αλλάζουν αναμεταξύ τους θέση. Ο Όρτον προκαλεί, θίγοντας τα ιερά και όσια του κοινού. Κατ' αρχήν, παρουσιάζει ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων, που κουβεντιάζει επί σκηνής τη σχέση του αλλά και τις ετεροφυλοφιλικές διαθέσεις αμφοτέρων. Ένας δεύτερος στόχος είναι η αστυνομία, που διακωμωδείται με ξετύλιγμα της συλλογιστικής του αστυνομικού επιθεωρητή. Ενώ, μέσα από τη στάση του αφελούς Ιρλανδού, χλευάζεται η εμπιστοσύνη, που τρέφουν οι πολίτες στην αποτελεσματικότητα αλλά και τις μεθόδους, τις όχι πάντοτε νομότυπες, της αστυνομίας. Ένας άλλος στόχος, πολύ περισσότερο ανίερος, αφού σοκάρει και έναν σημερινό θεατή ή ακόμη και αναγνώστη, είναι ο οφειλόμενος σεβασμός στους νεκρούς. Γιατί, στον κοντά μισό αιώνα που έχει παρέλθει, μπορεί η αστυνομία να έχει χάσει, σχεδόν ολοσχερώς, την υπόληψή της και η ομοφυλοφιλία να απολαμβάνει περίπου πλήρη ισοτιμία με την ετεροφυλοφιλία, όμως η σορός του νεκρού παραμένει κάτι το ιερό. Ωστόσο, ο συγγραφέας, μέσα από τα δεινοπαθήματα του ταριχευμένου, για τις ανάγκες μιας ωραίας κηδείας, λειψάνου, προβάλλει την ματαιότητα της όλης ιεροτελεστίας. Ένα βασικό στοιχείο για την επιτυχία της σάτιρας του Όρτον είναι η γλώσσα. Δανείζεται ατάκες από λαϊκά θεάματα ή και διαφημιστικά σλόγκαν και ανατρέπει το νόημά τους αλλάζοντας ορισμένες λέξεις ή και απλώς αναδιατάσσοντάς τες.
Ο Όρτον πλάθει ήρωες κακούς όσο και κωμικούς. Υπερισχύει, ωστόσο, η αίσθηση της θλιβερής καρικατούρας. Παρά τις αστείες σκηνές και τις παρεξηγήσεις που δημιουργεί η αμφισημία των διαλόγων, το γέλιο είναι μόνο πρόσκαιρο. Ίσως, γιατί ο θρίαμβος των κακοποιών, με την αρραγή συμπαράσταση του επικεφαλής της αστυνομίας, δεν αποτελεί μόνο μια αντισυμβατική ανατροπή του χάπι εντ, αλλά αντανακλά, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, την πραγματικότητα. Τελικά, πρόκειται για ένα έργο ανατρεπτικό, με άφθονο πικρίζον χιούμορ.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα 2ης φωτογραφίας: Η μακέττα σκηνικού του Σάββα Χαρατσίδη για το έργο του Τζο Όρτον, «Το πλιάτσικο», που ανέβηκε το 1989 στο Απλό Θέατρο με τίτλο «Λεηλασία»