«Τουμπεκί»
Εισαγωγή-επιμέλεια
Χριστίνα Ντουνιά
Εκδόσεις Άγρα Απρίλιος 2010
Το «Τουμπεκί» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1927. Στη στήλη “Νέα Βιβλία” του “Δεκαπενθημέρου” της «Νέας Εστίας» καταχωρείται στο τεύχος της 1ης Δεκεμβρίου 1927. Δίνεται έτσι, αλλά κατά προσέγγιση, το χρονικό στίγμα έκδοσης του μυθιστορήματος. Στις σελίδες του αντικατοπτρίζονται οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες και, κυρίως, η καθημερινότητα της φυλακής, των αστυνομικών τμημάτων και των οίκων ανοχής εκείνης της εποχής. Η αφήγηση υιοθετεί την εκ των ένδον οπτική, καθώς οι ήρωες, εγκληματίες, πόρνες και λοιποί, κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους και εξομολογούνται. Κατά τον ίδιο τρόπο, αποδίδονται ακόμη και οι σκέψεις τους, όπως η αναδρομή στο παρελθόν του κεντρικού ήρωα, του Αράπη, αν και σε τρίτο πρόσωπο, τις αναμνήσεις του παρακολουθεί. Ανασταίνει παραστατικά τους μεγάλους δασκάλους, που δίπλα τους έμαθε την τέχνη του εγκλήματος. Ανατρέχει στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, και ανιστορεί τα κατορθώματά τους. “Μάστορες κι άντρες και παλικάρια” ήταν εκείνοι, που διαφέντευαν την πολίτικη πιάτσα, όπως, αντίστοιχα, και ο Αράπης που μυθιστορηματικά φέρεται ως ηγετική φυσιογνωμία στον αθηναϊκό υπόκοσμο. Γι' αυτό ακριβώς, ο ιδιόμορφος γλωσσικός τύπος, μάλλον ο ομιλούμενος της εποχής, τον οποίον ακολουθεί ο Πικρός στην αφήγηση, ανάγεται σε βασικό ή, σωστότερα, σε δομικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Καθόλου τυχαίο το εισαγωγικό “σημείωμα” της πρώτης έκδοσης, στο οποίο ο συγγραφέας δίνει “μερικές εξηγήσεις” για τη γλώσσα που μιλούνε οι ήρωες. Είναι η συνθηματική γλώσσα του εγκληματία, “μια γλωσσική παραφυάδα”, που αποκαλεί και “τουμπεκί”. Η κυριολεξία της λέξης σημαίνει είδος καπνού, ειδικώς παρασκευασμένου για ναργιλέ. Στη μεταφορική της, όμως, σημασία, προστάζει σιωπή. «Τουμπεκί και μην ανθί» είναι το σύνθημα στην πιάτσα, τουτέστιν, «Σώπα για να μη μας καταλάβουν». Παρεμπιπτόντως, ο συγγραφέας θυμίζει ότι «Τάγμα Τουμπεκί» στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτονομαζόταν ο πειθαρχικός ουλαμός στο Καλπάκι, αποτελούμενος από ποινικούς. Η προσωνυμία καταργήθηκε, όταν με τους ποινικούς ανακατώθηκαν οι πολιτικοί κρατούμενοι, οπότε και επικράτησε η ονομασία “Τάγμα ανεπιθυμήτων”. Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας παραθέτει γλωσσάριο, τιτλοφορώντάς το “ομό γλωσσάριο”. Στην επανέκδοση, ο τίτλος μετατράπηκε σε “σύντομο γλωσσάριο” και προστέθηκαν 39 λέξεις, που η επιμελήτρια θεώρησε ιδιωματικές, όπως, λ.χ., το αβέρτα ή οι ζοχάδες, ενώ μερικές άλλες τις αποδίδει μετά επιφυλάξεων, όπως τη βλασαρού ή τους σαραντακορονάδες. Εδώ, βεβαίως, ισχύει το “δεν ήξερες δεν ρώταγες”. Όπως και να έχει, πιστεύουμε ότι το “ομό γλωσσάριο” του Πικρού έπρεπε να επανεκδοθεί αναλλοίωτο, αφού ο ίδιος επιμένει στο εισαγωγικό “σημείωμα” πως “το ιδιωματικό τουμπεκί” δεν έχει καμία σχέση με τη “μάγκικη” γλώσσα, που είναι “φτιαχτή”.
Οι σημερινοί συγγραφείς, για να αποδώσουν το ιδιόλεκτο των ηρώων τους, τους μαγνητοφωνούν, κατά κανόνα λαθραίως. Ο Πικρός, όμως, εφάρμοζε την αρχή ενός από τους θεωρητικούς του δασκάλους, του Αντρέϊ Λοζόφσκυ, «Δεν υπάρχει καλύτερος δάσκαλος από τη ζωή», την οποία και τοποθετεί ως μότο του μυθιστορήματος. Κατά την πρόσφατη επανέκδοση, το μότο απαλείφθηκε. Επιπροσθέτως, αλλοιώθηκε ο τίτλος του μυθιστορήματος. Στο πρωτότυπο η λέξη ΤΟΥΜΠΕΚΙ του τίτλου ακολουθείται από αποσιωπητικά. Στην επανέκδοση, τα αποσιωπητικά θεωρήθηκε ότι περισσεύουν. Επίσης, δεν δημοσιεύεται η φωτογραφία της πρώτης έκδοσης. Αντικαθίσταται με μια φωτογραφία ταυτότητας, προσομοιάζουσα με εκείνες, που ο αφηγητής χλευάζει μέσα στο βιβλίο. Κι αυτό, γιατί διατείνεται, ότι του θυμίζουν τις φωτογραφίες στα βιβλία του Τσεζάρε Λομπρόζο, του γνωστού ιταλού εγληματολόγου, που πρέσβευε ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν τους εκ γενετής εγκληματίες.
Ο Πικρός γνώρισε εκ του σύνεγγυς τους ήρωές του ως τρόφιμος των φυλακών, αλλά και κάνοντας ρεπορτάζ για τις εφημερίδες στις οποίες δούλευε. Στάθηκε ένας από τους πρώτους πολιτικούς κρατούμενους, όπως επίσης, από τους πρώτους δημοσιογράφους του είδους. Προφανώς, ήταν και ένας από τους πρώτους που έγραψαν μυθιστόρημα τεκμηρίων, όπως αποκαλούνται σήμερα τα εν λόγω μυθιστορήματα και ως πρώτο παράδειγμα συνήθως αναφέρεται το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, κι ας είναι γραμμένο 40 χρόνια μετά το «Τουμπεκί». “Εν ψυχρώ”, κατά μια άποψη, γράφει και ο Πικρός. Ένας κριτικός από τους λιγοστούς που επαίνεσαν το βιβλίο, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, σχολιάζει: «Ο Πέτρος Πικρός κατεβαίνει... από τη γενιά των συστηματικών ρεαλιστών. Δεν ξέρει μήτε την αισθηματολογία, μήτε την ψευτοφιλοσοφία, μήτε τη γενικότερη ρομαντική διάχυση. Κοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα και τούτη μονάχα τον ενδιαφέρει...»
Υπήρξε, ωστόσο, και ένας, που κατηγόρησε τον Πικρό για λογοκλοπή από τα γαλλικά μυθιστορήματα της εποχής. Η κριτική δημοσιεύθηκε Ιανουάριο 1928, στο μηνιαίο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», που εκδιδόταν στο Ηράκλειο Κρήτης, με διευθυντή τον Γιάννη Μουρέλλο. Το κείμενο φέρει υπογραφή Γ. ΒΟΥΓΑΣ. Στο επόμενο διπλό τεύχος (Φεβρ.-Μαρ.) του περιοδικού, δημοσιεύθηκε απάντηση του Πικρού. Πρόκειται για επιστολή του, σταλμένη από τις Φυλακές Συγγρού, με ημερομηνία 20.2.28. Ο Πικρός αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τον αποστολέα “κριτικό Γ. Βούγα”. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου, στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του, παρατηρεί ότι “κατά πάσα πιθανότητα” το Γ. Βουγάς πρόκειται για ψευδώνυμο. Η επιμελήτρια του τόμου υιοθετεί τον τονισμό του ίδιου του Πικρού, Γ. Βούγας, σχολιάζοντας ότι “είναι μάλλον πιθανό να πρόκειται για ψευδώνυμο, τουλάχιστον αυτό αφήνει να εννοηθεί ο ίδιος ο Πικρός στο απαντητικό του γράμμα”.
Καλά ο Πικρός, η ίδια, όμως, ή και ο Γιάννης Δ. Μπάρτζης στη διδακτορική διατριβή του για τον Πέτρο Πικρό (σχετική παρουσίαση: «Εποχή», 16 Απριλίου 2006), πώς και δεν αναζήτησαν το πρόσωπο πίσω από το ψευδώνυμο; Αλλά και οι πρεσβύτεροι, πώς και δεν θυμήθηκαν τον κάτοχο του ψευδωνύμου; Προφανώς και δεν παρουσιάζουμε την αποκάλυψή του ως εύρημα. Απλώς επωφελούμαστε από την ευκαιρία για να επαναφέρουμε στο προσκήνιο τον Γιώργο Κατσίμπαλη, προσθέτοντας στα βιογραφικά του μία, μέχρι σήμερα, λανθάνουσα ιδιότητά του, αυτή του κριτικού.
Εν αρχή, για όσους αναζητούν να αποκαλύψουν ποιος κρύβεται πίσω από ένα ψευδώνυμο, υπάρχει η “Βίβλος” του Κυριάκου Ντελόπουλου. Εκεί το ψευδώνυμο Γιώργος Βουγάς αποδίδεται στον Γιώργο Κατσίμπαλη. Αποτελεί, μάλιστα, και το μοναδικό του ψευδώνυμο. Επιπροσθέτως, ο Ντελόπουλος δίνει την πληροφορία ότι το ψευδώνυμο εντοπίστηκε στο περιοδικό «Παρασκήνια». Λησμονεί μόνο να προσδιορίσει σε ποιό εκ των δυο περιοδικών, που τιτλοφορούνται «Τα Παρασκήνια»: Είναι το δεκαπενθήμερο περιοδικό του ηθοποιού Νίκου Παρασκευά, που κυκλοφορεί τα έτη 1924-1928, ή μήπως η “εβδομαδιαία εφημερίδα” του θεατρικού συγγραφέα Θεόδωρου Ν. Συναδινού, που κυκλοφορεί μια δεκαετία αργότερα, 1938-1940; Υπάρχει, ωστόσο, απάντηση. Αυτός που ξετυλίγει τον μίτο, αν είναι φιλόλογος, όπως οι εν λόγω δυο μελετητές του Πικρού, σπεύδουν στις βιβλιοθήκες. Για τους μη επαγγελματίες, προσφέρεται η εξαντλητική καταγραφή των αθηναϊκών περιοδικών του Χ. Λ. Καράογλου και της ερευνητικής του ομάδας. Εδώ, ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης και ο Γ. Βουγάς καταγράφονται σε τρία περιοδικά. Το ένα, χρονικά τρίτο στη σειρά, είναι «Τα Παρασκήνια» του Παρασκευά και τα άλλα δύο είναι το «Ελληνική Ζωή» και το «Ανθρωπότης», περιοδικά της διετίας 1919-1920.
Απομένει μια τελευταία πηγή, όταν αναζητούνται ίχνη του Κατσίμπαλη: Η Βιβλιογραφία του, καταρτισμένη από τον Δ. Δασκαλόπουλο, το 1980. Εκεί αναφέρονται μόνο οι συνεργασίες του Κατσίμπαλη, με το ψευδώνυμο Γ. ΒΟΥΓΑΣ, στο περιοδικό «Τα Παρασκήνια». Και πράγματι, στα άλλα δύο, ούτε εμείς μπορέσαμε να εντοπίσουμε τον Κατσίμπαλη, επωνύμως ή ψευδωνύμως, ούτε τον πατέρα Κατσίμπαλη, που, επίσης, αναφέρεται από τον Καράογλου στους καταλόγους συνεργατών των δυο περιοδικών. Όσο αφορά «Τα Παρασκήνια», το ενδιαφέρον εντοπίζεται στο είδος των συνεργασιών του Γ. Βουγά. Παρεμπιπτόντως, και σε αυτό το περιοδικό το ψευδώνυμο δίνεται μόνο με κεφαλαιογράμματα. Για πρώτη φορά, εμφανίζεται στο τεύχος του Δεκεμβρίου 1926, μεταφράζοντας απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Μπέλλα» του Ζαν Ζιροντού, όπου προτάσσει σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Στα επόμενα τεύχη, συστηματοποιεί τη συνεργασία του. Την τιτλοφορεί «Σύγχρονοι γάλλοι συγγραφείς», προτάσσει βιογραφικό του συγγραφέα και μετά παραθέτει τη μετάφραση ενός ή δύο διηγημάτων. Στο τεύχος του Οκτωβρίου 1927, παρουσιάζει με δύο διηγήματα τον Φρανσίς Καρκό, που στα “ρομάντσα” του ανασταίνει τον υπόκοσμο του Παρισιού. Αυτός είναι ένας από τους δυο συγγραφείς, τον οποίο μνημονεύει ο Γ. ΒΟΥΓΑΣ στην κριτική του για το «Τουμπεκί», που δημοσιεύθηκε τρεις μήνες αργότερα, Ιανουάριο 1928. Ο άλλος είναι ο Τριστάν Μπερνάρ. Από τα μυθιστορήματά τους υποτίθεται ότι αντέγραψε αποσπάσματα και έκλεψε ιδέες ο Πικρός. Τον Ιανουάριο του 1928, ο Βουγάς των «Παρασκηνίων» παρουσιάζει Βαλερύ Λαρμπώ. Ωστόσο, ως ουρά, ο Καρυωτάκης μεταφράζει δυο τετράστιχα του Καρκό, με τίτλο, «Στην ωραία, φαρμακερή μου πίπα...».
Όσο για τον Τριστάν Μπερνάρ, μάλλον δεν πρόλαβε να τον παρουσιάσει, αφού το περιοδικό δεν βγάζει άλλο φύλλο, μετά εκείνο του Ιανουαρίου. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύεται ένα διήγημα του Μπερνάρ, το «Ο Εδμόνδος», στο περιοδικό του Κωστή Μπαστιά, «Ελληνικά Γράμματα», στο τεύχος της 15ης Νοεμβρίου 1928. Η μετάφραση φέρει την υπογραφή Γ. ΒΟΥΓΑΣ. Να σημειώσουμε, ότι, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού, στη στήλη “Το Δεκαπενθήμερο”, ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης δημοσιεύει άρθρο για τον γλύπτη Μ. Τόμπρο. Με αφορμή έκθεσή του στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1928, εκείνος σχολιάζει τον σχεδιαστή Τόμπρο, αναφερόμενος στην παραμονή του Τόμπρου στο Παρίσι και την εκεί αναγνώρισή του. Με άλλα λόγια, και στα δύο δημοσιεύματα ο Κατσίμπαλης στηρίζεται στην γαλλική του σκευή.
Και ερχόμαστε στο κρίσιμο ερώτημα. Αρκεί αυτή η σύμπτωση για να ταυτίσουμε τον Γ. ΒΟΥΓΑ των «Παρασκηνίων» και των «Ελληνικών Γραμμάτων» με εκείνον στα «Νεοελληνικά Γράμματα» της ίδιας περιόδου; Ένα αρνητικό δεδομένο είναι ότι ο Δασκαλόπουλος καταγράφει μόνο το πρώτο περιοδικό. Αυτό, όμως, θα μπορούσε να σημαίνει ότι απλώς δεν αποδελτιώνει τα άλλα δύο, αφού, άλλωστε, του διαφεύγουν και οι συνεργασίες σε αυτά, που ο Κατσίμπαλης υπογράφει με το όνομά του. Εκτός από το άρθρο του για τον Τόμπρο, δημοσιεύεται με το όνομά του στα «Νεοελληνικά Γράμματα», στο τεύχος του Μαΐου 1927, η μετάφραση ποιήματος του άγγλου ποιητή W. H. Davies. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι ο Κατσίμπαλης ήταν ανάμεσα στους συνεργάτες και αυτού του περιοδικού. Όπως φαίνεται, το ψευδώνυμο Γ. ΒΟΥΓΑΣ το είχε για όσα λογάριαζε ως πάρεργα, δηλαδή μεταφράσεις πεζών αλλά και κριτικές. Στα «Νεοελληνικά Γράμματα», Μάρτιο 1927, δημοσιεύει κριτική για την «Αγγλική Ανθολογία» του Γλαύκου Αλιθέρση. Αν τον Πικρό τον ειρωνεύεται, τον Αλιθέρση τον κατακεραυνώνει. Μάλιστα, στο ίδιο κείμενο χλευάζει και τον κριτικό Άλκη Θρύλο, που στάθηκε επαινετικός στην παρουσίαση της εν λόγω Ανθολογίας. Πιστεύουμε ότι το ύφος των κριτικών αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο ότι πρόκειται για τον Κατσίμπαλη.
Στο απαντητικό του κείμενο, ο Πικρός ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει αν πίσω από το ψευδώνυμο Γ. Βούγας “κρύβεται ή όχι κανείς απ' τους γνωστότατους άσπονδους φίλους και καλοθελητάς”. Κατά πόσο αυτός ο χαρακτηρισμός ισχύει και για τον Κατσίμπαλη μένει ζητούμενο. Επίσης, δεν είναι γνωστό, αν ο Πικρός και ο Κατσίμπαλης είχαν γνωριστεί στο Παρίσι ή την Αθήνα. Στην αλληλογραφία, πάντως, Κατσίμπαλη-Σεφέρη, ο Πικρός δεν αναφέρεται. Η αλληλογραφία τους ξεκινάει Δεκέμβριο 1924, αλλά την περίοδο, που κυρίως εμφανίζεται ο Κατσίμπαλης στον περιοδικό Τύπο ως Γ. ΒΟΥΓΑΣ, φθινόπωρο 1926-φθινόπωρο 1928, δεν υπάρχουν επιστολές. Γίνεται, ωστόσο, μια αναφορά στο περιοδικό «Πρωτοπόροι», και μάλιστα, σε τεύχη πριν τον Δεκέμβριο του 1931, όταν το διηύθυνε ακόμη ο Πικρός. Σε υστερόγραφο της επιστολής με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 1931 και με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Καραντώνη για τον Σεφέρη, ο Κατσίμπαλης γράφει: «... Κοιτάζοντας κατά τύχη τους «Πρωτοπόρους» σήμερα (που μου έστειλες) βρήκα στο άρθρο περί Μαχμούτ (;) Τούρκου ποιητή τη φράση “οι ομορφονιοί της άδολης ποίησης” - φαίνεται πως πειράχτηκε πολύ το σφυροδρέπανο μ' όλη αυτή τη φασαρία. Ο Ταραμάς είναι ένα πικροχολομηρυκαστικό και κουφός ο άθλιος.» Να υποθέσουμε ότι στη συνθηματική γλώσσα των δυο φίλων, ο Ταραμάς είναι ο Πικρός; Όπως και να έχει, ας θυμίσουμε την ετυμολογία της λέξης βουγάς, η οποία ως μπουγάς απαντάται και στις λατινογενείς γλώσσες. Σημαίνει τον ταύρο, τουτέστιν το αρσενικό μη ευνουχισμένο βόδι. Εάν με αυτό κατά νου επέλεξε ο Κατσίμπαλης το ψευδώνυμό του, τότε, σίγουρα, ως κριτικός θυμίζει ταύρο εν υαλοπωλείω.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Υ.Γ. Άλλο θέμα, πάλι περί Πικρού, την επόμενη Κυριακή.
Φωτο 1 - Γ. Κ. Κατσίμπαλης
Φωτο 2 - Π. Πικρός