Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Κατσίμπαλης εναντίον Πικρού ή Βουγάς εναντίον Ταραμά

Πέ­τρος Πι­κρός
«Του­μπε­κί»
Ει­σα­γω­γή-ε­πι­μέ­λεια
Χρι­στί­να Ντου­νιά
Εκδό­σεις Άγρα Απρί­λιος 2010

Το «Του­μπε­κί» εκ­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά το 1927. Στη στή­λη “Νέα Βι­βλία” του “Δε­κα­πεν­θη­μέ­ρου” της «Νέ­ας Εστίας» κα­τα­χω­ρεί­ται στο τεύ­χος της 1ης Δε­κεμ­βρίου 1927. Δί­νε­ται έ­τσι, αλ­λά κα­τά προ­σέγ­γι­ση, το χρο­νι­κό στίγ­μα έκ­δο­σης του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στις σε­λί­δες του α­ντι­κα­το­πτρί­ζο­νται οι γε­νι­κό­τε­ρες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες και, κυ­ρίως, η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της φυ­λα­κής, των α­στυ­νο­μι­κών τμη­μά­των και των οί­κων α­νο­χής ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Η α­φή­γη­ση υιο­θε­τεί την εκ των έν­δον ο­πτι­κή, κα­θώς οι ή­ρωες, ε­γκλη­μα­τίες, πόρ­νες και λοι­ποί, κου­βε­ντιά­ζουν α­να­με­τα­ξύ τους και ε­ξο­μο­λο­γού­νται. Κα­τά τον ί­διο τρό­πο, α­πο­δί­δο­νται α­κό­μη και οι σκέ­ψεις τους, ό­πως η α­να­δρο­μή στο πα­ρελ­θόν του κε­ντρι­κού ή­ρωα, του Αρά­πη, αν και σε τρί­το πρό­σω­πο, τις α­να­μνή­σεις του πα­ρα­κο­λου­θεί. Ανα­σταί­νει πα­ρα­στα­τι­κά τους με­γά­λους δα­σκά­λους, που δί­πλα τους έ­μα­θε την τέ­χνη του ε­γκλή­μα­τος. Ανα­τρέ­χει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, στις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να, και α­νι­στο­ρεί τα κα­τορ­θώ­μα­τά τους. “Μά­στο­ρες κι ά­ντρες και πα­λι­κά­ρια” ή­ταν ε­κεί­νοι, που δια­φέ­ντευαν την πο­λί­τι­κη πιά­τσα, ό­πως, α­ντί­στοι­χα, και ο Αρά­πης που μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά φέ­ρε­ται ως η­γε­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία στον α­θη­ναϊκό υ­πό­κο­σμο. Γι' αυ­τό α­κρι­βώς, ο ι­διό­μορ­φος γλωσ­σι­κός τύ­πος, μάλ­λον ο ο­μι­λού­με­νος της ε­πο­χής, τον ο­ποίον α­κο­λου­θεί ο Πι­κρός στην α­φή­γη­ση, α­νά­γε­ται σε βα­σι­κό ή, σω­στό­τε­ρα, σε δο­μι­κό στοι­χείο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Κα­θό­λου τυ­χαίο το ει­σα­γω­γι­κό “ση­μείω­μα” της πρώ­της έκ­δο­σης, στο ο­ποίο ο συγ­γρα­φέ­ας δί­νει “με­ρι­κές ε­ξη­γή­σεις” για τη γλώσ­σα που μι­λού­νε οι ή­ρωες. Εί­ναι η συν­θη­μα­τι­κή γλώσ­σα του ε­γκλη­μα­τία, “μια γλωσ­σι­κή πα­ρα­φυά­δα”, που α­πο­κα­λεί και “του­μπε­κί”. Η κυ­ριο­λε­ξία της λέ­ξης ση­μαί­νει εί­δος κα­πνού, ει­δι­κώς πα­ρα­σκευα­σμέ­νου για ναρ­γι­λέ. Στη με­τα­φο­ρι­κή της, ό­μως, ση­μα­σία, προ­στά­ζει σιω­πή. «Του­μπε­κί και μην αν­θί» εί­ναι το σύν­θη­μα στην πιά­τσα, του­τέ­στιν, «Σώ­πα για να μη μας κα­τα­λά­βουν». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ο συγ­γρα­φέ­ας θυ­μί­ζει ό­τι «Τάγ­μα Του­μπε­κί» στον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο αυ­το­νο­μα­ζό­ταν ο πει­θαρ­χι­κός ου­λα­μός στο Καλ­πά­κι, α­πο­τε­λού­με­νος α­πό ποι­νι­κούς. Η προ­σω­νυ­μία κα­ταρ­γή­θη­κε, ό­ταν με τους ποι­νι­κούς α­να­κα­τώ­θη­καν οι πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι, ο­πό­τε και ε­πι­κρά­τη­σε η ο­νο­μα­σία “Τάγ­μα α­νε­πι­θυ­μή­τω­ν”. Στο τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­θέ­τει γλωσ­σά­ριο, τιτ­λο­φο­ρώ­ντάς το “ο­μό γλωσ­σά­ριο”. Στην ε­πα­νέκ­δο­ση, ο τίτ­λος με­τα­τρά­πη­κε σε “σύ­ντο­μο γλωσ­σά­ριο” και προ­στέ­θη­καν 39 λέ­ξεις, που η ε­πι­με­λή­τρια θεώ­ρη­σε ι­διω­μα­τι­κές, ό­πως, λ.χ., το α­βέρ­τα ή οι ζο­χά­δες, ε­νώ με­ρι­κές άλ­λες τις α­πο­δί­δει με­τά ε­πι­φυ­λά­ξεων, ό­πως τη βλα­σα­ρού ή τους σα­ρα­ντα­κο­ρο­νά­δες. Εδώ, βε­βαίως, ι­σχύει το “δεν ή­ξε­ρες δεν ρώ­τα­γες”. Όπως και να έ­χει, πι­στεύου­με ό­τι το “ο­μό γλωσ­σά­ριο” του Πι­κρού έ­πρε­πε να ε­πα­νεκ­δο­θεί α­ναλ­λοίω­το, α­φού ο ί­διος ε­πι­μέ­νει στο ει­σα­γω­γι­κό “ση­μείω­μα” πως “το ι­διω­μα­τι­κό του­μπε­κί” δεν έ­χει κα­μία σχέ­ση με τη “μά­γκι­κη” γλώσ­σα, που εί­ναι “φτια­χτή”.
Οι ση­με­ρι­νοί συγ­γρα­φείς, για να α­πο­δώ­σουν το ι­διό­λε­κτο των η­ρώων τους, τους μα­γνη­το­φω­νούν, κα­τά κα­νό­να λα­θραίως. Ο Πι­κρός, ό­μως, ε­φάρ­μο­ζε την αρ­χή ε­νός α­πό τους θεω­ρη­τι­κούς του δα­σκά­λους, του Αντρέϊ Λο­ζόφ­σκυ, «Δεν υ­πάρ­χει κα­λύ­τε­ρος δά­σκα­λος α­πό τη ζωή», την ο­ποία και το­πο­θε­τεί ως μό­το του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Κα­τά την πρό­σφα­τη ε­πα­νέκ­δο­ση, το μό­το α­πα­λεί­φθη­κε. Επι­προ­σθέ­τως, αλ­λοιώ­θη­κε ο τίτ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στο πρω­τό­τυ­πο η λέ­ξη ΤΟΥ­ΜΠΕ­ΚΙ του τίτ­λου α­κο­λου­θεί­ται α­πό α­πο­σιω­πη­τι­κά. Στην ε­πα­νέκ­δο­ση, τα α­πο­σιω­πη­τι­κά θεω­ρή­θη­κε ό­τι πε­ρισ­σεύουν. Επί­σης, δεν δη­μο­σιεύε­ται η φω­το­γρα­φία της πρώ­της έκ­δο­σης. Αντι­κα­θί­στα­ται με μια φω­το­γρα­φία ταυ­τό­τη­τας, προ­σο­μοιά­ζου­σα με ε­κεί­νες, που ο α­φη­γη­τής χλευά­ζει μέ­σα στο βι­βλίο. Κι αυ­τό, για­τί δια­τεί­νε­ται, ό­τι του θυ­μί­ζουν τις φω­το­γρα­φίες στα βι­βλία του Τσε­ζά­ρε Λο­μπρό­ζο, του γνω­στού ι­τα­λού ε­γλη­μα­το­λό­γου, που πρέ­σβευε ό­τι τα α­να­το­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­πο­κα­λύ­πτουν τους εκ γε­νε­τής ε­γκλη­μα­τίες.
Ο Πι­κρός γνώ­ρι­σε εκ του σύ­νεγ­γυς τους ή­ρωές του ως τρό­φι­μος των φυ­λα­κών, αλ­λά και κά­νο­ντας ρε­πορ­τάζ για τις ε­φη­με­ρί­δες στις ο­ποίες δού­λευε. Στά­θη­κε έ­νας α­πό τους πρώ­τους πο­λι­τι­κούς κρα­τού­με­νους, ό­πως ε­πί­σης, α­πό τους πρώ­τους δη­μο­σιο­γρά­φους του εί­δους. Προ­φα­νώς, ή­ταν και έ­νας α­πό τους πρώ­τους που έ­γρα­ψαν μυ­θι­στό­ρη­μα τεκ­μη­ρίων, ό­πως α­πο­κα­λού­νται σή­με­ρα τα εν λό­γω μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και ως πρώ­το πα­ρά­δειγ­μα συ­νή­θως α­να­φέ­ρε­ται το «Εν ψυ­χρώ» του Τρού­μαν Κα­πό­τε, κι ας εί­ναι γραμ­μέ­νο 40 χρό­νια με­τά το «Του­μπε­κί». “Εν ψυ­χρώ”, κα­τά μια ά­πο­ψη, γρά­φει και ο Πι­κρός. Ένας κρι­τι­κός α­πό τους λι­γο­στούς που ε­παί­νε­σαν το βι­βλίο, ο Ι. Μ. Πα­να­γιω­τό­που­λος, σχο­λιά­ζει: «Ο Πέ­τρος Πι­κρός κα­τε­βαί­νει... α­πό τη γε­νιά των συ­στη­μα­τι­κών ρε­α­λι­στών. Δεν ξέ­ρει μή­τε την αι­σθη­μα­το­λο­γία, μή­τε την ψευ­το­φι­λο­σο­φία, μή­τε τη γε­νι­κό­τε­ρη ρο­μα­ντι­κή διά­χυ­ση. Κοι­τά­ζει κα­τά­μα­τα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τού­τη μο­νά­χα τον εν­δια­φέ­ρει...»
Υπήρ­ξε, ω­στό­σο, και έ­νας, που κα­τη­γό­ρη­σε τον Πι­κρό για λο­γο­κλο­πή α­πό τα γαλ­λι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της ε­πο­χής. Η κρι­τι­κή δη­μο­σιεύ­θη­κε Ια­νουά­ριο 1928, στο μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό «Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα», που εκ­δι­δό­ταν στο Ηρά­κλειο Κρή­της, με διευ­θυ­ντή τον Γιάν­νη Μου­ρέλ­λο. Το κεί­με­νο φέ­ρει υ­πο­γρα­φή Γ. ΒΟΥ­ΓΑΣ. Στο ε­πό­με­νο δι­πλό τεύ­χος (Φε­βρ.-Μαρ.) του πε­ριο­δι­κού, δη­μο­σιεύ­θη­κε α­πά­ντη­ση του Πι­κρού. Πρό­κει­ται για ε­πι­στο­λή του, σταλ­μέ­νη α­πό τις Φυ­λα­κές Συγ­γρού, με η­με­ρο­μη­νία 20.2.28. Ο Πι­κρός α­να­φέ­ρει ό­τι δεν γνω­ρί­ζει τον α­πο­στο­λέα “κρι­τι­κό Γ. Βού­γα”. Ο Αλέ­ξαν­δρος Αργυ­ρίου, στον πρώ­το τό­μο της Ιστο­ρίας του, πα­ρα­τη­ρεί ό­τι “κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα” το Γ. Βου­γάς πρό­κει­ται για ψευ­δώ­νυ­μο. Η ε­πι­με­λή­τρια του τό­μου υιο­θε­τεί τον το­νι­σμό του ί­διου του Πι­κρού, Γ. Βού­γας, σχο­λιά­ζο­ντας ό­τι “εί­ναι μάλ­λον πι­θα­νό να πρό­κει­ται για ψευ­δώ­νυ­μο, του­λά­χι­στον αυ­τό α­φή­νει να εν­νο­η­θεί ο ί­διος ο Πι­κρός στο α­πα­ντη­τι­κό του γράμ­μα”.
Κα­λά ο Πι­κρός, η ί­δια, ό­μως, ή και ο Γιάν­νης Δ. Μπάρτ­ζης στη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του για τον Πέ­τρο Πι­κρό (σχε­τι­κή πα­ρου­σία­ση: «Επο­χή», 16 Απρι­λίου 2006), πώς και δεν α­να­ζή­τη­σαν το πρό­σω­πο πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο; Αλλά και οι πρε­σβύ­τε­ροι, πώς και δεν θυ­μή­θη­καν τον κά­το­χο του ψευ­δω­νύ­μου; Προ­φα­νώς και δεν πα­ρου­σιά­ζου­με την α­πο­κά­λυ­ψή του ως εύ­ρη­μα. Απλώς ε­πω­φε­λού­μα­στε α­πό την ευ­και­ρία για να ε­πα­να­φέ­ρου­με στο προ­σκή­νιο τον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη, προ­σθέ­το­ντας στα βιο­γρα­φι­κά του μία, μέ­χρι σή­με­ρα, λαν­θά­νου­σα ι­διό­τη­τά του, αυ­τή του κρι­τι­κού.
Εν αρ­χή, για ό­σους α­να­ζη­τούν να α­πο­κα­λύ­ψουν ποιος κρύ­βε­ται πί­σω α­πό έ­να ψευ­δώ­νυ­μο, υ­πάρ­χει η “Βί­βλος” του Κυ­ριά­κου Ντε­λό­που­λου. Εκεί το ψευ­δώ­νυ­μο Γιώρ­γος Βου­γάς α­πο­δί­δε­ται στον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη. Απο­τε­λεί, μά­λι­στα, και το μο­να­δι­κό του ψευ­δώ­νυ­μο. Επι­προ­σθέ­τως, ο Ντε­λό­που­λος δί­νει την πλη­ρο­φο­ρία ό­τι το ψευ­δώ­νυ­μο ε­ντο­πί­στη­κε στο πε­ριο­δι­κό «Πα­ρα­σκή­νια». Λη­σμο­νεί μό­νο να προσ­διο­ρί­σει σε ποιό εκ των δυο πε­ριο­δι­κών, που τιτ­λο­φο­ρού­νται «Τα Πα­ρα­σκή­νια»: Εί­ναι το δε­κα­πεν­θή­με­ρο πε­ριο­δι­κό του η­θο­ποιού Νί­κου Πα­ρα­σκευά, που κυ­κλο­φο­ρεί τα έ­τη 1924-1928, ή μή­πως η “ε­βδο­μα­διαία ε­φη­με­ρί­δα” του θε­α­τρι­κού συγ­γρα­φέα Θεό­δω­ρου Ν. Συ­να­δι­νού, που κυ­κλο­φο­ρεί μια δε­κα­ε­τία αρ­γό­τε­ρα, 1938-1940; Υπάρ­χει, ω­στό­σο, α­πά­ντη­ση. Αυ­τός που ξε­τυ­λί­γει τον μί­το, αν εί­ναι φι­λό­λο­γος, ό­πως οι εν λό­γω δυο με­λε­τη­τές του Πι­κρού, σπεύ­δουν στις βι­βλιο­θή­κες. Για τους μη ε­παγ­γελ­μα­τίες, προ­σφέ­ρε­ται η ε­ξαν­τλη­τι­κή κα­τα­γρα­φή των α­θη­ναϊκών πε­ριο­δι­κών του Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου και της ε­ρευ­νη­τι­κής του ο­μά­δας. Εδώ, ο Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λης και ο Γ. Βου­γάς κα­τα­γρά­φο­νται σε τρία πε­ριο­δι­κά. Το έ­να, χρο­νι­κά τρί­το στη σει­ρά, εί­ναι «Τα Πα­ρα­σκή­νια» του Πα­ρα­σκευά και τα άλ­λα δύο εί­ναι το «Ελλη­νι­κή Ζωή» και το «Ανθρω­πό­της», πε­ριο­δι­κά της διε­τίας 1919-1920.
Απο­μέ­νει μια τε­λευ­ταία πη­γή, ό­ταν α­να­ζη­τού­νται ί­χνη του Κα­τσί­μπα­λη: Η Βι­βλιο­γρα­φία του, κα­ταρ­τι­σμέ­νη α­πό τον Δ. Δα­σκα­λό­που­λο, το 1980. Εκεί α­να­φέ­ρο­νται μό­νο οι συ­νερ­γα­σίες του Κα­τσί­μπα­λη, με το ψευ­δώ­νυ­μο Γ. ΒΟΥ­ΓΑΣ, στο πε­ριο­δι­κό «Τα Πα­ρα­σκή­νια». Και πράγ­μα­τι, στα άλ­λα δύο, ού­τε ε­μείς μπο­ρέ­σα­με να ε­ντο­πί­σου­με τον Κα­τσί­μπα­λη, ε­πω­νύ­μως ή ψευ­δω­νύ­μως, ού­τε τον πα­τέ­ρα Κα­τσί­μπα­λη, που, ε­πί­σης, α­να­φέ­ρε­ται α­πό τον Κα­ρά­ο­γλου στους κα­τα­λό­γους συ­νερ­γα­τών των δυο πε­ριο­δι­κών. Όσο α­φο­ρά «Τα Πα­ρα­σκή­νια», το εν­δια­φέ­ρον ε­ντο­πί­ζε­ται στο εί­δος των συ­νερ­γα­σιών του Γ. Βου­γά. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, και σε αυ­τό το πε­ριο­δι­κό το ψευ­δώ­νυ­μο δί­νε­ται μό­νο με κε­φα­λαιο­γράμ­μα­τα. Για πρώ­τη φο­ρά, εμ­φα­νί­ζε­ται στο τεύ­χος του Δε­κεμ­βρίου 1926, με­τα­φρά­ζο­ντας α­πό­σπα­σμα α­πό το μυ­θι­στό­ρη­μα «Μπέλ­λα» του Ζαν Ζι­ρο­ντού, ό­που προ­τάσ­σει σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό ση­μείω­μα του συγ­γρα­φέα. Στα ε­πό­με­να τεύ­χη, συ­στη­μα­το­ποιεί τη συ­νερ­γα­σία του. Την τιτ­λο­φο­ρεί «Σύγ­χρο­νοι γάλ­λοι συγ­γρα­φείς», προ­τάσ­σει βιο­γρα­φι­κό του συγ­γρα­φέα και με­τά πα­ρα­θέ­τει τη με­τά­φρα­ση ε­νός ή δύο διη­γη­μά­των. Στο τεύ­χος του Οκτω­βρίου 1927, πα­ρου­σιά­ζει με δύο διη­γή­μα­τα τον Φραν­σίς Καρ­κό, που στα “ρο­μά­ντσα” του α­να­σταί­νει τον υ­πό­κο­σμο του Πα­ρι­σιού. Αυ­τός εί­ναι έ­νας α­πό τους δυο συγ­γρα­φείς, τον ο­ποίο μνη­μο­νεύει ο Γ. ΒΟΥ­ΓΑΣ στην κρι­τι­κή του για το «Του­μπε­κί», που δη­μο­σιεύ­θη­κε τρεις μή­νες αρ­γό­τε­ρα, Ια­νουά­ριο 1928. Ο άλ­λος εί­ναι ο Τρι­στάν Μπερ­νάρ. Από τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά τους υ­πο­τί­θε­ται ό­τι α­ντέ­γρα­ψε α­πο­σπά­σμα­τα και έ­κλε­ψε ι­δέες ο Πι­κρός. Τον Ια­νουά­ριο του 1928, ο Βου­γάς των «Πα­ρα­σκη­νίων» πα­ρου­σιά­ζει Βα­λε­ρύ Λαρ­μπώ. Ωστό­σο, ως ου­ρά, ο Κα­ρυω­τά­κης με­τα­φρά­ζει δυο τε­τρά­στι­χα του Καρ­κό, με τίτ­λο, «Στην ω­ραία, φαρ­μα­κε­ρή μου πί­πα...».
Όσο για τον Τρι­στάν Μπερ­νά­ρ, μάλ­λον δεν πρό­λα­βε να τον πα­ρου­σιά­σει, α­φού το πε­ριο­δι­κό δεν βγά­ζει άλ­λο φύλ­λο, με­τά ε­κεί­νο του Ια­νουα­ρίου. Ωστό­σο, λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, δη­μο­σιεύε­ται έ­να διή­γη­μα του Μπερ­νά­ρ, το «Ο Εδμόν­δος», στο πε­ριο­δι­κό του Κω­στή Μπα­στιά, «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», στο τεύ­χος της 15ης Νο­εμ­βρίου 1928. Η με­τά­φρα­ση φέ­ρει την υ­πο­γρα­φή Γ. ΒΟΥ­ΓΑΣ. Να ση­μειώ­σου­με, ό­τι, στο ί­διο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, στη στή­λη “Το Δε­κα­πεν­θή­με­ρο”, ο Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λης δη­μο­σιεύει άρ­θρο για τον γλύ­πτη Μ. Τό­μπρο. Με α­φορ­μή έκ­θε­σή του στην Αθή­να, το κα­λο­καί­ρι του 1928, ε­κεί­νος σχο­λιά­ζει τον σχε­δια­στή Τό­μπρο, α­να­φε­ρό­με­νος στην πα­ρα­μο­νή του Τό­μπρου στο Πα­ρί­σι και την ε­κεί α­να­γνώ­ρι­σή του. Με άλ­λα λό­για, και στα δύο δη­μο­σιεύ­μα­τα ο Κα­τσί­μπα­λης στη­ρί­ζε­ται στην γαλ­λι­κή του σκευή.
Και ερ­χό­μα­στε στο κρί­σι­μο ε­ρώ­τη­μα. Αρκεί αυ­τή η σύ­μπτω­ση για να ταυ­τί­σου­με τον Γ. ΒΟΥ­ΓΑ των «Πα­ρα­σκη­νίων» και των «Ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των» με ε­κεί­νον στα «Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα» της ί­διας πε­ριό­δου; Ένα αρ­νη­τι­κό δε­δο­μέ­νο εί­ναι ό­τι ο Δα­σκα­λό­που­λος κα­τα­γρά­φει μό­νο το πρώ­το πε­ριο­δι­κό. Αυ­τό, ό­μως, θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει ό­τι α­πλώς δεν α­πο­δελ­τιώ­νει τα άλ­λα δύο, α­φού, άλ­λω­στε, του δια­φεύ­γουν και οι συ­νερ­γα­σίες σε αυ­τά, που ο Κα­τσί­μπα­λης υ­πο­γρά­φει με το ό­νο­μά του. Εκτός α­πό το άρ­θρο του για τον Τό­μπρο, δη­μο­σιεύε­ται με το ό­νο­μά του στα «Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα», στο τεύ­χος του Μαΐου 1927, η με­τά­φρα­ση ποιή­μα­τος του άγ­γλου ποιη­τή W. H. Davies. Αυ­τό α­πο­τε­λεί α­πό­δει­ξη ό­τι ο Κα­τσί­μπα­λης ή­ταν α­νά­με­σα στους συ­νερ­γά­τες και αυ­τού του πε­ριο­δι­κού. Όπως φαί­νε­ται, το ψευ­δώ­νυ­μο Γ. ΒΟΥ­ΓΑΣ το εί­χε για ό­σα λο­γά­ρια­ζε ως πά­ρερ­γα, δη­λα­δή με­τα­φρά­σεις πε­ζών αλ­λά και κρι­τι­κές. Στα «Νε­ο­ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα», Μάρ­τιο 1927, δη­μο­σιεύει κρι­τι­κή για την «Αγγλι­κή Ανθο­λο­γία» του Γλαύ­κου Αλι­θέρ­ση. Αν τον Πι­κρό τον ει­ρω­νεύε­ται, τον Αλι­θέρ­ση τον κα­τα­κε­ραυ­νώ­νει. Μά­λι­στα, στο ί­διο κεί­με­νο χλευά­ζει και τον κρι­τι­κό Άλκη Θρύ­λο, που στά­θη­κε ε­παι­νε­τι­κός στην πα­ρου­σία­ση της εν λό­γω Ανθο­λο­γίας. Πι­στεύου­με ό­τι το ύ­φος των κρι­τι­κών α­πο­τε­λεί έ­να πρό­σθε­το στοι­χείο ό­τι πρό­κει­ται για τον Κα­τσί­μπα­λη.
Στο α­πα­ντη­τι­κό του κεί­με­νο, ο Πι­κρός ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι δεν γνω­ρί­ζει αν πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Γ. Βού­γας “κρύ­βε­ται ή ό­χι κα­νείς α­π' τους γνω­στό­τα­τους ά­σπον­δους φί­λους και κα­λο­θε­λη­τάς”. Κα­τά πό­σο αυ­τός ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός ι­σχύει και για τον Κα­τσί­μπα­λη μέ­νει ζη­τού­με­νο. Επί­σης, δεν εί­ναι γνω­στό, αν ο Πι­κρός και ο Κα­τσί­μπα­λης εί­χαν γνω­ρι­στεί στο Πα­ρί­σι ή την Αθή­να. Στην αλ­λη­λο­γρα­φία, πά­ντως, Κα­τσί­μπα­λη-Σε­φέ­ρη, ο Πι­κρός δεν α­να­φέ­ρε­ται. Η αλ­λη­λο­γρα­φία τους ξε­κι­νά­ει Δε­κέμ­βριο 1924, αλ­λά την πε­ρίο­δο, που κυ­ρίως εμ­φα­νί­ζε­ται ο Κα­τσί­μπα­λης στον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο ως Γ. ΒΟΥ­ΓΑΣ, φθι­νό­πω­ρο 1926-φθι­νό­πω­ρο 1928, δεν υ­πάρ­χουν ε­πι­στο­λές. Γί­νε­ται, ω­στό­σο, μια α­να­φο­ρά στο πε­ριο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι», και μά­λι­στα, σε τεύ­χη πριν τον Δε­κέμ­βριο του 1931, ό­ταν το διηύ­θυ­νε α­κό­μη ο Πι­κρός. Σε υ­στε­ρό­γρα­φο της ε­πι­στο­λής με η­με­ρο­μη­νία 18 Δε­κεμ­βρίου 1931 και με α­φορ­μή την έκ­δο­ση του βι­βλίου του Κα­ρα­ντώ­νη για τον Σε­φέ­ρη, ο Κα­τσί­μπα­λης γρά­φει: «... Κοι­τά­ζο­ντας κα­τά τύ­χη τους «Πρω­το­πό­ρους» σή­με­ρα (που μου έ­στει­λες) βρή­κα στο άρ­θρο πε­ρί Μαχ­μούτ (;) Τούρ­κου ποιη­τή τη φρά­ση “οι ο­μορ­φο­νιοί της ά­δο­λης ποίη­σης” - φαί­νε­ται πως πει­ρά­χτη­κε πο­λύ το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο μ' ό­λη αυ­τή τη φα­σα­ρία. Ο Τα­ρα­μάς εί­ναι έ­να πι­κρο­χο­λο­μη­ρυ­κα­στι­κό και κου­φός ο ά­θλιος.» Να υ­πο­θέ­σου­με ό­τι στη συν­θη­μα­τι­κή γλώσ­σα των δυο φί­λων, ο Τα­ρα­μάς εί­ναι ο Πι­κρός; Όπως και να έ­χει, ας θυ­μί­σου­με την ε­τυ­μο­λο­γία της λέ­ξης βου­γάς, η ο­ποία ως μπου­γάς α­πα­ντά­ται και στις λα­τι­νο­γε­νείς γλώσ­σες. Ση­μαί­νει τον ταύ­ρο, του­τέ­στιν το αρ­σε­νι­κό μη ευ­νου­χι­σμέ­νο βό­δι. Εάν με αυ­τό κα­τά νου ε­πέ­λε­ξε ο Κα­τσί­μπα­λης το ψευ­δώ­νυ­μό του, τό­τε, σί­γου­ρα, ως κρι­τι­κός θυ­μί­ζει ταύ­ρο εν υα­λο­πω­λείω.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Υ.Γ. Άλλο θέ­μα, πά­λι πε­ρί Πι­κρού, την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.

Φωτο 1 - Γ. Κ. Κατσίμπαλης
Φωτο 2 - Π. Πικρός