«Άθως», χαρακτικό (ξυλογραφία)
του Πολυκλείτου Ρέγκου.
Το πρόσφατο επετειακό έτος Παπαδιαμάντη στάθηκε φτωχό σε εκδόσεις του έργου του. Αν εξαιρέσουμε τα Άπαντα, που εξέδωσε ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, οι υπόλοιπες εκδόσεις περιορίστηκαν σε επανεκδόσεις ανθολογιών και εκδόσεις μεμονωμένων διηγημάτων. Ακόμη και οι δύο πιο πρόσφατες ανθολογίες (Χρ. Λιοντάκη, Κ. Ακρίβου), που συζητήθηκαν εντός του έτους, είχαν εκδοθεί το 2010. Για το 2011, καταγράφουμε μια μόνο καινούρια ανθολογία, που έρχεται από τον εκκλησιαστικό χώρο. Επίσης, δεν εκδόθηκε καμία παπαδιαμαντική μετάφραση, παρόλο που ο περσινός εορτασμός επικεντρώθηκε στον μεταφραστή και μεταφραζόμενο Παπαδιαμάντη. Όσο αφορά, ωστόσο, το δεύτερο σκέλος, εκδόθηκαν δυο μεταφράσεις έργων του: «Η Φόνισσα» στα γαλλικά από την Λιανταίν Σέρραρντ και τρία διηγήματα στα ισπανικά από την Μ. Σ. Ντίος Σαντς. Αλλά το παπαδιαμαντικό έτος ήταν φτωχό και σε εκδόσεις σχετικές με το έργο του. Μετρημένοι μελετητές συγκέντρωσαν κυρίως παλαιότερα κείμενά τους, ενώ η Ε.Σ.Η.Ε.Α. εξέδωσε μια ανθολογία πεζών και ποιημάτων για τον τιμώμενο. Ως σημαντικότερη έκδοση του έτους μπορεί να θεωρηθεί «Ο Παπαδιαμάντης του Ζήσιμου Λορεντζάτου» του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου.
Κατά τα άλλα, στη διάρκεια του επετειακού έτους, ο Παπαδιαμάντης προβλήθηκε από τον Τύπο, ιδιαίτερα η πτυχή του ερωτικού συγγραφέα, σε αντίστιξη με τον Άγιο των Γραμμάτων, όπως ήταν η επικρατούσα πτυχή και θεώρηση σε προγενέστερη περίοδο. Από αυτήν την άποψη, παρουσιάζει ενδιαφέρον πόσο και πώς τον τίμησε ο χώρος των θρησκευόμενων κατά το επετειακό έτος. Η ανθολογία που αναφέραμε είναι αγιορείτικη έκδοση από «Το περιβόλι της Παναγίας», όπως τόσο ποιητικά αποκαλείται ο Άθως, που, σύμφωνα με την παράδοση, δόθηκε στην Θεομήτορα ως κλήρος διδασκαλίας. Αυτή είναι και η μοναδική εκκλησιαστική έκδοση, πέραν ενός ημερολογίου. Ωστόσο, δύο θεολογικές περιοδικές εκδόσεις («Σύναξη», «Επίγνωση») τον τίμησαν με αφιερωματικές σελίδες, ενώ μια ακόμη, η τριμηνιαία «Θεολογία», με αφιερωματικό τεύχος, το τέταρτο του 2011. Σε αυτές τις σελίδες στη μνήμη του Παπαδιαμάντη, δημοσιεύονται κείμενα ιερωμένων, θεολόγων και λαϊκών, όπου σε όλα η έμφαση δίνεται, σχεδόν αποκλειστικά, στον ευσεβή Παπαδιαμάντη και την θρησκευτική πλευρά του έργου του.
Παρότι αγιορείτικη έκδοση η ανθολογία και κατά το προοίμιο εστιασμένη στο “εκκλησιαστικό βίωμα” των παπαδιαμαντικών σελίδων, τα 21 διηγήματα, που συγκεντρώνονται, είναι αντιπροσωπευτικά ολόκληρου του έργου. Καλύπτουν ολόκληρη την εκδοτική περίοδο, από τα πρώτα εορταστικά διηγήματα μέχρι τα μεταθανάτια, όπου τα περισσότερα είναι μεν σκιαθίτικα αλλά συμπεριλαμβάνονται και τέσσερα αθηναϊκά. Την ανθολόγηση και την επιμέλεια αναλαμβάνει ο Δημήτρης Χρισταφακόπουλος, γνωστός από τις μεταφράσεις Λόγων των Πατέρων της Εκκλησίας και Διδαχών των Γερόντων της Ερήμου, ενώ το εισαγωγικό σχόλιο είναι του δραμινού φιλόλογου και μουσικού Γιώργου Φραντζολά. Ο δεύτερος συγκαταλέγεται στους λιγοστούς, που εξέδωσαν βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη το 2011. Τον περασμένο Δεκέμβριο κυκλοφόρησε «Το καμίνι που δροσίζει», μια συναγωγή κειμένων του για την μουσικότητα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη, όπου συστεγάζονται και αντίστοιχα κείμενα για τον Ν. Γ. Πεντζίκη. Η εισαγωγή του στην ανθολογία εκκινεί με “το γλαυκό” του Ελύτη, συνεχίζει με το οικείο του θέμα, τη μουσική των διηγημάτων, και καταλήγει με το θαύμα της μοσχοβολιάς από το μνήμα τεσσάρων χαρακτηριστικών προσώπων του Παπαδιαμάντη, που είχαν μαρτυρικό βίο ή θάνατο. Οι ιστορίες τους βρίσκονται ανάμεσα στα ανθολογημένα διηγήματα, μαζί με άλλες ιστορίες, που κι αυτές ανιστορούν θαύματα, έστω και λιγότερο εντυπωσιακά. Υπάρχουν και ιστορίες, όπου το θαύμα δεν συντελείται, όπως στο διήγημα «Η συντέκνισσα». Σε αυτό, το βρέφος εκπνέει. Πρόλαβαν, ωστόσο, και το βάφτισαν, οπότε μπορεί “να ταφή σ’ άγια χώματα”. Ο ιερέας καθησυχάζει την συντέκνισσα, λέγοντας, “Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου κι αν το βάλουμε”. Εξ ου και ο τίτλος της συλλογής, «Στον Παράδεισο πρύμα».
Η συγκεκριμένη ανθολογία θέτει εμμέσως το θέμα των ερμηνευτικών σχολίων, που θα αναμενόταν να απασχολήσει σε μεγαλύτερη κλίμακα την έκδοση των νέων Απάντων. Ο επιμελητής της έκδοσης δίνει σε υποσελίδιες σημειώσεις την ερμηνεία των ιδιωματικών λέξεων, καθώς και τις απαιτούμενες παραπομπές σε εκκλησιαστικά, αρχαιοελληνικά και λοιπά κείμενα για τις δάνειες φράσεις και περικοπές, ακολουθώντας την κριτική έκδοση του Δόμου, από την οποία και παίρνει το κείμενο. Ενίοτε ερμηνεύει και κάποια επιπλέον λέξη, που ο επιμελητής του Δόμου είχε θεωρήσει γνωστή, όπως, λ.χ., η πτισάνη. Μόνο που την ερμηνεύει σύμφωνα με τα εν χρήσει σήμερα λεξικά, ως “φαρμακευτικό ρόφημα”. Εμείς, ωστόσο, πιστεύουμε ότι ο στόχος των ερμηνευτικών σχολίων είναι να αναπαράγουν το γνωστικό σύμπαν της εποχής του συγγραφέα, ώστε να δίνουν στη λέξη το αρμόζον νόημα. Λ.χ., την εποχή του Παπαδιαμάντη η πτισάνη ήταν ακόμη ο ιπποκράτειος χυλός, τουτέστιν το διαιτητικό κριθαρόνερο.
Ένα καλύτερο παράδειγμα μας δίνει η προσπάθεια του επιμελητή της ανθολογίας να αποκαταστήσει το κείμενο ενός από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για «Τ’ Αγγέλιασμα», όπου ανιστορούνται τα της ασθένειας του καπετάν Γ. του Μ. και ο θάνατός του. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Φραγκούλα, την έμπνευση για το διήγημα την έδωσε στον Παπαδιαμάντη ο πρόωρος θάνατος, στα 45, του πλοιάρχου Γιώργου Μαυρογιαλή, που απεβίωσε στο εξοχικό του στην Κεχριά στις 24 Ιουνίου 1891. Σε αυτό το διήγημα, αναφέρεται και η πτισάνη, με αφορμή τις διάφορες δίαιτες, στις οποίες είχαν υποβάλλει τον καπετάνιο “οι καθηγηταί των Αθηνών”, αδυνατώντας να καταλήξουν σε διάγνωση της ασθένειάς του. Μια άλλη δίαιτα, που δοκίμασαν, ήταν αυτή της γαλακτοφαγίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «...κ’ ηναγκάζετο να γινη πάλιν γαλακτοφάγος, οποίοι ήσαν οι παλαιοί Α*** κι ο Ρότσιλδ, ο εβραίος χιλιεκατομμυριούχος εις τα Παρίσια, και τόσοι άλλοι δυστυχείς.» Οι τρεις αστερίσκοι δηλώνουν χάσμα στο κείμενο κατά τον εκδότη, στην προκειμένη περίπτωση τον φίλο του Παπαδιαμάντη Γεράσιμο Βώκο, αφού στο περιοδικό του «Ο Καλλιτέχνης» πρωτοδημοσιεύτηκε το διήγημα, Απρίλιο 1912.
Το εν λόγω χάσμα στάθηκε η αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συνομιλία ανάμεσα σε δυο επιμελητές, αυτόν της ανθολογίας και εκείνον της κριτικής έκδοσης του Δόμου. Ο πρώτος θέλησε να συμπληρώσει το χάσμα, καθώς η λέξη γαλακτοφάγος του θύμισε τους ομηρικούς γλακτοφάγους. Και συγκεκριμένα, τα της Ραψωδίας Ν της Ιλιάδας: «...Μυσών τ’ αγχεμάχων και αγαυών Ιππημολγών, Γλακτοφάγων, Αβίων τε δικαιοτάτων ανθρώπων». Οπότε και αντικατέστησε το Α*** με το Άβιοι. Ο δεύτερος αντέτεινε ότι στο ομηρικό κείμενο το γλακτοφάγοι αποδίδεται στους Ιππημολγούς και όχι στους Αβίους. Όπως και να έχει, αμφότεροι προσπαθούν να διαγνώσουν την πρόθεση του Παπαδιαμάντη με βάση το ομηρικό κείμενο. Εκείνος, όμως, έγραφε εκ περιουσίας. Λ.χ., για φράσεις όπως “ασφοδελός λειμών” ή “επί γήραος ουδώ”, για τις οποίες δίνονται ομηρικές παραπομπές, θα μπορούσε να γίνει αναφορά και σε διαφορετικές πηγές, καθώς ανήκουν στο γνωστικό πεδίο μιας εποχής, από το οποίο και αντλεί ο Παπαδιαμάντης. Οπότε το ερώτημα τίθεται κάπως διαφορετικά: όχι ποιούς αποκαλεί ο Όμηρος γαλακτοφάγους, αλλά ποιά από τα παλαιά σκυθικά φύλα εφέροντο τότε ως γαλακτοφάγα.
Δίκην περιεργείας, αν ανατρέξουμε σε μια χρηστική, σήμερα, εγκυκλοπαίδεια, βρίσκουμε τους Ιππημολγούς, τους Γλακτοφάγους και τους Αβίους να ορίζονται ως τρεις αρχαίες φυλές Σκυθών. Προσθέτουν, μάλιστα, την παρατήρηση ότι πολλοί αμφισβήτησαν τον Όμηρο και τους θεώρησαν πλάσματα της φαντασίας του, αλλά ο Στράβων επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για υπαρκτά σκυθικά φύλα. Λεξικά, ωστόσο, όπως των Λίντελ - Σκοτ ή και του Δημητράκου, θέτουν το ερώτημα κατά πόσο πρόκειται για επίθετα ή ουσιαστικά, με άλλα λόγια αν πρόκειται για τρία σκυθικά φύλα ή μήπως για ένα. Στο πέρασμα των αιώνων, οι λεξικογράφοι διαλέγουν ένα από τα τρία ως όνομα, λ.χ. ο Ησύχιος αναφέρει τους Γλακτοφάγους, ενώ στους χρόνους του Αλεξάνδρου μνημονεύονται οι Αβίοι, και τα άλλα δυο τα θεωρούν ως προσδιοριστικά του ονόματος επίθετα, χωρίς να αποκλείουν να πρόκειται για τρία χαρακτηριστικά επίθετα των Σκυθών, που τους διέκριναν από τους γειτονικούς Μυσίους.
Η παράπλευρη αναφορά μέσα στο κείμενο στον Ρότσιλδ, που απασχολούσε τον Τύπο εκείνης της εποχής, όπως και η έτερη, πριν από λίγες αράδες, “στο ψητόν της σούβλας”, που οι Φράγκοι αποκαλούσαν “ροτί αλά παλληκάρ” αντανακλά την περιπαικτική διάθεση του συγγραφέα, αλλά και ότι παίρνει έμπνευση και στοιχεία από λαϊκά ή και εκλαϊκευτικά έντυπα. Για παράδειγμα, εκείνα τα χρόνια, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό ευρύτερης χρήσης ήταν η «Πρόδρομος Ελληνική Βιβλιοθήκη», τυπωμένη στην Αθήνα το 1841 αλλά ψευδοχρονολογημένη ως παρισινή έκδοση του 1805. Πρόκειται για την συναγωγή κειμένων, που είχε κάνει ο Κοραής με την οικονομική στήριξη των αδελφών Ζωσιμάδων. Εκεί, ανάμεσα σε πλείστα άλλα, παρουσιάζονται και “τα σωζόμενα Νικολάου Δαμασκηνού”, που φέρεται ως ιστορικός και φιλόσοφος. Σύγχρονος του Ηρώδη ο Δαμασκηνός, τού είχε αφιερώσει το βιβλίο «Παράδοξων εθνών συναγωγή», που συνέγραψε στηριζόμενος στον Στράβωνα. Το βιβλίο, όπως και τα πολυάριθμα άλλα του Δαμασκηνού, δεν σώθηκε. Σπαράγματα διέσωσε ο Στοβαίος, και αυτά συμπεριελήφθησαν στη Βιβλιοθήκη Κοραή. Εκεί υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο για το σκυθικό έθνος των Γαλακτοφάγων, τους οποίους ονομάζει και Αβίους “ή δια το γην μη γεωργείν, ή δια το αοίκους είναι, ή δια το χρήσθαι τούτους μόνους τόξοις, βιόν γαρ λέγει το τόξον”. Και πέραν, όμως, αυτής της πηγής, που φαίνεται ότι ήταν χρηστική στα χρόνια του Παπαδιαμάντη, τους γαλακτοφάγους Αβίους τους αναφέρουν πλείστες όσες πηγές από τον Στράβωνα μέχρι, αν δεν σφάλλουμε, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στο Λεξικό Ελληνικής Αρχαιολογίας.
Θα πρέπει να προσθέσουμε πως τόσο η ανθολογία όσο και τα παπαδιαμαντικά αφιερώματα των εκκλησιαστικών περιοδικών, παρά το ενδιαφέρον τους, έμειναν στο στενό κύκλο των θρησκευόμενων αναγνωστών τους. Αναμενόμενο, αφού διατίθενται σε περιορισμένα βιβλιοπωλεία, με μοναδική, ίσως, εξαίρεση το περιοδικό «Σύναξη». Λογικό, λοιπόν, να μείνουν και εκτός της φωτεινής δέσμης των ΜΜΕ.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/6/2012