Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Μεθεόρτια επετειακού έτους



«Άθως», χαρακτικό (ξυλογραφία)
του Πολυκλείτου Ρέγκου.


Το πρό­σφα­το ε­πε­τεια­κό έ­τος Πα­πα­δια­μά­ντη στά­θη­κε φτω­χό σε εκ­δό­σεις του έρ­γου του. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με τα Άπα­ντα, που ε­ξέ­δω­σε ο Δη­μο­σιο­γρα­φι­κός Οργα­νι­σμός Λα­μπρά­κη, οι υ­πό­λοι­πες εκ­δό­σεις πε­ριο­ρί­στη­καν σε ε­πα­νεκ­δό­σεις αν­θο­λο­γιών και εκ­δό­σεις με­μο­νω­μέ­νων διη­γη­μά­των. Ακό­μη και οι δύο πιο πρό­σφα­τες αν­θο­λο­γίες (Χρ. Λιο­ντά­κη, Κ. Ακρί­βου), που συ­ζη­τή­θη­καν ε­ντός του έ­τους, εί­χαν εκ­δο­θεί το 2010. Για το 2011, κα­τα­γρά­φου­με μια μό­νο και­νού­ρια αν­θο­λο­γία, που έρ­χε­ται α­πό τον εκ­κλη­σια­στι­κό χώ­ρο. Επί­σης, δεν εκ­δό­θη­κε κα­μία πα­πα­δια­μα­ντι­κή με­τά­φρα­ση, πα­ρό­λο που ο περ­σι­νός ε­ορ­τα­σμός ε­πι­κε­ντρώ­θη­κε στον με­τα­φρα­στή και με­τα­φρα­ζό­με­νο Πα­πα­δια­μά­ντη. Όσο α­φο­ρά, ω­στό­σο, το δεύ­τε­ρο σκέ­λος, εκ­δό­θη­καν δυο με­τα­φρά­σεις έρ­γων του: «Η Φό­νισ­σα» στα γαλ­λι­κά α­πό την Λια­νταίν Σέρ­ραρ­ντ και τρία διη­γή­μα­τα στα ι­σπα­νι­κά α­πό την Μ. Σ. Ντίος Σα­ντς. Αλλά το πα­πα­δια­μα­ντι­κό έ­τος ή­ταν φτω­χό και σε εκ­δό­σεις σχε­τι­κές με το έρ­γο του. Με­τρη­μέ­νοι με­λε­τη­τές συ­γκέ­ντρω­σαν κυ­ρίως πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­νά τους, ε­νώ η Ε.Σ.Η.Ε.Α. ε­ξέ­δω­σε μια αν­θο­λο­γία πε­ζών και ποιη­μά­των για τον τι­μώ­με­νο. Ως ση­μα­ντι­κό­τε­ρη έκ­δο­ση του έ­τους μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί «Ο Πα­πα­δια­μά­ντης του Ζή­σι­μου Λο­ρε­ντζά­του» του Ν.Δ.Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου.
     Κα­τά τα άλ­λα, στη διάρ­κεια του ε­πε­τεια­κού έ­τους, ο Πα­πα­δια­μά­ντης προ­βλή­θη­κε α­πό τον Τύ­πο, ι­διαί­τε­ρα η πτυ­χή του ε­ρω­τι­κού συγ­γρα­φέα, σε α­ντί­στι­ξη με τον Άγιο των Γραμ­μά­των, ό­πως ή­ταν η ε­πι­κρα­τού­σα πτυ­χή και θεώ­ρη­ση σε προ­γε­νέ­στε­ρη πε­ρίο­δο. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον πό­σο και πώς τον τί­μη­σε ο χώ­ρος των θρη­σκευό­με­νων κα­τά το ε­πε­τεια­κό έ­τος. Η αν­θο­λο­γία που α­να­φέ­ρα­με εί­ναι α­γιο­ρεί­τι­κη έκ­δο­ση α­πό «Το πε­ρι­βό­λι της Πα­να­γίας», ό­πως τό­σο ποιη­τι­κά α­πο­κα­λεί­ται ο Άθως, που, σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, δό­θη­κε στην Θε­ο­μή­το­ρα ως κλή­ρος δι­δα­σκα­λίας. Αυ­τή εί­ναι και η μο­να­δι­κή εκ­κλη­σια­στι­κή έκ­δο­ση, πέ­ραν ε­νός η­με­ρο­λο­γίου. Ωστό­σο, δύο θε­ο­λο­γι­κές πε­ριο­δι­κές εκ­δό­σεις («Σύ­να­ξη», «Επί­γνω­ση») τον τί­μη­σαν με α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες, ε­νώ μια α­κό­μη, η τρι­μη­νιαία «Θε­ο­λο­γία», με α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος, το τέ­ταρ­το του 2011. Σε αυ­τές τις σε­λί­δες στη μνή­μη του Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­μο­σιεύο­νται κεί­με­να ιε­ρω­μέ­νων, θε­ο­λό­γων και λαϊκών, ό­που σε ό­λα η έμ­φα­ση δί­νε­ται, σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά, στον ευ­σε­βή Πα­πα­δια­μά­ντη και την θρη­σκευ­τι­κή πλευ­ρά του έρ­γου του.    
   Πα­ρό­τι α­γιο­ρεί­τι­κη έκ­δο­ση η αν­θο­λο­γία και κα­τά το προοί­μιο ε­στια­σμέ­νη στο “εκ­κλη­σια­στι­κό βίω­μα” των πα­πα­δια­μα­ντι­κών σε­λί­δων, τα 21 διη­γή­μα­τα, που συ­γκε­ντρώ­νο­νται, εί­ναι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά ο­λό­κλη­ρου του έρ­γου. Κα­λύ­πτουν ο­λό­κλη­ρη την εκ­δο­τι­κή πε­ρίο­δο, α­πό τα πρώ­τα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα μέ­χρι τα με­τα­θα­νά­τια, ό­που τα πε­ρισ­σό­τε­ρα εί­ναι μεν σκια­θί­τι­κα αλ­λά συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τέσ­σε­ρα α­θη­ναϊκά. Την αν­θο­λό­γη­ση και την ε­πι­μέ­λεια α­να­λαμ­βά­νει ο Δη­μή­τρης Χρι­στα­φα­κό­που­λος, γνω­στός α­πό τις με­τα­φρά­σεις Λό­γων των Πα­τέ­ρων της Εκκλη­σίας και Δι­δα­χών των Γε­ρό­ντων της Ερή­μου, ε­νώ το ει­σα­γω­γι­κό σχό­λιο εί­ναι του δρα­μι­νού φι­λό­λο­γου και μου­σι­κού Γιώρ­γου Φρα­ντζο­λά. Ο δεύ­τε­ρος συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους λι­γο­στούς, που ε­ξέ­δω­σαν βι­βλίο για τον Πα­πα­δια­μά­ντη το 2011.  Τον πε­ρα­σμέ­νο Δε­κέμ­βριο κυ­κλο­φό­ρη­σε «Το κα­μί­νι που δρο­σί­ζει», μια συ­να­γω­γή κει­μέ­νων του για την μου­σι­κό­τη­τα της γλώσ­σας του Πα­πα­δια­μά­ντη, ό­που συ­στε­γά­ζο­νται και α­ντί­στοι­χα κεί­με­να για τον Ν. Γ. Πε­ντζί­κη. Η ει­σα­γω­γή του στην αν­θο­λο­γία εκ­κι­νεί με “το γλαυ­κό” του Ελύ­τη, συ­νε­χί­ζει με το οι­κείο του θέ­μα, τη μου­σι­κή των διη­γη­μά­των, και κα­τα­λή­γει με το θαύ­μα της μο­σχο­βο­λιάς α­πό το μνή­μα τεσ­σά­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών προ­σώ­πων του Πα­πα­δια­μά­ντη, που εί­χαν μαρ­τυ­ρι­κό βίο ή θά­να­το. Οι ι­στο­ρίες τους βρί­σκο­νται α­νά­με­σα στα αν­θο­λο­γη­μέ­να διη­γή­μα­τα, μα­ζί με άλ­λες ι­στο­ρίες, που κι αυ­τές α­νι­στο­ρούν θαύ­μα­τα, έ­στω και λι­γό­τε­ρο ε­ντυ­πω­σια­κά. Υπάρ­χουν και ι­στο­ρίες, ό­που το θαύ­μα δεν συ­ντε­λεί­ται, ό­πως στο διή­γη­μα «Η συ­ντέ­κνισ­σα». Σε αυ­τό, το βρέ­φος εκ­πνέει. Πρό­λα­βαν, ω­στό­σο, και το βά­φτι­σαν, ο­πό­τε μπο­ρεί “να τα­φή σ’ ά­για χώ­μα­τα”. Ο ιε­ρέ­ας κα­θη­συ­χά­ζει την συ­ντέ­κνισ­σα, λέ­γο­ντας, “Εί­ναι στον Πα­ρά­δει­σο πρύ­μα, ό­που κι αν το βά­λου­με”. Εξ ου και ο τίτ­λος της συλ­λο­γής, «Στον Πα­ρά­δει­σο πρύ­μα».
   Η συ­γκε­κρι­μέ­νη αν­θο­λο­γία θέ­τει εμ­μέ­σως το θέ­μα των ερ­μη­νευ­τι­κών σχο­λίων, που θα α­να­με­νό­ταν να α­πα­σχο­λή­σει σε με­γα­λύ­τε­ρη κλί­μα­κα την έκ­δο­ση των νέων Απά­ντων. Ο ε­πι­με­λη­τής της έκ­δο­σης δί­νει σε υ­πο­σε­λί­διες ση­μειώ­σεις την ερ­μη­νεία των ι­διω­μα­τι­κών λέ­ξεων, κα­θώς και τις α­παι­τού­με­νες πα­ρα­πο­μπές σε εκ­κλη­σια­στι­κά, αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά και λοι­πά κεί­με­να για τις δά­νειες φρά­σεις και πε­ρι­κο­πές, α­κο­λου­θώ­ντας την κρι­τι­κή έκ­δο­ση του Δό­μου, α­πό την ο­ποία και παίρ­νει το κεί­με­νο. Ενίο­τε ερ­μη­νεύει και κά­ποια ε­πι­πλέ­ον λέ­ξη, που ο ε­πι­με­λη­τής του Δό­μου εί­χε θεω­ρή­σει γνω­στή, ό­πως, λ.χ., η πτι­σά­νη. Μό­νο που την ερ­μη­νεύει σύμ­φω­να με τα εν χρή­σει σή­με­ρα λε­ξι­κά, ως “φαρ­μα­κευ­τι­κό ρό­φη­μα”. Εμείς, ω­στό­σο, πι­στεύου­με ό­τι ο στό­χος των ερ­μη­νευ­τι­κών σχο­λίων εί­ναι να α­να­πα­ρά­γουν το γνω­στι­κό σύ­μπαν της ε­πο­χής του συγ­γρα­φέα, ώ­στε να δί­νουν στη λέ­ξη το αρ­μό­ζον νό­η­μα. Λ.χ., την ε­πο­χή του Πα­πα­δια­μά­ντη η πτι­σά­νη ή­ταν α­κό­μη ο ιπ­πο­κρά­τειος χυ­λός, του­τέ­στιν το διαι­τη­τι­κό κρι­θα­ρό­νε­ρο.
  Ένα κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα μας δί­νει η προ­σπά­θεια του ε­πι­με­λη­τή της αν­θο­λο­γίας να α­πο­κα­τα­στή­σει το κεί­με­νο ε­νός α­πό τα διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη, που εκ­δό­θη­καν με­τά τον θά­να­τό του. Πρό­κει­ται για «Τ’ Αγγέ­λια­σμα», ό­που α­νι­στο­ρού­νται τα της α­σθέ­νειας του κα­πε­τάν Γ. του Μ. και ο θά­να­τός του.  Σύμ­φω­να με τον Ιωάν­νη Φρα­γκού­λα, την έ­μπνευ­ση για το διή­γη­μα την έ­δω­σε στον Πα­πα­δια­μά­ντη ο πρόω­ρος θά­να­τος, στα 45, του πλοιάρ­χου Γιώρ­γου Μαυ­ρο­για­λή, που α­πε­βίω­σε στο ε­ξο­χι­κό του στην Κε­χριά στις 24 Ιου­νίου 1891. Σε αυ­τό το διή­γη­μα, α­να­φέ­ρε­ται και η πτι­σά­νη, με α­φορ­μή τις διά­φο­ρες δίαι­τες, στις ο­ποίες εί­χαν υ­πο­βάλ­λει τον κα­πε­τά­νιο “οι κα­θη­γη­ταί των Αθη­νώ­ν”, α­δυ­να­τώ­ντας να κα­τα­λή­ξουν σε διά­γνω­ση της α­σθέ­νειάς του. Μια άλ­λη δίαι­τα, που δο­κί­μα­σαν, ή­ταν αυ­τή της γα­λα­κτο­φα­γίας. Συ­γκε­κρι­μέ­να α­να­φέ­ρε­ται: «...κ’ η­να­γκά­ζε­το να γι­νη πά­λιν γα­λα­κτο­φά­γος, ο­ποίοι ή­σαν οι πα­λαιοί Α*** κι ο Ρό­τσιλ­δ, ο ε­βραίος χι­λιε­κα­τομ­μυ­ριού­χος εις τα Πα­ρί­σια, και τό­σοι άλ­λοι δυ­στυ­χείς.» Οι τρεις α­στε­ρί­σκοι δη­λώ­νουν χά­σμα στο κεί­με­νο κα­τά τον εκ­δό­τη, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τον φί­λο του Πα­πα­δια­μά­ντη Γε­ρά­σι­μο Βώ­κο, α­φού στο πε­ριο­δι­κό του «Ο Καλ­λι­τέ­χνης» πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το διή­γη­μα, Απρί­λιο 1912.
   Το εν λό­γω χά­σμα στά­θη­κε η α­φορ­μή για μια εν­δια­φέ­ρου­σα συ­νο­μι­λία α­νά­με­σα σε δυο ε­πι­με­λη­τές, αυ­τόν της αν­θο­λο­γίας και ε­κεί­νον της κρι­τι­κής έκ­δο­σης του Δό­μου. Ο πρώ­τος θέ­λη­σε να συ­μπλη­ρώ­σει το χά­σμα, κα­θώς η λέ­ξη γα­λα­κτο­φά­γος του θύ­μι­σε τους ο­μη­ρι­κούς γλα­κτο­φά­γους. Και συ­γκε­κρι­μέ­να, τα της Ρα­ψω­δίας Ν της Ιλιά­δας: «...Μυ­σών τ’ αγ­χε­μά­χων και α­γαυών Ιππη­μολ­γών, Γλα­κτο­φά­γων, Αβίων τε δι­καιο­τά­των αν­θρώ­πων». Οπό­τε και α­ντι­κα­τέ­στη­σε το Α*** με το Άβιοι. Ο δεύ­τε­ρος α­ντέ­τει­νε ό­τι στο ο­μη­ρι­κό κεί­με­νο το γλα­κτο­φά­γοι α­πο­δί­δε­ται στους Ιππη­μολ­γούς και ό­χι στους Αβίους. Όπως και να έ­χει, αμ­φό­τε­ροι προ­σπα­θούν να δια­γνώ­σουν την πρό­θε­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη με βά­ση το ο­μη­ρι­κό κεί­με­νο. Εκεί­νος, ό­μως, έ­γρα­φε εκ πε­ριου­σίας. Λ.χ., για φρά­σεις ό­πως “α­σφο­δε­λός λει­μώ­ν” ή “ε­πί γή­ρα­ος ου­δώ”, για τις ο­ποίες δί­νο­νται ο­μη­ρι­κές πα­ρα­πο­μπές, θα μπο­ρού­σε να γί­νει α­να­φο­ρά και σε δια­φο­ρε­τι­κές πη­γές, κα­θώς α­νή­κουν στο γνω­στι­κό πε­δίο μιας ε­πο­χής, α­πό το ο­ποίο και αν­τλεί ο Πα­πα­δια­μά­ντης. Οπό­τε το ε­ρώ­τη­μα τί­θε­ται κά­πως δια­φο­ρε­τι­κά: ό­χι ποιούς α­πο­κα­λεί ο Όμη­ρος γα­λα­κτο­φά­γους, αλ­λά ποιά α­πό τα πα­λαιά σκυ­θι­κά φύ­λα ε­φέ­ρο­ντο τό­τε ως γα­λα­κτο­φά­γα.
  Δί­κην πε­ριερ­γείας, αν α­να­τρέ­ξου­με σε μια χρη­στι­κή, σή­με­ρα, ε­γκυ­κλο­παί­δεια, βρί­σκου­με τους Ιππη­μολ­γούς, τους Γλα­κτο­φά­γους και τους Αβίους να ο­ρί­ζο­νται ως τρεις αρ­χαίες φυ­λές Σκυ­θών. Προ­σθέ­τουν, μά­λι­στα, την πα­ρα­τή­ρη­ση ό­τι πολ­λοί αμ­φι­σβή­τη­σαν τον Όμη­ρο και τους θεώ­ρη­σαν πλά­σμα­τα της φα­ντα­σίας του, αλ­λά ο Στρά­βων ε­πι­βε­βαίω­σε ό­τι πρό­κει­ται για υ­παρ­κτά σκυ­θι­κά φύ­λα. Λε­ξι­κά, ω­στό­σο, ό­πως των Λί­ντελ - Σκοτ ή και του Δη­μη­τρά­κου, θέ­τουν το ε­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για ε­πί­θε­τα ή ου­σια­στι­κά, με άλ­λα λό­για αν πρό­κει­ται για τρία σκυ­θι­κά φύ­λα ή μή­πως για έ­να. Στο πέ­ρα­σμα των αιώ­νων, οι λε­ξι­κο­γρά­φοι δια­λέ­γουν έ­να α­πό τα τρία ως ό­νο­μα, λ.χ. ο Ησύ­χιος α­να­φέ­ρει τους Γλα­κτο­φά­γους, ε­νώ στους χρό­νους του Αλε­ξάν­δρου μνη­μο­νεύο­νται οι Αβίοι, και τα άλ­λα δυο τα θεω­ρούν ως προσ­διο­ρι­στι­κά του ο­νό­μα­τος ε­πί­θε­τα, χω­ρίς να α­πο­κλείουν να πρό­κει­ται για τρία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ε­πί­θε­τα των Σκυ­θών, που τους διέ­κρι­ναν α­πό τους γει­το­νι­κούς Μυ­σίους. 
   Η πα­ρά­πλευ­ρη α­να­φο­ρά μέ­σα στο κεί­με­νο στον Ρό­τσιλ­δ, που α­πα­σχο­λού­σε τον Τύ­πο ε­κεί­νης της ε­πο­χής, ό­πως και η έ­τε­ρη, πριν α­πό λί­γες α­ρά­δες, “στο ψη­τόν της σού­βλας”, που οι Φρά­γκοι α­πο­κα­λού­σαν “ρο­τί α­λά παλ­λη­κά­ρ” α­ντα­να­κλά την πε­ρι­παι­κτι­κή διά­θε­ση του συγ­γρα­φέα, αλ­λά και ό­τι παίρ­νει έ­μπνευ­ση και στοι­χεία α­πό λαϊκά ή και ε­κλαϊκευ­τι­κά έ­ντυ­πα. Για πα­ρά­δειγ­μα, ε­κεί­να τα χρό­νια, έ­να ε­γκυ­κλο­παι­δι­κό λε­ξι­κό ευ­ρύ­τε­ρης χρή­σης ή­ταν η «Πρό­δρο­μος Ελλη­νι­κή Βι­βλιο­θή­κη», τυ­πω­μέ­νη στην Αθή­να το 1841 αλ­λά ψευ­δο­χρο­νο­λο­γη­μέ­νη ως πα­ρι­σι­νή έκ­δο­ση του 1805. Πρό­κει­ται για την συ­να­γω­γή κει­μέ­νων, που εί­χε κά­νει ο Κο­ραής με την οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη των α­δελ­φών Ζω­σι­μά­δων. Εκεί, α­νά­με­σα σε πλεί­στα άλ­λα, πα­ρου­σιά­ζο­νται και “τα σω­ζό­με­να Νι­κο­λά­ου Δα­μα­σκη­νού”, που φέ­ρε­ται ως ι­στο­ρι­κός και φι­λό­σο­φος. Σύγ­χρο­νος του Ηρώ­δη ο Δα­μα­σκη­νός, τού εί­χε α­φιε­ρώ­σει το βι­βλίο «Πα­ρά­δο­ξων ε­θνών συ­να­γω­γή», που συ­νέ­γρα­ψε στη­ρι­ζό­με­νος στον Στρά­βω­να. Το βι­βλίο, ό­πως και τα πο­λυά­ριθ­μα άλ­λα του Δα­μα­σκη­νού, δεν σώ­θη­κε. Σπα­ράγ­μα­τα διέ­σω­σε ο Στο­βαίος, και αυ­τά  συ­μπε­ριε­λή­φθη­σαν στη Βι­βλιο­θή­κη Κο­ραή. Εκεί υ­πάρ­χει ι­διαί­τε­ρο κε­φά­λαιο για το σκυ­θι­κό έ­θνος των Γα­λα­κτο­φά­γων, τους ο­ποίους ο­νο­μά­ζει και Αβίους “ή δια το γην μη γεωρ­γείν, ή δια το α­οί­κους εί­ναι, ή δια το χρή­σθαι τού­τους μό­νους τό­ξοις, βιόν γαρ λέ­γει το τό­ξο­ν”. Και πέ­ραν, ό­μως, αυ­τής της πη­γής, που φαί­νε­ται ό­τι ή­ταν χρη­στι­κή στα χρό­νια του Πα­πα­δια­μά­ντη, τους γα­λα­κτο­φά­γους Αβίους τους α­να­φέ­ρουν πλεί­στες ό­σες πη­γές α­πό τον Στρά­βω­να μέ­χρι, αν δεν σφάλ­λου­με, ο Αλέ­ξαν­δρος Ρί­ζος Ρα­γκα­βής στο Λε­ξι­κό Ελλη­νι­κής Αρχαιο­λο­γίας.  
      Θα πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με πως τό­σο η αν­θο­λο­γία ό­σο και τα πα­πα­δια­μα­ντι­κά α­φιε­ρώ­μα­τα των εκ­κλη­σια­στι­κών πε­ριο­δι­κών, πα­ρά το εν­δια­φέ­ρον τους, έ­μει­ναν στο στε­νό κύ­κλο των θρη­σκευό­με­νων α­να­γνω­στών τους. Ανα­με­νό­με­νο, α­φού δια­τί­θε­νται σε πε­ριο­ρι­σμέ­να βι­βλιο­πω­λεία, με μο­να­δι­κή, ί­σως, ε­ξαί­ρε­ση το πε­ριο­δι­κό «Σύ­να­ξη». Λο­γι­κό, λοι­πόν, να μεί­νουν και ε­κτός της φω­τει­νής δέ­σμης των ΜΜΕ.
 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 24/6/2012

Αφιερώματα



Λι­γο­στά εί­ναι τα α­φιε­ρώ­μα­τα πε­ριο­δι­κών για το πα­πα­δια­μα­ντι­κό έ­τος. Έλαμ­ψαν, δη­λα­δή, δια της α­που­σίας τους τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά. Μο­να­δι­κή ε­ξαί­ρε­ση α­πο­τε­λεί το α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Το Δέ­ντρο», ε­νώ α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες συ­να­ντά­με σε δυο-τρία άλ­λα («Κου­κού­τσι», «Δια­βά­ζω», «Νέα Ευ­θύ­νη»).  Πιο αι­σθη­τή εί­ναι η α­δια­φο­ρία του ε­παρ­χια­κού Τύ­που, με ε­ξαί­ρε­ση τις α­φιε­ρω­μα­τι­κές σε­λί­δες της ε­τή­σιας έκ­δο­σης «Αρχείο Θεσ­σα­λι­κών Με­λε­τών», που έ­κα­νε την πρε­μιέ­ρα του Έτους, έ­να με­γά­λο τμή­μα της ε­ξα­μη­νιαίας έκ­δο­σης «Τα Αι­τω­λι­κά», ό­που α­πο­θη­σαυ­ρί­στη­καν τα κεί­με­να τριών Ημε­ρί­δων στις πρω­τεύου­σες της Αι­τω­λίας, και δύο ευ­βοϊκά α­φιε­ρώ­μα­τα στα πε­ριο­δι­κά της Χαλ­κί­δας, «Τα Νε­φού­ρια» και το «manifesto». Σε αυ­τό το μάλ­λον φτω­χό το­πίο, δυο πρω­τό­τυ­πα α­φιε­ρώ­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να σε ε­φη­με­ρί­δες της κε­ντρι­κής Μα­κε­δο­νίας, α­πο­τε­λούν μια ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη.
 1) «Θέ­μα», Εβδο­μα­διαία ε­φη­με­ρί­δα της Χαλ­κι­δι­κής, Τεύ­χος 38ο,
17 Μαρ­τίου 2011
Το α­φιέ­ρω­μα για το ε­πε­τεια­κό έ­τος Πα­πα­δια­μά­ντη κα­τα­λαμ­βά­νει τις ο­κτώ σε­λί­δες του 24σέ­λι­δου της ε­φη­με­ρί­δας. Την ε­πι­μέ­λεια φέ­ρει ο ι­στο­ρι­κός Νί­κος Κα­ρα­μα­νά­βης. Ανα­σύ­ρο­νται κεί­με­να σχε­τι­κά με το θά­να­το του Πα­πα­δια­μά­ντη α­πό ε­φη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά του Ια­νουα­ρίου του 1911. Κα­ταρ­χάς, στο πρώ­το δι­σέ­λι­δο, α­να­δη­μο­σιεύο­νται η αγ­γε­λία θα­νά­του και άρ­θρο του Μ. Σω­φρο­νιά­δη, α­πό την πρωι­νή ε­φη­με­ρί­δα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης «Πρόο­δος», τα ο­ποία πα­ρου­σιά­ζει με υ­πο­μνη­μα­τι­σμό ο ι­στο­ρι­κός Χρή­στος Γ. Ανδρεά­δης. Να προ­σθέ­σου­με, ό­σο α­φο­ρά τον Σω­φρο­νιά­δη, ό­τι πρό­κει­ται για τον πο­λύ γνω­στό τό­τε λό­γιο αρ­θρο­γρά­φο του ελ­λη­νι­κού Τύ­που της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, φαρ­μα­κο­ποιό το ε­πάγ­γελ­μα, Μι­χαήλ Σω­φρο­νιά­δη. Προ ε­ξα­ε­τίας εκ­δό­θη­κε συλ­λο­γή άρ­θρων του της πε­ριό­δου 1905-1921, ε­νώ, το 2003, εί­χε ε­πα­νεκ­δο­θεί η με­λέ­τη του «Η ά­λω­σις της Κων­στα­ντι­νου­πό­λεως υ­πό των Τούρ­κων τω 1453», την ο­ποία εί­χε δη­μο­σιεύ­σει σε σει­ρά ε­πι­φυλ­λί­δων το 1919 και την εί­χε εκ­δώ­σει, την ε­πό­με­νη χρο­νιά, σε βι­βλίο. 
Ένα δεύ­τε­ρο δι­σέ­λι­δο έρ­χε­ται και πά­λι α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, αυ­τή τη φο­ρά, α­πό α­να­δί­φη­ση στην ε­βδο­μα­διαία ε­φη­με­ρί­δα «Απ’ ό­λα», που ε­ξέ­δι­δε για μια δε­κα­ε­τία (1910-1920) ο Συ­ρια­νός την κα­τα­γω­γή Θό­δω­ρος Κα­βα­λιέ­ρος Μαρ­κουί­ζος. Ανα­δη­μο­σιεύο­νται σύ­ντο­μο κεί­με­νο του ι­δίου και το διή­γη­μα «Το νη­σί της Ου­ρα­νί­τσας». Ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με ζω­γρα­φι­κό πορ­τρέ­το του Πα­πα­δια­μά­ντη α­πό τον μα­θη­τή του Κό­ντο­γλου Γεώρ­γιο Γλιά­τα. Το α­φιέ­ρω­μα συ­μπλη­ρώ­νε­ται με α­να­δη­μο­σιεύ­σεις α­πό την «Εφη­με­ρί­δα των Κυ­ριών» της Καλ­λιρ­ρό­ης Παρ­ρέν (την αγ­γε­λία του θα­νά­του και το διή­γη­μα «Η Πε­ποι­κιλ­μέ­νη») και α­πό την θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κη ε­φη­με­ρί­δα «Νέα Αλή­θεια» (κεί­με­νο του ι­στο­ρι­κού της Θρά­κης Κων­στα­ντί­νου Κουρ­τί­δη). Στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα, ο ε­πι­με­λη­τής του α­φιε­ρώ­μα­τος ε­ντο­πί­ζει μια δια­κει­με­νι­κή συ­νο­μι­λία α­νά­με­σα στο διή­γη­μα του Πα­πα­δια­μά­ντη «Τρε­λή βρα­διά», του 1901, δη­μο­σιευ­μέ­νο στο Εθνι­κόν Ημε­ρο­λό­γιον Σκό­κου και το ποίη­μα «Ο Μπα­τα­ριάς» του Μα­λα­κά­ση, του 1920. 
2) «Άπο­ψη», Εβδο­μα­διαία ε­φη­με­ρί­δα οι­κο­νο­μι­κής α­νά­πτυ­ξης
Πέλ­λας, Φύλ­λο 212, 25 Μαρ­τίου 2011
Η δη­μο­σίευ­ση του α­φιε­ρώ­μα­τος έ­γι­νε την 25η Μαρ­τίου, με α­πο­τέ­λε­σμα το δε­κα­ε­ξα­σέ­λι­δο της ε­φη­με­ρί­δας να μοι­ρά­ζε­ται α­νά­με­σα στον Πα­πα­δια­μά­ντη και τον ε­ορ­τα­σμό της ε­θνι­κής ε­ορ­τής. Το α­φιέ­ρω­μα α­πλώ­νε­ται σε 11 σε­λί­δες, χω­ρίς προ­λο­γι­κό ση­μείω­μα, ού­τε α­να­φο­ρά ε­πι­με­λη­τή. Και σε αυ­τό α­να­σύ­ρο­νται εν μέ­ρει κεί­με­να α­πό πα­λαιό­τε­ρα πε­ριο­δι­κά. Το βα­σι­κό κεί­με­νο, έ­κτα­σης σχε­δόν τεσ­σά­ρων και η­μί­σεως σε­λί­δων, εί­ναι η με­λέ­τη «Ντο­στο­γιέφ­σκυ και Πα­πα­δια­μά­ντης: Οι πλού­σιοι πέ­νη­τες» του Μο­να­χού Μωυ­σέως Αγιο­ρεί­του. Με πλού­σιο συγ­γρα­φι­κό έρ­γο ο μο­να­χός Μωυ­σής, αρ­χι­συ­ντά­κτης του α­γιο­ρεί­τι­κου πε­ριο­δι­κού «Πρω­τά­τον», δη­μο­σίευ­σε την εν λό­γω με­λέ­τη στις αρ­χές του μο­να­στι­κού του βίου, Νοέ. 1981, στο α­φιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Επο­πτεία» για τα ε­κα­τό χρό­νια α­πό το θά­να­το του Ρώ­σου συγ­γρα­φέα. Ανα­φέ­ρε­ται δια­δο­χι­κά στο βίο και το έρ­γο των δυο συγ­γρα­φέων, ε­νώ, ως κα­τα­κλεί­δα, τους α­ντι­πα­ρα­βάλ­λει, ση­μειώ­νο­ντας ο­μοιό­τη­τες και δια­φο­ρές στις ι­δέες τους πε­ρί ε­ξευ­ρω­παϊσμού και Ορθο­δο­ξίας. Εκτός α­πό το εν­δια­φέ­ρον αυ­τής κα­θ’ ε­αυ­τής της με­λέ­της, η α­να­δη­μο­σίευ­σή της θυ­μί­ζει τη δι­πλή, ό­πως και του Πα­πα­δια­μά­ντη, ε­πέ­τειο του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Η συ­νά­ντη­ση των δυο ε­πε­κτά­θη­κε και στη σύ­μπτω­ση των βιο­γρα­φι­κών τους συ­ντε­ταγ­μέ­νων. Γεν­νή­σεις και θά­να­τοι σε α­πό­στα­ση τρια­κο­ντα­ε­τίας, κα­θώς αμ­φό­τε­ροι α­πε­βίω­σαν στα 60 τους.
Εκεί­νο που προ­κα­λεί κά­ποια σύγ­χυ­ση εί­ναι η α­να­δη­μο­σίευ­ση α­πό το πε­ριο­δι­κό «Επο­πτεία», ως συ­νο­δευ­τι­κής της με­λέ­της, ε­πι­στο­λής του Λά­μπρου Ξη­ντά­ρη, με η­με­ρο­μη­νία 28 Ιουν. 1982, ό­που κα­ταγ­γέλ­λε­ται λο­γο­κλο­πή σε βά­ρος της με­λέ­της. Πρό­κει­ται για τη με­λέ­τη της Αθη­νάς Κα­ρα­μπέ­τσου, με τίτ­λο «Πα­πα­δια­μά­ντης και Ντο­στο­γιέφ­σκη», δη­μο­σιευ­μέ­νη στην «Νέα Εστία», την 1η Απρ. 1982, ως συ­μπλή­ρω­μα στα α­φιε­ρω­μα­τι­κά κεί­με­να στον Ντο­στο­γιέφ­σκι, που δη­μο­σίευ­σε το πε­ριο­δι­κό κα­τά το 1981. Σύμ­φω­να με τον ε­πι­στο­λο­γρά­φο, η με­λέ­τη του μο­να­χού Μωυ­σή δεν α­πο­τέ­λε­σε μό­νο την κυ­ρίως πη­γή, αλ­λά α­ντι­γρά­φτη­καν α­κέ­ραιες φρά­σεις και ι­δέες, χω­ρίς σχε­τι­κή πα­ρα­πο­μπή. Δεν νο­εί­ται α­να­δη­μο­σίευ­ση πα­ρό­μοιας ε­πι­στο­λής χω­ρίς πα­ρά­θε­ση και της ε­πί­μα­χης με­λέ­της. Εμείς, πά­ντως, δια­βά­ζο­ντάς την, δεν α­πο­κο­μί­σα­με ε­ντύ­πω­ση α­ντι­γρα­φής. Η με­λέ­τη της Κα­ρα­μπέ­τσου στη­ρί­ζε­ται σε πα­ράλ­λη­λη πα­ρου­σία­ση των δυο συγ­γρα­φέων, δί­νο­ντας έμ­φα­ση στον Πα­πα­δια­μά­ντη. Επι­μέ­νει στη με­τά­φρα­ση α­πό ε­κεί­νον του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, «Το Έγκλη­μα και η Τι­μω­ρία», που τό­τε α­κό­μη δεν έ­χει εκ­δο­θεί σε βι­βλίο. Ο ε­πι­στο­λο­γρά­φος φαί­νε­ται να μην εί­ναι κα­λός γνώ­στης του έρ­γου του Πα­πα­δια­μά­ντη, κα­θώς ει­ρω­νεύε­ται τη με­λε­τή­τρια, για­τί γρά­φει τον Ντο­στο­γιέφ­σκι με ή­τα, δη­λα­δή ό­πως γρά­φε­ται στη με­τά­φρα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος α­πό τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Να θυ­μί­σου­με ό­τι η φι­λό­λο­γος Κα­ρα­μπέ­τσου ή­ταν η υ­πεύ­θυ­νη του μη­νιαίου πε­ριο­δι­κού «Σκα­πά­νη», κα­τά την πρώ­τη πε­ρίο­δο, 1961-63. Επί­σης, συγ­γρα­φέ­ας βιο­γρα­φίας του Αθα­νά­σιου Πά­ριου. 
Ακο­λου­θούν τέσ­σε­ρα κεί­με­να μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης και δια­φο­ρε­τι­κής πνοής: Ένα εν­δια­φέ­ρον σχό­λιο του Νέ­αν­θου Θρα­κί­τη για τις ερ­μη­νευ­τι­κές έν­νοιες του ρή­μα­τος πο­δί­ζω στη ναυ­τι­κή και τον Πα­πα­δια­μά­ντη. Άρθρο του Αρχι­μαν­δρί­τη Πα­ντε­λεή­μων Κα­ρα­λά­ζου, «Ο κο­σμο­κα­λό­γη­ρος ή ο ά­γιος των γραμ­μά­των», ό­που δια­τυ­πώ­νε­ται η ά­πο­ψη πως η Εκκλη­σία θα εί­χε κερ­δί­σει έ­ναν με­γά­λο σύγ­χρο­νο Πα­τέ­ρα, αν ο Σκια­θί­της εί­χε μεί­νει στο Άγιο Όρος. Όσο για τα ό­ποια πά­θη τού με­τέ­πει­τα βίου του,  τα δι­καιο­λο­γεί με την πα­ρα­βο­λή του γέ­ρο­ντα Παΐσιου: «Όταν μας προ­σφέ­ρει κά­ποιος έ­να σα­κί με κα­ρύ­δια, δεν εί­ναι κα­θό­λου σω­στό να δια­μαρ­τυ­ρό­μα­στε για πέ­ντε – έ­ξι μου­χλια­σμέ­να...» Ανα­δη­μο­σιεύε­ται α­πό την ε­φη­με­ρί­δα «Θέ­μα» το κεί­με­νο του Νί­κου Κα­ρα­μα­νά­βη, «Η τρελ­λή βρα­δυά του Πα­πα­δια­μά­ντη στο Μπα­τα­ριά του Μα­λα­κά­ση», κα­θώς και τα δυο διη­γή­μα­τα του Πα­πα­δια­μά­ντη. Τέ­λος, κεί­με­νο του Τά­σου Πα­ντε­λί­δη, ο ο­ποίος α­να­διη­γεί­ται μια α­νά­μνη­ση του Σταμ Σταμ. Ενώ, ποίη­μα για τον τι­μώ­με­νο συν­θέ­τει η Β. Αντω­νο­πού­λου- Μου­λα­λή.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/6/2012

Μαθηματικός γρίφος με φόντο τη Σέριφο



Τεύ­κρος Μι­χα­η­λί­δης
«Τα τέσ­σε­ρα χρώ­μα­τα
του κα­λο­και­ριού»
Εκδό­σεις Πό­λις
Οκτώ­βριος 2011


Ο γερμανός μαθηματικός Ντέϊβιντ Χίλμπερτ.



Αυ­τή τη φο­ρά, ο Τεύ­κρος Μι­χα­η­λί­δης δεν γρά­φει έ­να α­στυ­νο­μι­κό μα­θη­μα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, αλ­λά έ­να ε­ρω­τι­κό μα­θη­μα­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα. Αντί­στοι­χα, τα θε­μα­τι­κά υ­λι­κά που χρη­σι­μο­ποιεί δεν εί­ναι έ­να ή πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­γκλή­μα­τα αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας, συ­γκε­κρι­μέ­να τρεις, ε­ρω­τι­κές ι­στο­ρίες, ε­νώ πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρός, κά­τι σαν α­κρο­γω­νιαίος λί­θος, ο μα­θη­μα­τι­κός γρί­φος. Όπως στα­θε­ρό πα­ρα­μέ­νει και το ε­πάγ­γελ­μα του ή­ρωα. Εί­ναι και πά­λι έ­νας μα­θη­μα­τι­κός. Μό­νο που ε­δώ δεν πρό­κει­ται για έ­ναν πα­θια­σμέ­νο, που έ­χει α­να­γά­γει την ε­πι­στή­μη του σε κέ­ντρο του κό­σμου. Ο και­νού­ριος ή­ρωας, στο μό­νο που ήλ­πι­ζε, ό­ταν τε­λείω­σε το Πα­νε­πι­στή­μιο, ή­ταν μια στα­θε­ρή δου­λειά. Αν βρέ­θη­κε να α­σχο­λεί­ται με­τά μα­νίας με έ­να α­πό τα ά­λυ­τα προ­βλή­μα­τα των Μα­θη­μα­τι­κών, ας ό­ψε­ται ο έ­ρω­τας και δη, κε­ραυ­νο­βό­λος. Κα­τά τα άλ­λα, έ­νας πα­ρό­μοιος έ­ρω­τας θα μπο­ρού­σε να φου­ντώ­σει ο­που­δή­πο­τε  και ο­πο­τε­δή­πο­τε. Όμως ο συγ­γρα­φέ­ας έ­χει δεί­ξει ό­τι συν­δυά­ζει το εν­δια­φέ­ρον του για τα Μα­θη­μα­τι­κά με ε­κεί­νο για την Ιστο­ρία, γε­νι­κώς και ει­δι­κό­τε­ρα, για την Ιστο­ρία της ε­πι­στή­μης του, των Μα­θη­μα­τι­κών. Γι’ αυ­τό και ε­πι­λέ­γει α­ντί­στοι­χα τον τό­πο και τον χρό­νο ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, τους τό­πους και τους χρό­νους, α­φού, και πά­λι, δεν αρ­κεί­ται σε έ­να ε­πί­πε­δο, αλ­λά μοι­ρά­ζει την ι­στο­ρία του σε τρεις γε­νιές. Αυ­τή του μα­θη­μα­τι­κού και της α­γα­πη­μέ­νης του και ε­κεί­νες, της μη­τέ­ρας και της για­γιάς της, που η κα­θε­μιά τους ζει έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα.
Εύ­στο­χος εί­ναι ο τίτ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, κα­θώς κα­τορ­θώ­νει να δώ­σει ποιη­τι­κή χροιά στην ο­νο­μα­σία του μα­θη­μα­τι­κού προ­βλή­μα­τος. Για ό­σους, βε­βαίως, γνω­ρί­ζουν ό­τι υ­πάρ­χει πρό­βλη­μα μα­θη­μα­τι­κών με μια ο­νο­μα­σία ό­πως “τα τέσ­σε­ρα χρώ­μα­τα”, που, κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, δεν α­να­κα­τώ­νει ο­νό­μα­τα μα­θη­μα­τι­κών και ε­πι­στη­μο­νι­κούς ό­ρους. Με τον τίτ­λο, ό­μως, κα­θο­ρί­ζε­ται η ε­πο­χή του έ­τους, στην ο­ποία το­πο­θε­τεί­ται το πα­ρόν της α­φή­γη­σης. Εί­ναι η πε­ρίο­δος του κα­λο­και­ριού, που θεω­ρεί­ται ως η πλέ­ον κα­τάλ­λη­λη για να φου­ντώ­σει έ­νας έ­ρω­τας. Γι’ αυ­τό, ό­μως, χρειά­ζε­ται και έ­νας προ­σφυής τό­πος. Οπό­τε, οι ε­πι­λο­γές α­πο­κλί­νουν προς τη νη­σιω­τι­κή Ελλά­δα, ά­ντε το πο­λύ, και προς κά­ποια πα­ρα­θα­λάσ­σια πε­ριο­χή της η­πει­ρω­τι­κής. Από αυ­τό το εν­δει­κνυό­με­νο για το ε­ρω­τι­κό του μυ­θι­στό­ρη­μα γεω­γρα­φι­κό σύ­νο­λο, ο Μι­χα­η­λί­δης ε­πι­λέ­γει τη Σέ­ρι­φο. Σε αυ­τήν την προ­τί­μη­ση, δεν φαί­νε­ται να συ­ντεί­νουν λό­γοι προ­σω­πι­κοί και συ­ναι­σθη­μα­τι­κοί, ό­πως συμ­βαί­νει με άλ­λους νεό­τε­ρους μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους, χω­ρίς, βε­βαίως, και να α­πο­κλείο­νται πα­ρό­μοια κί­νη­τρα. Λ.χ., ου­δό­λως υ­στε­ρεί ο τρό­πος που πε­ρι­γρά­φει τη Σέ­ρι­φο α­πό ε­κεί­νον της Αμά­ντας Μι­χα­λο­πού­λου, ό­ταν α­να­φέ­ρε­ται στην Αστυ­πά­λαια, που έ­χει ε­ξο­μο­λο­γη­θεί ό­τι εί­ναι ο α­γα­πη­μέ­νος της τό­πος δια­κο­πών. Μό­νο που το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο για την προ­τί­μη­ση του Μι­χα­η­λί­δη εί­ναι η ι­στο­ρία του νη­σιού, την ο­ποία και εκ­με­ταλ­λεύε­ται κα­τά το στή­σι­μο του μύ­θου. Τον εν­δια­φέ­ρει η άλ­λο­τε πο­τέ Σέ­ρι­φος, που ζού­σε α­πό τα με­ταλ­λεία. Την πα­ρου­σιά­ζει και ως α­ντί­πο­δα στη Σέ­ρι­φο με­τά το 1964, ό­ταν κλεί­νουν ο­ρι­στι­κά τα με­ταλ­λεία και ε­πι­κρα­τεί ε­γκα­τά­λει­ψη. Τό­τε, με­σού­σης της Δι­κτα­το­ρίας, το­πο­θε­τεί­ται το πα­ρόν της α­φή­γη­σης, ε­νώ, το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, σε α­ντί­στι­ξη, πε­ρι­γρά­φει τη Σε­ρί­φο στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, που αρ­χί­ζει να ζει την του­ρι­στι­κή ά­νοι­ξη. 
Για την πα­λαιά Σέ­ρι­φο, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν α­να­τρέ­χει στο νη­σί των μυ­θο­λο­γι­κών και αρ­χαίων χρό­νων, ού­τε στην πρώ­τη Ελλη­νι­κή Με­ταλ­λευ­τι­κή Εται­ρεία ε­πί Ανδρέα Συγ­γρού ή στην ε­πο­χή της γαλ­λι­κής με­ταλ­λευ­τι­κής ε­ται­ρείας του Λαυ­ρίου, αλ­λά ό­ταν την διοί­κη­ση της αρ­χι­κά ελ­λη­νο­γαλ­λι­κών συμ­φε­ρό­ντων «Σέ­ρι­φο-Σπη­λια­λέ­ζα» εί­χε α­να­λά­βει η γερ­μα­νι­κή οι­κο­γέ­νεια των Γκρό­μαν. Και συ­γκε­κρι­μέ­να, ο γιός του πρώ­του διευ­θυ­ντή, του Αι­μί­λιου, ο Γεώρ­γιος Γκρό­μαν, που εί­χε ε­φαρ­μό­σει πρό­γραμ­μα μέ­γι­στης εκ­με­τάλ­λευ­σης του ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, το ο­ποίο και ο­δή­γη­σε, τον Ιού­νιο του 1916, στην ί­δρυ­ση του Σω­μα­τείου Με­ταλ­λευ­τών Σε­ρί­φου. Αυ­τό ή­ταν που ορ­γά­νω­σε τις ερ­γα­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις και την α­περ­γία της 7ης Αυ­γού­στου, που ε­ξε­λίχ­θη­κε σε ε­ξέ­γερ­ση και κα­τά­λη­ψη της ε­ξου­σίας στο νη­σί α­πό τους με­ταλ­λω­ρύ­χους για έ­να δε­κα­πεν­θή­με­ρο, με α­πο­τέ­λε­σμα, στις 21 Αυ­γού­στου, να σταλ­θεί ε­πί τό­που α­πό­σπα­σμα Χω­ρο­φυ­λα­κής. Τα της α­περ­γίας της Σε­ρί­φου, ή­τοι “την α­φή­γη­ση των αι­μα­τη­ρών σκη­νών της 21ης Αυ­γού­στου 1916 εις τα με­ταλ­λω­ρυ­χεία του Με­γά­λου Λει­βα­δίου της Σε­ρί­φου”, έ­γρα­ψε στη φυ­λα­κή της Σύ­ρου ο πρω­τερ­γά­της του ξε­ση­κω­μού των ερ­γα­τών, Κων­στα­ντί­νος Σπέ­ρας. Το βι­βλίο του πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1919 και ε­πα­νεκ­δό­θη­κε προ δε­κα­ε­τίας. 
Βίος και πο­λι­τεία ή­ταν αυ­τός ο Σπέ­ρας. Τον συ­να­ντού­με, δυο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, στις α­περ­γίες των κα­πνερ­γα­τών της Κα­βά­λας, και τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στο δεύ­τε­ρο συ­νέ­δριο της ΓΣΕΕ στην Αθή­να, να η­γεί­ται της α­ντί­πα­λης προς το ΚΚΕ και μειο­ψη­φού­σας τά­σης. Σε­ρι­φιώ­της, α­ναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στής, α­πό τα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη του Ε­ΚΑ και της ΓΣΕΕ, εί­χε έ­να ά­δο­ξο και α­κό­μη μέ­χρι σή­με­ρα θο­λό, ό­σον α­φο­ρά τους υ­παι­τίους, τέ­λος. Οποιοσ­δή­πο­τε άλ­λος μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος θα εκ­με­ταλ­λευό­ταν έ­ναν πα­ρό­μοιο χα­ρα­κτή­ρα, τό­σο πρό­σφο­ρο α­κό­μη και για δια­κει­με­νι­κές πα­ρεκ­βά­σεις. Μπο­ρεί να έ­στη­νε, λ.χ., μια μυ­θο­πλα­στι­κή συ­νο­μι­λία με τα πε­ζά του Π. Χ. Μάρ­κο­γλου, ό­που πρω­τα­γω­νι­στούν οι κα­πνερ­γά­τες της Κα­βά­λας και γί­νο­νται α­να­δρο­μές στα χρό­νια που πέ­ρα­σε α­πό ε­κεί ο Σπέ­ρας. Ή, α­κό­μη, με έ­να πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο, ό­πως ο Κω­στής Μπα­στιάς, που, τον Αύ­γου­στο του 1918, στη Σύ­ρο ί­δρυ­σε με τον Σπέ­ρα τον Μορ­φω­τι­κό Εργα­τι­κό Όμι­λο. Τό­τε, ο Μπα­στιάς ή­ταν μό­λις 17 και ο Σπέ­ρας, αν δεν σφάλ­λου­με, 25, γεν­νη­μέ­νος το 1893 και ό­χι το 1883. Του Μι­χα­η­λί­δη, ό­μως, δεν του α­ρέ­σουν, του­λά­χι­στον προς το πα­ρόν, πα­ρό­μοια α­φη­γη­μα­τι­κά παι­χνί­δια. Προ­τάσ­σει την συ­νε­κτι­κή δο­μή της ι­στο­ρίας του, χω­ρίς να στρε­βλώ­νει για τις α­νά­γκες της τα ι­στο­ρι­κά δε­δο­μέ­να, ού­τε να κά­νει κα­τά­χρη­ση στην εκ­με­τάλ­λευ­σή τους.
Πλά­θει έ­ναν ή­ρωα, συ­νο­μή­λι­κο του Σπέ­ρα, γάλ­λο μη­χα­νι­κό ο­ρυ­χείων, ο ο­ποίος θα ζή­σει α­πό κο­ντά τα αι­μα­τη­ρά γε­γο­νό­τα και θα γρά­ψει γι’ αυ­τά στο η­με­ρο­λό­γιό του. Όπως θα γρά­ψει και για τον έ­ρω­τά του με μια νη­σιώ­τισ­σα, αλ­λά και τις μά­χες του Α΄ Πα­γκο­σμίου Πο­λέ­μου, στις ο­ποίες θα ε­μπλα­κεί, ε­πι­στρέ­φο­ντας στην πα­τρί­δα του. Αυ­τό εί­ναι το ι­στο­ρι­κό βά­θος πε­δίου, που ε­ξα­σφα­λί­ζει η ε­πι­λο­γή του τό­που, και το ο­ποίο δέ­νε­ται με την ι­στο­ρία της για­γιάς. Με­τά έρ­χε­ται το δεύ­τε­ρο χρο­νι­κό ε­πί­πε­δο, ο έ­ρω­τας της μη­τέ­ρας για έ­ναν γερ­μα­νό μα­θη­μα­τι­κό, που συ­νε­χί­ζει την πε­ρι­διά­βα­ση στην ευ­ρω­παϊκή Ιστο­ρία, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να ε­ξα­σφα­λί­ζει και το μα­θη­μα­τι­κό σκέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.  Αυ­τό το τε­λευ­ταίο πε­ριο­ρί­ζε­ται α­πό το αί­τη­μα να υ­πάρ­χει σα­σπέ­νς, ά­ρα γρί­φος, που ση­μαί­νει ό­τι η υ­πό­θε­ση θα πρέ­πει να ε­πι­κε­ντρω­θεί και πά­λι σε έ­να α­πό τα ά­λυ­τα προ­βλή­μα­τα των Μα­θη­μα­τι­κών. Μό­νο που στο και­νού­ριό του βι­βλίο, ο Μι­χα­η­λί­δης, ό­πως ο κά­θε ι­στο­ρη­μέ­νος ε­πι­στή­μο­νας που βρί­σκε­ται α­ντι­μέ­τω­πος με τις τε­χνο­λο­γι­κές ε­ξε­λί­ξεις, δεί­χνει ε­πι­προ­σθέ­τως ό­τι έ­χει και φι­λο­σο­φι­κές α­νη­συ­χίες. Γι’ αυ­τό και δεν δια­λέ­γει έ­να α­πό τα 23 προ­βλή­μα­τα, που δια­τύ­πω­σε ο  δια­πρε­πής γερ­μα­νός μα­θη­μα­τι­κός Ντέϊβι­ντ Χίλ­μπερτ στο δεύ­τε­ρο Διε­θνές Μα­θη­μα­τι­κό Συ­νέ­δριο, Αύ­γου­στο 1900. Άλλω­στε, αυ­τά α­πο­τέ­λε­σαν προ ε­ξα­ε­τίας τον πυ­ρή­να του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, «Πυ­θα­γό­ρεια ε­γκλή­μα­τα». Πά­ντως, για τον Χίλ­μπερτ προ­βλέ­πει ρό­λο και στη δρά­ση του νέ­ου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Αυ­τή τη φο­ρά, εκ­με­ταλ­λεύε­ται την ι­διό­τη­τά του ως διευ­θυ­ντή του Μα­θη­μα­τι­κού Ινστι­τού­του του Γκέ­τιν­γκεν, ό­που δί­δα­ξε κο­ντά μι­σό αιώ­να, α­πό το 1895 μέ­χρι το θά­να­τό του, στις 14 Φε­βρουα­ρίου 1943, υ­πό να­ζι­στι­κό πλέ­ον κα­θε­στώς σε έ­να α­πο­κα­θαρ­μέ­νο α­πό τους Εβραίους και α­ντι­στοί­χως α­πο­δυ­να­μω­μέ­νο Γκέ­τιν­γκεν. Εκεί, το­πο­θε­τεί τον γερ­μα­νό ή­ρωά του, τον μα­θη­μα­τι­κό. Ξε­κι­νά­ει το με­τα­πτυ­χια­κό του, στις αρ­χές της  δε­κα­ε­τίας του ’30 και εί­ναι ο Χίλ­μπερτ ε­κεί­νος που τον εν­θαρ­ρύ­νει να ε­πι­λέ­ξει ως θέ­μα της δια­τρι­βής του το πρό­βλη­μα των τεσ­σά­ρων χρω­μά­των, πα­ρό­λο που δεν  κα­τα­χω­ρεί­ται στα ά­λυ­τα προ­βλή­μα­τα του κυ­ρίως κορ­μού των Μα­θη­μα­τι­κών. Σή­με­ρα θεω­ρεί­ται πρό­βλη­μα της το­πο­λο­γίας, την ο­ποία α­πο­κα­λούν και “λα­στι­χέ­νια γεω­με­τρία”, κα­θώς στη­ρί­ζε­ται στην γεω­με­τρι­κή πα­ρα­μόρ­φω­ση της υ­πό με­λέ­τη ο­ντό­τη­τας, μέ­χρι αυ­τή να συ­μπέ­σει με άλ­λη, ι­σο­δύ­να­μη ό­σο α­φο­ρά τις ι­διό­τη­τες που ε­ξε­τά­ζο­νται. Αυ­τή, α­κρι­βώς, εί­ναι η μέ­θο­δος, με την ο­ποία έ­χουν προ­σπα­θή­σει να λύ­σουν και το συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­βλη­μα. Μάλ­λον α­κρι­βέ­στε­ρα, λέ­γε­ται ό­τι α­πο­τε­λεί το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο πρό­βλη­μα, που α­ντι­με­τώ­πι­σε η θεω­ρία των γρα­φη­μά­των. Θεω­ρία που α­να­δείχ­θη­κε κα­τά το με­σο­πό­λε­μο και πο­λύ βοή­θη­σε την το­πο­λο­γία.
Μα­κράν, ό­μως, του Μι­χα­η­λί­δη οι ε­πι­στη­μο­νι­κοί ό­ροι. Χω­ρίς να α­πλο­ποιεί στρε­βλω­τι­κά το μα­θη­μα­τι­κό πρό­βλη­μα, κα­τορ­θώ­νει να το πε­ρι­γρά­ψει κα­τά εύ­λη­πτο τρό­πο και μά­λι­στα, χω­ρίς να δη­μιουρ­γεί την ε­ντύ­πω­ση πως δι­δά­σκει α­δύ­να­τους στα μα­θη­μα­τι­κά α­να­γνώ­στες. Ακό­μη και τα γρα­φή­μα­τα, που εί­ναι α­να­γκαία ώ­στε να δο­θεί μια ει­κό­να του τρό­που, με τον ο­ποίο οι μα­θη­μα­τι­κοί προ­σπά­θη­σαν να ε­πι­λύ­σουν το συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­βλη­μα και τα ο­ποία πα­ρα­θέ­τει, κα­τορ­θώ­νει να τα χω­νέ­ψει στην α­φή­γη­ση με δια­φω­τι­στι­κούς δια­λό­γους. Το μυ­θι­στό­ρη­μά του θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί τερ­πνό και ω­φέ­λι­μο, τό­σο α­πό ι­στο­ρι­κή ό­σο και α­πό μα­θη­μα­τι­κή σκο­πιά. Ρί­χνει μια μα­τιά στον 20ό αιώ­να, ε­στιά­ζο­ντας στους δυο Πο­λέ­μους, σε δυο χώ­ρες, τη να­ζι­στι­κή Γερ­μα­νία και την κα­τε­χό­με­νη Γαλ­λία. Ενώ σχο­λιά­ζει έ­να φαι­νο­με­νι­κά α­πλό πρό­βλη­μα, του ο­ποίου η πρώ­τη μα­θη­μα­τι­κή δια­τύ­πω­ση ε­ντο­πί­ζε­ται προ 160 ε­τών, σε ε­πι­στο­λή ε­νός μα­θη­μα­τι­κού, κα­θη­γη­τή στο Ιμπέ­ριαλ Κόλ­λετζ του Λον­δί­νου, προς συ­νά­δελ­φό του: Ποιος εί­ναι ο ε­λά­χι­στος α­ριθ­μός δια­φο­ρε­τι­κών χρω­μά­των, που α­παι­τού­νται για να χω­μα­τί­σου­με έ­να χάρ­τη, με τον αυ­το­νό­η­το πε­ριο­ρι­σμό δια­φο­ρε­τι­κές πε­ριο­χές να έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κά χρώ­μα­τα; Η ε­μπει­ρία των πα­λαιών χαρ­το­γρά­φων έ­δι­νε την α­πά­ντη­ση. Τέσ­σε­ρα χρώ­μα­τα αρ­κούν. Άλλο ό­μως ο α­ντι­κει­με­νι­κός κό­σμος και άλ­λο μια μα­θη­μα­τι­κή α­πό­δει­ξη. Τον πρώ­το που προ­σπά­θη­σε να α­πο­δεί­ξει ό­τι αρ­κούν τέσ­σε­ρα χρώ­μα­τα, έ­ναν φοι­τη­τή του εν λό­γω κα­θη­γη­τή, τον α­κο­λού­θη­σαν πλεί­στοι ό­σοι ε­πι­φα­νείς μα­θη­μα­τι­κοί, χω­ρίς να κα­τορ­θώ­σουν να προ­σκο­μί­σουν μια α­πό­δει­ξη. Ένας πρό­τει­νε μια α­πό­δει­ξη, η ο­ποία έ­γι­νε α­πο­δε­κτή α­πό την πα­νε­πι­στη­μια­κή κοι­νό­τη­τα. Δέ­κα χρό­νια, ό­μως, αρ­γό­τε­ρα έ­νας άλ­λος έ­δει­ξε ό­τι η α­πό­δει­ξη ί­σχυε για πέ­ντε χρώ­μα­τα, αλ­λά έ­με­νε να α­πο­δειχ­θεί για τέσ­σε­ρα. Το κρί­σι­μο πέ­ρα­σμα, για την ε­πάρ­κεια τεσ­σά­ρων χρω­μά­των, έ­γι­νε το 1976, αλ­λά με τη βοή­θεια η­λεκ­τρο­νι­κού υ­πο­λο­γι­στή. Τό­τε, οι μεν ι­δε­α­λι­στές μα­θη­μα­τι­κοί αρ­νή­θη­καν μια πα­ρό­μοια α­πό­δει­ξη ως μη α­μι­γώς μα­θη­μα­τι­κή, υ­πήρ­ξαν, ό­μως, και ο­ρι­σμέ­νοι, που άρ­χι­σαν να προ­βλη­μα­τί­ζο­νται για την φύ­ση και την ου­σία των Μα­θη­μα­τι­κών.
Στο ε­πί­με­τρο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, σαν συ­νέ­χεια στον προ­βλη­μα­τι­σμό του ή­ρωα, ο συγ­γρα­φέ­ας σχο­λιά­ζει τις αλ­λα­γές στις φι­λο­σο­φι­κές βά­σεις των Μα­θη­μα­τι­κών, που έ­φε­ρε αυ­τή η πρώ­τη πρό­τα­ση, η ο­ποία α­πο­δείχ­θη­κε με την χρή­ση μη­χα­νι­κών μέ­σων και ό­χι με το χαρ­τί, το μο­λύ­βι και τη μα­θη­μα­τι­κή φα­ντα­σία. Πα­ρα­θέ­τει, μά­λι­στα, τις α­πό­ψεις του Τό­μας Τι­μόζ­κο πε­ρί ε­νός ευ­ρύ­τε­ρου ο­ρι­σμού αυ­τού που α­πο­κα­λεί­ται μα­θη­μα­τι­κή α­πό­δει­ξη. Αυ­τά ό­σο α­φο­ρά το πε­ριε­χό­με­νο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, που θα μπο­ρού­σε να α­πλω­θεί στο δι­πλά­σιο ή και το τρι­πλά­σιο των σε­λί­δων. Οι μυ­θι­στο­ριο­γρά­φοι, ό­μως, που έρ­χο­νται α­πό το χώ­ρο των Μα­θη­μα­τι­κών, δεν κα­τα­πιά­νο­νται με με­γά­λες συν­θέ­σεις. Όσο α­φο­ρά τη μορ­φή, ο Μι­χα­η­λί­δης συμ­με­ρί­ζε­ται την τρέ­χου­σα τά­ση προς κά­ποια εκ­ζή­τη­ση. Ποι­κίλ­λει την πρω­το­πρό­σω­πη α­φή­γη­ση, με τις η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις του Γάλ­λου και τις ε­πι­στο­λές του Γερ­μα­νού. Κα­τά τα άλ­λα, θα θλί­ψει έ­να γυ­ναι­κείο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό με το τρα­γι­κό φι­νά­λε, που δί­νει στις δύο ε­ρω­τι­κές ι­στο­ρίες. Το α­πο­ζη­μιώ­νει, πά­ντως, με το ει­δυλ­λια­κό χά­πι ε­ντ του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Έστω κι αν οι μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κοί ή­ρωες δεν γνώ­ρι­σαν τη δό­ξα του λύ­τη ε­νός ά­λυ­του προ­βλή­μα­τος. Εσα­εί ά­λυ­το για τους σκε­πτό­με­νους ι­δε­α­λι­στι­κά πα­ρα­μέ­νει το πρό­βλη­μα των τεσ­σά­ρων χρω­μά­των. Οι α­να­γνώ­στες μπο­ρούν να πά­ρουν μο­λύ­βι και χαρ­τί. Πο­τέ δεν ξέ­ρεις.     

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/6/2012