Θανάσης Βαλτινός "Άνθη της αβύσσου"
Εκδόσεις Εστίας Απρίλιος 2008
Και επανερχόμαστε, όπως είχαμε δεσμευθεί, στο δωδέκατο πεζογράφημα του Θανάση Βαλτινού, και αυτό στη μορφή βιβλίου αντί του υποσχεμένου σιντί. Από μια άποψη, παράδοξη μεταστροφή, όταν μέχρι πρότινος, ο συγγραφέας υποστήριζε πως το βιβλίο, ως λογοτεχνική έκφραση, έχει ολοκληρώσει τη διαδρομή του και χρειάζεται ρηξικέλευθες προτάσεις. Αν και το πιο ανησυχητικό είναι η εξαγγελία και του δέκατου τρίτου βιβλίου του, που θα είναι, λέει, "κλασικότροπο και ερωτικό". Και το χαρακτηρίζουμε ανησυχητικό, γιατί μπορεί και να δείχνει, πως ο λογοτέχνης προσαρμόζεται στον ακαδημαϊκό θώκο, παρά τις δηλώσεις του, να καταβάλλει προσπάθειες ώστε να φαρδύνει ο θώκος για να χωρέσει και τις τολμηρότερες περιφέρειες της λογοτεχνίας.
Στο προηγούμενο δημοσίευμά μας, είχαμε σχολιάσει την εισαγωγή του βιβλίου, οπότε μένει το κυρίως σώμα, με τη μορφή σεναρίου, που δεν επιλέχτηκε ως κατάλληλο αφηγηματικό είδος, όπως γράφτηκε και όπως θα μπορούσε να συμβαίνει, αλλά έτυχε να υπάρχει έτοιμο. Διαφορετικής πνοής το σενάριο, σε σύγκριση με τη μεταμοντέρνα διάθεση της εισαγωγής, καθώς γράφτηκε λίγα χρόνια νωρίτερα το 1996, στο ξεκίνημα του απομυθοποιητικού ρεύματος, και το βασικότερο, προοριζόταν για ταινία και δη, επετειακού χαρακτήρα. Αν και αναφέρεται στον ίδιο ήρωα, τον Σολωμό όπως τον συστήνει η εισαγωγή, φωτίζει πλαγίως πρόσωπα και καταστάσεις, μάλλον "δείχνοντας" παρά "λέγοντας". Στην εκδοχή του βιβλίου, το σενάριο απαρτίζεται από 58 σκηνές, όπου διακρίνονται τρεις σεκάνς, ενώ εννέα σκηνές έχουν χαρακτήρα ατμοσφαιρικής εικόνας, θα λέγαμε, περισσότερο λογοτεχνικής και λιγότερο κινηματογραφικής. Προνομιούχος τόπος του σεναρίου η Ζάκυνθος, εκτός από οκτώ σκηνές, που εκτυλίσσονται στην Κέρκυρα, και ακόμη, τρεις πάνω στο ατμόπλοιο "Επτάνησος", που κάνει τη διαδρομή Κέρκυρα-Ζάκυνθο, με τελικό προορισμό την Πάτρα.
Ο παροντικός χρόνος του σεναρίου είναι το οκτάμηνο, από τις 9 Σεπτεμβρίου 1836 μέχρι τις 3 Μαΐου 1837, που ο Σολωμός παρέμεινε στην Ζάκυνθο κατά το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στην γενέθλια νήσο, μετά το 1828 που εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Μόνο οι πέντε αρχικές σκηνές τοποθετούνται στις παραμονές της αναχώρησής του από την Κέρκυρα και οι τρεις τελευταίες στα κατοπινά χρόνια, επίσης στην Κέρκυρα. Η μια, το 1847 (αν και εκ παραδρομής αναφέρεται το 1848), η επόμενη παίζει μεταξύ 1847 και 1848, καθώς η μνεία του θανάτου του δικηγόρου Γιάννη Γαλβάνη προ διετίας την εντοπίζει στις αρχές του 1847, ενώ η αναφορά στην συνταγματική μεταρρύθμιση που εγκαθίδρυσε την ελευθερία του Τύπου, καθώς και το συμβάν με τον "πόρφυρα" που κατασπάραξε βρετανό στρατιώτη, την τοποθετούν καλοκαίρι 1848. Και η τελευταία, σε ένα ακαθόριστο παρόν. Όπως και η δεύτερη σκηνή, πρόκειται και πάλι για μια στατική εικόνα, που δείχνει γκραβούρα της πόλης της Κέρκυρας, ενώ περνούν γράμματα. Με τη μορφή εγκυκλοπαιδικού λήμματος, αναφέρεται ο θάνατος του Σολωμού το 1857 και η ανακήρυξη, "το 1865, αμέσως μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα" των δυο πρώτων στροφών από τον "Ύμνον εις την Ελευθερίαν" "επισήμως σε ελληνικό εθνικό ύμνο". Αν και δεν έγινε ακριβώς έτσι. Το 1865, οι δυο στροφές χαρακτηρίστηκαν "επίσημον εθνικόν άσμα" του Βασιλικού Ναυτικού, μετέπειτα του Στρατού και αργότερα, εθνικός ύμνος. Το ενδιαφέρον, όμως, έγκειται στη διατύπωση "ελληνικός εθνικός ύμνος" αντί του συνήθους "εθνικός ύμνος της Ελλάδος", που μπορεί να εκληφθεί και σαν μια πρόσθετη πινελιά σε ένα σενάριο που φροντίζει να πάρει τις πρέπουσες αποστάσεις από παλαιότερα κείμενα που "υπηρετούσαν τα ιδεώδη της πατρίδος". Πέραν αυτών, στο σενάριο προβλέπονται και επτά σκηνές, που διαδραματίζονται σε παλαιότερα χρόνια, τα παιδικά του Σολωμού, 1806-1807, και τα νεανικά του, 1822-1823. Σκηνές που ο συγγραφέας προτρέπει να αποδοθούν κινηματογραφικά ως φαντασίωση ή "σαν παραίσθηση" και ακόμη, "με την αυθαιρεσία που λειτουργούν τα όνειρα".
Βραβευμένος σεναριογράφος ο Βαλτινός, γνωρίζει πόσο καθοριστικό είναι για μια ταινία το ξεκίνημα. Γι' αυτό και προτάσσει μια σκηνή ρομάντζου στους ελαιώνες της Ζακύνθου, τον χειμώνα του 1823. Ο Σολωμός και η Μαρία Παπαγεωργοπούλου, σε μεσημεριανή βόλτα με άμαξα. Εκείνη, γεμάτη ερωτική προσμονή, προσφέρει τα χείλη της, εκείνος αντιπαρέρχεται, μιλώντας για τον καιρό. Τρία χρόνια αργότερα, η Μαρία, πλανταγμένη από έρωτα για "έναν νέον βενετόν μουσικόν", που αποκαλύφθηκε νυμφευμένος, αυτοκτονεί και ο Σολωμός συνθέτει την "Φαρμακωμένη". Ωστόσο, κατά το σενάριο, δέκα χρόνια αργότερα βαυκαλίζεται με την ιδέα πως αυτός της έδωσε το φαρμάκι "γιατί δεν τόλμησε ν' απλώσει το χέρι του". Την είδε, λέει, να τον μέμφεται στο όνειρό του, που συνιστά, ως γνωστόν, τον προνομιούχο τόπο των απωθημένων.
Ερωτικό, λοιπόν, το ξεκίνημα του σεναρίου, αντί ενός πατριωτικού ανοίγματος, που πιθανώς να αναμενόταν, μια και γίνεται μνεία στο 1823. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ένα λεύκωμα, που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις "Μικρή Άρκτος", συνοδευτικό έκθεσης 65 νεότερων ζωγράφων, με τίτλο, "Σκιαγραφώντας τον Διονύσιο Σολωμό". Ως εισαγωγή παρατίθενται οι "Σημειώσεις για τον κόμη Σολωμό" του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου, με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1848, γραμμένες ιταλικά (στο λεύκωμα, σε μετάφραση Β. Ρούβαλη), και κείμενο της επιμελήτριας της έκθεσης Ίρις Κρητικού. Το πρώτο, με την οπτική μιας μακρόχρονης φιλίας, αναδεικνύει έναν χαρισματικό, αν και χωρίς εξιδανικεύσεις, Σολωμό. Ενώ, το δεύτερο ανατρέχει, όπως και το σενάριο, στο 1823. Όχι, όμως, στο χειμώνα εκείνου του έτους, αλλά στον μήνα Μάϊο, όταν, στην ζακυνθινή ύπαιθρο, ο Σολωμός δεν έκανε αμαξάδες αλλά έγραφε τον "Ύμνον εις την Ελευθερίαν". Όπου, η Κρητικού επαναλαμβάνει πως "το ποίημα, εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821, γράφτηκε υπό τον ήχο των κανονιών της τουρκικής πολιορκίας του Μεσολογγίου." Αντιθέτως, από το σενάριο η Επανάσταση απουσιάζει, όχι μόνο ως πηγή έμπνευσης του "Ύμνου εις την Ελευθερίαν" αλλά και ως γεγονός. Μόνο δυο αναφορές. Όταν μνημονεύεται ο Ιωάννης Βερναρδάκης, θερμός υποστηρικτής του Αγώνα αλλά εντελώς αφανής σήμερα, ο οποίος έδωσε την περιουσία του για να φτιαχτεί στο νότιο άκρο της πόλης της Ζακύνθου συνοικισμός για τους πρόσφυγες του 1821, τα Μπεναρδακέικα. Και εν τη ρύμη του λόγου, η πολιορκία του Μεσολογγίου.
Και ακολουθούν πέντε σκηνές στην Κέρκυρα του 1836 (εκ παραδρομής, αναφέρεται πως ο Σολωμός "είναι εγκατεστημένος στο νησί από δεκαετίας"). Η τελευταία εκτυλίσσεται την 8η Σεπτεμβρίου, ημέρα της αναχώρησης του Σολωμού για την Ζάκυνθο. Και πάλι σε άμαξα, ο Σολωμός με θελκτική γυναικεία ύπαρξη, την Αδελαΐδα Καρβελά, χήρα ολίγων μηνών του φίλου του Γκαετάνο Γκρασσέτι. Εκείνη επιζητά συναισθηματική προσέγγιση, εκείνος και πάλι αντιπαρέρχεται, πίνοντας από "μικρό πλακέ μπουκάλι" που "βγάζει από τη μέσα τσέπη της ζακέτας του". Όπου έχουν προηγηθεί δυο σκηνές εστιασμένες στην βερντέα, το γνωστό λευκό ζακυνθινό κρασί, και στο πόσο πολύτιμη ήταν για τον Σολωμό.
Στην πρώτη, ένας "χαμάλης", πρωΐ, στο λιμάνι της Κέρκυρας, κουβαλάει καλάθια, κιβώτια και μια "βαρέλα", ενώ "ακούγεται off" η φωνή του μικρότερου αδελφού του Σολωμού, Δημήτρη, να διαβάζει επιστολή του προς τον Σολωμό, με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1836, η οποία και ενσωματώνεται στο σενάριο. Στο τρέχον τεύχος της "Νέας Εστίας", ο Τάσος Καλούτσας σχολιάζει τον πλαστό χαρακτήρα της επιστολής. Μια "θεμιτή αυθαιρεσία", όπως σπεύδει να διευκρινίσει, εξηγώντας πως "ο συγγραφέας επινοεί το περιεχόμενό της λαμβάνοντας υπόψη του τα γράμματα του Σολωμου της 6.7 και 7.8.1836 και το σχόλιο των μελετητών ότι δεν έχουμε το γράμμα του Δημήτρη", που αναφέρεται στη δεύτερη επιστολή του Σολωμού, αφού δεν σώζονται επιστολές του στη διετία, Αύγουστο 1835-Νοέμβριο 1837. Ωστόσο, η ανάγνωση της Αλληλογραφίας Σολωμού δείχνει πως η "πλαστή" επιστολή έχει συντεθεί με την επικίνδυνη, αν και τόσο διαδεδομένη, τεχνική της κοπτοραπτικής από τρεις επιστολές του Δημήτρη, σταλμένες σε διαφορετικούς χρόνους, λαμβάνοντας υπόψη το δεύτερο γράμμα του Σολωμού και ακόμη, μια επιστολή του Νικόλαου Λούντζη.
Συγκεκριμένα, η αρχή της επιστολής είναι από το άνοιγμα της πρώτης σωζόμενης επιστολής του Δημήτρη, της 18ης Σεπτεμβρίου 1837. Αυτολεξεί, με περικομμένο ένα ενδιάμεσο κομμάτι, αλλαγή στίξης και αντικατάσταση του Κεφαλλονίτη Διονύσιου Γράβαρη με τον φανταστικό Εμμανουήλ Γρίβαρη: "Από τον καπετάνιο Εμμανουήλ Γρίβαρη με το παρανόμι Ζιμπιλάκης θα λάβεις (...) ένα μικρό κιβώτιο με μέσα ένα σακούλι με παξιμάδια. Σε παρακαλώ να μου ξαναστείλεις και το ένα και το άλλο, επειδή θα τα χρησιμοποιήσουμε και άλλες φορές για τον ίδιο σκοπό." Νοηματικά, όμως, πλήρως παραλλαγμένη, καθώς στην αρχική γίνεται λόγος για "ένα σακουλάκι με παξιμάδια", όπου η πλαγιογράμμιση υπαινίσσεται άλλου τύπου συναλλαγές, εξ ου και η ειδική συσκευασία που πρέπει να φυλαχθεί. Η συνέχεια της "πλαστής" επιστολής είναι από την πρώτη παράγραφο της δεύτερης σωζόμενης επιστολής του Δημήτρη, της 11ης Αυγούστου 1835, με κάποιες εκφραστικές αλλαγές και περικοπές, όπου αναφέρεται η αποστολή "κοφινιών με διάφορα πράγματα" και "μιας κασίτσας με δώδεκα μποτίλιες σουμάδα", καταλήγοντας, "Τα πράματα είναι άφθονα και θα μπορέσεις να κάνεις δώρο σε αρκετούς." Σε αυτό το σημείο, ο Βαλτινός προσθέτει μόλις έξι λεξούλες, "από τους φίλους σου της Αρμοστείας." Μετά τσιμπάει μια φράση της πρώτης επιστολής του Δημήτρη, "Σε πληροφορώ ότι ο ναύλος είναι πληρωμένος.", ως γέφυρα, πριν παραθέσει αυτούσια μια σύντομη επιστολή του Δημήτρη, πολύ μεταγενέστερη, της 2ας Μαΐου 1841. Πρόκειται για τη μοναδική επιστολή σε ολόκληρη την Αλληλογραφία τους, που δεν έχει ως κυρίως θέμα οικογενειακά και περιουσιακά ζητήματα αλλά την εξεύρεση καλής ποιότητας βερντέα. Ίσως και γιατί ο Δημήτρης θέλει να αποφύγει να απαντήσει στην επιστολή του αδελφού του, της 25ης Μαρτίου 1841, όπου το κυρίως θέμα δεν είναι η παραγγελία οίνου αλλά παραινέσεις σχετικά με την υγεία του. Όσο για την επιστολή του Σολωμού, της 7ης Αυγούστου 1836, που αναφέρει ο Καλούτσας, πρόκειται για το υστερόγραφο της επιστολής, όπου γίνεται λόγος για ένα καπέλο, που ο Σολωμός ήθελε να αγοράσει στον Λούντζη. Τέλος, το κλείσιμο της "πλαστής" επιστολής, στο οποίο ο δικηγόρος Γαλβάνης στέλνει χαιρετισμούς στον Σολωμό και τον ρωτάει, αν θα αποφασίσει να επισκεφθεί την Ζάκυνθο, "τώρα που οι γνωστοί λόγοι εξέλιπαν", αντλείται από επιστολή του Λούντζη προς τον Σολωμό. Όμως, ούτε ο Λούντζης, πόσω μάλλον ο Γαλβάνης, δεν θα ισχυρίζονταν, τον Ιούλιο του 1836, πως όλα βαίνουν καλώς ως προς τη δικαστική διαμάχη. Αλλά η κοπτοραπτική είθισται να καταργεί τη χρονική αλληλουχία και πλην όλων των άλλων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμφανίζει έναν εσαεί αλκοολικό Σολωμό, όπως δείχνει, εν έτει 1836, η αποστολή και στην επόμενη σκηνή, η παραλαβή της "βαρέλας". Ανεξάρτητα αν στην Αλληλογραφία, "βαρέλα" και όχι "βαρέλι" ζητά ο Σολωμός, για πρώτη φορά, στην επιστολή του της 20ης Απριλίου 1849, με την πολύ καλή δικαιολογία, για "να μπορεί το κρασί να παλιώνει μέσα στις μποτίλιες". Όπως και να έχει, ο πότης Σολωμός θα εμφανισθεί και σε κατοπινές σκηνές, με αποκορύφωση την παραφορά του έως τον εξευτελισμό κατά τη γιορτή των γενεθλίων του, στις 8 Απριλίου 1837.
Και επανερχόμαστε στις αρχικές σκηνές, στις οποίες, πέραν του "ερωτικά ιδιόρρυθμου" και πότη Σολωμού, γίνεται λόγος και για "τη δικαστική σύγκρουση με τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Λεονταράκη" και τη "μοιχαλίδα" μητέρα. Μάλιστα, για να αναδειχθεί το οικογενειακό δράμα, έχουν προβλεφθεί εισαγωγικά, πριν ακόμη την άφιξη του Σολωμού στην Ζάκυνθο, ως εν πλω αναμνήσεις, δύο σκηνές του 1806 στο εξοχικό αρχοντικό τους, στο Ακρωτήρι Ζακύνθου, με τον πατέρα, εξηνταεννιάχρονο και βαριά άρρωστο, τη μητέρα, Αγγελική Νίκλη, ακόμη αστεφάνωτη -παλλακίδα, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται- τον ίδιο και τον αδελφό του, Δημήτρη. Από όπου αντλείται και το οπισθόφυλλο, που θέλει να τονίσει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Σολωμού πως ήταν νόθο παιδί ενός ευγενούς και μιας λαϊκής γυναίκας. Τουτέστιν, την "ψυχολογική του άβυσσο" και όχι τα "άνθη" της πέννας του. Πάντως, από ψυχαναλυτικής απόψεως, βαρύνουσα δείχνει η δεύτερη σκηνή. Οι τέσσερις τους, και πάλι σε άμαξα, ο πατέρας βάζει χέρι στην ερωμένη του, "προχωρώντας προς το εσωτερικό του μηρού της", και "ο μικρός Νιόνιος" παίρνει μάτι. Με άλλα λόγια, μια σκηνή, που ζητά να αδράξει το σολωμικό οιδιπόδειο εν τη γενέσει του. Ωστόσο, ο συγγραφέας έχει προβλέψει για τους ανεπαρκείς σε φροϋδικές αναγνώσεις μια κατοπινή σκηνή, με τον κοντά σαραντάρη Σολωμό να ατενίζει, στον κήπο εγκαταλελειμμένης έπαυλης "δίπλα σε ένα στεγνό σιντριβάνι, έναν μικρό μαρμάρινο Νάρκισσο, που άλλοτε θα καθρεφτιζόταν στα νερά του, να στέκεται όρθιος με σπασμένα τα γεννητικά του όργανα". Για το τραύμα του νόθου γιου υπάρχει ακόμη μια σκηνή, από τις τελευταίες, σαν ανάμνηση του πιωμένου Σολωμού, τις παραμονές της επιστροφής του στην Κέρκυρα, αφού έχει σιγουρευτεί η ευτυχής έκβαση της μακρόσυρτης δικαστικής διαμάχης. Ανατρέχει στη νύχτα της 27ης Φεβρουαρίου 1807, όταν ο πατέρας Σολωμός νυμφεύεται την Αγγελική, κυριολεκτικά στο παρά-πέντε. Τα ξημερώματα πεθαίνει και με τη διαθήκη του νομιμοποιεί τα δυο αδέλφια.
Μεγάλη έκταση του σεναρίου καταλαμβάνει η δίκη. Μια σεκάνς έξι μακριών σκηνών, με μια να εκτυλίσσεται στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ παρεμβάλλονται σχετικές συζητήσεις και σε άλλες σκηνές. Καλά διαβασμένος ο Βαλτινός, πολύ πέραν της Αλληλογραφίας Σολωμού, ανασυσταίνει λεπτομερώς την επίμαχη σχέση της Αγγελικής Νίκλη, ζώντος του πατέρα Σολωμού, με τον δεύτερο σύζυγό της, εστιάζοντας στο γιο που απέκτησε μαζί του, κυρίως, όμως, επιμένοντας στην αμείλικτη στάση, που κράτησε ο Σολωμός απέναντι στη μητέρα του. Όσο για τον ποιητή Σολωμό, αυτός αργεί να εμφανιστεί στο σενάριο. Ακόμη και μια αρχική σκηνή που θέλει να δείξει την ακτινοβολία του και πόσο τιμάται από τους κερκυραίους συμπολίτες του, σκιάζεται από τις σχεδόν συνωμοτικές προετοιμασίες των δυο αδελφών για την τελική φάση του δικαστικού αγώνα. Αναγκαστικά, όμως, για τον, κατά Βαλτινό, ποιητή Σολωμό, η συνέχεια όχι επί της οθόνης αλλά την επόμενη Κυριακή.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)