Αρκάδιος Λευκός
«Κρίσις...»
Εκδόσεις Φαρφουλάς
Δεκέμβριος 2013
Η σημερινή κρίση θα μας κληροδοτήσει αρκετά βιβλία πεζογραφίας, ιδιαίτερα αν συνεχιστεί. Έτσι τουλάχιστον δείχνει η μέχρι σήμερα συγκομιδή, που δεν είναι ευκαταφρόνητη. Το πόσα από αυτά θα σώζονται μετά μερικές δεκαετίες θα εξαρτηθεί από ποικίλους παράγοντες. Κυρίως από το πώς θα εξελιχθεί το εκδοτικό τοπίο. Δεν αποκλείεται, με την επικράτηση του ηλεκτρονικού βιβλίου, να μην είναι πλέον αναγκαία η πολτοποίηση σχετικά πρόσφατων εκδόσεων. Φαίνεται, πάντως, απίθανο να επιβιώσουν βιβλία κοντά μαθουσάλες, πλην πιθανώς ορισμένων συγγραφέων που στο ενδιάμεσο θα έχουν αποτιμηθεί ως υψηλά αναστήματα. Αντιθέτως, οι συνθήκες του Μεσοπολέμου ήταν ευνοϊκότερες. Μπορεί να εκδίδονταν λιγότερα βιβλία, αλλά η τύχη τους ήταν καλύτερη. Τότε, τα σπίτια είχαν βιβλιοθήκες. Άλλωστε, η διάλυσή τους ήταν αυτή που έφερε μεταπολιτευτικά το πολύτιμο αποθεματικό των παλαιοβιβλιοπωλείων. Το πιθανότερο, χάρις σε κάποια μεσοπολεμική βιβλιοθήκη, να διασώθηκε το μυθιστόρημα του Αρκάδιου Λευκού, που εκδόθηκε πριν από 80 χρόνια. Αν και οι περισσότερες χάριτες οφείλονται στις εκδόσεις Φαρφουλάς, που αποδεικνύουν ότι δεν διάλεξαν προς εντυπωσιασμό την ονομασία τους. Με σήμα κατατεθέν τίτλο από διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, στρέφονται προς την παλαιότερη ξένη αλλά και ελληνική λογοτεχνία, με ενδιαφέρουσες όσο και αντιεμπορικές επιλογές, συμπληρώνοντας αισίως σε δυο μήνες δωδεκάχρονη παρουσία.
Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι η νεκρανάσταση αυτού του πολύτιμου κατάλοιπου από την εκδοτική σοδειά του 1934 δεν έγινε σε τυπογραφείο, αλλά σε ένα θεατράκι από εκείνα στα οποία χτυπά η καρδιά της χειμαζόμενης αλλά πάντα θεατρόφιλης Αθήνας. Με άλλα λόγια, της επανέκδοσης προηγήθηκε η θεατρική διασκευή από τον Αντώνη Παπαϊωάννου. Στην παράσταση, τη σκληρή γύμνια του λόγου γλύκανε, δια φωνής και μπουζουκιού Θανάση Βαλάσκα, το τραγούδι «Η Κρίσης» του Σαμιώτη ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα, που αποδίδει επακριβώς και τα σημερινά δεινά: “Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτήν την κρίση / που κάνανε τον άνθρωπο να μη μπορεί να ζήσει. // Κι όλο τη φτώχια πολεμά για να την αδικήσει / να βγάλει το ψωμάκι του το σπίτι του να ζήσει...” Συμπτωματικά, ο Ρούκουνας και ο μυθιστοριογράφος Λευκός, όχι μόνο είναι σχεδόν συνομήλικοι, του 1903 ο πρώτος του 1905 ο δεύτερος, αλλά και απεβίωσαν με μερικών μηνών απόσταση, 11.3.1984 και 2.8.1983 αντίστοιχα.
Για την Ιστορία να αναφέρουμε, πως ο μονολεκτικός τίτλος “κρίσις”, στα καθ’ ημάς, πρωτοεμφανίστηκε ως τίτλος θεατρικού έργου. Ένα δράμα, που ποτέ δεν ανέβηκε στη σκηνή, παρά μόνο διαβάστηκε στο Λασσάνειο Διαγωνισμό, έργο του ιστορικού Σπυρίδωνα Λάμπρου. Όσο αφορά το χώρο της πεζογραφίας, το πιθανότερο είναι να πρόκειται για το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα με αυτόν τον τίτλο. Εκτός ελλαδικών συνόρων, υπάρχει ένα αγγλικό μπεστ σέλλερ, έκδοση του 1901, του γνωστού παλαιότερα μυθιστοριογράφου Γουίνστον Τσώρτσιλ, που σβήστηκε από τις δέλτους της Ιστορίας λόγω συνωνυμίας με τον Βρετανό πολιτικό. Το «Crisis» του Τσώρτσιλ δεν αναφέρεται σε κάποια κρίση των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά στον αμερικανικό εμφύλιο. Αντιθέτως, για το ελληνικό μυθιστόρημα «Κρίσις.. », αφορμή στάθηκε η οικονομική κρίση του 1929. Το οικονομικό κραχ συνέβη μεν Οκτώβριο 1929 στη Νέα Υόρκη, αλλά οι μεγάλες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία ήλθαν δυο χρόνια αργότερα. Τον Σεπτέμβριο του 1931, όταν η Αγγλία εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού και η δραχμή έγινε καρυδότσουφλο στην πληθωριστική καταιγίδα.
Το μυθιστόρημα θα πρέπει να γράφτηκε στους πρώτους μήνες του 1932, πυροδοτούμενο από τις οικονομικές δυσχέρειες εκείνου του χειμώνα. Όταν εκδόθηκε, ενθουσίασε και λόγω του επικαιρικού του χαρακτήρα. Οι κριτικοί της εποχής το επαίνεσαν για τη ζωντάνια της αφήγησης, που δημιουργεί την εντύπωση μίας από πρώτο χέρι μαρτυρίας της κοινωνικής εξαθλίωσης. Κράτησαν, όμως, επιφυλάξεις, σημειώνοντας συγγραφικές αδυναμίες ή και “τεχνικές ελαττωματικότητες”, κατά τη διατύπωση του Άλκη Θρύλου, τις οποίες απέδωσαν στην απειρία και τη νεότητα του συγγραφέα. Κατ’ αντιστοιχία, η τωρινή επανεμφάνισή του, τόσο η θεατρική όσο και η εκδοτική, προέκυψε λόγω της τρέχουσας κρίσης, που καθορίζει προσώρας κατά αποκλειστικό τρόπο την επικαιρότητά μας. Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι σήμερα, τα όποια υφολογικά χαρακτηριστικά είχαν εκληφθεί ως αδυναμίες δεν καταμετρούνται πλέον σαν ελαττώματα ή ατέλειες.
Αυτός ο μονόλογος, που δεν είναι ακριβώς μονόλογος ενός μόνου ανθρώπου, αλλά μακρύς και συνεχής λόγος, τη παρουσία ενός βωβού συνομιλητή, προς τον οποίο κατά διαστήματα απευθύνεται, μας είναι γνώριμος. Παρόμοιοι μονόλογοι, με υποτυπώδη πλοκή και παρατακτική σύνδεση συμβάντων και σκέψεων, με επαναλήψεις και θυμικές εκρήξεις, συνακόλουθα με “πληθώρα σημείων στίξεως”, απαντώνται στη λεγόμενη λογοτεχνία ντοκουμέντου. Λογοτεχνικό είδος, που, λόγω κρίσης, γνωρίζει τελευταία άνθιση. Οι σημερινοί συγγραφείς, ιδιαίτερα οι νεότεροι, που είναι ηλικιακά κοντά στον συγγραφέα του μυθιστορήματος, τριαντάρη την εποχή που το έγραφε, μη έχοντας βιωματικό απόθεμα από στερήσεις και κακουχίες, συλλέγουν μαρτυρίες. Με δημοσιογραφικό εξοπλισμό, τουτέστιν μαγνητοφωνάκι και κινητό-φωτογραφική μηχανή - όλα διακριτικά, “pour ne pas excitez la curiosite du public” - αναζητούν τους αθλίους της πόλης, σε Αθήνα ή Θεσσαλονίκη. Κάποιοι εξ αυτών, φθάνουν και στα δικαστήρια για προσβολή προσωπικών δεδομένων, όπου προβάλλουν το ακαταμάχητο επιχείρημα της λογοτεχνικότητας, κομίζοντας ως αποδεικτικά στοιχεία βιβλιοπαρουσιάσεις έγκριτων κριτικών.
Η υφολογική ομοιότητα του μυθιστορηματικού μονολόγου με τις σημερινές οιονεί ή τωόντι μαρτυρίες οφείλεται στο ότι ο Λευκός δεν είχε ανάγκη τις αφηγήσεις τρίτων για να ανιστορήσει τα βάσανά τους, καθώς ανήκε στους δεινοπαθούντες εκείνης της κρίσης. Το πιθανότερο, την εποχή της κρίσης, ήταν ο ίδιος έκτακτος δημόσιος υπάλληλος, με γλίσχρο μισθό, μόλις ένα χρόνο παντρεμένος και με βρέφος. Ή, μπορεί ακόμη, όταν ξεκινάει να γράφει, να είχε μόλις απολυθεί. Κάτι παρόμοιο τεκμαίρεται από τη δημοσίευση μίας πρώτης μορφής του μυθιστορήματος, σε συνέχειες στη Νέα Εστία, το 1932. Ο Ξενόπουλος, στη διαφημιστική βινιέτα, χαρακτηρίζει εκείνο το πρώτο κείμενο νουβέλα, πιθανώς λόγω μικρής έκτασης, αφού ολοκληρώθηκε σε έξη τεύχη. Ενδεικτικός και ο αρχικός τίτλος, «Σε πόλεμο με τον εαυτό μου». Εκεί, ο συγγραφέας υπογράφει με το ψευδώνυμο Αρκάδιος. Ο Ρεθυμνιώτης Κωνσταντίνος Κωστουλάκης θα πρέπει να κατέληξε στο πλήρες ψευδώνυμο Αρκάδιος Λευκός μέσα στο 1933. Όπως προσδιορίζει ο Θωμάς Γκόρπας, είχε γεννηθεί στην Κρήτη, αλλά καταγόταν από τη Μεσσήνη.
Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας φαίνεται και από τα επόμενα βιβλία του, καθώς εμμένει στον ίδιο τύπο βασικού ήρωα. Σύμφωνα με την πρώτη δημοσίευση του μυθιστορήματος, ο ήρωάς του διαπνέεται από μεγαλεπήβολα οράματα, βλέποντας τον εαυτό του στο ρόλο του “αναμορφωτή της ανθρωπότητας”. Στην τελική μορφή, αυτά μόλις που αναφέρονται, ως τρελές ιδέες των είκοσι χρόνων. Ωστόσο, ένας μεγαλοφυής, που σχεδιάζει μια ουτοπία, με στόχο την “ευτυχία της Ανθρωπότητας”, αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο στο δεύτερο μυθιστόρημά του, «Κίτρινο και γαλάζιο», που εκδόθηκε το 1953. Παρόμοιες φιλοδοξίες είχε και ο ίδιος ο συγγραφέας, σύμφωνα με τον συμμαθητή του στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου Γιώργο Βαφόπουλο.
Οι αλλαγές από την πρώτη δημοσίευση στο βιβλίο είναι ουσιαστικές. Η έκταση υπερδιπλασιάζεται, η πλοκή εμπλουτίζεται και όπως δείχνει η αλλαγή τίτλου, επικεντρώνεται στην κρίση. Αντίστοιχα, διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του ήρωα. Από ευαίσθητος αιθεροβάμων, μεταμορφώνεται σε έναν οργισμένο κυνικό, που αποκαλύπτει μύχιες επιθυμίες, διαθέσεις και σκέψεις, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Ο συγγραφέας παραμερίζει τη αρχική, στρωτή αφήγηση, υιοθετώντας τους τρόπους του λίβελου εναντίον της ευημερούσης κοινωνίας. Χρησιμοποιεί πλεοναστικά λεκτικά σχήματα, όπου οι περιγραφές καταστάσεων και συμβάντων σπρώχνονται, με υπερβολικές διατυπώσεις, στα άκρα. Εντυπωσιακές είναι οι αντιστοιχήσεις που μπορούν να γίνουν, ανάμεσα στον ήρωα και τους παγιδευμένους στη σημερινή κρίση. Η διαφορά φαίνεται να είναι μόνο θέμα μεγεθών. Τον παλαιότερο τον κυνηγούν οι μαγαζάτορες της γειτονιάς, με κυρίαρχο τον μπακάλη. Τον σημερινό οι τράπεζες. Ο μπακάλης γράφει στο τεφτέρι. Σε περίπτωση καθυστέρησης, δεν κόβει τα δανεικά, αλλά παρενοχλεί. Εκείνος με το μπακαλόπαιδο, οι τράπεζες με τις εισπρακτικές εταιρείες. Ο ήρωας βρίσκει τρόπους διαφυγής. Δανείζεται από περισσότερους του ενός μπακάληδες, με εγγύηση το επόμενο μηνιάτικο. Σήμερα, δανείζεται κανείς από δυο - τρεις τράπεζες, με υποθήκη ένα και το αυτό σπίτι.
Ο ήρωας του Λευκού πριν την κρίση είχε πνευματικές ανησυχίες. Ανήκε στη μικρή, αλλά υπάρχουσα, από τότε μέχρι σήμερα, μειοψηφία εκείνων που δεν θέλουν να βολευτούν στο Δημόσιο, για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν κάποια φιλόδοξα σχέδια. Κι όμως, όταν δεν έχει δεύτερο ρούχο να αλλάξει, όταν κυκλοφορεί με μπαλωμένο παντελόνι και τρύπια παπούτσια, όταν μένει πεινασμένος, οι πνευματικές ανησυχίες εξατμίζονται. Απομένει η οργή, που στρέφεται ενάντια στο σύστημα, με φθόνο για τον ποδεμένο και χορτάτο. Ενώ το ένστικτο της επιβίωσης κερδίζει συνεχώς έδαφος. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η κριτική του Πέτρου Χάρη, το 1935, που υποδεικνύει στον συγγραφέα διορθώσεις του μυθιστορηματικού χαρακτήρα: “Μένουμε με την εντύπωση ότι έπρεπε να είναι λιγότερο δυστυχής. Είχε έναν κόσμο, - τον εσωτερικό του κόσμο, - που μπορούσε να γίνει καταφύγιο”, σχολιάζει. Εδώ μάλλον ταιριάζει η λαϊκή ρήση, “έξω από το χορό πολλά τραγούδια λες”.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 25 κεφάλαια. Ως τίτλος στο πρώτο, πάνω από την αρίθμηση, υπάρχει, εντός παρενθέσεως, η διευκρινιστική φράση, “Σημειώματα απ’ τη ζωή του Σταυρου Σ...” Σε αυτά, παρά τον φαινομενικά άναρχο εξομολογητικό χαρακτήρα της αφήγησης, παρουσιάζεται συστηματικά η κατάσταση του δεινοπαθούντος και τα κρατήματά του. Αυτός είναι ένας τρόπος να σαρκάσει τη στάση των γύρω του μέχρι και της Εκκλησίας. Παρά τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, που μας χωρίζουν από τον περίγυρο του Λευκού, οι νοοτροπίες παραμένουν σχεδόν ίδιες. Παράδειγμα, το πώς αντιμετωπίζουν τον δυστυχή οι έχοντες, καθώς προσποιούνται τους πληγέντες από την κρίση, ώστε να μην τον συνδράμουν. Εκεί που φαίνεται να σταματούν οι αναλογίες είναι στον σεξουαλικό τομέα. Παραδόξως, από αυτόν ξεκινούν οι ηθικής φύσεως εκτροπές του ήρωα και όχι από την φτώχειά του. “Κάνει κρα το μάτι του για γυναίκα”. “Έχει γυναίκα με παπά και με κουμπάρο, αλλά δεν του κάθεται”. Απηρχαιωμένες φράσεις, που αφορούσαν κάποιες καταστάσεις, σήμερα εντελώς παρωχημένες. Από την άλλη, τα ήθη μπορεί να άλλαξαν, οι κοινωνικές, όμως, αντιλήψεις καλλιεργούν ίδιας κλίμακας φραγμούς.
Ο Γκόρπας χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Λευκού “μαύρο αφήγημα”. Στον δεύτερο τόμο της ανθολογίας του («Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο αφήγημα»), επιλέγει να ανθολογήσει τις σκηνές, στις οποίες περιγράφονται οι ερωτικές παρασπονδίες του ήρωα. Σε αντίθεση με τους κριτικούς, οι οποίοι, ενώ σχολιάζουν εκτενώς το μυθιστόρημα, ουδόλως αναφέρονται στα ελευθεριάζοντα στοιχεία της αφήγησης. Σχετικά με αυτήν την πτυχή του μυθιστορήματος, θα παρουσίαζε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε τις αλλαγές, που επέφερε ο συγγραφέας στις δυο επανεκδόσεις. Η δεύτερη του 1956 φέρει τον χαρακτηρισμό “ξαναπλασμένη”, ενώ η τρίτη του 1972 αναπαραγάγει τη δεύτερη.
Στην πρόσφατη επανέκδοση, σε υποσελίδια σημείωση, αναφέρεται “ότι έγινε με βάση την πρώτη έκδοση, λαμβάνοντας υπ’ όψη και στοιχεία της δεύτερης”. Η διατύπωση είναι ανεπαρκής. Στα συγκεκριμένα σημεία, όπου έγιναν διαφοροποιήσεις με βάση τη δεύτερη έκδοση, χρειάζονται υποσημειώσεις. Δεν πρόκειται βέβαια για φιλολογική έκδοση, αλλά το όποιο “ξαναπλάσιμο” συνιστά δομικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Μία καλή ιδέα θα ήταν η έκδοση ενός μεταγενέστερου μυθιστορήματος του Λευκού, «Δαίμονες και σταυροί», επίσης επίκαιρου, καθώς προέκυψε από τον δημοσιοϋπαλληλικό βίο του. Ας μην μας πτοούν οι αυστηρές αποτιμήσεις των μεταπολεμικών κριτικών πως “οι Σταύροι Σ. σήμερα φαίνονται ακόμη πιο παθολογικοί και απίθανοι” ή, ακόμη, των μεταπολιτευτικών ότι ο ήρωας του Λευκού “αγγίζει τα όρια της παθολογίας”. Σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας αγγίζει, αν δεν άγγιξε κιόλας, τα όρια της παθολογίας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/3/2014