Άννα Καρακατσούλη
«Στη χώρα των βιβλίων.
Η εκδοτική ιστορία
του Βιλιοπωλείου της Εστίας,
1885-2010»
Πρόλογος Νάσος Βαγενάς
Οι εκδόσεις των συναδέλφων
Δεκέμβριος 2011
Ο γενάρχης του Βιβλιοπωλείου
και των Εκδόσεων Εστία, Γεώργιος Κασδόνης
Η Εστία, δηλαδή το τρίπτυχο περιοδικό-βιβλιοπωλείο-εκδοτικός οίκος, για να κρατήσουμε τη διαδοχή κατά χρονική σειρά εμφάνισης, συνιστά μια μοναδική περίπτωση στο χώρο του βιβλίου. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι αποτελεί και μια εξαιρετική παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας, ο οποίος είναι εκείνος που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρει, όταν πρόκειται για το πολιτισμικό προϊόν, που αποκαλείται βιβλίο.
Η μοναδικότητα του συγκεκριμένου τρίπτυχου έγκειται στο γεγονός ότι ξετυλίγεται χρονικά υπό αυτήν τη μορφή, έχοντας ως γενεσιουργό πυρήνα το περιοδικό και κύριο χαρακτηριστικό τη μακροβιότητα και των τριών σκελών του. Όσο για το τελευταίο, δηλαδή τη μακροβιότητα, δεν πρόκειται για τη μακροχρόνια επιβίωση ενός αποστεωμένου κελύφους, που ενίοτε απολαμβάνουν ορισμένα περιοδικά ή και εκδοτικοί οίκοι, αλλά για τη διατήρηση της σημασίας των τριών μερών στο πεδίο των γραμμάτων.
Το περιοδικό, το μοναδικό σκέλος του τρίπτυχου, που απουσίασε για μια ακεραία γενεά και επανεμφανίστηκε μετά 32 χρόνια στους ίδιους κόλπους, με μικρή μόνο παραλλαγή του ονόματός του, ως «Νέα Εστία», χαίρει, τηρουμένων των αναλογιών, της ίδιας εκτίμησης με εκείνη που απολάμβανε στο Μεσοπόλεμο. Το βιβλιοπωλείο, εν μέσω καταστημάτων, που προβάλλουν το λεγόμενο μπεστ σέλερ, εξακολουθεί να είναι μια νησίδα ελληνικής λογοτεχνίας, όχι μόνο λόγω της πραμάτειάς του αλλά και χάρις στον τρόπο που την απλώνει σε βιτρίνες και ράφια αλλά και την δείχνει με υπαλλήλους, που δεν πλασάρουν προϊόντα μιας χρήσης. Τέλος, ο εκδοτικός οίκος, στη σημερινή συγκυρία, που η ελληνική λογοτεχνία απειλείται με μετάλλαξη, φαινόμενο καταστροφικότερο και αυτού του αφανισμού, κάνει τις επιλογές του με λογοτεχνικά κριτήρια.
Ο χαρακτήρας της μελέτης
Κατά τον ζακύνθιο λόγιο και πρώτο έλληνα βιβλιοθηκονόμο Δημήτρη Μάργαρη, στα μάτια των νέων της δεκαετίας του 1880, το περιοδικό «Εστία» φαινόταν ως η «Revue des Deux Mondes» της Ελλάδος. Συμπτωματικά, η Άννα Καρακατσούλη, στη διδακτορική της διατριβή, εντρύφησε στο εν λόγω γαλλικό περιοδικό, που ξεκίνησε το 1829 και συνεχίζει μέχρι σήμερα, έχοντας κατακτήσει τον τίτλο του μακροβιότερου ευρωπαϊκού περιοδικού. Οπότε, η ενασχόλησή της με την ιστορία της Εστίας δείχνει σαν μια λογική συνέχεια. Ωστόσο, ήδη, με τον υπότιτλο της μελέτης της, προϊδεάζει ότι θα δώσει την έμφαση στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας και συγκεκριμένα, στη λειτουργία του ως εκδοτικού οίκου. Μια παρόμοια σύλληψη του θέματος έχουμε την εντύπωση ότι ακυρώνει την τριαδική υπόσταση της Εστίας, που στάθηκε το μυστικό της μακροβιότητάς της. Κι όταν, στο επιλογικό κεφάλαιο, η μελετήτρια αποκαλεί την Εστία “μια μεγάλη κυρία” είναι σαν να υπερασπίζεται μια χωλή μεγάλη κυρία.
Όπως δηλώνεται και με τον τίτλο της μελέτης, αυτή η πρώτη προσέγγιση της ιστορίας της Εστίας τοποθετείται στο νεότερο κλάδο της ιστοριογραφίας, που συνιστά η σύγχρονη ιστορία του βιβλίου. Με άλλα λόγια, παρουσιάζει το αντικείμενό της μέσα στο χώρο του βιβλίου και δευτερευόντως, της λογοτεχνίας. Μόνο που με αυτήν την τοποθέτηση, το εγχείρημα δείχνει πρωθύστερο, αφού, όπως αναφέρει η μελετήτρια εισαγωγικά, ο γηγενής εκδοτικός χώρος είναι αχαρτογράφητος. Πράγματι, μετρημένοι είναι οι μέχρι σήμερα εκδοτικοί οίκοι που κυκλοφόρησαν εκδόσεις με το ιστορικό τους, χωρίς ωστόσο αξιώσεις πραγματείας. Από την Εστία αναμενόταν να κάνει την αρχή. Αντ’ αυτού, η Καρακατσούλη προσπαθεί να καλύψει τον ευρύτερο εκδοτικό χώρο, περιορίζοντας το κυρίως θέμα της.
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Εστίας είναι και ο τρόπος που εξασφάλισε την μακροβιότητά της. Δηλαδή, το γεγονός ότι ακολούθησε την ελληνική συνταγή της οικογενειακής επιχείρησης, ανεξάρτητα με το εκάστοτε νομικό πρόσωπο που υιοθέτησε. Οπότε, οι αφηγήσεις του στενού περιβάλλοντος, με τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ψηφίδων, θα έδιναν τη μοναδική όσο και συναρπαστική ιστορία της. Βεβαίως, το πόσο συναρπαστική είναι μια ιστορία εξαρτάται πάντα από τον τρόπο που θα την αφηγηθείς. Κι αυτός είναι μεν θέμα δεξιότητας, αλλά είναι και συνάρτηση του αναγνωστικού κοινού, στο οποίο ο συγγραφέας της απευθύνεται. Το βιβλίο της Καρακατσούλη φαίνεται να έχει ως ιδεατό παραλήπτη τον αναγνώστη δοκιμίων και μελετών, με αξιώσεις έρευνας και επαρκούς εποπτείας. Ένας παρόμοιος αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται για την μικροϊστορία, που συνήθως περιέχει συναρπαστικά στοιχεία. Ούτε, όμως, συγχωρεί αβλεψίες και μεροληψίες σαν εκείνες που απαντώνται στις βιογραφικού τύπου αφηγήσεις. Κι όμως, παρά την ευρεία οπτική του βιβλίου, δημιουργείται η εντύπωση, σε ορισμένες πτυχές, ότι η μελετήτρια αναλαμβάνει ρόλο υπερασπιστή.
Ο ευρωπαϊκός αέρας
Η εισαγωγή της μελέτης ξεκινάει με γενικότητες περί της ιστορίας του βιβλίου και παραπομπές στην ξένη βιβλιογραφία, όπου θα ήταν προσφορότερη η αναφορά στα υπάρχοντα μεταφρασμένα βιβλία, για να περάσει στη συνέχεια στον ελλαδικό χώρο. Εδώ, φαίνεται να δίνεται μικρότερη σημασία στο γηγενές τοπίο έναντι του ευρωπαϊκού. Ενδεικτικά της σχετικής υποτίμησης είναι τα λαθάκια, που παρεισφρέουν, όπως, λ.χ., η παραφθορά του ονόματος του δεύτερου ελληνικού τυπογραφείου του Κωνσταντίνου Γκαρμπολά ή τα ατάκτως ερριμμένα πρώτα επαρχιακά τυπογραφεία. Εδώ, δεν αναφέρεται το τυπογραφείο της Χαλκίδας, ενώ προτάσσεται εκείνο της Πάτρας έναντι της Σύρου και της Κέρκυρας έναντι της Ζακύνθου. Ενδεικτικός είναι και ο τρόπος αναφοράς. Ακριβής μετά υποσελίδιων σημειώσεων, όταν πρόκειται για τους Ζεράρ Ζενέτ ή Πιέρ Μπουρντιέ, γενικόλογος, όταν αφορά την ελληνική πραγματικότητα, όπως, λ.χ., η κατάταξη του εκδοτικού οίκου του Κέδρου στους εκδότες στρατευμένων βιβλίων. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δείχνει να παρανοεί τις στοχεύσεις ενός έργου, όπως η πληροφορία ότι οι κατάλογοι των λογοτεχνικών βραβείων στην Ιστορία του Αλέξ. Αργυρίου δεν αναφέρουν τον εκδότη, ενώ η εν λόγω Ιστορία γενικώς δεν αναφέρει εκδότες. Αλλού πάλι δηλώνει έλλειψη κριτικής διάθεσης, όπως η αποφυγή αναφοράς των λόγων που διακόπηκαν τα ερευνητικά προγράμματα της πρώτης περιόδου του Ε.ΚΕ.ΒΙ..
Τον ίδιο τρόπο συγκρότησης ακολουθεί η μελετήτρια και στο κυρίως σώμα της μελέτης. Έχοντας επιλέξει τη χρονολογική σειρά παρουσίασης, σκιαγραφεί κάθε φορά εισαγωγικά το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο, προσθέτοντας κάποια κοινωνιολογικά στοιχεία, μετά αναφέρεται στα εκδοτικά και ύστερα επικεντρώνεται στην Εστία. Η μελέτη χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, όσοι οι διευθυντές του εκδοτικού οίκου: Γεώργιος Κασδόνης - Ιωάννης Δ. Κολλάρος - Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος - Μαρίνα Καραϊτίδη -Εύα Καραϊτιδη. Όλοι τους μέλη της ίδιας οικογένειας. Η αλλαγή των επωνύμων οφείλεται στην ατυχία των τριών πρώτων. Ο μεν γενάρχης απεβίωσε νέος, ενώ οι δυο άλλοι δεν απέκτησαν άρρενα απόγονο. Οι τέσσερις πρώτοι ήταν βιβλιοπώλες-εκδότες. Στη σημερινή, πέμπτη γενιά, που, τελικά, προέκυψε ζεύγος απογόνων, η μελέτη παρακολουθεί το σκέλος του εκδοτικού οίκου, που έχει αναλάβει η κόρη. Άλλωστε, από την μεταπολίτευση και ύστερα, στη δημόσια εικόνα της επιχείρησης, κυριαρχεί η γυναικεία παρουσία.
Ο παραμελημένος Κασδόνης
Πιστεύουμε ότι ορισμένα λαθάκια της μελέτης οφείλονται, με βάση και τις παραπομπές, σε ανεπαρκή ενημέρωση. Γενικώς, η μελετήτρια προτιμά δημοσιογραφικές και εκδοτικά πρόσφατες πηγές. Ωστόσο, ορισμένες από αυτές έχουν κριθεί αναξιόπιστες και θα έπρεπε όσα στοιχεία τους υιοθετούνται να ελέγχονται. Το ίδιο ισχύει και για τις πάσης φύσεως μαρτυρίες. Κατ’ αρχήν, για τον γενάρχη της οικογένειας Γεώργιο Κασδόνη, θα αναμενόταν ένα πληρέστερο βιογραφικό, το οποίο δεν ευτύχησε μέχρι σήμερα να αποκτήσει. Επί τροχάδην, σημειώνουμε ότι λείπει το έτος γέννησης, ενώ είναι λανθασμένη η ημερομηνία θανάτου του. Απεβίωσε μια μέρα αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου 1900, ημέρα Σάββατο. Ήταν, πράγματι, αδελφός του Βασίλειου Κασδόνη, που διαφημίζει την επιχείρησή του στο περιοδικό. Όσο για τον διάδοχό του, Ιωάννη Δ. Κολλάρο, αναφέρεται αορίστως ως ανιψιός του. Το μόνο γνωστό σε εμάς στοιχείο είναι ότι η αδελφή του Κασδόνη, Μαρία, είχε παντρευτεί τον Κοσμά Κολλάρο. Η μελετήτρια εντοπίζει έναν Νικόλαο Κολλάρο στο Βουκουρέστι, χωρίς να αναφέρει αν πρόκειται για συγγενή. Την επιχείρηση, πάντως, την παρέλαβε ο ανιψιός, όχι λόγω απουσίας τέκνων. Υπήρχαν τρία, ένα αγόρι και δυο κορίτσια. Ο Κασδόνης, όμως, απεβίωσε σχετικά νέος, από φυματίωση, και τα τέκνα θα πρέπει να ήταν μικρά. Ωστόσο, στα αρχεία της επιχείρησης, εικάζουμε ότι θα πρέπει να αναφέρονται τα μερίδιά τους στην κληρονομιά, όπως και εκείνο της συζύγου του Σοφίας Διαμαντίδη. Να σημειώσουμε ακόμη, ότι, ως συγγραφέας ο Κασδόνης, από κοινού με τον Δροσίνη, δεν συνέταξε μόνο τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα για την τρίτη τάξη του γυμνασίου, αλλά και εκείνα της πρώτης και της δεύτερης, που και τα τρία εκδόθηκαν το 1884. Επίσης, ότι ανέλαβε αρχικά το περιοδικό «Εστία» από τον ιδρυτή και πρώτο διευθυντή του Παύλο Διομήδη μαζί με τον Θεόδωρο Μαγκάκη. Και οι δυο αναφέρονται ως υπάλληλοι του Διομήδη.
Ο πρώσσος τυπογράφος
Το ιστορικό του περιοδικού «Εστία» παρουσιάζεται εν συντομία ως “προϊστορία” του Βιβλιοπωλείου. Και πάλι, παρεισφρέουν κάποιες αβλεψίες. Λ.χ., η αρχική τιμή του ήταν μεν μια δεκάρα, αλλά τρεις μήνες αργότερα, μήνα Απρίλιο, η μεγάλη ζήτηση έφερε τον διπλασιασμό της τιμής, φθάνοντας αργότερα τα 25 λεπτά. Το «Δελτίο της Εστίας» δεν ήταν καινοτομία του Κασδόνη, αφού, όταν ξεκίνησε, Ιανουάριο 1877, εκείνος βρισκόταν στο Βουκουρέστι. Η μετονομασία του περιοδικού σε «Εικονογραφημένη Εστία» έγινε την 1η Ιανουαρίου 1890 και όχι Ιανουάριο του 1893.
Όσο για τις πληροφορίες σχετικά με το Τυπογραφείο της Εστίας και το τέλος του πρώσσου τυπογράφου Κάρολου Μάϊσνερ, καλό θα ήταν να ελεγχθεί η πληροφορία ότι διώχθηκε ως δωσίλογος κατά την Απελευθέρωση. Κάποιος διώχθηκε, αλλά αυτός ήταν ο υιός Μάϊσνερ. Ο πατέρας είχε έρθει νέος και ως γνώστης των νέων τυπογραφικών μεθόδων, για τις οποίες συνεχώς ενημερωνόταν, πρόσφερε πολλά στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής τυπογραφίας. Κατά τα άλλα, η μελετήτρια καταφεύγει συχνά σε εικασίες. Μεταξύ άλλων πιθανολογεί ότι το Τυπογραφείο της Εστίας ήταν έμπνευση του Δροσίνη. Τα πράγματα εδώ έχουν ως εξής: Το 1890, το περιοδικό τυπωνόταν στο Τυπογραφείο του Ανέστη Κωνσταντινίδη, που είχε πάρει τις εγκαταστάσεις του Λάμπρου Κορομηλά, όταν εκείνος έκλεισε την εφημερίδα του, και μαζί τον διευθυντή τους, “τον επιστήμονα Γερμανόν πιεστή κ. Μάϊσνερ”. Εκεί ο Δροσίνης γνωρίζει τον Μάϊσνερ και συζητά το στήσιμο νέου τυπογραφείου, αποκλειστικά της Εστίας. Η λειτουργία του ξεκινάει το 1892, με τα πλέον σύγχρονα τότε τυποτεχνικά μέσα κι αυτό επειδή η νέα διεύθυνση του περιοδικού (Γ. Δροσίνης - Ν. Πολίτης) έδωσε εξαρχής βάρος στο εικονογραφικό μέρος. Έτσι, άλλωστε, μπήκε (Ιαν. 1890) ως προσθήκη στον τίτλο του το επίθετο Εικονογραφημένη. Μεσολαβεί, όμως, ένα χρονικό χάσμα. Ενδιαμέσως, μεταξύ τυπογραφείου Κωνσταντινίδη και Εστίας, ο Δροσίνης ίδρυσε, μαζί με τον Δημήτρη Κακλαμάνο και τον Θέμο Άννινο, το Τυπογραφείο του Άστεως. Εκεί τύπωναν και οι τρεις τα έντυπά τους, με πιεστή τον Μάϊσνερ, “υπό την καλλιτεχνικήν επίβλεψιν του Αννίνου”. Κατά τις μαρτυρίες, λοιπόν, η ιδέα, ήταν όντως του Δροσίνη.
Σχετικά τώρα με τον Κασδόνη και τις εκτυπώσεις των εκδιδόμενων βιβλίων, είναι λογικό να συνεργάζεται διαδοχικά με τα ίδια τυπογραφεία. Ως προς αυτό, ελέγχοντας κανείς τις πρώτες εκδόσεις, εύκολα εξακριβώνεται η ταυτότητα των τυπογραφείων σε όλο το μάκρος της εκδοτικής διαδρομής. Για παράδειγμα, στα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή επί Σαραντόπουλου και ιδίως τότε που μορφοποιείται η μικρόσχημη σειρά Νεοελληνική Λογοτεχνία, συνεργαζόταν στενά με το τυπογραφείο των Αδελφών Ρόδη και το εργοστάσιο Γραφικών Τεχνών Α. Φιλόπουλου – Κ. Αλεξιά.
Πρώτες εκδόσεις και Ραγκαβής
Για τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, η μελετήτρια στηρίζεται στον κατάλογό τους. Στις πρώτες εκδόσεις, ίσως να χρειάζονταν διασαφηνίσεις. Ως τα δυο πρώτα βιβλία του νέου εκδοτικού οίκου, αναφέρονται η «Παιδική ανθολογία...» το 1885 και το «Ο ναυαγός της Κυνθίας» των Βερν και Λωρή το 1886, αμφότερα σε μετάφραση Αριστοτέλη Κουρτίδη. Ωστόσο, το πρώτο φέρει ως εκδότη τον Κασδόνη και μόνο το δεύτερο, το Βιβλιοπωλείο. Ενώ, η “κακοτυπωμένη” έκδοση του ίδιου έτους της πρώτης συλλογής του Παλαμά, «Τραγούδια της πατρίδος μου», δεν αναγράφει, αν δεν μας απατά η μνήμη, το Βιβλιοπωλείο. Στα έργα ξένης λογοτεχνίας, το 1892 εκδόθηκε η «Παναγία των Παρισίων» του Ουγκώ, μόνο που είναι η τρίτη και όχι η δεύτερη έκδοση της μετάφρασης του Ιωάννη Καρασούτσα, ενώ η πρώτη, του 1867, κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο Σ. Κ. Βλαστού και όχι από του Αγγέλου Καναριώτου, που εκείνη τη χρονιά είχε εκδώσει μόνο το «Κόμης Μοντε-χρίστος».
Απορούμε γιατί, στις πρωτοβουλίες του Κασδόνη, αναφέρεται η μετάφραση του μυθιστορήματος του Έκτορος Μαλώ, «Άνευ οικογενείας», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό, το 1879-1880. Δηλαδή, επί Παύλου Διομήδη. Εδώ, καταχωρείται η παρατήρηση ότι δεν εντοπίστηκε έκδοση του μυθιστορήματος σε μορφή βιβλίου σε νέα μετάφραση, χωρίς να διευκρινίζεται αν εκδόθηκε η πρώτη μετάφραση, που ήταν του Α. Ρ. Ραγκαβή. Παρεμπιπτόντως, θα περιμέναμε να σχολιαστεί η πικρία του μεταφραστή από την εν λόγω συνεργασία του με το περιοδικό. Επίσης, στη νεκρολογία του Κασδόνη από τον Αντώνη Μηλιαράκη, πιστεύουμε ότι χρειάζεται κάποιο διευκρινιστικό σχόλιο πάνω στην πληροφορία ότι τα απομνημονεύματα Ραγκαβή γράφτηκαν “κατά παράκλησιν του Κασδόνη”.
Ιδεολογικές ταυτότητες
Αναμφιβόλως, το κέντρο βάρους της μελέτης και η συνεισφορά της βρίσκεται “στη χώρα των βιβλίων”. Με δεδομένο τον κατάλογο των εκδόσεων της Εστίας, η μελετήτρια επεξεργάζεται τα στοιχεία, παρουσιάζοντας βιβλία και κυκλοφορίες, που υποστηρίζει με συναφείς καταλόγους, στατιστικά στοιχεία και σχεδιαγράμματα. Επίσης, αντλώντας και από τις σωζόμενες αλληλογραφίες, σκιαγραφεί τη στρατηγική και τις δημόσιες σχέσεις του εκάστοτε διευθυντή. Έτσι, προκύπτει και η αλλαγή πλεύσης από το σχολικό βιβλίο προς το λογοτεχνικό, με την έκδοση το 1927 του νέου περιοδικού. Πρόκειται για την «Νέα Εστία», η οποία επανέρχεται σε όλα τα κεφάλαια, αφού, ουσιαστικά, μέσω αυτής και της απότοκου Σειράς Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, απέκτησε ο εκδοτικός οίκος ισχυρά ερείσματα στο χώρο της λογοτεχνίας. Ωστόσο, τα εκτενή λήμματα των συγγραφέων της γενιάς του ’30 φαίνονται ως περιττός φόρτος. Παρέχουν ανεπαρκή πληροφόρηση τόσο για τον συγγραφέα όσο και για την εκδοτική κίνηση των βιβλίων του, αφού ορμώνται από τη συγκεκριμένη Σειρά της Εστίας. Λ.χ., το σημαντικότερο μυθιστόρημα του Τερζάκη, «Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ», μόλις που αναφέρεται σε έναν πίνακα πωλήσεων. Ενώ, το βιβλίο, που εξέδωσε το 1964 και σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας, «Η ελληνική εποποιία. Χρονικό του πολέμου 1940-41», δεν αναφέρεται. Μήπως γιατί ήταν αρχικά έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού;
Από μιας αρχής, η μελετήτρια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις ιδεολογικές ταυτότητες. Έτσι, αντιδιαστέλλει τον προοδευτικό Κασδόνη προς τον υπερσυντηρητικό Διομήδη. Παραπέμπει σχετικά στα απομνημονεύματα Δροσίνη. Ωστόσο, εκείνος αναφέρει ότι ο Διομήδης δίσταζε να δημοσιεύσει στο περιοδικό το «Λουκή Λάρα» του Βικέλα, γιατί στη δεκαετία του 1870 ήταν ακόμη η εποχή των μεταφράσεων. Τελικά, το δημοσίευσε το 1879, κατά προτροπή του Νικόλαου Πολίτη. Λίγο αργότερα, ο Κασδόνης στάθηκε πιο ανοικτός σε παρόμοιες παραινέσεις. Αυτό, βέβαια, έγινε εξ’ ανάγκης, γιατί πώς αλλιώς θα ορθοποδούσε το χρεωμένο περιοδικό που παρέλαβε. Η μελετήτρια προβάλλει τους προοδευτικούς και προσπερνάει τους συντηρητικούς. Έτσι, μόλις που αναφέρεται ο τρίτος και για μια δεκαετία διευθυντής της «Νέας Εστίας» Ευάγγελος Μόσχος. Όσο για τον δεύτερο και πιο μακρόβιο διευθυντή της Πέτρο Χάρη, σχετικά με τα προσωπικά του παραθέτει έναν λίβελο (!) του Γιώργη Ζάρκου. Ενώ, αποδίδει σε καιροσκοπισμό το αφιέρωμα του περιοδικού στον Ιωάννη Μεταξά, τον Φεβρουάριο του 1941, παρακάμπτοντας ή αγνοώντας εκείνο στον Ανδρέα Κάλβο, το οποίο απαγόρευσαν οι κατοχικές αρχές.
Αλλά και γενικότερα, μοιράζει τους ρόλους του καλού και του κακού. Για τις σχέσεις του τρίτου διευθυντή του εκδοτικού οίκου με τον Ξενόπουλο, δεν παραθέτει αυτούσια την άποψη του δεύτερου, όπως την διαβάζουμε στα αυτοβιογραφικά του κείμενα, αλλά εν περιλήψει, σώζοντας μια οργισμένη φράση του, που γέρνει την πλάστιγγα σε βάρος του. Κατά τα άλλα, από την εισαγωγή μέχρι το επιλογικό κεφάλαιο, η Καρακατσούλη επιμένει να επαναφέρει το ερώτημα, γιατί η Εστία χαρακτηρίστηκε συντηρητικός εκδοτικός οίκος. Σπεύδει, μάλιστα, να διαβεβαιώσει ότι αυτό δεν συνδέεται με κάποια αξιολογική κρίση, μόνο που η επιμονή της δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του Κασδόνη. Μεταξύ άλλων, οι λέξεις έχουν φθαρεί και οι σημασίες τους έχουν αναστατωθεί. Σύμφωνα, πάντως, με τα λεξικά, συντηρητικός είναι ο συνετός, που φροντίζει για την διατήρηση των κοινωνικώς και πολιτικώς παραδεδομένων. Κι αυτό το φρόντισε η Εστία και γι’ αυτό ακριβώς μακροημερεύει. Πάντως, η επιχειρηματολογία πάνω στο πώς φτιάχνονται οι ταυτότητες προοδευτικού – συντηρητικού, είτε αυτές αφορούν πρόσωπα είτε θεσμούς, μοιάζει, τουλάχιστον σε μάς, άστοχη.
Διηγηματογράφος στο τιμόνι
Όσο για το τελευταίο κεφάλαιο, που αναφέρεται στη σημερινή συγκυρία, θα περιμέναμε μια διαφορετική αντιμετώπιση. Πέρα από αριθμητικά δεδομένα και κατατάξεις, πέρα από το πρόβλημα που προκλήθηκε κατά την αποδέσμευση των πνευματικών δικαιωμάτων της Πηνελόπης Δέλτα και στο μέλλον θα επανεμφανιστεί για τη γενιά του ’30, πέρα από τον έναν Ακαδημαϊκό που εξασφάλισε η Εστία, διατηρώντας την πρώτη θέση ως εκδοτικός οίκος Ακαδημαϊκών, θα περιμέναμε να δοθεί έμφαση στο σημερινό λογοτεχνικό δυναμικό του εκδοτικού οίκου, το οποίο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, προέκυψε από τις δικές του επιλογές και όχι από τους συνεργάτες της «Νέας Εστίας». Κι αυτό κατοχυρώνεται στην Εύα Καραϊτίδη. Συγκέντρωσε ταλαντούχους, όχι επειδή σπούδασε σημειολογία στην Γαλλία, όπως εισαγωγικά πληροφορεί η Καρακατσούλη, αλλά επειδή φαίνεται να διαθέτει λογοτεχνικό αισθητήριο. Για πρώτη φορά, στο τιμόνι των εκδόσεων βρίσκεται μια συγγραφέας, που συγκαταλέγεται στις νεότερες δυνάμεις της διηγηματογραφίας. Αποτελεί, μάλιστα, τη μοναδική περίπτωση στο σημερινό εκδοτικό τοπίο. Ίσως και να διέφυγε της μελετήτριας αυτή η ιδιότητα της Καραϊτίδη, καθώς είχε τη διακριτικότητα να εκδώσει τις δυο συλλογές της σε άλλον οίκο. Πάντως, η Καρακατσούλη παρατάσσει τους νεότερους συγγραφείς της Εστίας κατά αλφαβητική σειρά, θεωρώντας ως πλέον αξιοπρόσεκτη περίπτωση ανάμεσά τους την Αθηνά Κακούρη.
Εν τέλει, ίσως, χρειάζεται να απολογηθούμε. Ο όλος σχολιασμός επικεντρώθηκε περισσότερο στις αδυναμίες της μελέτης παρά στα σθεναρά της σημεία. Ας όψεται το ιδεατό πρότυπο για μια ιστορία της τριαδικής Εστίας που κουβαλάμε.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 18/3/2011.