Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος
Ο θησαυρός των Αηδονιών
και άλλα διηγήματα
σχέδια: Εύη Τσακνιά
εκδ. Γαβριηλίδη, σ. 107, 10,45 ευρώ
Η διηγηματογραφία, τουλάχιστον στις κορυφώσεις της, βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση παρά στο μυθιστόρημα. Ή, με άλλα λόγια, αναμετριέται και ξιφομαχεί με τους κανόνες της λεκτικής μονάδας παρά με εκείνους της παραγράφου ή της σελίδας, με τους οποίους αναμετριέται η μεγάλη αφήγηση. Τρέφεται, δηλαδή, και αποκτά υπόσταση φράση φράση και όχι σελίδα σελίδα. Συνεπώς, ένας καλός διηγηματογράφος πρέπει να είναι καλός τελετουργός της γλώσσας, όπως, αντίστοιχα, ένας καλός μυθιστοριογράφος ενδείκνυται να είναι πρωτίστως καλός τελετουργός στο στήσιμο χαρακτήρων. Πέραν αυτών, ένα επιτυχές διήγημα δεν συναρτάται πάντα, ούτε είναι ευθέως ανάλογο, με την αξία μιας ευρηματικής ιδέας. Εκείνο που τίθεται υπεράνω όλων, είναι το τελικό αποτέλεσμα, ενώ η περιλάλητη στις ημέρες μας ευρηματική ιδέα και το κατά πόσο αυτή εκπλήρωσε ή όχι τις συγγραφικές προσδοκίες, εισέρχεται στην κλίμακα της αξιολόγησης ως βασικό μεν, αλλά επιμέρους στοιχείο.
Στα επτά διηγήματα και τις πέντε «παιδαριώδεις ιστορίες» της καινούριας, έβδομης στη σειρά, συλλογής του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, μόνο στα συντομότερα βρίσκουμε αυτό που είθισται να αποκαλείται ευρηματική ιδέα. Υπάρχει, όμως, σε όλα ανεξαιρέτως η έκπληξη, που αναδύεται μέσα από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται και δένονται αναμεταξύ τους τα συμβάντα, δημιουργώντας μια, ενίοτε και περισσότερες, ανατροπή. Αυτή η απρόσμενη, κατά κανόνα, έκβαση της μυθοπλασίας φαίνεται άμεσα συσχετισμένη με τη διάθεση του αφηγητή. Μάλιστα, η έκδηλη ευθυμία του ή η διαφαινόμενη βαρυθυμία του αποβαίνουν το κριτήριο για το αίσιο ή μη αίσιο τέλος μιας ιστορίας, κατά πολύ ασφαλέστερο από τον ανάλαφρο ή βαρύ τόνο της εισαγωγής, η οποία συχνά αποδεικνύεται παραπλανητική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα. Συνειρμικά ο τίτλος οδηγεί στο κελάηδημα των αηδονιών. Αυτό, τουλάχιστον για τον ανιστόρητο, που δεν έχει ακουστά ούτε το χωριό Αηδόνια της Κορινθίας ούτε και τα κτερίσματα του παρακείμενου μυκηναϊκού νεκροταφείου. Τα τελευταία, προϊόντα λαθρανασκαφής, εντοπίστηκαν σε δημοπρασία της Νέας Υόρκης, σε αντίθεση, όμως, με άλλα σπαράγματα της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, επαναπατρίστηκαν και δη στην κυριολεξία, αφού εκτίθενται επί τόπου. Το θέμα του εν λόγω διηγήματος φαίνεται να είναι μια επίσκεψη του αφηγητή μετά της συζύγου του στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεμέας για να θαυμάσουν «τον θησαυρό των Αηδονιών». Τελικά, όμως, το διήγημα εξαντλείται σε δύο καθ' οδόν συναπαντήματα. Οχι μόνο το ζεύγος δεν φτάνει ποτέ στο Μουσείο, αλλά ούτε τα διαμειφθέντα στρέφονται γύρω από το αρχαιοελληνικό κλέος, όπως θα ανέμενε ένας αναγνώστης εθισμένος στη λεγόμενη προοικονομία. Αντ' αυτού, παρατίθενται δύο περιστατικά που υποδηλώνουν τη θρησκευτικότητα του ελληνικού λαού, στη σημερινή εκκοσμικευμένη μορφή της. Ιλαρό το πρώτο περιστατικό, συγκινητικό το δεύτερο, θα μπορούσε να αποτελεί συνέχεια στο διήγημα «Εικονοστάσια» της προηγούμενης συλλογής. Εδώ, ένας νταλικιέρης, κατά το καθημερινό του δρομολόγιο, ανάβει το καντήλι σε εικονοστάσι παρά την εθνική οδό, στη μνήμη του αδελφού του, που πήγε αδικοχαμένος στο συγκεκριμένο σημείο. Από την αρχή του διηγήματος, ήδη από το αφιερωματικό μότο, φαινόταν η βαρύθυμη διάθεση του αφηγητή, σε αντίθεση με την εισαγωγή, που είναι χαριέστατη.
Είναι μία από τις χαρακτηριστικές εισαγωγές του Παπαδημητρακόπουλου, που ξεκινά με ειρωνικό σχολιασμό των δελτίων καιρού της τηλεόρασης για να εξελιχθεί a propos σε μάθημα πατριδογνωσίας. Ακόμη δύο από τα πρόσφατα διηγήματα διαθέτουν εισαγωγές. Στο «Πρωτοχρονιά!», ο αφηγητής σαρκάζει τον τρόπο που οι νεοέλληνες αστοί εορτάζουν τη συγκεκριμένη χρονιάρα μέρα. Για να δείξει το έσχατο όριο της κατάπτωσης, που μπορεί να φτάσουν περιδρομιάζοντας στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, περιγράφει τη σάλτσα του κυρίως πιάτου ως «παχεία βορβορόχρου». Εναν επιθετικό προσδιορισμό που ανασύρει από τον Παπαδιαμάντη και τον χρησιμοποιεί με τον ίδιο δόλιο τρόπο. Ο Σκιαθίτης τον επιστρατεύει για τη σάλτσα γκιουβετσιού στους «Χαλασοχώρηδες», υπαινισσόμενος τον βόρβορο στον οποίο είχαν περιπέσει οι αργυρώνητοι ψηφοφόροι της εποχής του. Κατά τα άλλα, ο αφηγητής του Παπαδημητρακόπουλου συνεχίζει με την περιγραφή εδεσμάτων και στο κυρίως σώμα του διηγήματος. Μέσω της αηδιαστικής όψης και γεύσης του πρωτοχρονιάτικου γεύματος, που παρατίθεται στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, Πρωτοχρονιά 1950, αποδίδει τη γενικότερα ταλαίπωρη κατάσταση εκείνων των πρωτοετών, σπρώχνοντας την περιγραφή στα όρια του γκροτέσκο.
Αφήνοντας για λίγο τον μίτο των διηγημάτων, να σημειώσουμε παρενθετικά ότι τα παπαδιαμάντεια ίχνη, κυρίως τα γλωσσικά, διασπείρονται και αναχωνεύονται εντός της διήγησης σε μια αρραγή αφηγηματική αρμονία. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθούν να διατηρούν τη ραδιενεργό ακτινοβολία τους, τουλάχιστον για τους εξοικειωμένους με την ιδιότυπη γλώσσα του Σκιαθίτη. Εξ αφορμής αυτού, να προσθέσουμε ότι ο Παπαδημητρακόπουλος είναι ο τελευταίος νόμιμος κληρονόμος του. Στους υπόλοιπους, όσοι κατά καιρούς συνδιαλέγονται μαζί του, λείπει η εξ αίματος συγγένεια. Διαλογίζονται μόνο με πρόσωπα και ιδέες του Σκιαθίτη, αφού πρόκειται για απώτερης συγγένειας απογόνους, κάποιοι μάλιστα εξώγαμοι.
Στο τρίτο διήγημα, μετά εισαγωγής, το «Λιούμπιτελ 2», περιγράφεται καταλεπτώς το παλαιό μοντέλο φωτογραφικής μηχανής του τίτλου και ο τρόπος χρήσης του. Εδώ, η φωτογραφία εισέρχεται ως βασικό στοιχείο στη διηγηματογραφία του Παπαδημητρακόπουλου. Τα τελευταία χρόνια, με την προνομιούχο θέση που έχει πάρει η φωτογραφία ως τέχνη, οι περιγραφές φωτογραφιών, σκόρπιες σε πεζά, πληθαίνουν. Το εν λόγω διήγημα δείχνει πως παρόμοιες αφηγηματικές αποδόσεις μπορεί να αποτελέσουν μέχρι και αυτόνομο πεζογραφικό είδος. Μάλιστα, δεν περιορίζεται στην περιγραφή μιας φωτογραφίας, αλλά σχολιάζει σειρά φωτογραφιών, σε χρονολογική παράταξη, σαν να πρόκειται για φυλλομέτρημα λευκώματος. Αφηγηματικές εικόνες μεγάλης διαύγειας από την προσωπική μυθολογία του συγγραφέα, που συμπληρώνονται με ειρωνικές και νοσταλγικές νύξεις. Χωρίς να λείπουν οι παράπλευρες διηγήσεις εξαιρετικών συμβάντων, όπως εκείνη για το απολωλός πρόβατο της νήσου Μαδουρή.
Τη συγγραφική μυθολογία συμπληρώνουν δύο ακόμη διηγήματα, που εκτυλίσσονται στο μυθικό χτήμα του αφηγητή. Το πρώτο της συλλογής αναπτύσσεται με αφηγηματικό άξονα μια φωτογραφία και αναφέρεται υπαινικτικά στα δεινά ενός νέου κατά την ταραγμένη δεκαετία του '40. Μοιάζει με την κορυφή του παγόβουνου, όπου τα σοβαρότερα μένουν αφανέρωτα. Από την άλλη, υπάρχει θαυμαστή αφηγηματική πληρότητα, ώστε να μη δημιουργείται η παραμικρή ασάφεια. Το έτερο είναι «Η δεκαοχτούρα». Ο Παπαδημητρακόπουλος διεκδικεί τον επίζηλο τίτλο του αμιγούς διηγηματογράφου. Ενας ζηλόφθονος, όμως, μπορεί να αντέτεινε πως εξ ανάγκης απέμεινε διηγηματογράφος, ελλείψει μυθοπλαστικού υλικού. Αποστομωτική απάντηση δίνει το εν λόγω διήγημα, που άνετα θα απλωνόταν σε νουβέλα, αν όχι σε μυθιστόρημα, με «καλούς» και «κακούς», όπως εκείνος ο φοβερός «λεμβούχος», συνεργάτης των Ιταλών και στα ύστερα, μέγας ευεργέτης του τόπου. Υπάρχουν και συντομότερα διηγήματα, όπου η διάθεση του αφηγητή ποικίλλει και η ειρωνεία του καλύπτει ολόκληρη την κλίμακα, από υποδόρια έως επιθετική. Ενώ σε κάποια λανθάνει μια σχεδόν διαβρωτική μελαγχολία. Παράδειγμα, το διήγημα για ένα ησιόδειο άροτρο, ακόμη εν χρήσει στην Πάρο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '70. Εντός μόλις μιας γενιάς, το άροτρο έγινε μουσειακό είδος και αντικαταστάθηκε από θεριζοαλωνιστική μηχανή. Διά της περιγραφής, που ο συγγραφέας έχει αναγάγει από βοηθητικό στοιχείο της αφήγησης σε κυρίαρχο, το τεχνολογικό άλμα, που οι ντόπιοι απολαμβάνουν ως το άκρον άωτον της προόδου, σημαίνει την οριστική απώλεια ενός παραδείσου.
Ως επίλογος στη συλλογή τοποθετούνται πέντε ιστορίες με ζώα, εξού και ο τίτλος «παιδαριώδεις ιστορίες». Μόνο που οι συγκεκριμένες ιστορίες μόνο παιδιάστικες δεν είναι, ούτε καν φιλόζωες. Ο αφηγητής εξανθρωπίζει τη συμπεριφορά των ζώων, ενώ παρουσιάζει αποκτηνωμένη τη στάση των ανθρώπων. Βεβαίως, στο καταληκτικό λιλιπούτειο διήγημα ο τράγος, που πάει για σφαγή, δεν διαισθάνεται το επικείμενο τέλος του. Προμηνύεται, όμως, από την αφήγηση, όταν χαρακτηρίζει το βλέμμα του «απόκοσμο». Η επιλογή της συγκεκριμένης λέξης θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια τελευταία φιγούρα του συγγραφέα στον αγώνα της ξιφομαχίας με τη γλώσσα.
Μ. Θεοδοσοπούλου, 8/1/2010, από την "Ελευθεροτυπία"