«Κιλελέρ στον ήλιο μοίρα»
Εκδόσεις Μεταίχμιο Μάρτιος 2010
Στα σημερινά συλλαλητήρια οι αγρότες κατεβαίνουν και σχηματίζουν ατέρμονες φάλαγγες με τα ιδιόκτητα τρακτέρ τους. Πριν έναν αιώνα, οι πρόγονοί τους δεν είχαν ούτε καν υποζύγια. Το μόνο διαθέσιμο μέσο συγκοινωνίας ήταν το τρένο. Στις 6 Μαρτίου 1910, ημέρα Σάββατο, για να φτάσουν στη Λάρισα, όπου ο άρτι συσταθείς Γεωργικός Σύνδεσμος είχε οργανώσει πανθεσσαλικό συλλαλητήριο, περίμεναν από τα ξημερώματα κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής με σκοπό να σαλτάρουν στο τρένο. Πολλοί άλλοι συγκεντρώθηκαν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Γύρω στους διακόσιους περίμεναν στο σταθμό του Κιλελέρ, 29 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λάρισας, την αμαξοστοιχία της γραμμής Βόλου-Βελεστίνου-Λάρισας, που θα περνούσε στις 8.30. Στο μεταξύ, στην αμαξοστοιχία είχαν ήδη επιβιβαστεί από το Βελεστίνο στρατιωτικές δυνάμεις προς ενίσχυση του στρατού, που ήταν συγκεντρωμένος στη Λάρισα. Στο τρένο, επέβαινε ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, που συνόδευε γερμανό δημοσιογράφο, ο οποίος είχε έρθει μετά της συζύγου του ως ανταποκριτής δυο εφημερίδων. Οι αγρότες, στο σταθμό του Κιλελέρ, προσπάθησαν να ανέβουν, χωρίς να κόψουν εισιτήριο. Ο διευθυντής δεν το επέτρεψε και εκείνοι άρχισαν να λιθοβολούν το τρένο. Ένα περίπου χιλιόμετρο πιο κάτω, άλλη ομάδα αγροτών, πολυπληθέστερη, προσπάθησε να σταματήσει την αμαξοστοιχία. Οι στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν να πυροβολούν. Προφανώς, στον αέρα, απλώς και μόνο προς εκφοβισμό, όπως είθισται να λέγεται. Όταν, όμως, οι αγρότες, αντί να το βάλλουν στα πόδια, εξαγριώθηκαν και άρχισαν να πετούν πέτρες και ξύλα, πυροβόλησαν στο ψαχνό. Ο απολογισμός της αναμέτρησης ήταν δυο νεκροί και εφτά τραυματίες. Στον επόμενο σταθμό, ο μηχανοδηγός δεν έκοψε ταχύτητα. Οι αγρότες έριξαν και πάλι τις πέτρες τους και οι στρατιώτες απάντησαν με πυρά. Οπότε προστέθηκε άλλος ένας νεκρός και γύρω στους δεκαπέντε τραυματίες.
Ενόσω αυτά συνέβαιναν στα περίχωρα, στην πόλη της Λάρισας είχε αρχίσει το συλλαλητήριο. Άλλωστε, από το πρωί, είχε γεμίσει η πλατεία Θέμιδος, που είχε οριστεί ως τόπος συγκέντρωσης, καθώς οι αγρότες των κοντινών χωριών έρχονταν πεζή ή με τα κάρα τους. Οι αρχές, βεβαίως, είχαν μεριμνήσει για τη διατήρηση της τάξης. Μπροστά στις τράπεζες και τα δημόσια καταστήματα είχαν τοποθετηθεί φρουρές, ενώ είχε ενισχυθεί η φρούρηση στις πύλες εισόδου της πόλης και στη γέφυρα του Πηνειού. Έφιππές περιπολίες ήλεγχαν τους δρόμους, ενώ οι αγρότες, με σημαίες και τραγούδια, όλο και πλήθαιναν. Προνοητική και φοβούμενη τα χειρότερα η φρουρά της πύλης των Φαρσάλων, απαγόρευσε την είσοδο σε μια ομάδα, που ερχόταν από το χωριό Νίκαια. Μέσα και έξω από την πύλη συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος αγροτών. Ο επικεφαλής της ίλης ιππικού, που δεν ήταν καθόλου τυχαίο πρόσωπο, έδωσε μια πρώτη διαταγή να γίνει χρήση ξίφους προς αντιμετώπιση των αγροτών που ορμούσαν κραδαίνοντας γκλίτσες και μπαστούνια. Παρεμπιπτόντως, ο επικεφαλής ήταν ο Φιλόλαος Πηχεών, γιος του βορειοηπειρώτη εκπαιδευτικού Αναστάσιου Πηχεών, που είχε διακριθεί στον πόλεμο του 1897 και επίσης, ως καπετάν Φιλώτας στον Μακεδονικό Αγώνα. Όπως και να έχει, η ξιφήρης επίθεση δεν οδήγησε στο αναμενόμενο αποτέλεσμα. Όπου, όμως, τα ήπια μέσα δεν τελεσφορούν, ως γνωστόν, πίπτουν πυροβολισμοί. Ο επί τόπου απολογισμός της σύγκρουσης ήταν ένας νεκρός. Να σημειώσουμε, ότι ο αδελφός του πεσόντος βρισκόταν ως δεκανέας στην εφορμούσα ίλη του ιππικού. Προς συμπλήρωση της στερεότυπης εικόνας κάθε αδελφοκτόνου συμπλοκής.
Όταν η είδηση για τους νεκρούς στο Κιλελέρ και στην Πύλη των Φαρσάλων έφτασε στην πλατεία Θέμιδος, ταυτόχρονα με την είδηση ότι φυλακίστηκαν οι τρεις δήμαρχοι, που ήταν οι κύριοι διοργανωτές του συλλαλητηρίου, ξεκίνησε κανονική μάχη μεταξύ στρατού και συγκεντρωμένων. Παραδόξως, στη συνέχεια οι αρχές φάνηκαν νουνεχείς και επέτρεψαν το συλλαλητήριο. Τότε, ο Γ. Σχοινάς έβγαλε λόγο απαιτώντας να ψηφιστεί στη Βουλή το νομοσχέδιο περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών. Ενώ, ψήφισμα επιδόθηκε στον νομάρχη για να σταλεί στη Βουλή, όπου, πέραν των διεκδικήσεων, καταγγελλόταν η άδικη επίθεση κατά του λαού, με θύματα “άοπλους και αθώους λευκούς σκλάβους της Θεσσαλίας”. Την ίδια ώρα, διοργανώθηκε συλλαλητήριο στο Βόλο. Από εκεί και ύστερα, η εξέλιξη ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη. Τις επόμενες ημέρες, στη Βουλή άρχισαν οι συζητήσεις. Ο τότε πρωθυπουργός, Στέφανος Δραγούμης, για να κωλυσιεργήσει, όρισε επιτροπές προς εξέταση του ζητήματος. Ενώ, στρατός και χωροφυλακή τέθηκαν επί τω έργω, καθαρίζοντας την ύπαιθρο από τα ανατρεπτικά στοιχεία. Οι δίκες για τους νεκρούς της εξέγερσης του Κιλελέρ, καθώς και για τον ένα νεκρό στο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στην Καρδίτσα, που είχε πραγματοποιηθεί μια εβδομάδα νωρίτερα, το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 1910, έγιναν εκτός Θεσσαλίας, για τον φόβο των Ιουδαίων, όπως λέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Στη Χαλκίδα και τη Λαμία έλαβαν χώρα οι δίκες και είχαν αθωωτικό αποτέλεσμα.
Εκπαιδευτικός από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας ο Θωμάς Ψύρρας, έγραψε ένα ενδιαφέρον ιστορικό αφήγημα για την εκατονταετηρίδα της εξέγερσης του Κιλελέρ. Το χωρίζει σε έξι κεφάλαια, ξεκινώντας από τον Β΄ Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, σκιαγραφεί την κατάσταση των Θεσσαλών κατά την πρώτη εικοσαετία ελεύθερου βίου. Περιγράφει την αποχώρηση των Τούρκων, τους νέους ντόπιους αφέντες, τους τσιφλικάδες, και τους κολίγους, που δίνουν το ένα τρίτο ή και το μισό της σοδειάς μαζί με τους ανθούς των γυναικών τους. Από την πλευρά της κυβέρνησης, ο Χαρίλαος Τρικούπης διαβεβαίωνε ότι “δεν υφίσταται αγροτικόν ζήτημα”. Αυτά, πριν ένα επαχθές εξωτερικό δάνειο, τον οδηγήσει στη δήλωση, “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν”. Κατά τα άλλα, ο πόλεμος του 1897, έφερε για 14 μήνες τη Θεσσαλία υπό οθωμανική κυριαρχία.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ανοίγει “ο δρόμος προς το Κιλελέρ”. Στο τρίτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο που το κράτος, με εξαγορές και κληροδοτήματα, έγινε ο κυρίαρχος τσιφλικάς της Θεσσαλίας. Όταν πήρε τη θέση των τσιφλικάδων, με τη συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων και το νομοσχέδιο “περί μορτής”, μεγάλωσε την ένταση συμβάλλοντας στην οργάνωση των κολίγων. Σε αυτό, βασικό ρόλο διαδραμάτισαν κάποιοι ιδεολόγοι, οι οποίοι και πρωτοστάτησαν. Ένας πρώτος ήταν ο Πόντιος δικηγόρος Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, που εγκαταστάθηκε στο Βόλο και εξέδιδε την ημερήσια εφημερίδα «Πανθεσσαλική». Ένας δεύτερος, που έμεινε ως σύμβολο του αγροτικού αγώνα στη Θεσσαλία, ο κεφαλλονίτης πρόδρομος των σοσιαλιστικών ιδεών, Μαρίνος Αντύπας. Δολοφονήθηκε στις 7 Μαρτίου 1907, γιατί υπερασπίστηκε σθεναρά τα δικαιώματα των αγροτών. Ήταν 35 ετών. Ο Ψύρρας αντιλαμβάνεται τον Αντύπα σαν έναν κοινωνικό αναμορφωτή, που διακατεχόταν από μια αποστολική αντίληψη και είχε ένα ισχυρό περί δικαίου αίσθημα. Στο πέμπτο κεφάλαιο, δίνεται το χρονικό της εξέγερσης, ενώ, στο τελευταίο, παρατίθενται οι ενέργειες και τα συμβάντα στα 13 μετέπειτα “χρόνια της υπομονής”, μέχρι να ψηφιστεί ο νόμος για τις απαλλοτριώσεις. Αυτό έγινε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και υπό την πίεση του προσφυγικού στοιχείου.
Η αφήγηση συμπληρώνεται με σχετικά δημοσιεύματα της εποχής, μαρτυρίες, πρακτικά από δίκες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Μυθιστοριογράφος ο Ψύρρας, προστρέχει και στα λογοτεχνικά κείμενα, ανθολογώντας αποσπάσματα και μότο για τα επιμέρους κεφάλαια. Στο κεφάλαιο, με τίτλο “η ώρα της εξέγερσης” του Κιλελέρ, διαλέγει ως μότο ένα τετράστιχο από το τελευταίο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, το «Φωτεινός», που έμεινε ανολοκλήρωτο, στα τρία πρώτα “άσματα”, ωστόσο θεωρείται το ωριμότερο έργο του. Ο Βαλαωρίτης πέθανε πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας, στις 24 Ιουλίου 1879, και το ποίημα αναφέρεται στα τελευταία χρόνια της Φραγκοκρατίας στα Επτάνησα, άνοιξη του 1357. Ωστόσο, έχει άμεση σχέση με την εποχή που έζησε ο ίδιος ο Βαλαωρίτης. Ο ηλικιωμένος Φωτεινός προβάλλει σαν ένας “φωτισμένος” αγρότης, με συνείδηση του δίκιου του και αγωνιστική διάθεση. Ταιριάζει στην εξέγερση του Κιλελέρ το τετράστιχο κι ας ανήκει στο δεύτερο “άσμα”, το μόνο με γαλήνια ατμόσφαιρα, όπου ο Φωτεινός, αφού διηγείται τα παλαιά του κατορθώματα στην κόρη του Θοδούλα, την ρωτάει ποιον θέλει να παντρευτεί. Επανάσταση καταστρώνει και δεν θέλει να την αφήσει μόνη. Τελικά, το ποίημα του Βαλαωρίτη φαίνεται επίκαιρο ακόμη και σήμερα. Εκείνη η σκηνή στο πρώτο “άσμα”, όπου ο γέροντας Φωτεινός αντιμετωπίζει με θάρρος τον καινούριο αφέντη της Λευκάδας και δεν το βάζει στα πόδια αλλά σφεντονίζει πέτρες στα σκυλιά του, κάτι προχθεσινό θυμίζει. Ιδίως, όταν ο άρχοντας χτυπάει προσβλητικά το κεφάλι του άοπλου γέροντα με το κοντάρι του.
Ή ο Βαλαωρίτης στάθηκε προφητικός ή η Ελλάδα είναι παγιδευμένη σε έναν κυκλικό χρόνο. Προ σαράντα ετών, ο Γ. Π. Σαββίδης παρατηρούσε ότι κοντεύει αιώνας από το θάνατο του Βαλαωρίτη και εκείνος “θάβεται ολοένα και πιο βαθιά στην συνείδηση του ελληνικού κοινού, με τιμές εθνικού ποιητή”. Σήμερα, κάποιοι τον διαβάζουν και “φρίττουν”. Μάλλον θα έπρεπε να “φρίττουν”, που ο «Φωτεινός» και η αφήγηση της εξέγερσης του Κιλελέρ δείχνουν τόσο οικεία. Το μόνο που ενδιάμεσα φαίνεται να έχει βελτιωθεί είναι η τεχνολογία των μέσων καταστολής.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτο 1: Η αγορά της Λάρισας σε καρτ ποστάλ του 1908.
Φωτο 2: Ο Μαρίνος Αντύπας, εμβληματική μορφή του αγροτικού κινήματος.
Φωτο 2: Ο Μαρίνος Αντύπας, εμβληματική μορφή του αγροτικού κινήματος.