Νάσος Βαγενάς
«Η Παραμόρφωση
του Καρυωτάκη»
Εκδ. Μικρή Άρκτος
Νοέ. 2015
«Η Παραμόρφωση
του Καρυωτάκη»
Εκδ. Μικρή Άρκτος
Νοέ. 2015
Το 2016, μεταξύ άλλων επετείων, παρατάσσονται και δυο σημαντικών λογοτεχνών· ενός της πεζογραφίας και ενός της ποίησης. Ως επέτειος, βαραίνει αυτή του Μιχαήλ Μητσάκη, καθώς πρόκειται για εκατονταετηρίδα από τον θάνατό του. Ως λογοτεχνικό όνομα, όμως, μάλλον κερδίζει ο Κώστας Καρυωτάκης, με τη συμπλήρωση 120 ετών από τη γέννησή του. Συμπτωματικά, σε αυτούς τους δυο, σταυρώνονται οι γεννήσεις με τους θανάτους τους. Το 2018, θα συμπληρώνονται ενάμισι αιώνας από τη γέννηση του Μητσάκη (αν δεχτούμε, όπως έχει επικρατήσει, το 1868 ως έτος γέννησης και όχι το 1863) και 90 έτη από την αυτοχειρία του Καρυωτάκη. Κατά τα άλλα, το 1896, η γέννηση του Καρυωτάκη συμπίπτει με τον “διανοητικό θάνατο” του Μητσάκη, τον οποίο σηματοδοτεί ο εγκλεισμός του στο Δρομοκαΐτειο, στις 17 Απρ. 1896. Υπό μία έννοια όμως, θα μπορούσε να είχε κι αυτός εγγραφεί στους αυτόχειρες της λογοτεχνίας. Αρκεί, το 1894, η πιστολιά της Πάτρας να είχε συντελεσθεί. Μη έχοντας, όμως, ο Μητσάκης την αποφασιστικότητα του αυτόχειρα της Πρέβεζας, συνέχισε το ταξίδι του για την Κέρκυρα, έγραψε τον «Αυτόχειρα» και επέστρεψε στην Αθήνα. Αυτός έστειλε τον «Αυτόχειρα» στην εφημ. «Ακρόπολη» προς δημοσίευση και οι δικοί του τον ίδιο πίσω στο Άσυλο της Κέρκυρας.
Το 1986, ο Γ. Π. Σαββίδης, σε ανακοίνωσή του στο Επιστημονικό Συμπόσιο για τον Καρυωτάκη, αυτοσαρκαζόμενος, αποκαλεί εαυτόν “φιλολογικό χαφιέ”, σχολιάζοντας: “Τριαντάχρονος ο Καρυωτάκης, έμεινε ανύπαντρος διότι ήταν συφιλιδικός - όπως ο Βιζυηνός ή ο Μητσάκης ή ο Φιλύρας, οι οποίοι πέθαναν τρελοί.” Παρά μία σφαίρα, λοιπόν, ο ένας έμεινε στους τρελούς και ο άλλος στους αυτόχειρες. Κατά τα άλλα, πέρασαν από τα ίδια μέρη - στα έδρανα της Νομικής του Αθήνησι, στην Πάτρα - αλλά, με ηλικιακή διαφορά μίας γενιάς, δεν συναντήθηκαν. Συμπτωματικά, ο Καρυωτάκης, και τις δυο φορές, που βρέθηκε στην Πάτρα - στα 13 και τα 32 του – ασχολείτο με τον πεζό λόγο. Θα μπορούσε άραγε να είχε διαβάσει Μητσάκη; Η διδακτορική διατριβή του Κώστα Στεργιόπουλου, «Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη», περιορίζεται στον ποιητή. Πιο επίκαιρη είναι η απορία, κατά πόσο, το 2016, θα μνημονευθούν οι συγκεκριμένες επέτειοι. Με τα Ιδρύματα να υπολειτουργούν, διόλου απίθανο να μην μνημονευθεί καμία επέτειος. Για τις συγκεκριμένες, πιθανόν να υπάρξουν μεμονωμένες δημοσιεύσεις, ίσως και κάποιο αφιέρωμα περιοδικού. Κι αυτό, αν έχει απομείνει σε φιλόλογους και συγγραφείς έστω και λίγη από την διάθεση, που είχαν επιδείξει προς τα τέλη του περασμένου αιώνα και τα πρώτα χρόνια του τρέχοντος, για ξανακοίταγμα και αναθεώρηση απόψεων.
Προ εικοσαετίας, Δεκ. 1996, στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Αντί» για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Καρυωτάκη, αναφέρεται, εισαγωγικά, το πόσο επίκαιρη είναι η επανανάγνωσή του, δεδομένου “του ερευνητικού ενδιαφέροντος και των επιρροών του στη σύγχρονη ελληνική ποίηση”. Τότε, σε άλλο αφιέρωμα, ο Αλέξανδρος Αργυρίου είχε δημοσιεύσει «Μία συλλογή βιβλιογραφίας του Κ. Γ. Καρυωτάκη», προς υπογράμμιση, όπως σχολιάζει, “της αδικαιολόγητης έλλειψης ανάλογης εργασίας για έναν ποιητή που δεν έπαψε να μελετάται από τις πρώτες εμφανίσεις του.” Ο Αργυρίου ταξινομείται στους κριτικούς, για τους οποίους η βιβλιογραφική καταγραφή είναι αναγκαία για να δομήσουν τη συλλογιστική τους. Σε ένα από τα παλαιότερα κείμενά του για τον Καρυωτάκη παρατηρεί: “Δυστυχώς δεν έχομε βιβλιογραφία από τον Γιώργο Κατσίμπαλη για να αποκομίσουμε μια καθαρή εικόνα της πορείας της κριτικής σκέψης γι’ αυτόν.”
Στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και σήμερα, χωρίς καθαρή εικόνα ούτε της πορείας ούτε του τρέχοντος στίγματος της κριτικής σκέψης. Εξακολουθεί όμως και σε ποια έκταση να απασχολεί το φαινόμενο Καρυωτάκη; Ισχύει το παράδοξο του Καρυωτάκη, όπως το όριζε, προ εικοσαετίας, ο Νάσος Βαγενάς, δηλαδή το πώς η ώριμη ποίησή του, με την τεχνοτροπία της παλαιάς, της πριν τη νεοτερική ποίησης, κατορθώνει και δίνει την αίσθηση του καινούργιου; Μήπως η κατά Βαγενά ιδιοτυπία της ποίησής του, “η γεύση να υπερβαίνει την τεχνοτροπία”, απαλείφοντας την παλαιότητά της, αντί να ερμηνευθεί, παρακάμφθηκε με την γενικότερη επίταση της γεύσης; Παράδειγμα, τα ερωτικά του Καβάφη, που ιεραρχούνται βάση της ελευθεριότητας της γεύσης, δηλαδή του αισθήματος από την εμπειρία της ανάγνωσης, και όχι της όποιας στιχουργικής τους, λιγότερο ή περισσότερο ελευθερωμένης.
Προσώρας, αναμένοντας η επέτειος να αποτελέσει κίνητρο “επανεκκίνησης”, που θα ξεθολώσει το τοπίο, στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε η ταινία του Κύπριου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κύρου Παπαβασιλείου, «Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου», ενώ, στο χώρο της λογοτεχνίας, που κυρίως ενδιαφέρει, η μελέτη του Βαγενά, «Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη», κυκλοφόρησε σε επαυξημένη (με την προσθήκη δυο μελετών, που σχεδόν διπλασιάζουν τις σελίδες) δεύτερη έκδοση από άλλον εκδότη. Η πρώτη, προ δεκαετίας, δεν αποτέλεσε έναυσμα για συζητήσεις γύρω από την εικόνα του Καρυωτάκη. Παρόλο που, τότε ακόμη, δημοσιεύονταν κάποιες ανταλλαγές απόψεων. Αν και γενικότερα, ισχύει η παρατήρηση του Τίμου Μαλάνου: “Δυό ρωμιοί που, κατ’ αρχήν, δε συμφωνούν πάνω σ’ ένα ζήτημα, είναι μοιραίο να μη συμφωνήσουν ποτέ, όσο και αν συνεχίσουν τη συζήτησή τους.” Αλλά και μόνο η συζήτηση, γεννά πρόσθετα επιχειρήματα, που λειτουργούν διαφωτιστικά. Τα κείμενα του Βαγενά, μάλιστα, εκτός από το ενδιαφέρον των θεμάτων, που επισημαίνουν ή και ανακινούν, προκαλούν, και μόνο με τον αντιρρητικό τους τόνο, συζήτηση.
Μία δική μας απορία, μετέωρη από την πρώτη έκδοση, αφορά τον τίτλο, καθώς έχουμε την εντύπωση, ότι λειτουργεί παραπλανητικά. Καλλιεργεί λανθασμένες προσδοκίες, δεδομένου ότι η παραμόρφωση ως πρώτη και κυρίαρχη έννοια, μοναδική, μάλιστα, σε ένα λεξικό της δημοτικής όπως του Κριαρά, έχει την αλλαγή προς το χειρότερο. Ωστόσο, η επιχειρούμενη αναθεώρηση της εικόνας του Καρυωτάκη ή ακριβέστερα, της ποίησής του, στην οποία ο Βαγενάς αναφέρεται, δεν μεταβάλλει επί τα χείρω το πρόσωπο του ποιητή, αλλά, αντιθέτως, το μεγαλύνει. Οι εν λόγω αναθεωρητικοί δεν ασκούν αρνητική κριτική, αλλά θετική, ανεξάρτητα αν οι επισημάνσεις τους μπορεί να αποδειχθούν μερικώς ή και εν όλω λανθασμένες. Βεβαίως, χαρακτηρισμοί της μορφής θετικός-αρνητικός είναι συνάρτηση της εποχής που εκφέρονται. Όπως, άλλωστε, και εκείνοι που αποδίδονται στον Καρυωτάκη: πολιτικός ποιητής, αριστερός, “αντιελληνοκεντρικός”. Από την εποχή του Καρυωτάκη και για κοντά μισό αιώνα από τον θάνατό του, το μεν ελληνοκεντρικός συνιστούσε έπαινο, το δε αριστερός ψόγο. Για να φτάσουμε σήμερα, που η μελέτη του Βαγενά επανεκδίδεται, οι έννοιες να τραμπαλίζονται επισφαλώς.
Το 2003, ο Βαγενάς επέλεξε τον τίτλο για μία διάλεξη στο Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου, ενταγμένη στον δεύτερο θεματικό κύκλο 2002-2003, με τίτλο, «Ματιές στη Νεώτερη Ελληνική Ποίηση (1930-1960)», τον οποίο διοργάνωνε το νεότευκτο τότε Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης, που είχε δημιουργηθεί υπό τη σκέπη του Ιδρύματος. Το επόμενο έτος, η διάλεξη πήρε τη μορφή σειράς οκτώ επιφυλλίδων και το μεθεπόμενο, βιβλίου. Σε όλες αυτές τις μεταμορφώσεις, μέχρι και την πρόσφατη, ο τίτλος παραμένει. Ως μότο του βιβλίου επιλέγεται στίχος από ερωτικό σαιξπηρικό σονέτο, στο οποίο ο ερωτευμένος εκλιπαρεί την καλή του, που τον απατά: O, call me not to justify the wrong. Η μεταφορά του στίχου από τον ερωτευμένο στον μελετητή μοιάζει δίσημη: τι δεν μπορεί να αποδεχθεί ο μελετητής, την αδικία που γίνεται στον ποιητή ή το σφάλμα; Ήδη, όμως, από το 1992, που ο Βαγενάς χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη λέξη παραμόρφωση για έναν ποιητή, τότε τον Κάλβο, έχει δώσει την απάντηση. Δεν υποφέρει τη στρέβλωση της αλήθειας, όπως αυτός την τεκμηριώνει, καθώς σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τόσο στον Κάλβο όσο και στον Καρυωτάκη, με ό,τι αποκαλεί παραμόρφωση, από μία άποψη, το πρόσωπο του ποιητή φωτίζεται. Στην περίπτωση του Κάλβου, ως ελληνοκεντρικού ποιητή, με αγνόηση των ιταλικών έργων του. Αντιστρόφως, σε εκείνη του Καρυωτάκη, ως υπερεθνικού.
Η διάλεξη του Βαγενά εκκινεί από τον Σεφέρη και τη δική του παραμόρφωση από όσους “προβαίνουν σε παρανάγνωση του έργου του”, χαρακτηρίζοντάς το ελληνοκεντρικό. Το πρώτο κεφάλαιο καταλήγει με την προς απόδειξη θέση, ότι η παρανάγνωση του Σεφέρη φέρει ως “παράπλευρες”, τις αντίστοιχης φύσεως παραναγνώσεις Καβάφη και Καρυωτάκη. Στην παρανάγνωση του πρώτου αφιερώνει το δεύτερο κεφάλαιο του Παραρτήματος, ενώ σε εκείνη του δεύτερου, το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, συνεξετάζοντας εκεί την περίπτωση Εγγονόπουλου. Τελικά, επιχειρηματολογεί πως πρόκειται για τρεις ελληνοκεντρικούς ποιητές. Διαφέρει, ωστόσο, η έμφαση με την οποία αποδίδεται ο χαρακτηρισμός. Ο Καβάφης είναι “πραγματικά ελληνοκεντρικός”, όπως και ο Εγγονόπουλος, κατά δική του παραδοχή.
Διαφοροποιείται η περίπτωση του Καρυωτάκη, που εξετάζεται πλαγίως σε δυο συμμετρικά κεφάλαια, με αντίστοιχα συμμετρικούς τίτλους («Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη» και «Μια άλλη του Σεφέρη»), όπου η ποίηση ενός εκάστου αντιμετωπίζεται με τον τρόπο, που οι αναθεωρητικοί κριτικοί διάβασαν την ποίηση του άλλου. Σε αυτά, ο Βαγενάς επισημαίνει, σε στίχους και βιογραφικά στοιχεία, του μεν πρώτου πατριωτικά και αντιδραστικά ίχνη, του δε δεύτερου τον “βαθύ πολιτικό χαρακτήρα”. Καταλήγει με τη διαπίστωση, πως η λογοτεχνική κριτική του έργου του Καρυωτάκη περιορίζεται “στη διατύπωση αντισεφερικών αισθημάτων”. Ενώ, στο επόμενο κεφάλαιο «Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ’30», αμφισβητεί “την κυρίαρχη κριτική βεβαιότητα ότι η γενιά του ’30 υπήρξε εχθρική προς την ποίηση του Καρυωτάκη”. Το ενδιαφέρον, όμως, εδώ, δεν έγκειται τόσο στα προσκομιζόμενα τεκμήρια, όσο στην εκ προοιμίου απόφανση, που ουσιαστικά επαναλαμβάνει εκείνη του προηγούμενου κεφαλαίου, ότι “ο μύθος αυτός είναι στην πραγματικότητα παράγωγο της ψυχολογικής ανάγκης για ανακούφιση όσων αισθάνονται βαρειά τη σκιά του Σεφέρη.”
Ακόμη και τον εκτοπισμό του Τάκη Παπατσώνη από “τον ρόλο του ως του πρώτου Έλληνα μοντερνιστή”, ο Βαγενάς τον αποδίδει στην αίγλη που απολάμβανε ο Σεφέρης και η οποία ενοχλούσε τους αναθεωρητές. Αυτοί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν αρχίζουν να αλλάζουν τα κριτήρια αξιολόγησης και να προτάσσονται στοιχεία πολυπολιτισμικότητας και ετερότητας, διέγραψαν τον Παπατσώνη και πρόβαλαν τον Καρυωτάκη. Όχι, όμως, σαν αυταξία, αλλά ως πλέον κατάλληλο να αποτελέσει “το αντίπαλο δέος του Σεφέρη”. Προς απόδειξη αυτής της στρεβλωτικής υποκατάστασης, προστέθηκαν τα δυο μελετήματα της επαυξημένης έκδοσης του βιβλίου. Το συντομότερο «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος», χωρίς αναφορά πρώτης δημοσίευσης, και το εκτενές «Ο Τ. Κ. Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα».
Ο λόγος του Βαγενά είναι διαυγής και αυστηρά δομημένος. Παρατάσσει σειρά συλλογισμών, επακριβώς τεκμηριωμένων, με επαρκώς αιτιολογημένα τα ενδιάμεσα στάδια, μη διαφεύγοντας ούτε στιγμή από το κοινώς αποδεκτό ως αληθές. Προτερήματα, που τα βρίσκουμε και στο λόγο του Αργυρίου. Διαφέρουν, ωστόσο, σε δυο χαρακτηριστικά, καταγωγικά της παιδείας τους, τα οποία διαφοροποιούν την πειστικότητα των λόγων τους και ως συνάρτηση του αποδέκτη. Ο Αργυρίου δίνει σχεδόν μαθηματική δομή στη διαλεκτική διαδικασία της πολιορκίας ενός θέματος, με αποτέλεσμα να εισχωρεί και σε πιο κρυφές πτυχές. Γεγονός που μπορεί να εκτιμηθεί από ένα πιο ειδικό επί του θέματος κοινό. Ταυτόχρονα, όμως, ως κριτικός, έφερε δια βίου ως μειονεξία την απουσία πανεπιστημιακού επιπέδου φιλολογικών σπουδών. Αυτό, συχνά, τον οδηγεί σε απολογητικές αυτοαναφορές, που λειτουργούν παρελκυστικά, συσκοτίζοντας τις αποφάνσεις. Αντίθετα, ο λόγος του Βαγενά, χαίρει την από καθέδρας ισχύ, σε συνδυασμό με την άνεση της τριβής του δασκάλου. Άρα, είναι μεγαλύτερης εμβέλειας. Και επειδή το ύφος είναι ο άνθρωπος, η ειρωνεία τους διαφέρει. Του Αργυρίου κρατά τη διακριτική αιχμηρότητα του Αλεξανδρινού των πρώτων δεκαετιών του 20ου. Του Βαγενά, διατηρεί την ευθύτητα του μη πρωτευουσιάνου και λίγο από το φιλοπόλεμο του ποδοσφαιριστή, που έρχεται από την “ποδοσφαιρομάνα Δράμα” της δεκαετίας του ’50.
Αυτά απορρέουν από τα κείμενα, όπως δείχνει, λ.χ., η συνανάγνωση δυο βιβλίων τους: του Αργυρίου για τον Παπατσώνη (το στερνό του, έκδοση Απρ. 2009, θάνατος 22 Μαί. 2009) και το πρόσφατο του Βαγενά για τον Καρυωτάκη. Συμπτωματικά, έχουν ως κοινό σημείο, ότι εκκινούν από διαλέξεις. Μία αποκλειστική βιβλιοπαρουσίαση για το δεύτερο θα μπορούσε να ξεκινήσει, παραφράζοντας τον στίχο του Σινόπουλου: “Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο.” Ο Βαγενάς είναι ένας μελετητής που έρχεται συνεχώς από τον Σεφέρη. Ήδη, στη διδακτορική διατριβή του, το 1979, “η εκφραστική τόλμη του Σεφέρη σε ποιήματα της πρώτης συλλογής του” εκτιμάται “ριζοσπαστικότερη από εκείνη του Καρυωτάκη”, ξεχωρίζοντας, “από την πρώτη κιόλας στιγμή, τον ποιητή της γενιάς του ’30 από τον ποιητή της γενιάς του ’20”. Ενώ, το πρόσφατο βιβλίο δείχνει ως λόγος υπερασπιστικός του Σεφέρη. Λ.χ., ισχυρίζεται πως οι ποιητές της γενιάς του ’30 όσες φορές μίλησαν για τον Καρυωτάκη ήταν “από επαινετικοί έως υμνητικοί”, εντοπίζοντας στον Σεφέρη έξι αναφορές, “που όλες εκφράζουν θαυμασμό”.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, το συμπέρασμα εξαρτάται από την φράση που επιλέγεται. Για παράδειγμα, ο Σεφέρης, στην αλεξανδρινή ομιλία του, 10 Ιουν. 1941, χαρακτηρίζει τον Καρυωτάκη “ποιητή με εξαιρετική ευαισθησία και με έργο που λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας”. Αλλά, λίγο πιο κάτω, προσθέτει, “ο Καρυωτάκης τραγούδησε, με τη χορευτική φαντασία του, τους τραγικούς γύψους της κάμαράς του”, όπου είναι ευδιάκριτος ένας τόνος ειρωνείας, που γνέφει προς “μία ποίηση χωρίς ορίζοντα”, όπως εκείνη που αποδίδει στους “καρυωτακικούς ποιητές”. Ύστερα, υπάρχουν και αναφορές του Σεφέρη στον Καρυωτάκη, ιδιωτικού χαρακτήρα, όπως οι επιστολικές, αρκούντως απορριπτικές. Σταχυολογούμε τη γνώμη του για το ποίημα του Καρυωτάκη, «Εις Ανδρέαν Κάλβον», που “διαβάζουν το 1931 επειδή είναι γραμμένο σε μια βαβυλωνική καθαρεύουσα και το βρίσκουν νόστιμο. Η νοστιμιά όμως είναι το μεγαλύτερο ψεγάδι στην τέχνη”. Αλλά και τη σωρευτική για όλους τους στίχους του Καρυωτάκη, που τους βρίσκει κατώτερους από το ποίημα «Πελεγρίνος ή το τραγούδι του δειλινού» του αφανούς σήμερα, Καλύμνιου ποιητή, Γιάννη Ζερβού. Τελικά, είναι απορίας άξιο, γιατί δεν έχουν συγκεντρωθεί σε βιβλίο τα μελετήματα του Βαγενά για την παραμόρφωση του Σεφέρη, όπου ο τίτλος θα κρατούσε τη δυναμική του. Ένα παρόμοιο βιβλίο λείπει.
Το 1986, ο Γ. Π. Σαββίδης, σε ανακοίνωσή του στο Επιστημονικό Συμπόσιο για τον Καρυωτάκη, αυτοσαρκαζόμενος, αποκαλεί εαυτόν “φιλολογικό χαφιέ”, σχολιάζοντας: “Τριαντάχρονος ο Καρυωτάκης, έμεινε ανύπαντρος διότι ήταν συφιλιδικός - όπως ο Βιζυηνός ή ο Μητσάκης ή ο Φιλύρας, οι οποίοι πέθαναν τρελοί.” Παρά μία σφαίρα, λοιπόν, ο ένας έμεινε στους τρελούς και ο άλλος στους αυτόχειρες. Κατά τα άλλα, πέρασαν από τα ίδια μέρη - στα έδρανα της Νομικής του Αθήνησι, στην Πάτρα - αλλά, με ηλικιακή διαφορά μίας γενιάς, δεν συναντήθηκαν. Συμπτωματικά, ο Καρυωτάκης, και τις δυο φορές, που βρέθηκε στην Πάτρα - στα 13 και τα 32 του – ασχολείτο με τον πεζό λόγο. Θα μπορούσε άραγε να είχε διαβάσει Μητσάκη; Η διδακτορική διατριβή του Κώστα Στεργιόπουλου, «Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη», περιορίζεται στον ποιητή. Πιο επίκαιρη είναι η απορία, κατά πόσο, το 2016, θα μνημονευθούν οι συγκεκριμένες επέτειοι. Με τα Ιδρύματα να υπολειτουργούν, διόλου απίθανο να μην μνημονευθεί καμία επέτειος. Για τις συγκεκριμένες, πιθανόν να υπάρξουν μεμονωμένες δημοσιεύσεις, ίσως και κάποιο αφιέρωμα περιοδικού. Κι αυτό, αν έχει απομείνει σε φιλόλογους και συγγραφείς έστω και λίγη από την διάθεση, που είχαν επιδείξει προς τα τέλη του περασμένου αιώνα και τα πρώτα χρόνια του τρέχοντος, για ξανακοίταγμα και αναθεώρηση απόψεων.
Προ εικοσαετίας, Δεκ. 1996, στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Αντί» για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Καρυωτάκη, αναφέρεται, εισαγωγικά, το πόσο επίκαιρη είναι η επανανάγνωσή του, δεδομένου “του ερευνητικού ενδιαφέροντος και των επιρροών του στη σύγχρονη ελληνική ποίηση”. Τότε, σε άλλο αφιέρωμα, ο Αλέξανδρος Αργυρίου είχε δημοσιεύσει «Μία συλλογή βιβλιογραφίας του Κ. Γ. Καρυωτάκη», προς υπογράμμιση, όπως σχολιάζει, “της αδικαιολόγητης έλλειψης ανάλογης εργασίας για έναν ποιητή που δεν έπαψε να μελετάται από τις πρώτες εμφανίσεις του.” Ο Αργυρίου ταξινομείται στους κριτικούς, για τους οποίους η βιβλιογραφική καταγραφή είναι αναγκαία για να δομήσουν τη συλλογιστική τους. Σε ένα από τα παλαιότερα κείμενά του για τον Καρυωτάκη παρατηρεί: “Δυστυχώς δεν έχομε βιβλιογραφία από τον Γιώργο Κατσίμπαλη για να αποκομίσουμε μια καθαρή εικόνα της πορείας της κριτικής σκέψης γι’ αυτόν.”
Στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και σήμερα, χωρίς καθαρή εικόνα ούτε της πορείας ούτε του τρέχοντος στίγματος της κριτικής σκέψης. Εξακολουθεί όμως και σε ποια έκταση να απασχολεί το φαινόμενο Καρυωτάκη; Ισχύει το παράδοξο του Καρυωτάκη, όπως το όριζε, προ εικοσαετίας, ο Νάσος Βαγενάς, δηλαδή το πώς η ώριμη ποίησή του, με την τεχνοτροπία της παλαιάς, της πριν τη νεοτερική ποίησης, κατορθώνει και δίνει την αίσθηση του καινούργιου; Μήπως η κατά Βαγενά ιδιοτυπία της ποίησής του, “η γεύση να υπερβαίνει την τεχνοτροπία”, απαλείφοντας την παλαιότητά της, αντί να ερμηνευθεί, παρακάμφθηκε με την γενικότερη επίταση της γεύσης; Παράδειγμα, τα ερωτικά του Καβάφη, που ιεραρχούνται βάση της ελευθεριότητας της γεύσης, δηλαδή του αισθήματος από την εμπειρία της ανάγνωσης, και όχι της όποιας στιχουργικής τους, λιγότερο ή περισσότερο ελευθερωμένης.
Προσώρας, αναμένοντας η επέτειος να αποτελέσει κίνητρο “επανεκκίνησης”, που θα ξεθολώσει το τοπίο, στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε η ταινία του Κύπριου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κύρου Παπαβασιλείου, «Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου», ενώ, στο χώρο της λογοτεχνίας, που κυρίως ενδιαφέρει, η μελέτη του Βαγενά, «Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη», κυκλοφόρησε σε επαυξημένη (με την προσθήκη δυο μελετών, που σχεδόν διπλασιάζουν τις σελίδες) δεύτερη έκδοση από άλλον εκδότη. Η πρώτη, προ δεκαετίας, δεν αποτέλεσε έναυσμα για συζητήσεις γύρω από την εικόνα του Καρυωτάκη. Παρόλο που, τότε ακόμη, δημοσιεύονταν κάποιες ανταλλαγές απόψεων. Αν και γενικότερα, ισχύει η παρατήρηση του Τίμου Μαλάνου: “Δυό ρωμιοί που, κατ’ αρχήν, δε συμφωνούν πάνω σ’ ένα ζήτημα, είναι μοιραίο να μη συμφωνήσουν ποτέ, όσο και αν συνεχίσουν τη συζήτησή τους.” Αλλά και μόνο η συζήτηση, γεννά πρόσθετα επιχειρήματα, που λειτουργούν διαφωτιστικά. Τα κείμενα του Βαγενά, μάλιστα, εκτός από το ενδιαφέρον των θεμάτων, που επισημαίνουν ή και ανακινούν, προκαλούν, και μόνο με τον αντιρρητικό τους τόνο, συζήτηση.
Μία δική μας απορία, μετέωρη από την πρώτη έκδοση, αφορά τον τίτλο, καθώς έχουμε την εντύπωση, ότι λειτουργεί παραπλανητικά. Καλλιεργεί λανθασμένες προσδοκίες, δεδομένου ότι η παραμόρφωση ως πρώτη και κυρίαρχη έννοια, μοναδική, μάλιστα, σε ένα λεξικό της δημοτικής όπως του Κριαρά, έχει την αλλαγή προς το χειρότερο. Ωστόσο, η επιχειρούμενη αναθεώρηση της εικόνας του Καρυωτάκη ή ακριβέστερα, της ποίησής του, στην οποία ο Βαγενάς αναφέρεται, δεν μεταβάλλει επί τα χείρω το πρόσωπο του ποιητή, αλλά, αντιθέτως, το μεγαλύνει. Οι εν λόγω αναθεωρητικοί δεν ασκούν αρνητική κριτική, αλλά θετική, ανεξάρτητα αν οι επισημάνσεις τους μπορεί να αποδειχθούν μερικώς ή και εν όλω λανθασμένες. Βεβαίως, χαρακτηρισμοί της μορφής θετικός-αρνητικός είναι συνάρτηση της εποχής που εκφέρονται. Όπως, άλλωστε, και εκείνοι που αποδίδονται στον Καρυωτάκη: πολιτικός ποιητής, αριστερός, “αντιελληνοκεντρικός”. Από την εποχή του Καρυωτάκη και για κοντά μισό αιώνα από τον θάνατό του, το μεν ελληνοκεντρικός συνιστούσε έπαινο, το δε αριστερός ψόγο. Για να φτάσουμε σήμερα, που η μελέτη του Βαγενά επανεκδίδεται, οι έννοιες να τραμπαλίζονται επισφαλώς.
Το 2003, ο Βαγενάς επέλεξε τον τίτλο για μία διάλεξη στο Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου, ενταγμένη στον δεύτερο θεματικό κύκλο 2002-2003, με τίτλο, «Ματιές στη Νεώτερη Ελληνική Ποίηση (1930-1960)», τον οποίο διοργάνωνε το νεότευκτο τότε Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης, που είχε δημιουργηθεί υπό τη σκέπη του Ιδρύματος. Το επόμενο έτος, η διάλεξη πήρε τη μορφή σειράς οκτώ επιφυλλίδων και το μεθεπόμενο, βιβλίου. Σε όλες αυτές τις μεταμορφώσεις, μέχρι και την πρόσφατη, ο τίτλος παραμένει. Ως μότο του βιβλίου επιλέγεται στίχος από ερωτικό σαιξπηρικό σονέτο, στο οποίο ο ερωτευμένος εκλιπαρεί την καλή του, που τον απατά: O, call me not to justify the wrong. Η μεταφορά του στίχου από τον ερωτευμένο στον μελετητή μοιάζει δίσημη: τι δεν μπορεί να αποδεχθεί ο μελετητής, την αδικία που γίνεται στον ποιητή ή το σφάλμα; Ήδη, όμως, από το 1992, που ο Βαγενάς χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη λέξη παραμόρφωση για έναν ποιητή, τότε τον Κάλβο, έχει δώσει την απάντηση. Δεν υποφέρει τη στρέβλωση της αλήθειας, όπως αυτός την τεκμηριώνει, καθώς σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τόσο στον Κάλβο όσο και στον Καρυωτάκη, με ό,τι αποκαλεί παραμόρφωση, από μία άποψη, το πρόσωπο του ποιητή φωτίζεται. Στην περίπτωση του Κάλβου, ως ελληνοκεντρικού ποιητή, με αγνόηση των ιταλικών έργων του. Αντιστρόφως, σε εκείνη του Καρυωτάκη, ως υπερεθνικού.
Η διάλεξη του Βαγενά εκκινεί από τον Σεφέρη και τη δική του παραμόρφωση από όσους “προβαίνουν σε παρανάγνωση του έργου του”, χαρακτηρίζοντάς το ελληνοκεντρικό. Το πρώτο κεφάλαιο καταλήγει με την προς απόδειξη θέση, ότι η παρανάγνωση του Σεφέρη φέρει ως “παράπλευρες”, τις αντίστοιχης φύσεως παραναγνώσεις Καβάφη και Καρυωτάκη. Στην παρανάγνωση του πρώτου αφιερώνει το δεύτερο κεφάλαιο του Παραρτήματος, ενώ σε εκείνη του δεύτερου, το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, συνεξετάζοντας εκεί την περίπτωση Εγγονόπουλου. Τελικά, επιχειρηματολογεί πως πρόκειται για τρεις ελληνοκεντρικούς ποιητές. Διαφέρει, ωστόσο, η έμφαση με την οποία αποδίδεται ο χαρακτηρισμός. Ο Καβάφης είναι “πραγματικά ελληνοκεντρικός”, όπως και ο Εγγονόπουλος, κατά δική του παραδοχή.
Διαφοροποιείται η περίπτωση του Καρυωτάκη, που εξετάζεται πλαγίως σε δυο συμμετρικά κεφάλαια, με αντίστοιχα συμμετρικούς τίτλους («Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη» και «Μια άλλη του Σεφέρη»), όπου η ποίηση ενός εκάστου αντιμετωπίζεται με τον τρόπο, που οι αναθεωρητικοί κριτικοί διάβασαν την ποίηση του άλλου. Σε αυτά, ο Βαγενάς επισημαίνει, σε στίχους και βιογραφικά στοιχεία, του μεν πρώτου πατριωτικά και αντιδραστικά ίχνη, του δε δεύτερου τον “βαθύ πολιτικό χαρακτήρα”. Καταλήγει με τη διαπίστωση, πως η λογοτεχνική κριτική του έργου του Καρυωτάκη περιορίζεται “στη διατύπωση αντισεφερικών αισθημάτων”. Ενώ, στο επόμενο κεφάλαιο «Ο Καρυωτάκης και η γενιά του ’30», αμφισβητεί “την κυρίαρχη κριτική βεβαιότητα ότι η γενιά του ’30 υπήρξε εχθρική προς την ποίηση του Καρυωτάκη”. Το ενδιαφέρον, όμως, εδώ, δεν έγκειται τόσο στα προσκομιζόμενα τεκμήρια, όσο στην εκ προοιμίου απόφανση, που ουσιαστικά επαναλαμβάνει εκείνη του προηγούμενου κεφαλαίου, ότι “ο μύθος αυτός είναι στην πραγματικότητα παράγωγο της ψυχολογικής ανάγκης για ανακούφιση όσων αισθάνονται βαρειά τη σκιά του Σεφέρη.”
Ακόμη και τον εκτοπισμό του Τάκη Παπατσώνη από “τον ρόλο του ως του πρώτου Έλληνα μοντερνιστή”, ο Βαγενάς τον αποδίδει στην αίγλη που απολάμβανε ο Σεφέρης και η οποία ενοχλούσε τους αναθεωρητές. Αυτοί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν αρχίζουν να αλλάζουν τα κριτήρια αξιολόγησης και να προτάσσονται στοιχεία πολυπολιτισμικότητας και ετερότητας, διέγραψαν τον Παπατσώνη και πρόβαλαν τον Καρυωτάκη. Όχι, όμως, σαν αυταξία, αλλά ως πλέον κατάλληλο να αποτελέσει “το αντίπαλο δέος του Σεφέρη”. Προς απόδειξη αυτής της στρεβλωτικής υποκατάστασης, προστέθηκαν τα δυο μελετήματα της επαυξημένης έκδοσης του βιβλίου. Το συντομότερο «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος», χωρίς αναφορά πρώτης δημοσίευσης, και το εκτενές «Ο Τ. Κ. Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα».
Ο λόγος του Βαγενά είναι διαυγής και αυστηρά δομημένος. Παρατάσσει σειρά συλλογισμών, επακριβώς τεκμηριωμένων, με επαρκώς αιτιολογημένα τα ενδιάμεσα στάδια, μη διαφεύγοντας ούτε στιγμή από το κοινώς αποδεκτό ως αληθές. Προτερήματα, που τα βρίσκουμε και στο λόγο του Αργυρίου. Διαφέρουν, ωστόσο, σε δυο χαρακτηριστικά, καταγωγικά της παιδείας τους, τα οποία διαφοροποιούν την πειστικότητα των λόγων τους και ως συνάρτηση του αποδέκτη. Ο Αργυρίου δίνει σχεδόν μαθηματική δομή στη διαλεκτική διαδικασία της πολιορκίας ενός θέματος, με αποτέλεσμα να εισχωρεί και σε πιο κρυφές πτυχές. Γεγονός που μπορεί να εκτιμηθεί από ένα πιο ειδικό επί του θέματος κοινό. Ταυτόχρονα, όμως, ως κριτικός, έφερε δια βίου ως μειονεξία την απουσία πανεπιστημιακού επιπέδου φιλολογικών σπουδών. Αυτό, συχνά, τον οδηγεί σε απολογητικές αυτοαναφορές, που λειτουργούν παρελκυστικά, συσκοτίζοντας τις αποφάνσεις. Αντίθετα, ο λόγος του Βαγενά, χαίρει την από καθέδρας ισχύ, σε συνδυασμό με την άνεση της τριβής του δασκάλου. Άρα, είναι μεγαλύτερης εμβέλειας. Και επειδή το ύφος είναι ο άνθρωπος, η ειρωνεία τους διαφέρει. Του Αργυρίου κρατά τη διακριτική αιχμηρότητα του Αλεξανδρινού των πρώτων δεκαετιών του 20ου. Του Βαγενά, διατηρεί την ευθύτητα του μη πρωτευουσιάνου και λίγο από το φιλοπόλεμο του ποδοσφαιριστή, που έρχεται από την “ποδοσφαιρομάνα Δράμα” της δεκαετίας του ’50.
Αυτά απορρέουν από τα κείμενα, όπως δείχνει, λ.χ., η συνανάγνωση δυο βιβλίων τους: του Αργυρίου για τον Παπατσώνη (το στερνό του, έκδοση Απρ. 2009, θάνατος 22 Μαί. 2009) και το πρόσφατο του Βαγενά για τον Καρυωτάκη. Συμπτωματικά, έχουν ως κοινό σημείο, ότι εκκινούν από διαλέξεις. Μία αποκλειστική βιβλιοπαρουσίαση για το δεύτερο θα μπορούσε να ξεκινήσει, παραφράζοντας τον στίχο του Σινόπουλου: “Είμαι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο.” Ο Βαγενάς είναι ένας μελετητής που έρχεται συνεχώς από τον Σεφέρη. Ήδη, στη διδακτορική διατριβή του, το 1979, “η εκφραστική τόλμη του Σεφέρη σε ποιήματα της πρώτης συλλογής του” εκτιμάται “ριζοσπαστικότερη από εκείνη του Καρυωτάκη”, ξεχωρίζοντας, “από την πρώτη κιόλας στιγμή, τον ποιητή της γενιάς του ’30 από τον ποιητή της γενιάς του ’20”. Ενώ, το πρόσφατο βιβλίο δείχνει ως λόγος υπερασπιστικός του Σεφέρη. Λ.χ., ισχυρίζεται πως οι ποιητές της γενιάς του ’30 όσες φορές μίλησαν για τον Καρυωτάκη ήταν “από επαινετικοί έως υμνητικοί”, εντοπίζοντας στον Σεφέρη έξι αναφορές, “που όλες εκφράζουν θαυμασμό”.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, το συμπέρασμα εξαρτάται από την φράση που επιλέγεται. Για παράδειγμα, ο Σεφέρης, στην αλεξανδρινή ομιλία του, 10 Ιουν. 1941, χαρακτηρίζει τον Καρυωτάκη “ποιητή με εξαιρετική ευαισθησία και με έργο που λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας”. Αλλά, λίγο πιο κάτω, προσθέτει, “ο Καρυωτάκης τραγούδησε, με τη χορευτική φαντασία του, τους τραγικούς γύψους της κάμαράς του”, όπου είναι ευδιάκριτος ένας τόνος ειρωνείας, που γνέφει προς “μία ποίηση χωρίς ορίζοντα”, όπως εκείνη που αποδίδει στους “καρυωτακικούς ποιητές”. Ύστερα, υπάρχουν και αναφορές του Σεφέρη στον Καρυωτάκη, ιδιωτικού χαρακτήρα, όπως οι επιστολικές, αρκούντως απορριπτικές. Σταχυολογούμε τη γνώμη του για το ποίημα του Καρυωτάκη, «Εις Ανδρέαν Κάλβον», που “διαβάζουν το 1931 επειδή είναι γραμμένο σε μια βαβυλωνική καθαρεύουσα και το βρίσκουν νόστιμο. Η νοστιμιά όμως είναι το μεγαλύτερο ψεγάδι στην τέχνη”. Αλλά και τη σωρευτική για όλους τους στίχους του Καρυωτάκη, που τους βρίσκει κατώτερους από το ποίημα «Πελεγρίνος ή το τραγούδι του δειλινού» του αφανούς σήμερα, Καλύμνιου ποιητή, Γιάννη Ζερβού. Τελικά, είναι απορίας άξιο, γιατί δεν έχουν συγκεντρωθεί σε βιβλίο τα μελετήματα του Βαγενά για την παραμόρφωση του Σεφέρη, όπου ο τίτλος θα κρατούσε τη δυναμική του. Ένα παρόμοιο βιβλίο λείπει.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/12/2015.