Την προηγούμενη Κυριακή, με αφορμή το μελέτημα της Στέλλας Χελιδώνη, «Μια εκκλησιαστική παράδοση κρυμμένη στο “Κοινωνικόν Μυθιστόρημα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Η Φόνισσα», δημοσιευμένο στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Κονδυλοφόρος», είχαμε σχολιάσει την τυχόν διακειμενική συγγένεια ανάμεσα στους κατά συρροή πνιγμούς, που συμβαίνουν στη «Φόνισσα», με το θαύμα της σωτηρίας από πνιγμό που απαντάται σε ορισμένες αγιολογικές διηγήσεις. Το συγκεκριμένο θαύμα εντάσσεται στο συμβολισμό του μυστηρίου του βαπτίσματος, που αναφέρεται στον κύκλο γέννησης-βάπτισης-ανάστασης και ταυτίζεται με τις εορτές των Θεοφανείων και του Πάσχα. Οπότε η “συνομιλία” της «Φόνισσας» με τις συγκεκριμένες αγιολογικές διηγήσεις, όχι μόνο αποκαλύπτει στο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη το λανθάνον συμβολικό φορτίο της βάπτισης, αλλά και το κατατάσσει, έστω και πλαγίως, στα εορταστικά του. Εάν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι η κυρίως δράση του μυθιστορήματος εντοπίζεται στο διάστημα από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι την Κυριακή μετά του Θωμά, τότε η «Φόνισσα» βρίσκει τη θέση της στα πασχαλινά του. Παρότι στο μυθιστόρημα, σε αντίθεση με τα πασχαλινά του διηγήματα, δεν υπάρχει καμία περιγραφή πασχαλινού εορτασμού, ούτε αναφορά στο Πάσχα.
Θυμίζουμε ότι τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι έντεκα τον αριθμό και έχουν δημοσιευτεί στο διάστημα από το Πάσχα του 1888 μέχρι τον Ιούνιο του 1907. Η «Φόνισσα» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Παναθήναια» το πρώτο εξάμηνο του 1903, οπότε η δημοσίευσή της συμπίπτει με εκείνη του προτελευταίου πασχαλινού, που είναι το διήγημα «Ο Αλιβάνιστος», δημοσιευμένο τον Απρίλιο του 1903. Όσο αφορά, όμως, τους πνιγμούς και το συσχετισμό τους με την βάπτιση, που απαντώνται στη «Φόνισσα», από τα έντεκα πασχαλινά, το μόνο που στρέφεται γύρω από τα ίδια θέματα και εμφανίζεται συγγενικό με το μυθιστόρημα είναι το πρώτο, δημοσιευμένο το Πάσχα του 1888. Δεδομένου ότι ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη διηγηματογραφία του με το χριστουγεννιάτικο του 1887, «Το χριστόψωμο», το πρώτο πασχαλινό τού 1888, «Η τελευταία βαπτιστική», είναι το τρίτο δημοσιευμένο διήγημά του και το δεύτερο εορταστικό του. Με αυτά τα δυο διηγήματα ξεκίνησε να καλύπτει το εορταστικό διήγημα για την εφημερίδα του Δημητρίου Κορομηλά, «Εφημερίς», και συνέχισε μέχρι το Πάσχα του 1892, οπότε και άλλαξε στέγη, εγκαινιάζοντας εκείνο το ίδιο Πάσχα, τού 1892, τα εορταστικά της εφημερίδας «Ακρόπολις», τα οποία και συνέχισε με θαυμαστή τακτικότητα να δημοσιεύει μέχρι τα Χριστούγεννα του 1896, επανερχόμενος με ένα τελευταίο τα Χριστούγεννα του 1899.
Πιθανώς και να μακρηγορούμε περί των εορταστικών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Το κάνουμε, όμως, εσκεμμένα, μήπως αναχαιτίσουμε, έστω και κατά το ελάχιστο, την επικρατούσα τάση εξαλείψεώς τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εφετινή, λεγόμενη χρηστική, έκδοση των Απάντων του, όπου οι “προλογιστές” αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τον χαρακτηρισμό εορταστικά. Ακόμη και εκείνος του έκτου τόμου, στον οποίο συγκεντρώνονται τα δεκαεπτά πρώτα διηγήματα, των τεσσάρων πρώτων χρόνων, από τα οποία τα έντεκα είναι εορταστικά. Στον πρόλογό του σχολιάζει διά μακρών ένα μη εορταστικό, ενώ αναφέρει ακόμη ένα επίσης μη εορταστικό, καθώς και δυο, που δημοσιεύονται σε άλλους τόμους. Ενώ, ουδόλως μνημονεύει ότι ο διηγηματογράφος Παπαδιαμάντης ξεκίνησε με εορταστικά.
Όσο αφορά το πρώτο πασχαλινό του διήγημα, το θεωρούμε σημαντικό λόγω της όλως ιδιαίτερης, σε σχέση με τα άλλα πασχαλινά, θεματικής του, η οποία απέκτησε επιπλέον ενδιαφέρον χάρις στη διακειμενική ανάγνωση της Χελιδώνη για τη «Φόνισσα». Ο τίτλος και ο υπότιτλος του διηγήματος, “πρωτότυπον πασχαλινόν διήγημα”, υπογραμμίζουν, εκ προοιμίου, το συσχετισμό σε αυτό της βάπτισης με το Πάσχα. Συσχετισμός, που, στη «Φόνισσα», προκύπτει πλαγίως και αναδεικνύεται μέσω της “συνομιλίας” του μυθιστορήματος με τις αγιολογικές διηγήσεις. Στο διήγημα, πάντως, ουδόλως μνημονεύεται το μυστήριο του βαπτίσματος, μόνο αναφέρονται οι βαπτίσεις, που έχει κάνει η ηρωίδα, η θεια-Σοφούλα. Αυτή περιγράφεται ως “σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής”, δηλαδή περίπου συνομήλικη της Φραγκογιαννούς, η οποία ναι μεν αναφέρεται εισαγωγικά στη «Φόνισσα» ως “εξηκοντούτις”, αλλά βάσει των στοιχείων που δίνονται στη συνέχεια της αφήγησης, προκύπτει να είναι 67 ετών. Όπως και να έχει, η θεια-Σοφούλα, σε αντίθεση με την Φραγκογιαννού, δεν θρηνολογεί για την άδικη μοίρα των γυναικών, καθώς πρόκειται για τη σύζυγο ενός σχετικά ευκατάστατου κτηματία. Γεγονός που τεκμαίρεται, όχι μόνο από τις ουκ ολίγες βαπτίσεις, αλλά και από τις πασχαλινές ετοιμασίες, τις οποίες έκανε “κατ’ έτος την Μ. Πέμπτην”. Σύμφωνα με το έθιμο, εκείνη την ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδος, οι νοικοκυρές συνηθίζουν να βάφουν τα κόκκινα αυγά. Η θεια-Σοφούλα, επιπροσθέτως, ζύμωνε την Μ. Πέμπτη και όχι το Μ. Σάββατο, όπως αναφέρεται στα σκιαθίτικα έθιμα, τις λαμπριάτικες κουλούρες για τα βαφτιστήριά της και μαζί, “δια τους εγγόνους και τα δισέγγονα”. Τις περίφημες κοκκώνες, που πλάθονταν σε σχήμα παιδιού και είχαν για κεφαλή το κόκκινο αυγό. Και μάλιστα, εκτός από τις κοκκώνες “παρεσκεύαζε δια τας συντέκνισσας, δια τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας” τις μεγαλύτερες κουλούρες.
Παρεμπιπτόντως, δεν είναι η μοναδική φορά, που ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στις κοκκώνες και τις λαμπριάτικες κουλούρες. Επιβάλλεται να θυμίσουμε και τα άλλα διηγήματα, για να μην επικρατήσει ο μύθος του ξενηστικωμένου και βουλιμικού Παπαδιαμάντη, που περιγράφει μόνο γκιουβέτσια και οβελίες. Στο μεθεπόμενο πασχαλινό, το «Παιδική Πασχαλιά» του 1891, η “προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της” Μεγάλη Πέμπτη, ζύμωνε μικρές κοκκώνες για τα δυο τέκνα της και κουλούρες μετ’ αυγών για τους υπόλοιπους. Παραδόξως, σε αυτό το διήγημα, στην πρόσφατη χρηστική έκδοση των Απάντων, οι κοκκώνες γράφονται με ένα κάπα, σε αντίθεση με τα Άπαντα Βαλέτα και Σεφερλή. Δεν πρόκειται για απλοποιημένη γραφή, καθώς ακολουθούνται τα μητρικά Άπαντα. Πάντως, η σημερινή γραφή είναι με όμικρον και ένα κάπα, όπως απαντάται η λέξη και στο βιβλίο του Γεωργίου Ρήγα για τον λαϊκό πολιτισμό της Σκιάθου. Όπως και να έχει, στο εν λόγω διήγημα, αυτή ήταν η τελευταία φορά, που η μητέρα της Μόρφως και του Ευαγγελινού ζύμωσε κοκκώνες, μια και πέθανε κατά τη γέννα μαζί με το βρέφος. Σε ένα από τα τελευταία πασχαλινά, το «Χωρίς στεφάνι» του 1896, η Χριστίνα η Δασκάλα, όντας αστεφάνωτη και άκληρη, τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωνε μόνο κουλούρες “κ’ ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά”. Άλλες δυο φορές ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τη λέξη κοκκώνα και μάλιστα, την ανυψώνει και στους τίτλους. Δεν πρόκειται, όμως, για κουλούρες αλλά για θηλυκές οντότητες. Η μια είναι η όμορφη πολίτισσα Κοκκώνα-Αννίκα στο χριστουγεννιάτικο διήγημα «Της Κοκκώνας το σπίτι» και η άλλη, η θάλασσα στο «Κοκκώνα θάλασσα», ως υποκατάστατο της Κοκκώνας του καπετάν Τζώνη, που του βγήκε γκρινιάρα. Χάρη στη δισημία της λέξης κοκκώνα, τονίζεται, αν χρειάζεται να τονιστεί, η τάση του Παπαδιαμάντη να περιγράφει τα όμορφα πράγματα.
Και επανερχόμαστε. Εκείνο το στοιχείο, που καθιστά το διήγημα «Η τελευταία βαπτιστική» συγγενικό με τη «Φόνισσα» είναι το κυρίως θέμα του. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης στρέφεται γύρω από τον πνιγμό “της τελευταίας βαπτιστικής” της θεια-Σοφούλας, που έχει πάρει και το όνομά της. Οι τρεις πνιγμοί στη «Φόνισσα» και ο ένας στην «Τελευταία βαπτιστική» είναι οι μοναδικοί πνιγμοί κορασίδων σε πηγάδι, δηλαδή σε γλυκό νερό, μέσα σε ολόκληρη τη διηγηματογραφία του, όπου εντάσσουμε και τη «Φόνισσα», καίτοι μυθιστόρημα, όχι καταχρηστικά, αλλά γιατί θεωρούμε ότι συναποτελεί μαζί με τα διηγήματα το κυρίως έργο του. Εκτός από τη θεματική συγγένεια, αυτές καθ’ αυτές οι αφηγήσεις του πνιγμού της διετούς Σοφούλας στο διήγημα και της επταετούς Ξενούλας στη «Φόνισσα» βαίνουν σε παραλληλία: Η Σοφούλα “είδεν επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της” ή, στη «Φόνισσα», παιδιά της γειτονιάς “έκυπταν εις το φρέαρ, Νάρκισσοι δια να ιδούν την σκιάν των εις το ύδωρ”. Η σανίδα του φρέατος ήταν “στιλπνή ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινίου” ή, εναλλακτικά, “ολισθηρά φαγωμένη από την προστριβή του σχοινίου του κουβά”. Κατά την απόπειρα διάσωσης της Σοφούλας, “η Αθηνιώ εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος”, ή, κατά τη φαντασίωση της Φραγκογιαννούς, “η Κρινιώ θα ήταν ικανή να κατέλθη ξυπόλυτη εις το νερόν – διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικινδύνους και ολισθηράς”.
Η γεφύρωση, που προτείνει η Χελιδώνη, των πνιγμών στη «Φόνισσα» με το θαύμα σωτηρίας από πνιγμό των αγιολογικών διηγήσεων, γίνεται πιο πρόδηλη στο διήγημα. Σε αυτό, δεν υπάρχει μόνο ευθεία αναφορά στο μυστήριο της βάπτισης, αλλά είναι η ίδια η βαπτιστική, εκείνη που καταδύεται στο ύδωρ για δεύτερη φορά. Μπορεί αυτή “η τελευταία βαπτιστική” να μην σώζεται του πνιγμού χάρις στη θεία παρέμβαση, όπως στις αγιολογικές διηγήσεις, ωστόσο το διήγημα κλείνει με την περιγραφή ενός θαύματος, όχι εκείνου της σωτηρίας, αλλά του παρεμφερούς, της μυροβλυσίας. Εδώ, δεν μοσχοβολά το χώμα στον τάφο της Σοφούλας, όπως συμβαίνει με “τον πτωχό Τσόμπανο”, που μαρτύρησε από τους Αγαρηνούς για τη σωτηρία του Κάστρου. Το όνομά του μπορεί να λησμονήθηκε και ως “φτωχός Άγιος” δοξολογία μεν να μην έχει, έγινε όμως θέμα σκιαθίτικης παράδοσης και τελικά, απέκτησε και διήγημα. Ούτε φυτρώνει “ιτσιά, γεμάτη απ’ ωραία ασπροκίντρινα λουλουδάκια”, όπως στον τάφο της Ουρανίτσας, που βρίσκεται στο «Νησί της Ουρανίτσας». Παρότι φαρμακώθηκε από μόνη της η Ουρανίτσα, αγίασε. Αυτή είναι η, κατά Παπαδιαμάντη, αίσθηση του δικαίου, που, πολλές φορές, ιδιαίτερα όταν πλάθει τις ιστορίες των ηρωίδων του, βαίνει ενάντια στα καθιερωμένα, είτε κοινωνικά είτε εκκλησιαστικά. Στην περίπτωση της Σοφούλας “η ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο από του ύδατος” του φρέατος, άπαξ του χρόνου, την Κυριακή του Πάσχα, όταν, μετά την αναστάσιμη λειτουργία, η νονά της “έρριπτεν εις το ύδωρ την κοκκώναν και τα κόκκινα αυγά”. Δίνει, μάλιστα, ο Παπαδιαμάντης στην περιγραφή τη χροιά των, περί θαυμάτων, αφηγήσεων, “η ευωδία ανήρχετο… ως θυμίαμα αθώας ψυχής ανεβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην”.
Να σημειώσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης, στο διήγημα, δεν επιλέγει τυχαία αριθμούς και χρονολογίες. “Η τελευταία βαπτιστική” δεν είναι η τελευταία, γιατί πνίγηκε και η θεια-Σοφούλα δεν ξαναβάπτισε, αλλά, έτσι κι αλλιώς, επρόκειτο να είναι η τελευταία ως η τεσσαρακοστή. Αριθμός, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, συνδεδεμένος με τις κακοποιές δυνάμεις. Σαράντα μέρες προφυλάσσονται η λεχώνα και το βρέφος, τεσσαράκοντα ημέρες διαρκεί η περιπλάνηση της ψυχής στα γνωστά της μέρη. Σαράντα λειτουργίες τελούν στη σειρά ή, εναλλακτικά, σαράντα άρτους μοιράζουν, προς ανάπαυση της ψυχής του νεκρού. Είναι τα λεγόμενα σαρανταλείτουργα, τα οποία συνηθίζονται και για τους ζωντανούς προς ίαση είτε του σώματος είτε της ψυχής. Αντ’ αυτών, η θεια–Σοφούλα, “προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της”, είχε τάξει να αποκτήσει σαράντα βαπτιστήρια. Όσο για το χρόνο που τοποθετείται η «Τελευταία βαπτιστική», προσδιορίζεται πλαγίως ότι ο πνιγμός συνέβη την Μεγάλη Πέμπτη του 1851. Στις 4 Μαρτίου 1851, γεννήθηκε ο Παπαδιαμάντης και στις 9 Απριλίου, την Δευτέρα του Πάσχα, βαπτίστηκε. Υπάρχει, μάλιστα, μαρτυρία του Γ. Ρήγα, ότι κατά την βάπτισή του συνέβη το εξής θαυματουργό, “ενώ ο βαπτίζων αυτόν παπά Νικόλας έρριπτε το έλαιον εις την κολυμβήθραν, έτυχε να σχηματισθή αυτομάτως επί του ύδατος αυτής σταυρός διά του ελαίου”. Τότε, ο ιερέας προφήτεψε ότι “αυτό το παιδί θα γίνη μεγάλος”. Έγινε, τελικά, ο “μεγάλος” της νεοελληνικής διηγηματογραφίας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Λεζάντα φωτογραφίας: Η θεια-Σοφούλα, “άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως ήνοιγε, τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την κοκκώναν και τα κόκκινα αυγά της μικράς Σοφούλας της”. Σχέδιο του Παύλου Βαλασάκη για το διήγημα «Η τελευταία βαπτιστική».
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 16/10/2011.