Μήτσος Κασόλας
«Νίκος Καββαδίας.
Ο δαίμονας χόρευε μέσα του.»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Μάρτιος 2009
Ενα δεύτερο βιβλίο για τον Νίκο Καββαδία ετοίμασε ο συγγραφέας Μήτσος Κασόλας, πέντε χρόνια μετά το πρώτο βιβλίο του για τον Καββαδία, που είχε προκαλέσει την μήνιν όσων διαχειρίζονται τα συγγραφικά δικαιώματα του ποιητή. Γιατί, ως γνωστόν, σε κάθε αποθανόντα συγγραφέα αντιστοιχούν κληρονόμοι ποικίλλοντος βαθμού συγγενείας, τουλάχιστον ένας εκδότης, συνήθως ο πιο πρόσφατος, και ακόμη, κάποιος μελετητής, που έχει χριστεί καθ’ ύλην αρμόδιος, απαιτώντας να έχει κι αυτός λόγο. Ο τελευταίος, κατά κανόνα, ταυτίζεται με τον εκδότη, δεδομένου ότι οι εκδότες αποθανόντων συγγραφέων εκδίδουν και τις μελέτες που αναφέρονται σε αυτούς, αρκετά συχνά, χωρίς να πολυεξετάζουν την ποιότητά τους. Σπανίζουν οι συγγραφείς χωρίς κληρονόμους, που αποδεικνύονται και οι πιο τυχεροί. Όσο για την δυσοίωνη περίπτωση, που εμφανίζονται περισσότεροι του ενός μελετητές, διεκδικώντας αποκλειστικότητα, οι νυμφίοι, με τη στήριξη του εκδότη τους, διαμοιράζουν τα ιμάτια του αποθανόντος, όχι κατά την αξία τους αλλά, συνήθως, σύμφωνα με το εκτόπισμα του εκδότη. Όλα αυτά αποβαίνουν σε βάρος του έργου του συγγραφέα, που ευεργετείται από την πολυφωνία μελετητών.
Στην περίπτωση του Καββαδία, οι “κόντρες” για το πρώτο βιβλίο του Κασόλα, «Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-Θάλασσα-Ζωή», οδήγησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την κατάσχεση του βιβλίου. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει συνεχόμενα τα δυο βιβλία του Κασόλα. Πρώτα, την αφήγηση του ίδιου του Καββαδία και στη συνέχεια, τις αναμνήσεις φίλων και συνταξιδιωτών του, οι περισσότεροι, σήμερα, απόμαχοι ναυτικοί. Τα δυο βιβλία θα μπορούσαν να συνοδεύονται και από ένα CD, όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια, με τον μαγνητοφωνημένο λόγο του Καββαδία από την παραμονή Χριστουγέννων του 1974. Τότε που αγωνιούσε πως δεν θα προλάβαινε να σαλπάρει, όπως και πράγματι συνέβη. Ο Καββαδίας πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1975, στα 65 του, από εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον βρήκε στη στεριά και όχι στη θάλασσα, όπως τόσο επιθυμούσε.
Ο Κασόλας είχε γνωρίσει τον Καββαδία τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων του 1973. Η προϊστορία της συνάντησής τους έχει ως εξής: Τη διετία 1970-1972, ο Κασόλας έζησε στην Αμερική και επιστρέφοντας έγραψε το χρονικό «Η Άλλη Αμερική», που βραβεύθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ένας φίλος τού Καββαδία, ο ναυτικός Χρήστος Παντελίδης, που βρισκόταν τότε στη Νέα Υόρκη, του έγραψε πως του άρεσε το βιβλίο και ήθελε να τον γνωρίσει. Έτσι προέκυψε η επίσκεψη Παντελίδη και Καββαδία, χριστουγεννιάτικα, στο σπίτι του Κασόλα. Το πρώτο βιβλίο καταγράφει τις συναντήσεις τους, όπου ο Καββαδίας απαγγέλλει ποιήματά του κι ας διαμαρτυρόταν πως τα “δολοφονεί”. Ενώ, σχολιάζει στίχους και αφηγείται ιστορίες. Ο Κασόλας έχει χωρίσει το βιβλίο σε τρεις ενότητες: Η πρώτη για τη γυναίκα, ξεκινά από τις γυναίκες των λιμανιών και το τατουάζ μιας γοργόνας στο αριστερό μπράτσο του Καββαδία για να καταλήξει σε μια τελευταία αγαπημένη του, που τον είχε εγκαταλείψει. Η δεύτερη ενότητα είναι για τη θάλασσα αλλά και για τους φίλους του ποιητές και τη σχέση του με την Αριστερά. Η τρίτη υποτίθεται πως αναφέρεται γενικά στη ζωή, ανατρέχοντας στο παρελθόν, αλλά και πάλι γύρω από τις γυναίκες περιστρέφεται. Στο κείμενο παρεμβάλλονται ποιήματα, επιστολές, φωτογραφίες και οι θαυμάσιες ξυλογραφίες από τις πρώτες εκδόσεις των ποιημάτων του.
Και στα δυο βιβλία, ο Κασόλας, μυθιστοριογράφος ων, δημιουργεί μια ενιαία αφήγηση, ενθέτοντας τις απόψεις του για τον άνθρωποι Καββαδία και την ποίησή του. Το αποτέλεσμα είναι, μέσα και από τις συγκρίσεις με άλλους λογοτέχνες, όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης –τα τρία μεγάλα “κάππα” της ελληνικής ποίησης όπως γράφει– να αναδεικνύεται εκτός από τον ποιητή και ο μύθος, που έχει δημιουργηθεί γύρω από το πρόσωπό του. Αυτόν τον μύθο έρχεται να ενισχύσει το δεύτερο βιβλίο, όπως δηλώνει και ο χαρακτηριστικός υπότιτλος, “ο δαίμονας χόρευε μέσα του”. Οι ναυτικοί που γνώρισαν τον Καββαδία, υποβοηθούμενοι από τις ερωτήσεις του Κασόλα, αφηγούνται τον βίο και την πολιτεία του, μέσα από τις ιστορίες που τους έλεγε ο ίδιος. Αναθυμούνται ανέκδοτα και περιστατικά από την Κατοχή, καθώς και διηγήσεις γύρω από πρόσωπα της Τέχνης και της λογοτεχνίας. Από αυτές τις ιστορίες, άλλες τους φαίνονταν πραγματικές κι άλλες υποψιάζονταν πως ήταν φανταστικές. Πάντως, ομολογούν ότι και τις μεν και τις δε ο Καββαδίας τις διηγόταν με τον ίδιο παραστατικό τρόπο. Οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν άνθρωπο ερωτικό. Χωρίς να είναι ωραίος άντρας είχε φαίνεται τον τρόπο του με τις γυναίκες. Άλλωστε, η ποίησή του, μεταξύ των άλλων, και ερωτική, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό τους πως οι γυναίκες τον συγκινούσαν και ήταν μονίμως ερωτευμένος.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις τους, πολλοί επιφανείς, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ταξίδευαν με το «Απολλωνία» στη Μεσόγειο, για να έχουν τη χαρά να κάνουν συντροφιά με τον Καββαδία. Ανάμεσά τους, πρώτος και καλλίτερος, ο Σεφέρης. Για τη φιλία του διπλωμάτη και του ναυτικού έχουν διασωθεί αρκετά ανέκδοτα. Ο καπετάνιος Δημήτρης Κρανιώτης προσθέτει ακόμη ένα. Όταν το πλοίο έπιανε Βηρυττό, ο Σεφέρης έστελνε τη διπλωματική του κούρσα να παραλάβει τον Καββαδία. Μια φορά, ο Καββαδίας παρακάλεσε για μια μικρή παράκαμψη από την οδό με τα “καλά σπίτια”. Όμως η παρατεταμένη στάθμευση της μαύρης κούρσας στον κακόφημο δρόμο έγινε γνωστή στην πρεσβεία και επακολούθησε καβγάς ανάμεσα στους δυο φίλους. Μια άλλη φορά, και πάλι στη Βηρυτό, η ίδια κούρσα είχε παραλάβει από το καράβι τον Καββαδία για να τον μεταφέρει σε εκδήλωση που θα γινόταν προς τιμή του. Μόνο που ο πορτιέρης του κτιρίου δεν τον άφησε να περάσει. Έτσι, σαν άλλος Παπαδιαμάντης, θα πρέπει να απουσίασε από τη βραδιά.
Ολιγογράφος ποιητής ο Καββαδίας, ούτε πολλά βιβλία εξέδωσε ούτε μεγάλο αρχείο άφησε. Ωστόσο έγραφε συνέχεια στίχους στα πακέτα των τσιγάρων του και σε χαρτοπετσέτες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, εννιά χαρτοπετσέτες στις δέκα τις πέταγε με κάποιες λέξεις ή στίχους στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στην καρέκλα του. Όσο για την ιερή στιγμή της έμπνευσης, αυτή θα πρέπει να ερχόταν στην γέφυρα, όπου του άρεσε να στέκεται σιωπηλός, ιδίως κατά τις αναχωρήσεις των πλοίων. Ο άναρχος συνειρμικός λόγος των ναυτικών που γνώρισαν και αγάπησαν τον Καββαδία σαν αδελφό, αποκαλύπτει έναν γοητευτικό άνθρωπο. Ευπρόσδεκτη αντίστιξη στην ψυχαναλυτική ανασκαφή, που θέλει ολόκληρο το έργο του Καββαδία να κατακλύζεται από “μια ανυπόφορη ενοχή”.
Το βιβλίο του Κασόλα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προανάκρουσμα για την εκατονταετηρίδα του Καββαδία που θα εορταστεί του χρόνου. Ακόμη κι αν το 2010 ανακηρυχθεί επετειακό έτος κάποιου αλλού λογοτέχνη, όχι αναγκαστικά καλλίτερου, αλλά με δυναμικότερους υποστηρικτές, οι τιμητικές εκδηλώσεις για τον Καββαδία δεν θα λείψουν. Πιθανώς, φατριασμένες, όπως και τα κατά καιρούς αφιερώματα σε αυτόν, αλλά μάλλον πολύπλευρες, που είναι και το σημαντικότερο σε μια μνημόνευση.
«Νίκος Καββαδίας.
Ο δαίμονας χόρευε μέσα του.»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Μάρτιος 2009
Ενα δεύτερο βιβλίο για τον Νίκο Καββαδία ετοίμασε ο συγγραφέας Μήτσος Κασόλας, πέντε χρόνια μετά το πρώτο βιβλίο του για τον Καββαδία, που είχε προκαλέσει την μήνιν όσων διαχειρίζονται τα συγγραφικά δικαιώματα του ποιητή. Γιατί, ως γνωστόν, σε κάθε αποθανόντα συγγραφέα αντιστοιχούν κληρονόμοι ποικίλλοντος βαθμού συγγενείας, τουλάχιστον ένας εκδότης, συνήθως ο πιο πρόσφατος, και ακόμη, κάποιος μελετητής, που έχει χριστεί καθ’ ύλην αρμόδιος, απαιτώντας να έχει κι αυτός λόγο. Ο τελευταίος, κατά κανόνα, ταυτίζεται με τον εκδότη, δεδομένου ότι οι εκδότες αποθανόντων συγγραφέων εκδίδουν και τις μελέτες που αναφέρονται σε αυτούς, αρκετά συχνά, χωρίς να πολυεξετάζουν την ποιότητά τους. Σπανίζουν οι συγγραφείς χωρίς κληρονόμους, που αποδεικνύονται και οι πιο τυχεροί. Όσο για την δυσοίωνη περίπτωση, που εμφανίζονται περισσότεροι του ενός μελετητές, διεκδικώντας αποκλειστικότητα, οι νυμφίοι, με τη στήριξη του εκδότη τους, διαμοιράζουν τα ιμάτια του αποθανόντος, όχι κατά την αξία τους αλλά, συνήθως, σύμφωνα με το εκτόπισμα του εκδότη. Όλα αυτά αποβαίνουν σε βάρος του έργου του συγγραφέα, που ευεργετείται από την πολυφωνία μελετητών.
Στην περίπτωση του Καββαδία, οι “κόντρες” για το πρώτο βιβλίο του Κασόλα, «Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-Θάλασσα-Ζωή», οδήγησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την κατάσχεση του βιβλίου. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει συνεχόμενα τα δυο βιβλία του Κασόλα. Πρώτα, την αφήγηση του ίδιου του Καββαδία και στη συνέχεια, τις αναμνήσεις φίλων και συνταξιδιωτών του, οι περισσότεροι, σήμερα, απόμαχοι ναυτικοί. Τα δυο βιβλία θα μπορούσαν να συνοδεύονται και από ένα CD, όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια, με τον μαγνητοφωνημένο λόγο του Καββαδία από την παραμονή Χριστουγέννων του 1974. Τότε που αγωνιούσε πως δεν θα προλάβαινε να σαλπάρει, όπως και πράγματι συνέβη. Ο Καββαδίας πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1975, στα 65 του, από εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον βρήκε στη στεριά και όχι στη θάλασσα, όπως τόσο επιθυμούσε.
Ο Κασόλας είχε γνωρίσει τον Καββαδία τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων του 1973. Η προϊστορία της συνάντησής τους έχει ως εξής: Τη διετία 1970-1972, ο Κασόλας έζησε στην Αμερική και επιστρέφοντας έγραψε το χρονικό «Η Άλλη Αμερική», που βραβεύθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Ένας φίλος τού Καββαδία, ο ναυτικός Χρήστος Παντελίδης, που βρισκόταν τότε στη Νέα Υόρκη, του έγραψε πως του άρεσε το βιβλίο και ήθελε να τον γνωρίσει. Έτσι προέκυψε η επίσκεψη Παντελίδη και Καββαδία, χριστουγεννιάτικα, στο σπίτι του Κασόλα. Το πρώτο βιβλίο καταγράφει τις συναντήσεις τους, όπου ο Καββαδίας απαγγέλλει ποιήματά του κι ας διαμαρτυρόταν πως τα “δολοφονεί”. Ενώ, σχολιάζει στίχους και αφηγείται ιστορίες. Ο Κασόλας έχει χωρίσει το βιβλίο σε τρεις ενότητες: Η πρώτη για τη γυναίκα, ξεκινά από τις γυναίκες των λιμανιών και το τατουάζ μιας γοργόνας στο αριστερό μπράτσο του Καββαδία για να καταλήξει σε μια τελευταία αγαπημένη του, που τον είχε εγκαταλείψει. Η δεύτερη ενότητα είναι για τη θάλασσα αλλά και για τους φίλους του ποιητές και τη σχέση του με την Αριστερά. Η τρίτη υποτίθεται πως αναφέρεται γενικά στη ζωή, ανατρέχοντας στο παρελθόν, αλλά και πάλι γύρω από τις γυναίκες περιστρέφεται. Στο κείμενο παρεμβάλλονται ποιήματα, επιστολές, φωτογραφίες και οι θαυμάσιες ξυλογραφίες από τις πρώτες εκδόσεις των ποιημάτων του.
Και στα δυο βιβλία, ο Κασόλας, μυθιστοριογράφος ων, δημιουργεί μια ενιαία αφήγηση, ενθέτοντας τις απόψεις του για τον άνθρωποι Καββαδία και την ποίησή του. Το αποτέλεσμα είναι, μέσα και από τις συγκρίσεις με άλλους λογοτέχνες, όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης –τα τρία μεγάλα “κάππα” της ελληνικής ποίησης όπως γράφει– να αναδεικνύεται εκτός από τον ποιητή και ο μύθος, που έχει δημιουργηθεί γύρω από το πρόσωπό του. Αυτόν τον μύθο έρχεται να ενισχύσει το δεύτερο βιβλίο, όπως δηλώνει και ο χαρακτηριστικός υπότιτλος, “ο δαίμονας χόρευε μέσα του”. Οι ναυτικοί που γνώρισαν τον Καββαδία, υποβοηθούμενοι από τις ερωτήσεις του Κασόλα, αφηγούνται τον βίο και την πολιτεία του, μέσα από τις ιστορίες που τους έλεγε ο ίδιος. Αναθυμούνται ανέκδοτα και περιστατικά από την Κατοχή, καθώς και διηγήσεις γύρω από πρόσωπα της Τέχνης και της λογοτεχνίας. Από αυτές τις ιστορίες, άλλες τους φαίνονταν πραγματικές κι άλλες υποψιάζονταν πως ήταν φανταστικές. Πάντως, ομολογούν ότι και τις μεν και τις δε ο Καββαδίας τις διηγόταν με τον ίδιο παραστατικό τρόπο. Οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν άνθρωπο ερωτικό. Χωρίς να είναι ωραίος άντρας είχε φαίνεται τον τρόπο του με τις γυναίκες. Άλλωστε, η ποίησή του, μεταξύ των άλλων, και ερωτική, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό τους πως οι γυναίκες τον συγκινούσαν και ήταν μονίμως ερωτευμένος.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις τους, πολλοί επιφανείς, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ταξίδευαν με το «Απολλωνία» στη Μεσόγειο, για να έχουν τη χαρά να κάνουν συντροφιά με τον Καββαδία. Ανάμεσά τους, πρώτος και καλλίτερος, ο Σεφέρης. Για τη φιλία του διπλωμάτη και του ναυτικού έχουν διασωθεί αρκετά ανέκδοτα. Ο καπετάνιος Δημήτρης Κρανιώτης προσθέτει ακόμη ένα. Όταν το πλοίο έπιανε Βηρυττό, ο Σεφέρης έστελνε τη διπλωματική του κούρσα να παραλάβει τον Καββαδία. Μια φορά, ο Καββαδίας παρακάλεσε για μια μικρή παράκαμψη από την οδό με τα “καλά σπίτια”. Όμως η παρατεταμένη στάθμευση της μαύρης κούρσας στον κακόφημο δρόμο έγινε γνωστή στην πρεσβεία και επακολούθησε καβγάς ανάμεσα στους δυο φίλους. Μια άλλη φορά, και πάλι στη Βηρυτό, η ίδια κούρσα είχε παραλάβει από το καράβι τον Καββαδία για να τον μεταφέρει σε εκδήλωση που θα γινόταν προς τιμή του. Μόνο που ο πορτιέρης του κτιρίου δεν τον άφησε να περάσει. Έτσι, σαν άλλος Παπαδιαμάντης, θα πρέπει να απουσίασε από τη βραδιά.
Ολιγογράφος ποιητής ο Καββαδίας, ούτε πολλά βιβλία εξέδωσε ούτε μεγάλο αρχείο άφησε. Ωστόσο έγραφε συνέχεια στίχους στα πακέτα των τσιγάρων του και σε χαρτοπετσέτες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, εννιά χαρτοπετσέτες στις δέκα τις πέταγε με κάποιες λέξεις ή στίχους στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στην καρέκλα του. Όσο για την ιερή στιγμή της έμπνευσης, αυτή θα πρέπει να ερχόταν στην γέφυρα, όπου του άρεσε να στέκεται σιωπηλός, ιδίως κατά τις αναχωρήσεις των πλοίων. Ο άναρχος συνειρμικός λόγος των ναυτικών που γνώρισαν και αγάπησαν τον Καββαδία σαν αδελφό, αποκαλύπτει έναν γοητευτικό άνθρωπο. Ευπρόσδεκτη αντίστιξη στην ψυχαναλυτική ανασκαφή, που θέλει ολόκληρο το έργο του Καββαδία να κατακλύζεται από “μια ανυπόφορη ενοχή”.
Το βιβλίο του Κασόλα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προανάκρουσμα για την εκατονταετηρίδα του Καββαδία που θα εορταστεί του χρόνου. Ακόμη κι αν το 2010 ανακηρυχθεί επετειακό έτος κάποιου αλλού λογοτέχνη, όχι αναγκαστικά καλλίτερου, αλλά με δυναμικότερους υποστηρικτές, οι τιμητικές εκδηλώσεις για τον Καββαδία δεν θα λείψουν. Πιθανώς, φατριασμένες, όπως και τα κατά καιρούς αφιερώματα σε αυτόν, αλλά μάλλον πολύπλευρες, που είναι και το σημαντικότερο σε μια μνημόνευση.
Μ. Θεοδοσοπούλου