Τάκης Θεοδωρόπουλος
«Η επιδημία
οι θεοί ανάμεσά μας»
Εκδόσεις Πατάκη
Οκτώβριος 2011
στο πλατύσκαλο της άνω εισόδου
στον Άγιο Δημήτριο Ψυχικού.
Μεγάλη ανησυχία μας κατέλαβε, όταν δεν ανακαλύψαμε μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου στον κατάλογο “των 100 νέων τίτλων του φθινοπώρου”, που δημοσίευσε αρχές Σεπτεμβρίου το βιβλιακό ένθετο του «Βήματος». Βεβαίως, ο δημοσιογράφος, στον πρόλογό του, προϊδέαζε για την απουσία “των μεγάλων ονομάτων της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας”. Εμείς, ωστόσο, ορισμένους από εκείνους που αναφέρει θα τους κατατάσσαμε ανενδοίαστα στα μεγάλα ονόματα. Ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η ηχηρή φράση. Από την άλλη, το γεγονός ότι περιορίζει την επιλογή του σε είκοσι όλους κι όλους τίτλους πεζογραφικών βιβλίων Ελλήνων συγγραφέων, δίνοντας κύρια έμφαση στους πρωτοεμφανιζόμενους, το αστυνομικό και το ξένο μυθιστόρημα, αφήνει μια ελπίδα στα παραλειπόμενα να βρίσκεται και το καινούριο του Θεοδωρόπουλου. Χλωμό, θα μας αντέτειναν όσοι παρακολουθούν το χώρο του βιβλίου αλλά και τον ευρύτερο πολιτιστικό. Ο αρκάς συγγραφέας, με όποιο μέτρο και να μετρηθεί, αγοραίο ή λογοτεχνικό, στα μεγάλα ονόματα καταχωρείται.
Σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Όπως και να έχει, θυμίζουμε ότι και το τελευταίο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πάνω που οι φανατικοί αναγνώστες του είχαν αρχίσει να αδημονούν. Οκτώβριο 2011. Εκείνο τον Μάρτιο είχε συμπληρωθεί ήδη χρόνος από την έκδοση του προηγούμενου μυθιστορήματός του, «Το ξυπόλυτο σύννεφο», και είναι γνωστή τοις πάσι η τακτικότητα στην έκδοση των βιβλίων του, την οποία τηρεί απαρεγκλίτως τα τελευταία χρόνια, αφότου η ενασχόλησή του με τη συγγραφή απέκτησε επαγγελματικό χαρακτήρα. Μετά, μάλιστα, από “την ιστορία μιας κωμωδίας”, όπως ήταν ο υπότιτλος στο «Ξυπόλυτο σύννεφο», που συνιστούσε μοναδικό δείγμα αρχαιόθεμης σάτιρας στα μεταπολιτευτικά χρονικά της πεζογραφίας μας, η ανυπομονησία τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Πιθανώς και γιατί αντιλαμβάνονταν ότι ο αγαπημένος τους συγγραφέας βρισκόταν σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Έπρεπε να επιλέξει μεταξύ δοκιμιακού-στοχαστικού μυθιστορήματος, για το οποίο οι κριτικοί τον είχαν τόσο επαινέσει, και σάτιρας, είδος στο οποίο δεν είχε εισέτι κατοχυρώσει το κύρος του.
Απολάμβαναν, βεβαίως, σε καθημερινή πλέον βάση το σαρκαστικό του ύφος, χάρις στην αναβάθμιση των επιφυλλίδων του στη θέση που τους αναλογεί δίπλα στην πολιτική σχολιογραφία. Ωστόσο, είχαν αρχίσει να φοβούνται, μην και είχε δίκιο ο Δαίμων του Σωκράτη, εκείνος ο μοναδικός αφηγητής του προηγούμενου μυθιστορήματός του, που διατεινόταν ότι ο σαρκασμός είναι ένα πράμα σαν “τη φαγούρα που θες να την ξύσεις για να γλιτώσεις απ’ το βάσανο”. Γράψε-γράψε, κάθε μέρα, σκέφτονταν, μπορεί και να του περάσει η φαγούρα για τα κακώς κείμενα στο πανελλήνιο. Άδικοι φόβοι. Μόλις ένα εξάμηνο άργησε τότε ο Θεοδωρόπουλος στο ετήσιο εκδοτικό του ραντεβού. Καθυστέρηση, που μπορεί και να οφειλόταν στην αλλαγή εκδότη, την οποία συνηθίζει ανά δεκαετία.
Λόγω ανωτέρας βίας, το τελευταίο μυθιστόρημά του δεν το σχολιάσαμε στην ώρα του. Αφού, λοιπόν, προσώρας νέο δεν εμφανίστηκε, επωφελούμαστε να καλύψουμε την παράλειψη. Ύστερα, ένα φρεσκάρισμα της μνήμης δείχνει αναγκαίο, καθώς, όλως παραδόξως, το βιβλίο απουσιάζει από τις βραχείες λίστες των ποικιλώνυμων βραβεύσεων για το 2011. Πρόκειται για το όγδοο μυθιστόρημα του Θεοδωρόπουλου, μετρώντας όσα ο ίδιος χαρακτηρίζει μυθιστορήματα. Κατά τα άλλα, είναι το δωδέκατο βιβλίο του στην κατηγορία της ελληνικής πεζογραφίας. Παρεμπιπτόντως, έντεκα είναι τα αναγνωρισμένα, που καταγράφονται στον κατάλογο των βιβλίων του συγγραφέα στην αριστερή σελίδα απέναντι εκείνης του τίτλου. Εμείς, όμως, επιμένουμε να μετρούμε και το πρώτο πεζογράφημά του, «Ο βίος στην πολιτεία του Θοδωρή Κοτρωνηθοδωρήκωλου», που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Ολκός, το 1976, και το οποίο ο συγγραφέας έχει σιωπηρά διαγράψει. Πάντως, με εκείνο συνυπολογιζόμενο, ο Θεοδωρόπουλος συμπληρώνει τριάντα πέντε έτη συγγραφικής παρουσίας. Όσα και τα απαιτούμενα συντάξιμα για έναν επαγγελματία. Ευτυχώς, όμως, παρόμοιες νόρμες δεν ισχύουν για έναν λογοτέχνη.
Μυστακοφόρα θήλεα
Κατά τη γνώμη μας, ο Θεοδωρόπουλος καλά θα κάνει να ανασκουμπωθεί και να στρωθεί στη συγγραφή. Αναμφιβόλως, η επιφυλλιδογραφία σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα προσφέρει υψηλή αναγνωρισιμότητα. Και ως γνωστόν, την σήμερον, η αναγνωρισιμότητα, από όπου κι αν προέρχεται, ανοίγει πόρτες. Ωστόσο, εν γένει η εφημεριδογραφία είναι είδος όχι μόνο εφήμερο αλλά και ολισθηρό. Παράδειγμα, εκείνο το “μυστακοφόρος θεούσα”, που παρεισέφρησε σε πρόσφατο δημοσίευμά του. Οφείλεται, βεβαίως, στην εν θερμώ γραφή. Εμφανή και στο ανακάτωμα των ονομάτων δυο επιφανών του ΠΑΣΟΚ, που έχουν την ατυχία να φέρουν το ίδιο επίθετο. Το κοινότατο στη γενέτειρά τους, τη λεβεντογέννα Κρήτη, Ανδρουλάκης. Ωστόσο, φρίττουμε στην προοπτική, αν δεν τον ικανοποιήσει η παρουσίαση του βιβλίου του, σε μια εν θερμώ γραμμένη διαμαρτυρία, να μας αποκαλέσει μυστακοφόρο κριτικό. Δυστυχώς, θεούσες και κριτικοί, εκτός ασφαλιστικών ταμείων, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν “αποτρίχωση άνω χείλους με λέϊζερ”. Πάντως, ο μύσταξ, έτσι κι αλλιώς φύσει αραιός στα θήλεα, μάλλον δεν συνιστά μέτρο παραβατικότητας, ούτε ικανοτήτων. Όπως και να έχει, από τον καλό μας συγγραφέα αναμένεται νέο μυθιστόρημα, τώρα που βρίσκεται στην ηλικία της συγγραφικής ωριμότητας και φαίνεται να έχει επιλέξει οριστικά ως προοπτική της συγγραφικής του ύπαρξης, καθώς οι καιροί επιτάσσουν, την ειρωνική θεώρηση των πραγμάτων.
Κατά τα άλλα, κρίνοντας και από το τελευταίο του βιβλίο, δεν εγκαταλείπει τις εμμονές του. Συνεχίζει απτόητος το δούναι και λαβείν με τους θεούς των Ελλήνων –προς θεού, όχι των σημερινών– που στάθηκαν, ευθύς εξ αρχής, ο κινητήριος μοχλός του μυθιστορηματικού του κόσμου. Βιβλίο παρά βιβλίο και από ένας καθαρόαιμος ή μιγάς θεός σέρνει το χορό: Περσεφόνη, Πάνας, Νάρκισσος, Διόνυσος, Αφροδίτη και στο προηγούμενο, ολόκληρο το Δωδεκάθεο, συμπεριλαμβανομένης της τάξης των Δαιμόνων. Για το τελευταίο του μυθιστόρημα, επέλεξε τον πρωτοφανέρωτο “θεό της μετριότητας”, τον οποίο τοποθετεί “κάπου τριακοστό έκτο στην κατάταξη του Δωδεκάθεου” και τον συστήνει, σε συμφωνία με το όνομά του, ως χρυσή μετριότητα, δηλαδή παντελώς ανάξιο.
Εδώ, ένας αναγνώστης, που αγνοεί πόσο δεινός γνώστης του ελληνικού κόσμου είναι ο συγγραφέας, μπορεί να του αποδώσει γλωσσικό ολίσθημα. Είναι γνωστό ότι οι Ολύμπιοι τιμούσαν το μέτρο και όριζαν την μετριότητα ως την ιδιότητα του μετρίου, δηλαδή του εμμένοντος ως προς τις επιλογές και τις πράξεις του στο μέτρο. Οπότε ένας θεός της μετριότητας θα αναμενόταν να καταταγεί μεταξύ των πρώτων. Δεν ολισθαίνουν, ωστόσο, μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι σημασίες των λέξεων. Έτσι και η σημασία της λέξης μετριότητα, μετακύλησε από το εύσημο στο κακόσημο. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν από τους πολλούς εκφραστικούς αναχρονισμούς, στους οποίους αναγκάζεται να καταφύγει ο αφηγητής ως διαμεσολαβητής μεταξύ Ολύμπιων και συγχρόνων του και για τους οποίους ζητάει κατ’ επανάληψη συγγνώμη από τον αναγνώστη, όπως συνήθιζαν οι αφηγητές στις παλαιές καλές μυθιστορίες.
Τα μεγάλα λόγια
Ήταν, επομένως, οι ανάγκες της μυθοπλασίας, που απαιτούσαν έναν θεό, ο οποίος να κατεβάζει ιδέες και να λέει μεγάλα λόγια, αλλά να αδυνατεί να περάσει στα έργα. Ας μην λησμονούμε, ότι συνιστά πάγια τακτική του συγγραφέα να πλάθει τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωσιν των ανθρώπων. Και δη, παλαιότερων και συγχρόνων, αφού, τουλάχιστον μυθιστορηματική αδεία, αυτή η αθάνατη ράτσα ελάχιστα μόνο έχει αλλάξει. Αυτός, λοιπόν, ο καταχρηστικά αποκαλούμενος “θεός της μετριότητας”, οραματίστηκε να επιτελέσει δυο έργα. Το ένα στον κατασκευαστικό τομέα και το δεύτερο σε εκείνον της ποίησης. Ο συγγραφέας δεν επιλέγει τυχαία τους συγκεκριμένους δυο στόχους από τους ουκ ολίγους προσφερόμενους για τους ειρωνικούς του μύδρους.
Στην επιλογή του πρώτου διαφαίνονται ανομολόγητοι λόγοι εντοπιότητας, δεδομένου ότι προκρίνει, ως το ιδανικό παράδειγμα για τον τρόπο εκτέλεσης των επιδοτούμενων με κοινοτικά κονδύλια έργων, την εθνική οδό Κορίνθου-Σπάρτης. Κωλυσιεργίες, αθετήσεις και λοιπές ατασθαλίες κατά την κατασκευή τής εν λόγω, εσαεί ημιτελούς, εθνικής οδού αναμενόμενο είναι να συνιστούν κόλαφο για την υπερηφάνεια κάθε Πελοποννήσιου, πόσο μάλλον ενός Αρκάδα. Όσο για τον δεύτερο στόχο της ποίησης, αυτός αποτελεί ανέκαθεν πρωταρχική πηγή της έμπνευσής του. Στην επιφυλλιδογραφία του τον απασχολούν οι πολιτικοί άνδρες και οι οικονομικοί παράγοντες, ως μυθιστοριογράφο, όμως, ακόμη κι όταν τους εμπλέκει στην υπόθεση, όπως στο τελευταίο βιβλίο του, μπορεί να πλάθει έναν αντιπροσωπευτικό τύπο, αλλά δεν δίνει και τον καλύτερο εαυτό του. Ούτε σύγκριση με την ειρωνική υπονόμευση των ποιητών και των τρόπων, που εκείνοι μηχανεύονται για να βρίσκονται στο προσκήνιο. Εκμεταλλευόμενοι, μεταξύ πλείστων άλλων, το μύθο του καταραμένου ποιητή. Να σημειώσουμε, ότι, πλην των ποιητών, τον δημιουργικό του οίστρο τον διεγείρουν οι ηθοποιοί και εν γένει, ο χώρος του θεάτρου. Εδώ, στην παλαιόθεν προσφιλή του Επίδαυρο, έρχονται να προστεθούν οι πολυάριθμες ομαδούλες, που, σε καιρούς κρίσης, όπως οι σημερινοί, στήνουν τη σκηνή τους όπου λάχει.
Όπως είναι αναμενόμενο, άξιος του ονόματός του ο “θεός της μετριότητας”, δεν πραγματοποίησε κανένα από τα δυο έργα. Ωστόσο, το δεύτερο, δηλαδή η σύνθεση του έπους των Ολύμπιων θεών, εκείνους, ακόμη και ως προοπτική, πολύ τους θορύβησε. Πιθανώς, γιατί, γνωρίζοντας τα αίσχη και τις γελοιότητες του καθημερινού τους βίου, δεν απέκλειαν να εμπνεύσουν ακόμη και έναν ατάλαντο. Καλή ώρα, όπως οι σύγχρονοί μας, οι οποίοι, μεταγράφοντας όψεις της τρέχουσας πραγματικότητας, συνθέτουν ρομάντσα, που έρχονται πρώτα σε πωλήσεις. Ακολουθούν κατά πόδας οι δημοσιογράφοι και τα καταχωρούν στα βιβλιακά ένθετα των εφημερίδων, ως πρώτα στη στήλη της “ελληνικής λογοτεχνίας”. Έτσι κι αλλιώς, η σχετική στήλη σπανίως φιλοξενεί λογοτεχνικά βιβλία, καθώς αυτά έρχονται τελευταία στις προτιμήσεις. Παίρνουν έτσι τα μυαλά τους αέρα και ζητούν μέχρι να αλώσουν τον Όλυμπο των συγγραφέων. Σε αντίθεση, πάντως, με το σημερινό διευθυντήριο των συγγραφέων, που φαίνεται ενδοτικό στο άνοιγμα των πυλών του, οι Ολύμπιοι του μυθιστορήματος έσπευσαν να εξορίσουν τον “θεό της μετριότητας”.
Οι βλαβερές συνέπειες
της ερωτικής έξαψης
Ήρθε, όμως, το πλήρωμα του χρόνου και μια ωραία πρωία, εκείνος προσγειώθηκε στο διαμερισματάκι, όχι του συγγραφέα στα περιλύσια πεδία, όπως συνέβη με τον Δαίμονα του Σωκράτη στο προηγούμενο μυθιστόρημα, αλλά σε εκείνο της καλής του στο Πεδίο του Άρεως. Γιατί, όσο παράξενο και να φαίνεται, καίτοι θεός και δη εξόριστος, υπήρχε μια γυναίκα στη ζωή του. Να σημειώσουμε ότι ο Θεοδωρόπουλος μεριμνά πάντοτε για την ερωτική πλευρά των μυθιστορημάτων του. Κατά τα άλλα, παρότι τριτοκλασάτος θεός ο νέος του ήρωας, όπως συχνά συμβαίνει και με τους θνητούς, ερωτεύεται πρωτοκλασάτες θέαινες. Την Αφροδίτη στον Όλυμπο και επί γης, την Άρτεμη, η οποία, ωστόσο, καλύπτεται πίσω από το ψευδώνυμο Κύνθια. Ακόμη κι αν δεν ήταν γνωστό τοις πάσι το εν λόγω παρωνύμιο της Άρτεμης, την ταυτότητά της την προδίδουν οι γλαφυρές περιγραφές του αφηγητή για το αγορίστικο παρουσιαστικό της.
Το θέμα, όμως, δεν είναι ο έρωτας του ζεύγους, αλλά οι βλαβερές συνέπειες της ερωτικής έξαψης ενός θεού. Αυτή, περαιτέρω αυξημένη από τη συγκίνηση του νόστου, όταν βρέθηκε μαζί με την καλή του για λίγες μέρες στα γενέθλια ακρογιάλια του Ομήρου, άγγιξε ύψη, οδηγώντας τον σε απρόσμενο ποιητικό οίστρο. Αδυνατώντας, όμως, ως “θεός της μετριότητας”, να τον μεταδώσει σε συγκεκριμένο θνητό, καταπώς έπρατταν οι Ολύμπιοι, τον άφησε ανεξέλεγκτο. Τότε, ένα τεράστιο ωστικό κύμα αισθηματικού αναβρασμού, έπληξε απαξάπαντες τους κατοίκους της χώρας, προκαλώντας γενικευμένη λυρική υπερδιέγερση. Αυτή, εν συντομία, είναι η επιδημία, που έφερε η παρουσία του θεού ανάμεσά μας και η οποία συνιστά την πεμπτουσία του μυθιστορήματος.
Βεβαίως, ο αφηγητής εικάζει ότι την προκάλεσε σκόπιμα ο “θεός της μετριότητας” για “να διασύρει ακόμη και τα τελευταία ίχνη σοβαρότητας που διέθετε η χώρα”, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για το ναυάγιο της εθνικής οδού. Αποπειράται, μάλιστα, έναν παραλληλισμό της επιδημίας με τον λοιμό, που ενέσκηψε στην Αθήνα κατά τον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Από την Αιθιοπία ήρθε ο λοιμός και καταρράκωσε το φρόνημα των Αθηναίων. Από την Υποσαχάριο Αφρική ήρθε στο μυθιστόρημα η επιδημία, αφού εκεί ήταν ο τόπος εξορίας του “θεού της μετριότητας”, και κορύφωσε την σοβούσα πολιτικο-οικονομική κρίση.
Πλανάται, ωστόσο, ο αφηγητής πλάνην οικτρά, καθώς η επιδημία, σε αντίθεση με τον λοιμό, αναπτέρωσε το ηθικό των συγχρόνων μας. Και όσα έπραξαν από εκεί και πέρα, βανδαλισμούς και πυρπολήσεις, δεν απέρρεαν από την απειλή της πτώχευσης, αλλά ένεκα συναισθηματικού πλούτου. Άρα, ο θεός και κατ’ επέκταση, βεβαίως, ο συγγραφέας δια της μυθοπλασίας του, προσφέρει άλλοθι στους συγχρόνους μας. Δεν είναι ψεύτες και καταχραστές, αλλά ποιητικές ψυχές, αυθόρμητες και συναισθηματικές. Ας σημειώσουμε εδώ τα εξής: γράφτηκε ότι ο Θεοδωρόπουλος ποιεί αλληγορία. Σφάλμα, ούτε σε πλασματικούς χαρακτήρες ούτε σε συμβολικές πράξεις καταφεύγει. Επίσης, υποστηρίχτηκε ότι ποιεί παρωδία. Δεύτερο σφάλμα, ουδέν πρόσωπο και ουδεμία κατάσταση διαστρέφεται επι το γελοιοδέστερο. Φανταστικός μεν ο κόσμος ανθρώπων τε και θεών, που πλάθει, αλλά σε πιστή αντανάκλαση του υπάρχοντος. Μέσα σε αυτόν, ο αφηγητής λειτουργεί σαν ένας ειρωνικός, ενίοτε σαρκαστικός, παρατηρητής. Για να μην πολυλογούμε, πρόκειται για ένα εξόχως επίκαιρο μυθιστόρημα, καθώς μια μεγάλη μερίδα των συμπατριωτών μας την σωτηρία από το οικονομικό τσουνάμι, όπως το αποκαλούν, εξ ουρανού την αναμένουν. Κατά τα άλλα, μετά το Δαιμόνιο του Σωκράτη και τον ερωτύλο “θεό της μετριότητας”, ευκταίο θα ήταν να τριτώσει με την κάθοδο ενός πραγματικού Ολύμπιου. Μόνο ένας πρωτοκλασάτος θεός θα είχε πιθανότητες να αποτρέψει το τέλος των μακρινών, ομαίμων ή έστω και εκ γλωσσικής αγχιστείας, απογόνων του.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 21/10/2012.