Οσο και να φαίνεται παράδοξο, το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν έχει τύχει συστηματικής φιλολογικής φροντίδας. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, μία πλήρης χρονογραφία. Τα κατά καιρούς συνταχθέντα χρονολόγια, με αφορμή κάποια αφιερώματα, είναι περισσότερο βιοεργογραφικά σχεδιάσματα, με πλέον ολοκληρωμένο το μεταθανάτιο, Δεκ. 2005, στο περιοδικό «Εντευκτήριο». Ούτε, όμως, για αυτά τα αφιερώματα σε περιοδικά και εφημερίδες υπάρχει καταγραφή. Ούτε καν τα ψευδώνυμά του δεν έχουν πλήρως αποδελτιωθεί, ενώ είναι ελλιπής η εύρεση των εντύπων στα οποία εμφανίζονται. Και στη δική του περίπτωση, βαραίνει η έλλειψη βιβλιογραφίας, παρά το παρήγορο γεγονός ότι αυτή έχει αρχίσει να καταρτίζεται κάμποσα χρόνια πριν τον θάνατό του. Επίσης, δεν φαίνεται να έχει γίνει συστηματική προσπάθεια να συγκεντρωθούν άπαντα τα ποιήματά του, όπου απαιτείται και έρευνα εντοπισμού τους, καθώς βρίσκονται διάσπαρτα σε αρκετά περιοδικά. Άλλωστε, δεν έχουν εκδοθεί ούτε άπαντα τα ευρισκόμενα ποιήματα, κι αυτό όχι γιατί μια παρόμοια έκδοση αναχαιτίστηκε λόγω δικής του άρνησης. Από μέρος του, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, υπήρχε αδιαφορία. Επιπλέον, δεν έχει υπάρξει έγνοια για τη συγκέντρωση του μη ποιητικού έργου του, κριτικών και κυρίως άρθρων, όπου για τα δεύτερα δεν χρειάζεται έρευνα μεγάλης έκτασης, δεδομένου ότι δημοσίευε σε μετρημένα γνωστά έντυπα.
Αντιθέτως υπάρχει πληθώρα κειμένων για το ποιητικό έργο του. Μέχρι και ένας αριθμός βιβλίων, αφού αρκετοί μελετητές έχουν δείξει επιμέλεια για το δικό τους έργο, συγκεντρώνοντας τα κατά καιρούς δημοσιεύματά τους γι’ αυτόν. Ως θέμα ο Αναγνωστάκης συγκινεί. Περισσότερο από το ίδιο το έργο του, το ενδιαφέρον ενός πλατύτερου κοινού κεντρίζουν επιλεκτικά ορισμένοι στίχοι ή δικές του αποφάνσεις, που αλιεύονται ξεκομμένες. Αυτή η αποσπασματική προβολή της στάσης του και ορισμένων ποιημάτων του συμβάλλει στη δημιουργία μιας εικόνας, κάπως μυθικής, παρότι έχουν περάσει μόλις δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Σε παρόμοιες περιπτώσεις τυχόν λανθασμένες αναφορές και παραλήψεις, ακόμη αντιφάσεις ή ασάφειες, φλουτάρουν την εικόνα του ειδώλου, επαυξάνοντας την αίγλη του. Σε αυτό, βοηθούν και οι συνεντεύξεις του ίδιου ή ακόμη, οι μαρτυρίες ανθρώπων της ύστερης παρέας του, καθώς η μνήμη συγκρατεί τα σημαντικά, χωρίς να δίνει ιδιαίτερο βάρος στην ακριβολογία, κυρίως όταν πρόκειται για προφορικό λόγο. Ωστόσο, θα αναμενόταν, ιδιαίτερα από τους νεότερους φίλους του, νεοελληνιστές, ιστορικούς, ερευνητές, ακόμη από τον “Όμιλο Φίλων Μανόλη Αναγνωστάκη” να επιληφθούν της φιλολογικής του τακτοποίησης. Αυτό το έργο, όπως και οι βιβλιογραφίες, αποβαίνει ελάχιστα αποδοτικό για εκείνον που το αναλαμβάνει, είναι όμως απαραίτητο για να πάρει ο λογοτέχνης γραμματολογικά τη θέση που του αναλογεί.
Πέραν αυτής της μελλοντικής προοπτικής, η κάθε εποχή ορίζει, μέσω μίας αυτοτροφοδοτούμενης κυκλικής διαδικασίας προσφοράς-ζήτησης, τα βιβλία που κυκλοφορούν. Είναι ενδεικτικά τα βιβλία για τον Αναγνωστάκη, που εκδόθηκαν μέσα στην δεκαπενταετία του νέου αιώνα. Αν εξαιρέσουμε, το 2000, την διδακτορική διατριβή του Μιχ. Μπακογιάννη για το περιοδικό του Αναγνωστάκη «Κριτική», τις συναγωγές κειμένων μελετητών και ορισμένες ανθολογήσεις ποιημάτων του, υπήρξε μόλις ένα βιβλίο με τον δικό του λόγο. Το 2011, το «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά», με υπότιτλο, «Μονόλογος Μανόλη Αναγνωστάκη», πρόλογο Παντελή Μπουκάλα και επιμέλεια-επίμετρο Μισέλ Φάις. Σύμφωνα με το Επίμετρο, προέκυψε από μαγνητοφωνημένη συνομιλία (4 και 9 Νοεμβρίου 1992), εντασσόμενη σε κύκλο 32 συνομιλιών με ισάριθμους συγγραφείς, αποσπάσματα των οποίων κυκλοφόρησαν σε κασετίνα με 6 CDs.
Γιατί η ιδέα να μετατραπεί η συνέντευξη σε μονόλογο και ο μονόλογος σε βιβλίο άργησε κοντά 20 χρόνια κι αν είναι η μόνη εκ των 32 που πήρε αυτή τη μορφή, μένει αδιευκρίνιστο. Με την επίνοια του τίτλου, πάντως, τονίστηκε η ιδιαιτερότητα του Αναγνωστάκη ως αριστερού, η οποία ανέκαθεν προβαλλόταν. Το προσδιοριστικό επίθετο αριστερόχειρ, που, ως γνωστόν, σημαίνει υπεροχή του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, δείχνει πως στην περίπτωσή του, το συναίσθημα ήταν εκείνο που καθόρισε επιλογές και εκφάνσεις του βίου του. Κάπως έτσι, υποβοηθούσης της πληθωρικής ρητορικής του Τύπου, πλάθεται ένας sui generis αριστερός, που βρίσκεται σε συμφωνία με τις μεταμοντέρνες προδιαγραφές. Το πώς προέκυψε ο τίτλος, που δημιουργεί εντύπωση μίας εκ βαθέων ομολογίας του συνεντευξιαζόμενου, παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς δείχνει το πόσο παρακινδυνευμένο είναι να κάνει κάποιος χιούμορ. Ιδιαίτερα σε λόγο δημόσιο ή και λόγο που ενέχει την πιθανότητα να δημοσιοποιηθεί.
“Υπήρξα ένας αριστερόχειρ manque”, είναι η φράση του Αναγνωστάκη και έχει χαρακτήρα αυτοσαρκασμού. Σαφώς εννοεί πως, ούτε καν σε μία κατάσταση μειονεξίας, όπως νοείτο παλαιότερα η αριστεροχειρία, δεν κατόρθωσε να είναι γνήσιος. Τη φράση, που επιλέχθηκε ως τίτλος, την προσθέτει για να δικαιολογήσει τον γαλλιστί αστεϊσμό του. Αυτονομούμενη, όμως, και προβαλλόμενη ως τίτλος αποκτά διαφορετική διάσταση. Βεβαίως, παρόμοιες διευκρινίσεις συνιστούν λεπτομέρειες, όπως λεπτομέρεια μπορεί να χαρακτηριστεί και ο σχολιασμός κάποιων σημείων της συνέντευξης, που δείχνουν ασαφή ή έρχονται σε αντίφαση με αναφορές από άλλες πηγές. Άλλωστε, εν μέρει, οφείλονται στην προσπάθεια να προκύψει από τη συνέντευξη, με την αφαίρεση των ερωτήσεων ή πιθανώς και των διατυπωμένων αποριών από τον συνεντευξιαστή, ο μονόλογος. Πάντως, τα κενά και οι απορίες που δημιουργούνται δεν απασχόλησαν. Κάτι τέτοιο θεωρείται μίζερος φιλολογισμός. Κι όμως, δίνουν αφορμή για μερικές παράπλευρες παρατηρήσεις.
Ενα παράδειγμα ήσσονος βιβλιογραφικού ενδιαφέροντος, αλλά ενδεικτικό για τον ελλιπώς ερευνημένο ελληνικό Τύπο, συνιστά η πρώτη δημοσίευση του Αναγνωστάκη σε έντυπο, την οποία ο Αλέξ. Αργυρίου δεν αναφέρει ούτε στην Γραμματολογία-Ανθολογία Σοκόλη ούτε στην Ιστορία του. Το ’40, “έγραψα και το πρώτο μου ποίημα, το οποίο έστειλα στα «Νεοελληνικά Γράμματα» του Φωτιάδη... Ο ίδιος παράλληλα ήταν υπεύθυνος σε μια εφημερίδα και το δημοσίευσε εκεί. Ήταν το «Μολών Λαβέ».” Ιούλιο 1993, σε αφιέρωμα του περιοδικού «Αντί», δημοσιεύεται φωτοτυπία από τη σελίδα της εφημερίδας, που είναι ο «Νέος Κόσμος», το φύλλο 16/1/1941, με το ποίημα και σημείωμα της Σύνταξης ότι αυτό “το ποιητικό διαμάντι” τους το έστειλε μαθητής από τη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την νεοαποκτηθείσα Εγκυκλοπαίδεια Τύπου, πρόκειται για εφημερίδα Φιλελεύθερων Αρχών του Αντώνη Νικολόπουλου, που κυκλοφορεί 1933-1936 και μετά το 1945. Άρα, στην Κατοχή, δεν κυκλοφορούσε. Πρώτη απορία, που διορθώνεται βάσει παλαιότερης πηγής, που πληροφορεί πως την περίοδο 1936-Απρ. 1941, ο «Νέος Κόσμος» κυκλοφορεί ως εβδομαδιαία εφημερίδα ποικίλης ύλης, με τον ίδιο εκδότη. Δεύτερη απορία, κατά πόσο ο Φωτιάδης ήταν συνεργάτης της εν λόγω εφημερίδας. Την απαντά εν μέρει ο Αργυρίου, με την πληροφορία πως τα «Νεοελληνικά Γράμματα» κυκλοφορούν το 1941, με διευθυντή τον Νικολόπουλο, καθώς το Μεταξικό καθεστώς είχε απαγορεύσει από τον Οκτώβριο του 1939 στον Δημήτρη Φωτιάδη την αναγραφή του ονόματός του. Αυτή η σχέση Φωτιάδη-Νικολόπουλου εξηγεί το πώς το ποίημα του θεσσαλονικιού μαθητή, που φιλοδόξησε να δει το όνομά του στο “περίφημο εκείνο περιοδικό της εποχής”, καταπώς το αναφέρει ο Αναγνωστάκης στη συνέντευξη, δημοσιεύτηκε σε βενιζελική εφημερίδα.
Αλλά ο Αναγνωστάκης, ως ποιητής, “καμάρωνε στην τάξη”, την τελευταία του γυμνασίου, Σεπτέμβριο 1942, όταν, επιτέλους, δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα σε λογοτεχνικό περιοδικό, τα «Πειραϊκά Γράμματα». Είναι το ποίημα «1870-1942». “Μοναδικό έντυπο τεκμήριο της παραδοσιακής περιόδου μου”, το χαρακτηρίζει στο βιβλίο του για τον Μανούσο Φάσση, όπου και το αναδημοσιεύει, ενώ το έχει αφήσει εκτός της συγκεντρωτικής έκδοσης των «Ποιημάτων» του. Γριφώδης δείχνει ο τίτλος του ποιήματος. Απορούμε πώς και δεν ζητήθηκε από τον ποιητή να τον σχολιάσει. Το 2000, σε αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Νέο Επίπεδο», ο Αλέξης Ζήρας θεωρεί ότι “ο τίτλος συνδέει και συνδυάζει ρητά τον χρόνο κατά τον οποίο δημιουργεί ο Σπυρίδων Βασιλειάδης με τον χρόνο δημιουργίας του συγκεκριμένου ποιήματος”. Αλλά τότε, γιατί όχι, 1872, που εκδίδεται η δεύτερη συλλογή του Βασιλειάδη «Έπεα Πτερόεντα», την οποία ο Ζήρας μνημονεύει, καθώς θεωρείται η σημαντικότερη; Ή το 1873, που εκείνος αναφέρει και είναι το έτος του ποιητικού διαγωνισμού, στον οποίο ο Βασιλειάδης την παρουσίασε;
Είναι η πρώτη αλλά όχι και η μοναδική φορά, που ο Αναγνωστάκης έχει ως τίτλο μία χρονολογία. Δηλαδή, προτάσσει ημερομηνία ή έτος, στα οποία δεν γίνεται ρητή αναφορά μέσα στο ποίημα, αλλά μένουν ως υπαινιγμός, διευρύνοντας το πεδίο αναφοράς των ποιητικών συμφραζομένων. Τα δυο πεντάστιχα του συγκεκριμένου ποιήματος αναφέρονται σε μια βραδιά με πανσέληνο, όταν ένας μιας παρέας, που διαπνεόταν από “διάθεση ρομαντική”, “εψιθύριζε στίχους του Βασιλειάδη”. Σε εμάς, που πιθανώς και να διαπνεόμαστε από διάθεση πεισιθάνατη, ο τρόπος αναγραφής των δυο χρονολογιών και η αναμεταξύ τους χρονική απόσταση, παραπέμπουν στην παρένθεση, που συνοδεύει το όνομα ενός αποθανόντος. Αν δούμε στους στίχους “τη σχέση της νεανικής συγκίνησης με μια ποίηση χαμηλής φωνής”, όπως ο Ζήρας παρατηρεί, μια πρώτη ιδέα θα ήταν να αναζητήσουμε στην ανθολογία του Αναγνωστάκη «Χαμηλή φωνή», όσους απεβίωσαν το 1942. Ένας της “γενιάς του Καρυωτάκη”, ο Ρώμος Φιλύρας, αλλά στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν το ποίημα είχε ήδη δημοσιευθεί, έτσι κι αλλιώς, όμως, ήταν πολύ νεότερος, γεννηθείς το 1889. Υπάρχει, όμως, και ένας πρεσβύτερος, της γενιάς του 1880. Στις 11 Μαρτίου 1942, απεβίωσε ο Γιάννης Γρυπάρης.
Για περαιτέρω υποστήριξη της προτεινόμενης ερμηνείας του τίτλου, θυμίζουμε ότι, την εποχή που γραφόταν το ποίημα, ο Γρυπάρης βρισκόταν στο λογοτεχνικό προσκήνιο. Το “περίφημο περιοδικό” «Νεοελληνικά Γράμματα» του είχε αφιερώσει ολόκληρο το τεύχος της 8ης Φεβρ. 1941, συν μέρος του προηγούμενου τεύχους, της 1ης Φεβρ., όπου ήταν σχεδιασμένο να δημοσιευθεί το αφιέρωμα, αλλά το εκτόπισαν οι επιβεβλημένες αναφορές στον θάνατο του Μεταξά. Μετά τον θάνατο του Γρυπάρη, 1η Ιουλίου 1942, κυκλοφόρησε και αφιερωματικό τεύχος της «Νέας Εστίας». Το κυριότερο, ο Γρυπάρης γεννήθηκε στον Αρτεμώνα Σίφνου, στις 17 Ιουλίου 1870. Κατά τα άλλα, το φεγγάρι είναι σύμβολο προσφιλές του Γρυπάρη. Αλλά και πρώτος εκείνος συνομίλησε με τους στίχους του νεαρού Βασιλειάδη (λ.χ., «Η Χαρά» ο ρομαντικός, «Τρελλή Χαρά» ο απόγονος).
Σχετικά με τη χρονολογία γέννησής του, ο Γ. Π. Σαββίδης απορεί γιατί, στην Ανθολογία, ο Αναγνωστάκης διαταράσσει την τάξη, προτάσσοντας τον Γρυπάρη των Χατζόπουλου και Μαλακάση. Πιθανώς, οι στίχοι από τη μοναδική ποιητική συλλογή του Γρυπάρη, «Οι Σκαραβαίοι και Τερρακότες», να ήταν από τους πρώτους που αντέγραφε στα μαθητικά του χρόνια, από τη μαγιά της Ανθολογίας. Τόσο η σειρά παράταξης, όπου υπάρχουν περισσότερες παρεκκλίσεις, όσο και ο αριθμός των ποιημάτων για κάθε ποιητή δημιουργούν και άλλες απορίες. Όπου προβάλλει το ερώτημα, αν η συγκίνηση του έφηβου ή και νεαρού Αναγνωστάκη γεννιέται μόνο από την ποίηση. Γιατί, λ.χ., επιλέγει ως πρώτο ανθολογούμενο τον Λορέντζο Μαβίλη; Άραγε, μόνο για τα εξαιρετικά σονέτα του ή συμβάλλει ο θαυμασμός για τον μαχόμενο δημοτικιστή και κυρίως, η συγκίνηση για τον εθελοντή, που πολέμησε με τους Γαριβαλδινούς κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στο Δρίσκο;
Για τον αριθμό των ανθολογούμενων ποιητών, στη συνέντευξη ισχυρίζεται πως, αν κρατούσε, “αυτό που άρεσε σ’ εκείνον”, θα ήταν οι μισοί. Αν θεωρήσουμε κάπως αυθαίρετα ως ένδειξη των προτιμήσεών του τον αριθμό ποιημάτων, τότε θα κρατούσε όσους ανθολογεί με τέσσερα και περισσότερα ποιήματα. Δηλαδή, Μαβίλη, Γρυπάρη, Άγρα, Καρυωτάκη, Φιλύρα, Μελαχρινό, Χατζόπουλο, Μαλακάση, Ουράνη, Κλ. Παράσχο, Καρθαίο, Κοτζιούλα, Σκαρίμπα, Καββαδία. Που σημαίνει πως οι προτιμήσεις του γέρνουν προς τους ρομαντικούς, αλλά και πως επηρεάζονται από τη στάση ζωής των ποιητών. Όπου, για ορισμένους, υπολογίσιμη είναι η συγκίνηση από τον θάνατό τους. Στη συνέντευξη, όμως, υπάρχουν και ανακριβείς ισχυρισμοί. Για παράδειγμα, πως τα δημοσιευμένα ποιήματα σε περιοδικά, που έμειναν εκτός των βιβλίων είναι τέσσερα-πέντε. Ωστόσο, και μόνο, όσα αναφέρει ο Αλέξ. Αργυρίου στην Ιστορία του είναι περισσότερα. Επίσης, ο αποσπασματικός τρόπος, που διατυπώνονται στον Μονόλογο ορισμένες απόψεις, τους προσδίδει απόλυτο χαρακτήρα.
Παράδειγμα, το ερώτημα για τον Καβάφη, κατά πόσο “ήταν μείζων ή ελάσσων”. Σε αντίστιξη, με τα σχετικά κριτικά του κείμενα, στα οποία φαίνονται οι αποχρώσεις της σχέσης του με τον Αλεξανδρινό. Σε εκείνα, αναγάγει την πρώτη ανάγνωση Καβάφη “στα πρώτα εφηβικά του χρόνια”. Ήδη, στα έντεκα, ήταν γυμνασιόπαις, στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτελείου, με καθηγητή νεοελληνικών τον Γιώργο Θέμελη. Άραγε, από αυτόν πρωτάκουσε Καβάφη ή είχε προηγηθεί το “ξεκοκάλισμα” της «Νέας Εστίας». “Ως το ’40, την ξέρω απ’ έξω”, λέει στη συνέντευξη. Που σημαίνει, πως το πρώτο ποίημα που αποστήθισε θα ήταν το «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», που είναι το πρώτο δημοσιευμένο στο περιοδικό το 1930 και μετά, τα 22 ποιήματα του μεταθανάτιου αφιερώματος, 15 Ιουλ. 1933. Μεταξύ αυτών, το «Μέρες του 1903».
Το 1989, στο καταγραφόμενο ως πρώτο αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη, του νεότευκτου τότε «Εντευκτηρίου», ο Δ. Μαρωνίτης σχολιάζει τις διακειμενικές αναφορές στον Καβάφη μέσω των τίτλων δυο ποιημάτων της ενότητας «Ο Στόχος»: «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» και «Νέοι της Σιδώνος, 1970». Θα πρέπει, άραγε, να συμπεράνουμε πως αυτά τα δυο ποιήματα, απομνημονευμένα στην εφηβεία, χαράχτηκαν βαθύτερα; Ένας πρόσθετος λόγος, τουλάχιστον για το πρώτο, είναι πως από τα πέντε καβαφικά ποιήματα με τίτλο αυτού του τύπου, σαν ημερολογιακή εγγραφή, είναι το μόνο με προεξάρχουσα τη διάθεση νοσταλγίας, διάχυτη και στο ποίημα του Αναγνωστάκη. Δεν το παρατηρεί ο Μαρωνίτης, εμμένοντας μόνο στον τίτλο, ο οποίος και τον οδηγεί στη συνομιλία Σεφέρη-Αναγνωστάκη. Τα δυο ποιήματα μνημονεύονται ακροθιγώς και “στην ποιητική συνάντηση Καβάφη-Αναγνωστάκη”, στα ορεινά Ρούστικα Ρεθύμνου, γονικό τόπο του ποιητή (Μ. Μπακογιάννης, Γ. Παπαθεοδώρου). Άλλη διακειμενική αναφορά δεν έγινε.
Εμείς, ωστόσο, θα θυμίζαμε και ένα τρίτο ποίημα του Αναγνωστάκη, το «Νόηση». Είναι από εκείνα που έμειναν εκτός της συγκεντρωτικής έκδοσης, χωρίς να τα έχει αποκηρύξει, όπως ρητά διαβεβαιώνει σε άλλη συνέντευξη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», με το οποίο ο Δημήτρης Φωτιάδης επανήλθε μετά τον Πόλεμο, στο τεύχος Μάι-Ιουν. 1949. Πώς, όμως, ο Αναγνωστάκης γνώριζε το «Νόησις» του Καβάφη, που δημοσιεύτηκε αρχικά σε αιγυπτιώτικα έντυπα και μετά συμπεριλήφθηκε στα 154 των Απάντων; Τα πρώτα Άπαντα του 1935 φαίνεται απίθανο να είχαν πέσει στα χέριά του, τα δεύτερα, όμως, του Ίκαρου, γιατί όχι; Δεκέμβριο 1947 βγαίνουν από το Τυπογραφείο, Αύγουστο 1948 συλλαμβάνεται. Αλλά και στο Επταπύργιο, που κρατείται ως θανατοποινίτης από τις αρχές του 1949, του έφερναν βιβλία μητέρα και μικρότερη αδελφή, όπως διαβεβαιώνει ο συγκρατούμενος φίλος, κι αυτός θανατοποινίτης, Γιώργος Αποστολίδης.
Όπως και στα άλλα δυο ποιήματα με συγγενείς καβαφικούς τίτλους, έτσι και στο «Νόησις» που έγινε «Νόηση», ως προς το περιεχόμενο διίστανται. Μόνο που στα δυο ποιήματα του «Στόχου», το περιεχόμενο, από ερωτικό στα καβαφικά γυρίζει σε πολιτικό, ενώ, το νεανικό ποίημα, που είναι βαθιά υπαρξιακό, βρίσκεται πλησιέστερα στο καβαφικό, τουλάχιστον ως προς το κλίμα. Στο ποίημα αμφοτέρων, υπάρχει η απόσταση του χρόνου. Αυτογνωσία κατέκτησε μεγαλώνοντας ο αισθητιστής αφηγητής του Καβάφη, αυτοσαρκασμό του Αναγνωστάκη. Σημειωτέον, όμως, πως ο Καβάφης το έγραφε στα 52 και ο Αναγνωστάκης στα 23. Κατά τα άλλα, κάποιος πιθανώς να παρατηρήσει πως η λέξη νόηση δεν είναι και τόσο σπάνια και συνεπώς, ότι θα μπορούσε να πρόκειται για σύμπτωση. Μόνο που ο Αναγνωστάκης δεν συνήθιζε αφηρημένα ουσιαστικά για τίτλους. Στο “περιθώριο ’68-’69”, ο ίδιος σχολιάζει, “«Έχει μια φαντασία προσκολλημένη στο αντικείμενο...», έγραψε κάποτε ο Α.Α., τότε που δεν είχαμε γνωριστεί καν ακόμα.”
Τέλος, όσο αφορά το Έτος Μανόλη Αναγνωστάκη, που ανακηρύσσει μόνο ο Δήμος της Θεσσαλονίκης, θυμίζει τον “εθνικό διχασμό” του 1916. Ας γίνει, μεταξύ τόσων άλλων υπερβάσεων, και η ηλικιακή ως προς τους κατ’ έτος τιμώμενους λογοτέχνες. Άλλωστε, το να περάσουμε στους ηλικιακά μεταπολεμικούς της λογοτεχνίας συνάδει με τη γενικότερη μείωση ηλικιών στα δημόσια πρόσωπα. Το 1916, ήταν οι αντίπαλες παρατάξεις Βασιλέως Κωνσταντίνου-Βενιζέλου. Το 2015, Υπουργός Πολιτισμού και Δήμαρχος Θεσσαλονίκης ανήκουν σε παρατάξεις της ίδιας ιδεολογικής οικογένειας.
Αντιθέτως υπάρχει πληθώρα κειμένων για το ποιητικό έργο του. Μέχρι και ένας αριθμός βιβλίων, αφού αρκετοί μελετητές έχουν δείξει επιμέλεια για το δικό τους έργο, συγκεντρώνοντας τα κατά καιρούς δημοσιεύματά τους γι’ αυτόν. Ως θέμα ο Αναγνωστάκης συγκινεί. Περισσότερο από το ίδιο το έργο του, το ενδιαφέρον ενός πλατύτερου κοινού κεντρίζουν επιλεκτικά ορισμένοι στίχοι ή δικές του αποφάνσεις, που αλιεύονται ξεκομμένες. Αυτή η αποσπασματική προβολή της στάσης του και ορισμένων ποιημάτων του συμβάλλει στη δημιουργία μιας εικόνας, κάπως μυθικής, παρότι έχουν περάσει μόλις δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Σε παρόμοιες περιπτώσεις τυχόν λανθασμένες αναφορές και παραλήψεις, ακόμη αντιφάσεις ή ασάφειες, φλουτάρουν την εικόνα του ειδώλου, επαυξάνοντας την αίγλη του. Σε αυτό, βοηθούν και οι συνεντεύξεις του ίδιου ή ακόμη, οι μαρτυρίες ανθρώπων της ύστερης παρέας του, καθώς η μνήμη συγκρατεί τα σημαντικά, χωρίς να δίνει ιδιαίτερο βάρος στην ακριβολογία, κυρίως όταν πρόκειται για προφορικό λόγο. Ωστόσο, θα αναμενόταν, ιδιαίτερα από τους νεότερους φίλους του, νεοελληνιστές, ιστορικούς, ερευνητές, ακόμη από τον “Όμιλο Φίλων Μανόλη Αναγνωστάκη” να επιληφθούν της φιλολογικής του τακτοποίησης. Αυτό το έργο, όπως και οι βιβλιογραφίες, αποβαίνει ελάχιστα αποδοτικό για εκείνον που το αναλαμβάνει, είναι όμως απαραίτητο για να πάρει ο λογοτέχνης γραμματολογικά τη θέση που του αναλογεί.
Πέραν αυτής της μελλοντικής προοπτικής, η κάθε εποχή ορίζει, μέσω μίας αυτοτροφοδοτούμενης κυκλικής διαδικασίας προσφοράς-ζήτησης, τα βιβλία που κυκλοφορούν. Είναι ενδεικτικά τα βιβλία για τον Αναγνωστάκη, που εκδόθηκαν μέσα στην δεκαπενταετία του νέου αιώνα. Αν εξαιρέσουμε, το 2000, την διδακτορική διατριβή του Μιχ. Μπακογιάννη για το περιοδικό του Αναγνωστάκη «Κριτική», τις συναγωγές κειμένων μελετητών και ορισμένες ανθολογήσεις ποιημάτων του, υπήρξε μόλις ένα βιβλίο με τον δικό του λόγο. Το 2011, το «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά», με υπότιτλο, «Μονόλογος Μανόλη Αναγνωστάκη», πρόλογο Παντελή Μπουκάλα και επιμέλεια-επίμετρο Μισέλ Φάις. Σύμφωνα με το Επίμετρο, προέκυψε από μαγνητοφωνημένη συνομιλία (4 και 9 Νοεμβρίου 1992), εντασσόμενη σε κύκλο 32 συνομιλιών με ισάριθμους συγγραφείς, αποσπάσματα των οποίων κυκλοφόρησαν σε κασετίνα με 6 CDs.
Γιατί η ιδέα να μετατραπεί η συνέντευξη σε μονόλογο και ο μονόλογος σε βιβλίο άργησε κοντά 20 χρόνια κι αν είναι η μόνη εκ των 32 που πήρε αυτή τη μορφή, μένει αδιευκρίνιστο. Με την επίνοια του τίτλου, πάντως, τονίστηκε η ιδιαιτερότητα του Αναγνωστάκη ως αριστερού, η οποία ανέκαθεν προβαλλόταν. Το προσδιοριστικό επίθετο αριστερόχειρ, που, ως γνωστόν, σημαίνει υπεροχή του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, δείχνει πως στην περίπτωσή του, το συναίσθημα ήταν εκείνο που καθόρισε επιλογές και εκφάνσεις του βίου του. Κάπως έτσι, υποβοηθούσης της πληθωρικής ρητορικής του Τύπου, πλάθεται ένας sui generis αριστερός, που βρίσκεται σε συμφωνία με τις μεταμοντέρνες προδιαγραφές. Το πώς προέκυψε ο τίτλος, που δημιουργεί εντύπωση μίας εκ βαθέων ομολογίας του συνεντευξιαζόμενου, παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς δείχνει το πόσο παρακινδυνευμένο είναι να κάνει κάποιος χιούμορ. Ιδιαίτερα σε λόγο δημόσιο ή και λόγο που ενέχει την πιθανότητα να δημοσιοποιηθεί.
“Υπήρξα ένας αριστερόχειρ manque”, είναι η φράση του Αναγνωστάκη και έχει χαρακτήρα αυτοσαρκασμού. Σαφώς εννοεί πως, ούτε καν σε μία κατάσταση μειονεξίας, όπως νοείτο παλαιότερα η αριστεροχειρία, δεν κατόρθωσε να είναι γνήσιος. Τη φράση, που επιλέχθηκε ως τίτλος, την προσθέτει για να δικαιολογήσει τον γαλλιστί αστεϊσμό του. Αυτονομούμενη, όμως, και προβαλλόμενη ως τίτλος αποκτά διαφορετική διάσταση. Βεβαίως, παρόμοιες διευκρινίσεις συνιστούν λεπτομέρειες, όπως λεπτομέρεια μπορεί να χαρακτηριστεί και ο σχολιασμός κάποιων σημείων της συνέντευξης, που δείχνουν ασαφή ή έρχονται σε αντίφαση με αναφορές από άλλες πηγές. Άλλωστε, εν μέρει, οφείλονται στην προσπάθεια να προκύψει από τη συνέντευξη, με την αφαίρεση των ερωτήσεων ή πιθανώς και των διατυπωμένων αποριών από τον συνεντευξιαστή, ο μονόλογος. Πάντως, τα κενά και οι απορίες που δημιουργούνται δεν απασχόλησαν. Κάτι τέτοιο θεωρείται μίζερος φιλολογισμός. Κι όμως, δίνουν αφορμή για μερικές παράπλευρες παρατηρήσεις.
Ενα παράδειγμα ήσσονος βιβλιογραφικού ενδιαφέροντος, αλλά ενδεικτικό για τον ελλιπώς ερευνημένο ελληνικό Τύπο, συνιστά η πρώτη δημοσίευση του Αναγνωστάκη σε έντυπο, την οποία ο Αλέξ. Αργυρίου δεν αναφέρει ούτε στην Γραμματολογία-Ανθολογία Σοκόλη ούτε στην Ιστορία του. Το ’40, “έγραψα και το πρώτο μου ποίημα, το οποίο έστειλα στα «Νεοελληνικά Γράμματα» του Φωτιάδη... Ο ίδιος παράλληλα ήταν υπεύθυνος σε μια εφημερίδα και το δημοσίευσε εκεί. Ήταν το «Μολών Λαβέ».” Ιούλιο 1993, σε αφιέρωμα του περιοδικού «Αντί», δημοσιεύεται φωτοτυπία από τη σελίδα της εφημερίδας, που είναι ο «Νέος Κόσμος», το φύλλο 16/1/1941, με το ποίημα και σημείωμα της Σύνταξης ότι αυτό “το ποιητικό διαμάντι” τους το έστειλε μαθητής από τη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την νεοαποκτηθείσα Εγκυκλοπαίδεια Τύπου, πρόκειται για εφημερίδα Φιλελεύθερων Αρχών του Αντώνη Νικολόπουλου, που κυκλοφορεί 1933-1936 και μετά το 1945. Άρα, στην Κατοχή, δεν κυκλοφορούσε. Πρώτη απορία, που διορθώνεται βάσει παλαιότερης πηγής, που πληροφορεί πως την περίοδο 1936-Απρ. 1941, ο «Νέος Κόσμος» κυκλοφορεί ως εβδομαδιαία εφημερίδα ποικίλης ύλης, με τον ίδιο εκδότη. Δεύτερη απορία, κατά πόσο ο Φωτιάδης ήταν συνεργάτης της εν λόγω εφημερίδας. Την απαντά εν μέρει ο Αργυρίου, με την πληροφορία πως τα «Νεοελληνικά Γράμματα» κυκλοφορούν το 1941, με διευθυντή τον Νικολόπουλο, καθώς το Μεταξικό καθεστώς είχε απαγορεύσει από τον Οκτώβριο του 1939 στον Δημήτρη Φωτιάδη την αναγραφή του ονόματός του. Αυτή η σχέση Φωτιάδη-Νικολόπουλου εξηγεί το πώς το ποίημα του θεσσαλονικιού μαθητή, που φιλοδόξησε να δει το όνομά του στο “περίφημο εκείνο περιοδικό της εποχής”, καταπώς το αναφέρει ο Αναγνωστάκης στη συνέντευξη, δημοσιεύτηκε σε βενιζελική εφημερίδα.
Αλλά ο Αναγνωστάκης, ως ποιητής, “καμάρωνε στην τάξη”, την τελευταία του γυμνασίου, Σεπτέμβριο 1942, όταν, επιτέλους, δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα σε λογοτεχνικό περιοδικό, τα «Πειραϊκά Γράμματα». Είναι το ποίημα «1870-1942». “Μοναδικό έντυπο τεκμήριο της παραδοσιακής περιόδου μου”, το χαρακτηρίζει στο βιβλίο του για τον Μανούσο Φάσση, όπου και το αναδημοσιεύει, ενώ το έχει αφήσει εκτός της συγκεντρωτικής έκδοσης των «Ποιημάτων» του. Γριφώδης δείχνει ο τίτλος του ποιήματος. Απορούμε πώς και δεν ζητήθηκε από τον ποιητή να τον σχολιάσει. Το 2000, σε αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Νέο Επίπεδο», ο Αλέξης Ζήρας θεωρεί ότι “ο τίτλος συνδέει και συνδυάζει ρητά τον χρόνο κατά τον οποίο δημιουργεί ο Σπυρίδων Βασιλειάδης με τον χρόνο δημιουργίας του συγκεκριμένου ποιήματος”. Αλλά τότε, γιατί όχι, 1872, που εκδίδεται η δεύτερη συλλογή του Βασιλειάδη «Έπεα Πτερόεντα», την οποία ο Ζήρας μνημονεύει, καθώς θεωρείται η σημαντικότερη; Ή το 1873, που εκείνος αναφέρει και είναι το έτος του ποιητικού διαγωνισμού, στον οποίο ο Βασιλειάδης την παρουσίασε;
Είναι η πρώτη αλλά όχι και η μοναδική φορά, που ο Αναγνωστάκης έχει ως τίτλο μία χρονολογία. Δηλαδή, προτάσσει ημερομηνία ή έτος, στα οποία δεν γίνεται ρητή αναφορά μέσα στο ποίημα, αλλά μένουν ως υπαινιγμός, διευρύνοντας το πεδίο αναφοράς των ποιητικών συμφραζομένων. Τα δυο πεντάστιχα του συγκεκριμένου ποιήματος αναφέρονται σε μια βραδιά με πανσέληνο, όταν ένας μιας παρέας, που διαπνεόταν από “διάθεση ρομαντική”, “εψιθύριζε στίχους του Βασιλειάδη”. Σε εμάς, που πιθανώς και να διαπνεόμαστε από διάθεση πεισιθάνατη, ο τρόπος αναγραφής των δυο χρονολογιών και η αναμεταξύ τους χρονική απόσταση, παραπέμπουν στην παρένθεση, που συνοδεύει το όνομα ενός αποθανόντος. Αν δούμε στους στίχους “τη σχέση της νεανικής συγκίνησης με μια ποίηση χαμηλής φωνής”, όπως ο Ζήρας παρατηρεί, μια πρώτη ιδέα θα ήταν να αναζητήσουμε στην ανθολογία του Αναγνωστάκη «Χαμηλή φωνή», όσους απεβίωσαν το 1942. Ένας της “γενιάς του Καρυωτάκη”, ο Ρώμος Φιλύρας, αλλά στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν το ποίημα είχε ήδη δημοσιευθεί, έτσι κι αλλιώς, όμως, ήταν πολύ νεότερος, γεννηθείς το 1889. Υπάρχει, όμως, και ένας πρεσβύτερος, της γενιάς του 1880. Στις 11 Μαρτίου 1942, απεβίωσε ο Γιάννης Γρυπάρης.
Για περαιτέρω υποστήριξη της προτεινόμενης ερμηνείας του τίτλου, θυμίζουμε ότι, την εποχή που γραφόταν το ποίημα, ο Γρυπάρης βρισκόταν στο λογοτεχνικό προσκήνιο. Το “περίφημο περιοδικό” «Νεοελληνικά Γράμματα» του είχε αφιερώσει ολόκληρο το τεύχος της 8ης Φεβρ. 1941, συν μέρος του προηγούμενου τεύχους, της 1ης Φεβρ., όπου ήταν σχεδιασμένο να δημοσιευθεί το αφιέρωμα, αλλά το εκτόπισαν οι επιβεβλημένες αναφορές στον θάνατο του Μεταξά. Μετά τον θάνατο του Γρυπάρη, 1η Ιουλίου 1942, κυκλοφόρησε και αφιερωματικό τεύχος της «Νέας Εστίας». Το κυριότερο, ο Γρυπάρης γεννήθηκε στον Αρτεμώνα Σίφνου, στις 17 Ιουλίου 1870. Κατά τα άλλα, το φεγγάρι είναι σύμβολο προσφιλές του Γρυπάρη. Αλλά και πρώτος εκείνος συνομίλησε με τους στίχους του νεαρού Βασιλειάδη (λ.χ., «Η Χαρά» ο ρομαντικός, «Τρελλή Χαρά» ο απόγονος).
Σχετικά με τη χρονολογία γέννησής του, ο Γ. Π. Σαββίδης απορεί γιατί, στην Ανθολογία, ο Αναγνωστάκης διαταράσσει την τάξη, προτάσσοντας τον Γρυπάρη των Χατζόπουλου και Μαλακάση. Πιθανώς, οι στίχοι από τη μοναδική ποιητική συλλογή του Γρυπάρη, «Οι Σκαραβαίοι και Τερρακότες», να ήταν από τους πρώτους που αντέγραφε στα μαθητικά του χρόνια, από τη μαγιά της Ανθολογίας. Τόσο η σειρά παράταξης, όπου υπάρχουν περισσότερες παρεκκλίσεις, όσο και ο αριθμός των ποιημάτων για κάθε ποιητή δημιουργούν και άλλες απορίες. Όπου προβάλλει το ερώτημα, αν η συγκίνηση του έφηβου ή και νεαρού Αναγνωστάκη γεννιέται μόνο από την ποίηση. Γιατί, λ.χ., επιλέγει ως πρώτο ανθολογούμενο τον Λορέντζο Μαβίλη; Άραγε, μόνο για τα εξαιρετικά σονέτα του ή συμβάλλει ο θαυμασμός για τον μαχόμενο δημοτικιστή και κυρίως, η συγκίνηση για τον εθελοντή, που πολέμησε με τους Γαριβαλδινούς κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στο Δρίσκο;
Για τον αριθμό των ανθολογούμενων ποιητών, στη συνέντευξη ισχυρίζεται πως, αν κρατούσε, “αυτό που άρεσε σ’ εκείνον”, θα ήταν οι μισοί. Αν θεωρήσουμε κάπως αυθαίρετα ως ένδειξη των προτιμήσεών του τον αριθμό ποιημάτων, τότε θα κρατούσε όσους ανθολογεί με τέσσερα και περισσότερα ποιήματα. Δηλαδή, Μαβίλη, Γρυπάρη, Άγρα, Καρυωτάκη, Φιλύρα, Μελαχρινό, Χατζόπουλο, Μαλακάση, Ουράνη, Κλ. Παράσχο, Καρθαίο, Κοτζιούλα, Σκαρίμπα, Καββαδία. Που σημαίνει πως οι προτιμήσεις του γέρνουν προς τους ρομαντικούς, αλλά και πως επηρεάζονται από τη στάση ζωής των ποιητών. Όπου, για ορισμένους, υπολογίσιμη είναι η συγκίνηση από τον θάνατό τους. Στη συνέντευξη, όμως, υπάρχουν και ανακριβείς ισχυρισμοί. Για παράδειγμα, πως τα δημοσιευμένα ποιήματα σε περιοδικά, που έμειναν εκτός των βιβλίων είναι τέσσερα-πέντε. Ωστόσο, και μόνο, όσα αναφέρει ο Αλέξ. Αργυρίου στην Ιστορία του είναι περισσότερα. Επίσης, ο αποσπασματικός τρόπος, που διατυπώνονται στον Μονόλογο ορισμένες απόψεις, τους προσδίδει απόλυτο χαρακτήρα.
Παράδειγμα, το ερώτημα για τον Καβάφη, κατά πόσο “ήταν μείζων ή ελάσσων”. Σε αντίστιξη, με τα σχετικά κριτικά του κείμενα, στα οποία φαίνονται οι αποχρώσεις της σχέσης του με τον Αλεξανδρινό. Σε εκείνα, αναγάγει την πρώτη ανάγνωση Καβάφη “στα πρώτα εφηβικά του χρόνια”. Ήδη, στα έντεκα, ήταν γυμνασιόπαις, στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτελείου, με καθηγητή νεοελληνικών τον Γιώργο Θέμελη. Άραγε, από αυτόν πρωτάκουσε Καβάφη ή είχε προηγηθεί το “ξεκοκάλισμα” της «Νέας Εστίας». “Ως το ’40, την ξέρω απ’ έξω”, λέει στη συνέντευξη. Που σημαίνει, πως το πρώτο ποίημα που αποστήθισε θα ήταν το «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», που είναι το πρώτο δημοσιευμένο στο περιοδικό το 1930 και μετά, τα 22 ποιήματα του μεταθανάτιου αφιερώματος, 15 Ιουλ. 1933. Μεταξύ αυτών, το «Μέρες του 1903».
Το 1989, στο καταγραφόμενο ως πρώτο αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη, του νεότευκτου τότε «Εντευκτηρίου», ο Δ. Μαρωνίτης σχολιάζει τις διακειμενικές αναφορές στον Καβάφη μέσω των τίτλων δυο ποιημάτων της ενότητας «Ο Στόχος»: «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» και «Νέοι της Σιδώνος, 1970». Θα πρέπει, άραγε, να συμπεράνουμε πως αυτά τα δυο ποιήματα, απομνημονευμένα στην εφηβεία, χαράχτηκαν βαθύτερα; Ένας πρόσθετος λόγος, τουλάχιστον για το πρώτο, είναι πως από τα πέντε καβαφικά ποιήματα με τίτλο αυτού του τύπου, σαν ημερολογιακή εγγραφή, είναι το μόνο με προεξάρχουσα τη διάθεση νοσταλγίας, διάχυτη και στο ποίημα του Αναγνωστάκη. Δεν το παρατηρεί ο Μαρωνίτης, εμμένοντας μόνο στον τίτλο, ο οποίος και τον οδηγεί στη συνομιλία Σεφέρη-Αναγνωστάκη. Τα δυο ποιήματα μνημονεύονται ακροθιγώς και “στην ποιητική συνάντηση Καβάφη-Αναγνωστάκη”, στα ορεινά Ρούστικα Ρεθύμνου, γονικό τόπο του ποιητή (Μ. Μπακογιάννης, Γ. Παπαθεοδώρου). Άλλη διακειμενική αναφορά δεν έγινε.
Εμείς, ωστόσο, θα θυμίζαμε και ένα τρίτο ποίημα του Αναγνωστάκη, το «Νόηση». Είναι από εκείνα που έμειναν εκτός της συγκεντρωτικής έκδοσης, χωρίς να τα έχει αποκηρύξει, όπως ρητά διαβεβαιώνει σε άλλη συνέντευξη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», με το οποίο ο Δημήτρης Φωτιάδης επανήλθε μετά τον Πόλεμο, στο τεύχος Μάι-Ιουν. 1949. Πώς, όμως, ο Αναγνωστάκης γνώριζε το «Νόησις» του Καβάφη, που δημοσιεύτηκε αρχικά σε αιγυπτιώτικα έντυπα και μετά συμπεριλήφθηκε στα 154 των Απάντων; Τα πρώτα Άπαντα του 1935 φαίνεται απίθανο να είχαν πέσει στα χέριά του, τα δεύτερα, όμως, του Ίκαρου, γιατί όχι; Δεκέμβριο 1947 βγαίνουν από το Τυπογραφείο, Αύγουστο 1948 συλλαμβάνεται. Αλλά και στο Επταπύργιο, που κρατείται ως θανατοποινίτης από τις αρχές του 1949, του έφερναν βιβλία μητέρα και μικρότερη αδελφή, όπως διαβεβαιώνει ο συγκρατούμενος φίλος, κι αυτός θανατοποινίτης, Γιώργος Αποστολίδης.
Όπως και στα άλλα δυο ποιήματα με συγγενείς καβαφικούς τίτλους, έτσι και στο «Νόησις» που έγινε «Νόηση», ως προς το περιεχόμενο διίστανται. Μόνο που στα δυο ποιήματα του «Στόχου», το περιεχόμενο, από ερωτικό στα καβαφικά γυρίζει σε πολιτικό, ενώ, το νεανικό ποίημα, που είναι βαθιά υπαρξιακό, βρίσκεται πλησιέστερα στο καβαφικό, τουλάχιστον ως προς το κλίμα. Στο ποίημα αμφοτέρων, υπάρχει η απόσταση του χρόνου. Αυτογνωσία κατέκτησε μεγαλώνοντας ο αισθητιστής αφηγητής του Καβάφη, αυτοσαρκασμό του Αναγνωστάκη. Σημειωτέον, όμως, πως ο Καβάφης το έγραφε στα 52 και ο Αναγνωστάκης στα 23. Κατά τα άλλα, κάποιος πιθανώς να παρατηρήσει πως η λέξη νόηση δεν είναι και τόσο σπάνια και συνεπώς, ότι θα μπορούσε να πρόκειται για σύμπτωση. Μόνο που ο Αναγνωστάκης δεν συνήθιζε αφηρημένα ουσιαστικά για τίτλους. Στο “περιθώριο ’68-’69”, ο ίδιος σχολιάζει, “«Έχει μια φαντασία προσκολλημένη στο αντικείμενο...», έγραψε κάποτε ο Α.Α., τότε που δεν είχαμε γνωριστεί καν ακόμα.”
Τέλος, όσο αφορά το Έτος Μανόλη Αναγνωστάκη, που ανακηρύσσει μόνο ο Δήμος της Θεσσαλονίκης, θυμίζει τον “εθνικό διχασμό” του 1916. Ας γίνει, μεταξύ τόσων άλλων υπερβάσεων, και η ηλικιακή ως προς τους κατ’ έτος τιμώμενους λογοτέχνες. Άλλωστε, το να περάσουμε στους ηλικιακά μεταπολεμικούς της λογοτεχνίας συνάδει με τη γενικότερη μείωση ηλικιών στα δημόσια πρόσωπα. Το 1916, ήταν οι αντίπαλες παρατάξεις Βασιλέως Κωνσταντίνου-Βενιζέλου. Το 2015, Υπουργός Πολιτισμού και Δήμαρχος Θεσσαλονίκης ανήκουν σε παρατάξεις της ίδιας ιδεολογικής οικογένειας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/3/2015.