Χρίστος Κυθρεώτης
«Μια χαρά»
Εκδόσεις Πατάκη
Μάρτιος 2014
«Μια χαρά»
Εκδόσεις Πατάκη
Μάρτιος 2014
Απαράβατος κανόνας για να γραφεί παρουσίαση ενός βιβλίου, εκτός από το να διαβαστεί αυτό κανονικά και όχι διαγωνίως, είναι να μην διαβαστούν ούτε καν διαγωνίως, σχετικές παρουσιάσεις και κριτικές. Περισσότερο επιτακτικός αποβαίνει αυτός ο κανόνας, τα τελευταία χρόνια, που, με πρόσχημα την κρίση, έχει επικρατήσει στις αξιολογήσεις το λεγόμενο “positive thinking”. Στα ελληνικά, θα μπορούσε να αποδοθεί ως η αρχή της καταφατικής, τουτέστιν ευνοϊκής, αντιμετώπισης. Σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, αυτή η στάση καταλήγει σε θερμή και ενθουσιώδη υποδοχή. Κάτι σαν προπέτασμα λευκού καπνού, που προμηνύει τη λαμπρή πορεία του συγγραφέα. Παρόλα αυτά, μετά το πέρας της ανάγνωσης ενός βιβλίου, όλο και ενδίδουμε στον πειρασμό να συμβουλευτούμε το φάκελο με τα αποκόμματα κριτικών. Σήμερα, μάλιστα, που υπάρχει η εύκολη πρόσβαση μέσω Διαδικτύου σε ένα μεγάλο τμήμα των κριτικών κειμένων, το οποίο δίνει μία εικόνα, έστω και όχι πλήρη, της κριτικής υποδοχής, ο πειρασμός καθίσταται σχεδόν ακατανίκητος. Συχνά, όμως, αυτή η κατατόπιση, αντί να διαφωτίζει, φέρνει σύγχυση, καθώς η προσωπική άποψη νοθεύεται από την ρητορική πειστικότητα των ξένων κειμένων.
Αυτά, με αφορμή το πρώτο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, καθώς ενδώσαμε στην ανάγνωση των ηλεκτρονικά καταχωρημένων κριτικών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μόνη δικαιολογία που έχουμε για την καταστρατήγηση του χρυσού κανόνα αποχής από παρόμοια ενημέρωση, είναι το συγγραφικό προφίλ. Ο Κυθρεώτης, πολύ πριν την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, μία συλλογή έξι διηγημάτων, διακρίθηκε με τις πρώτες του εμφανίσεις, το 2007 και το 2008, σε δυο ετήσιους διαγωνισμούς διηγήματος (τον «HOTEL-Ένοικοι γραφής» και εκείνον του Βρετανικού Συμβουλίου), όπου και στους δυο απέσπασε το πρώτο βραβείο. Τα δυο βραβευμένα διηγήματα συμπεριλαμβάνονται στην πρόσφατη συλλογή. Ενώ, το ομότιτλο της συλλογής διήγημα επιλέχθηκε, μαζί με 14 άλλα ισάριθμων συγγραφέων, για τον τόμο «15 βγαίνουν με κόκκινο», που καταρτίστηκε με τη φιλοδοξία να αποτελέσει ένα πρότυπο ανθολόγημα πεζών νεότερων (κάτω των 45 ετών) συγγραφέων.
Ακόμη και αν κάποιος διατηρεί ενδοιασμούς για τον τρόπο που γίνονται συνήθως οι βραβεύσεις, είναι δύσκολο να παρακάμψει την ετυμηγορία δυο κριτικών επιτροπών, στις οποίες συμμετέχουν επιφανείς συγγραφείς. Όπως και να έχει, το ελάχιστο που δείχνουν αυτές οι προκρίσεις είναι πως τα διηγήματα του Κυθρεώτη άρεσαν σε συγγραφείς διαφορετικών αισθητικών προτιμήσεων, όπως ο Ηλίας Παπαμόσχος, η Έρση Σωτηροπούλου, ο Χρήστος Χωμενίδης αλλά και ο πρεσβύτερος Βασίλης Αλεξάκης. Μέχρι εδώ, η εικόνα είναι καθαρή. Ο Κυθρεώτης, σήμερα 36 ετών, δικηγόρος το επάγγελμα, με μαθητεία στη Σχολή Δημιουργικής Γραφής του Ε.ΚΕ.ΒΙ., συνιστά ξεχωριστή περίπτωση. Η εικόνα αρχίζει να θολώνει , διαβάζοντας τα κείμενα κριτικής υποδοχής.
Υπέρμετρα ενθουσιώδεις οι γράφοντες, συναγωνίζονται αναμεταξύ τους σε εγκωμιαστικά σχόλια. Ο ένας επισημαίνει ομοιότητες ηρωίδας του Κυθρεώτη με τον Χόλντεν Κόλφιντ στον «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζέρομ Σάλλιντζερ, ένας άλλος παραλληλίζει έτερη ηρωίδα του με την Ρέα Φραντζή στο «Η γραμμή του ορίζοντα» του Χρήστου Βακαλόπουλου. Επίσης, εντοπίζονται ίχνη Φίλιπ Ροθ, Μένη Κουμανταρέα και άλλων επιφανών. Γενικώς, κυριαρχεί το μοτίβο του έτοιμου από καιρό συγγραφέα. Υπάρχουν και ορισμένοι που διατυπώνουν απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Λ.χ., ο ένας αποφαίνεται πως το ομότιτλο διήγημα είναι το καλύτερο της συλλογής, ενώ ένας άλλος το βρίσκει το πιο αδύνατο. Δεν λείπει και εκείνος που διανθίζει την παρουσίασή του με στοιχεία από συνέντευξη του συγγραφέα. Έτσι μαθαίνουμε πως ένα διήγημα, «Το ραντεβού», σύμφωνα με εξομολόγηση του συγγραφέα, έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Επίσης, ότι το καταληκτικό διήγημα, «Απλά ο χρόνος που κυλάει», γράφτηκε λίγο πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο. Πιθανώς, αυτός να είναι ένας επιπλέον λόγος, που ο κριτικός το χαρακτηρίζει “διήγημα ωριμότητας”, υποστηρίζοντας πως δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες του συγγραφέα για “κάτι πολύ ουσιαστικό και καίριο”.
Οπότε απορεί κανείς, μετά από όλα αυτά, και αν πράγματι, το βιβλίο συνομιλεί σε τέτοια έκταση με ξένη και ελληνική λογοτεχνία, τι να γράψει, αν δεν έχει τουλάχιστον αντίστοιχου εύρους εποπτεία. Αλλά μια και παραβήκαμε τον χρυσό κανόνα, που σημαίνει ότι απωλέσαμε την παρθενική ματιά, το μόνο μάλλον που μας απομένει είναι ο διάλογος με όσα έχουν γραφεί. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από μία μοναδική αντιρρητική παρατήρηση, που αφορά το καταληκτικό διήγημα. Αυτό, που ο ένας θεωρεί ότι είναι το πλέον ώριμο διήγημα της συλλογής, κατά έναν άλλο χρειάζεται “γενναία πύκνωση”. Παρατήρηση, που συνήθως στοχεύει σε μία αυστηρότερη ειδολογική κατάταξη, προς αντιδιαστολή ενός διηγήματος από μία ιστορία, όπου, στη δεύτερη περίπτωση, η χαλαρότητα στο άπλωμα της υπόθεσης δεν θεωρείται μειονέκτημα. Εκ πρώτης όψεως, οι πρωτοπρόσωποι μονόλογοι του Κυθρεώτη θα χαρακτηρίζονταν ιστορίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιδέχονται και τον χαρακτηρισμό διήγημα, που ο ίδιος τους δίνει. Εδώ, η Αλίς Μονρό, με τις μακριές ψυχολογικό-κοινωνικές ιστορίες της, βραβεύτηκε με Νόμπελ ως εκπροσωπούσα το διήγημα. Βεβαίως, αυτό έγινε με τα αγγλοσαξωνικά στάνταρ, που έχουν ως συγκριτικό προς το διήγημα πεδίο, τα μυθιστορήματα-ποταμούς. Αντιθέτως, με τα ελληνικά μέτρα και σταθμά, μόνο ένα από τα έξι πεζά της συλλογής θα χαρακτηριζόταν διήγημα, το ένα από τα δυο βραβευμένα, αυτό με τίτλο, το «Σημάδι στο μπράτσο». Είναι το μικρότερο σε έκταση, όμως τον χαρακτηρισμό τον κερδίζει με βάση τα μορφικά χαρακτηριστικά του.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι ιστορίες της συλλογής σηκώνουν πύκνωση. Ιδιαίτερα η συγκεκριμένη, με γνώριμο και επαναλαμβανόμενο θέμα, καθώς αυτό μετρά τόσες δεκαετίες ύπαρξης, όσες η γυναικεία χειραφέτηση. Αφορά μία γυναίκα, με σπουδές και καριέρα, πολέμιο εκ πεποιθήσεως του γάμου και της τεκνοποιίας, η οποία βδελύσσεται την ιδέα να ανοίξει νοικοκυριό και δημιουργεί σχέσεις επικεντρωμένες στο καλό σεξ. Αυτή η απελευθερωμένη γυναίκα ερωτεύεται τον πλέον ακατάλληλο. Έναν παντρεμένο με παιδιά, που υπόσχεται, όπως όλοι, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στα μυθιστορήματα, πως αύριο, αν γινόταν και εχτές, θα χωρίσει. Στο μονόλογο εις εαυτόν της ερωτευμένης, παρακολουθούμε το πώς αλώνεται το ταμπούρι της ανεξάρτητης από έναν ποντικό. Αφού τόσο ασήμαντος περιγράφεται εκείνος και ως άντρας και ως εραστής. Γνωρίζει, όμως, τον τρόπο να σκάβει λαγούμια οικειότητας, που φέρνουν κύματα τρυφερότητας, οδηγώντας στην ερωτική εξάρτηση.
Από μιας αρχής, ο μονόλογος είναι συγκινησιακά φορτισμένος, αγγίζοντας δραματικούς τόνους στις σκηνές του πλήρους εξευτελισμού, όταν εκείνη γίνεται παίγνιο ενός νοσηρού πάθους, ψυχαναγκαστικού χαρακτήρα. Εδώ ισχύει, μεταφορικώς, τα πάχη μου τα κάλλη μου. Αν αυτός ο πλατειαστικός μονόλογος πυκνώσει, λείψουν οι αναφορές στα δευτερεύοντα αλλά τόσο χαρακτηριστικά πρόσωπα, που συνέβαλαν στο πλάσιμο αυτού του αμφιρρέποντος γυναικείου χαρακτήρα, ή, επίσης, δεν περιγραφούν λεπτομερώς κάποιες επιμέρους σκηνές, θα μείνει μία κοινότοπη ιστορία. Πάντως, για αυτήν την ιστορία, άντρας κριτικός, χωρίς να είναι ψυχολόγος ή ψυχαναλυτής, θαύμασε με πόση δεξιότητα ο συγγραφέας αποδίδει τον γυναικείο ψυχισμό.
Κατά τα άλλα, το ότι μία ιστορία εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, δεν σχετίζεται με την λογοτεχνικότητα του αποτελέσματος. Παράδειγμα, το υποτιθέμενο ως αυτοβιογραφικής έμπνευσης διήγημα, «Το ραντεβού», που κριτικός χαρακτηρίζει το πιο απολαυστικό της συλλογής. Και πάλι, το θέμα γνωστό και αρχαιότερο του προηγούμενου, αφορά τη σεξουαλική πείνα πρωτοετούς φοιτητή. Και πάλι, η αφήγηση σε υψηλούς τόνους, αυτή τη φορά, σατιρικούς, επικεντρωμένους στο άσκημο παρουσιαστικό του αφηγητή, που εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, το πώς τον θάμπωσε μια συμφοιτήτριά του και το πώς, στη συνέχεια, εξελίχτηκε το πρώτο ραντεβού μαζί της, το οποίο, απρόσμενα, κατόρθωσε να εξασφαλίσει. Ενώ, ο Κυθρεώτης, κατά κανόνα, επιδεικνύει ευρηματικότητα στο στήσιμο των ιστοριών, εδώ καταφεύγει σε μία ελάχιστα ρεαλιστική λύση. Δεν σπας τα γυαλιά μυωπίας εκείνης, μόλις “μισού βαθμού από το ένα μάτι και ενός από το άλλο”, για να μην αντιληφθεί το πόσο ασχημομούρης είσαι. Ούτε και χρειάζεται, αφού ο ήρωάς του έχει ανακαλύψει πως το όπλο, με το οποίο κατακτάται μια μεγάλη κατηγορία γυναικών, είναι το λέγειν, κοινώς το διανοουμενίστικο μπλαμπλά. Εύστοχη η περιγραφή της συμπεριφοράς του νεαρού, όπου μπερδεύεται η σεξουαλική επιθυμία με τη ρομαντική διάθεση, ενώ η σκιαγράφηση της γυναικείας συμπεριφοράς παραμένει διαγραμματική.
Μία δεύτερη ιστορία, που κι αυτή θα μπορούσε να έχει βιωματικά στοιχεία, δεδομένου ότι ορισμένα βιογραφικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα προσομοιάζουν με του ήρωα, είναι «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί». Εκτενέστερη όλων, φθάνει τις πενήντα σελίδες. Για τον ήρωα και όσα του συμβαίνουν, θα ταίριαζε το “μια χαρά” του τίτλου, με την ανατρεπτική προσθήκη της λαϊκής φράσης, “και δυο τρομάρες”. Οι γύρω του τον βρίσκουν “μια χαρά”, ο ίδιος, όμως, θα πρόσθετε το “και δυο τρομάρες”, όταν μαθαίνει δυο αποφάσεις άλλων για την τύχη του, τον προβιβασμό του σε διευθυντική θέση και την απαίτηση της φιλενάδας του να επισπεύσουν το γάμο τους. Ευοίωνες προοπτικές, που εκείνος, όμως, αντιλαμβάνεται ως συμφορές. Πολλά τα μυθιστορήματα, στα οποία ο ήρωας φεύγει ανεπιστρεπτί, με πρόφαση ότι πηγαίνει για τσιγάρα ή και βάζοντάς το στα πόδια. Ο Κυθρεώτης αντιστρέφει το σύνηθες εύρημα, καθώς ο ήρωάς του βρίσκει τον τρόπο να κάνει τους γύρω του, βασικά αυτούς που, έστω και ανεπίγνωστα, τον καταπιέζουν, να τον εγκαταλείψουν, δηλαδή να τον αφήσουν στην ησυχία του. Ευπρόσδεκτα ανάλαφρος ο τόνος σε αυτήν την αφήγηση, δεν πλάθει, όπως διέγνωσαν κάποιοι κριτικοί, μία “κατακερματισμένη ύπαρξη”, ούτε έναν “εξαθλιωμένο εργένη”, κι ας προτιμάει τις πορνοταινίες από τη φίλη του.
Μένουν τα τρία διηγήματα, που έχουν επιβραβευτεί. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η δυναμική της μονολογικής αφήγησης, καθώς περιγράφονται καταστάσεις λιγότερο στάσιμες από όσο στις προηγούμενες ιστορίες. Στα δυο βραβευμένα, το θέμα είναι πρωτότυπο. Στο πρώτο, ο θρύλος ενός ποδοσφαιρικού “κλαμπ” φίλων της ΑΕΚ αποκαλύπτεται ότι είναι Αλβανός. Ο Κυθρεώτης συμμορφώνεται με τα τρέχοντα νεοηθογραφικά πρότυπα. Πλάθει τον καλό Αλβανό. Και κάτι παραπάνω, το παλικάρι, το πιστό στους φίλους και την καλή του, κόρη μετανάστη στη Γερμανία προς τονισμό της παραλληλίας των δυο μεταναστευτικών κυμάτων, που το σκοτώνουν φανατικοί γηγενείς ΑΕΚτζήδες. Στο δεύτερο βραβευμένο διήγημα, ο αφηγητής, Κύπριος, γεννημένος στην Λευκωσία, έχει αναλάβει την εκταφή της γιαγιάς του, της υπέρβαρης και “ατρόμητης Δώρας”. Την βρίσκει, όμως, άλειωτη. Οπότε, αδυνατώντας να υπακούσει στη ρήση της Νεκρώσιμης Ακολουθίας, “Χους ει και εις χουν απελεύσει”, της εμφυσά μια δεύτερη πνοή ζωής ως μυθιστορηματική ηρωίδα.
Διαφορετικό το τρίτο διήγημα, το ομότιτλο, εκείνο που επιλέχτηκε για το ανθολόγημα, «15 βγαίνουν με κόκκινο». Θα συμφωνούσαμε με τον κριτικό, που το αναβιβάζει στο καλύτερο της συλλογής. Μετά τον έρωτα της φεμινίστριας σε πρώιμη κλιμακτήριο για τον παντρεμένο, την σεξουαλική πείνα του παρθένου νεαρού και την πρώιμη κρίση ηλικίας του τριαντάχρονου, ο Κυθρεώτης συμπληρώνει το φάσμα των ψυχολογικών κρίσεων με εκείνη της έφηβης, που έχει να αντιμετωπίσει – να “διαχειριστεί” κατά το κοινώς λεγόμενο – το διαζύγιο των γονιών της, που έρχεται μετά το ολίσθημα του πατρός με νεαρά. Η ιστορία εκτυλίσσεται ως μία εκ των ένδον παρακολούθηση όσων της συμβαίνουν - μεταπτώσεις διάθεσης, αιφνίδιες αποφάσεις, σπασμωδικές κινήσεις - με πρόσχημα την ημερολογιακή καταγραφή τους. Στη λεπτολόγο περιγραφή διακρίνεται ιδιαίτερη συγγραφική ευαισθησία, μάλλον ασυνήθη σε νεότερους. Αλλά, όπως ήδη αναφέραμε, για τις ιστορίες του Κυθρεώτη έχουν ήδη αποφανθεί. Πρόκειται για “σκληρές νεορεαλιστικές ιστορίες”, αψεγάδιαστης καλοτεχνίας, μεγάλου βεληνεκούς, “ώριμου γραφιά”. Μετά όλα αυτά, αν σαρώσει και τα βραβεία, όπως ο Γιάννης Παλαβός προ διετίας, πολύ φοβόμαστε ότι θα υποστεί, σαν τους ήρωές του, κρίση ταυτότητας.
Αυτά, με αφορμή το πρώτο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, καθώς ενδώσαμε στην ανάγνωση των ηλεκτρονικά καταχωρημένων κριτικών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μόνη δικαιολογία που έχουμε για την καταστρατήγηση του χρυσού κανόνα αποχής από παρόμοια ενημέρωση, είναι το συγγραφικό προφίλ. Ο Κυθρεώτης, πολύ πριν την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, μία συλλογή έξι διηγημάτων, διακρίθηκε με τις πρώτες του εμφανίσεις, το 2007 και το 2008, σε δυο ετήσιους διαγωνισμούς διηγήματος (τον «HOTEL-Ένοικοι γραφής» και εκείνον του Βρετανικού Συμβουλίου), όπου και στους δυο απέσπασε το πρώτο βραβείο. Τα δυο βραβευμένα διηγήματα συμπεριλαμβάνονται στην πρόσφατη συλλογή. Ενώ, το ομότιτλο της συλλογής διήγημα επιλέχθηκε, μαζί με 14 άλλα ισάριθμων συγγραφέων, για τον τόμο «15 βγαίνουν με κόκκινο», που καταρτίστηκε με τη φιλοδοξία να αποτελέσει ένα πρότυπο ανθολόγημα πεζών νεότερων (κάτω των 45 ετών) συγγραφέων.
Ακόμη και αν κάποιος διατηρεί ενδοιασμούς για τον τρόπο που γίνονται συνήθως οι βραβεύσεις, είναι δύσκολο να παρακάμψει την ετυμηγορία δυο κριτικών επιτροπών, στις οποίες συμμετέχουν επιφανείς συγγραφείς. Όπως και να έχει, το ελάχιστο που δείχνουν αυτές οι προκρίσεις είναι πως τα διηγήματα του Κυθρεώτη άρεσαν σε συγγραφείς διαφορετικών αισθητικών προτιμήσεων, όπως ο Ηλίας Παπαμόσχος, η Έρση Σωτηροπούλου, ο Χρήστος Χωμενίδης αλλά και ο πρεσβύτερος Βασίλης Αλεξάκης. Μέχρι εδώ, η εικόνα είναι καθαρή. Ο Κυθρεώτης, σήμερα 36 ετών, δικηγόρος το επάγγελμα, με μαθητεία στη Σχολή Δημιουργικής Γραφής του Ε.ΚΕ.ΒΙ., συνιστά ξεχωριστή περίπτωση. Η εικόνα αρχίζει να θολώνει , διαβάζοντας τα κείμενα κριτικής υποδοχής.
Υπέρμετρα ενθουσιώδεις οι γράφοντες, συναγωνίζονται αναμεταξύ τους σε εγκωμιαστικά σχόλια. Ο ένας επισημαίνει ομοιότητες ηρωίδας του Κυθρεώτη με τον Χόλντεν Κόλφιντ στον «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζέρομ Σάλλιντζερ, ένας άλλος παραλληλίζει έτερη ηρωίδα του με την Ρέα Φραντζή στο «Η γραμμή του ορίζοντα» του Χρήστου Βακαλόπουλου. Επίσης, εντοπίζονται ίχνη Φίλιπ Ροθ, Μένη Κουμανταρέα και άλλων επιφανών. Γενικώς, κυριαρχεί το μοτίβο του έτοιμου από καιρό συγγραφέα. Υπάρχουν και ορισμένοι που διατυπώνουν απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Λ.χ., ο ένας αποφαίνεται πως το ομότιτλο διήγημα είναι το καλύτερο της συλλογής, ενώ ένας άλλος το βρίσκει το πιο αδύνατο. Δεν λείπει και εκείνος που διανθίζει την παρουσίασή του με στοιχεία από συνέντευξη του συγγραφέα. Έτσι μαθαίνουμε πως ένα διήγημα, «Το ραντεβού», σύμφωνα με εξομολόγηση του συγγραφέα, έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Επίσης, ότι το καταληκτικό διήγημα, «Απλά ο χρόνος που κυλάει», γράφτηκε λίγο πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο. Πιθανώς, αυτός να είναι ένας επιπλέον λόγος, που ο κριτικός το χαρακτηρίζει “διήγημα ωριμότητας”, υποστηρίζοντας πως δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες του συγγραφέα για “κάτι πολύ ουσιαστικό και καίριο”.
Οπότε απορεί κανείς, μετά από όλα αυτά, και αν πράγματι, το βιβλίο συνομιλεί σε τέτοια έκταση με ξένη και ελληνική λογοτεχνία, τι να γράψει, αν δεν έχει τουλάχιστον αντίστοιχου εύρους εποπτεία. Αλλά μια και παραβήκαμε τον χρυσό κανόνα, που σημαίνει ότι απωλέσαμε την παρθενική ματιά, το μόνο μάλλον που μας απομένει είναι ο διάλογος με όσα έχουν γραφεί. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από μία μοναδική αντιρρητική παρατήρηση, που αφορά το καταληκτικό διήγημα. Αυτό, που ο ένας θεωρεί ότι είναι το πλέον ώριμο διήγημα της συλλογής, κατά έναν άλλο χρειάζεται “γενναία πύκνωση”. Παρατήρηση, που συνήθως στοχεύει σε μία αυστηρότερη ειδολογική κατάταξη, προς αντιδιαστολή ενός διηγήματος από μία ιστορία, όπου, στη δεύτερη περίπτωση, η χαλαρότητα στο άπλωμα της υπόθεσης δεν θεωρείται μειονέκτημα. Εκ πρώτης όψεως, οι πρωτοπρόσωποι μονόλογοι του Κυθρεώτη θα χαρακτηρίζονταν ιστορίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιδέχονται και τον χαρακτηρισμό διήγημα, που ο ίδιος τους δίνει. Εδώ, η Αλίς Μονρό, με τις μακριές ψυχολογικό-κοινωνικές ιστορίες της, βραβεύτηκε με Νόμπελ ως εκπροσωπούσα το διήγημα. Βεβαίως, αυτό έγινε με τα αγγλοσαξωνικά στάνταρ, που έχουν ως συγκριτικό προς το διήγημα πεδίο, τα μυθιστορήματα-ποταμούς. Αντιθέτως, με τα ελληνικά μέτρα και σταθμά, μόνο ένα από τα έξι πεζά της συλλογής θα χαρακτηριζόταν διήγημα, το ένα από τα δυο βραβευμένα, αυτό με τίτλο, το «Σημάδι στο μπράτσο». Είναι το μικρότερο σε έκταση, όμως τον χαρακτηρισμό τον κερδίζει με βάση τα μορφικά χαρακτηριστικά του.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι ιστορίες της συλλογής σηκώνουν πύκνωση. Ιδιαίτερα η συγκεκριμένη, με γνώριμο και επαναλαμβανόμενο θέμα, καθώς αυτό μετρά τόσες δεκαετίες ύπαρξης, όσες η γυναικεία χειραφέτηση. Αφορά μία γυναίκα, με σπουδές και καριέρα, πολέμιο εκ πεποιθήσεως του γάμου και της τεκνοποιίας, η οποία βδελύσσεται την ιδέα να ανοίξει νοικοκυριό και δημιουργεί σχέσεις επικεντρωμένες στο καλό σεξ. Αυτή η απελευθερωμένη γυναίκα ερωτεύεται τον πλέον ακατάλληλο. Έναν παντρεμένο με παιδιά, που υπόσχεται, όπως όλοι, τόσο στην πραγματικότητα όσο και στα μυθιστορήματα, πως αύριο, αν γινόταν και εχτές, θα χωρίσει. Στο μονόλογο εις εαυτόν της ερωτευμένης, παρακολουθούμε το πώς αλώνεται το ταμπούρι της ανεξάρτητης από έναν ποντικό. Αφού τόσο ασήμαντος περιγράφεται εκείνος και ως άντρας και ως εραστής. Γνωρίζει, όμως, τον τρόπο να σκάβει λαγούμια οικειότητας, που φέρνουν κύματα τρυφερότητας, οδηγώντας στην ερωτική εξάρτηση.
Από μιας αρχής, ο μονόλογος είναι συγκινησιακά φορτισμένος, αγγίζοντας δραματικούς τόνους στις σκηνές του πλήρους εξευτελισμού, όταν εκείνη γίνεται παίγνιο ενός νοσηρού πάθους, ψυχαναγκαστικού χαρακτήρα. Εδώ ισχύει, μεταφορικώς, τα πάχη μου τα κάλλη μου. Αν αυτός ο πλατειαστικός μονόλογος πυκνώσει, λείψουν οι αναφορές στα δευτερεύοντα αλλά τόσο χαρακτηριστικά πρόσωπα, που συνέβαλαν στο πλάσιμο αυτού του αμφιρρέποντος γυναικείου χαρακτήρα, ή, επίσης, δεν περιγραφούν λεπτομερώς κάποιες επιμέρους σκηνές, θα μείνει μία κοινότοπη ιστορία. Πάντως, για αυτήν την ιστορία, άντρας κριτικός, χωρίς να είναι ψυχολόγος ή ψυχαναλυτής, θαύμασε με πόση δεξιότητα ο συγγραφέας αποδίδει τον γυναικείο ψυχισμό.
Κατά τα άλλα, το ότι μία ιστορία εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, δεν σχετίζεται με την λογοτεχνικότητα του αποτελέσματος. Παράδειγμα, το υποτιθέμενο ως αυτοβιογραφικής έμπνευσης διήγημα, «Το ραντεβού», που κριτικός χαρακτηρίζει το πιο απολαυστικό της συλλογής. Και πάλι, το θέμα γνωστό και αρχαιότερο του προηγούμενου, αφορά τη σεξουαλική πείνα πρωτοετούς φοιτητή. Και πάλι, η αφήγηση σε υψηλούς τόνους, αυτή τη φορά, σατιρικούς, επικεντρωμένους στο άσκημο παρουσιαστικό του αφηγητή, που εξομολογείται σε πρώτο πρόσωπο, το πώς τον θάμπωσε μια συμφοιτήτριά του και το πώς, στη συνέχεια, εξελίχτηκε το πρώτο ραντεβού μαζί της, το οποίο, απρόσμενα, κατόρθωσε να εξασφαλίσει. Ενώ, ο Κυθρεώτης, κατά κανόνα, επιδεικνύει ευρηματικότητα στο στήσιμο των ιστοριών, εδώ καταφεύγει σε μία ελάχιστα ρεαλιστική λύση. Δεν σπας τα γυαλιά μυωπίας εκείνης, μόλις “μισού βαθμού από το ένα μάτι και ενός από το άλλο”, για να μην αντιληφθεί το πόσο ασχημομούρης είσαι. Ούτε και χρειάζεται, αφού ο ήρωάς του έχει ανακαλύψει πως το όπλο, με το οποίο κατακτάται μια μεγάλη κατηγορία γυναικών, είναι το λέγειν, κοινώς το διανοουμενίστικο μπλαμπλά. Εύστοχη η περιγραφή της συμπεριφοράς του νεαρού, όπου μπερδεύεται η σεξουαλική επιθυμία με τη ρομαντική διάθεση, ενώ η σκιαγράφηση της γυναικείας συμπεριφοράς παραμένει διαγραμματική.
Μία δεύτερη ιστορία, που κι αυτή θα μπορούσε να έχει βιωματικά στοιχεία, δεδομένου ότι ορισμένα βιογραφικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα προσομοιάζουν με του ήρωα, είναι «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί». Εκτενέστερη όλων, φθάνει τις πενήντα σελίδες. Για τον ήρωα και όσα του συμβαίνουν, θα ταίριαζε το “μια χαρά” του τίτλου, με την ανατρεπτική προσθήκη της λαϊκής φράσης, “και δυο τρομάρες”. Οι γύρω του τον βρίσκουν “μια χαρά”, ο ίδιος, όμως, θα πρόσθετε το “και δυο τρομάρες”, όταν μαθαίνει δυο αποφάσεις άλλων για την τύχη του, τον προβιβασμό του σε διευθυντική θέση και την απαίτηση της φιλενάδας του να επισπεύσουν το γάμο τους. Ευοίωνες προοπτικές, που εκείνος, όμως, αντιλαμβάνεται ως συμφορές. Πολλά τα μυθιστορήματα, στα οποία ο ήρωας φεύγει ανεπιστρεπτί, με πρόφαση ότι πηγαίνει για τσιγάρα ή και βάζοντάς το στα πόδια. Ο Κυθρεώτης αντιστρέφει το σύνηθες εύρημα, καθώς ο ήρωάς του βρίσκει τον τρόπο να κάνει τους γύρω του, βασικά αυτούς που, έστω και ανεπίγνωστα, τον καταπιέζουν, να τον εγκαταλείψουν, δηλαδή να τον αφήσουν στην ησυχία του. Ευπρόσδεκτα ανάλαφρος ο τόνος σε αυτήν την αφήγηση, δεν πλάθει, όπως διέγνωσαν κάποιοι κριτικοί, μία “κατακερματισμένη ύπαρξη”, ούτε έναν “εξαθλιωμένο εργένη”, κι ας προτιμάει τις πορνοταινίες από τη φίλη του.
Μένουν τα τρία διηγήματα, που έχουν επιβραβευτεί. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η δυναμική της μονολογικής αφήγησης, καθώς περιγράφονται καταστάσεις λιγότερο στάσιμες από όσο στις προηγούμενες ιστορίες. Στα δυο βραβευμένα, το θέμα είναι πρωτότυπο. Στο πρώτο, ο θρύλος ενός ποδοσφαιρικού “κλαμπ” φίλων της ΑΕΚ αποκαλύπτεται ότι είναι Αλβανός. Ο Κυθρεώτης συμμορφώνεται με τα τρέχοντα νεοηθογραφικά πρότυπα. Πλάθει τον καλό Αλβανό. Και κάτι παραπάνω, το παλικάρι, το πιστό στους φίλους και την καλή του, κόρη μετανάστη στη Γερμανία προς τονισμό της παραλληλίας των δυο μεταναστευτικών κυμάτων, που το σκοτώνουν φανατικοί γηγενείς ΑΕΚτζήδες. Στο δεύτερο βραβευμένο διήγημα, ο αφηγητής, Κύπριος, γεννημένος στην Λευκωσία, έχει αναλάβει την εκταφή της γιαγιάς του, της υπέρβαρης και “ατρόμητης Δώρας”. Την βρίσκει, όμως, άλειωτη. Οπότε, αδυνατώντας να υπακούσει στη ρήση της Νεκρώσιμης Ακολουθίας, “Χους ει και εις χουν απελεύσει”, της εμφυσά μια δεύτερη πνοή ζωής ως μυθιστορηματική ηρωίδα.
Διαφορετικό το τρίτο διήγημα, το ομότιτλο, εκείνο που επιλέχτηκε για το ανθολόγημα, «15 βγαίνουν με κόκκινο». Θα συμφωνούσαμε με τον κριτικό, που το αναβιβάζει στο καλύτερο της συλλογής. Μετά τον έρωτα της φεμινίστριας σε πρώιμη κλιμακτήριο για τον παντρεμένο, την σεξουαλική πείνα του παρθένου νεαρού και την πρώιμη κρίση ηλικίας του τριαντάχρονου, ο Κυθρεώτης συμπληρώνει το φάσμα των ψυχολογικών κρίσεων με εκείνη της έφηβης, που έχει να αντιμετωπίσει – να “διαχειριστεί” κατά το κοινώς λεγόμενο – το διαζύγιο των γονιών της, που έρχεται μετά το ολίσθημα του πατρός με νεαρά. Η ιστορία εκτυλίσσεται ως μία εκ των ένδον παρακολούθηση όσων της συμβαίνουν - μεταπτώσεις διάθεσης, αιφνίδιες αποφάσεις, σπασμωδικές κινήσεις - με πρόσχημα την ημερολογιακή καταγραφή τους. Στη λεπτολόγο περιγραφή διακρίνεται ιδιαίτερη συγγραφική ευαισθησία, μάλλον ασυνήθη σε νεότερους. Αλλά, όπως ήδη αναφέραμε, για τις ιστορίες του Κυθρεώτη έχουν ήδη αποφανθεί. Πρόκειται για “σκληρές νεορεαλιστικές ιστορίες”, αψεγάδιαστης καλοτεχνίας, μεγάλου βεληνεκούς, “ώριμου γραφιά”. Μετά όλα αυτά, αν σαρώσει και τα βραβεία, όπως ο Γιάννης Παλαβός προ διετίας, πολύ φοβόμαστε ότι θα υποστεί, σαν τους ήρωές του, κρίση ταυτότητας.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 22/2/2015.