Ο Νίκος Μπελογιάννης στο διάσημο σκίτσο
του Πάμπλο Πικάσο, δημοσιευμένο
σε γαλλικό έντυπο της εποχής.
Νίκος Δαββέτας
«Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Απρίλιος 2013
Είναι το τρίτο στη σειρά μυθιστόρημα που παρουσιάζουμε, με πρωταγωνιστές τους γόνους της γενιάς που έζησε την πολεμοχαρή δεκαετία του ’40. Προηγήθηκαν «Η άσκηση του Ροτ» της Βασιλικής Ηλιοπούλου και «Δυο φορές αθώα» της Έλενας Χουζούρη. Δεδομένου ότι κυκλοφόρησαν και τα τρία Απρ. 2013, οποιαδήποτε κοινά σημεία δεν συνιστούν δάνεια ή κάποιου είδους συνομιλία, αλλά επιμέρους συμπτώσεις, που απορρέουν από την τρέχουσα κατάσταση, τα θέματα που συζητιούνται και τα συγγραφικά αντανακλαστικά, που αυτά κεντρίζουν. Οι τρεις συγγραφείς, ωστόσο, δεν συμπίπτουν ως προς την θεώρηση της πρώτης γενιάς, που έδωσε τις μάχες και η οποία αποτελεί απώτερη ιδεολογική στόχευση. Γι’ αυτό και πλάθουν διαφορετικού ήθους ήρωες, ώστε, μέσα από τη δική τους νοοτροπία και τις πράξεις τους, να φανερωθούν οι όποιες “αμαρτίες” των γονέων, που άλλοτε ποτέ λογίζονταν ως ήρωες ή ως πρότυπα αγωνιστικού ήθους.
Και οι τρεις συγγραφείς ανήκουν στην συγγραφική ομάδα του 21ου αιώνα, με πρώτο πεζογραφικό βιβλίο το 2000 και μετά. Μόνο που η Ηλιοπούλου, ερχόμενη από το χώρο του κινηματογράφου, συνυπολογίζεται στους πρωτοεμφανιζόμενους αυτής της περιόδου, ενώ οι δύο άλλοι ξεκίνησαν ως ποιητές, με πρώτη εμφάνιση το 1981. Πιστεύουμε ότι η διαφορετική θέαση των ιστορικών προσώπων έχει πολλαπλά αίτια. Εν μέρει, την ηλικιακή απόσταση μιας δεκαετίας συν πλην δυο χρόνια που χωρίζει τον Δαββέτα από την Ηλιοπούλου και την Χουζούρη αντιστοίχως, την βορειοελλαδίτικη καταγωγή των δυο τελευταίων, το οικογενειακό ιστορικό, αλλά και τους δασκάλους τους στην τέχνη του μυθιστορήματος, στην οποία, από εφέτος, ο Δαββέτας προάγεται σε δάσκαλο κατά τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Επομένως, στη δική του περίπτωση, μεγαλώνουν οι προσδοκίες και οι αξιώσεις από το πρόσφατο, τέταρτο μυθιστόρημά του εντός μιας δεκαετίας, το οποίο επεκτείνει την εμφυλιοπολεμική τριλογία του στην ψυχροπολεμική περίοδο.
Διαφορές και ομοιότητες
Κατηγορηματική στις εκτιμήσεις της η Χουζούρη, δηλώνει με τον τίτλο του μυθιστορήματός της, «Δυο φορές αθώα», το πώς βλέπει την πρώτη γενιά των επιγόνων και αντιστοίχως, πλάθει την ηρωίδα της. “Νουάρ” χαρακτηρίζει το μυθιστόρημά του ο Δαββέτας, παραπέμποντας εμμέσως στους κυνικούς χαρακτήρες, τον διεφθαρμένο κόσμο και τη γενικότερη δυσάρεστη όψη των πραγμάτων, που κυριαρχούν στα κλασικά του είδους μυθιστορήματα. Όσο για την Ηλιοπούλου, δεν προσπαθεί να ελκύσει το ενδιαφέρον με τίτλους και υπότιτλους, παρόλο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το μυθιστόρημά της νουάρ, αφού υπάρχουν ο φόνος, το σασπένς, αλλά και η παρακμιακή ατμόσφαιρα, που θα ταίριαζαν σε ένα φιλμ νουάρ. Να σημειώσουμε ότι οι ήρωες των δυο τελευταίων έχουν παραπλήσιο βιογραφικό. Είναι περίπου συνομήλικοι, γεννημένοι στα μέσα της δεκαετίας του ’40, μεγαλωμένοι σε συγγενικά σπίτια, με τη μητέρα στη φυλακή και τον πατέρα στην υπερορία. Και μάλιστα, στην ίδια χώρα, την Ρουμανία, το θερμό κέντρο της διάσπασης του ΚΚΕ το 1968, που φέρνει αντιμέτωπους πατέρα και γιο. Αμφότεροι καταλήγουν αριστεροί της ευρωπαϊκής διασποράς, Παρίσι ο πρώτος, Γερμανία ο δεύτερος. Μόνο που η Ηλιοπούλου πλάθει έναν ήρωα εν συγχίσει, ενώ ο Δαββέτας έναν αδίστακτο χαρακτήρα, χωρίς πολλούς ηθικούς φραγμούς. Για να ακριβολογούμε, τον σκιαγραφεί, μαζί με μια χορεία προσώπων παραπλήσιας νοοτροπίας και συμπεριφοράς, που απαρτίζουν τη μυθιστορηματική γενιά των επιγόνων.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι και οι τρεις συγγραφείς καταφεύγουν σε ποικιλία αφηγηματικών τρόπων. Κοινά σημεία είναι οι συχνές εναλλαγές από τον ενδιάθετο λόγο, που αποδίδεται σε πρώτο ή και τρίτο πρόσωπο, στο λόγο ενός παντεπόπτη αφηγητή, κάπως εξεζητημένης ταυτότητας στην περίπτωση της Ηλιοπούλου, όπως έχουμε ήδη σχολιάσει. Στο μυθιστόρημα του Δαββέτα, είναι δυο τα υποκείμενα του ενδιάθετου λόγου, ο οποίος, κάθε φορά, διακόπτεται από μακριές αφηγήσεις κάποιου συνομιλητή, είτε σε μορφή διαλόγου είτε υπό τύπον αναδρομής. Με αυτήν τη μορφική εκζήτηση, οι τρεις συγγραφείς δεν επιδιώκουν να καινοτομήσουν, αλλά μάλλον αναζητούν τρόπους για να παρουσιάσουν σε αντιθετική παραλληλία το ντοκουμέντο, πραγματικό, μισοπραγματικό ή επινοημένο, και τις αντιλήψεις που έχουν οι ήρωες για πρόσωπα και συμβάντα. Είναι ένας πρόδηλος τρόπος για να προβάλλουν τις δικές τους απόψεις γύρω από επίκαιρα θέματα, όπως μετανάστες και ρατσισμός, κυρίως για να καταθέσουν τις δικές τους αναθεωρητικές ερμηνείες για τους προγόνους.
Κάποιες συγκυρίες
Περισσότερο φιλόδοξη δείχνει η περίπτωση του μυθιστορήματος του Δαββέτα, καθώς αυτός ανήκει σε μια μικρή αλλά συνεχώς αυξανόμενη ομάδα μυθιστοριογράφων, που θέλουν πλαγίως να παρέμβουν στην ιστοριογραφία, ώστε να διορθώσουν στερεότυπους μύθους και να επαναφέρουν αγιοποιημένα πρόσωπα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Αυτό το εγχείρημα το επιτελούν μέσω της δικής τους τέχνης, της μυθοπλαστικής, στηριζόμενοι στο μεταμοντέρνο αξίωμα, που αφαίρεσε από την Ιστορία την προνομιούχο θέση στην απόδοση του αληθούς. Όλες οι αφηγήσεις προσκομίζουν τεκμήρια, αυθεντικά η ιστορική αφήγηση, μπορεί και πλαστά η μυθιστορηματική αλλά λογοτεχνικώς κεχρισμένα. Να σημειώσουμε ότι ο προβληματισμός της σχέσης αυθεντικού και πλαστού επανέρχεται συνεχώς στο νέο μυθιστόρημα του Δαββέτα, καθιστώντας το, και από αυτήν την άποψη, επίκαιρο.
Κατά τα άλλα, το μυθιστόρημά του συνδέεται με περισσότερες της μιας συγκυρίες. Σεπ. 2009, κυκλοφορεί το προηγούμενο μυθιστόρημά του, «Η Εβραία νύφη», οπότε οι συγγραφικές κεραίες θα πρέπει να είναι τεντωμένες στα σήματα που θα δώσουν την έμπνευση για το επόμενο. 27 Οκτ. 2009, πεθαίνει η Έλλη Παππά, φέρνοντας στην επικαιρότητα τον Μπελογιάννη, κυρίως την τελευταία περίοδο της ζωής του, στην οποία εκείνη πρωταγωνίστησε. Σύλληψη, διπλή δίκη και εκτέλεση στις 30 Μαρ. 1952. “Η σκοτεινή δεκαετία του ’50” αρχίζει να “εξιτάρει” τον συγγραφέα. Συμπτωματικά, αρχές Νοε. δημοσιεύεται αφιέρωμα σε “ιστορίες κατασκοπείας τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου”. Είναι τα πρώτα στοιχεία ενός ερευνητικού προγράμματος, που έχει αναλάβει τριάδα ερευνητών (Στ. Καλύβας, Ν. Μαραντζίδης, Κ. Τσίβος), χρηματοδοτούμενου από το Πανεπιστήμιο του Γέηλ, στο Εθνικό Αρχείο Πράγας και ιδιαίτερα, σε μέρος της άκρως απόρρητης Συλλογής Κλέμεντ Γκότβαλντ, πρώτου προέδρου της εκεί Λαϊκής Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε στο σοβιετικό πρότυπο το 1948. Στο αφιέρωμα αποκαλύπτεται ο ρόλος της Τσεχοσλοβακίας στην οργάνωση παράνομων δικτύων παρακολούθησης και μηχανισμών διείσδυσης σε δυτικές χώρες και κυρίως, στην Ελλάδα. Είναι γνωστή η αδυναμία του Δαββέτα “στις αρχειακές πηγές”. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά του γύρω από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και τη δράση των εκεί δωσίλογων, χάρις στα ναζιστικά αρχεία, η μυθιστορηματική του αφήγηση πήρε και ιστοριογραφική διάσταση. Με τα τσέχικα αρχεία, θα μπορούσε να διορθώσει “τα μεγάλα ψέματα στην υπόθεση Μπελογιάννη, που τον ιντριγκάρουν”, όπως εξομολογείται σε συνέντευξή του.
Σεπτέμβριο 2010, εκδίδεται το βιβλίο της Παππά, «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», με τις κατηγορίες ότι πρόκειται για μη αξιόπιστη ιστορική πηγή εκ μέρους του ΚΚΕ να προηγούνται. Ολόκληρο το 2011 υπάρχουν δημοσιεύματα γύρω από τις αλήθειες και τα ψεύδη για τα επίμαχα συμβάντα του ’50. Σε αυτά, τον αγωνιστή Μπελογιάννη, από τις μεταξικές φυλακίσεις μέχρι τον Γράμμο, υποσκελίζει μέχρι εξαφάνισης “ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”. Τελικά, αυτός θα γοητεύσει και τον συγγραφέα. Μάρ. 2011, εμφανίζεται Γάλλος ζωγράφος, που είχε φιλοτεχνήσει, εν θερμώ, το 1952, πίνακα με τίτλο «Η εκτέλεση του Μπελογιάννη», χωρίς ποτέ να τον εκθέσει, με όνειρο ζωής να τον δωρίσει σε ελληνικό μουσείο. Τα δημοσιεύματα μπορεί να εμπνέουν τον τίτλο του μυθιστορήματος, ανεξάρτητα αν αυτός αναφέρεται σε έτερο, πολύ διασημότερο ζωγράφο, που, όμως, δεν του αντιστοιχεί ένας παρόμοιος τίτλος, αφού εκείνος δεν ζωγράφισε, παρά μόνο σκιτσάρισε, τον Μπελογιάννη. Πρόκειται για τον Πικάσο, που έρχεται στην επικαιρότητα στις 9 Ιαν. 2012, με την κλοπή από την Εθνική Πινακοθήκη ενός πίνακά του. Τον είχε προσφέρει ο ίδιος, “ως συμπαράσταση προς τον ελληνικό λαό που αντιστεκόταν στη ναζιστική κατοχή”. Λέγεται ότι για το σκίτσο έκανε ένα μόνο προσχέδιο και όχι πολλά, όπως ο άλλος για τον πίνακα. Αυτό το μοναδικό προσχέδιο πολλαπλασιάζεται για τις μυθοπλαστικές ανάγκες του “πολιτικού νουάρ”. Συμπτωματικά ή μη, το μυθιστόρημα κυκλοφορεί επετειακά, με τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το θάνατο του Πικάσο, στις 8 Απρ. 1973. Όπως, μάλιστα, τα περισσότερα μεταμοντέρνα μυθιστορήματα, συμβάλλει κι αυτό με τον τρόπο του στην προσπάθεια αποδόμησης, σμικρύνοντας κατά το δυνατό το φωτοστέφανο του ζωγράφου.
Έρωτες και χαμόγελα
Στα προηγούμενα βιβλία του Δαββέτα, υπήρχε ένας δημοσιογράφος, που επείχε θέση συγγραφικού alter ego. Ίσως, καθόλου τυχαία, στο πρόσφατο, αντί αυτού, εμφανίζεται ένας ερευνητής αρχείων. Είναι γόνος οικογένειας στρατιωτικών και όχι, όπως ο δημοσιογράφος, γιος Μακρονησιώτη. Στο πρώτο κεφάλαιο, αφηγείται ο ίδιος με έπαρση τις εκκεντρικές συμπεριφορές των προγόνων του και τις δικές του. Η πρώτη εντύπωση είναι ότι αυτό το σοφιστικέ βιογραφικό επινοείται για να συστήσει έναν ντετέκτιβ στο ύψος των κατά κανόνα ιδιότυπων αστυνομικών του κλασικού νουάρ. Όμως οι αρετές του μένουν μυθιστορηματικά ανεκμετάλλευτες, πλην της παρατηρητικότητας που επιδεικνύει κατά τις επαφές του με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Οπότε, το πρώτο κεφάλαιο θα πρέπει να εκληφθεί ως αυτοτελές κείμενο, που περιγελά τους ειδήμονες αλλά και τους επίδοξους ιστορικούς που προστρέχουν σε αυτούς, καταγράφοντας την πλήθυνση των υποψήφιων διδακτόρων που ελκύει η δεκαετία του ’40 και η σκοτεινή ουρά της. Αποκύημα όχι φαντασίας αλλά προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα από τον συγχρωτισμό του με το χώρο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, το λόγο παίρνει μια φίλη του από τα χρόνια που παρακολουθούσαν μαθήματα γαλλικών στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Είναι το δεύτερο πρόσωπο της τρίτης γενιάς, παιδί παιδιών εκείνων του ’40, με ιδιότυπη συμπεριφορά, ερωτικά αποκλίνουσα, που, όμως, δεν την επιβάλλουν οι ανάγκες της πλοκής. Μάλλον ως εισαγωγή πρέπει να εκληφθεί αυτό το κεφάλαιο, καθώς, μέσω της ερωτικής πείνας της νέας γυναίκας, έρχεται στο μυθοπλαστικό προσκήνιο ο έρωτας ως ο κύριος μοχλός πράξεων, που ο συντηρητισμός των παλαιότερων και οι σκοπιμότητες άλλων καιρών απέδωσαν σε υψηλά ιδεώδη. Για παράδειγμα, στη συνέχεια του μυθιστορήματος, ένας από τους επιγόνους θα ισχυριστεί ότι “ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο” χαμογελάει από έρωτα για τη σύντροφό του και πως ήταν εκείνη που του το χάρισε σε ένα διάλειμμα της δίκης. Κατά τον φωτογράφο Παναγιώτη Μήτσουρα, ήταν αυτός που του το έδωσε πριν τραβήξει τα ενσταντανέ. Όσο για το χαμόγελο, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο αφοσιωμένο στα ιδεολογικά του πιστεύω από τα μαθητικά του χρόνια, θα μπορούσε να δείχνει ικανοποίηση για την απολογία, που μόλις είχε ολοκληρώσει. Δεύτερο παράδειγμα, ένας άλλος της ίδιας γενιάς, πιο βλάσφημος αυτός, θα δώσει σεξουαλικά κίνητρα στα φιλικά για την Ελλάδα αισθήματα και την υποστήριξη των Γάλλων διανοούμενων και καλλιτεχνών.
Στο παρόν της αφήγησης, το ερωτικό ταμπεραμέντο της ηρωίδας έχει κατασιγάσει η συμβίωσή της με Γάλλο της Αλγερίας. Αυτή η επιλογή εξασφαλίζει στο “πολιτικό νουάρ” τον πρόσφορο ένοχο για κάθε έγκλημα προς υπογράμμιση του γαλλικού ρατσισμού. Είναι ένας από τους “καλούς” του βιβλίου, όπως και ο άλλος Γάλλος εξ Αλγερίας. Πιο ευφάνταστη η σκιαγράφηση του δεύτερου, καθώς πρόκειται για εβραϊκής καταγωγής αστυνομικό και παρασημοφορημένο αντιστασιακό, που προστάτευε τους Έλληνες φοιτητές το Μάη του ’68. Πάντως, αυτή η δεύτερης γενιάς μετανάστρια στο Παρίσι είναι ο συνδετικός κρίκος με την πρώτη γενιά του κεντρικού ήρωα, που ο φόνος του συνιστά τον πυρήνα του “νουάρ”, όντας ανιψιά και κληρονόμος του.
Στα ρεαλιστικά μυθιστορήματα, παλαιότερα, προσπαθούσαν οι περιγραφές προσώπων και καταστάσεων να είναι, όσο το δυνατόν, πιο πειστικές. Στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, η αληθοφάνεια εξασφαλίζεται δημιουργώντας την αίσθηση του “ήδη ιδωμένου”. Αυτή επιτυγχάνεται επιστρατεύοντας αυτούσια ή σε κολάζ τα μικρά ονόματα και τα επίθετα γνωστών προσώπων, ή και συρράπτοντας στοιχεία από τα αντίστοιχα βιογραφικά. Το βασικότερο, τα πλαστά πρόσωπα και γεγονότα σοφιλιάζονται μέσα στα πραγματικά, τόσο έντεχνα που ο διαχωρισμός τους να απαιτεί μπόλικη φαντασία.
Ο Δαββέτας έχει εκφράσει την άποψη ότι ορισμένοι από την ομάδα των υποτρόφων του Γαλλικού Κράτους, που έφυγε από την Ελλάδα τον Δεκ. του 1945 με το μεταγωγικό Ματαρόα, και κάποιοι άλλοι, που ο Μάης του ’68 τους βρήκε φοιτητές στο Παρίσι, έχουν σήμερα υπερτιμηθεί. Τα δικά τους στοιχεία και μερικών ακόμη αναδεύει στη μαρμίτα, χωρίς πάντοτε ειρωνική διάθεση. Παράδειγμα ένας συλλέκτης, ονόματι Γιώργος Ζερβάκης, που ήταν “συγκρατούμενος στις φυλακές του Επταπυργίου του Μανόλη Αναγνωστάκη” και εκείνος “τον έσπρωξε προς την κατεύθυνση της μελέτης και της συλλογής, λέγοντας «Αν δεν μπορείς να σπείρεις, μπορείς να σκάψεις»”. Ο συγγραφέας, στο “πολιτικό νουάρ” του, αντλεί από το “deja vu” μέχρι και τη λύση του φόνου. Όχι ένας ένοχος, αλλά κολάζ γνωστών υποθέσεων, όπως του Νάσιουτζικ και άλλων δολοφονιών, περιώνυμων και θολών.
Πριν και μετά το μύθο
Στο μυθιστόρημα του Δαββέτα, πνέει ένας άνεμος αμφισβήτησης των “ιερών τεράτων”. Με τους βιογραφικούς παραλληλισμούς Μπελογιάννη - Τσε Γκεβάρα, καθώς αμφότεροι οδεύουν μέσω Πράγας και με αργεντίνικο διαβατήριο προς τις χώρες της εκτέλεσής τους, ο συγγραφέας επαναφέρει τα γνωστά ερωτήματα γύρω από τις τελικές εκτιμήσεις εκείνων των δυο για τα επιτεύγματα των Λαϊκών Δημοκρατιών. Μέσα από την υπόθεση Μπελογιάννη, προβληματίζεται για το πόσο δημοκρατική ήταν τότε η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Διαφωνεί με το επιχείρημα “ότι πουθενά αλλού, στον πολιτισμένο κόσμο, δεν γίνονταν εκτελέσεις”. Όταν πρόκειται για την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, δεν ενδιαφέρει τι συμβαίνει στον Δυτικό κόσμο. Όλη η προσοχή επικεντρώνεται στο δίπολο Δυτικού και Ανατολικού μπλοκ. Χάρις στην πρόσβαση στα προαναφερόμενα Αρχεία και τα πορίσματα των ιστορικών, ο συγγραφέας ανακαλύπτει τα ίχνη του Ενρίκε Πανιόθ, με το διαβατήριο του οποίου και αλλάζοντας μόνο τη φωτογραφία, ο Μπελογιάννης μπήκε στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, ο Πανιόθ εκτελέστηκε από τους τσεχοσλοβάκους συντρόφους του και μάλιστα, χωρίς δίκη. Εκτός κι αν πρόκειται για μυθοπλαστικό εύρημα. Πάντως, από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχει σχετικό δημοσίευμα από την ερευνητική τριάδα ή τους μαθητές τους, όπως η Ελένη Πασχαλούδη, που υπογράφει το Επίμετρο του μυθιστορήματος. Ήταν, πάντως, η περίοδος των μεγάλων εκκαθαρίσεων του προέδρου Γκότβαλντ, ο οποίος πέθανε από πνευμονία που άρπαξε παρακολουθώντας στη Μόσχα την κηδεία του Στάλιν. Στις 9 Μαρ. 1953 ο “πατερούλης”, στις 14 Μαρ. ο Γκοτβαλντ. Αργεντίνος ο Πανιόθ, αργεντίνος ο Τσε και για να γίνουν απόλυτες οι παραλληλίες, ας θυμίσουμε ότι ο πατέρας Μπελογιάννης, πριν εγκατασταθεί στην Αμαλιάδα, είχε πάει μετανάστης στην Αργεντινή.
Ο Δαββέτας, σύμφωνα και με τις συνεντεύξεις του, θέλει με το μυθιστόρημά του να φωτίσει τη δεκαετία του ’50, κατά την οποία “έχουν συμβεί τερατώδη πράγματα που αγνοούμε, όπως μαζικές εκτελέσεις κομουνιστών στην Τσεχοσλοβακία”. Από μια άποψη, κομίζει γλαύκα εις Αθήνας, δεδομένου ότι αυτά τα τερατώδη τα έγραφε τότε με πηχυαίους τίτλους ο Τύπος της Δεξιάς προς υπεράσπιση της απόφασης να εκτελεστεί ο Μπελογιάννης, κατονομάζοντας τους ανά χώρα εκτελεσθέντες κομουνιστές. “Εξ αρμοδίας πηγής” οι δημοσιογράφοι της εποχής, ό,τι αυτό σήμαινε τότε, με ευχαριστίες προς τους ερευνητές των Αρχείων ο συγγραφέας, ό,τι αυτό σημαίνει σήμερα. Λ.χ., τη στενότερη σχέση λογοτεχνίας και Ιστορίας, όπως δείχνει το Επίμετρο, με τίτλο, «Τα γεγονότα πριν από τον μύθο». Μόνο που οι αόριστες, κάποτε και ατυχείς, διατυπώσεις της ιστορικού, συσκοτίζουν τα γεγονότα. Ιδιαίτερα, η αναφορά στην κατάσταση της υγείας του Πλαστήρα δημιουργεί την εντύπωση ότι μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο, που υπέστη στις 10 Μαρ. 1952, παρέμεινε πολιτικά αδρανής. Καθώς η προ τετραετίας διδακτορική διατριβή της Πασχαλούδη στηρίζεται στην αναδίφηση του Τύπου της δεκαετίας του ’50, θα αναμενόταν να γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια τις κυβερνητικές κινήσεις. Η κυβερνητική σύσκεψη στις 29 Μαρ., μετά την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων να δώσει χάρη μόνο στους τέσσερις από τους οκτώ κατάδικους, έγινε στην οικία του Πλαστήρα. Την εισήγηση για χορήγηση χάρης και στους άλλους τέσσερις του υπουργού Δικαιοσύνης Δημητρίου Παπασπύρου “προς τον Βασιλέα”, που αποφασίστηκε, συνόδευε και έγγραφη έκκληση του ίδιου του πρωθυπουργού.
Μένουμε με την εντύπωση πως οι ιστορικοί, που καταπιάστηκαν με την αναθεώρηση της ιστορίας εκείνης της περιόδου, σχηματοποιούν ή και υποτιμούν τη συμβολή του άλλοτε ποτέ αποκαλούμενου “Μαύρου Καβαλάρη”. Το 1953, τρεις μήνες μετά τον Στάλιν, πέθανε και ο Πλαστήρας, στις 26 Ιουλ., πέντε χρόνια μικρότερός του, αυτός στα 70. Την εφετινή διπλή επέτειο Πλαστήρα ούτε οι ιστορικοί ούτε καν οι Σύλλογοι της ιδιαίτερης πατρίδας του την μνημόνευσαν. Ωστόσο, αναφέρεται όλο και συχνότερα ως πολιτικός που δεν πλούτισε κατά την σταδιοδρομία του. Αυτονόητη μεν στάση, αλλά, η οποία, στη σημερινή συγκυρία, έχει αναχθεί σε ύψιστη αρετή. Και πάλι, μόνο στον Τύπο και από τους μεσήλικες επιφυλλιδογράφους, γιατί οι νεότεροι τον θεωρούν μάλλον αγαθό με την τρέχουσα κακόσημη σημασία. Οι καιροί παγκοσμιοποιημένου ατομικισμού θέλουν να βλέπουμε τον Πλαστήρα σαν τον πρωθυπουργό in poverty και τον Μπελογιάννη σαν “τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο in love”.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/10/2013.