του Δαρείου» Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Οκτώβριος 2008
Η παπανδρεϊκή περίοδος, συνολικά μια δεκαετία και κάτι μήνες, χωρισμένη σε δυο περιόδους, την θριαμβευτική πρώτη, την αποκαλούμενη και οκταετία της Αλλαγής, και την ολιγόχρονη δεύτερη, της επανόδου στην εξουσία, μαζί με την ενδιάμεση τετραετία, όπου και η δεκάμηνη ακροαματική διαδικασία, προσφέρεται για μυθιστορηματική εκμετάλλευση, καθώς θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ποικίλα λογοτεχνικά και παραλογοτεχνικά είδη, από το πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα μέχρι την ερωτική μυθιστορία ή και το δικαστικό θρίλερ. Κατ’ επέκταση, δεδομένης και της θεατρικότητας, που χαρακτήριζε τους πολιτικούς εκείνων των χρόνων, με πρώτο και σε απόσταση καλλίτερο τον Ανδρέα Παπανδρέου, ενδείκνυται και για φάρσα, που θα ανέπτυσσε περαιτέρω τα ουκ ολίγα επιθεωρησιακά νούμερα, που είχε εμπνεύσει κατά τη διάρκειά της. Προπαντός, είναι μια περίοδος κατάλληλη, όπως, άλλωστε, και ορισμένες άλλες του πρόσφατου πολιτικού βίου μας, για την καλλιέργεια της σάτιρας, είδους που δυστυχώς, δεν ανθεί στα καθ’ ημάς, παρά μόνο σε χονδροειδείς εκφάνσεις, παρόλο που θα μπορούσε να συνιστά το εθνικό λογοτεχνικό μας προϊόν.
Από μια, όμως, διαφορετική οπτική, η, εν λόγω, παπανδρεϊκή περίοδος αντενδείκνυται για διακωμώδηση, μια και οι πρωταγωνιστές της, πλην των τεσσάρων αποθανόντων και μερικών απόμαχων, εξακολουθούν να βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο και μάλιστα, ετοιμάζονται για νέο γύρο πρωταγωνιστικών ρόλων. Ύστερα, όπως και κατά τη δημοσίευση αλληλογραφιών και λοιπών προσωπικών ντοκουμέντων ενός αποθανόντος, αποτρεπτική διαγράφεται και η ύπαρξη συγγενών και δη, πρώτου βαθμού, που τυγχάνουν και κραταιοί. Με άλλα λόγια, ο επίδοξος σατιριστής θα πρέπει να έχει περίσσευμα τόλμης, γιατί, όπως λέει και ο λαός, δεν γίνεται ομελέτα, αν δεν σπάσεις αυγά. Οπότε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, παρόλο που διαθέτει την απαιτούμενη αιχμηρή γραφίδα, απεκδύεται το ρόλο του νέου Ροΐδη, διστάζοντας να στήσει ένα γνήσιο σατιρικό μυθιστόρημα, από αυτά που προσφέρουν απόλαυση σε αριστοκράτες και πληβείους της ανάγνωσης. Αντ’ αυτού, προκρίνει την πολιτική παρωδία, εστιάζοντας στην ιδεολογία και το ύφος της παπανδρεϊκής εποχής και συνακόλουθα, της, εισέτι εν ενεργεία, πολιτικής σχολής που δημιούργησε. Επιπροσθέτως, απέχει μιας καθαρόαιμης μυθοπλασίας, συνθέτοντας την παρωδία όχι ενός μυθιστορήματος αλλά ενός πολιτικής υφής συγγράμματος. Όπου, υποτιθέμενος συγγραφέας του είναι ένας υψηλόβαθμος του κόμματος, που, κατ’ εξαίρεση, δεν καζάντισε αλλά έμεινε δια βίου αφοσιωμένος στον Αρχηγό. Ένας αγνός ιδεολόγος, μεταξύ των πολλών, που το ΠΑΣΟΚ, όπως λέγεται, προσπορίστηκε από τη λεβεντομάννα Αριστερά. Ταυτόχρονα, όμως, και για τις ανάγκες της παρωδίας, αφελής και απονήρευτος αφηγητής.
Εκ πρώτης όψεως, δεδομένου αυτού του θεματικού πλαισίου, εκπλήσσει ένα εξώφυλλο, με πίνακα της Σούζαν Χέρμπερτ, μοναδικής μελετήτριας και ζωγράφου με ειδίκευση στις γάτες, στον οποίο εικονίζονται ένας ιππότης γάτος και τρεις πριγκιπικές γατούλες. Ήδη, όμως, στην πρώτη σελίδα, εξηγείται η επιλογή, η οποία και διασαφηνίζεται περαιτέρω στο πέμπτο κεφάλαιο. Σεβόμενος ο συγγραφέας την μακρά ευρωπαϊκή παράδοση, που θέλει το μυθιστόρημα να ξεκινά με την εύρεση παλαιού χειρογράφου, επινοεί ένα φυλλάδιο αιγυπτιώτη ιστορικού, στο οποίο αποκαλύπτεται πως στην Πελοπόννησο, κατά την πρωτοελλαδική περίοδο, υπήρχε αυτόχθων φυλή με τοτέμ τον Άνδρα-Γάτο, άκρως ερωτικό όπως η αντίστοιχη γατόμορφη αιγυπτιακή θεότητα. Ευφυέστατη ιδέα, καθώς διακωμωδεί την προσήλωση των Ελλήνων στις αρχαίες ρίζες τους, ανυψώνοντας, ταυτόχρονα, τον γενέθλιο τόπο των Παπανδρέου και πλείστων άλλων επιφανών σε πρώτη πολιτιστική κοιτίδα. Μόνο που εμάς περισσότερο μας προβλημάτισαν οι ρίζες αυτής καθεαυτής της έμπνευσης. Στις επόμενες, όμως, σελίδες, που ο Αρχηγός δωρίζει γραβάτες στους συντρόφους του προς συμπλήρωση του βεστιαρίου τους, δεδομένου ότι οι περισσότεροι ήταν λαϊκά παιδιά, λύθηκε η απορία μας, καθώς μας ήρθε στο νου το δημοφιλές άσμα της εποχής, “είναι γάτα είναι γάτα / ο ψηλός με τη γραβάτα.” Όπως και να έχει, ο Αρχηγός ανακαλύπτει στο παλαιό φυλλάδιο μια φιλοσοφική θεώρηση που τον εκφράζει, τον προϊστορικό “γατανισμό”, και την υιοθετεί αυθωρεί και παραχρήμα, καθιστώντας ταυτόχρονα θεόπεμπτο το κίνημά του. Από την πλευρά του, δόλιος ο συγγραφέας, αφενός μεν επιτυγχάνει μια άκρως επιθυμητή συνήχηση με τον σατανισμό, αφετέρου αποφεύγει να σπιλώσει τον πάντοτε ιερό σοσιαλισμό και τα παράγωγά του, δια της αναφοράς τους σε παρωδία. Πάντως, ο ίδιος ισχυρίστηκε σε συνέντευξή του, πως ξεκίνησε να γράφει μια ιστορία με γάτες, ως πολιτική αλληγορία αλά Τζώρτζ Όργουελ, στην πορεία όμως άλλαξε γνώμη ή και μπορεί να μη του βγήκε.
Όπως και να έχει, στο απυρόβλητο μένει, εκτός του σοσιαλισμού, και η οικογένεια Παπανδρέου, αφού αφαιρείται από το βίο και την πολιτεία του Αρχηγού οτιδήποτε, εκείνα τα χρόνια, σκανδάλισε το πανελλήνιο και κατ΄ επέκταση, θα προσφερόταν για διακωμώδηση. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ανύπαντρος και άκληρος, με πολλές, κατά καιρούς, ερωμένες, όπως άλλωστε ο κάθε γοητευτικός και επιφανής άνδρας, αλλά με μία και μοναδική αγαπημένη. Αυτή η εκλεκτή της καρδιάς του, πλασμένη κατ’ εικόνα και ομοίωση της τρίτης συζύγου που ευτύχησε να αποκτήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεδομένης της παραλλαγμένης μυθιστορηματικά οικογενειακής κατάστασης του Αρχηγού, καταλήγει αποκαθαρμένη του ψόγου, πως ξεμυάλισε παντρεμένο και δη, οικογενειάρχη, προβάλλοντας ως η ιδανική σύντροφος στον Αγώνα αλλά και στην κλίνη. Μάλιστα, το μυθιστόρημα ανοίγει με το πάρτυ των γενεθλίων της, όπου ο συγγραφέας ενδίδει στον πειρασμό και διασώζει ένα μοναδικό πραγματικό ενσταντανέ: Η ηρωίδα ταΐζει τον Αρχηγό, με ασημένιο κουταλάκι, το πρώτο κομμάτι από την τούρτα. Των γενεθλίων στο μυθιστόρημα, τη γαμήλια, τον Ιούλιο του 1989. Ασήμαντη η διαφορά, αφού μεταγγίζεται το μεγαλείο και η συγκίνηση μιας στιγμής, που χαράχτηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ακόμη και το όνομα της ηρωίδας εξυψώνει ο συγγραφέας, καθώς φαίνεται πως ακροβάτησε συνειρμικά από το Δήμητρα στον Δημήτρη Ροδόπουλο, λόγω και του επετειακού έτους Καραγάτση, για να καταλήξει στο Μίτια.
Κατά τα άλλα, όλοι οι ήρωες αναφέρονται με τα συνωμοτικά παρωνύμια, που είχαν τον καιρό της παρανομίας, μια και το κίνημα, τόσο το φανταστικό όσο άλλωστε και το πραγματικό, εκκολάφθηκε στα χρόνια της επταετούς Δικτατορίας. Έτσι προέκυψε και το Δαρείος για τον Αρχηγό. Αναμφιβόλως, εύστοχο, αφού και οι δυο, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Δαρείος ο Μέγας, και για την ανασυγκρότηση της χώρας μόχθησαν και Αυλή ευνοουμένων δημιούργησαν πέριξ αυτών, πέραν του γεγονότος, πως και οι δυο ευτύχησαν να αποκτήσουν γιους και μεταξύ αυτών, τον προνομιούχο διάδοχο. Ανεξάρτητα αν, όπως ήδη αναφέραμε, το συγκεκριμένο κοινό σημείο απαλείφεται στην μυθιστορηματική εκδοχή. Ενώ, για να τονιστεί η ομοιότητα του ήρωα με τον Δαρείο, ένα όνειρο προαναγγέλλει και τη δική του άνοδο στην εξουσία. Ωστόσο, τελικά, πιστεύουμε πως το παρωνύμιο αποβαίνει ατυχές. Και θα συμφωνήσει μαζί μας ο συγγραφέας, αφού, στο εισαγωγικό σημείωμά του, τονίζει πως ένα μυθιστόρημα πρέπει να είναι συνεπές προς την πραγματικότητα που το ίδιο δημιουργεί. Όμως ο ήρωας, αγωνίζεται για ό,τι αποκαλεί “ελληνοποίηση” του Έθνους ή, κατά μια διαφορετική διατύπωση, “την επιστροφή των Ελλήνων στην Ελλάδα”, εισηγούμενος, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αναγραφή, δίπλα στο όνομα κάθε χωριού και πόλης της λέξης Ελλάς. Πώς, λοιπόν, θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος ελληνόφρων ηγέτης –Ελληναράς κατά την τρέχουσα λαλουμένη– να επιλέξει ως παρωνύμιο το Δαρείος; Αδόκιμο δείχνει ακόμη και στο πλαίσιο της παρωδίας, όπου θα ταίριαζε πολύ περισσότερο κάτι σαν το Μέγας Αλέξανδρος ή, ακόμη καλλίτερα, το Κολοκοτρώνης, που διασώζει και την πελοποννήσια εντοπιότητα του Αρχηγού.
Όπως και να ονομάζεται ο ήρωας, Δαρείος ή Κολοκοτρώνης, το “χρονικό” του απαρτίζεται από είκοσι επτά σχετικά σύντομα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης ανιστόρησης, στα οποία προστίθενται ακόμη τρία, παρέμβλητα ως ιντερμέδια, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, που παρακολουθούν τη δική του οπτική γωνία. Αυτά δημιουργούν την εντύπωση παρωδίας εσωτερικού μονόλογου, με στόχο, να σκιαγραφηθεί η οίηση αλλά και η μοναξιά που βιώνει ένας ηγέτης, τα μάλα τριφυλός και ολίγον φιλόμουσος. Όσο για το κυρίως σώμα του μυθιστορήματος, παρόλο που επιγράφεται χρονικό, ούτε τη χρονολογική σειρά των συμβάντων κρατεί ούτε στις αιτιώδεις σχέσεις τους δίνει την παραμικρή προσοχή, καθώς ο γράφων φαίνεται να κατέχεται από έναν λατρευτικό οίστρο. Γι’ αυτό και διηγείται με συνεχή πισωγυρίσματα την άνοδο του Δαρείου στην Εξουσία, φθάνοντας μέχρι το θάνατό του σε πολύ βαθιά γεράματα, ενώ μόλις που μνημονεύει την πτώση του κινήματος, πιθανώς και μη θέλοντας να μαυρίσει τις ψυχές των χιλιάδων οπαδών του.
Ο Γιατρομανωλάκης, με τη γνωστή παιγνιώδη διάθεση, πλάθει κάτι σαν ηρωικό παραμύθι, με κακές μάγισσες, το Παλάτι και τη Χούντα, και δράκους, την Δεξιά και την Αριστερά, όπου τα σλόγκαν του ΠΑΣΟΚ και η φρασεολογία του φαίνεται σαν να πυροδοτούν τα κωμικά κατορθώματα του Αρχηγού και των συντρόφων του. Όσο για το κριτικό ταμπεραμέντο του συγγραφέα, αυτό φαίνεται να βρίσκει διέξοδο στα ακρωνύμια, τα οποία πληθαίνουν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, γι’ αυτό και στο τέλος του βιβλίου αναγκάζεται να παραθέσει σχετικό κατάλογο, μην και χάσει ο αναγνώστης τον μπούσουλα. Ένα παιχνίδι, που, πιθανώς, και να μην βρει απήχηση στις ημέρες μας, που η μνήμη έχει επικίνδυνα βραχυνθεί. Για παράδειγμα, το κίνημα από το οποίο προήλθε το κόμμα του “γατανισμού”, δεν αποκαλείται ΠΑΚ ή έστω, κάτι παραπλήσιο, αλλά ΠΑΑΜ, μάλλον ως επίταση του άλλοτε ποτέ ΠΑΜ. Επίσης, εκείνο το παλαιό προσδιοριστικό επίθετο, πανελλήνιος, που συνηθιζόταν και προσώρας συνεχίζει να χρησιμοποιείται στα πάσης φύσεως αρκτικόλεξα, στο μυθιστόρημα έχει αντικατασταθεί από το πανεθνικός. Το δίχως άλλο, ηθελημένος αναχρονισμός, αφού, ως γνωστόν, πολύ αργότερα προέκυψε η πρεμούρα των εθνικισμών. Με άλλα λόγια, ο Γιατρομανωλάκης, ένας διανοούμενος συγγραφέας, φιλοτεχνεί μια παρωδία για περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Παραδόξως, και παρά την υπερβολή, που επιβάλλει η παρωδία, ο Αρχηγός μένει μακράν της καρικατούρας. Ένας υπέροχος εραστής και Μεσσίας, όπως και το πρότυπό του για μεγάλη μερίδα γηγενών. Αντιθέτως, τα βέλη της συγγραφικής χλεύης στρέφονται εναντίον του ελληνικού λαού, γιατί ποθεί χαρισματικούς ηγέτες. Λες και αυτός ο έρμος δεν δικαιούται μιας ελάχιστης ανταμοιβής για την, έτσι και αλλιώς, δεδομένη εξαπάτησή του.
Από μια, όμως, διαφορετική οπτική, η, εν λόγω, παπανδρεϊκή περίοδος αντενδείκνυται για διακωμώδηση, μια και οι πρωταγωνιστές της, πλην των τεσσάρων αποθανόντων και μερικών απόμαχων, εξακολουθούν να βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο και μάλιστα, ετοιμάζονται για νέο γύρο πρωταγωνιστικών ρόλων. Ύστερα, όπως και κατά τη δημοσίευση αλληλογραφιών και λοιπών προσωπικών ντοκουμέντων ενός αποθανόντος, αποτρεπτική διαγράφεται και η ύπαρξη συγγενών και δη, πρώτου βαθμού, που τυγχάνουν και κραταιοί. Με άλλα λόγια, ο επίδοξος σατιριστής θα πρέπει να έχει περίσσευμα τόλμης, γιατί, όπως λέει και ο λαός, δεν γίνεται ομελέτα, αν δεν σπάσεις αυγά. Οπότε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, παρόλο που διαθέτει την απαιτούμενη αιχμηρή γραφίδα, απεκδύεται το ρόλο του νέου Ροΐδη, διστάζοντας να στήσει ένα γνήσιο σατιρικό μυθιστόρημα, από αυτά που προσφέρουν απόλαυση σε αριστοκράτες και πληβείους της ανάγνωσης. Αντ’ αυτού, προκρίνει την πολιτική παρωδία, εστιάζοντας στην ιδεολογία και το ύφος της παπανδρεϊκής εποχής και συνακόλουθα, της, εισέτι εν ενεργεία, πολιτικής σχολής που δημιούργησε. Επιπροσθέτως, απέχει μιας καθαρόαιμης μυθοπλασίας, συνθέτοντας την παρωδία όχι ενός μυθιστορήματος αλλά ενός πολιτικής υφής συγγράμματος. Όπου, υποτιθέμενος συγγραφέας του είναι ένας υψηλόβαθμος του κόμματος, που, κατ’ εξαίρεση, δεν καζάντισε αλλά έμεινε δια βίου αφοσιωμένος στον Αρχηγό. Ένας αγνός ιδεολόγος, μεταξύ των πολλών, που το ΠΑΣΟΚ, όπως λέγεται, προσπορίστηκε από τη λεβεντομάννα Αριστερά. Ταυτόχρονα, όμως, και για τις ανάγκες της παρωδίας, αφελής και απονήρευτος αφηγητής.
Εκ πρώτης όψεως, δεδομένου αυτού του θεματικού πλαισίου, εκπλήσσει ένα εξώφυλλο, με πίνακα της Σούζαν Χέρμπερτ, μοναδικής μελετήτριας και ζωγράφου με ειδίκευση στις γάτες, στον οποίο εικονίζονται ένας ιππότης γάτος και τρεις πριγκιπικές γατούλες. Ήδη, όμως, στην πρώτη σελίδα, εξηγείται η επιλογή, η οποία και διασαφηνίζεται περαιτέρω στο πέμπτο κεφάλαιο. Σεβόμενος ο συγγραφέας την μακρά ευρωπαϊκή παράδοση, που θέλει το μυθιστόρημα να ξεκινά με την εύρεση παλαιού χειρογράφου, επινοεί ένα φυλλάδιο αιγυπτιώτη ιστορικού, στο οποίο αποκαλύπτεται πως στην Πελοπόννησο, κατά την πρωτοελλαδική περίοδο, υπήρχε αυτόχθων φυλή με τοτέμ τον Άνδρα-Γάτο, άκρως ερωτικό όπως η αντίστοιχη γατόμορφη αιγυπτιακή θεότητα. Ευφυέστατη ιδέα, καθώς διακωμωδεί την προσήλωση των Ελλήνων στις αρχαίες ρίζες τους, ανυψώνοντας, ταυτόχρονα, τον γενέθλιο τόπο των Παπανδρέου και πλείστων άλλων επιφανών σε πρώτη πολιτιστική κοιτίδα. Μόνο που εμάς περισσότερο μας προβλημάτισαν οι ρίζες αυτής καθεαυτής της έμπνευσης. Στις επόμενες, όμως, σελίδες, που ο Αρχηγός δωρίζει γραβάτες στους συντρόφους του προς συμπλήρωση του βεστιαρίου τους, δεδομένου ότι οι περισσότεροι ήταν λαϊκά παιδιά, λύθηκε η απορία μας, καθώς μας ήρθε στο νου το δημοφιλές άσμα της εποχής, “είναι γάτα είναι γάτα / ο ψηλός με τη γραβάτα.” Όπως και να έχει, ο Αρχηγός ανακαλύπτει στο παλαιό φυλλάδιο μια φιλοσοφική θεώρηση που τον εκφράζει, τον προϊστορικό “γατανισμό”, και την υιοθετεί αυθωρεί και παραχρήμα, καθιστώντας ταυτόχρονα θεόπεμπτο το κίνημά του. Από την πλευρά του, δόλιος ο συγγραφέας, αφενός μεν επιτυγχάνει μια άκρως επιθυμητή συνήχηση με τον σατανισμό, αφετέρου αποφεύγει να σπιλώσει τον πάντοτε ιερό σοσιαλισμό και τα παράγωγά του, δια της αναφοράς τους σε παρωδία. Πάντως, ο ίδιος ισχυρίστηκε σε συνέντευξή του, πως ξεκίνησε να γράφει μια ιστορία με γάτες, ως πολιτική αλληγορία αλά Τζώρτζ Όργουελ, στην πορεία όμως άλλαξε γνώμη ή και μπορεί να μη του βγήκε.
Όπως και να έχει, στο απυρόβλητο μένει, εκτός του σοσιαλισμού, και η οικογένεια Παπανδρέου, αφού αφαιρείται από το βίο και την πολιτεία του Αρχηγού οτιδήποτε, εκείνα τα χρόνια, σκανδάλισε το πανελλήνιο και κατ΄ επέκταση, θα προσφερόταν για διακωμώδηση. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ανύπαντρος και άκληρος, με πολλές, κατά καιρούς, ερωμένες, όπως άλλωστε ο κάθε γοητευτικός και επιφανής άνδρας, αλλά με μία και μοναδική αγαπημένη. Αυτή η εκλεκτή της καρδιάς του, πλασμένη κατ’ εικόνα και ομοίωση της τρίτης συζύγου που ευτύχησε να αποκτήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεδομένης της παραλλαγμένης μυθιστορηματικά οικογενειακής κατάστασης του Αρχηγού, καταλήγει αποκαθαρμένη του ψόγου, πως ξεμυάλισε παντρεμένο και δη, οικογενειάρχη, προβάλλοντας ως η ιδανική σύντροφος στον Αγώνα αλλά και στην κλίνη. Μάλιστα, το μυθιστόρημα ανοίγει με το πάρτυ των γενεθλίων της, όπου ο συγγραφέας ενδίδει στον πειρασμό και διασώζει ένα μοναδικό πραγματικό ενσταντανέ: Η ηρωίδα ταΐζει τον Αρχηγό, με ασημένιο κουταλάκι, το πρώτο κομμάτι από την τούρτα. Των γενεθλίων στο μυθιστόρημα, τη γαμήλια, τον Ιούλιο του 1989. Ασήμαντη η διαφορά, αφού μεταγγίζεται το μεγαλείο και η συγκίνηση μιας στιγμής, που χαράχτηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ακόμη και το όνομα της ηρωίδας εξυψώνει ο συγγραφέας, καθώς φαίνεται πως ακροβάτησε συνειρμικά από το Δήμητρα στον Δημήτρη Ροδόπουλο, λόγω και του επετειακού έτους Καραγάτση, για να καταλήξει στο Μίτια.
Κατά τα άλλα, όλοι οι ήρωες αναφέρονται με τα συνωμοτικά παρωνύμια, που είχαν τον καιρό της παρανομίας, μια και το κίνημα, τόσο το φανταστικό όσο άλλωστε και το πραγματικό, εκκολάφθηκε στα χρόνια της επταετούς Δικτατορίας. Έτσι προέκυψε και το Δαρείος για τον Αρχηγό. Αναμφιβόλως, εύστοχο, αφού και οι δυο, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Δαρείος ο Μέγας, και για την ανασυγκρότηση της χώρας μόχθησαν και Αυλή ευνοουμένων δημιούργησαν πέριξ αυτών, πέραν του γεγονότος, πως και οι δυο ευτύχησαν να αποκτήσουν γιους και μεταξύ αυτών, τον προνομιούχο διάδοχο. Ανεξάρτητα αν, όπως ήδη αναφέραμε, το συγκεκριμένο κοινό σημείο απαλείφεται στην μυθιστορηματική εκδοχή. Ενώ, για να τονιστεί η ομοιότητα του ήρωα με τον Δαρείο, ένα όνειρο προαναγγέλλει και τη δική του άνοδο στην εξουσία. Ωστόσο, τελικά, πιστεύουμε πως το παρωνύμιο αποβαίνει ατυχές. Και θα συμφωνήσει μαζί μας ο συγγραφέας, αφού, στο εισαγωγικό σημείωμά του, τονίζει πως ένα μυθιστόρημα πρέπει να είναι συνεπές προς την πραγματικότητα που το ίδιο δημιουργεί. Όμως ο ήρωας, αγωνίζεται για ό,τι αποκαλεί “ελληνοποίηση” του Έθνους ή, κατά μια διαφορετική διατύπωση, “την επιστροφή των Ελλήνων στην Ελλάδα”, εισηγούμενος, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αναγραφή, δίπλα στο όνομα κάθε χωριού και πόλης της λέξης Ελλάς. Πώς, λοιπόν, θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος ελληνόφρων ηγέτης –Ελληναράς κατά την τρέχουσα λαλουμένη– να επιλέξει ως παρωνύμιο το Δαρείος; Αδόκιμο δείχνει ακόμη και στο πλαίσιο της παρωδίας, όπου θα ταίριαζε πολύ περισσότερο κάτι σαν το Μέγας Αλέξανδρος ή, ακόμη καλλίτερα, το Κολοκοτρώνης, που διασώζει και την πελοποννήσια εντοπιότητα του Αρχηγού.
Όπως και να ονομάζεται ο ήρωας, Δαρείος ή Κολοκοτρώνης, το “χρονικό” του απαρτίζεται από είκοσι επτά σχετικά σύντομα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης ανιστόρησης, στα οποία προστίθενται ακόμη τρία, παρέμβλητα ως ιντερμέδια, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, που παρακολουθούν τη δική του οπτική γωνία. Αυτά δημιουργούν την εντύπωση παρωδίας εσωτερικού μονόλογου, με στόχο, να σκιαγραφηθεί η οίηση αλλά και η μοναξιά που βιώνει ένας ηγέτης, τα μάλα τριφυλός και ολίγον φιλόμουσος. Όσο για το κυρίως σώμα του μυθιστορήματος, παρόλο που επιγράφεται χρονικό, ούτε τη χρονολογική σειρά των συμβάντων κρατεί ούτε στις αιτιώδεις σχέσεις τους δίνει την παραμικρή προσοχή, καθώς ο γράφων φαίνεται να κατέχεται από έναν λατρευτικό οίστρο. Γι’ αυτό και διηγείται με συνεχή πισωγυρίσματα την άνοδο του Δαρείου στην Εξουσία, φθάνοντας μέχρι το θάνατό του σε πολύ βαθιά γεράματα, ενώ μόλις που μνημονεύει την πτώση του κινήματος, πιθανώς και μη θέλοντας να μαυρίσει τις ψυχές των χιλιάδων οπαδών του.
Ο Γιατρομανωλάκης, με τη γνωστή παιγνιώδη διάθεση, πλάθει κάτι σαν ηρωικό παραμύθι, με κακές μάγισσες, το Παλάτι και τη Χούντα, και δράκους, την Δεξιά και την Αριστερά, όπου τα σλόγκαν του ΠΑΣΟΚ και η φρασεολογία του φαίνεται σαν να πυροδοτούν τα κωμικά κατορθώματα του Αρχηγού και των συντρόφων του. Όσο για το κριτικό ταμπεραμέντο του συγγραφέα, αυτό φαίνεται να βρίσκει διέξοδο στα ακρωνύμια, τα οποία πληθαίνουν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, γι’ αυτό και στο τέλος του βιβλίου αναγκάζεται να παραθέσει σχετικό κατάλογο, μην και χάσει ο αναγνώστης τον μπούσουλα. Ένα παιχνίδι, που, πιθανώς, και να μην βρει απήχηση στις ημέρες μας, που η μνήμη έχει επικίνδυνα βραχυνθεί. Για παράδειγμα, το κίνημα από το οποίο προήλθε το κόμμα του “γατανισμού”, δεν αποκαλείται ΠΑΚ ή έστω, κάτι παραπλήσιο, αλλά ΠΑΑΜ, μάλλον ως επίταση του άλλοτε ποτέ ΠΑΜ. Επίσης, εκείνο το παλαιό προσδιοριστικό επίθετο, πανελλήνιος, που συνηθιζόταν και προσώρας συνεχίζει να χρησιμοποιείται στα πάσης φύσεως αρκτικόλεξα, στο μυθιστόρημα έχει αντικατασταθεί από το πανεθνικός. Το δίχως άλλο, ηθελημένος αναχρονισμός, αφού, ως γνωστόν, πολύ αργότερα προέκυψε η πρεμούρα των εθνικισμών. Με άλλα λόγια, ο Γιατρομανωλάκης, ένας διανοούμενος συγγραφέας, φιλοτεχνεί μια παρωδία για περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Παραδόξως, και παρά την υπερβολή, που επιβάλλει η παρωδία, ο Αρχηγός μένει μακράν της καρικατούρας. Ένας υπέροχος εραστής και Μεσσίας, όπως και το πρότυπό του για μεγάλη μερίδα γηγενών. Αντιθέτως, τα βέλη της συγγραφικής χλεύης στρέφονται εναντίον του ελληνικού λαού, γιατί ποθεί χαρισματικούς ηγέτες. Λες και αυτός ο έρμος δεν δικαιούται μιας ελάχιστης ανταμοιβής για την, έτσι και αλλιώς, δεδομένη εξαπάτησή του.
Μ. Θεοδοσοπούλου