Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«Περιπολών περί πολλών τυρβάζω»
Εκδόσεις Πατάκη
Οκτώβριος 2011
Η πρόσφατη γενικευμένη κρίση της χώρας έφερε τη γενιά της μεταπολίτευσης στο προσκήνιο, όχι μόνο το πολιτικοκοινωνικό αλλά και το λογοτεχνικό. Νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Μάκης Καραγιάννης και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, της έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα τελευταία μυθιστορήματά τους, «Το όνειρο του Οδυσσέα» και «Τα παιδιά του Κάϊν» αντιστοίχως. Εκείνο που θέλησαν να δείξουν, όπως φαίνεται μέσα από την πλοκή, τις εξηγήσεις των αφηγητών, αλλά και τις μακριές συζητήσεις των προσώπων, είναι ότι για όλα φταίνε οι Κάϊν αυτής της γενιάς. Για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Παναγιωτόπουλου, που επικαλείται το βιβλικό παράδειγμα, οι Κάϊν, γιατί υπερίσχυσαν των Άβελ. Ως μυθιστορηματικούς Κάϊν, ο μεν πρώτος διαλέγει όσους έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάποιο σκάνδαλο, ο δε δεύτερος το θίασο των βολεμένων κομπάρσων. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ πλάθουν πειστικούς Κάϊν, φαίνεται να δυσκολεύονται με τους Άβελ. Σαν να μην έχουν καθαρή εικόνα, ποιοι είναι εκείνοι, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον αντίποδα.
Την απάντηση την δίνει εμμέσως, με το βιβλίο του, ένας λίγο μεγαλύτερος, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Ουσιαστικά, αυτός έχει αρχίσει να πλάθει τους Άβελ από πολύ νωρίτερα, στα διηγήματα που δημοσιεύει εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία, πριν ακόμη γυρίσει η χιλιετία και κακοφορμίσει η εθνική πληγή. Κατά μία άποψη, ο Σκαμπαρδώνης, ευθύς εξ αρχής, τους ίδιους χαρακτήρες προβάλλει ως το άλας, αν όχι της γης, σίγουρα, πάντως, της ράτσας των Ελλήνων, για να χρησιμοποιήσουμε μια πεπαλαιωμένη αλλά προσφιλή κάποτε έκφραση. Ο χαρακτηρισμός, ωστόσο, του Άβελ δεν ταιριάζει στους χαρακτήρες που σμιλεύει, καθώς, πόρρω απέχουν από “στρογγυλεμένα” πρότυπα αθωότητας και καλοσύνης. Δεν είναι οι χαρισματικοί και άριστοι, ούτε, όμως, ανήκουν, σώνει και καλά, στο κοινωνικό περιθώριο, όπως τους φαντασιώνονται ο Παναγιωτόπουλος και οι συνομήλικοί του συγγραφείς. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που συχνά τους αποκαλούν τρελάρες ή και λοξούς. Αλλά και στις περιπτώσεις που, λόγω κοινωνικής θέσης, απολαμβάνουν σεβασμού, τη ρετσινιά του ιδιόρρυθμου δεν την γλιτώνουν. Κι αυτό, συνήθως, λόγω της έμμονης προσήλωσής τους σε κάποιο έργο, κατά κανόνα “ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος”. Είτε πρόκειται για ερασιτεχνική ενασχόληση είτε για καθαρά επαγγελματική δραστηριότητα, επιδίδονται σε αυτό με τόση αφοσίωση, ώστε να υπερβαίνει τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης δουλειάς και η αναζήτηση της τελειότητας να καταλήγει αυτοσκοπός.
Σήμερα, ο Σκαμπαρδώνης, είκοσι οκτώ έτη μετά τη δημοσίευση του πρώτου του διηγήματος, θεωρείται πλέον ένας σημαντικός πεζογράφος, διηγηματογράφος τε και μυθιστοριογράφος. Ωστόσο, η ιδιομορφία του μυθοπλαστικού του κόσμου φαίνεται σαν να λανθάνει. Πιθανώς, γιατί τον υποβάλλει εντέχνως και πλαγίως, μέσα από βιβλία με τίτλους, που δείχνουν γριφώδεις. Ουσιαστικά, πρόκειται για προσφυώς παραλλαγμένα γνωστά οξύμωρα σχήματα, τα οποία κυριολεκτούν μεν, αλλά γίνονται αντιληπτά μάλλον σαν λεκτικά πυροτεχνήματα. Συμβάλλει, πάντως, καθοριστικά ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που, κατά κανόνα, επιστρατεύει. Αυτός δεν εξηγεί το σκεπτικό και τις προθέσεις των ηρώων, όπως κάνουν, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, οι αφηγητές των μπεστ-σέλερ, αλλά και των ιστοριών πολλών νεότερων συγγραφέων. Αντί αυτών, εκείνος προχωράει απ’ ευθείας στο στήσιμο του σκηνικού, επιμένοντας στο χρόνο και τον τόπο. Στη συνεχεία, με την ίδια σαφήνεια και το χυμώδες λεκτικό της καθομιλουμένης, περιγράφει το σουλούπι πρωταγωνιστών και κομπάρσων. Οι περιγραφές απολαμβάνουν της παραστατικότητας θεατρικού έργου.
Για παράδειγμα, δυο από τα πρόσφατα διηγήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν θεατρικά μονόπρακτα. Το πρώτο, «Δυο κιλά ζαβογαρίδες», εκτυλίσσεται σε ημιυπόγειο ταβερνείο από τα παλιά της Θεσσαλονίκης, ενώ το δεύτερο, «Κατηφορική θάλασσα», παρά θιν’ αλός. Μόνο που και στα δυο, η φρενήρης δράση του τέλους διαφεύγει των ορίων της θεατρικής σκηνής. Για το φινάλε, θα χρειαζόταν ένα κινηματογραφικό μονοπλάνο. Και στα δυο διηγήματα, πρωταγωνιστεί η τόσο προσφιλής στον συγγραφέα αντροπαρέα, πενταμελής αλλά διαφορετικής, στις δυο περιπτώσεις, κοινωνικής τάξης. Πάντως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ουδόλως απασχολούν τα μέλη της η γενική κρίση και η δική τους οικονομική κατάστση. Μόνο η ευζωία τους, όπως, όμως, εκείνοι την αντιλαμβάνονται, με “ζαβογαρίδες”, “σπάρους Μηχανιώνας” και τσίπουρα.
Αφού ο αφηγητής του Σκαμπαρδώνη ολοκληρώσει αυτά τα προκαταρκτικά, αρχίζει την περιγραφή του έργου, που συνιστά την κύρια ενασχόληση του κεντρικού ήρωα. Ονοματίζει επακριβώς τα πράγματα, σε τέτοιο βαθμό ακριβολογίας, που οι σημερινοί οπαδοί της εν τάχει ανάγνωσης μπορεί μέχρι και να ενοχληθούν, διερωτώμενοι, προς τι τόσο λεκτικό λεπτολόγημα. Σε κάποιους, ωστόσο, στο τέλος της ανάγνωσης, απομένει αίσθηση ικανοποίησης, όπως ύστερα από θεραπευτική αγωγή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρόβλημα είναι μια ιδιάζουσα μορφή λεξιπενίας, που, τα τελευταία χρόνια, εξαπλώνεται με ανησυχητικό ρυθμό ακόμη και στη μυθιστοριογραφία. Κατ’ αυτήν χάνονται τα ονόματα των πραγμάτων και τη θέση τους καταλαμβάνουν τα αφηρημένα ουσιαστικά. Ο στόχος, πάντως, του Σκαμπαρδώνη είναι να προβάλλει ευκρινέστερα η εμμονή του ήρωα. Στις περιπτώσεις που αυτή διαφεύγει των συνηθισμένων προσηλώσεων, παρατίθεται, ως αναγκαία παρέκβαση, το ιστορικό της, το οποίο μπορεί να εκληφθεί και ως το ψαχνό της αφήγησης. Όπως, για παράδειγμα, στο εναρκτήριο «Zippo χρωμίου με χάραγμα», όπου ανιστορείται το πώς προέκυψε ένας περιπτεράς συλλέκτης αναπτήρων και μάλιστα, από την εφηβεία του, που είθισται να είναι η εποχή για τα πλέον ενδιαφέροντα ερωτικά ανάμματα.
Σε άλλα πάλι διηγήματα, που τον ήρωα απασχολεί ένα έργο, λίγο-πολύ συνηθισμένο, η αφήγηση απλώνεται στο σχολαστικό τρόπο της εκτέλεσής του. Όπως στην περίπτωση εκείνου του άψογου οδοκαθαριστή στο διήγημα της προηγούμενης συλλογής «Ο οδοκαθαριστής, 5.30 το πρωί», ή, στο πρόσφατο, «Το φίδι στη φάτνη», του ιερέα, που, όταν ένας μικρός ανέτρεψε την ώρα της μετάληψης το δισκοπότηρο, σύρθηκε στο δάπεδο και έγλειψε “σχολαστικά, επίμονα”, πόντο-πόντο τη μεταλαβιά. Και ακόμη άλλων ηρώων σε διηγήματα της νέας σοδειάς, που αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους ως λειτούργημα, σαν τον Κωνσταντινουπολίτη κυρ Σωφρόνιο, “κάτοχο μοναδικής συνταγής για την παρασκευή λουκουμιών”.
Σε ορισμένα διηγήματα, ο συγγραφέας υιοθετεί την περιορισμένη οπτική γωνία του αφηγητή, δοκιμάζοντας τον αναγνώστη. Σε αντίθεση με τους συγγραφείς που τα δίνουν όλα αναλυτικά, κάποτε περισσότερο και από αναλυτικά, μην και βρει προσκόμματα το πλατύ κοινό, ο Σκαμπαρδώνης φαίνεται σαν να δηλώνει ότι τον ενδιαφέρουν γενικώς οι ασκημένοι αναγνώστες και ειδικότερα, οι εξοικειωμένοι με τον κόσμο των ιστοριών του. Ένα καλό παράδειγμα, είναι η “προπόνηση” του Μανώλη Χιώτη πριν ανεβεί στο πάλκο και αρχίσει εκείνο το “αδιανόητο ταξίμι”. Ο αφηγητής, θα λέγαμε ότι δίνει ρέστα στην περιγραφή του μουσικού αυτοσχεδιασμού, αφήνει, όμως, στα αυτονόητα, τι εννοεί με “την πιο σωστή στάση” του σώματος του οργανοπαίκτη, για την επίτευξη της οποίας εκείνος στέκεται γυμνός “με το λευκό σλιπ και τις λευκές κάλτσες”, “μια ολόκληρη ώρα”, “μπροστά σ’ έναν ολόσωμο καθρέφτη”. Ποιος θυμάται ότι ο Χιώτης έπαιζε μπουζούκι πάντοτε όρθιος; Παρομοίως, στην ιστορία του ιδιοφυούς πιανίστα, που κατέληξε ερημίτης στο Άγιο Όρος, μένει στα αυτονόητα, ότι το τραγούδι του τίτλου του διηγήματος, «We will meet again», ήταν γνωστή επιτυχία του 1940, εποχή πολέμου και αποχαιρετισμών.
Οι εντυπωσιακότεροι, πάντως, τρελάρες της πρόσφατης συλλογής είναι δυο φοιτητές της Αρχιτεκτονικής, που δεν είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις στα μαθήματα, αλλά ούτε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ιδεολογικοπολιτικά. Ούτε καν για τα κορίτσια. Αυτούς τους ενδιέφεραν μόνο οι “κατασκευές”. Χάρις σε αυτό το αποκλειστικό ενδιαφέρον τους, στα όρια της μονομανίας, η κατασκευή στο σαλόνι τρίπατου ερειπιώδους νεοκλασικού ενός ιστιοφόρου, κοντά πέντε μέτρα μήκους, σωστού «Θαλασσίου δαίμονος», το κατέβασμά του από το μπαλκόνι, η καθέλκυσή του και ο πρώτος πλους αποτελούν τα επεισόδια μιας συναρπαστικής περιπέτειας. Τύφλα να ’χει ο «Τυφώνας» του Τζόζεφ Κόνραντ μπροστά “στη μπουκαδούρα που ροβολούσε απ’ το Άγιον Όρος και σάρωνε όλο το πέλαγος”. Εδώ, φαίνεται, για άλλη μια φορά, ότι ο συγγραφέας δεν επιλέγει τυχαία το πρώτο πρόσωπο. Με αυτό κατορθώνει και διοχετεύει στην αφήγηση τον οίστρο, που έχουν οι διηγήσεις όσων παραμυθάδων έρχονται από τη λάλα ράτσα των Ελλήνων. Κι όπως αποφθέγγεται, σε έτερο διήγημα, συνομιλώντας με τις τρεις Μοίρες, που τον επισκέφτηκαν σαν τρεις “εξαίσιες σταχτάρες”: “Το πρόβλημά μας είναι ότι πρέπει να βρούμε έναν νέο, βαθύτερο οίστρο”. Παραίνεση, που θα μπορούσε να απευθύνεται σε νεότερους συγγραφείς ή και σε όλους τους πολίτες της χειμαζόμενης χώρας.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό του μυθοπλαστικού κόσμου του Σκαμπαρδώνη είναι ότι φαντάζει μεγαλύτερος του συνήθους ανθρωποκεντρικού σύμπαντος. Αυτήν την αίσθηση την προκαλεί ο στενός συγχρωτισμός των ηρώων με τεθνεώτες και ζωντανά. Οι ιστορίες για τον παππού Θεόδωρο Κλήμεντο, που στοιχειώνει από νωρίς τη συγγραφική φαντασία, παρουσιάζουν θαυμαστικά τις αντοχές και τα γλέντια των παλαιότερων. Παρομοίως, οι ιστορίες για τα πάσης φύσεως ζωντανά, δοξάζουν τις συχνά παράξενες, με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά, ικανότητές τους. Του αέρος, όπως οι σταχτάρες του πρόσφατου διηγήματος, φτωχοί συγγενείς των χελιδονιών, αλλά με εξαιρετικές επιδόσεις, στο σημείο να κοιμούνται εν πτήσει. Αλλά και της θάλασσας, όπως ο θηριώδης γουλιανός διηγήματος της προηγούμενης συλλογής, που εγκλωβίστηκε στην εκκλησία της Αγια-Βαρβάρας του χωριού Νεράιδα, άλλοτε ποτέ στις όχθες του Αλιάκμονα και εδώ και σαράντα χρόνια στο βυθό της λίμνης Πολυφύτου. Ή, ακόμη, το τρομερό γριβάδι παλαιότερου διηγήματος, το οποίο περνά ζωή χαρισάμενη στη μπανιέρα του διαμερίσματος ενός τρελάρα. Λιγότερα τα όντα της ξηράς, αλλά το κενό αναπληρώνουν οι εκπληκτικής ευφυΐας σκύλοι. Μόνο που στα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη δεν παρουσιάζονται σε ρόλο θύματος της ανθρώπινης βίας, όπως τους θέλουν άλλοι ζωόφιλοι συγγραφείς, αλλά εκφοβιστή.
Η αφήγηση του Σκαμπαρδώνη διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της παραμυθικής διήγησης: ρυθμό, ανατροπές και το βορειοελλαδίτικο λεκτικό. Πέραν, όμως, αυτών, ευθύς εξ αρχής, δημοσίευε και σύντομα διηγήματα της μιας το πολύ σελίδας. Καθώς η τελευταία συλλογή του κυκλοφόρησε φθινόπωρο του 2011, έγραψε και δυο μίνι διηγήματα για τους τιμώμενους κατά το επετειακό έτος. Μπορεί να μην φτάνουν εκείνο το μοναδικό διήγημα της μιας παραγράφου, «Αναφορά υπαστυνόμου Ιωάννη Πετράκη», σε μια από τις καλύτερες συλλογές του, «Πάλι κεντάει ο στρατηγός», αφού ο συγγραφέας δείχνει να μετριάζει την εκφραστική του αυθορμησία, σίγουρα πάντως δεν συγκρίνονται με το διαδικτυακό φρούτο του μπονζάϊ διηγήματος, που εσχάτως ανθεί και στα καθ’ ημάς. Περισσότερο ευτυχεί του Ελύτη, «Η ποίηση βαράει κατακέφαλα», παρά του Παπαδιαμάντη με τον δάνειο παπαδιαμάντειο τίτλο «Νεκρός ταξιδιώτης». Φαίνεται πως ο Σκαμπαρδώνης “συνομιλεί” καλύτερα υπογείως με τον Σκιαθίτη. Αυτήν την εντύπωση δημιουργούν τα υποκοριστικά που πυκνώνουν ή, ακόμη, κάποιες θαλασσινές εκφράσεις σαν εκείνες τις δύστροπες του Παπαδιαμάντη, που οι μεταγενέστεροι απέδωσαν σε τυπογραφικά σφάλματα. “Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν”, γράφει ο Σκιαθίτης. “Έξω ο γαρμπής αφιέρωνε”, ο Σκαμπαρδώνης. Ίσως, όμως, σε αυτήν την περίπτωση να μην πρόκειται για “συνομιλία”, αλλά για κοινά ακούσματα. Απομένει να επιχειρήσουμε τη διακειμενική λεγόμενη προσέγγιση σε ένα από τα διηγήματα, την οποία υποστηρίζουν ορισμένα περικειμενικά στοιχεία, όπως αποκαλούνται. Προσώρας συνοψίζουμε: Ο συγγραφέας “περί πολλών τυρβάζει”, όπως ο ίδιος δηλώνει, την περιοχή, πάντως, της διηγηματογραφίας την περιπολεί ευδοκίμως.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/11/2012.