«Κατακτώντας την ανεξαρτησία
Δέκα δοκίμια για την Επανάσταση του 1821»
Εκδόσεις Πατάκη Μάϊος 2010
Τα τελευταία χρόνια, σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, η έρευνα των πρωτογενών πηγών φαίνεται να έχει υποχωρήσει έναντι των θεωρητικών συλλήψεων. Αλλά και όσοι αποφασίζουν να καταπιαστούν με την πλέον επίμοχθη και συνάμα, λιγότερο προσοδοφόρα από άποψη επιστημονικής αίγλης, μελέτη των πρώτων μαρτυριών, συχνά υποτιμούν έναν βασικό παράγοντα κατά τη συστηματική εξέταση των δεδομένων. Πρόκειται για τον τρόπο διατύπωσης των ερωτημάτων ή και υποθέσεων εργασίας. Για να εκμαιεύσει ο ερευνητής όλα τα στοιχεία, που, λ.χ., ένα έγγραφο παλαιότερης εποχής εμπεριέχει, θα πρέπει να εμβαθύνει ή, σωστότερα, να εντρυφήσει στις συνθήκες υπό τις οποίες εκείνο είχε συνταχθεί. Επιπροσθέτως, να αποκρυπτογραφήσει τη λογική των ανθρώπων που το συνέταξαν, καθώς και τις επικρατούσες στην εποχή τους νοοτροπίες. Αν εκείνος επιμένει να διατυπώνει τα ερωτήματά του μέσα από τις αντιλήψεις των πολύ μεταγενέστερων δικών του χρόνων, το πιθανότερο, εκείνο να παραμένει πεισματικά σιωπηλό. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, να αποκαλύπτει μέρος της αλήθειάς του. Γι' αυτό και συχνά, όταν ένας μελετητής επανακάμπτει, μετά κάποιο χρονικό διάστημα, στο ίδιο αντικείμενο με μια φρέσκια οπτική, ανακαλύπτει εξηγήσεις, που δείχνουν μεν προφανείς αλλά είχαν διαφύγει προηγούμενων αναζητήσεων.
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος ανέκαθεν στηρίζεται πρωτίστως στη μαρτυρία των πηγών. Γεγονός, που έρχεται να υπογραμμίσει το πρόσφατο βιβλίο του, με θέματα γύρω από την Επανάσταση του 1821. Σε αυτό συγκεντρώνει δέκα δοκίμιά του, δημοσιευμένα, όλα πλην ενός, στο διάστημα των τελευταίων 35 χρόνων, τα οποία παραθέτει αναδιατεταγμένα σε χρονολογική σειρά. Να θυμίσουμε ότι, προ τριετίας, είχαμε παρουσιάσει ένα άλλο βιβλίο του, και πάλι για την Επανάσταση, το «Προμαχώντας στο Μεσολόγγι. Έργα και ημέρες του Θανάση Ραζικότσικα 1798-1826». Με την ίδια τακτική έρευνας, που εφάρμοζε για να ανασυνθέσει τον βίο του μάλλον άγνωστου Θανάση Ραζικότσικα, προχωρά και στη διερεύνηση των δέκα, καινούριων, θεμάτων από το '21. Ουσιαστικά, επανακάμπτει σε πρωτογενείς πηγές, στοχεύοντας στην εξαντλητική αξιοποίησή τους, χωρίς να υποστέλλει την έρευνα για τον εντοπισμό και νέων αρχειακών πηγών κυρίως εκτός Ελλάδος.
Εν αρχή, τοποθετείται ο Ρήγας Βελεστινλής, του οποίου διασώθηκαν μεν τα έργα αλλά ο βίος και η δράση του διέρρευσαν μέσα από τα κενά των ελάχιστων διαθέσιμων τεκμηρίων από την Ιστορία προς τον θρύλο. Κύρια, πάντως, πηγή για τα επαναστατικά του σχέδια παραμένει ο φάκελος που είχε καταρτίσει η αυστριακή αστυνομία. Ο Ρήγας, με τις αρχές του Διαφωτισμού και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, ετοίμασε τη Διακήρυξη, που τύπωσε τον Οκτώβριο του 1797. Σε αυτήν, οραματίζεται ένα ενιαίο κράτος, με το όνομα Ελληνική Δημοκρατία και γλώσσα την ελληνική. Ελληνικός αποκαλείται ο λαός του, συμπεριλαμβάνει, όμως, όλα τα γένη που κατοικούν σε εκείνα τα εδάφη: Έλληνες, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι. Σίγουρα πρόκειται για ένα επαναστατικό σχέδιο, γι' αυτό και ο Ρήγας κατατάσσεται στις ριζοσπαστικές, φιλελεύθερες δυνάμεις. Αρκούσε, όμως, αυτό για να ευοδωθεί το εγχείρημά του; Όπως δείχνουν νέα ερευνητικά στοιχεία, ο Ρήγας δεν στάθηκε μόνο ένας εθνεγέρτης, ούτε περιορίστηκε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, αλλά προχώρησε στη αναζήτηση υποστηρικτών τόσο στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ένας πρώτος ήταν ο πασάς του Βιδινίου, Οσμάν Πασβάνογλου, ο “πρώτος αποστάτης”, όπως τον αποκαλεί στον «Θούριο». Λιγότερο ή ελάχιστα γνωστή σήμερα είναι η ανταρσία του Πασβάνογλου σε σχέση με εκείνη του Αλή Πασά, έδωσε, όμως, πολύ περισσότερες ελπίδες στους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής. Όπως και οι ελπίδες που τους αναπτέρωσε ο δεύτερος υποστηρικτής του Ρήγα, ο Βοναπάρτη. Ανεξάρτητα αν δεν ευοδώθηκαν, καθώς οι συγκυρίες στάθηκαν δυσμενείς. Πάντως, οι μαρτυρίες, που έρχονται στο φως, δείχνουν ότι ο Ρήγας “βάδιζε περιεσκεμμένα”. Ο Σβολόπουλος, συγκεντρώνοντας στοιχεία, στήνει το πλέγμα από τις λανθάνουσες επαναστατικές συμμαχίες στα τέλη του 18ου αιώνα, όπως ακριβώς το έχει συλλάβει η υψηλή ποιητική έξαρση του Εγγονόπουλου: «... Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί, /Του Αντωνίου Οικονόμου - που τόσο άδικα τον σφάξαν- / και του Πασβαντζόγλου αδελφός, / Τ' όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ / ξαναζεί στο μέτωπό σου...»
Το δεύτερο δοκίμιο προστίθεται στις διαθέσιμες μαρτυρίες των περιηγητών για την προεπαναστατική Ελλάδα. Σχολιάζει το ανέκδοτο υπόμνημα ενός ασκούμενου γάλλου προξένου στη Σμύρνη κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επικεντρώνεται σε τέσσερα νησιά - τρία του Αργοσαρωνικού, Ύδρα-Σπέτσες-Πόρο, και ένα του Ανατολικού Αιγαίου, τα Ψαρά - τα οποία, στερούμενα αρχαίων μνημείων, δεν είχαν προσελκύσει τους περιηγητές. Παρέχει στοιχεία για την εσωτερική διοίκηση αυτών των νησιών και το ρόλο των ξένων διπλωματών, κυρίως, όμως, παρουσιάζει το δυναμικό που διαθέτουν σε εμπορικά πλοία, το οποίο συνιστούσε μια σημαντική παράμετρο, αν ποτέ η Γαλλία αποφάσιζε να ωθήσει σε εξέγερση τους υπόδουλους Έλληνες.
Το τρίτο δοκίμιο αναφέρεται στη Φιλική Εταιρεία και απαντά σε ένα ερώτημα, για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι: Ποια ήταν η ιδρυτική τριάδα της Εταιρείας, που συστάθηκε στην Οδησσό, φθινόπωρο του 1814; Για να ακριβολογούμε δεν απαντά, αφού, όπως διαπιστώνει ο μελετητής, “σήμερα, ενάμισι σχεδόν αιώνα αργότερα, το έλλειμμα επαρκών ιστορικών τεκμηρίων εξακολουθεί να υπάρχει”. Ωστόσο, πολιορκεί το ερώτημα δια της ατόπου απαγωγής και διερευνά το κατά πόσο, τω όντι, η Εταιρεία συστάθηκε στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πρώτος ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας είναι ο αγωνιστής και γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη Ιωάννης Βασιλείου ή και Βασιλειάδης, που διέπρεψε ως δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο Ιωάννης Φιλήμων. Εν μέσω, της δημοσιογραφικής του δράσης, εκδότης το 1833 στο Ναύπλιο της εφημερίδας «Χρόνος» και το 1838, στην Αθήνα, του «Αιώνα», συνέγραψε το «Δοκίμιον Ιστορικόν της Φιλικής Εταιρείας». Εκεί ορίζεται η ιδρυτική τριάδα της Εταιρείας. Εκτός των δυο αναμφισβήτητων πρωτεργατών, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ, ως τρίτος προτείνεται ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, στου οποίου τη μαρτυρία και στηρίχτηκε ο Φιλήμων. Το «Δοκίμιο» προκάλεσε το μένος του Εμμανουήλ Ξάνθου, που απάντησε με την «Απολογία» του, διεκδικώντας την τρίτη θέση. Ο Φιλήμων επανήλθε, απολογούμενος από τις στήλες της εφημερίδας του, ενώ ο Αναγνωστόπουλος ανταπάντησε και ο Ξάνθος τον αντέκρουσε με τα «Απομνημονεύματά» του. Φάνηκε, μάλιστα, να κερδίζει την επίμαχη θέση στην τριάδα, λόγω και του εύρους της μαρτυρίας του. Το 2002, στα «Απομνημονεύματά» του προστέθηκε η τρίτομη έκδοση του Αρχείου του, με πρόλογο του Ι. Κ. Μαζαράκη-Αινιάν. Ο Φιλήμων επανέρχεται αλλάζοντας διπλωματικά τις διατυπώσεις και πληθαίνοντας τα ιδρυτικά μέλη. Ωστόσο, ουσιαστικά, παραμένει με την απορία, δεδομένου ότι η πρώτη δυάδα δεν κατέθεσε ποτέ τη μαρτυρία της: ο Σκουφάς γιατί αναχώρησε νωρίς, ο Τσακάλωφ γιατί μέχρι τέλους προτίμησε να σιωπήσει. Σιωπή, που η καινούρια υπόθεση εργασίας του Σβολόπουλου, θα λέγαμε ότι, εν μέρει, ερμηνεύει. Αν δεχτούμε ότι η ίδρυση της Εταιρείας είναι μια μεταγενέστερα δημιουργημένη εικόνα προς ισχυροποίηση αυτής της μυστικής οργάνωσης, η μαρτυρία του Τσακάλωφ θα διέλυε μέρος της αίγλης της. Κατ' αυτήν την εκδοχή, η δυάδα Σκουφάς - Τσακάλωφ επεξεργάστηκαν την ιδέα στη Μόσχα και μετά, πρώτα στην Οδησσό και μετά στην Κωνσταντινούπολη, μύησαν τα πρώτα μέλη: ένα, δυο έως και δώδεκα, σύμφωνα με τον συνθηματικό κατάλογο του 1818, όπου ως τρίτος φέρεται ο Νικόλαος Γαλάτης, που κρίθηκε αποδιοπομπαίος και την δικαίωσή του οφείλουμε στο τελευταίο βιβλίο του Ελευθέριου Μωραϊτίνη-Πατριαρχέα.
Τη δικαίωση ενός επιφανέστερου προσώπου της Επανάστασης, του Αλέξανδρου Υψηλάντη, επιχειρεί ο Σβολόπουλος στο τέταρτο δοκίμιο, επανεκτιμώντας την εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ουσιαστικά, εντρυφεί στην προσωπικότητα του Υψηλάντη, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις επιλογές του με βάση τον ευρύτερο ορίζοντα σύλληψης του ελληνισμού από τους Φαναριώτες. Στις σχέσεις ρήξης του Υψηλάντη με δυο ηγετικές φυσιογνωμίες της εποχής επικεντρώνεται ο μελετητής, για να δείξει, διά της αντιθέσεως, τη δική του βαθιά ρομαντική, εξ ου και παρορμητική, πνευματική ιδιοσυγκρασία: τον ρουμάνο οπλαρχηγό Τουντόρ Βλαδιμηρέσκου και τον Ιωάννη Καποδίστρια, που ακολούθησε, μέχρι τέλους, μια μετριοπαθή στάση. Στο προτελευταίο δοκίμιο του τόμου και το μόνο αδημοσίευτο, ο μελετητής επανέρχεται “στο ιδεολογικό στίγμα” του Καποδίστρια. Τελικά, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος διεκδικεί στρατιωτικές επιτυχίες, μέτρα εσωτερικής ειρήνευσης και κυρίως επιτυχείς διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Ένα άλλο δοκίμιο του τόμου, αφορά το τρίτο μεγάλο συνέδριο των Δυνάμεων της Πενταπλής Συμμαχίας στην πόλη του Λάυμπαχ, που είχε διενεργηθεί για να κατοχυρωθούν οι αρχές της νομιμότητας και της ισορροπίας των Δυνάμεων και στο οποίο συμμετείχε ο Καποδίστριας. Η είδηση για την ένοπλη εξέγερση του Υψηλάντη στη Μολδαβία έφτασε στο Συνέδριο στις 19 Μαρτίου 1821, φέρνοντας σε δυσχερή θέση τη Ρωσία, καθώς υπήρχε η φήμη ότι υποστήριζε τους Έλληνες. Γι' αυτό και ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, που παρευρισκόταν, έσπευσε να διαβεβαιώσει περί του αντιθέτου τον αυστριακό καγκελάριο Μεττερνιχ, τον αποκαλούμενο και “αμαξηλάτη της απολυταρχικής Ευρώπης”, πως είναι σίγουρος ότι η ελληνική υπόθεση θα έχει την ίδια κατάληξη με εκείνες του Πασβάνογλου και του Αλή Πασά. Πάντως, στη διάρκεια του Συνεδρίου “ούτε μια φωνή δεν ακούστηκε υπέρ των Ελλήνων”.
Στο έκτο δοκίμιο, σχολιάζεται “η υπόθεση ότι η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί γεγονός μείζονος σημασίας για την ιστορία της Ευρώπης”. Διατυπωμένο το κείμενο σε κάπως υψηλότερους τόνους, θα μπορούσε να προέρχεται από ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών, πιθανώς, κατά την αναγόρευση του Σβολόπουλου σε μέλος το 2003, καθώς συμπίπτει χρονικά η δημοσίευσή του στα Πρακτικά του εν λόγω Ιδρύματος. Όπως και να έχει, μεταξύ άλλων, μνημονεύονται δυο διαφορετικές φωνές, που νουθετούσαν τους επαναστατημένους Έλληνες προς την κατεύθυνση να αρθρώσουν πολιτικό λόγο ευρύτερα αποδεκτό και να μετριάσουν τον υπέρμετρο δημοκρατικό ζήλο των πρώτων διακηρύξεων. Είναι αυτές του Καποδίστρια και του Μπάϋρον. Σχετική “παραίνεση” του άγγλου λόρδου αποτελεί το αντικείμενο του επόμενου δοκιμίου. Ενώ, ένα εκτενές δοκίμιο, δημοσιευμένο το 1975, αφορά τις εκδηλώσεις του γαλλικού φιλελληνισμού στη διάρκεια της Επανάστασης στο Στρασβούργο και γενικότερα, τις παραρρήνιες περιοχές. Ελληνιστές, στρατιωτικοί αλλά και μυστικές φιλελεύθερες εταιρείες έσπευδαν με ποικίλους τρόπους σε βοήθεια. Πληροφορίες για τα φιλελληνικά έντυπα που κυκλοφορούσαν, δίνουν οι “καταστάσεις” των αστυνομικών αρχών, που παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα εκ του σύνεγγυς σε μηνιαία βάση.
Το τελευταίο δοκίμιο αφορά την απόφαση για την σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στη σημερινή συγκυρία. Επισήμως, ως ημερομηνία της ίδρυσης προσδιορίζεται η 3η Φεβρουαρίου 1830, οπότε συνομολογήθηκε μεταξύ Ρωσίας, Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ο μελετητής, ωστόσο, εστιάζει στις φάσεις της κυοφορίας του. Στην τελευταία σελίδα, τίθεται και ένα επίμαχο ερώτημα: Κατά πόσο η ανεξαρτησία του νέου κράτους υπήρξε ουσιαστική. Μέχρι τουλάχιστον πρότινος, φαίνεται να ισχύει η καταφατική απάντηση του ιστορικού, ότι ουδόλως οι συμβατικές δεσμεύσεις περιόριζαν ουσιαστικά την ελληνική ανεξαρτησία. Ξαφνικά, όμως, μέσα από τη δεινή οικονομική κρίση, τον διεθνή οικονομικό έλεγχο (ΔΝΤ) και το εφαρμοζόμενο σήμερα Μνημόνιο, περιήλθαμε σε κατάσταση ιδιότυπης πολιορκίας και το ίδιο θέμα τίθεται εκ νέου. Το θέμα, λοιπόν, είναι τώρα τι λες; Ή, με περισσότερα και πιο εύστοχα λόγια: «... Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε. / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ. / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. / Το θέμα είναι τώρα τι λες.», όπως το έθετε πριν σαράντα χρόνια ο Μανόλης Αναγνωστάκης.