Στις 25 Απριλίου 2004 απήλθε του βίου ο Γιώργος Καραβασίλης. Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια. Από τη γενιά του ’70, που, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη και γενναιόδωρη καταμέτρηση του Δημήτρη Αλεξίου, φθάνει τους 58 ποιητές, ήταν ο τέταρτος που αναχωρούσε. Την αρχή την είχε κάνει νωρίς ο αυτόχειρας Αλέξης Τραϊανός, το 1980, ετών 36. Ακολούθησαν, το 1987 ο Χρήστος Μπράβος στα 39 και το 2003 ο Βασίλης Στεριάδης στα 56. Ο Καραβασίλης πορευόταν στα 55. Κατά την ενδιάμεση δεκαετία, υπήρξαν τρεις ακόμη απώλειες. Ανήμερα Χριστούγεννα 2011, απεβίωσε ο Αργύρης Χιόνης και τον επόμενο χρόνο, ο Μίμης Σουλιώτης, και οι δυο διανύοντας την εβδόμη δεκαετία του βίου. Είχε προηγηθεί, στις 25 Μαΐου 2011, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Βενιαμίν της γενιάς, ετών 56. Ακριβέστερα, ένας από τους τρεις με έτος γέννησης το 1955, που αποτελεί το γραμματολογικό άνω όριο. Οι άλλοι δυο είναι ο Γιώργος Βέης και ο Κώστας Γουλιάμος, ο οποίος κοντά μία εικοσαετία έχει σιωπήσει ποιητικά. Για την κατάταξη σε αυτήν την ποιητική ομάδα, την οποία αποκαλούν, κατά τον Βάσο Βαρίκα, και γενιά της αμφισβήτησης ή και της άρνησης, έχει οριστεί πως θα πρέπει το έτος γέννησης να βρίσκεται εντός της περιόδου 1942 - 1955 και η πρώτη εμφάνιση μέσα στην δεκαετία του 1970.
Ο Καραβασίλης δεν συμφωνούσε με την ονομασία γενιά της αμφισβήτησης. Πίστευε πως, “σε μεγάλο ποσοστό, είναι γενιά του μάρκετινγκ, δηλαδή γράψε μου να σου γράψω, παρά της αμφισβήτησης”. Αυτά, το 1985, σε συνέντευξή του στον φίλο του Νίκο Λαγκαδινό, που τότε διηύθυνε τα πολιτιστικά της εφημερίδας «Εξόρμηση». Ο Κώστας Παπαγεωργίου, ποιητής της ίδιας γενιάς και ένας από τους πρώτους γραμματολόγους της, περιγράφει την ποίηση του Καραβασίλη: “Ο λόγος του καλλιεργημένος, απλός, τρυφερός, προσήνης, περιβάλλει, ενίοτε υποβάλλει αισθήσεις, αισθήματα και συγκινήσεις στην πλειονότητά τους ερωτικής υφής.” Ο ίδιος ο ποιητής συμφωνεί και επαυξάνει: “Είναι, κατά βάση, μια ερωτική ποίηση και δείχνει μια πορεία από την αγνή και μουσική Αρκαδία μέχρι το επώδυνο του έρωτα. Είναι ύμνος και σχόλια πάνω στο γυναικείο κορμί.”
Περί του αληθούς του λόγου, καταφεύγουμε στην συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήσεις», με ημερομηνία κολοφώνα Φεβρουάριο του 2004, που σημαίνει ότι ο ποιητής μόλις που πρόλαβε να την πιάσει στα χέριά του. Αντιγράφουμε μερικούς στίχους: “Ανοίγει σύρτη του πρωινού πελάγου / Και ξεπετά ένα πλάσμα – όλο γιασεμί και σταφύλι / - Ίσως να τ’ ονομάζει γυναίκα. // Η ντροπή της αυγής παφλάζει στα πόδια μου / Στο πλήκτρο της φτερούγας ανησυχείς ώ ηλικία / Όπου περνά στο νυχτικό σου ο πρωινός νοτιάς.” Είναι από το ποίημα «Άσκηση», το πρώτο της πρώτης ενότητας, στην οποία στεγάζονται πέντε ανέκδοτα της περιόδου 1963-1970, δηλαδή από τα εφηβικά χρόνια μέχρι την ενηλικίωση. Ακολουθούν οι εννέα ποιητικές συλλογές του, που “διατρέχουν την επίσημη προσωπική πορεία του στον ποιητικό λόγο”. Συνυπολογίζοντας τα ανέκδοτα, ο Καραβασίλης κατάφερε να συμπληρώσει ευδόκιμη υπηρεσία στην ποίηση μίας σαραντακονταετίας, 1963-2003, παρότι εκμέτρησε το ζην πολύ πριν το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης. Αναμφιβόλως εξελισσόμενος, αλλά παραμένοντας “ένας γνήσια σωματικός ποιητής”, σύμφωνα με τον Ηλία Κεφάλα, ο οποίος θεωρεί ως δασκάλους του τους αρχαίους ερωτικούς ποιητές.
Eνας συγγραφέας της επόμενης ομάδας, της γενιάς του ’80, κατά την γραφειοκρατική ονοματοθεσία, ή και γενιάς του ιδιωτικού οράματος, κατ’ έμπνευσιν Κεφάλα, ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης συνομιλεί χρόνια αργότερα με το φάσμα του ποιητή. Σε χαμηλούς τόνους ο Καραβασίλης, ερχόμενος από τους μεσοπολεμικούς, Έλληνες και Γάλλους λυρικούς, σε υψηλούς ο Μπαμπασάκης, όντας “απ’ ευθείας πνευματικός γόνος της αντικομφορμίζουσας γενιάς των αμερικανών μπίτνικ”, σύμφωνα με τον Κωστή Λιόντη, πρώτο ταξινόμο αυτής της ομάδας. “Σου γράφω τώρα δα το ποίημα / και σ’ το δωρίζω, / Καραβασίλη Γιώργο, / το ποίημα εκείνο, / την Ωδή, που πήρες να συνθέτεις. // Γράφω λοιπόν / καθώς κι εσύ ομνύοντας / στους 47,6 βαθμούς του τζιν / μα και στους 37,2 του αιδοίου / που όχι μονάχα νύχτες πρόστυχες / μα και της Ποίησης την ποίηση ποτίζουν.”
Η περί ου ο λόγος Ωδή είναι “Ωδή στον Malcolm Lowry”, τουτέστιν γράφεται εν ονόματι ενός μεγάλου πότη. Από την εφηβεία μέχρι την τελική έξοδο, ο Λόουρυ έπινε και έγραφε. Με ένα κοκτέιλ αλκοόλης και βαρβιτουρικών επέσπευσε την αναχώρησή του, στα 48. Αλλά και τον Καραβασίλη, “το αλκοόλ το μέγα πάθος του τον πήρε σε άλλους κόσμους”. Και συνεχίζει η Ωδή: “Άκου, / ο Malcolm είν’ εδώ / και ο Arthur, και ο Baudelaire, // και μας τραγουδάει / τις «Λιτανείες για μιαν Επιστροφή» / ο τόσον εύμορφος / Jacques Brel / και / πίνουμε και πίνουμε και πίνουμε // όπως στην Πατησίων / στο Aurevoir / όπως στου Bukowski / τα ποιήματα όλα / όπως στου Debord / τον Πανηγυρικό / όπως στου Καρόλου το «Μεθύστε!» / όπως στου Lowry / το έπος / που τόσο αγάπησες / που τόσο διαλάλησες / εσύ που τις ώρες σου αφειδώλευτα / στα καπηλειά σπατάλησες.”
Το έπος του Λόουρυ, που μνημονεύει ο ποιητής, δεν χρειάζεται υπενθύμιση, είναι τοις πάσι γνωστό. Όταν μία φορά, στο ουζερί της Εμμανουήλ Μπενάκη, στέκι του Μπαμπασάκη και της μεσημεριάτικης ουζοπαρέας του, ήρθε στην κουβέντα ο Λόουρυ, “δημιουργός του αριστουργήματος «Κάτω από το ηφαίστειο»”, εκείνος “πετάχτηκε στο βιβλιοπωλείο της Γραβιάς και αγόρασε όσα αντίτυπα βρήκε και τα χάρισε στην παρέα”. Ήταν η τελευταία φορά που είδε τον Θωμά Γκόρπα. Βιάστηκε ο Μεσολογγίτης να αποχαιρετήσει την ζωή πρωταπριλιάτικα, δεν περίμενε την 10η Οκτωβρίου του τρέχοντος τότε 2003, να συμπλήρωνε τουλάχιστον τα 68. Το περιστατικό στην ουζερί, ο Μπαμπασάκης το διηγείται σε επετειακό κείμενο για τον Γκόρπα, στα δυο χρόνια από τον θάνατό του. Ενδιαμέσως, είχε αφαρπάξει ο θάνατος τον Καραβασίλη. Ενώ, τρεις μήνες μετά τον Γκόρπα, ακολούθησε ο Μάριος Μαρκίδης. Ο Μπαμπασάκης θυμάται τις συζητήσεις του με τον Γκόρπα και τα κοινά τους πάθη. Από την περιγραφή του παρουσιαστικού του, περνά στην ποίησή του, συνδέοντάς την με τον ιδεολογικό του αντικομφορμισμό. Τέλος, τον χρήζει κι αυτόν “μπητνίκο”. Η διήγησή του δεν έχει τον παραμικρό πένθιμο τόνο. Οιστρήλατος, ανασταίνει τους φίλους του, δημιουργώντας γύρω από τα πρόσωπα μία μυθική άλω. Δεν του φτάνουν τα επίγεια πιόματά τους. Φαντασιώνει τη συνεύρεση των αγαπημένων του ποιητών “στους λειμώνες τ’ ουρανού”. “Είθε να πίνεις τα ουίσκι σου με τον Μάριο Μαρκίδη, να τσουγκρίζεις το κρασοπότηρό σου με τον Γιώργο τον Καραβασίλη, ουζάκι να σε τρατάρουν με τον Νίκο τον Καρούζο, κι αγκαλιά όλοι μαζί να τραγουδάτε με το χάραμα τα τραγούδια που αγαπάτε!”, είναι το καταληκτικό κρεσέντο στο αυτοσχέδιο ρέκβιεμ. Κάτι σαν στερνή πρόποση.
Σε άλλο επετειακό κείμενο, για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Καρούζου, συμπληρώνει το “αγχοόραμα” του ποιητικού του κόσμου, σχολιάζοντας θαυμαστικά τον ιδιάζοντα τρόπο που μιλούσε και στοχαζόταν ο Ναυπλιώτης ποιητής. Ήταν το 1980, ο Καρούζος βρίσκεται στο βιβλιοπωλείο Άκμων της οδού Μαυρομιχάλη. Ετοιμάζεται η έκδοση ανθολογίας ποιημάτων του, που θα αποτελέσει τον τρίτο τόμο στη Σειρά Σύγχρονοι Ποιητές των εκδόσεων του Βιβλιοπωλείου, με χρονολογία έκδοσης 1981. Τη φωτογραφία για το εξώφυλλο την τραβάει ο ηθοποιός Βασίλης Τσιμπίδης. Από τότε πολυτεχνίτης. Πέρσι το καλοκαίρι, στις 21 Ιουλίου, πέθανε από ανακοπή. Τώρα, θα τραβάει φωτογραφίες και θα τρέχει με τη μηχανή του, αν επιτρέπονται τα οχήματα, “στους λειμώνες τ’ ουρανού”. Αυτό το τελευταίο είναι δικό μας. Δεν το γράφει ο Μπαμπασάκης, αν και τρόφιμος “στο μπαράκι του Βασίλη”, μια και το επετειακό κείμενό του για τον Καρούζο γράφτηκε το 2010.
Σεπτέμβριο του 2013, εκδόθηκε το βιβλίο του Μπαμπασάκη, «Δώδεκα Φυσιογνωμίες» (Εκδ. Γαβριηλίδης), με την εικόνα του Καραβασίλη στο εξώφυλλο. Πρόκειται για πίνακα της ζωγράφου Ελεάννας Μαρτίνου. Είναι η μόνιμη εικονογράφος του Μπαμπασάκη κατά την τελευταία τριετία, που ο συγγραφέας βρίσκεται σε περίοδο εκδοτικού οργασμού, φτάνοντας και τις τρεις εκδόσεις ανά έτος. Στις εικαστικές συνθέσεις της, η φυσιογνωμία προβάλλει μέσα από ένα χαοτικό σύμπλεγμα γραμμών, που προκύπτουν ως τομές των επάλληλων επιφανειών από στρώματα ζωγραφικής και κολάζ. Από τους πίνακες που προτάσσονται στα δώδεκα κεφάλαια του βιβλίου, επιλέχθηκε για εξώφυλλο εκείνος του Καραβασίλη. Πιθανώς, γιατί διατηρεί πλέον ευδιάκριτη την φυσιογνωμία. Το γοητευτικό πρόσωπο του ποιητή φαίνεται ότι αναχαίτισε την αποδομητική διάθεση της ζωγράφου. Οι πίνακες του βιβλίου αποτέλεσαν το αντικείμενο έκθεσης, με τίτλο, «12 + 1 Φυσιογνωμίες», όπου στις δώδεκα προστέθηκε ο πίνακας του συγγραφέα. Παράληψη η μη συμπερίληψή του στο βιβλίο.
Ειδικά, για τον Καραβασίλη δεν παρατίθεται ένα πεζό αλλά ποίημα. Ο πλήρης τίτλος είναι «Ωδή στον Malcolm Lowry για τον Γιώργο Κ. Καραβασίλη». Όσο αφορά τα πεζά του βιβλίου, συνειρμική και ασθμαίνουσα η αφήγηση, σαν να βιάζεται να προλάβει να καταγράψει όσο μπορεί μεγαλύτερο κομμάτι από τους ενθουσιασμούς, καθρεφτίζει καλειδοσκοπικά τους πρωταγωνιστές. Διαφορετικές ηλικίες, γκρόσο μόντο τρεις γενιές. Μετρούμε έξι ποιητές: Δύο της πρώτης, ο Καρούζος και ο πρεσβύτερος “Μισέλ”, τουτέστιν Μιχάλης Κατσαρός. Δυο της δεύτερης, οι κοντά συνομήλικοι Γκόρπας και Τάσος Δενέγρης. Και από ένας για τις δυο επόμενες γενιές, ο Καραβασίλης και ο επιστήθιος φίλος του συγγραφέα, Θάνος Σταθόπουλος. Πολλαπλά μνημονεύεται στο βιβλίο ο Σταθόπουλος, όπου και εξαίρεται “ως μέγας αρχειοθέτης και χρονικογράφος της γενιάς τους”. Το κείμενο συνιστά βιβλιοπαρουσίαση του περσινού βιβλίου του Σταθόπουλου, το «Αυτόματο». Το τέταρτο, σε μία μακρά περίοδο 28 ετών και ενώ ο ποιητής έκλεισε τα πενήντα του.
Στο άλλο μισό του βιβλίου, οι ιδιότητες των προσώπων ποικίλλουν: Μία ιδιαίτερη παρουσία στον εκδοτικό χώρο, η Μάνια Καραϊτίδη. Ο Κύπριος ζωγράφος Κύριλλος Σαρρής, όπου το κείμενο του Μπαμπασάκη αποτελεί είδος τεχνοκριτικής της έκθεσης του Σαρρή, με τίτλο, «Κατάλογος Αναγνωστών του Finnegans Wake / σημειώσεις για τον James Joyce», ο οποίος και προϊδεάζει για την πρωτοτυπία της. Ακόμη, δυο ξένοι μυθιστοριογράφοι, Τόμας Πύντσον και Ρομπέρτο Μπολάνο. Και δυο Έλληνες πεζογράφοι, ως πρώτο και τελευταίο κεφάλαιο, Χρήστος Βακαλόπουλος και Αλέξανδρος Σχινάς.
Ο Μπαμπασάκης γράφει για όλους αυτούς, έχοντας συνεχώς κατά νου την παρέα του. “Μια παρέα που ζούσε και δρούσε στο κέντρο του κέντρου του καλού κόσμου, καίτοι φήμες την ήθελαν περιθωριακή. Μια παρέα που παθιάζεται με τη λογοτεχνία, τους ποιητές, τα στέκια. Μια παρέα αλκοολική, που μιλά με έπαρση για τα πάθη της.” Με άλλη ευκαιρία, εξομολογείται: “Είμαι πολύ χωμένος μέσα σε αυτό που λένε παρέα, μόνος σου δεν έχει νόημα, οι ήρωές μου είναι ο Θάνος Σταθόπουλος, ο Ευγένιος Αρανίτσης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Νίκος Καρούζος, ο πατέρας μου και διάφορες γυναίκες.” Να σημειώσουμε ότι το κείμενο για τον Πύντσον, αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό, το εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον αμερικανό συγγραφέα, Ιούλιο 2012 και αποδίδεται από τον Μπαμπασάκη στον “μελετητή της Μεταπολεμικής Λογοτεχνίας” Νίκο Βελή. Εκείνος, τότε, είχε εξαφανιστεί για να συγγράψει μυθιστόρημα με τίτλο «Διασυρμός». Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε Σεπτέμβριο 2012. “Σημείωμα της εκδότριας” γνωστοποιεί “τον αδόκητο χαμό του Νίκου Βελή”. Απορούμε, γιατί αυτήν τη μυθοπλαστική επινόηση, κοινότοπη μεν αλλά έντεχνα σερβιρισμένη, την καταστρέφει ο Μπαμπασάκης, αποκαλύπτοντας στα περικειμενικά στοιχεία του βιβλίου την ταυτότητα του συγγραφέα και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Όπως και να έχει, το εν λόγω μυθιστόρημα θα το συστήναμε σε παλαιούς Αθηναίους, ήτοι άνω των πενήντα ετών. Επιθυμητή, πάντως, η συναίνεση με έναν μποέμικο τρόπο ζωής, σήμερα πλέον ξεπερασμένο. Κατά τα άλλα, το πρόσφατο βιβλίο εξοικειώνει κάπως τον αμύητο με τον κόσμο του συγγραφέα, βοηθώντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Μένει, ωστόσο, ζητούμενο κατά πόσο η παρέα του Μπαμπασάκη μπορεί να ενδιαφέρει τη γενιά του Starbucks. Το μόνο που θα υιοθετούσαν αμφότερες είναι το σλόγκαν του Μπαμπασάκη, “Δυο ειδών άνθρωποι υπάρχουν: Εμείς!”
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/1/2014.