Νίκος Βλαντής "Λήθη" Εκδόσεις Κέδρος Απρίλιος 2008
Με την ευρεία, όσο ποτέ πριν, εξάπλωση της διακειμενικότητας στην πεζογραφία των νεότερων δεν προβληματίζονται μόνο οι κριτικοί της λογοτεχνίας αλλά και οι αναγνώστες, οι οποίοι, εντός ολίγου, θα χρειάζονται φροντιστήριο πριν να ξεκινήσουν ένα μυθιστόρημα. Οι πρώτοι μπορεί να θέτουν θέματα ηθικής τάξεως και να κόπτονται για την ύπαρξη παραπομπών, όπου να αναγράφονται με το νι και με το σίγμα τα δάνεια των συγγραφέων. Οι δεύτεροι, όμως, οσονούπω, θα αρχίσουν να εκλιπαρούν τους συγγραφείς για καταλόγους των βιβλίων, με τα οποία συνομίλησαν δημιουργικά, μήπως και μπορέσουν να προπαρασκευασθούν για την ανάγνωση. Στους παλιούς καλούς καιρούς, προ διακειμενικότητας και διαδικτύου, ο συγγραφέας έμπαινε στον κόπο να περιγράψει τους ήρωές του. Τώρα, καθώς παίζει στα δάχτυλα την ξένη λογοτεχνία, τσιμπάει έναν έτοιμο, πετάει εκεί ένα όνομα και καθάρισε. Ευαισθητοποιημένοι κριτικοί αναζητούν τα όρια της συνομιλίας - δημιουργικής, στείρας, συνειδητής, ασύνειδης, ο,τιδήποτε τελοσπάντων- πέραν των οποίων, σκέπτονται σοβαρά να αρχίσουν να χρησιμοποιούν τον απηρχαιωμένο όρο της λογοκλοπής, παρακάμπτοντας ως άκρως απαισιόδοξες μεταμοντέρνες αποφάνσεις της μορφής, "λογοκλοπή δεν είναι δυνατή διότι δεν είναι δυνατή η ίδια η πρωτοτυπία". Από την πλευρά τους, πρακτικοί άνθρωποι οι αναγνώστες, το μόνο που ζητούν από τους συγγραφείς είναι, ει δυνατόν, να αντλούν τον μυθοπλαστικό κόσμο τους από προσιτές σε αυτούς πηγές. Γιατί, τι να την κάνουν οι έρμοι μια παραπομπή σ' ένα δυσεύρετο βιβλίο, όπως, λ.χ., το μυθιστόρημα "Φυγή χωρίς τέλος" του Γιόζεφ Ροτ, που αποτελεί βασικό βοήθημα για την ανάγνωση του καινούργιου μυθιστορήματος του Νίκου Βλαντή. Χάθηκε ένας Τζων Κουτσί, που τα μυθιστορήματά του όχι μόνο είναι γνωστά τοις πάσι, αλλά πολλοί φαίνεται να τα έχουν αποστηθίσει, κάτι σαν ευαγγέλιο, οπότε όποια φράση κι αν οικειοποιηθεί ο συγγραφέας, χτυπάνε τα καμπανάκια της διακειμενικότητας. Αν και για να μην αδικούμε τον Βλαντή, έστω και προτρέχοντας, σπεύδουμε να αναφέρουμε πως δεν εμπνέεται μόνο από τον Ροτ αλλά και από τους κλασικούς, που ο αναγνώστης καλά θα κάνει να διαβάσει τα μυθιστορήματά τους. Αν όχι αυτά καθ' εαυτά, τουλάχιστον μια κάποια διακειμενική τους έκφανση, όπως, καλή ώρα, ο αφηγητής του Βλαντή που γνωρίζει τον Ιούλιο Βερν μέσω Πωλ 1/4στερ.
1/4πως και να έχει, πιστεύουμε πως ο Βλαντής διεκδικεί επαξίως τα πρωτεία εν μέσω των νεότερων για τη χρήση διακειμενικών στοιχείων, παρόλο που ο ίδιος καταδικάζει τα διανοουμενίστικα διακειμενικά παιχνίδια, όπως τα αποκαλεί, θεωρώντας πως χαρακτηρίζουν μια ανάλαφρη όσο και ανούσια μεταμοντέρνα εποχή, κάτι σαν αφρός των ημερών, κατά τη διατύπωσή του. Για την αφηγηματική τεχνική που ακολουθεί, προτιμά, όπως άλλωστε απαξάπαντες οι συγγραφείς, νεότεροι και πρεσβύτεροι, μια κομψότερη λέξη, αυτήν της συνομιλίας. Άλλωστε δεν διστάζει να εξομολογηθεί πως η ανασφάλεια που αισθάνεται ως δημιουργός είναι αυτή που τον ωθεί στη συνομιλία με συγχρόνους του και παλαιότερους συγγραφείς. Και όπως φαίνεται από το βιογραφικό του, η περίοδος ανασφάλειας υπήρξε μακρά, αλλά ταυτόχρονα, και εξόχως παραγωγική. Από τον Μάϊο του 2000, που εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Αλκιβιάδης Δεσμώτης", μέχρι τον εφετεινό Απρίλιο και την "Λήθη", συμπλήρωσε οκτώ βιβλία. Πάντως, δηλώνει πως αισθάνεται, σήμερα πλέον, πυρφόρος, αφού μαζί με τον πρώτο ήρωά του, τον Αλκιβιάδη, ξεπέρασε τα στάδια του Δεσμώτη και του Λυόμενου. Με άλλα λόγια, νοιώθει έτοιμος να παράγει σπινθήρες μυθοπλασίας αυτοαναφλεγόμενος. Με το πρόσφατο μυθιστόρημα ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με όσους μυθιστορηματικούς ήρωες τον έχουν στοιχειώσει και μελλοντικώς, προτίθεται να πλάθει τους δικούς του. Τουλάχιστον έτσι δήλωνε άμα τη εκδόσει του μυθιστορήματος.
Το καινούργιο μυθιστόρημά του παραμένει στον χώρο του φανταστικού, όπως και τα προηγούμενα. Αντί μιας νήσου κάπου στον Ατλαντικό, που είχε επινοήσει στο προηγούμενο βιβλίο του ως "Writersland" ή, ελληνιστί, "Το νησί των συγγραφέων", τοποθετημένης εν έτει 2129 μ. Χ., στο πρόσφατο στήνει την "Λιθόπολη" των μυθιστορηματικών ηρώων σαν ένα "λίθινο Μανχάτταν", με "τυπικούς ουρανοξύστες" και "προπολεμικούς χαϊγουέις", που βρίσκεται σε "μια διαφορετική διάσταση του σύμπαντος", όπου οι δείκτες των ρολογιών έχουν σταματήσει. Δυστυχώς, κατά την μετάφραση, θα χαθεί η δισημία της ονομασίας Λιθόπολη, που, πέραν της πετρόχτιστης κατασκευής, παραπέμπει ηχητικά και στην λήθη που τρομάζει τους κατοικούντες σε αυτήν, καθώς τυγχάνουν ήρωες μυθιστορημάτων της νεώτερης εποχής, μακράν των επικών και τραγικών, δεδομένου ότι οι λογοτεχνικές εμμονές του συγγραφέα έχουν βάθος χρόνου το πολύ δυο αιώνων. Ούτε στην "Writersland" ούτε στην πρόσφατη, "Heroesland", εμφανίζονται συγγραφείς και χαρακτήρες από την παρακαταθήκη παλαιότερων αιώνων. Με εξαίρεση έναν Οβριό, απαραίτητο για την ευρηματική κατακλείδα. Τουλάχιστον ο Βλαντής δεν κατατρύχεται από το φάντασμα του Άμλετ ούτε καν του Δον Κιχώτη, με τους οποίους, αναμφιβόλως, θα διανοίγονταν πλήθος μυθοπλαστικές δυνατότητες, για να χρησιμοποιήσουμε μια προσφιλή στους κριτικούς έκφραση. Ωστόσο, παρόμοιοι αρχετυπικοί ήρωες δεν διατρέχουν τον κίνδυνο να περιπέσουν στα σκοτεινά ύδατα της Λήθης, γι' αυτό και δεν χωρούν στην Λιθόπολη.
Η κινητήρια ιδέα του μυθιστορήματος συνίσταται στον τρόπο επιβίωσης των κατοίκων της. Απειλούμενοι από την λήθη, δεδομένης της βάναυσης εποχής μας, που πολτοποιεί βιβλία και αναζητά αδιάκοπα καινούργιους συγγραφείς όσο γίνεται νεότερους, ει δυνατόν και γυμνασιόπαιδες, αναγκάζονται κι αυτοί οι ταλαίπωροι να καταφύγουν στη βία. Με τηλεπάθεια, τηλεκίνηση και ό,τι άλλο παραφυσικό μπορεί κανείς να φανταστεί, προσελκύουν στην Λιθόπολη ζώντες συγγραφείς και τους πειθαναγκάζουν να γράφουν μέχρι τελικής πτώσεως μυθιστορήματα γι' αυτούς. Κάτι σαν διακειμενικές μυθοπλασίες, στις οποίες θα πρωταγωνιστούν σε νέες περιπέτειες.
Ωραία ιδέα, αποφαίνεται ανεπαρκής κριτικός. Δάνεια, διατείνεται έτερος που δείχνει διαβασμένος, αποδίδοντας την πατρότητά της στον Στήβεν Κινγκ, στον οποίο φαίνεται να οφείλεται και το στοχαστικό βάθος που θέλει να δώσει ο συγγραφέας στην υπόθεση. Ενδίδοντας ο Βλαντής στην γενικότερη μεταφυσική κλίση που σημειώνεται εσχάτως, εμφανίζει την μετάβαση του αφηγητή από την Θεσσαλονίκη στην Λιθόπολη ως μέρος νυχτερινού εφιάλτη, ο οποίος εξελίσσεται σε μεταφυσική εμπειρία, με καταβυθίσεις σε "μαύρες τρύπες" και νυχτοπερπατήματα σε "παράλληλες πραγματικότητες".
Αν οι κριτικοί δυσκολεύονται με την αξιολόγηση του μυθιστορήματος, καθώς διακρίνουν έως και μίμηση ύφους, οι αναγνώστες έχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα με τους μυθιστορηματικούς ήρωες, έτσι όπως σωρεύονται ονόματα, χωρίς αναφορά του γενέθλιου βιβλίου ή του γεννήτορα συγγραφέα. Λ.χ., ξαφνικά εμφανίζεται ένας τύπος ονόματι Χένρι Τσινάσκι. Πασίγνωστος θα μου πείτε, γιατί κι αν δεν έχεις διαβάσει τις "Γυναίκες" ή κάποιο συναφές, θα έχεις δει τις ταινίες, που στηρίχτηκαν στα μυθιστορήματα. Αν, όμως, λέμε, αν, δεν είσαι της γενιάς των Μπητ, αν δεν κοιμάσαι αγκαλιά με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο ήρωας, όπως και να το κάνουμε, μένει ξεκρέμαστος, παρά την ολοσέλιδη περιγραφή του παρουσιαστικού του. Αν και τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο με όσα πρόσωπα αναφέρονται μόνο ονομαστικά. Ευτυχώς, πάντως, που, όπως ήδη αναφέραμε, πρωταγωνιστούν οι ήρωες ενός κλασικού, όπως ο Ντοστογιέφσκι. Και πάλι, όμως, ακόμη κι αν έχει διαβάσει ο αναγνώστης τους "Αδελφούς Καραμάζωφ", που είναι το αναγκαίο ντοστογιεφσκικό βοήθημα γι' αυτό τουλάχιστον το βιβλίο του Βλαντή, αφού με τον "Ηλίθιο" υπόσχεται να ασχοληθεί μελλοντικώς, θα βρεθεί εν συγχίσει, καθώς, μυθιστορηματική αδεία, ο πατέρας Καραμάζωφ ονομάζεται Αλεξέϊ Φιοντόροβιτς και όχι Φιόντορ Παύλοβιτς, και οι γιοι του αναδιατάσσονται ηλικιακά. Ιβάν, Ντμίτρι, Αλιόσα, αντί για Ντμίτρι, ο πρωτότοκος από τον πρώτο γάμο του Φιόντορ Παύλοβιτς με την Αδελαΐδα Ιβάνοβνα Μιούσοβα και Ιβάν και Αλιόσα, οι δυο επόμενοι της Σοφίας Ιβάνοβνα. Παρεμπιπτόντως, εμείς επιμένουμε στη γραφή των σλαβικών επιθέτων με ωμέγα και το ίδιο θα συστήναμε στους συγγραφείς που εμπλέκουν στις μυθιστορίες τους Ρώσσους, Πολωνούς, Βουλγάρους. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, το ωμέγα, ως μέγα φωνήεν, ακόμη κι αν τύχει και απωλέσει λόγω απροσεξίας το καταληκτικό φ, διατηρεί αδιαμφισβήτητη την εθνική ταυτότητα.
3/4στερα, δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις, που ο αναγνώστης αναρωτιέται, τι άραγε θέλει να πει ο συγγραφέας. 1/4πως, για παράδειγμα, με τους κλώνους του Μπάρτλεμπυ. Οι φανατικοί θιασώτες του Βλαντή και όχι μόνον θα έχουν διαβάσει το "Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς". Μια, τω όντι, δημιουργική διασκευή της νουβέλας του Μέλβιλ, "Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς", την οποία μπορεί και να μην έχουν διαβάσει. Ωστόσο, γεννιέται η απορία, από πού και ως πού, στην ουτοπική Λιθόπολη, οι πολλαπλοί Μπάρτλεμπυ, είτε κατάγονται από τον κομπιουτερά είτε από τον γραφιά, να εμφανίζονται ως όργανα της τάξεως. Τέλος, αν ο αναγνώστης τυχαίνει να έχει κορώνα στην κεφαλή του την ελληνική πεζογραφία, δηλαδή, αν πρόκειται για έναν κοινό ελληναρά, πολύ θα απογοητευθεί μη συναντώντας ούτε έναν συμπατριώτη του στην Λιθόπολη, όπως, άλλωστε, συχνά αγανακτεί και με τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, που, όταν αποφασίζουν να συνθέσουν τον λογοτεχνικό κανόνα και τη λίστα των διαχρονικών ηρώων, ποτέ δεν αναφέρουν και κάποιον Έλληνα. Ίσως, μόνο, τον Ζορμπά, που, παρεμπιπτόντως, αν το βίαζε λίγο ο Βλαντής θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Τσινάσκι. Αλλά αυτός γράφει για τα προσωπικά του φαντάσματα, και το 1973, που γεννήθηκε, η Ελλάδα του Ζορμπά γύριζε σελίδα. Πάντως, κατ' εξαίρεση, ανάμεσα στους δεσμώτες της Λιθόπολης αναφέρεται ο σερραίος πεζογράφος Λευτέρης Μαυρόπουλος. Δυστυχώς, όμως, τόσο επιφανειακά, που οποιοσδήποτε άλλος βορειοελλαδίτης συγγραφέας θα ταίριαζε. Ωστόσο, οι ήρωες του Μαυρόπουλου, ιδίως οι "θανατοναύτες" του, προσφέρουν ευκαιρία συνομιλίας. Αλλά τη συνομιλία με γηγενείς συνομηλίκους τους, δεν την καταδέχονται οι νεότεροι, παρόλο που θα μπορούσε να αποβεί γόνιμη.
Βεβαίως, το κύριο πρόσωπο στους δεσμώτες της Λιθόπολης είναι ο αφηγητής, που εμφανίζεται ως alter ego του συγγραφέα. Στο πρώτο κεφάλαιο και το τρίτο, που είναι και το καταληκτικό, σε μια προσπάθεια να φυτευτεί το φανταστικό σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, ο Βλαντής διανθίζει την υπόθεση με αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες. 1/4μως, σαν να σχηματοποιεί τις σχέσεις του συγγραφέα με τον εκδοτικό του οίκο όπως και τη συμμετοχή του στην περιώνυμη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, που θα συνιστούσαν ενδιαφέρουσες πινελιές σε μια ρεαλιστική αφήγηση. Κι αυτό, γιατί επιζητά να δείξει το υπαρξιακό δράμα ενός τυπικού συγγραφέα, ετών τριάντα δυο, επιμένοντας στο επηρμένο και αντικοινωνικό τού χαρακτήρα του. Σε αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος υπάρχουν και αρκετές λεκτικές αστοχίες, οι οποίες θα μπορούσε και να συνιστούν μέρος του προσωπικού ύφους του Βλαντή, που προβάλλει κάπως χύμα. Άλλωστε, το μεγάλο ατού των μεταμοντέρνων συλλήψεων βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν τη γενική ρευστότητα, όπου σφιχταγκαλιάζονται τα υφολογικά τερτίπια και ο δαίμων του τυπογραφείου, το πρωτότυπο και το δάνειο. Για παράδειγμα, στο βιβλίο, με πλάγια γράμματα αποδίδονται τόσο τα δάνεια αποσπάσματα όσο και οι σκέψεις του ήρωα, που ενίοτε συνευρίσκονται στην ίδια σελίδα.
Ωστόσο, ο αναγνώστης μπορεί να αφήσει τα αχανή βάθη του μυθιστορήματος στους κριτικούς και να κολυμπήσει στην επιφάνεια, όπου θα απολαύσει τις περιπέτειες του δεσμώτη αφηγητή στο μυθιστορηματικό Μανχάτταν, που τόσο έντεχνα έστησε ο συγγραφέας, συνδυάζοντας συναφή διαβάσματα με τις γνώσεις του μηχανικού-πολεοδόμου, που διαθέτει. Το δεύτερο και κυρίως μέρος του μυθιστορήματος προσφέρει άφθονες σελίδες με σασπένς, διανθισμένο με ροζ σκηνές και δη, αναβαθμισμένες, χάρις στη δάνεια ηρωίδα αλλά και τον οίστρο ενός ερωτευμένου αφηγητή, όπου ένας βιβλιοπαρουσιαστής τύπου Έλσας Μάξγουελ θα μπορούσε να διακρίνει αυτοβιογραφικά ίχνη. Προς το τέλος, μάλιστα, διαφαίνεται και μια κάποια χιουμοριστική διάθεση, όταν εμπλέκεται η δυναμική φάρα των εβραίων μυθιστορηματικών ηρώων, αρκούντως δολία, ώστε αυτή μόνο να μεθοδεύει φυγαδεύσεις από την Λιθόπολη, προφανώς με το αζημίωτο.
Μ. Θεοδοσοπούλου