«Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών»
Τόμος 17ος, Δεκ. 2008
Χαράλαμπος Γ. Χαρίτος
«Στιγμές του εργατικού κινήματος στο Βόλο (1907-1918)»,
Δεκ. 2008
Γιώργος Κοντομήτρος
«Η πόλι της γκαρντένιας»
Μάρτιος 2009
Εκδόσεις της Εταιρείας
Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος
Πολλά συνέβησαν στην Ελλάδα το σωτήριον έτος 1908. Συναντάμε πολιτικά γεγονότα ευρύτερης εμβέλειας όπως η κήρυξη ανεξαρτησίας στην Κρήτη, η ίδρυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στην Αθήνα και το κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και πέραν της πολιτικής, στον κοινωνικό χώρο, δυο σημαντικές πρωτοβουλίες έλαβαν χώρα στο Βόλο. Είναι η δημιουργία του πρώτου στην Ελλάδα Εργατικού Κέντρου και η ίδρυση του πρώτου Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου. Αν και στο Βόλο, το δεύτερο λιμάνι της τότε Ελλάδας, δεν πραγματοποιήθηκαν εκείνο το έτος μόνο αυτές οι δυο καινοτομίες, οι υπόλοιπες, ωστόσο, δεν είχαν αντίστοιχο πανελλήνιο αντίκτυπο.
Όπως και να έχει, το έτος 1908 στάθηκε καθοριστικό για την πόλη, κάτι σαν ορόσημο ενηλικίωσης. Γι’ αυτό και η περσινή επέτειος των εκατό χρόνων φαίνεται πως εορτάστηκε δεόντως. Συμμετέχοντας η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών αφιέρωσε τον 17ο τόμο της περιοδικής της έκδοσης στο Βόλο του 1908, εκδίδοντας ταυτόχρονα και δυο σχετικές μελέτες. Όπως η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας διοργάνωσε ημερίδες με τον γενικό τίτλο «Εν έτει...» προς εντρύφηση σε “όσα δεν μας λέει η μεγάλη ιστορία”, έτσι και η Θεσσαλική Εταιρεία κατήρτισε τρεις τόμους τοπικής ιστορίας προς εμπλουτισμό της εθνικής. Μόνο που η πρώτη, με έδρα στα βόρεια προάστια των Αθηνών, με ό,τι κι αν ασχολείται, το έργο της προβάλλεται στον Τύπο, ενώ οι εκδόσεις της δεύτερης περνάνε στα ψιλά, τουλάχιστον όσο αφορά τον αθηναϊκό Τύπο.
Διαφορετικά ήταν όμως τα πράγματα εν έτει 1908. Σύμφωνα με τη μελέτη του Γιώργου Κοντομήτρου, το ενδιαφέρον της τότε ελληνικής πρωτεύουσας ειδικά για το Βόλο ήταν πολύ μεγαλύτερο. Ο μελετητής αποδελτίωσε τα δημοσιεύματα του αθηναϊκού Τύπου εκείνου του έτους, που αφορούν τον Βόλο και την ευρύτερη περιοχή του. Συνολικά ερεύνησε επτά αθηναϊκές εφημερίδες (Σκριπ, Εμπρός, Ακρόπολις, Εστία, Καιροί, Αλήθεια, Νουμάς) και τρεις τοπικές από τις έντεκα που κυκλοφορούσαν στο Βόλο το 1908: την μακρόβια «Θεσσαλία», τον «Κήρυκα» του Δημοσθένη Κούρτοβικ και τον ολιγόχρονο «Εργάτη» του Κωνσταντίνου Ζάχου. Με τα ευρήματά του συντάσσει ένα πρωτότυπο ημερολόγιο, χωρισμένο σε δώδεκα κεφάλαια, ένα για κάθε μήνα, στα οποία και αναδιηγείται όσα κατά ημερολογιακή σειρά γεγονότα έφθασαν να απασχολήσουν τον Τύπο.
Πιστεύουμε πως το βιβλίο του Κοντομήτρου έχει τις αρετές ενός ψυχαγωγικού αναγνώσματος. Κατ’ αρχήν, έναν ρομαντικό τίτλο, που έχει αντληθεί από άρθρο του Πλάτωνα Ροδοκανάκη στην «Ακρόπολη». Και ύστερα, μια στρωτή αφήγηση, που γίνεται γλαφυρή με την εύστοχη επιλογή παραθεμάτων από τα δημοσιεύματα. Σημαντικό ατού της έκδοσης είναι η εικονογράφηση με αρχειακές φωτογραφίες και οι εκτενείς υποσελίδιες σημειώσεις. Ενώ, το ευρετήριο κύριων ονομάτων (όπου θα έπρεπε να αναφέρονται ανελλιπώς τα μικρά ονόματα) βοηθά τον αναγνώστη με ειδικά ενδιαφέροντα. Ακόμη περισσότερο βοηθητικό θα απέβαινε ένα θεματικό ευρετήριο, για κάποιον που θα ήθελε, λ.χ., να ενημερωθεί για τον αντίκτυπο στον Τύπο του Παρθεναγωγείου ή ενός οποιουδήποτε άλλου θέματος. Εν ολίγοις, μένουμε με την εντύπωση πως ο μελετητής δεν αναδεικνύει όσο θα μπορούσε το πολύτιμο υλικό που είχε την υπομονή και επιμονή να συλλέξει.
Η δεύτερη μελέτη, του Χαράλαμπου Χαρίτου, σκιαγραφεί το εργατικό κίνημα στο Βόλο από το 1907, τη χρονιά που ιδρύθηκε ο Πανεργατικός Σύνδεσμος «Η Αδελφότης», πρόδρομο σωματείο του Εργατικού Κέντρου, και εκδόθηκε η εφημερίδα «Ο Εργάτης», μέχρι το 1918, έτος ίδρυσης της ΓΣΕΕ. Παρότι δεν συνιστά ένα καινούργιο κείμενο, καθώς ο Χαρίτος στηρίχτηκε σε συνολικά δώδεκα παλαιότερα κείμενά του, αποφεύγονται οι επικαλύψεις και δίνεται μια συνολική εικόνα, ξεκινώντας από την πόλη του Βόλου, που άρχισε να εμφανίζεται ως αστικό κέντρο κάπου στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Σε ένα εκτενές κεφάλαιο για τις απαρχές του Εργατικού Κέντρου Βόλου, μνημονεύει τους πρωτεργάτες, εμμένοντας σε μια φράση του Ζάχου: «Ουδείς θα δυνηθεί να ονομασθεί ιδρυτής του Εργατικού Κέντρου του Βόλου, ούτε οι συλλάβοντες την ιδέαν εργάται, ούτε ο Σαράτσης, ούτε ο Μουσούρης, ούτε εγώ· το Εργατικό Κέντρο του Βόλου, το ίδρυσεν η κοινωνική ανάγκη».
Ωστόσο, αυτή η τριάδα, των δυο δικηγόρων, Σπύρου Μουσούρη και Κωνσταντίνου Ζάχου, και του γιατρού Δημήτρη Σαράτση, υπήρξε καθοριστική στη δημιουργία του Κέντρου. Για τον Μουσούρη γράφει χαρακτηριστικά ο Κούρτοβικ: «... ολίγον ποιητής, φιλόσοφος, συνομιλών καθ’ εκάστην με τους εργάτας τους έπειθε ότι πρέπει ν’ αναπτυχθούν πνευματικώς προς βελτίωσιν της τύχης των...» Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο παρατίθεται το πρώτο Καταστατικό του Κέντρου. Όσο για τα εγκαίνια του Κέντρου, έγιναν την Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου 1908. Ο μελετητής καταλήγει, αναφέροντας τους Βολιώτες που συμμετείχαν δέκα χρόνια αργότερα στη συγκρότηση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. Ενώ, σε ένα τελευταίο κεφάλαιο, αναφέρεται στην τύχη κάποιων πολύτιμων για το τοπικό εργατικό κίνημα αρχείων, κυρίως, όμως, στους λόγους που δεν γράφτηκε η ιστορία του Εργατικού Κέντρου Βόλου, παρά τη συμπλήρωση εκατονταετηρίδας από την ίδρυσή του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο σχετικά με τις μορφωτικές δραστηριότητες του Κέντρου, όπου σχολιάζεται εκτενώς η ανάγνωση του μονόπρακτου δράματος «Γήταυρος» σε μια φιλολογική βραδιά, που διοργανώθηκε την Κυριακή, 6 Φεβρουαρίου 1911. Ήταν μια ανάγνωση που έμελλε να έχει βαριές συνέπειες, αφού χρησιμοποιήθηκε στο κατηγορητήριο κατά τη δίκη των Αθεϊκών, που οδήγησε στο κλείσιμο του Παρθεναγωγείου και ανέκοψε τη λειτουργία του Κέντρου. Συγγραφέας του «Γήταυρου» ήταν ο καρπενησιώτικης καταγωγής Μεσολογγίτης συμβολαιογράφος Δημήτρης Δημητριάδης, γεννηθείς το 1888 και αποθανών την 1η Ιανουαρίου 1958, που γράφτηκε στις δέλτους της λογοτεχνίας ως Ρήγας Γκόλφης. Παρεμπιπτόντως, η περσινή διπλή επέτειος αυτού του τόσο ευαίσθητου λυρικού ποιητή πέρασε στα ψιλά.
Με κείμενα των Κοντομήτρου και Χαρίτου, απότοκα των βιβλίων τους, ανοίγει ο αφιερωματικός τόμος, ενώ για το Εργατικό Κέντρο Βόλου προβλέπεται και ένα δεύτερο κείμενο του Σταύρου Κατσούρα. Το επόμενο κείμενο αφορά τον Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου, που ιδρύθηκε πολύ νωρίτερα, σχεδόν ταυτόχρονα με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο πρόεδρος του Συλλόγου και συγγραφέας του κειμένου Αναστάσιος Απ. Βολιώτης, μόλις στις 23 Δεκεμβρίου 1908 υπογράφτηκε το νομοσχέδιο για την ίδρυση Δικηγορικών Συλλόγων ως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οπότε το 1908 είναι το έτος που τα ανά την Ελλάδα σωματεία των δικηγόρων προβιβάζονται θεσμικά. Ακολουθεί το κείμενο του Ραφαήλ Φρεζή για την ισραηλίτικη κοινότητα Βόλου, με εκτενή αναφορά στην Εριουργία «Λεβιάθαν-Μουρτζούκου», που ιδρύθηκε το 1908. Με τα εκλεκτά γυναικεία υφάσματα της εν λόγω βιομηχανίας ντύθηκαν πολλές Βολιώτισσες, ιδίως όσες προέρχονταν από λιγότερο ευκατάστατες οικογένειες και το βαλάντιό τους δεν επαρκούσε για παριζιάνικες τουαλέτες.
Το θέμα της αμφίεσης των δεσποινών και δεσποινίδων του Βόλου και όχι μόνο, ξεκινώντας από τις απαρχές της πόλης και φθάνοντας μέχρι το 1908, καλύπτει η Μηλίτσα Ζαρλή-Καραθάνου. Πολύπλευρη η κοινωνιολογική μελέτη της, διανθίζεται με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, καθώς προχωρά από την αμφίεση στην κοινωνική τάξη, την εργασία και την εκπαίδευση. Λ.χ., θυμίζει πως σταθμός στο γυναικείο χώρο στάθηκε η ραπτομηχανή, που προέκυψε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Όπως, σήμερα, ο πρωθυπουργός δωρίζει σε άρρενες και θήλεα ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τότε, η βασίλισσα Όλγα μοίραζε ραπτομηχανές, αν και εκείνη περιόριζε το κουβαρνταλίκι της στα άπορα κορίτσια. Όσο αφορά το επετειακό έτος 1908, η Ζαρλή παρουσιάζει τις πρώτες συσπειρώσεις, ενώσεις και αδελφότητες, μνημονεύοντας τις επιφανείς Βολιώτισσες, που είχαν αρχίσει να αρθρογραφούν στα γυναικεία έντυπα της εποχής. Ερευνώντας το βίο της γυναίκας μέσα στην τοπική κοινωνία, της δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσει ευρύτερα και την πολιτιστική ζωή της πόλης, που, εν πολλοίς, απουσιάζει από τον τόμο. Εξαίρεση αποτελεί η μουσική διασκέδαση, στην οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερο άρθρο η Μαρία Σπανού. Κι αυτό λόγω της Μουσικής Εταιρείας Βόλου, που άνθισε κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Τον τόμο συμπληρώνουν το κείμενο της Αίγλης Δημόγλου για το Βόλο της πρώτης τριακονταετίας, 1881-1908, που θα έπρεπε μάλλον να προτάσσεται, το κείμενο των Απόστολου Ατσιά και Κοντομήτρου για την τοπική εκπαίδευση και το κείμενο της Βασιλικής Αδρύμη-Σισμάνη για το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, που συμπληρώνει 100 χρόνια λειτουργίας. Τέλος, δημοσιεύονται και δυο κείμενα που αφορούν περιστατικά, στα οποία πρωταγωνίστησε ο νεόκοπος τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης. Το ένα αφορά τη δική μετά το κλείσιμο του Παρθεναγωγείου, γνωστή ως δίκη των Αθεϊκών, που έγινε στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, το 1914, με κύριους κατηγορούμενους τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Δημήτρη Σαράτση, στον οποίο ανήκε η πρωτοβουλία για την ίδρυση του Παρθεναγωγείου. Το όλο ιστορικό της δικαστικής περιπέτειας υπογράφεται από τον Γιάννη Μουγογιάννη, ο οποίος παραθέτει σχόλια των εφημερίδων και ανέκδοτα κείμενα από το Αρχείο Δελμούζου. Το δεύτερο κείμενο αναφέρεται στις ταραχές που ξέσπασαν στη Σκιάθο τον Δεκέμβριο του 1908, με αφορμή την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Κουνίστρας, την οποία, ο μεν Μητροπολίτης ζητούσε να βγάλει σε περιφορά για τη συγκέντρωση χρημάτων προς ανέγερση Επισκοπικού Οίκου, ο δε σκιαθίτικος λαός, με πρωτοστάτη τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, παρέμενε αγωνιστικά ανένδοτος στη μετακίνησή της από τον καθεδρικό ναό των «Τριών Ιεραρχών». Ας υπενθυμίσουμε ότι μπρος στη λαϊκή οργή ο Μητροπολίτης αναδιπλώθηκε και την “έκανε” νύχτα. Επιβιβάστηκε σε βάρκα κι έφυγε λάθρα από τη Σκιάθο. Το χρονικό του μάλλον άγνωστου αυτού εκκλησιαστικού συμβάντος το υπογράφει ο Δημήτρης Τσιλιβίδης, ο οποίος στηρίζεται βιβλιογραφικά σε όσα σχετικά γράφει ο πρώτος συστηματικός μελετητής του σκιαθίτη διηγηματογράφου, ο Γεώργιος Βαλέτας.
Συνοψίζοντας, το βασικό χαρακτηριστικό των κειμένων του τόμου είναι πως, ενώ αναδεικνύουν συγκεκριμένες πτυχές του αλλοτινού Βόλου, κατορθώνουν να δώσουν μια γενικότερη εικόνα της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της Μαγνησίας. Και, λίγο-πολύ, ολόκληρης της Ελλάδος εν έτει 1908.
Τόμος 17ος, Δεκ. 2008
Χαράλαμπος Γ. Χαρίτος
«Στιγμές του εργατικού κινήματος στο Βόλο (1907-1918)»,
Δεκ. 2008
Γιώργος Κοντομήτρος
«Η πόλι της γκαρντένιας»
Μάρτιος 2009
Εκδόσεις της Εταιρείας
Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος
Πολλά συνέβησαν στην Ελλάδα το σωτήριον έτος 1908. Συναντάμε πολιτικά γεγονότα ευρύτερης εμβέλειας όπως η κήρυξη ανεξαρτησίας στην Κρήτη, η ίδρυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στην Αθήνα και το κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και πέραν της πολιτικής, στον κοινωνικό χώρο, δυο σημαντικές πρωτοβουλίες έλαβαν χώρα στο Βόλο. Είναι η δημιουργία του πρώτου στην Ελλάδα Εργατικού Κέντρου και η ίδρυση του πρώτου Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου. Αν και στο Βόλο, το δεύτερο λιμάνι της τότε Ελλάδας, δεν πραγματοποιήθηκαν εκείνο το έτος μόνο αυτές οι δυο καινοτομίες, οι υπόλοιπες, ωστόσο, δεν είχαν αντίστοιχο πανελλήνιο αντίκτυπο.
Όπως και να έχει, το έτος 1908 στάθηκε καθοριστικό για την πόλη, κάτι σαν ορόσημο ενηλικίωσης. Γι’ αυτό και η περσινή επέτειος των εκατό χρόνων φαίνεται πως εορτάστηκε δεόντως. Συμμετέχοντας η Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών αφιέρωσε τον 17ο τόμο της περιοδικής της έκδοσης στο Βόλο του 1908, εκδίδοντας ταυτόχρονα και δυο σχετικές μελέτες. Όπως η Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας διοργάνωσε ημερίδες με τον γενικό τίτλο «Εν έτει...» προς εντρύφηση σε “όσα δεν μας λέει η μεγάλη ιστορία”, έτσι και η Θεσσαλική Εταιρεία κατήρτισε τρεις τόμους τοπικής ιστορίας προς εμπλουτισμό της εθνικής. Μόνο που η πρώτη, με έδρα στα βόρεια προάστια των Αθηνών, με ό,τι κι αν ασχολείται, το έργο της προβάλλεται στον Τύπο, ενώ οι εκδόσεις της δεύτερης περνάνε στα ψιλά, τουλάχιστον όσο αφορά τον αθηναϊκό Τύπο.
Διαφορετικά ήταν όμως τα πράγματα εν έτει 1908. Σύμφωνα με τη μελέτη του Γιώργου Κοντομήτρου, το ενδιαφέρον της τότε ελληνικής πρωτεύουσας ειδικά για το Βόλο ήταν πολύ μεγαλύτερο. Ο μελετητής αποδελτίωσε τα δημοσιεύματα του αθηναϊκού Τύπου εκείνου του έτους, που αφορούν τον Βόλο και την ευρύτερη περιοχή του. Συνολικά ερεύνησε επτά αθηναϊκές εφημερίδες (Σκριπ, Εμπρός, Ακρόπολις, Εστία, Καιροί, Αλήθεια, Νουμάς) και τρεις τοπικές από τις έντεκα που κυκλοφορούσαν στο Βόλο το 1908: την μακρόβια «Θεσσαλία», τον «Κήρυκα» του Δημοσθένη Κούρτοβικ και τον ολιγόχρονο «Εργάτη» του Κωνσταντίνου Ζάχου. Με τα ευρήματά του συντάσσει ένα πρωτότυπο ημερολόγιο, χωρισμένο σε δώδεκα κεφάλαια, ένα για κάθε μήνα, στα οποία και αναδιηγείται όσα κατά ημερολογιακή σειρά γεγονότα έφθασαν να απασχολήσουν τον Τύπο.
Πιστεύουμε πως το βιβλίο του Κοντομήτρου έχει τις αρετές ενός ψυχαγωγικού αναγνώσματος. Κατ’ αρχήν, έναν ρομαντικό τίτλο, που έχει αντληθεί από άρθρο του Πλάτωνα Ροδοκανάκη στην «Ακρόπολη». Και ύστερα, μια στρωτή αφήγηση, που γίνεται γλαφυρή με την εύστοχη επιλογή παραθεμάτων από τα δημοσιεύματα. Σημαντικό ατού της έκδοσης είναι η εικονογράφηση με αρχειακές φωτογραφίες και οι εκτενείς υποσελίδιες σημειώσεις. Ενώ, το ευρετήριο κύριων ονομάτων (όπου θα έπρεπε να αναφέρονται ανελλιπώς τα μικρά ονόματα) βοηθά τον αναγνώστη με ειδικά ενδιαφέροντα. Ακόμη περισσότερο βοηθητικό θα απέβαινε ένα θεματικό ευρετήριο, για κάποιον που θα ήθελε, λ.χ., να ενημερωθεί για τον αντίκτυπο στον Τύπο του Παρθεναγωγείου ή ενός οποιουδήποτε άλλου θέματος. Εν ολίγοις, μένουμε με την εντύπωση πως ο μελετητής δεν αναδεικνύει όσο θα μπορούσε το πολύτιμο υλικό που είχε την υπομονή και επιμονή να συλλέξει.
Η δεύτερη μελέτη, του Χαράλαμπου Χαρίτου, σκιαγραφεί το εργατικό κίνημα στο Βόλο από το 1907, τη χρονιά που ιδρύθηκε ο Πανεργατικός Σύνδεσμος «Η Αδελφότης», πρόδρομο σωματείο του Εργατικού Κέντρου, και εκδόθηκε η εφημερίδα «Ο Εργάτης», μέχρι το 1918, έτος ίδρυσης της ΓΣΕΕ. Παρότι δεν συνιστά ένα καινούργιο κείμενο, καθώς ο Χαρίτος στηρίχτηκε σε συνολικά δώδεκα παλαιότερα κείμενά του, αποφεύγονται οι επικαλύψεις και δίνεται μια συνολική εικόνα, ξεκινώντας από την πόλη του Βόλου, που άρχισε να εμφανίζεται ως αστικό κέντρο κάπου στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Σε ένα εκτενές κεφάλαιο για τις απαρχές του Εργατικού Κέντρου Βόλου, μνημονεύει τους πρωτεργάτες, εμμένοντας σε μια φράση του Ζάχου: «Ουδείς θα δυνηθεί να ονομασθεί ιδρυτής του Εργατικού Κέντρου του Βόλου, ούτε οι συλλάβοντες την ιδέαν εργάται, ούτε ο Σαράτσης, ούτε ο Μουσούρης, ούτε εγώ· το Εργατικό Κέντρο του Βόλου, το ίδρυσεν η κοινωνική ανάγκη».
Ωστόσο, αυτή η τριάδα, των δυο δικηγόρων, Σπύρου Μουσούρη και Κωνσταντίνου Ζάχου, και του γιατρού Δημήτρη Σαράτση, υπήρξε καθοριστική στη δημιουργία του Κέντρου. Για τον Μουσούρη γράφει χαρακτηριστικά ο Κούρτοβικ: «... ολίγον ποιητής, φιλόσοφος, συνομιλών καθ’ εκάστην με τους εργάτας τους έπειθε ότι πρέπει ν’ αναπτυχθούν πνευματικώς προς βελτίωσιν της τύχης των...» Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο παρατίθεται το πρώτο Καταστατικό του Κέντρου. Όσο για τα εγκαίνια του Κέντρου, έγιναν την Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου 1908. Ο μελετητής καταλήγει, αναφέροντας τους Βολιώτες που συμμετείχαν δέκα χρόνια αργότερα στη συγκρότηση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. Ενώ, σε ένα τελευταίο κεφάλαιο, αναφέρεται στην τύχη κάποιων πολύτιμων για το τοπικό εργατικό κίνημα αρχείων, κυρίως, όμως, στους λόγους που δεν γράφτηκε η ιστορία του Εργατικού Κέντρου Βόλου, παρά τη συμπλήρωση εκατονταετηρίδας από την ίδρυσή του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο σχετικά με τις μορφωτικές δραστηριότητες του Κέντρου, όπου σχολιάζεται εκτενώς η ανάγνωση του μονόπρακτου δράματος «Γήταυρος» σε μια φιλολογική βραδιά, που διοργανώθηκε την Κυριακή, 6 Φεβρουαρίου 1911. Ήταν μια ανάγνωση που έμελλε να έχει βαριές συνέπειες, αφού χρησιμοποιήθηκε στο κατηγορητήριο κατά τη δίκη των Αθεϊκών, που οδήγησε στο κλείσιμο του Παρθεναγωγείου και ανέκοψε τη λειτουργία του Κέντρου. Συγγραφέας του «Γήταυρου» ήταν ο καρπενησιώτικης καταγωγής Μεσολογγίτης συμβολαιογράφος Δημήτρης Δημητριάδης, γεννηθείς το 1888 και αποθανών την 1η Ιανουαρίου 1958, που γράφτηκε στις δέλτους της λογοτεχνίας ως Ρήγας Γκόλφης. Παρεμπιπτόντως, η περσινή διπλή επέτειος αυτού του τόσο ευαίσθητου λυρικού ποιητή πέρασε στα ψιλά.
Με κείμενα των Κοντομήτρου και Χαρίτου, απότοκα των βιβλίων τους, ανοίγει ο αφιερωματικός τόμος, ενώ για το Εργατικό Κέντρο Βόλου προβλέπεται και ένα δεύτερο κείμενο του Σταύρου Κατσούρα. Το επόμενο κείμενο αφορά τον Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου, που ιδρύθηκε πολύ νωρίτερα, σχεδόν ταυτόχρονα με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο πρόεδρος του Συλλόγου και συγγραφέας του κειμένου Αναστάσιος Απ. Βολιώτης, μόλις στις 23 Δεκεμβρίου 1908 υπογράφτηκε το νομοσχέδιο για την ίδρυση Δικηγορικών Συλλόγων ως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οπότε το 1908 είναι το έτος που τα ανά την Ελλάδα σωματεία των δικηγόρων προβιβάζονται θεσμικά. Ακολουθεί το κείμενο του Ραφαήλ Φρεζή για την ισραηλίτικη κοινότητα Βόλου, με εκτενή αναφορά στην Εριουργία «Λεβιάθαν-Μουρτζούκου», που ιδρύθηκε το 1908. Με τα εκλεκτά γυναικεία υφάσματα της εν λόγω βιομηχανίας ντύθηκαν πολλές Βολιώτισσες, ιδίως όσες προέρχονταν από λιγότερο ευκατάστατες οικογένειες και το βαλάντιό τους δεν επαρκούσε για παριζιάνικες τουαλέτες.
Το θέμα της αμφίεσης των δεσποινών και δεσποινίδων του Βόλου και όχι μόνο, ξεκινώντας από τις απαρχές της πόλης και φθάνοντας μέχρι το 1908, καλύπτει η Μηλίτσα Ζαρλή-Καραθάνου. Πολύπλευρη η κοινωνιολογική μελέτη της, διανθίζεται με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, καθώς προχωρά από την αμφίεση στην κοινωνική τάξη, την εργασία και την εκπαίδευση. Λ.χ., θυμίζει πως σταθμός στο γυναικείο χώρο στάθηκε η ραπτομηχανή, που προέκυψε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Όπως, σήμερα, ο πρωθυπουργός δωρίζει σε άρρενες και θήλεα ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τότε, η βασίλισσα Όλγα μοίραζε ραπτομηχανές, αν και εκείνη περιόριζε το κουβαρνταλίκι της στα άπορα κορίτσια. Όσο αφορά το επετειακό έτος 1908, η Ζαρλή παρουσιάζει τις πρώτες συσπειρώσεις, ενώσεις και αδελφότητες, μνημονεύοντας τις επιφανείς Βολιώτισσες, που είχαν αρχίσει να αρθρογραφούν στα γυναικεία έντυπα της εποχής. Ερευνώντας το βίο της γυναίκας μέσα στην τοπική κοινωνία, της δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσει ευρύτερα και την πολιτιστική ζωή της πόλης, που, εν πολλοίς, απουσιάζει από τον τόμο. Εξαίρεση αποτελεί η μουσική διασκέδαση, στην οποία αναφέρεται σε ιδιαίτερο άρθρο η Μαρία Σπανού. Κι αυτό λόγω της Μουσικής Εταιρείας Βόλου, που άνθισε κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Τον τόμο συμπληρώνουν το κείμενο της Αίγλης Δημόγλου για το Βόλο της πρώτης τριακονταετίας, 1881-1908, που θα έπρεπε μάλλον να προτάσσεται, το κείμενο των Απόστολου Ατσιά και Κοντομήτρου για την τοπική εκπαίδευση και το κείμενο της Βασιλικής Αδρύμη-Σισμάνη για το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, που συμπληρώνει 100 χρόνια λειτουργίας. Τέλος, δημοσιεύονται και δυο κείμενα που αφορούν περιστατικά, στα οποία πρωταγωνίστησε ο νεόκοπος τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης. Το ένα αφορά τη δική μετά το κλείσιμο του Παρθεναγωγείου, γνωστή ως δίκη των Αθεϊκών, που έγινε στο Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, το 1914, με κύριους κατηγορούμενους τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Δημήτρη Σαράτση, στον οποίο ανήκε η πρωτοβουλία για την ίδρυση του Παρθεναγωγείου. Το όλο ιστορικό της δικαστικής περιπέτειας υπογράφεται από τον Γιάννη Μουγογιάννη, ο οποίος παραθέτει σχόλια των εφημερίδων και ανέκδοτα κείμενα από το Αρχείο Δελμούζου. Το δεύτερο κείμενο αναφέρεται στις ταραχές που ξέσπασαν στη Σκιάθο τον Δεκέμβριο του 1908, με αφορμή την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Κουνίστρας, την οποία, ο μεν Μητροπολίτης ζητούσε να βγάλει σε περιφορά για τη συγκέντρωση χρημάτων προς ανέγερση Επισκοπικού Οίκου, ο δε σκιαθίτικος λαός, με πρωτοστάτη τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, παρέμενε αγωνιστικά ανένδοτος στη μετακίνησή της από τον καθεδρικό ναό των «Τριών Ιεραρχών». Ας υπενθυμίσουμε ότι μπρος στη λαϊκή οργή ο Μητροπολίτης αναδιπλώθηκε και την “έκανε” νύχτα. Επιβιβάστηκε σε βάρκα κι έφυγε λάθρα από τη Σκιάθο. Το χρονικό του μάλλον άγνωστου αυτού εκκλησιαστικού συμβάντος το υπογράφει ο Δημήτρης Τσιλιβίδης, ο οποίος στηρίζεται βιβλιογραφικά σε όσα σχετικά γράφει ο πρώτος συστηματικός μελετητής του σκιαθίτη διηγηματογράφου, ο Γεώργιος Βαλέτας.
Συνοψίζοντας, το βασικό χαρακτηριστικό των κειμένων του τόμου είναι πως, ενώ αναδεικνύουν συγκεκριμένες πτυχές του αλλοτινού Βόλου, κατορθώνουν να δώσουν μια γενικότερη εικόνα της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της Μαγνησίας. Και, λίγο-πολύ, ολόκληρης της Ελλάδος εν έτει 1908.
Μ. Θεοδοσοπούλου