Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Βραβεία Λογοτεχνίας

Οι λε­γό­με­νοι μι­κροί εκ­δο­τι­κοί οί­κοι “σά­ρω­σα­ν” τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία Λο­γο­τε­χνίας, μέ­χρι που ε­κτό­πι­σαν ο­λο­σχε­ρώς τους με­γά­λους. Κυ­ριάρ­χη­σαν οι εκ­δό­σεις Γα­βριη­λί­δης, α­πο­σπώ­ντας τρία α­πό τα ε­πτά βρα­βεία που α­πο­νε­μή­θη­καν. Ενώ, άλ­λοι τέσ­σε­ρις (Άγρα, Νε­φέ­λη, Πό­λις, Πο­λύ­τρο­πον) μοι­ρά­στη­καν τα υ­πό­λοι­πα. Εί­χε προ­η­γη­θεί η πλή­ρης ε­πι­κρά­τη­ση των μι­κρών και στα βρα­βεία του «Ανα­γνώ­στη» (τη συ­νέ­χεια των βρα­βείων του «Δια­βά­ζω»). Εί­ναι γε­γο­νός πως τα τε­λευ­ταία χρό­νια κέρ­δι­ζαν συ­νε­χώς έ­δα­φος και στα δυο αυ­τά λο­γο­τε­χνι­κά βρα­βεία, που εί­ναι και τα α­ξιο­λο­γό­τε­ρα υ­πάρ­χο­ντα. Απλώς, στις πρό­σφα­τες βρα­βεύ­σεις, για τις εκ­δό­σεις του 2012, στα συ­νο­λι­κά 10 βρα­βευ­μέ­να βι­βλία (ε­πτά των Κρα­τι­κών και πέ­ντε του «Ανα­γνώ­στη», ό­που δυο τι­μή­θη­καν με αμ­φό­τε­ρα) δεν υ­πήρ­ξε ού­τε έ­να α­πό εκ­δο­τι­κό οί­κο κα­τα­χω­ρη­μέ­νο στους με­γά­λους. Ακό­μη και στις βρα­χείες λί­στες, η πα­ρου­σία τους ή­ταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Στα 36 προ­τει­νό­με­να των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, μό­νο τα 10 κυ­κλο­φο­ρούν α­πό με­γά­λους, ε­νώ στα 48 των βρα­βείων του «Ανα­γνώ­στη», τα 17.  
Ίσως, οι χα­ρα­κτη­ρι­σμοί με­γά­λος και μι­κρός εκ­δο­τι­κός οί­κος, που α­να­φέ­ρο­νται στην ε­τή­σια πα­ρα­γω­γή βι­βλίου, να έ­χουν με­ρι­κή μό­νο ι­σχύ για τα βι­βλία ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Αυ­τό, για­τί οι με­γά­λοι εκ­δί­δουν ε­κεί­να που εν­δια­φέ­ρουν το πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό, με άλ­λα λό­για τα ε­μπο­ρι­κά, ο­πό­τε δη­μιουρ­γεί­ται έλ­λει­ψη εκ­δό­τη για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, ι­διαί­τε­ρα την ποίη­ση, αλ­λά και τους νέ­ους ε­πί­δο­ξους συγ­γρα­φείς, που συ­νε­χώς πλη­θαί­νουν. Το κε­νό κα­λύ­πτουν  οι μι­κρό­τε­ροι, α­πο­κτώ­ντας ο κα­θέ­νας συ­γκε­κρι­μέ­νο στίγ­μα και ό­νο­μα. Με βά­ση αυ­τά προ­σα­να­το­λί­ζο­νται οι συγ­γρα­φείς κα­τά την α­να­ζή­τη­ση εκ­δό­τη. Εκτός α­πό τους “ά­στε­γους”, στον μι­κρό­τε­ρο στρέ­φο­νται και γνω­στοί συγ­γρα­φείς, εί­τε για­τί τους ελ­κύει το κα­λό ό­νο­μά του εί­τε για­τί ε­πεί­γο­νται να εκ­δώ­σουν. Δεν δε­σμεύο­νται, πά­ντως, α­πό τις πα­λαιό­τε­ρα ι­σχύου­σες σχέ­σεις πί­στης με έ­ναν εκ­δο­τι­κό οί­κο. Κά­πως έ­τσι, προ­κύ­πτουν α­πό τους μι­κρούς ο­ρι­σμέ­νοι με­γά­λοι στο εί­δος τους. Όπως, ό­μως, έ­να παι­δί που το γνω­ρί­ζεις α­πό μι­κρό, ε­ξα­κο­λου­θείς κι ό­ταν με­γα­λώ­σει να το φω­νά­ζεις Γιαν­νά­κη, α­ντι­στοί­χως α­πο­κα­λού­με μι­κρό, λ.χ., τον Γα­βριη­λί­δη. 
Οι κρι­τι­κές ε­πι­τρο­πές των βρα­βεύ­σεων φρο­ντί­ζουν, στις βρα­χείες λί­στες, οι με­γά­λοι να έ­χουν ι­κα­νο­ποιη­τι­κή πα­ρου­σία, ώ­στε να μην δη­μιουρ­γεί­ται ε­ξαρ­χής η δυ­σά­ρε­στη ε­ντύ­πω­ση του α­πο­κλει­σμού. Ασχέ­τως αν τε­λι­κά προ­τι­μούν το βι­βλίο ε­νός μι­κρού εκ­δό­τη και με το σκε­πτι­κό, ό­τι έ­τσι προ­σθέ­τουν κύ­ρος στην ε­πι­λο­γή τους. Ο ε­φε­τι­νός πα­ρα­με­ρι­σμός των με­γά­λων α­κό­μη και α­πό τις βρα­χείες λί­στες των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, συ­νι­στά σχε­δόν πρό­κλη­ση. Προϊδεά­ζει, ω­στό­σο, για το δια­φο­ρε­τι­κό προ­φίλ της νέ­ας ε­πι­τρο­πής. Πά­ντως, για να μην ω­ραιο­ποιού­με τις κα­τα­στά­σεις, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τα μέ­λη της ε­κά­στο­τε ε­πι­τρο­πής έ­χουν σχέ­ση με του­λά­χι­στον έ­ναν εκ­δό­τη, που δεν ε­πι­θυ­μούν να δυ­σα­ρε­στή­σουν.   

Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι

Μα­κρη­γο­ρή­σα­με πε­ρί εκ­δο­τών, που θεω­ρη­τι­κά δεν α­πο­τε­λούν κρι­τή­ριο σε μία βρά­βευ­ση. Στην πρά­ξη, ό­μως, α­πο­βαί­νει έ­νας ό­χι α­με­λη­τέ­ος πα­ρά­γο­ντας, που λαν­θά­νει. Δεν υ­πο­στη­ρί­ζου­με, ω­στό­σο, πως, αν το βρα­βευ­μέ­νο βι­βλίο μι­κρού εκ­δο­τι­κού οί­κου κυ­κλο­φο­ρού­σε α­πό έ­ναν με­γά­λο, θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση. Πα­ρά­δειγ­μα η Νί­κη Ανα­στα­σέα, που, με το τέ­ταρ­το μυ­θι­στό­ρη­μά της, α­πέ­σπα­σε και τα δυο βρα­βεία. Συγ­γρα­φέ­ας του εκ­δο­τι­κού οί­κου Κέ­δρος, θα μπο­ρού­σε να πα­ρα­μεί­νει σε αυ­τόν ή να α­κο­λου­θή­σει το ρεύ­μα ε­κεί­νων, που με­τα­πή­δη­σαν στο Με­ταίχ­μιο. Αντί αυ­τών, προ­τί­μη­σε έ­ναν μι­κρό με κα­λό ό­νο­μα, τις εκ­δό­σεις Πό­λις. Να ση­μειώ­σου­με, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μία πρω­τιά της εν λό­γω συγ­γρα­φέως, που δεν ε­πι­ση­μάν­θη­κε. Εί­ναι η πρώ­τη α­πό ό­σους έ­χουν δια­κρι­θεί με βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, που τι­μά­ται και με κυ­ρίως βρα­βείο και δη, εις δι­πλούν. Θυ­μί­ζου­με ό­τι, α­πό το 1996, που θε­σμο­θε­τεί­ται α­πό το «Δια­βά­ζω» βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα, έ­χουν α­πο­νε­μη­θεί 17 βρα­βεία, ό­λα πλην δυο για βι­βλία πε­ζο­γρα­φίας. Ενώ, α­πό το 2011, που θε­σμο­θε­τεί­ται α­ντί­στοι­χο Κρα­τι­κό Βρα­βείο, έ­χουν δο­θεί πέ­ντε, κα­θώς τις δυο πρώ­τες χρο­νιές μοι­ρά­στη­κε σε δυο. Πα­ρα­δό­ξως, μό­νο έ­να μι­σό δί­νε­ται σε βι­βλίο πε­ζο­γρα­φίας. Δύο α­πό αυ­τά τα πέ­ντε συ­μπί­πτουν με βρα­βεύ­σεις του «Δια­βά­ζω». Έτσι, η Ανα­στα­σέα, που ή­ταν η δεύ­τε­ρη βρα­βευ­θεί­σα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη, το 1998, εί­ναι η πρώ­τη α­πό τους 20 βρα­βευ­θέ­ντες, που φθά­νει 16 χρό­νια με­τά στο κυ­ρίως βρα­βείο. Ο πρώ­τος βρα­βευ­θείς, Τά­σος Χατ­ζη­τά­τσης, δεν πρό­λα­βε, ε­γκα­τα­λεί­πο­ντας νω­ρίς τα ε­γκό­σμια. 
Οι βρα­χείες λί­στες και των δυο βρα­βείων πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου συγ­γρα­φέα του 2013 (με πέ­ντε προ­τει­νό­με­νους του Κρα­τι­κού Βρα­βείου και ο­κτώ του «Ανα­γνώ­στη») α­παρ­τί­ζο­νταν α­πό ποιη­τι­κά βι­βλία, πλην ε­νός πε­ζού στη λί­στα του δεύ­τε­ρου. Όπου τέσ­σε­ρα βι­βλία α­πο­τε­λού­σαν προ­τά­σεις αμ­φο­τέ­ρων. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, ο τι­μη­θείς με το Κρα­τι­κό πα­ρου­σια­ζό­ταν μό­νο στη μία λί­στα. Εί­χε, ό­μως, ή­δη α­πο­σπά­σει το δεύ­τε­ρο βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου στο ε­φε­τι­νό, 33ο Συ­μπό­σιο Ποίη­σης στην Πά­τρα. Εκεί η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή, ταυ­τι­ζό­με­νη με την ορ­γα­νω­τι­κή, ή­ταν εν­δε­κα­με­λής, ό­που συμ­με­τεί­χε ως μέ­λος ο πρό­ε­δρος της κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, Αλέ­ξης Ζή­ρας. Ο βρα­βευ­θείς εί­ναι ο Χρή­στος Αρμά­ντο Γκέ­ζος. Ήρθε στην Ελλά­δα οι­κο­γε­νεια­κώς α­πό την Αλβα­νία, το 1991, τριών ε­τών. Εί­ναι ο πρώ­τος με­τα­νά­στης, που τι­μά­ται με Κρα­τι­κό Βρα­βείο. Δεν υ­πήρ­ξε, ω­στό­σο, η λε­γό­με­νη “θύελ­λα α­ντι­δρά­σεω­ν”, πι­θα­νώς και για­τί η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή το­νί­ζει στο σκε­πτι­κό της, ό­τι θέ­λη­σε “να τι­μή­σει έ­να νέο που γεν­νή­θη­κε στη Χει­μάρ­ρα της Βο­ρείου Ηπεί­ρου”. Δη­μιουρ­γεί­ται η α­πο­ρία, κα­τά πό­σο θα άλ­λα­ζε  η α­ξιο­λό­γη­ση της συ­γκε­κρι­μέ­νης ποιη­τι­κής συλ­λο­γής, αν η οι­κο­γέ­νεια Γκέ­ζου ερ­χό­ταν α­πό την λοι­πή Αλβα­νία. Ή και α­ντι­στρό­φως, μή­πως η ε­πι­θυ­μία προ­βο­λής ε­νός Βο­ρειο­η­πει­ρώ­τη πα­ρέ­καμ­ψε τα αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια, κα­θώς το σκε­πτι­κό δεν α­να­φέ­ρε­ται στη στι­χουρ­γι­κή αλ­λά σε “σκλη­ρά βιώ­μα­τα και ο­δυ­νη­ρές ε­μπει­ρίες”. 
Ας μη με­τριά­ζου­με τη ση­μα­σία της α­πό­φα­σης. Εί­ναι μία ση­μα­ντι­κή πρώ­τη φο­ρά, που δεί­χνει τις εκ­συγ­χρο­νι­στι­κές α­ντι­λή­ψεις της νέ­ας κρι­τι­κής ε­πι­τρο­πής ή του­λά­χι­στον της πλειο­ψη­φίας της, κα­θώς, στα ο­κτώ βρα­βεία, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Με­γά­λου Βρα­βείου Γραμ­μά­των, τα έ­ξι δό­θη­καν κα­τά πλειο­ψη­φία. Το 2010, ε­πί Γε­ρου­λά­νου, ό­ταν άλ­λα­ξε το νο­μο­θε­τι­κό πλαί­σιο των Κρα­τι­κών Βρα­βείων, με­τα­ξύ άλ­λων, ο­ρί­σθη­καν χρο­νι­κά πλαί­σια για τις ερ­γα­σίες της Επι­τρο­πής, κα­θώς και η υ­πο­χρέω­ση να τη­ρού­νται μα­γνη­το­φω­νη­μέ­να πρα­κτι­κά. Αμφό­τε­ρα α­θε­τή­θη­καν. Αντί των πρα­κτι­κών, ό­που θα πα­ρου­σιά­ζο­νταν συ­ζη­τή­σεις και μειο­ψη­φού­σες α­πό­ψεις, δη­μο­σιεύε­ται το σκε­πτι­κό για κά­θε βρα­βείο, δη­λα­δή οι λό­γοι για τους ο­ποίους προ­τι­μή­θη­κε το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο, κι αυ­τοί σε α­πό­λυ­τη και ό­χι συ­γκρι­τι­κή βά­ση. Μό­νες ε­ξαι­ρέ­σεις, το σκε­πτι­κό των βρα­βείων Δο­κι­μίου και Μαρ­τυ­ρίας-Βιο­γρα­φίας-Χρο­νι­κού-Τα­ξι­διω­τι­κής Λο­γο­τε­χνίας. Τη σύ­ντα­ξη ε­νός σκε­πτι­κού την α­να­λαμ­βά­νει μέ­λος, που υ­πε­ρα­σπί­στη­κε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη υ­πο­ψη­φιό­τη­τα. Με βά­ση τους συ­ντά­κτες των σκε­πτι­κών, αλ­λά και τα εκ­πε­φρα­σμέ­να των με­λών, ει­κά­ζου­με πως κα­θο­ρι­στι­κός θα πρέ­πει να στά­θη­κε ο λό­γος των τεσ­σά­ρων, που, του­λά­χι­στον η­λι­κια­κά, ε­ντάσ­σο­νται στη γε­νιά του ’70. Ο πρε­σβύ­τε­ρος της Επι­τρο­πής (Διο­νύ­σης Μα­γκλι­βέ­ρας) και ε­κεί­νος της γε­νιάς του ’80 (Γιώρ­γος Ξε­νά­ριος) εν­δε­χο­μέ­νως να δια­φώ­νη­σαν (πά­ντως, σκε­πτι­κό δεν υ­πο­γρά­φουν). Αντί­στοι­χα, η τριά­δα των νεό­τε­ρων πα­νε­πι­στη­μια­κών δεί­χνει να κρά­τη­σε τα ί­σα (με τους δυο να υ­πο­γρά­φουν το σκε­πτι­κό δυο βρα­βεύ­σεων, που δεν ε­ντάσ­σο­νται σε αυ­τό το προο­δευ­τι­κών τά­σεων σκε­πτι­κό). 

Αδύ­να­μοι και α­δι­κη­μέ­νοι

Ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο δια­φο­ρο­ποίη­σης της Επι­τρο­πής, το ο­ποίο εκ­φρά­ζει τις τρέ­χου­σες ι­δε­ο­λο­γι­κές πα­ρα­δο­χές της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, εί­ναι η α­πο­νο­μή του δεύ­τε­ρου νεό­τευ­κτου βρα­βείου, του «Ει­δι­κού βρα­βείου για την προ­α­γω­γή του δια­λό­γου σχε­τι­κά με ευαί­σθη­τα κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα». Τα δυο πρώ­τα χρό­νια, η προ­η­γού­με­νη κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή δεν το α­πέ­νει­με. Ει­ση­γή­θη­κε, μά­λι­στα, να κα­ταρ­γη­θεί, με το σκε­πτι­κό, πως “ο ε­μπρό­θε­τος προ­βλη­μα­τι­σμός πά­νω σε ευαί­σθη­τα ζη­τή­μα­τα εκ­φεύ­γει της λο­γο­τε­χνι­κής λει­τουρ­γίας”, υ­πο­τάσ­σο­ντας τη μορ­φή στο θέ­μα. Εφέ­τος, α­πο­νε­μή­θη­κε και μά­λι­στα ο­μό­φω­να, στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Πα­τρι­νού Βα­σί­λη Λα­δά «Παι­χνί­δια κρί­κετ», που εί­χε συ­μπε­ρι­λη­φθεί στη βρα­χεία λί­στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Το σκε­πτι­κό, που συ­ντάσ­σει η Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου,  το το­πο­θε­τεί στη “λο­γο­τε­χνία ντο­κου­μέ­ντο της ση­με­ρι­νής ε­πο­χής”, ό­πως και τα προ­η­γού­με­να βι­βλία του, “με ε­ρέ­θι­σμα τον κα­ταυ­λι­σμό με­τα­να­στών και φυ­γά­δων στο λι­μά­νι της Πά­τρας”. Με ό­ρους ε­πι­κοι­νω­νια­κούς, το τρέ­χον πο­λι­τι­κά ορ­θό δεν ά­φη­νε πε­ρι­θώ­ρια στα μέ­λη της Επι­τρο­πής να μην το ψη­φί­σουν, ό­ταν, κα­τά τα φαι­νό­με­να, άλ­λη πρό­τα­ση δεν υ­πήρ­ξε.
Γε­νι­κώς, η Επι­τρο­πή στά­θη­κε α­ρω­γός μι­κρών, α­δύ­να­μων και α­δι­κη­μέ­νων, α­πό τον μι­κρό εκ­δο­τι­κό οί­κο στον α­δύ­να­μο με­τα­νά­στη και τον α­δι­κη­μέ­νο λό­γω των λε­γό­με­νων ε­θνι­κι­στι­κών κα­θη­λώ­σεων. Ένα τρί­το ση­μείο α­ντι­δια­στο­λής συ­νι­στά η α­πο­νο­μή του βρα­βείου ποίη­σης στον Μάρ­κο Μέ­σκο, ο ο­ποίος θα α­να­με­νό­ταν να το εί­χε πά­ρει προ πολ­λού. Θυ­μί­ζου­με τις βρα­βεύ­σεις, Δη­μου­λά 1989, Λε­ο­ντά­ρης 1997, Μαρ­κί­δης 2001, Γα­λά­της 2006, Χρι­στια­νό­που­λος 2011, Ρουκ 2012. Άλλω­στε, ο Μέ­σκος βρί­σκε­ται ε­δώ και χρό­νια στους υ­πο­ψή­φιους για το Με­γά­λο Βρα­βείο. Ασφα­λώς και ε­φέ­τος θα συ­ζη­τή­θη­κε. Μέ­χρι προ­χτές, η μό­νη διά­κρι­ση που εί­χε λά­βει, ή­ταν το βρα­βείο ποίη­σης του «Δια­βα­ζω», την πρώ­τη χρο­νιά της θε­σμο­θέ­τη­σής του, το 1996. Σύμ­φω­να με το σκε­πτι­κό της Επι­τρο­πής, που υ­πο­γρά­φει ο πρό­ε­δρος, “με αυ­τήν την ε­πι­λο­γή εί­ναι μάλ­λον βέ­βαιο ό­τι θέ­λα­με να τι­μη­θεί έ­νας α­πό τους ση­μα­ντι­κούς ποιη­τές μας, που ε­πί πολ­λά χρό­νια ή­ταν πα­ρών αλ­λά και α­φα­νής”. Απο­ρού­με με ε­κεί­νο το “μάλ­λο­ν”. Όσο για “α­φα­νής”, ο Μέ­σκος πο­τέ δεν υ­πήρ­ξε, μό­νο α­βρά­βευ­τος α­πό τους κρα­τι­κούς φο­ρείς. Σε αυ­τό, συ­νε­τέ­λε­σε ό­τι έρ­χε­ται α­πό την πα­ρα­με­θό­ριο “μαύ­ρη γη” και στα γρα­πτά του, ι­δίως, τα πε­ζά, φύ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­λω­τι­κά, α­κού­γο­νται “μα­κε­δο­νί­τι­κα που­λιά να λα­λούν μα­κε­δο­νί­τι­κα”.
Δύο βρα­βεύ­σεις, του Δο­κι­μίου και της Βιο­γρα­φίας, α­κο­λου­θούν την κα­θιε­ρω­μέ­νη γραμ­μή πλεύ­σης, ό­που τα σκε­πτι­κά εί­ναι δυο πα­νε­πι­στη­μια­κών. Η α­πο­νο­μή του πρώ­του στον Μι­χά­λη Χρυ­σαν­θό­που­λο α­ντα­πο­κρί­νε­ται στη συ­νή­θεια τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία να έ­χουν και λί­γο θεσ­σα­λο­νι­κιώ­τι­κο ά­ρω­μα. Ο Χρυ­σαν­θό­που­λος εί­ναι μεν Αθη­ναίος, αλ­λά, σή­με­ρα, έ­χει τη θέ­ση του κα­θη­γη­τή του Αρι­στο­τε­λείου. Ήταν στη βρα­χεία λί­στα και των βρα­βείων του «Ανα­γνώ­στη», ό­που βρα­βεύ­θη­κε έ­τε­ρο, νεό­τε­ρο μέ­λος του εν λό­γω Ιδρύ­μα­τος, η Αλε­ξάν­δρα Ρα­σι­δά­κη. Αλλά και τα προ­η­γού­με­να Κρα­τι­κά Βρα­βεία στην ευ­ρύ­τε­ρη οι­κο­γέ­νεια πή­γα­ν· του 2012 στον Θεσ­σα­λο­νι­κιό με σπου­δές στο Αρι­στο­τέ­λειο Αντώ­νη Λιά­κο, σή­με­ρα κα­θη­γη­τή στο Αθή­νη­σι, και του 2011, κα­τά το ή­μι­συ, στην Θεσ­σα­λο­νι­κιά και κα­θη­γή­τρια του Αρι­στο­τε­λείου Βε­νε­τία Απο­στο­λί­δου.
Το δεύ­τε­ρο βρα­βείο θα α­να­με­νό­ταν να δο­θεί στον Νί­κο Θε­ο­το­κά για τον Μα­κρυ­γιάν­νη του, κα­θώς εκ­φρά­ζει τη με­τα­νεω­τε­ρι­κή ο­πτι­κή των ι­στο­ρι­κών. Αντί αυ­τού, προ­τι­μή­θη­κε μία αυ­το­βιο­γρα­φία με τις τα­λαι­πω­ρίες των Αρι­στε­ρών α­πό τον Εμφύ­λιο μέ­χρι τις αρ­χές του ’60. Οφει­λό­με­νο, α­πό μία ά­πο­ψη, το βρα­βείο στον Θο­δω­ρή Καλ­λι­φα­τί­δη, με­τα­νά­στη α­πό το 1964 στη Σουη­δία και ε­κεί, τι­μη­μέ­νο με βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή­δη α­πό το 1981. Κα­τά τα άλ­λα, τό­σο ευ­ρύ φά­σμα γε­νέ­θλιων τό­πων και τό­πων δια­μο­νής βρα­βευ­μέ­νων δύ­σκο­λα α­πα­ντά­ται. Με­τρά­με στη σει­ρά: Χει­μάρ­ρα, Έδεσ­σα, Κο­ζά­νη, Αθή­να, Πει­ραιάς, Πά­τρα, Μο­λα­οί Λα­κω­νίας, Στοκ­χόλ­μη. Ο Κο­ζα­νί­της εί­ναι ο Γιάν­νης Πα­λα­βός, που “σά­ρω­σε” τα βρα­βεία ό­πως και η Ανα­στα­σέα. Μό­νο που αυ­τός εί­ναι ε­τών 34 και α­πέ­σπα­σε το Βρα­βείο Διη­γή­μα­τος με το δεύ­τε­ρο βι­βλίο του συν έ­να εξ η­μι­σείας. Εί­ναι ο νεό­τε­ρος που τι­μά­ται με το εν λό­γω βρα­βείο, που, μέ­χρι πρό­τι­νος, δι­νό­ταν σε ώ­ρι­μους συγ­γρα­φείς. Η πλη­σιέ­στε­ρη η­λι­κια­κά εί­ναι η Λέ­να Κι­τσο­πού­λου, που πή­ρε το βρα­βείο διη­γή­μα­τος του «Δια­βά­ζω» το 2007, στα 36.
Η κρι­τι­κή υ­πο­δο­χή του Πα­λα­βού, κυ­ρίως α­πό τους πρε­σβύ­τε­ρους, στά­θη­κε ά­κρως ε­παι­νε­τι­κή. Για­τί, ό­μως, τό­σος εν­θου­σια­σμός; Σύμ­φω­να με τον Γιώρ­γο Αρά­γη, που πλου­τί­ζει τα κρι­τι­κά του κεί­με­να με κοι­νω­νι­κής υ­φής πα­ρα­τη­ρή­σεις, “η α­νά­γνω­ση των συ­νο­λι­κά 33 διη­γη­μά­των α­φή­νει την ε­ντύ­πω­ση μιας φτυ­σιάς πά­νω στα πε­πραγ­μέ­να των προ­γε­νέ­στε­ρων η­λι­κιώ­ν”. Οπό­τε, κα­τά μία φροϋδι­κή ερ­μη­νεία, η “φτυ­σιά” ξύ­πνη­σε τις ε­νο­χές των πα­λαί­μα­χων. Επι­κρο­τώ­ντας, πά­ντως, η Επι­τρο­πή αυ­τήν την “αυ­θε­ντι­κή α­με­ρι­κά­νι­κη φω­νή”, ό­πως έ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στεί, δεί­χνει πως πα­ρα­κο­λου­θεί την με­τα­μο­ντέρ­να αι­σθη­τι­κή. Σε μία ε­πο­χή α­πο­θέω­σης της νεό­τη­τας, κα­λό εί­ναι τα βρα­βεία να μην μυ­ρί­ζουν να­φθα­λί­νη. Το 2011, βα­σι­κό αί­τη­μα ή­ταν η ε­πάν­δρω­ση των ε­πι­τρο­πών με νε­α­ρής η­λι­κίας μέ­λη. Για πρώ­τη φο­ρά, ε­πι­λέ­χτη­κε πε­νη­ντά­ρης πρό­ε­δρος και τρια­ντά­ρη­δες κρι­τι­κοί.  Πά­ντως, το βρα­βείο διη­γή­μα­τος δεν α­πο­νε­μή­θη­κε ο­μό­φω­να.

Με­γά­λο Βρα­βείο

Ομό­φω­να α­πο­νε­μή­θη­κε, ως εί­θι­σται, το Με­γά­λο Βρα­βείο. Κα­τά κα­νό­να, δεν λεί­πουν οι συ­γκρού­σεις, αλ­λά αυ­τές γί­νο­νται κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών. Υπε­ρι­σχύει η γνώ­μη ε­νός ι­σχυ­ρού, που δεν συ­νε­πά­γε­ται πά­ντα πλειο­ψη­φι­κή α­πο­δο­χή. Σπα­νίως, οι ό­ποιες α­ντιρ­ρή­σεις α­κού­γο­νται πα­ραέ­ξω, ό­πως προ τριε­τίας, ο­πό­τε και α­πο­τέ­λε­σαν ύ­βριν για το τι­μώ­με­νο πρό­σω­πο. Εφέ­τος α­πο­νε­μή­θη­κε στον Δη­μή­τρη Ραυ­τό­που­λο, που συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν στη λί­στα Δο­κι­μίου των Κρα­τι­κών αλ­λά ό­χι του «Ανα­γνώ­στη». Το 1997, εί­χε τι­μη­θεί με το Βρα­βείο Δο­κι­μίου για το βι­βλίο του «Άρης Αλε­ξάν­δρου, ο ε­ξό­ρι­στος». Εί­ναι ο τρί­τος κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνίας, που τι­μά­ται με το Με­γά­λο Βρα­βείο. Δεν εί­ναι λο­γο­τέ­χνης, ό­πως δεν ή­ταν ο Αλέξ. Αργυ­ρίου και η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη. Επει­δή οι κρι­τι­κοί θεω­ρού­νται α­δύ­να­μες υ­πο­ψη­φιό­τη­τες για το Με­γά­λο Βρα­βείο, πα­ρα­τη­ρεί­ται τά­ση ε­ξω­ραϊσμού του έρ­γου τους. Προ­σφά­τως, με το θά­να­το της Ανα­γνω­στά­κη, στις νε­κρο­λο­γίες κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια να α­να­δει­χθεί το έρ­γο της πλέ­ον πο­λυ­σέ­λι­δο του πραγ­μα­τι­κού. Κι ό­μως, μπο­ρεί και ο κρι­τι­κός, ό­πως ο ποιη­τής, να κα­τα­θέ­σει έ­να και μό­νο βι­βλίο και το ό­νο­μά του να γρα­φτεί στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, ε­νώ του μά­χι­μου των ε­κα­το­ντά­δων δη­μο­σιευ­μά­των να α­πο­θά­νει με­τ’ αυ­τού. Αντι­στοί­χως, πα­ραλ­λάσ­σουν κα­τά τα τρέ­χο­ντα πρό­τυ­πα το προ­φίλ α­ρι­στε­ρών, ό­πως ο Αργυ­ρίου και ο Ραυ­τό­που­λος, που διέ­τρε­ξαν ο­λό­κλη­ρο το ι­δε­ο­λο­γι­κό φά­σμα, α­πό πι­στοί “της μαρ­ξι­στι­κής κο­σμο­θεω­ρίας, παίρ­νο­ντας ο­ρι­σμέ­νες ε­λευ­θε­ριό­τη­τες α­πέ­να­ντί της, οι ο­ποίες, ό­μως, δεν α­πο­δέ­σμευαν την κρι­τι­κή τους ό­ρα­ση”, (ό­πως γρά­φει ο Βά­σος Βα­ρί­κας για τον Ραυ­τό­που­λο, με α­φορ­μή το πρώ­το βι­βλίο του, «Οι Ιδέες και τα Έργα», του 1965) μέ­χρι θια­σώ­τες ε­νός α­ντι­κομ­μου­νι­σμού, που μπο­ρεί να ε­νο­χλεί ή και να εν­θου­σιά­ζει τους η­λι­κια­κά νεό­τε­ρούς τους.  
Συ­νο­ψί­ζο­ντας, τα Κρα­τι­κά Βρα­βεία έ­δει­ξαν πως τα αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια έρ­χο­νται σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Το ί­διο συμ­βαί­νει και στις κρι­τι­κές της λο­γο­τε­χνίας, ό­που δια­χω­ρί­ζε­ται η μορ­φή του πε­ριε­χο­μέ­νου, το ο­ποίο συ­νή­θως α­πα­σχο­λεί. Ευ­χό­μα­στε του χρό­νου κα­λύ­τε­ρα και, κυ­ρίως, α­πο­φάν­σεις με πιο αυ­στη­ρούς λο­γο­τε­χνι­κούς όρους.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/4/2014.