Οι λεγόμενοι μικροί εκδοτικοί οίκοι “σάρωσαν” τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, μέχρι που εκτόπισαν ολοσχερώς τους μεγάλους. Κυριάρχησαν οι εκδόσεις Γαβριηλίδης, αποσπώντας τρία από τα επτά βραβεία που απονεμήθηκαν. Ενώ, άλλοι τέσσερις (Άγρα, Νεφέλη, Πόλις, Πολύτροπον) μοιράστηκαν τα υπόλοιπα. Είχε προηγηθεί η πλήρης επικράτηση των μικρών και στα βραβεία του «Αναγνώστη» (τη συνέχεια των βραβείων του «Διαβάζω»). Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια κέρδιζαν συνεχώς έδαφος και στα δυο αυτά λογοτεχνικά βραβεία, που είναι και τα αξιολογότερα υπάρχοντα. Απλώς, στις πρόσφατες βραβεύσεις, για τις εκδόσεις του 2012, στα συνολικά 10 βραβευμένα βιβλία (επτά των Κρατικών και πέντε του «Αναγνώστη», όπου δυο τιμήθηκαν με αμφότερα) δεν υπήρξε ούτε ένα από εκδοτικό οίκο καταχωρημένο στους μεγάλους. Ακόμη και στις βραχείες λίστες, η παρουσία τους ήταν περιορισμένη. Στα 36 προτεινόμενα των Κρατικών Βραβείων, μόνο τα 10 κυκλοφορούν από μεγάλους, ενώ στα 48 των βραβείων του «Αναγνώστη», τα 17.
Ίσως, οι χαρακτηρισμοί μεγάλος και μικρός εκδοτικός οίκος, που αναφέρονται στην ετήσια παραγωγή βιβλίου, να έχουν μερική μόνο ισχύ για τα βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό, γιατί οι μεγάλοι εκδίδουν εκείνα που ενδιαφέρουν το πλατύτερο κοινό, με άλλα λόγια τα εμπορικά, οπότε δημιουργείται έλλειψη εκδότη για την ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα την ποίηση, αλλά και τους νέους επίδοξους συγγραφείς, που συνεχώς πληθαίνουν. Το κενό καλύπτουν οι μικρότεροι, αποκτώντας ο καθένας συγκεκριμένο στίγμα και όνομα. Με βάση αυτά προσανατολίζονται οι συγγραφείς κατά την αναζήτηση εκδότη. Εκτός από τους “άστεγους”, στον μικρότερο στρέφονται και γνωστοί συγγραφείς, είτε γιατί τους ελκύει το καλό όνομά του είτε γιατί επείγονται να εκδώσουν. Δεν δεσμεύονται, πάντως, από τις παλαιότερα ισχύουσες σχέσεις πίστης με έναν εκδοτικό οίκο. Κάπως έτσι, προκύπτουν από τους μικρούς ορισμένοι μεγάλοι στο είδος τους. Όπως, όμως, ένα παιδί που το γνωρίζεις από μικρό, εξακολουθείς κι όταν μεγαλώσει να το φωνάζεις Γιαννάκη, αντιστοίχως αποκαλούμε μικρό, λ.χ., τον Γαβριηλίδη.
Οι κριτικές επιτροπές των βραβεύσεων φροντίζουν, στις βραχείες λίστες, οι μεγάλοι να έχουν ικανοποιητική παρουσία, ώστε να μην δημιουργείται εξαρχής η δυσάρεστη εντύπωση του αποκλεισμού. Ασχέτως αν τελικά προτιμούν το βιβλίο ενός μικρού εκδότη και με το σκεπτικό, ότι έτσι προσθέτουν κύρος στην επιλογή τους. Ο εφετινός παραμερισμός των μεγάλων ακόμη και από τις βραχείες λίστες των Κρατικών Βραβείων, συνιστά σχεδόν πρόκληση. Προϊδεάζει, ωστόσο, για το διαφορετικό προφίλ της νέας επιτροπής. Πάντως, για να μην ωραιοποιούμε τις καταστάσεις, τα περισσότερα από τα μέλη της εκάστοτε επιτροπής έχουν σχέση με τουλάχιστον έναν εκδότη, που δεν επιθυμούν να δυσαρεστήσουν.
Πρωτοεμφανιζόμενοι
Μακρηγορήσαμε περί εκδοτών, που θεωρητικά δεν αποτελούν κριτήριο σε μία βράβευση. Στην πράξη, όμως, αποβαίνει ένας όχι αμελητέος παράγοντας, που λανθάνει. Δεν υποστηρίζουμε, ωστόσο, πως, αν το βραβευμένο βιβλίο μικρού εκδοτικού οίκου κυκλοφορούσε από έναν μεγάλο, θα είχε διαφορετική αντιμετώπιση. Παράδειγμα η Νίκη Αναστασέα, που, με το τέταρτο μυθιστόρημά της, απέσπασε και τα δυο βραβεία. Συγγραφέας του εκδοτικού οίκου Κέδρος, θα μπορούσε να παραμείνει σε αυτόν ή να ακολουθήσει το ρεύμα εκείνων, που μεταπήδησαν στο Μεταίχμιο. Αντί αυτών, προτίμησε έναν μικρό με καλό όνομα, τις εκδόσεις Πόλις. Να σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, μία πρωτιά της εν λόγω συγγραφέως, που δεν επισημάνθηκε. Είναι η πρώτη από όσους έχουν διακριθεί με βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, που τιμάται και με κυρίως βραβείο και δη, εις διπλούν. Θυμίζουμε ότι, από το 1996, που θεσμοθετείται από το «Διαβάζω» βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, έχουν απονεμηθεί 17 βραβεία, όλα πλην δυο για βιβλία πεζογραφίας. Ενώ, από το 2011, που θεσμοθετείται αντίστοιχο Κρατικό Βραβείο, έχουν δοθεί πέντε, καθώς τις δυο πρώτες χρονιές μοιράστηκε σε δυο. Παραδόξως, μόνο ένα μισό δίνεται σε βιβλίο πεζογραφίας. Δύο από αυτά τα πέντε συμπίπτουν με βραβεύσεις του «Διαβάζω». Έτσι, η Αναστασέα, που ήταν η δεύτερη βραβευθείσα πρωτοεμφανιζόμενη, το 1998, είναι η πρώτη από τους 20 βραβευθέντες, που φθάνει 16 χρόνια μετά στο κυρίως βραβείο. Ο πρώτος βραβευθείς, Τάσος Χατζητάτσης, δεν πρόλαβε, εγκαταλείποντας νωρίς τα εγκόσμια.
Οι βραχείες λίστες και των δυο βραβείων πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του 2013 (με πέντε προτεινόμενους του Κρατικού Βραβείου και οκτώ του «Αναγνώστη») απαρτίζονταν από ποιητικά βιβλία, πλην ενός πεζού στη λίστα του δεύτερου. Όπου τέσσερα βιβλία αποτελούσαν προτάσεις αμφοτέρων. Κατ’ εξαίρεση, ο τιμηθείς με το Κρατικό παρουσιαζόταν μόνο στη μία λίστα. Είχε, όμως, ήδη αποσπάσει το δεύτερο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο εφετινό, 33ο Συμπόσιο Ποίησης στην Πάτρα. Εκεί η κριτική επιτροπή, ταυτιζόμενη με την οργανωτική, ήταν ενδεκαμελής, όπου συμμετείχε ως μέλος ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής των Κρατικών Βραβείων, Αλέξης Ζήρας. Ο βραβευθείς είναι ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος. Ήρθε στην Ελλάδα οικογενειακώς από την Αλβανία, το 1991, τριών ετών. Είναι ο πρώτος μετανάστης, που τιμάται με Κρατικό Βραβείο. Δεν υπήρξε, ωστόσο, η λεγόμενη “θύελλα αντιδράσεων”, πιθανώς και γιατί η κριτική επιτροπή τονίζει στο σκεπτικό της, ότι θέλησε “να τιμήσει ένα νέο που γεννήθηκε στη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου”. Δημιουργείται η απορία, κατά πόσο θα άλλαζε η αξιολόγηση της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής, αν η οικογένεια Γκέζου ερχόταν από την λοιπή Αλβανία. Ή και αντιστρόφως, μήπως η επιθυμία προβολής ενός Βορειοηπειρώτη παρέκαμψε τα αισθητικά κριτήρια, καθώς το σκεπτικό δεν αναφέρεται στη στιχουργική αλλά σε “σκληρά βιώματα και οδυνηρές εμπειρίες”.
Ας μη μετριάζουμε τη σημασία της απόφασης. Είναι μία σημαντική πρώτη φορά, που δείχνει τις εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις της νέας κριτικής επιτροπής ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας της, καθώς, στα οκτώ βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων, τα έξι δόθηκαν κατά πλειοψηφία. Το 2010, επί Γερουλάνου, όταν άλλαξε το νομοθετικό πλαίσιο των Κρατικών Βραβείων, μεταξύ άλλων, ορίσθηκαν χρονικά πλαίσια για τις εργασίες της Επιτροπής, καθώς και η υποχρέωση να τηρούνται μαγνητοφωνημένα πρακτικά. Αμφότερα αθετήθηκαν. Αντί των πρακτικών, όπου θα παρουσιάζονταν συζητήσεις και μειοψηφούσες απόψεις, δημοσιεύεται το σκεπτικό για κάθε βραβείο, δηλαδή οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το συγκεκριμένο βιβλίο, κι αυτοί σε απόλυτη και όχι συγκριτική βάση. Μόνες εξαιρέσεις, το σκεπτικό των βραβείων Δοκιμίου και Μαρτυρίας-Βιογραφίας-Χρονικού-Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας. Τη σύνταξη ενός σκεπτικού την αναλαμβάνει μέλος, που υπερασπίστηκε τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα. Με βάση τους συντάκτες των σκεπτικών, αλλά και τα εκπεφρασμένα των μελών, εικάζουμε πως καθοριστικός θα πρέπει να στάθηκε ο λόγος των τεσσάρων, που, τουλάχιστον ηλικιακά, εντάσσονται στη γενιά του ’70. Ο πρεσβύτερος της Επιτροπής (Διονύσης Μαγκλιβέρας) και εκείνος της γενιάς του ’80 (Γιώργος Ξενάριος) ενδεχομένως να διαφώνησαν (πάντως, σκεπτικό δεν υπογράφουν). Αντίστοιχα, η τριάδα των νεότερων πανεπιστημιακών δείχνει να κράτησε τα ίσα (με τους δυο να υπογράφουν το σκεπτικό δυο βραβεύσεων, που δεν εντάσσονται σε αυτό το προοδευτικών τάσεων σκεπτικό).
Αδύναμοι και αδικημένοι
Ένα δεύτερο σημείο διαφοροποίησης της Επιτροπής, το οποίο εκφράζει τις τρέχουσες ιδεολογικές παραδοχές της κεντροαριστεράς, είναι η απονομή του δεύτερου νεότευκτου βραβείου, του «Ειδικού βραβείου για την προαγωγή του διαλόγου σχετικά με ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα». Τα δυο πρώτα χρόνια, η προηγούμενη κριτική επιτροπή δεν το απένειμε. Εισηγήθηκε, μάλιστα, να καταργηθεί, με το σκεπτικό, πως “ο εμπρόθετος προβληματισμός πάνω σε ευαίσθητα ζητήματα εκφεύγει της λογοτεχνικής λειτουργίας”, υποτάσσοντας τη μορφή στο θέμα. Εφέτος, απονεμήθηκε και μάλιστα ομόφωνα, στο μυθιστόρημα του Πατρινού Βασίλη Λαδά «Παιχνίδια κρίκετ», που είχε συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα μυθιστορήματος. Το σκεπτικό, που συντάσσει η Μαρία Στασινοπούλου, το τοποθετεί στη “λογοτεχνία ντοκουμέντο της σημερινής εποχής”, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, “με ερέθισμα τον καταυλισμό μεταναστών και φυγάδων στο λιμάνι της Πάτρας”. Με όρους επικοινωνιακούς, το τρέχον πολιτικά ορθό δεν άφηνε περιθώρια στα μέλη της Επιτροπής να μην το ψηφίσουν, όταν, κατά τα φαινόμενα, άλλη πρόταση δεν υπήρξε.
Γενικώς, η Επιτροπή στάθηκε αρωγός μικρών, αδύναμων και αδικημένων, από τον μικρό εκδοτικό οίκο στον αδύναμο μετανάστη και τον αδικημένο λόγω των λεγόμενων εθνικιστικών καθηλώσεων. Ένα τρίτο σημείο αντιδιαστολής συνιστά η απονομή του βραβείου ποίησης στον Μάρκο Μέσκο, ο οποίος θα αναμενόταν να το είχε πάρει προ πολλού. Θυμίζουμε τις βραβεύσεις, Δημουλά 1989, Λεοντάρης 1997, Μαρκίδης 2001, Γαλάτης 2006, Χριστιανόπουλος 2011, Ρουκ 2012. Άλλωστε, ο Μέσκος βρίσκεται εδώ και χρόνια στους υποψήφιους για το Μεγάλο Βραβείο. Ασφαλώς και εφέτος θα συζητήθηκε. Μέχρι προχτές, η μόνη διάκριση που είχε λάβει, ήταν το βραβείο ποίησης του «Διαβαζω», την πρώτη χρονιά της θεσμοθέτησής του, το 1996. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Επιτροπής, που υπογράφει ο πρόεδρος, “με αυτήν την επιλογή είναι μάλλον βέβαιο ότι θέλαμε να τιμηθεί ένας από τους σημαντικούς ποιητές μας, που επί πολλά χρόνια ήταν παρών αλλά και αφανής”. Απορούμε με εκείνο το “μάλλον”. Όσο για “αφανής”, ο Μέσκος ποτέ δεν υπήρξε, μόνο αβράβευτος από τους κρατικούς φορείς. Σε αυτό, συνετέλεσε ότι έρχεται από την παραμεθόριο “μαύρη γη” και στα γραπτά του, ιδίως, τα πεζά, φύσει περισσότερο δηλωτικά, ακούγονται “μακεδονίτικα πουλιά να λαλούν μακεδονίτικα”.
Δύο βραβεύσεις, του Δοκιμίου και της Βιογραφίας, ακολουθούν την καθιερωμένη γραμμή πλεύσης, όπου τα σκεπτικά είναι δυο πανεπιστημιακών. Η απονομή του πρώτου στον Μιχάλη Χρυσανθόπουλο ανταποκρίνεται στη συνήθεια τα Κρατικά Βραβεία να έχουν και λίγο θεσσαλονικιώτικο άρωμα. Ο Χρυσανθόπουλος είναι μεν Αθηναίος, αλλά, σήμερα, έχει τη θέση του καθηγητή του Αριστοτελείου. Ήταν στη βραχεία λίστα και των βραβείων του «Αναγνώστη», όπου βραβεύθηκε έτερο, νεότερο μέλος του εν λόγω Ιδρύματος, η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Αλλά και τα προηγούμενα Κρατικά Βραβεία στην ευρύτερη οικογένεια πήγαν· του 2012 στον Θεσσαλονικιό με σπουδές στο Αριστοτέλειο Αντώνη Λιάκο, σήμερα καθηγητή στο Αθήνησι, και του 2011, κατά το ήμισυ, στην Θεσσαλονικιά και καθηγήτρια του Αριστοτελείου Βενετία Αποστολίδου.
Το δεύτερο βραβείο θα αναμενόταν να δοθεί στον Νίκο Θεοτοκά για τον Μακρυγιάννη του, καθώς εκφράζει τη μετανεωτερική οπτική των ιστορικών. Αντί αυτού, προτιμήθηκε μία αυτοβιογραφία με τις ταλαιπωρίες των Αριστερών από τον Εμφύλιο μέχρι τις αρχές του ’60. Οφειλόμενο, από μία άποψη, το βραβείο στον Θοδωρή Καλλιφατίδη, μετανάστη από το 1964 στη Σουηδία και εκεί, τιμημένο με βραβείο μυθιστορήματος ήδη από το 1981. Κατά τα άλλα, τόσο ευρύ φάσμα γενέθλιων τόπων και τόπων διαμονής βραβευμένων δύσκολα απαντάται. Μετράμε στη σειρά: Χειμάρρα, Έδεσσα, Κοζάνη, Αθήνα, Πειραιάς, Πάτρα, Μολαοί Λακωνίας, Στοκχόλμη. Ο Κοζανίτης είναι ο Γιάννης Παλαβός, που “σάρωσε” τα βραβεία όπως και η Αναστασέα. Μόνο που αυτός είναι ετών 34 και απέσπασε το Βραβείο Διηγήματος με το δεύτερο βιβλίο του συν ένα εξ ημισείας. Είναι ο νεότερος που τιμάται με το εν λόγω βραβείο, που, μέχρι πρότινος, δινόταν σε ώριμους συγγραφείς. Η πλησιέστερη ηλικιακά είναι η Λένα Κιτσοπούλου, που πήρε το βραβείο διηγήματος του «Διαβάζω» το 2007, στα 36.
Η κριτική υποδοχή του Παλαβού, κυρίως από τους πρεσβύτερους, στάθηκε άκρως επαινετική. Γιατί, όμως, τόσος ενθουσιασμός; Σύμφωνα με τον Γιώργο Αράγη, που πλουτίζει τα κριτικά του κείμενα με κοινωνικής υφής παρατηρήσεις, “η ανάγνωση των συνολικά 33 διηγημάτων αφήνει την εντύπωση μιας φτυσιάς πάνω στα πεπραγμένα των προγενέστερων ηλικιών”. Οπότε, κατά μία φροϋδική ερμηνεία, η “φτυσιά” ξύπνησε τις ενοχές των παλαίμαχων. Επικροτώντας, πάντως, η Επιτροπή αυτήν την “αυθεντική αμερικάνικη φωνή”, όπως έχει χαρακτηριστεί, δείχνει πως παρακολουθεί την μεταμοντέρνα αισθητική. Σε μία εποχή αποθέωσης της νεότητας, καλό είναι τα βραβεία να μην μυρίζουν ναφθαλίνη. Το 2011, βασικό αίτημα ήταν η επάνδρωση των επιτροπών με νεαρής ηλικίας μέλη. Για πρώτη φορά, επιλέχτηκε πενηντάρης πρόεδρος και τριαντάρηδες κριτικοί. Πάντως, το βραβείο διηγήματος δεν απονεμήθηκε ομόφωνα.
Μεγάλο Βραβείο
Ομόφωνα απονεμήθηκε, ως είθισται, το Μεγάλο Βραβείο. Κατά κανόνα, δεν λείπουν οι συγκρούσεις, αλλά αυτές γίνονται κεκλεισμένων των θυρών. Υπερισχύει η γνώμη ενός ισχυρού, που δεν συνεπάγεται πάντα πλειοψηφική αποδοχή. Σπανίως, οι όποιες αντιρρήσεις ακούγονται παραέξω, όπως προ τριετίας, οπότε και αποτέλεσαν ύβριν για το τιμώμενο πρόσωπο. Εφέτος απονεμήθηκε στον Δημήτρη Ραυτόπουλο, που συμπεριλαμβανόταν στη λίστα Δοκιμίου των Κρατικών αλλά όχι του «Αναγνώστη». Το 1997, είχε τιμηθεί με το Βραβείο Δοκιμίου για το βιβλίο του «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος». Είναι ο τρίτος κριτικός λογοτεχνίας, που τιμάται με το Μεγάλο Βραβείο. Δεν είναι λογοτέχνης, όπως δεν ήταν ο Αλέξ. Αργυρίου και η Νόρα Αναγνωστάκη. Επειδή οι κριτικοί θεωρούνται αδύναμες υποψηφιότητες για το Μεγάλο Βραβείο, παρατηρείται τάση εξωραϊσμού του έργου τους. Προσφάτως, με το θάνατο της Αναγνωστάκη, στις νεκρολογίες καταβλήθηκε προσπάθεια να αναδειχθεί το έργο της πλέον πολυσέλιδο του πραγματικού. Κι όμως, μπορεί και ο κριτικός, όπως ο ποιητής, να καταθέσει ένα και μόνο βιβλίο και το όνομά του να γραφτεί στις δέλτους της Ιστορίας, ενώ του μάχιμου των εκατοντάδων δημοσιευμάτων να αποθάνει μετ’ αυτού. Αντιστοίχως, παραλλάσσουν κατά τα τρέχοντα πρότυπα το προφίλ αριστερών, όπως ο Αργυρίου και ο Ραυτόπουλος, που διέτρεξαν ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα, από πιστοί “της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, παίρνοντας ορισμένες ελευθεριότητες απέναντί της, οι οποίες, όμως, δεν αποδέσμευαν την κριτική τους όραση”, (όπως γράφει ο Βάσος Βαρίκας για τον Ραυτόπουλο, με αφορμή το πρώτο βιβλίο του, «Οι Ιδέες και τα Έργα», του 1965) μέχρι θιασώτες ενός αντικομμουνισμού, που μπορεί να ενοχλεί ή και να ενθουσιάζει τους ηλικιακά νεότερούς τους.
Συνοψίζοντας, τα Κρατικά Βραβεία έδειξαν πως τα αισθητικά κριτήρια έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Το ίδιο συμβαίνει και στις κριτικές της λογοτεχνίας, όπου διαχωρίζεται η μορφή του περιεχομένου, το οποίο συνήθως απασχολεί. Ευχόμαστε του χρόνου καλύτερα και, κυρίως, αποφάνσεις με πιο αυστηρούς λογοτεχνικούς όρους.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/4/2014.