Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, τι μπορεί να σημαίνει αυτή η σύμπτωση; Τίθεται, βεβαίως, εφόσον της αποδώσουμε τη δέουσα σημασία και δεν την αντιπαρέλθουμε, όπως μάλλον έκαναν οι περισσότεροι αναγνώστες το προηγούμενο Σάββατο, διαβάζοντας το πρόσφατο άρθρο. Μια πιθανή απάντηση είναι ότι το φαινόμενο, στο οποίο αναφέρονται οι δυο βιβλιοκριτικοί, εξακολουθεί να υπάρχει και να απασχολεί το χώρο του βιβλίου.
Πιο συγκεκριμένα. Στις 13 Νοεμβρίου 1988, στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Η Καθημερινή», της οποίας την επιμέλεια είχε τότε η βιβλιοκριτικός Ελισάβετ Κοτζιά, στην κεντρική θέση, που προορίζεται για τη βασική βιβλιοκριτική της σελίδας, δημοσιεύεται άρθρο του Σπύρου Τσακνιά, με τίτλο, «Γράψε κι εσύ ένα μυθιστόρημα· μπορείς!» Στις 12 Μαρτίου 2011, στο ένθετο βιβλίου της εφημερίδας «Τα Νέα», ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, στη σελίδα βιβλιοκριτικής, την οποία διατηρεί από εμφανίσεως του ενθέτου, δημοσιεύει άρθρο, με τίτλο «Γράψε κι εσύ ένα, μπορείς!» Εδώ, δε εξυπακούεται “ένα μυθιστόρημα” αλλά “ένα μπεστ σέλερ”. Οπότε κάποιος θα έσπευδε να παρατηρήσει ότι οι δυο βιβλιοκριτικοί, παρά τη συντακτική σύμπτωση των δύο τίτλων, του θαυμαστικού συμπεριλαμβανομένου, δεν αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Η ανάγνωση, ωστόσο, των δυο άρθρων δείχνει ότι κοινό θέμα τους είναι το είδος του μυθιστορήματος, που τείνει να κυριαρχήσει. Και οι δυο αναφέρονται σε “συρμό” της εποχής τους. Διακατέχονται από αγανάκτηση μπροστά σε μια πραγματικότητα που τους υπερβαίνει, την οποία επιλέγουν να σχολιάσουν με ειρωνεία. Σαρκαστικός εμφανίζεται ο Τσακνιάς, υπόγεια περιπαικτικός ο Κούρτοβικ, καθώς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαθέσεις του αναγνωστικού τους κοινού. Αλλιώς αντιμετώπιζε ο αναγνώστης της φιλολογικής σελίδας της «Καθημερινής» τον εν λόγω συρμό στα τέλη της δεκαετίας του '80 και αλλιώς τον αντιμετωπίζει ο αναγνώστης των σημερινών ένθετων βιβλίου, γαλουχημένος στο συρμό των μπεστ σέλερ.
Χαρακτηριστικό είναι το ξεκίνημα του άρθρου του Τσακνιά: «Τα θρυλούμενα περί του ημίσεως των Ελλήνων που γράφουν ποιήματα ελέγχονται ανακριβή· ή αφορούν σε άλλες εποχές, ευγενέστερες, ρομαντικότερες, λιγότερο χρησιμοθηρικές. Ο συρμός σήμερα απαιτεί τη συγγραφή μυθιστορημάτων…» Να θυμίσουμε ότι ο Τσακνιάς ήταν ποιητής. Όταν έγραφε το άρθρο είχε εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, την πρώτη είκοσι δυο χρόνια νωρίτερα, και μια συλλογή διηγημάτων. Έμελλε να εκδώσει ακόμη μια ποιητική συλλογή, με τίτλο, «Ορατότης μηδέν». Πέθανε έντεκα χρόνια αργότερα, Μαΐο 1999, σε ηλικία 70 ετών, όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες λίστες των μπεστ σέλερ. Στο άρθρο του αντιπαρέρχεται το φαινόμενο του μπεστ σέλερ, που δεν είχε ακόμη ενθρονιστεί με τη σημερινή του μορφή. Τότε υπήρχε μόνο το μυθιστόρημα που επιτύγχανε υψηλές πωλήσεις. Ταξινομεί την πεζογραφική παραγωγή της εποχής σε τρεις κατηγορίες: α) Μυθιστορήματα “της αμετουσίωτης εμπειρίας”, τα οποία γράφουν όσοι εκλαμβάνουν ως σημαντικές τις εμπειρίες τους και ως έχουν, χωρίς ουσιαστική σε βάθος επεξεργασία και μεταμόρφωση, τις αφηγούνται. β) “Της ιδεολογικής αφορμής και της αποδεικτικής πρόθεσης”, τα οποία γράφουν οι τάχατες διαβασμένοι και αντιστοίχως, προβληματισμένοι, που νομίζουν ότι ανακάλυψαν την πυρίτιδα. Και γ) “τα επαναστατικά μυθιστορήματα ρήξης με την πεζογραφική παράδοση”, τα οποία “εξαρθρώνουν τον λόγο”, “δυναμιτίζουν τη νοηματική αλληλουχία”, εφαρμόζουν “μεταψυχαναλυτικές τεχνικές” και εν γένει “ανοίγουν τους δρόμους του μετα-μεταμοντερνισμού”.
Ο Τσακνιάς επισημαίνει με διορατικότητα την ευκολία, με την οποία είχε αρχίσει να γράφεται το μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα, διαβλέπει τους τρόπους και τα καινούρια υλικά, μέσω των οποίων συγκροτείται αυτός ο νέος τύπος μυθιστορήματος, που διαβάζεται από ένα μεγαλύτερο κοινό και βρίσκεται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και παλαιότερου βιβλίου περιπτέρου. Με τη βοήθεια της εμπορευματοποίησης της λογοτεχνικής παραγωγής, αυτή η μεταλλαγμένη μορφή μυθιστορήματος έμελλε να επικρατήσει και να γίνει ο κανόνας. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, στις τρεις κατηγορίες του Τσακνιά μπορούμε να εντάξουμε το μεγαλύτερο ποσοστό των μυθιστορημάτων, που εκδόθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα και την πρώτη του τρέχοντος. Μέσα από αυτήν την ελαφρά μορφή μυθιστορήματος προέκυψε κάποια στιγμή το μπεστ σέλερ. Δάνεια λέξη από την αγγλική, που έμεινε σκόπιμα αμετάφραστη, μην και μειωθεί η βαρύτητά της. Είναι το μυθιστόρημα με τη μεγάλη εμπορική επιτυχία, που, με τη βοήθεια συνήθως της τηλεοπτικής του εκδοχής, γίνεται σουξέ και κάνει πλούσιο εν μια νυκτί τον συγγραφέα του και βεβαίως, τον εκδότη του. Προφανώς, στις κοινωνίες της κατανάλωσης, μια παρόμοια έκδοση αποτελεί είδηση και φέρνει ως επακόλουθο, πλην του πλουτισμού, τη διασημότητα του συγγραφέα. Το πρώτο ελληνικό μπεστ σέλερ προέκυψε το 1991. Είναι τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά, που εντάσσεται ακόμη στο λογοτεχνικό πεδίο. Το δεύτερο, το 1993, «Πρόβα νυφικού» της Ντόρας Γιαννακοπούλου, αρχίζει να απομακρύνεται. Το τρίτο, το 1998, «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» της Μάϊρας Παπαθανασοπούλου έχει πια ανοίξει τον δρόμο του σημερινού μπεστ σέλερ. Σε αυτόν σπεύδουν άνθρωποι όλων των ηλικιών και των επαγγελμάτων. Πάντοτε υπήρχε ο συγγραφέας της προσκολλήσεως, που τον γοήτευε η αίγλη του λογοτέχνη. Όταν, όμως, αυτό που γυάλιζε έγινε χρυσός, άρχισαν να συνάζονται αγεληδόν.
Εκείνο που δεν πρόβλεψε ο Τσακνιάς είναι ότι το εύκολης γραφής μυθιστόρημα δεν θα ήλκυε μόνο τους νεόκοπους του χώρου, αλλά και τους δόκιμους, που είχαν ήδη κατακτήσει μια κάποια θέση στο “λογοτεχνικό πάνθεον”. Το φαινόμενο του μπεστ σέλερ έμελλε να λειτουργήσει εκφυλιστικά για τις συγγραφικές ομάδες, τις πιο μάχιμες την εποχή της έκρηξής του, όπως οι επονομαζόμενες γενιές του '70 και του '80. Όλο και περισσότεροι συγγραφείς άρχισαν να κάνουν παραχωρήσεις στον αναγνώστη, ελπίζοντας να επιτύχουν μια θέση στις λίστες των μπεστ σέλερ και καλύτερη μεταχείριση από τους εκδότες. Γιατί, στα ίδια χρόνια, οι σχέσεις συγγραφέα εκδότη άλλαξαν. Καθιερώθηκαν τα συμβόλαια και οι εκατέρωθεν δεσμεύσεις. Οι παλαιότερες σχέσεις πίστης και φιλίας θεωρούνταν πλέον παρωχημένες έως και γραφικές. Αντιστοίχως δείχνουν να προσαρμόζονται οι βιβλιοκριτικοί. Δεν αποδοκιμάζουν πλέον την ευκολία γραφής αλλά την ευτέλεια, στην οποία και επικεντρώνεται το δεύτερο άρθρο , αυτό του Κούρτοβικ.
Είκοσι χρόνια νεότερος του Τσακνιά ο Κούρτοβικ, εκτός από κριτικός, είναι και μυθιστοριογράφος, από τους μάχιμους στα χρόνια της μεγάλης μετάλλαξης. Με τρία μυθιστορήματα κατά την επίμαχη εικοσαετία, όπου τα δύο τελευταία κατέλαβαν θέση στις λίστες των μπεστ σέλερ. Πιστεύουμε λόγω πρωτοτυπίας του θέματος και αστυνομικού τύπου πλοκής, χωρίς αλλαγές στον τρόπο γραφής. Όπως και να έχει, ο Κούρτοβικ φαίνεται να διαχωρίζει τα μπεστ σέλερ, σε βιβλία λογοτεχνίας και ευτελή. Ξεκινά το άρθρο του, μεταφέροντας συζήτησή του με επίδοξο συγγραφέα, ο οποίος ευελπιστεί να “βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του”. Προτίμησε να αποταθεί σε έναν κριτικό παρά σε έναν συγγραφέα μπεστ σέλερ, πιστεύοντας ότι ο δεύτερος θα τον έβλεπε ως ανταγωνιστή και δεν θα απεκάλυπτε τη μαγική συνταγή. Μπορεί, μάλιστα, και να μην παραδεχόταν ότι υπάρχει συνταγή, φοβούμενος μην και αμαυρώσει το συγγραφικό του προφίλ. Δεν θα αποκλείαμε να πρόκειται για επινόηση. Με κάτι τέτοια σοφίσματα εξασφαλίζει ο Κούρτοβικ την υψηλή αναγνωσιμότητα των κριτικών του. Μετά περισσής ευγένειας αναγνωρίζει στον συνομιλητή του “πρόωρο ρεαλισμό” και “γειωμένους οραματισμούς” και στη συνέχεια, με βάσει την μακρόχρονη πείρα του, συντάσσει τους οκτώ κανόνες της συγγραφής μπεστ σέλερ. Πιθανώς και απηυδισμένος από το τελευταίο μυθιστόρημα, που μόλις είχε διαβάσει και για το οποίο κανονικά θα έπρεπε να συντάξει τη βιβλιοκριτική του.
Προφανώς και σχηματοποιεί, ως είθισται σε χιουμοριστικά κείμενα. Ωστόσο, με ορισμένους από τους κανόνες του γράφεται σήμερα μεγάλος αριθμός από μυθιστορήματα, που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν στις κατηγορίες του Τσακνιά και τα οποία οι κριτικοί δεν εντάσσουν στα ευτελή. Εκείνοι, πάντως, που εφαρμόζουν με ιδιαίτερη συνέπεια παρόμοιους κανόνες είναι οι διπλωματούχοι των Σχολών Δημιουργικής Γραφής. Παράδειγμα ο δεύτερος και τέταρτος κανόνας: “Μη λες ποτέ με λίγα λόγια αυτό που μπορείς να πεις με πολλά”. Και “τα ουσιαστικά στο κείμενο πρέπει να συνοδεύονται όσο γίνεται συχνότερα, ει δυνατόν πάντοτε, από επίθετα”. Αν είχε σκεφτεί να προσθέσει το καλολογικό στοιχείο της παρομοίωσης, θα είχε καλύψει τα δυο εκφραστικά στοιχεία, που κυρίως κοσμούν το σημερινό μυθιστόρημα. Αλλά και ο έκτος κανόνας του χαίρει ευρείας εφαρμογής, καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ειδική περίπτωση της προοικονομίας, που πολύ αγχώνει τους μυθιστοριογράφους. Συχνά, οι προσπάθειες, που καταβάλλουν ώστε πρόσωπα και δράση να προοικονομούνται, είναι τόσο εμφανείς, που καταλήγουν να γελοιοποιούν το αποτέλεσμα. Κατά τον εν λόγω έκτο κανόνα, “οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν σαφές και σταθερό ηθικό πρόσημο”, το οποίο μεθερμηνεύεται στο πλέον κατανοητό ότι πρέπει “να δίνουν στον αναγνώστη λαβή για το ποιόν τους”.
Από εκεί και πέρα, οι κανόνες του Κούρτοβικ αναφέρονται στην ψυχολογία “ενός πιστού αναγνώστη μπεστ σέλερ”. Αποφαίνεται ότι, πρώτον, “ο πιο αγαπημένος του ήρωας είναι ο εαυτός του” και δεύτερον, “οι ήρωες πρέπει να είναι κολλημένοι στον τόπο τους, ει δυνατόν στη γειτονιά τους”. Στοιχειώδες, ειδάλλως πώς θα επιτευχθεί ψυχολογική ταύτιση, η οποία και θα επιτρέψει στον αναγνώστη να “ταξιδεύει” διαβάζοντας. Όσο για τον όγδοο κανόνα, που θέλει βασικό θέμα του μπεστ σέλερ την αγάπη, με άλφα κεφαλαίο, και δη, την θριαμβεύουσα στο τέλος, δείχνει την επισημασμένη και από παλαιότερα κείμενα του Κούρτοβικ προκατάληψή του απέναντι στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Παραπλήσια μεροληπτική στάση διακρίνεται και στο παλαιότερο άρθρο, αυτό του Τσακνιά. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η λογοτεχνική κριτική ανέκαθεν ανδροκρατείται. Οι λιγοστές γυναίκες του χώρου, που συγκράτησε η Ιστορία, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγήν. Και επανερχόμαστε στους κανόνες, που, μεταξύ των άλλων, σαρκάζουν και το μορφωτικό επίπεδο του εν λόγω κοινού, συμβουλεύοντας όσο το δυνατόν απλούστερη σύνταξη και συχνές επαναλήψεις των βασικών πραγματολογικών στοιχείων. Ο καλός μας, όμως, κριτικός, επιζητώντας να κορυφώσει τη διακωμώδηση, δείχνει με τον πέμπτο κανόνα παντελή άγνοια της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Παροτρύνει τον επίδοξο συγγραφέα να “μην εξάπτει τον αναγνώστη, ούτε δυσάρεστα αλλά ούτε και πολύ ευχάριστα”, εξηγώντας του ότι εκείνος θέλει να ξεχνάει εύκολα το βιβλίο για να αρχίσει το επόμενο. Δεν έτυχε ποτέ να του αφηγηθεί κάποια ευαίσθητη ψυχή με το νι και με το σίγμα ένα ρομάντσο; Τα ρομάντσα συγκινούν και δεν λησμονούνται. Ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, σε πρόσφατη εκ βαθέων συνέντευξή του, εξομολογείται ότι συγκινείται όταν βλέπει γυναίκες να διαβάζουν τέτοια βιβλία και να δακρύζουν.
Συνοψίζοντας, το φαινόμενο του ευκολοδιάβαστου μυθιστορήματος, που ψυχανεμιζόταν ο Τσακνιάς, είκοσι δύο χρόνια μετά, κυριαρχεί στα καθ' ημάς, όπως και στις χώρες, που λειτουργούν ως μητροπόλεις και από τις οποίες αντιγράφουμε πρότυπα και συμπεριφορές. Το καινούριο στοιχείο, ωστόσο, το οποίο θα έπρεπε να προβληματίζει, δεν είναι η μεταστροφή μεγάλης μερίδας συγγραφέων, αλλά το γεγονός ότι, συν τω χρόνω, το τειχίο, που προστάτευε το λογοτεχνικό πεδίο, πέφτει. Ως προστατευτικό τειχίο αντιλαμβανόμαστε την ηθικής φύσεως στήριξη, που χρειάζεται ένας λογοτέχνης, όσο αυτάρκης και αφοσιωμένος στο έργο του κι αν παρουσιάζεται. Έχουν εκλείψει οι εκδότες τύπου Νανάς Καλλιανέση. Έχουν εκλείψει οι πρεσβύτες τύπου Γ.Π. Σαββίδη. Υπάρχει, ωστόσο, ακόμη κριτική βιβλίου. Ο χώρος διαθέτει κάποιους θεωρούμενους ως έγκριτους. Κατά κανόνα, πρόκειται για ανθρώπους που εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους από την κριτική, γεγονός που συνεπάγεται ορισμένες δεσμεύσεις. Μια σελίδα ή ένα ένθετο βιβλίου εφημερίδας ζητά την προβολή του συγγραφέα-βεντέτα και του βιβλίου-μπεστ σέλερ. Υπάρχει, ωστόσο, πάντοτε τρόπος να γίνει η διάκριση του εύπεπτου αναγνώσματος από το βιβλίο με λογοτεχνικές αρετές. Γιατί, λ.χ., ένας από τους πλέον έγκριτους κριτικούς, όπως ο Κούρτοβικ, να αναφέρεται όλο και συχνότερα στις συγγραφείς των μπεστ σέλερ; Αντιθέτως, χρειάζεται η βιβλιοκριτική να ασχολείται με τον γνωστό συγγραφέα, όταν εκείνος εκπίπτει σε “μπεστσελερά”, εξιστορώντας τις εμπειρίες του, πλατειάζοντας, φορτώνοντας την αφήγηση με καλολογικά στοιχεία ή και προοικονομώντας τα προφανή. Ξεπουλώντας, δηλαδή, το όποιο ταλέντο του για την αγάπη του αναγνώστη και τα χάδια του εκδότη του. Αλλά ως εδώ οι συμβουλές και τα σχόλια, μην ακούσουμε το δάσκαλε που δίδασκες...
Πιο συγκεκριμένα. Στις 13 Νοεμβρίου 1988, στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Η Καθημερινή», της οποίας την επιμέλεια είχε τότε η βιβλιοκριτικός Ελισάβετ Κοτζιά, στην κεντρική θέση, που προορίζεται για τη βασική βιβλιοκριτική της σελίδας, δημοσιεύεται άρθρο του Σπύρου Τσακνιά, με τίτλο, «Γράψε κι εσύ ένα μυθιστόρημα· μπορείς!» Στις 12 Μαρτίου 2011, στο ένθετο βιβλίου της εφημερίδας «Τα Νέα», ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, στη σελίδα βιβλιοκριτικής, την οποία διατηρεί από εμφανίσεως του ενθέτου, δημοσιεύει άρθρο, με τίτλο «Γράψε κι εσύ ένα, μπορείς!» Εδώ, δε εξυπακούεται “ένα μυθιστόρημα” αλλά “ένα μπεστ σέλερ”. Οπότε κάποιος θα έσπευδε να παρατηρήσει ότι οι δυο βιβλιοκριτικοί, παρά τη συντακτική σύμπτωση των δύο τίτλων, του θαυμαστικού συμπεριλαμβανομένου, δεν αναφέρονται στο ίδιο θέμα. Η ανάγνωση, ωστόσο, των δυο άρθρων δείχνει ότι κοινό θέμα τους είναι το είδος του μυθιστορήματος, που τείνει να κυριαρχήσει. Και οι δυο αναφέρονται σε “συρμό” της εποχής τους. Διακατέχονται από αγανάκτηση μπροστά σε μια πραγματικότητα που τους υπερβαίνει, την οποία επιλέγουν να σχολιάσουν με ειρωνεία. Σαρκαστικός εμφανίζεται ο Τσακνιάς, υπόγεια περιπαικτικός ο Κούρτοβικ, καθώς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαθέσεις του αναγνωστικού τους κοινού. Αλλιώς αντιμετώπιζε ο αναγνώστης της φιλολογικής σελίδας της «Καθημερινής» τον εν λόγω συρμό στα τέλη της δεκαετίας του '80 και αλλιώς τον αντιμετωπίζει ο αναγνώστης των σημερινών ένθετων βιβλίου, γαλουχημένος στο συρμό των μπεστ σέλερ.
Χαρακτηριστικό είναι το ξεκίνημα του άρθρου του Τσακνιά: «Τα θρυλούμενα περί του ημίσεως των Ελλήνων που γράφουν ποιήματα ελέγχονται ανακριβή· ή αφορούν σε άλλες εποχές, ευγενέστερες, ρομαντικότερες, λιγότερο χρησιμοθηρικές. Ο συρμός σήμερα απαιτεί τη συγγραφή μυθιστορημάτων…» Να θυμίσουμε ότι ο Τσακνιάς ήταν ποιητής. Όταν έγραφε το άρθρο είχε εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, την πρώτη είκοσι δυο χρόνια νωρίτερα, και μια συλλογή διηγημάτων. Έμελλε να εκδώσει ακόμη μια ποιητική συλλογή, με τίτλο, «Ορατότης μηδέν». Πέθανε έντεκα χρόνια αργότερα, Μαΐο 1999, σε ηλικία 70 ετών, όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες λίστες των μπεστ σέλερ. Στο άρθρο του αντιπαρέρχεται το φαινόμενο του μπεστ σέλερ, που δεν είχε ακόμη ενθρονιστεί με τη σημερινή του μορφή. Τότε υπήρχε μόνο το μυθιστόρημα που επιτύγχανε υψηλές πωλήσεις. Ταξινομεί την πεζογραφική παραγωγή της εποχής σε τρεις κατηγορίες: α) Μυθιστορήματα “της αμετουσίωτης εμπειρίας”, τα οποία γράφουν όσοι εκλαμβάνουν ως σημαντικές τις εμπειρίες τους και ως έχουν, χωρίς ουσιαστική σε βάθος επεξεργασία και μεταμόρφωση, τις αφηγούνται. β) “Της ιδεολογικής αφορμής και της αποδεικτικής πρόθεσης”, τα οποία γράφουν οι τάχατες διαβασμένοι και αντιστοίχως, προβληματισμένοι, που νομίζουν ότι ανακάλυψαν την πυρίτιδα. Και γ) “τα επαναστατικά μυθιστορήματα ρήξης με την πεζογραφική παράδοση”, τα οποία “εξαρθρώνουν τον λόγο”, “δυναμιτίζουν τη νοηματική αλληλουχία”, εφαρμόζουν “μεταψυχαναλυτικές τεχνικές” και εν γένει “ανοίγουν τους δρόμους του μετα-μεταμοντερνισμού”.
Ο Τσακνιάς επισημαίνει με διορατικότητα την ευκολία, με την οποία είχε αρχίσει να γράφεται το μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα, διαβλέπει τους τρόπους και τα καινούρια υλικά, μέσω των οποίων συγκροτείται αυτός ο νέος τύπος μυθιστορήματος, που διαβάζεται από ένα μεγαλύτερο κοινό και βρίσκεται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και παλαιότερου βιβλίου περιπτέρου. Με τη βοήθεια της εμπορευματοποίησης της λογοτεχνικής παραγωγής, αυτή η μεταλλαγμένη μορφή μυθιστορήματος έμελλε να επικρατήσει και να γίνει ο κανόνας. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, στις τρεις κατηγορίες του Τσακνιά μπορούμε να εντάξουμε το μεγαλύτερο ποσοστό των μυθιστορημάτων, που εκδόθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα και την πρώτη του τρέχοντος. Μέσα από αυτήν την ελαφρά μορφή μυθιστορήματος προέκυψε κάποια στιγμή το μπεστ σέλερ. Δάνεια λέξη από την αγγλική, που έμεινε σκόπιμα αμετάφραστη, μην και μειωθεί η βαρύτητά της. Είναι το μυθιστόρημα με τη μεγάλη εμπορική επιτυχία, που, με τη βοήθεια συνήθως της τηλεοπτικής του εκδοχής, γίνεται σουξέ και κάνει πλούσιο εν μια νυκτί τον συγγραφέα του και βεβαίως, τον εκδότη του. Προφανώς, στις κοινωνίες της κατανάλωσης, μια παρόμοια έκδοση αποτελεί είδηση και φέρνει ως επακόλουθο, πλην του πλουτισμού, τη διασημότητα του συγγραφέα. Το πρώτο ελληνικό μπεστ σέλερ προέκυψε το 1991. Είναι τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά, που εντάσσεται ακόμη στο λογοτεχνικό πεδίο. Το δεύτερο, το 1993, «Πρόβα νυφικού» της Ντόρας Γιαννακοπούλου, αρχίζει να απομακρύνεται. Το τρίτο, το 1998, «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» της Μάϊρας Παπαθανασοπούλου έχει πια ανοίξει τον δρόμο του σημερινού μπεστ σέλερ. Σε αυτόν σπεύδουν άνθρωποι όλων των ηλικιών και των επαγγελμάτων. Πάντοτε υπήρχε ο συγγραφέας της προσκολλήσεως, που τον γοήτευε η αίγλη του λογοτέχνη. Όταν, όμως, αυτό που γυάλιζε έγινε χρυσός, άρχισαν να συνάζονται αγεληδόν.
Εκείνο που δεν πρόβλεψε ο Τσακνιάς είναι ότι το εύκολης γραφής μυθιστόρημα δεν θα ήλκυε μόνο τους νεόκοπους του χώρου, αλλά και τους δόκιμους, που είχαν ήδη κατακτήσει μια κάποια θέση στο “λογοτεχνικό πάνθεον”. Το φαινόμενο του μπεστ σέλερ έμελλε να λειτουργήσει εκφυλιστικά για τις συγγραφικές ομάδες, τις πιο μάχιμες την εποχή της έκρηξής του, όπως οι επονομαζόμενες γενιές του '70 και του '80. Όλο και περισσότεροι συγγραφείς άρχισαν να κάνουν παραχωρήσεις στον αναγνώστη, ελπίζοντας να επιτύχουν μια θέση στις λίστες των μπεστ σέλερ και καλύτερη μεταχείριση από τους εκδότες. Γιατί, στα ίδια χρόνια, οι σχέσεις συγγραφέα εκδότη άλλαξαν. Καθιερώθηκαν τα συμβόλαια και οι εκατέρωθεν δεσμεύσεις. Οι παλαιότερες σχέσεις πίστης και φιλίας θεωρούνταν πλέον παρωχημένες έως και γραφικές. Αντιστοίχως δείχνουν να προσαρμόζονται οι βιβλιοκριτικοί. Δεν αποδοκιμάζουν πλέον την ευκολία γραφής αλλά την ευτέλεια, στην οποία και επικεντρώνεται το δεύτερο άρθρο , αυτό του Κούρτοβικ.
Είκοσι χρόνια νεότερος του Τσακνιά ο Κούρτοβικ, εκτός από κριτικός, είναι και μυθιστοριογράφος, από τους μάχιμους στα χρόνια της μεγάλης μετάλλαξης. Με τρία μυθιστορήματα κατά την επίμαχη εικοσαετία, όπου τα δύο τελευταία κατέλαβαν θέση στις λίστες των μπεστ σέλερ. Πιστεύουμε λόγω πρωτοτυπίας του θέματος και αστυνομικού τύπου πλοκής, χωρίς αλλαγές στον τρόπο γραφής. Όπως και να έχει, ο Κούρτοβικ φαίνεται να διαχωρίζει τα μπεστ σέλερ, σε βιβλία λογοτεχνίας και ευτελή. Ξεκινά το άρθρο του, μεταφέροντας συζήτησή του με επίδοξο συγγραφέα, ο οποίος ευελπιστεί να “βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του”. Προτίμησε να αποταθεί σε έναν κριτικό παρά σε έναν συγγραφέα μπεστ σέλερ, πιστεύοντας ότι ο δεύτερος θα τον έβλεπε ως ανταγωνιστή και δεν θα απεκάλυπτε τη μαγική συνταγή. Μπορεί, μάλιστα, και να μην παραδεχόταν ότι υπάρχει συνταγή, φοβούμενος μην και αμαυρώσει το συγγραφικό του προφίλ. Δεν θα αποκλείαμε να πρόκειται για επινόηση. Με κάτι τέτοια σοφίσματα εξασφαλίζει ο Κούρτοβικ την υψηλή αναγνωσιμότητα των κριτικών του. Μετά περισσής ευγένειας αναγνωρίζει στον συνομιλητή του “πρόωρο ρεαλισμό” και “γειωμένους οραματισμούς” και στη συνέχεια, με βάσει την μακρόχρονη πείρα του, συντάσσει τους οκτώ κανόνες της συγγραφής μπεστ σέλερ. Πιθανώς και απηυδισμένος από το τελευταίο μυθιστόρημα, που μόλις είχε διαβάσει και για το οποίο κανονικά θα έπρεπε να συντάξει τη βιβλιοκριτική του.
Προφανώς και σχηματοποιεί, ως είθισται σε χιουμοριστικά κείμενα. Ωστόσο, με ορισμένους από τους κανόνες του γράφεται σήμερα μεγάλος αριθμός από μυθιστορήματα, που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν στις κατηγορίες του Τσακνιά και τα οποία οι κριτικοί δεν εντάσσουν στα ευτελή. Εκείνοι, πάντως, που εφαρμόζουν με ιδιαίτερη συνέπεια παρόμοιους κανόνες είναι οι διπλωματούχοι των Σχολών Δημιουργικής Γραφής. Παράδειγμα ο δεύτερος και τέταρτος κανόνας: “Μη λες ποτέ με λίγα λόγια αυτό που μπορείς να πεις με πολλά”. Και “τα ουσιαστικά στο κείμενο πρέπει να συνοδεύονται όσο γίνεται συχνότερα, ει δυνατόν πάντοτε, από επίθετα”. Αν είχε σκεφτεί να προσθέσει το καλολογικό στοιχείο της παρομοίωσης, θα είχε καλύψει τα δυο εκφραστικά στοιχεία, που κυρίως κοσμούν το σημερινό μυθιστόρημα. Αλλά και ο έκτος κανόνας του χαίρει ευρείας εφαρμογής, καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ειδική περίπτωση της προοικονομίας, που πολύ αγχώνει τους μυθιστοριογράφους. Συχνά, οι προσπάθειες, που καταβάλλουν ώστε πρόσωπα και δράση να προοικονομούνται, είναι τόσο εμφανείς, που καταλήγουν να γελοιοποιούν το αποτέλεσμα. Κατά τον εν λόγω έκτο κανόνα, “οι χαρακτήρες πρέπει να έχουν σαφές και σταθερό ηθικό πρόσημο”, το οποίο μεθερμηνεύεται στο πλέον κατανοητό ότι πρέπει “να δίνουν στον αναγνώστη λαβή για το ποιόν τους”.
Από εκεί και πέρα, οι κανόνες του Κούρτοβικ αναφέρονται στην ψυχολογία “ενός πιστού αναγνώστη μπεστ σέλερ”. Αποφαίνεται ότι, πρώτον, “ο πιο αγαπημένος του ήρωας είναι ο εαυτός του” και δεύτερον, “οι ήρωες πρέπει να είναι κολλημένοι στον τόπο τους, ει δυνατόν στη γειτονιά τους”. Στοιχειώδες, ειδάλλως πώς θα επιτευχθεί ψυχολογική ταύτιση, η οποία και θα επιτρέψει στον αναγνώστη να “ταξιδεύει” διαβάζοντας. Όσο για τον όγδοο κανόνα, που θέλει βασικό θέμα του μπεστ σέλερ την αγάπη, με άλφα κεφαλαίο, και δη, την θριαμβεύουσα στο τέλος, δείχνει την επισημασμένη και από παλαιότερα κείμενα του Κούρτοβικ προκατάληψή του απέναντι στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Παραπλήσια μεροληπτική στάση διακρίνεται και στο παλαιότερο άρθρο, αυτό του Τσακνιά. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η λογοτεχνική κριτική ανέκαθεν ανδροκρατείται. Οι λιγοστές γυναίκες του χώρου, που συγκράτησε η Ιστορία, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγήν. Και επανερχόμαστε στους κανόνες, που, μεταξύ των άλλων, σαρκάζουν και το μορφωτικό επίπεδο του εν λόγω κοινού, συμβουλεύοντας όσο το δυνατόν απλούστερη σύνταξη και συχνές επαναλήψεις των βασικών πραγματολογικών στοιχείων. Ο καλός μας, όμως, κριτικός, επιζητώντας να κορυφώσει τη διακωμώδηση, δείχνει με τον πέμπτο κανόνα παντελή άγνοια της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Παροτρύνει τον επίδοξο συγγραφέα να “μην εξάπτει τον αναγνώστη, ούτε δυσάρεστα αλλά ούτε και πολύ ευχάριστα”, εξηγώντας του ότι εκείνος θέλει να ξεχνάει εύκολα το βιβλίο για να αρχίσει το επόμενο. Δεν έτυχε ποτέ να του αφηγηθεί κάποια ευαίσθητη ψυχή με το νι και με το σίγμα ένα ρομάντσο; Τα ρομάντσα συγκινούν και δεν λησμονούνται. Ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, σε πρόσφατη εκ βαθέων συνέντευξή του, εξομολογείται ότι συγκινείται όταν βλέπει γυναίκες να διαβάζουν τέτοια βιβλία και να δακρύζουν.
Συνοψίζοντας, το φαινόμενο του ευκολοδιάβαστου μυθιστορήματος, που ψυχανεμιζόταν ο Τσακνιάς, είκοσι δύο χρόνια μετά, κυριαρχεί στα καθ' ημάς, όπως και στις χώρες, που λειτουργούν ως μητροπόλεις και από τις οποίες αντιγράφουμε πρότυπα και συμπεριφορές. Το καινούριο στοιχείο, ωστόσο, το οποίο θα έπρεπε να προβληματίζει, δεν είναι η μεταστροφή μεγάλης μερίδας συγγραφέων, αλλά το γεγονός ότι, συν τω χρόνω, το τειχίο, που προστάτευε το λογοτεχνικό πεδίο, πέφτει. Ως προστατευτικό τειχίο αντιλαμβανόμαστε την ηθικής φύσεως στήριξη, που χρειάζεται ένας λογοτέχνης, όσο αυτάρκης και αφοσιωμένος στο έργο του κι αν παρουσιάζεται. Έχουν εκλείψει οι εκδότες τύπου Νανάς Καλλιανέση. Έχουν εκλείψει οι πρεσβύτες τύπου Γ.Π. Σαββίδη. Υπάρχει, ωστόσο, ακόμη κριτική βιβλίου. Ο χώρος διαθέτει κάποιους θεωρούμενους ως έγκριτους. Κατά κανόνα, πρόκειται για ανθρώπους που εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους από την κριτική, γεγονός που συνεπάγεται ορισμένες δεσμεύσεις. Μια σελίδα ή ένα ένθετο βιβλίου εφημερίδας ζητά την προβολή του συγγραφέα-βεντέτα και του βιβλίου-μπεστ σέλερ. Υπάρχει, ωστόσο, πάντοτε τρόπος να γίνει η διάκριση του εύπεπτου αναγνώσματος από το βιβλίο με λογοτεχνικές αρετές. Γιατί, λ.χ., ένας από τους πλέον έγκριτους κριτικούς, όπως ο Κούρτοβικ, να αναφέρεται όλο και συχνότερα στις συγγραφείς των μπεστ σέλερ; Αντιθέτως, χρειάζεται η βιβλιοκριτική να ασχολείται με τον γνωστό συγγραφέα, όταν εκείνος εκπίπτει σε “μπεστσελερά”, εξιστορώντας τις εμπειρίες του, πλατειάζοντας, φορτώνοντας την αφήγηση με καλολογικά στοιχεία ή και προοικονομώντας τα προφανή. Ξεπουλώντας, δηλαδή, το όποιο ταλέντο του για την αγάπη του αναγνώστη και τα χάδια του εκδότη του. Αλλά ως εδώ οι συμβουλές και τα σχόλια, μην ακούσουμε το δάσκαλε που δίδασκες...
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 20/3/2011