Μαρία Ρεπούση
«Τα Μαρασλειακά (1925-1927)»
Εκδόσεις Πόλις
Απρίλιος 2012
Ποιος γνωρίζει τι ακριβώς ήταν τα Μαρασλειακά; Οι περισσότεροι από όσους τα έχουν ακουστά τα τοποθετούν αορίστως μέσα στη δεκαετία του ’20 και τα συσχετίζουν ασαφώς με το γλωσσικό ζήτημα. Τα συνδέουν, δηλαδή, με τα Ευαγγελικά, τα Ορεστειακά και τα Αθεϊκά. Μόνο που εκείνα μέσω της ονομασίας προϊδεάζουν περί τίνος πρόκειται, ενώ τα Μαρασλειακά παραπέμπουν, τουλάχιστον τον Αθηναίο, σε δρόμο του Κολωνακίου και σε ομώνυμο εκεί σχολείο. Ποιος γνωρίζει αν ο δρόμος πήρε το όνομά του από το σχολείο ή το σχολείο από το δρόμο; Πόσω μάλλον να γνωρίζει ότι υπήρξε ένας εξ Οδησσού ευεργέτης με αυτό το όνομα, που φρόντισε για την ανέγερση του σχολείου, όπως και για αρκετών άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ψιλά γράμματα ότι το οικόπεδο το παραχώρησε η Μονή Πετράκη, στην οποία κάποτε ανήκε όλη εκείνη η κατωφέρεια του Λυκαβηττού. Ίσως, ωστόσο, και να έχει ακουστά, ότι δεν επρόκειτο για ένα σχολείο αλλά για συγκρότημα σχολείων, που άλλοτε ποτέ περιελάμβανε την Παιδαγωγική Ακαδημία, το Μαράσλειο Διδασκαλείο και συστεγαζόμενα δημοτικά πειραματικά σχολεία. Ενδιαμέσως, βεβαίως, έχουν γίνει πολλές αλλαγές. Μέχρι που πέρυσι καταργήθηκε το Διδασκαλείο, που είχε επαναλειτουργήσει προ τεσσαρακονταετίας για την μετεκπαίδευση των δασκάλων. Πρώτη φορά είχε καταργηθεί το 1933. Τότε, όμως, για να συμμορφωθεί σε έναν ενιαίο τύπο εκπαίδευσης και να αποτελέσει μια από τις δεκαπέντε Παιδαγωγικές Ακαδημίες, οι οποίες, με τη σειρά τους, καταργήθηκαν το 1990, για να αντικατασταθούν από τα πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα. Όλα αυτά έγιναν για να βελτιωθεί η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή τα θεμέλια της δια βίου μάθησης, όπως φιλόδοξα επαύξησε την ονομασία του το μέχρι πρότινος Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Μέλλει να φανεί άξιο αυτής της σχοινοτενούς μετονομασίας, χωρίς να είναι καθόλου σίγουρο ότι θα στεριώσει. Γιατί αν υπάρχει κάτι που όλοι γνωρίζουν, αυτό είναι ότι ο σχεδιασμός της παιδείας αλλάζει κάθε φορά που η κυβέρνηση περνάει από τους μεν στους δε. Ευτυχώς, τρίτοι ποτέ δεν υπήρξαν, κι αν εμφανίστηκαν, χάθηκαν γρήγορα. Κι αυτό συμβαίνει από γενέσεως του γλωσσικού ζητήματος.
Δεν θα υπήρχε, πάντως, καμία δυσκολία, αν εκείνοι που βάφτισαν τα Μαρασλειακά, τα είχαν κατά κυριολεξία αποκαλέσει Αντεθνικά, κατά το παράδειγμα των Αθεϊκών. Τότε, θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ευθύς αμέσως ότι εντάσσονται στις μεγάλες διαμάχες, που ταράσσουν το πανελλήνιο οσάκις θίγονται τα θρησκευτικά και τα εθνικά θεμέλια της χώρας. Όπως συνέβη στις αρχές του 20ου αιώνα, με τη μετάφραση των ευαγγελίων και μετά, της αισχύλειας Ορέστειας, που έδωσαν αντιστοίχως το έναυσμα για τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά. Αλλά και λίγο αργότερα, με τη διδασκαλία των δυο μαθημάτων που συνιστούν τους πυλώνες της μάθησης, τουτέστιν των Θρησκευτικών και της Ιστορίας. Γιατί τα περιβόητα Μαρασλειακά είναι συνδεδεμένα με τον τρόπο που διδάσκεται η Ιστορία σε αντιστοιχία με τα Αθεϊκά, που προέκυψαν με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτά έλαβαν χώρα το 1911, στο Παρθεναγωγείο του Βόλου, και θα μπορούσαν να είχαν ονομαστεί Βολιώτικα, όπως τα επόμενα, του 1925, που διαδραματίσθηκαν στο εκπαιδευτικό μέγαρο του Μαρασλείου.
Το πιο παράδοξο είναι ότι αυτές οι τέσσερις διαμάχες του πρώτου τέταρτου του προηγούμενου αιώνα, όχι μόνο δεν διευθετήθηκαν, αλλά εξακολουθούν να δίνουν αφορμές σε αντιπαραθέσεις. Μέχρι σήμερα, δεν έχει επιτραπεί η μετάφραση εξ ολοκλήρου της Αγίας Γραφής, πόσω μάλλον, όπως επιθυμεί μια μερίδα πνευματικών ανθρώπων, να αναγιγνώσκεται το ευαγγέλιο από άμβωνος στη δημοτική. Εσαεί φαίνεται να προβληματίζει η λεκτική απλοποίηση κατά το ανέβασμα των ελληνικών τραγωδιών. Ενώ, στο θέμα των Θρησκευτικών, το πρόβλημα έχει περαιτέρω περιπλεχθεί, αφότου γίναμε και εμείς μια πολυπολιτισμική κοινωνία, κατά την καθώς πρέπει αναφορά στο σημερινό τουρλού των απανταχού αναγκεμένων και κατατρεγμένων. Δεν απασχολεί πλέον ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος, αλλά αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξή του και το κατά πόσο η πολιτεία έχει το συνταγματικό δικαίωμα να κατοχυρώσει τη διδασκαλία της θρησκείας, που ασπάζεται η πλειονότητα του πληθυσμού της χώρας. Όσο για τη διδασκαλία της Ιστορίας, το δίλημμα μεταξύ εθνικής και “συγχρονιστικής” σχολικής Ιστορίας, που προκάλεσε τα Μαρασλειακά, όχι μόνο παραμένει φλέγον, αλλά και προκαλεί διαμάχες, που “η μεταφορά τους στο δημόσιο χώρο”, με άλλα λόγια το φούσκωμα της όποιας διένεξης από τα ΜΜΕ, είναι τέτοιας έκτασης και έντασης, που μπροστά του ωχριούν όσα συνέβησαν προ 85 τόσων χρόνων.
Ίσως η απάντηση στο παράδοξο της διαιώνισης των εν λόγω προβλημάτων να συνοψίζεται σε μια φράση από το άρθρο ενός κεφαλλονίτη δάσκαλου, που δημοσιεύτηκε την εποχή των Μαρασλειακών. Καίτοι δημοτικιστής και φιλοπρόοδος, δήλωνε ότι διδάσκει την Ιστορία ως πατριώτης και όχι ως “συγχρονιστής”, προσθέτοντας: «Όταν η Ελλάδα λάβη κι αυτή τη θέση της στο Ανατολικό ημισφαίριο, τότε διδάσκουμε συγχρονισμένα.» Αυτή η απόφανση μας φέρνει στο νου το πολυμνημονευμένο προοίμιο διηγήματος του Παπαδιαμάντη, όπου ο αφηγητής διατείνεται ότι, “Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε, γιατί έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλη πατρίδα, αλλά όχι ο Γραικύλος της σήμερον”. Αναμφιβόλως, άλλος ο Γραικύλος του 1893 και άλλος ο Έλληνας στα οδυνηρά μεθεόρτια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πόσω μάλλον ο σημερινός, που έτσι που το πάει, διχασμένος μεταξύ εθνικού και συγχρονιστικού πνεύματος, σε λίγο θα ψάχνει για θέση, όχι σε ένα από τα δυο Ημισφαίρια, αλλά στο φεγγάρι.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό, κι αυτό από μια άποψη παράδοξο, είναι ότι, στις εν λόγω διαμάχες, όλα τα φώτα είναι στραμμένα στις γυναίκες. Μετρούμε τουλάχιστον τρεις, που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων, όπου οι δυο παλαιότερες πλήρωσαν ακριβά τη στάση τους, ενώ η σημερινή ανταμείφθηκε και μάλιστα διπλά, αφού και προήχθη στην πανεπιστημιακή της σταδιοδρομία και κάθισε στα βουλευτικά έδρανα. Σημάδι ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Ανακεφαλαιώνουμε, στα Αθεϊκά δίνει την αφορμή μια 33χρονη το 1911, η Μανιάτισσα φιλόλογος Πηνελόπη Χριστάκου. Στα Μαρασλειακά, η 27χρονη το 1925, Αθηναία φιλόλογος, Ρόζα Ιωάννου. Το δυστύχημα γι’ αυτήν την πρώιμη φεμινίστρια είναι ότι γράφτηκε στις δέλτους της Ιστορίας με το όνομα του ανδρός της, Γιάννη Ιμβριώτη. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά επιπροσθέτως επισκιάστηκε σε όλους τους τομείς από τη δράση εκείνου, που υπήρξε πανεπιστημιακός, αντιστασιακός και πολιτευτής της Αριστεράς. Ακόμη και στα Μαρασλειακά, εν τέλει, παρέμεινε στο δεύτερο ρόλο, αφού ως πρωταγωνιστής τους, όπως και των Αθεϊκών, έμεινε ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Ωστόσο, στην προ εξαετίας εκπαιδευτική διαμάχη, που έμεινε ως η διαμάχη περί του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού, πρωταγωνίστησε μια γυναίκα μόνη, που τυχαίνει και συγγραφέας της πρώτης ενδελεχούς εξιστόρησης των Μαρασλειακών. Φίλα κείμενοι και πολέμιοι της Μαρίας Ρεπούση θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα σημείο: Η μελέτη, που άρχισε να γράφει στο τέλος του 2007, δηλαδή αμέσως μετά την απόσυρση του διδακτικού εγχειριδίου, στην κατάρτιση του οποίου προΐστατο –πιθανώς και για να παρηγορηθεί– και την οποία ολοκλήρωσε τον Δεκ. του 2011, συνιστά μια ρέουσα αφήγηση, που στηρίζεται σε εκτεταμένη έρευνα.
Εκ πρώτης όψεως, κοντά 500 μεγαλόσχημες σελίδες για να περιγραφεί μια διαμάχη, που κράτησε μόλις μια διετία, φαίνεται σαν υπερβολή, επισείοντας τη μομφή της φλυαρίας, που, έτσι κι αλλιώς, συνηθίζει το άλλο φύλο να αποδίδει στις γυναίκες. Ωστόσο, οι επιπλέον σελίδες είναι απαραίτητες για να κατανοήσει ο σημερινός αναγνώστης το πώς και το γιατί μια συνεδρίαση των διδασκόντων στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και συγκεκριμένα, η τοποθέτηση μιας νεαρής φιλόλογου, που δίδασκε Ιστορία στην τρίτη και τελευταία τάξη του Διδασκαλείου, προκάλεσε τόση αναστάτωση. Καταρχάς, προβλέπεται ένα πρώτο μέρος για ό,τι αποκαλεί η συγγραφέας “το περιβάλλον των Μαρασλειακών”, το οποίο συγκεκριμενοποιείται σε τρεις συνιστώσες: α) “Το έθνος και η ιστορία του”, καθώς η Μεγάλη Ιδέα έδυε και οι σοσιαλιστικές ιδέες κέρδιζαν έδαφος, επηρεάζοντας τις αντιλήψεις για την εθνική ταυτότητα. β) “Η εκπαίδευση και η γλώσσα”, όπου πίσω από την αντίθεση καθαρεύουσας-δημοτικής υπόφωσκε η διαπάλη δυο αντιλήψεων, της παραδοσιακής ή εθνικής και της συγχρονιστικής ή δυτικόφιλης. γ) “Η κοινωνία και τα φύλα”, που σημαίνει την παραδοχή ότι η κοινωνία πρέπει να έχει όσα φύλα προέβλεψε η φύση, τουτέστιν δυο και όχι το εξής ένα. Δύσκολο το πέρασμα σε ένα “έμφυλο περιβάλλον”, όπως το αποκαλεί η συγγραφέας, το οποίο, για την εποχή τουλάχιστον των Μαρασλειακών, σήμαινε σχεδόν εμφύλιο πόλεμο. Μπορεί όχι σώμα με σώμα, αλλά δια του δημοσίου λόγου.
Ακολουθεί ένα δεύτερο μέρος, της ίδιας έκτασης, παρόλο που, σε αυτό, περιγράφεται αυτό καθ’ εαυτό “το μαρασλειακό επεισόδιο”. Από εδώ, μπορεί να ξεκινήσει την ανάγνωση ο τυχών ιστορημένος. Η συγγραφέας εξηγεί σε τι έγκειται “η πρόκληση του Μαρασλειακού συγροτήματος”. Η δεύτερη “πρόκληση” του Δελμούζου, δέκα πέντε χρόνια μετά εκείνη του Παρθεναγωγείου Βόλου, την οποία παρουσιάζει η Έφη Γαζή σε κεφάλαιο της πρόσφατης μελέτης της, με τίτλο, «Η ανάδυση του ηθικού πανικού». Σε εκείνη τη μελέτη, παρουσιάζονται και τα Μαρασλειακά, αλλά με εστίαση στο “σύνθημα” «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», όπως είναι και ο τίτλος της. Παρεμπιπτόντως, δεν θα μας παραξένευε αν αυτές οι δυο μελέτες μονοπωλούσαν για τη διετία 2011-2012 τις βραβεύσεις δοκιμίου. Όπως και να έχει, τα αντίστοιχα κεφάλαια των δυο μελετών εκκινούν τονίζοντας, γιατί η αναγκαία –όχι, βεβαίως, και ικανή– συνθήκη για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης είναι η διάπλαση των δασκάλων και οι αλλαγές στο Δημοτικό. Ωστόσο, το 1925, ο δημοτικισμός έχει πλέον απλώσει ρίζες στους εκπαιδευτικούς. Επίσης, οι διδάσκοντες στο Μαράσλειο φαίνεται να ομοφωνούν ότι η διδασκόμενη Ιστορία πρέπει να είναι η Ιστορία του πολιτισμού. Από εκεί και πέρα, όταν γίνεται λόγος για την Επανάσταση του 1821, οι ενημερωμένοι γύρω από τις νέες αντιλήψεις διδακτικής της Ιστορίας αποφεύγουν να θέσουν το θέμα του ρόλου της αστικής τάξης σε αυτήν, ό,τι ήθελε αυτό σημαίνει για την ελληνική πραγματικότητα της εποχής, καθώς και να κάνουν λόγο για τυχόν οικονομικό παράγοντα. Γιατί αυτά, δεν προδίδουν μόνο επηρεασμό από τα Φώτα της Εσπερίας και αμφισβήτηση του εθνεγερτικού χαρακτήρα της Επανάστασης, αλλά όζουν ιδέες Σκληρού και Κορδάτου ή, όπως θα λέγαμε λίγο αργότερα, δείχνουν κομμουνιστικό δάκτυλο.
Στην επίμαχη συνεδρία, που λαμβάνει χώρα την επομένη της εθνικής εορτής, στις 26 Μαρτίου 1925, η Ιμβριώτη έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις για τον τρόπο της διδασκαλίας της. Στο λόγο της, δεν επιδεικνύει την απαιτούμενη διπλωματία, αλλά εκθέτει ευθαρσώς τις απόψεις της. Κι αυτό είναι το “ατόπημά” της, όπως γράφει η Ρεπούση, αναλογιζόμενη πιθανώς το δικό της “ατόπημα”. Προσοχή, δεν κάνει λόγο για σφάλμα, αλλά μόνο για ατόπημα, που σημαίνει ενέργεια ακατάλληλη στις δεδομένες περιστάσεις. Έτσι, αντί να διασκεδάσει τις κατηγορίες, τις επιβεβαιώνει. Από εκεί και μετά, άρχισε η χρονοβόρος διαδικασία ανακρίσεων και εκθέσεων, που προσέκρουσε και στην μη ύπαρξη έγκυρων Πρακτικών από τις επίμαχες συνεδρίες. Φαίνεται ότι είναι πάγια τακτική στα καθ’ ημάς, τα Πρακτικά να συντάσσονται εκ των υστέρων με βάση σημειώματα όσων συμμετείχαν. Όπως, για παράδειγμα, γίνεται στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας.
Ίσως το σημαντικότερο μέρος της μελέτης, τόσο από πλευράς έρευνας όσο και ενδιαφέροντος, είναι το τρίτο, αφιερωμένο στα μεθεόρτια του λόγου της Ιμβριώτη. Στο πώς παρουσιάζουν οι εφημερίδες της Αθήνας τα αποκαλούμενα Μαρασλειακά. Στον αντίχτυπο που έχουν τα δημοσιεύματα, έτσι όπως διανθίζονται με ευφάνταστες στρεβλώσεις και σκανδαλιστικές ιστορίες, εμπνευσμένες κυρίως από το μένος που προκαλούσε η ανάμειξη των γυναικών στα κοινά. Τέλος, στο πώς όλα - καινά δαιμόνια και αίσχη - αποδίδονται στους συνήθεις ύποπτους της εποχής, τουτέστιν τους “μαλλιαροκομμουνιστές”, οπότε και παίρνουν διαστάσεις εθνικού κινδύνου, εσαεί φράση-κλειδί για κυοφορούμενες στρατιωτικές επεμβάσεις. Αυτή η νεόκοπη λεκτική συνένωση δημοτικισμού-κομμουνισμού, που προκύπτει στη διάρκεια του Εθνικού Συνεδρίου (23 Απρ-2 Μαΐ 1925), όταν ανάβουν τα αίματα, συνενώνει μεν την απειλή για τη γλώσσα και την εθνική ιδεολογία, αλλά προκαλεί και συγκρούσεις εντός των δημοτικιστών, καθώς μια μερίδα από αυτούς δεν αποδέχεται τις μαρξιστικές ιδέες.
Από την εκτενή περιγραφή, που δίνεται στη μελέτη, για τη στάση της τριανδρίας του Εκπαιδευτικού Ομίλου από αρχής των Μαρασλειακών, διαφαίνεται η διάσπαση, που επέρχεται, τελικά, τον Μάρ. του 1927, όπως και ο ρόλος ενός εκάστου. Οι δυο, Δελμούζος-Γληνός, συγκρούονται, ο τρίτος, ο πάντοτε ιδιόμορφος και μονήρης Τριανταφυλλίδης, σιωπά. Σχετικά εν συντομία περιγράφεται η στάση της Ιμβριώτη, με την παράθεση μικρού αποσπάσματος από την αλληλογραφία της με τον Δελμούζο και περιληπτική αναφορά σε μια μοναδική συνέντευξή της. Πιστεύουμε ότι η Ρεπούση αδικεί την ηρωίδα αυτής της πρώτης αφήγησης, που στήνει. Κρίμα να μείνει από την παράτολμη Ρόζα, που σήκωσε την μπαντιέρα των Μαρασλειακών, αυτό το, “Θα γίνω κομμουνίστρια για να τους εκδικηθώ”.
Κατά τα άλλα, τότε όπως και τώρα, το αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων προτιμούσε να ενημερώνεται γύρω από τα καυτά θέματα της επικαιρότητας, όχι από έγκυρα άρθρα και νηφάλιες αναλύσεις, αλλά από έκδηλα προκατειλημμένες δημοσιογραφικές καμπάνιες. Με άλλα λόγια, να μην σπαζοκεφαλιάζει να μορφώσει ιδίαν άποψη, αλλά να παίρνει μασημένη τη γνώμη του άλφα ή του βήτα επωνύμου, που για να είναι και επώνυμος κάτι θα ξέρει πάρα πάνω. Ύστερα, διαβάζοντας διαδοχικές καμπάνιες για ποικίλα ζητήματα, ο καθένας έχει ξεδιαλέξει χοντρικά τους ομοϊδεάτες του και αναλόγως στοιχίζεται εκεί ως οπαδός. Για τα Μαρασλειακά έγιναν δυο μεγάλης έκτασης καμπάνιες από τις εφημερίδες «Σκριπ» και «Δημοκρατία» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Άρχισαν ταυτόχρονα, τέλη Ιαν. 1926, μεσούσης της δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου, που είχε φροντίσει να απολύσει όλους τους εμπλεκόμενους. Περισσότερο ενδιαφέρουσα για εμάς είναι η δεύτερη, καθώς απευθύνεται και σε γνωστές προσωπικότητες του λογοτεχνικού χώρου. Κατά κανόνα, οι συνεντευξιαζόμενοι κρατούν άλλη στάση στο γλωσσικό και άλλη στην ίδια την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Για παράδειγμα, ο Βλαχογιάννης και ο Γρυπάρης είναι δύο από εκείνους που αποφεύγουν να αναφερθούν στα Μαρασλειακά. Δυναμικά κλείνει αυτήν τη δεύτερη καμπάνια ο δημοτικιστής δάσκαλος Μένος Φιλήντας, εγκωμιάζοντας τους τρεις ιδεολόγους που ρίχτηκαν στον αγώνα για να εδραιωθεί η ελληνική γλώσσα, που είναι η γλώσσα που μιλούν οι Έλληνες. Για το αληθές του λόγου παραθέτει στιχομυθία δασκάλου-μαθητή:
– Τι θα πει παιδί μου κάτοπτρον;
– Κάτω που τρων, κύριε.
Κατατοπιστικό το εράνισμα της μελέτης από τις δυο καμπάνιες, όπως και το τελευταίο, σχεδόν ένα τρίτο της μελέτης, όπου αναδημοσιεύονται οι ανακριτικές εκθέσεις για τα Μαρασλειακά και παρατίθενται οι σημειώσεις κάθε κεφαλαίου, με πλήρη και ακριβή βιογραφικά, αλλά και επίμαχα αποσπάσματα από αναφερόμενα κείμενα, κάποτε και ακέραια τα κείμενα. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να μορφώσει άποψη, πέραν της διαφαινόμενης στην αφήγηση. Ας επισημάνουμε, όμως, και ένα αδύνατο σημείο. Εμείς δεν είμαστε ιστορικοί, έχουμε, ωστόσο, την εντύπωση, ότι δεν νοείται ευρετήριο προσώπων χωρίς τα μικρά ονόματα των αναφερομένων. Ούτε καν το αρχικό του ονόματος. Η προσθήκη της ιδιότητάς τους δεν υποκαθιστά το βαφτιστικό. Άλλωστε, πρόκειται για πανεπιστημιακούς καθηγητές, υπουργούς και καθηγητές του Μαρασλείου, των οποίων όχι μόνο τα μικρά ονόματα αλλά και τα βιογραφικά είναι γνωστά. Παράδειγμα, ο Συμιακός Μιχαήλ Βολονάκης, καθηγητής τότε Ιστορίας Μέσων και Νεότερων Χρόνων, που μαζί με τον Ναξιώτη Νικόλαο Εξαρχόπουλο, καθηγητή παιδαγωγικής, ήταν τα βασικά μέλη του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου. Άλλα παραδείγματα, ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Σπυρίδης, ο λογοτέχνης Αντώνης Τραυλαντώνης, καθώς και η πλειάδα των καθηγητών του Μαρασλείου, μεταξύ των οποίων ο Κεφαλλήνιος καθηγητής Γυμναστικής Αθανάσιος Λευκαδίτης, που είναι και ο ιδρυτής του προσκοπισμού στην Ελλάδα. Τέλος, από τα μικρά ονόματα, που δεν παραλείπονται, ένα αναγράφεται λανθασμένα. Χωρίς εκείνο το νι στο Κω(ν)σταντίνος ήθελε, όχι τυχαία, το όνομά του ο Χατζόπουλος, ένας από τους πρώτους δημοτικιστές και σοσιαλιστές.
Ανάγοντας το θέμα της μελέτης σε ένα γενικότερο επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει το εξής: Την ίδια εποχή ο κομμουνιστικός κίνδυνος αιωρείται ως φόβητρο από την άρχουσα τάξη, δηλαδή την αστική, πάνω απ’ όλη την Ευρώπη, καθώς έχει επικρατήσει πλέον η Ρωσική Επανάσταση. Συνεπώς, ούτε σ’ αυτόν τον τομέα κρατάμε τα σκήπτρα της πρωτοπορίας. Με μόνη διαφορά ότι εδώ –εκτός της θρησκείας, της έννοιας της πατρίδας και της αστικής ιδιοκτησίας– ο κομμουνιστικός κίνδυνος αναμιγνύεται από τους κρατούντες με το ήδη οξυμμένο γλωσσικό. Έτσι σχηματίζεται το ιδεολογικό δίδυμο του “μαλλιαρο-κομμουνισμού”, το οποίο προβάλλεται ως άκρως επιβλαβές για την εθνική υπόσταση. Η επανάληψη του ίδιου μοντέλου, αλλά χωρίς το “μαλλιαρό”, θα οδηγήσει μετά είκοσι χρόνια σε Εμφύλιο. Φαίνεται, τελικά, ότι ως κοινωνική οντότητα μας διακατέχει έμμονα κάποιο διχαστικό σύνδρομο. Το αυταπόδεικτο υπάρχει και σήμερα. Κοχλάζει, αλλά σε συγκρατημένα όρια, με τους μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Το πιο παράδοξο είναι ότι στη σημερινή ένταση ο Τύπος (= ΜΜΕ) “παίζει” ακριβώς τα ίδια “παιχνίδια” με τον μακρινό του πρόγονο στα Μαρασλειακά. Σε συγκριτικό, μάλιστα, επίπεδο, το “παίζει” απ’ τη μια πλευρά με λιγότερα προσχήματα, χωρίς αντίστοιχης σοβαρότητας ιδεολογικό υπόβαθρο, ενώ συχνά εισέρχεται απροκάλυπτα το στοιχείο της ιδιοτέλειας. Συνυπολογίζοντας και την συγκριτικά πιο δραστική απήχηση των σημερινών ΜΜΕ, τότε οι ίδιοι όροι αποκτούν τροπή προς το χειρότερο. Αντί, δηλαδή, να πάμε εμπρός, πάμε πίσω. Ως μόνο αισιόδοξο μένει η απουσία απειλής δικτατορίας από κάποιον νέο Πάγκαλο. Κάτι είναι κι αυτό, εάν το δούμε σε συσχετισμό με ανάλογες περιπέτειες στο παρελθόν.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 3/6/2011.