
Δεν μπορώ να πω, ούτε ξέρω εάν μετοικίζοντας στους κεκοιμημένους άφησε πίσω του αγαθές αναμνήσεις, αφού δεν διασταυρωθήκαμε ποτέ. Μπορώ, ωστόσο, να συμπεράνω ότι ως φωτογράφος κινείτο, μάλλον λόγω διακριτικότητας ή, πιθανόν, και μετριοφροσύνης, πολύ μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σχεδόν στο περιθώριο. Δεν ήταν, πάντως, τυχαία περίπτωση. Εδώ, βεβαίως, δεν έχω την πρόθεση να συντάξω επικήδειο με τους αρμόζοντες επαίνους. Είναι, όμως, αποκαρδιωτικό να φεύγουν άνθρωποι της φωτογραφίας χωρίς καμία, όχι λεπτομερή, αλλά ούτε στοιχειώδη μνημόνευση. Ως παράλειψη καθίσταται στις μέρες μας περίεργη και άκρως αντιφατική μέσα στον λαμπερό κόσμο της φωτογραφίας, ο οποίος δείχνει να οδεύει γεμάτος αυτοϊκανοποίηση, συχνά κούφια, προς το μέλλον. Ως φαίνεται, δεν έχουμε αντιληφθεί ότι οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες έχουν προηγηθεί και ότι λίγο πολύ από αυτές βυζαίνουμε ακόμη ως υστερότοκα τέκνα του μοντερνισμού. Δεν έχουμε, επίσης, αντιληφθεί ή το παραβλέπουμε, ότι στην τέχνη, στη λογοτεχνία, όπως και σε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, υπάρχει η δεσμευτική έννοια της κοινότητας. Ως έννοια δεν περικλείει μόνο το παρόν και το προγραμματιζόμενο μέλλον, αλλά και το παρελθόν. Έχω την εντύπωση, μην πω τη βεβαιότητα, ότι ως μετανεωτερική συλλογικότητα μένουμε αδικαιολόγητα αδιάφοροι ή, συχνά, καταδικαστικοί σε ό,τι έχει προηγηθεί. Μακάρι όλα κακής εκτίμησης ή, καλύτερα, εκτός τόπου και χρόνου βεβαιότητες.

Αυτή, λοιπόν, η “χρυσή” εποχή της ΕΦΕ, αγκαλιάζει, κατά υποκειμενική εκτίμηση, δύο με δυόμισι δεκαετίες. Ως αγαθών προθέσεων συλλογικότητα, αλλά και ως ακτινοβολία, συνέβαλε κατά πολύ στο να αναγνωριστεί η φωτογραφία ως τέχνη από το καλλιτεχνικό στερέωμα και από ένα, έστω περιορισμένο, κοινό. Παρόλα αυτά, από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’70 άρχισε να χάνει τη λάμψη της. Τι ακριβώς λειτούργησε ανασταλτικά και, αντί να πρωταγωνιστεί, καθηλώθηκε σε δευτερεύοντα ρόλο, είναι μια μεγάλη, ίσως πικρή, ιστορία, που συναρθρώνεται με τη γενικότερη πορεία στα μεταπολιτευτικά πράγματα. Στενόχωρο και ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα, ας μείνει προς το παρόν στην άκρη χωρίς άλλο σχολιασμό.
Τώρα ειδικά για τον Ιάσονα Αποστολίδη. Πριν δώσει σταθερό στίγμα παρουσίας στην ΕΦΕ, είχαν προηγηθεί, όπως και σε αρκετούς άλλους φωτογράφους, φωτογραφικές απόπειρες από την παιδική του ηλικία. Αυτάρκης φωτογραφικά ξεκινάει ένα-δύο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, νομίζω το 1946. Περπατάει τα 24-25 και εισέρχεται ως συστηματικός ερασιτέχνης στο πεδίο της φωτογραφίας ανάμεσα σε δύο πυρακτωμένες για την Ελλάδα περιόδους. Πίσω η ζεστή στάχτη της Κατοχής, εμπρός το φυσερό που κόρωνε τη νέα φωτιά του Εμφυλίου. Ανήκει, δηλαδή, στη άτυχη γενιά, που πέφτει από τον έναν στον άλλον αναβρασμό. Συνυπολογίζοντας μαζί τα προεόρτια και τα μεθεόρτια, ουσιαστικά δεν γνώρισε ποτέ απονήρευτο μειδίαμα.
Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι εδώ ακριβώς εντοπίζεται και παρεισφρέει τακτικά μια μεγάλη παρεξήγηση γύρω από την κατοπινή στάση αυτής της γενιάς. Το ό,τι στους φωτογράφους αυτής της γενιάς αντικατοπτρίζεται εμφανώς το στοιχείο του “αφελούς” ή του “ουδέτερου” απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα, και, κυρίως, του “μη πολιτικοποιημένου”, αυτό εκτοξεύεται ως επίκριση, κάποτε με χροιά κοσμοπολίτικης επιτίμησης. Πρόκειται, ωστόσο, για παρανόηση, που φαινομενικά μόνο βρίσκει κάποια ερείσματα. Πράγματι, όσο τουλάχιστον γνωρίζω, μετέπειτα πέφτει πέπλο απόκρυψης. Κανένα φωτογραφικό ίχνος δεν δηλώνει την εμπλοκή τους σε τραχιές εμπειρίες. Οι περισσότεροι αποκρυσταλλώνουν μια λυρική ή, σωστότερα, ρεμβώδη ματιά, κοινωνικά αμέθεκτη. Το ερώτημα, όμως, είναι γιατί; Μήπως πρόκειται για κρυφές ενοχές κολασμένων ψυχών που καταφεύγουν στον εξαγνισμό; Καθόλου. Βγαίνοντας απ’ το πυρωμένο τοπίο, δεν έκαναν άλλο απ’ το να αναζητούν ανάσες κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας. Ως στάση, εκτός από αυθόρμητη απώθηση, ήταν, συγχρόνως, και μια απόσβεση οφειλής στην ταραγμένη τους νεότητα. Κάτι, δηλαδή, σαν ασυναίσθητη φυσική ανάγκη. Τόσο απλά οδηγήθηκαν σε μια ουδέτερη φωτογραφικά κοινωνική στάση. Εξάλλου, και να εκδήλωναν φωτογραφικά κάποια διάθεση μαχητικότητας, αιωρούντο μονίμως ως φόβητρο τα ισχύοντα τότε προληπτικά μέτρα. Ας μην καλλιεργούμε ψευδαισθήσεις και μάλιστα εκ του ασφαλούς. Μεσολαβούν καταλυτικά εκείνες οι ρημάδες οι κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες, εάν δεν ληφθούν υπόψη, τότε μια ολόκληρη γενιά φωτογράφων φαντάζει εγωκεντρική και αδιάφορη σε όσα συνέβαιναν γύρω της. Μπορεί, βέβαια, ως ερμηνεία να θεωρηθεί υπεραπλουστευτική ή ότι κάπου μπάζει, οπότε διαγράφεται ως μη αποδεκτή. Εξάλλου, δεν υπάρχει μονοπώλιο ερμηνειών. Και ευτυχώς που δεν υπάρχει, γιατί όλοι θα καταλήγαμε ευλαβείς συλλειτουργοί σε έναν και μόνο θεό. Καλύτερα, όμως, τα κοινωνικο-πολιτικά, με την ευρεία τους έννοια, να τα παρακάμψουμε, γιατί θα παρασυρθούμε σε ανεπίτρεπτο πλατειασμό. Κλείσιμο της παρένθεσης.


Πρώτη φωτογραφική δημοσίευση του Αποστολίδη συναντάμε στο περιοδικό Ελληνική Φωτογραφία, τον Δεκ. του 1955 (5ο τχ.). Είναι μια ασπρόμαυρη λήψη με Leica, φέρει τίτλο «Πορτρέτο της γάτας» και συμμετέχει στην 1η Πανελλήνια Έκθεση Φωτογραφίας στο Ζάππειο. Έχει, όμως, πριν κατατεθεί ως συμμετοχή στον Α’ Διαγωνισμό ερασιτεχνών με ελεύθερο θέμα, που οργάνωσε εκείνο το έτος η ΕΦΕ. Εκεί, το “έντονο περίεργο εκφραστικό” «Πορτρέτο της γάτας», όπως το χαρακτηρίζει το Πρακτικό της Επιτροπής Κριτών, αποσπά έπαινο. Η Επιτροπή δεν είναι τυχαία, ούτε αποτελούμενη μόνο από ανθρώπους της φωτογραφίας. Προεδρεύει ο τεχνοκριτικός της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ Άγγελος Προκοπίου, έχοντας ως μέλη τον πρόσφατα θανόντα ζωγράφο και καθηγητής της ΑΣΚΤ Γιάννη Μόραλη, τον χαράκτη Δημ. Γιαννουκάκη, ενώ συμπληρώνεται με τους δόκιμους φωτογράφους, μέλη της ΕΦΕ, Βούλα Παπαϊωάννου, Σπύρο Μελετζή και Δήμο Πατρίδη. Στον Γ΄ Διαγωνισμό του ιδίου έτους, με θέμα «Ελληνικά νησιά και θάλασσες», όπου αθλοθέτης εμφανίζεται η KODAK, ο Αποστολίδης αποσπά το 1ο βραβείο για την έγχρωμη φωτογραφία «Μεθυσμένα καράβια», η οποία δημοσιεύεται ασπρόμαυρη και Α΄ έπαινο για την αδημοσίευτη φωτογραφία με τίτλο «Μύκονος».
Αυτές είναι αναλυτικά οι υπάρχουσες πληροφορίες για τις πρώτες δημοσιευμένες φωτογραφίες του στο περιοδικό της ΕΦΕ. Στη συνέχεια, οι δημοσιεύσεις αποκτούν κάποια τακτικότητα. Μην μπούμε, όμως, σε συστηματική καταγραφή, γιατί θα βυθιστούμε σε πληκτική απεραντολογία. Να σημειώσουμε μόνο ότι αντανακλούν, όχι βέβαια λεπτομερώς, το σταδιακό του ωρίμασμα και τους κατά καιρούς φωτογραφικούς του προσανατολισμούς. Ωστόσο, λίγο αργότερα, Απρ. 1968, δημοσιεύει άρθρο στις σελίδες του περιοδικού με τίτλο «Προσωπική προσέγγιση». Κείμενο ωριμότητας, αποκαλύπτει τις ιδιαίτερες απόψεις του Αποστολίδη. Ό,τι καταθέτει εκεί, αποτελεί ένα είδος προσωπικού μανιφέστου γύρω από την φωτογραφική εικόνα.
Κουβαλώντας ο Αποστολίδης μια ιδιότροπη αντίληψη - μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί - εκτός του περιοδικού Ελληνική Φωτογραφία, ουδέποτε δημοσίευσε φωτογραφία σε άλλο έντυπο. Πλήρωσε, βεβαίως, το τίμημα, μένοντας εντελώς άγνωστος στο ευρύ κοινό. Εξαίρεση αποτελεί μια πρώτη, ίσως και μοναδική, συστηματική μελέτη για το φωτογραφικό του έργο στο περιοδικό OPTICON (Τχ. Ιουν. 1997). Την υπογράφει ο καθηγητής φωτογραφίας Γρηγόρης Βλασσάς. Ο ίδιος, με πρόλογο του επίσης καθηγητή φωτογραφίας Αριστείδη Κοντογεώργη, υπογράφει και το διεξοδικό κείμενο παρουσίασης στο λεύκωμα «Ο Φωτογράφος Ιάσων Αποστολίδης», (εκδ. Αίολος, Αθήνα, χ.χ.).2 Πρόκειται για μονογραφία, η οποία, πέρα από ασφαλείς πληροφορίες, δίνει και μια αντιπροσωπευτική εικόνα του φωτογράφου. Διαιρείται σε επτά θεματικές ενότητες (Ύπαιθρος - Νησιά του Αιγαίου - Πρόσωπα - Τοπία - Στιγμές - Εργαλεία - Φωτοτεχνικές) και καθώς ο ίδιος φέρεται ως άτυπος συνεργός της έκδοσης, οι τίτλοι πρέπει να δηλώνουν, έστω σχηματικά, τις φωτογραφικές του εμμονές.

“Όταν σταμάτησε να λειτουργεί τον σκοτεινό του θάλαμο”, γράφει ο Γρηγ. Βλασσας, “σταμάτησε και την ενασχόλησή του με την μαυρόασπρη φωτογραφία”. Φαίνεται, όμως, ότι κατόρθωσε να υπερβεί τις καθηλώσεις της ηλικίας του, γιατί λίγο πιο κάτω σημειώνει ότι “περνά τον ελεύθερο χρόνο του δημιουργώντας με τις νέες τεχνολογίες, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή”. Επιπλέον, μας πληροφορεί ότι έλαβε μέρος στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ψηφιακής Φωτογραφίας που διοργάνωσε η ΕΦΕ το 2002, όπου πήρε χάλκινο μετάλλιο. Με άλλα λόγια, παρεκτράπει στα ογδόντα του και μάλιστα δημόσια, διεκδικώντας πρωτεία σημερινού νεανία. Έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον η δημιουργική προέκταση του σκοτεινού θαλάμου στο photoshop του Η/Υ και αν ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι εξίσου επιτυχές. Ωστόσο, το τι ακριβώς θα ανασύρουν μέσα από τα άδυτα του σκληρού δίσκου οι οικείοι του, που υπογράφουν την αγγελία θανάτου, αμφιβάλλω εάν θα αποκαλυφθεί ποτέ δημόσια.
Αυτά τα πολλά, τα γεμάτα παρεκβάσεις, ίσως όμως και τα μόνα για τον θανόντα φωτογράφο Ιάσονα Αποστολίδη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Ένα αμιγώς ερασιτεχνικό σωματείο, ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Ερασιτεχνών Φωτογράφων», ιδρύθηκε στα τέλη του 1932. Το καταστατικό λειτουργίας φανερώνει υψηλές επιδιώξεις, αλλά μάλλον δεν κατόρθωσε να επιπλεύσει για πολύ, αφήνοντας στην εποχή του κάποιο ευδιάκριτο στίγμα.
2 - Από εδώ αντλήθηκαν ορισμένες πληροφορίες, όπως και οι φωτογραφίες που εικονογραφούν το κείμενο
2 - Από εδώ αντλήθηκαν ορισμένες πληροφορίες, όπως και οι φωτογραφίες που εικονογραφούν το κείμενο
Πέτρος Καλαβρός
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα "Η Εποχή"
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα "Η Εποχή"