Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Δάσκαλος, ο Μητροπολίτης και ο Παπαδιαμάντης

Έφη Γα­ζή
«“Πα­τρίς Θρη­σκεία Οι­κο­γέ­νεια”
Ιστο­ρία ε­νός συ­ν­θή­μα­τος
(1880-1930)»
Εκδό­σεις Πό­λις
Φε­βρουά­ριος 2011

Oπως α­να­φέ­ρα­με στο δη­μο­σίευ­μα της προ­η­γού­με­νης Κυ­ρια­κής, η με­λέ­τη της Έφης Γα­ζή α­φη­γεί­ται την ι­στο­ρία του συ­ν­θή­μα­τος “Πα­τρίς, Θρη­σκεία, Οι­κο­γέ­νεια”, κα­λύ­πτο­ντας μι­σό αιώ­να ι­δε­ο­λο­γι­κών συ­γκρού­σεων. Στο πρώ­το κε­φά­λαιο, που τι­τ­λο­φο­ρεί­ται «Ο Χρι­στια­νι­σμός ως κοι­νω­νι­κός α­να­μο­ρ­φω­τής», α­να­φέ­ρε­ται στις τρεις πρώ­τες δε­κα­ε­τίες, ξε­κι­νώ­ντας γύ­ρω στο 1880 και φθά­νο­ντας μέ­χρι το 1908. Σε αυ­τήν την κο­ντά τρια­κο­ντα­ε­τία, η α­φή­γη­ση ε­στιά­ζει σε δυο ο­μί­λους: το Σύ­λ­λο­γο «Η Ανά­πλα­σις», που ι­δρύε­ται το 1886 και την «Εται­ρεία της υ­πέρ των Πα­τρίων Αμύ­νης», γνω­στής ως τα «Πά­τρια», που ι­δρύ­θη­κε την 1η Οκτω­βρίου του 1900. Ο μεν Σύ­λ­λο­γος κυ­κλο­φό­ρη­σε έ­να χρό­νο α­ρ­γό­τε­ρα ο­μώ­νυ­μο πε­ριο­δι­κό, που εί­ναι το πα­λαιό­τε­ρο και μα­κρο­βιό­τε­ρο έ­ντυ­πο χρι­στια­νι­κού συ­λ­λό­γου, ε­πι­βιώ­νο­ντας μέ­χρι του­λά­χι­στον το 2005. Πα­ρο­μοίως και η Εται­ρεία κυ­κλο­φό­ρη­σε έ­να χρό­νο α­ρ­γό­τε­ρα ο­μώ­νυ­μη ε­φη­με­ρί­δα, η ο­ποία ό­μως δεν μα­κρο­η­μέ­ρευ­σε, κα­θώς δια­κό­πη­κε αι­φ­νί­δια το 1916, λό­γω πο­λι­τι­κής δίω­ξης του βε­νι­ζε­λι­κού διευ­θυ­ντή της.
Πρω­τε­ρ­γά­τες του Συ­λ­λό­γου στά­θη­καν ο σί­φ­νιος θε­ο­λό­γος Κω­ν­στα­ντί­νος Δια­λη­σμάς και ο κα­λύ­μνιος νο­μι­κός Μι­χαήλ Γα­λα­νός. Ανα­φέ­ρου­με τους τό­πους κα­τα­γω­γής, για­τί τό­τε έ­παι­ζαν ση­μα­ντι­κό ρό­λο στις πε­ρι­πέ­τειες του βίου. Για πα­ρά­δει­γ­μα, ο Γα­λα­νός, που δι­κη­γο­ρού­σε στη γε­νέ­τει­ρά του, διώ­χ­θη­κε για έ­να φι­λο­βα­σι­λι­κό ά­ρ­θρο του κι έ­τσι βρέ­θη­κε στην Αθή­να το 1893 να διευ­θύ­νει το πε­ριο­δι­κό μέ­χρι το θά­να­το του Δια­λη­σμά, το 1921, ό­ταν και ο ί­διος α­να­χώ­ρη­σε για την Αμε­ρι­κή ό­που και διέ­πρε­ψε ως ιε­ρο­κή­ρυ­κας και δη­μο­σιο­γρά­φος στον ε­κεί ε­κ­κλη­σια­στι­κό Τύ­πο.
Ενώ, στην συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή της ε­φη­με­ρί­δας συ­μ­με­τεί­χε, με­τα­ξύ ά­λ­λων ε­πι­φα­νών, ο γλω­σ­σο­λό­γος Γεώ­ρ­γιος Χα­τ­ζι­δά­κις και ο Κω­ν­στα­ντι­νου­πο­λί­της Σταύ­ρος Βου­τυ­ράς. Αξί­ζει να θυ­μί­σου­με τον τε­λευ­ταίο, μιας και ε­φέ­τος συ­μπλη­ρώ­νο­νται 170 χρό­νια α­πό την γέ­ν­νη­σή του. Στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη, ε­ξέ­δι­δε την ε­φη­με­ρί­δα «Νε­ο­λό­γος» α­πό τις 20 Οκτω­βρίου 1866 μέ­χρι την α­πέ­λα­σή του, στις 9 Απρι­λίου 1897, τέ­σ­σε­ρις η­μέ­ρες με­τά την κή­ρυ­ξη του ε­λ­λη­νο­του­ρ­κι­κού πο­λέ­μου του 1897. Ερχό­με­νος στην Αθή­να, ε­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε τον «Νε­ο­λό­γο», α­πό τις 19 Σε­πτε­μ­βρίου 1897 μέ­χρι τις 31 Δε­κε­μ­βρίου 1899. Ενώ, τα «Πά­τρια» ά­ρ­χι­σαν να ε­κ­δί­δο­νται α­πό την 1η Οκτω­βρίου 1900. Ο Βου­τυ­ράς εί­ναι έ­να α­πό τα πρό­σω­πα της με­λέ­της της Γα­ζή, που συ­ν­δέ­ο­νται με την Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη. Δεν θα ή­ταν α­πί­θα­νο, στα έ­ντυ­πα της Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λης να λα­ν­θά­νουν πα­ρα­φυά­δες, που μπο­ρεί να συ­νέ­βα­λαν στην με­τά­πλα­ση των τριών ε­ν­νοιών σε συ­ν­θη­μα­τι­κή φρά­ση.
Διευ­θυ­ντής, ω­στό­σο, της ε­φη­με­ρί­δας ή­ταν ο κα­λός διη­γη­μα­το­γρά­φος Ιωά­ν­νης Δα­μ­βέ­ρ­γης, που α­πα­ξιώ­θη­κε τό­σο α­πό τους συ­γ­χρό­νους του ό­σο και α­πό τους με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Τον α­ν­θο­λο­γεί, ω­στό­σο, ο Ε. Χ. Γο­να­τάς στις «Ασυ­νή­θι­στες ι­στο­ρίες» του. Σε σχε­τι­κό λή­μ­μα Γρα­μ­μα­το­λο­γίας του 1997, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι “ε­ξέ­δι­δε και διέ­νε­με δω­ρεάν, με τη χρη­μα­τι­κή ε­νί­σχυ­ση ι­δίως Ελλή­νων του ε­ξω­τε­ρι­κού, το ε­βδο­μα­διαίο υ­πε­ρ­συ­ντη­ρη­τι­κό ε­θνι­κι­στι­κό φυ­λ­λά­διο «Πά­τρια»”. Ακραία δια­τύ­πω­ση, που δεν συ­μ­βά­λ­λει στην κα­τα­νό­η­ση της ε­πο­χής. Αντι­θέ­τως, η Γα­ζή α­να­πα­ρά­γει το σκο­πό της ε­φη­με­ρί­δας, ό­πως ο­ρί­ζε­ται α­πό τους ι­δρυ­τές της. Κι αυ­τός εί­ναι “η ε­νί­σχυ­ση της ε­λ­λη­νο­πρε­πούς α­να­τρο­φής των νέων και η υ­πο­στή­ρι­ξη της πα­τρίου θρη­σκείας και γλώ­σ­σης”. Όπως και να έ­χει, για κο­ντά μια δε­κα­ε­τία, τα «Πά­τρια» υ­πε­ρα­σπί­στη­καν την κα­θα­ρεύου­σα, α­ντι­πα­λεύο­ντας τους δη­μο­τι­κι­στές του «Νου­μά». Κυ­ρίως υ­πε­ρα­μύ­ν­θη­καν του τρί­πτυ­χου “Εκκλη­σία, Πα­τρίς, Οι­κο­γέ­νεια”, με­τα­φέ­ρο­ντάς το και στις ε­λ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες της Μι­κράς Ασίας.
Πριν, ό­μως, την ί­δρυ­ση των δύο ο­μί­λων, στη μα­κριά πε­ρίο­δο ζυ­μώ­σεων, κο­ντά μια ει­κο­σα­ε­τία, που προ­η­γή­θη­κε, πρω­το­στά­τη­σε ο θε­ο­λό­γος Από­στο­λος Μα­κρά­κης. Σύ­μ­φω­να με τη Γα­ζή, αυ­τός εί­ναι ο πρώ­τος που πρό­τει­νε έ­να “πρό­γρα­μ­μα α­να­μό­ρ­φω­σης της κοι­νω­νίας με βά­ση τη χρι­στια­νι­κή δι­δα­σκα­λία, το ο­ποίο α­πο­κρυ­στα­λ­λώ­θη­κε σε συ­γκε­κρι­μέ­νες ο­ρ­γα­νι­κές δο­μές”. Στη με­λέ­τη της πε­ρι­γρά­φο­νται η προ­σω­πι­κό­τη­τά του, οι φι­λο­σο­φι­κές α­ρ­χές της δι­δα­σκα­λίας του, κα­θώς και η με­γά­λη α­πή­χη­ση που εί­χαν οι ι­δέες του. Διο­ρ­θω­τι­κά να α­να­φέ­ρου­με ό­τι ο Μα­κρά­κης δεν γε­ν­νή­θη­κε στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη, α­λ­λά ή­ταν γέ­ν­νη­μα θρέ­μ­μα Σί­φ­νιος. Ας τον θυ­μί­σου­με, α­φού το 2011 εί­ναι και γι’ αυ­τόν ε­πε­τεια­κό έ­τος, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 180 χρό­νια α­πό τη γέ­ν­νη­σή του. Ο Μα­κρά­κης, στη Σί­φ­νο γε­ν­νή­θη­κε και ε­κεί ο­λο­κλή­ρω­σε τις ε­γκύ­κλιες σπου­δές του. Στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη πή­γε δε­κα­πε­ντα­ε­τής, το 1846, ό­που και φοί­τη­σε ως υ­πό­τρο­φος στη Με­γά­λη του Γέ­νους Σχο­λή. Απο­φοι­τώ­ντας ε­ρ­γά­στη­κε ως γρα­μ­μα­τέ­ας του Μη­τρο­πο­λί­τη Μη­θύ­μνης Αγα­θά­γ­γε­λου και στη συ­νέ­χεια, ως δά­σκα­λος, α­ρ­χί­ζο­ντας, α­πό το 1858, να ε­κ­δί­δει πρα­γ­μα­τείες και συ­γ­γρά­μ­μα­τα. Πρά­γ­μα­τι, πή­γε στο Πα­ρί­σι το 1862, ως παι­δα­γω­γός των τέ­κνων έ­λ­λη­να τρα­πε­ζί­τη, α­λ­λά πα­ρέ­μει­νε ε­κεί μό­λις δυο χρό­νια. Επι­στρέ­φο­ντας, μά­λι­στα, στην Κω­ν­στα­ντι­νού­πο­λη, το 1864, πε­ρα­στι­κός α­πό την Αθή­να, ε­κ­φώ­νη­σε τρεις λό­γους στο Πα­νε­πι­στή­μιο, με θέ­μα τα πο­λι­τι­κά του Πλά­τω­να. Ορι­στι­κά ε­γκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να το 1866 και ά­ρ­χι­σε να α­ρ­θρο­γρα­φεί στην “ε­φη­με­ρί­δα ε­λ­λη­νι­κών α­ρ­χώ­ν” και θρη­σκευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα «Δι­καιο­σύ­νη». Από τις σε­λί­δες της προ­τεί­νει να κα­τα­ρ­γη­θεί το “α­κά­θα­ρ­τον, δυ­τι­κόν και με­μια­σμέ­νο­ν” Σύ­ντα­γ­μα. Τον Σε­πτέ­μ­βριο του 1867 α­πο­χώ­ρη­σε α­πό τη συ­ντα­κτι­κή ο­μά­δα της ε­φη­με­ρί­δας και τον Μά­ρ­τιο του 1868, ί­δρυ­σε τη «Σχο­λή του Λό­γου» και στη συ­νέ­χεια, σει­ρά συ­λ­λό­γων. Μπο­ρεί ο Μα­κρά­κης να διώ­χ­θη­κε α­πό την Εκκλη­σία, ω­στό­σο κα­τα­γρά­φη­κε ως “ση­μα­ντι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα της χρι­στια­νι­κής δια­νό­η­σης”. Ενώ, ο μα­κρα­κι­σμός υ­πή­ρ­ξε μια υ­πο­λο­γί­σι­μη πρώ­τη προ­σπά­θεια ε­δραίω­σης του χρι­στια­νι­σμού ως κοι­νω­νι­κού α­να­μο­ρ­φω­τή, με πο­λ­λούς ε­πι­γό­νους, με­τα­ξύ ά­λ­λων και την Αδε­λ­φό­τη­τα Θε­ο­λό­γων «Η Ζωή», στην ο­ποία α­φιε­ρώ­νει η Γα­ζή το τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο της με­λέ­της της. Τον ί­διο τον Μα­κρά­κη, πέ­ραν των γρα­πτών του, μέ­νει να τον θυ­μί­ζει η προ­το­μή του σε κε­ντρι­κή πλα­τεία της γε­νέ­θλιας νή­σου, ό­που βρί­σκε­ται και ο τά­φος του. Πα­ρα­δό­ξως, ό­μως, ά­φη­σε τα ί­χνη του και στην ε­λ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στη διη­γη­μα­το­γρα­φία του Πα­πα­δια­μά­ντη, του ο­ποίου τα 160 χρό­νια α­πό τη γέ­ν­νη­σή του ε­ο­ρ­τά­ζου­με ε­φέ­τος,
Ένας α­πό τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους των α­θη­ναϊκών διη­γη­μά­των του Πα­πα­δια­μά­ντη, εί­ναι “ο Αει­πλά­νη­τος”. “Κα­μα­ρό­τος της πρώ­της θέ­σεως εις τα βα­πό­ρια της «Εται­ρείας»”, εί­χε πά­ρει σύ­ντα­ξη “κ’ ε­κοί­τα­ζε πώς να σώ­σει την ψυ­χή του· εν Αθή­ναις ε­σύ­χνα­ζεν εις του Μα­κρά­κη”. Σύ­μ­φω­να με το ο­μό­τι­τ­λο διή­γη­μα του 1903, “έ­τρε­φε κά­ποιαν υ­πό­λη­ψι­ν” για τον α­φη­γη­τή, γι’ αυ­τό και τον ε­ρώ­τη­σε τι φρο­νεί πε­ρί Μα­κρά­κη και Μα­κρα­κι­σμού. Και ε­κεί­νος του α­πά­ντη­σε δι­πλω­μα­τι­κά: “Δεν υ­πά­ρ­χει α­μ­φι­βο­λία, κυ­ρ-Γιά­ν­νη, ό­τι πο­λ­λοί των Μα­κρα­κι­στών εί­ναι κα­λοί ά­ν­θρω­ποι, και ό­τι ο Μα­κρά­κης θα ή­τον πο­λύ κα­λός και ω­φέ­λι­μος… Αλλά, τι να σου πω κ’ ε­γώ, «νό­μω κα­λόν, νό­μω κα­κόν». Εάν, πα­ρα­δεί­γ­μα­τος χά­ριν, το δεί­να σπί­τι ε­κη­ρύ­σ­σε­το α­ρ­μο­δίως υ­πό των ια­τρών χο­λε­ρια­σμέ­νον ή βλο­για­σμέ­νον, θα εί­χες πο­τέ την τό­λ­μην να πα­τή­σης την κα­ρα­ντί­να και να ει­σέ­λ­θης εις αυ­τό;”
Ακό­μη πε­ρι­σ­σό­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι “η Μα­κρα­κι­στί­να” του ο­μό­τι­τ­λου, και πά­λι α­θη­ναϊκού, διη­γή­μα­τος, δη­μο­σιευ­μέ­νου α­κρι­βώς έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­το του Μα­κρά­κη, που α­πο­δή­μη­σε στις 24 Δε­κε­μ­βρίου 1905. Πρό­κει­ται για την κυ­ρα-Γιω­ρ­γού­λα, μια α­πό τις πιο δο­λε­ρές η­ρωί­δες του Πα­πα­δια­μά­ντη. Εί­ναι “Αρτι­νή, ε­πι­τη­δεία πο­λύ, οι­κο­νό­μος, μα­γεί­ρι­σ­σα, α­να­γνώ­στρια, ψά­λ­τρια”, τα­κτι­κή στις συ­να­θροί­σεις της «Σχο­λής του Λό­γου». Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, πά­ντως, πα­ρά τις συ­νε­χείς διώ­ξεις του Μα­κρά­κη, δεν στέ­κε­ται α­πό­λυ­τα κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός. Στο προ­η­γού­με­νο διή­γη­μα του 1903, γρά­φει: “Οι α­ρ­μό­διοι, δηλ. η Ιε­ρά Σύ­νο­δος, τον ε­κή­ρυ­ξε κα­κό­δο­ξον και αι­ρε­τι­κόν. Μέ­χρις α­πο­δεί­ξεως του ε­να­ντίου, και πριν α­νώ­τε­ρον τι δι­κα­στή­ριον, φέ­ρ’ ει­πείν η Με­γά­λη Εκκλη­σία και τ’ ά­λ­λα Πα­τρια­ρ­χεία, α­κυ­ρώ­σουν την πρά­ξιν της Ιε­ράς Συ­νό­δου της Ελλά­δος, και κη­ρύ­ξουν τον Μα­κρά­κην υ­γιαί­νο­ντα πε­ρί την πί­στιν και ο­ρ­θό­δο­ξον, πας χρι­στια­νός ο­φεί­λει να πει­θα­ρ­χή εις τους ο­ρα­τούς α­ντι­προ­σώ­πους της Εκκλη­σίας, εί­τε α­μα­ρ­τω­λοί εί­ναι ού­τοι εί­τε ά­γιοι, και να μην πλη­σιά­ζη εις τον Μα­κρά­κη­ν”.
Πο­λ­λά χρό­νια πριν, το κα­λο­καί­ρι του 1891, ό­ταν ο Μα­κρά­κης έ­κα­νε μια με­γά­λη πε­ριο­δεία σε Χα­λ­κί­δα, Σκιά­θο, Βό­λο, Λά­ρι­σα, Τρί­κα­λα, Κα­ρ­δί­τσα, Στυ­λί­δα, Λα­μία, ε­κ­φω­νώ­ντας ο­μι­λίες, ο πα­τήρ Πα­πα­δια­μά­ντης, ο ιε­ρέ­ας Αδα­μά­ντιος Εμμα­νουή­λ, πα­ρε­νέ­βη­κε δυ­να­μι­κά, προ­σπα­θώ­ντας να μα­ταιώ­σει τον προ­ση­λυ­τι­σμό του λα­ού σε μι­σα­λ­λό­δο­ξες δο­ξα­σίες. Τό­τε προ­κλή­θη­κε “το μα­κρά­κιον ε­πει­σό­διο­ν”, γνω­στό έως σή­με­ρα χά­ρις στα δυο α­γα­να­κτι­σμέ­να ά­ρ­θρα του Πα­πα­δια­μά­ντη, δη­μο­σιευ­μέ­να υ­πό τη μο­ρ­φή ε­πι­στο­λών προς την «Ακρό­πο­λιν» και το «Άστυ», το κα­λο­καί­ρι του 1891. Σε αυ­τά, υ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νος ε­αυ­τόν α­πό τις ε­πι­θέ­σεις της ε­φη­με­ρί­δας του Μα­κρά­κη, γρά­φει: “Εγώ εί­μαι τέ­κνον γνή­σιον της Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σίας, ε­κ­προ­σω­που­μέ­νης υ­πό των ε­πι­σκό­πων της. Εάν δε τυ­χόν πο­λ­λοί τού­των εί­ναι α­μα­ρ­τω­λοί, α­ρ­μο­δία να κρί­νη εί­ναι μό­νη η Εκκλη­σία…” Αυ­τήν την τε­λευ­ταία ά­πο­ψη την ε­ν­σω­μα­τώ­νει έ­ντε­χνα, ό­πως εί­δα­με, στο προ­α­να­φε­ρ­θέν διή­γη­μα του 1903.
Ακό­μη νω­ρί­τε­ρα, Ια­νουά­ριο 1888, στη νε­κρο­λο­γία του εκ μη­τρός πρό­γο­νού του, ιε­ρο­μό­να­χου Διο­νυ­σίου Επι­φα­νιά­δη, γνω­στού ως Γέ­ρο­ντα, γιού του δι­δά­σκα­λου του Γέ­νους Επι­φα­νίου Δη­μη­τριά­δη, γρά­φει: “Ο Διο­νύ­σιος α­νή­κεν εις την α­ρ­χαιο­πρε­πή ε­κεί­νην τά­ξιν των μο­να­χών, των Κο­λ­λυ­βά­δων κα­λου­μέ­νων, ης ή­το ο τε­λευ­ταίος σχε­δόν α­ντι­πρό­σω­πος. Πα­ρά των Κο­λ­λυ­βά­δων τού­των η­θέ­λη­σε και ο κ. Μα­κρά­κης να μι­μη­θή τι­να έ­θι­μα…” Επί­σης, πα­ρα­τη­ρεί: “Πο­λ­λοί α­πα­τη­θέ­ντες συ­νέ­χε­ον τον γη­ραιόν πνευ­μα­τι­κόν προς τους μα­κρα­κι­στάς και ε­νό­μι­σαν, ό­τι ο Διο­νύ­σιος ή­το ο­πα­δός του συ­ντά­κτου του «Λό­γου»… Ο σε­βά­σμιος α­γω­νι­στής της Ορθο­δο­ξίας ή­το κα­τά γε­νεάν ό­λην πρε­σβύ­τε­ρος του κ. Μα­κρά­κη…” Πε­ρι­σ­σό­τε­ρα για “τα πα­λαιά έ­θι­μα”, που θέ­λη­σε να οι­κειο­ποιη­θεί ο Μα­κρά­κης α­λ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα για τη σχέ­ση του με “την α­ρ­χαιο­πρε­πή κοι­νό­τη­τα” των Κο­λ­λυ­βά­δων, τα α­να­πλά­θει σε έ­να α­πό τα κα­λύ­τε­ρα σκια­θί­τι­κα διη­γή­μα­τά του.
Ο Γέ­ρο­ντας Διο­νύ­σιος ή­ταν και ο α­να­και­νι­στής της Μο­νής της Πα­να­γίας της Κου­νί­στρας ή Κου­νί­στριας, στην δυ­τι­κή α­κτή του νη­σιού. Κα­τά την θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πή­ρε την ο­νο­μα­σία της α­πό ει­κό­να της Πα­να­γίας, που βρέ­θη­κε στην εν λό­γω το­πο­θε­σία, “κου­νά­με­νη” α­πό τον αέ­ρα σε κλα­διά πεύ­κου. Αυ­τή η ει­κό­να της Πα­να­γίας στά­θη­κε η α­φο­ρ­μή να συ­γκρου­σθεί ο Πα­πα­δια­μά­ντης με έ­τε­ρο πρω­τα­γω­νι­στή της με­λέ­της της Γα­ζή, τον Μη­τρο­πο­λί­τη Δη­μη­τριά­δος Γε­ρ­μα­νό. Αυ­τή τη φο­ρά, ό­χι μό­νο δια της γρα­φί­δας του, α­λ­λά και αυ­το­προ­σώ­πως, στην πό­λη της Σκιά­θου, και συ­γκε­κρι­μέ­να, στο Ναό των Τριών Ιε­ρα­ρ­χών, ό­που φυ­λα­σ­σό­ταν η ει­κό­να. Το ι­στο­ρι­κό της σύ­γκρου­σης Πα­πα­δια­μά­ντη-Γε­ρ­μα­νού το α­φη­γεί­ται ο θε­ο­λό­γος Δη­μή­τρης Τσι­βι­λί­δης στον τό­μο «Βό­λος 1908» του «Αρχείου Θε­σ­σα­λι­κών Με­λε­τών», ο ο­ποίος και λει­του­ρ­γεί συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά στον βίο και την πο­λι­τεία του Μη­τρο­πο­λί­τη Δη­μη­τριά­δος, ό­πως αυ­τός σκια­γρα­φεί­ται στη με­λέ­τη.
Γε­ν­νη­μέ­νος στα Ψα­ρά, το 1872, ο κα­τά κό­σμον Γε­ρ­μα­νός Μαυ­ρο­μ­μά­της, α­πο­φοί­τη­σε α­πό το γυ­μνά­σιο Χίου και ως δι­δά­κτωρ θε­ο­λο­γίας, χει­ρο­το­νή­θη­κε διά­κο­νος στην Αθή­να και α­νέ­λα­βε διευ­θυ­ντής των γρα­φείων του Πα­τρια­ρ­χείου της Αλε­ξά­ν­δρειας. Εκεί, πρω­το­συ­νά­ντη­σε την πέ­τρα του σκα­ν­δά­λου των “Αθεϊκώ­ν” Πη­νε­λό­πη Χρι­στά­κου. Σε ε­πι­στο­λή του ο Δε­λ­μού­ζος προς την Πη­νε­λό­πη Δέ­λ­τα γρά­φει: «…προ­στα­τευό­με­νη του Πα­γώ­νη η Χρι­στά­κου, ε­νός θα­νά­σι­μου ε­χ­θρού του Σε­βα­σμιω­τά­του, που τον εί­χε διώ­ξει α­πό τα Πα­τρια­ρ­χεία της Αλε­ξα­ν­δρείας, ως ρω­σ­σό­φρο­να…» Δεν χά­θη­κε, πά­ντως, ο ε­κ­διω­χ­θείς ιε­ρω­μέ­νος. Αντι­θέ­τως. Αρχι­κά ε­ρ­γά­στη­κε ως ιε­ρο­κή­ρυ­κας στην Ηλεία και με­τά, στην Δη­μη­τριά­δα. Εκεί, με­τά το θά­να­το του Μη­τρο­πο­λί­τη, ό­ντας τό­τε Αρχι­μα­ν­δρί­της, κα­τέ­λα­βε τον ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο. Μό­νο που ο α­πο­θα­νών προ­κά­το­χός του εί­χε δω­ρί­σει και τον Μη­τρο­πο­λι­τι­κό οί­κο και τα γρα­φεία στην Φι­λό­πτω­χο Αδε­λ­φό­τη­τα Βό­λου. Μα­χη­τι­κός ο νέ­ος Μη­τρο­πο­λί­της, α­πο­φά­σι­σε α­νέ­γε­ρ­ση νέων και προς συ­λ­λο­γή οι­κο­νο­μι­κών πό­ρων, εί­χε την έ­μπνευ­ση, ως ά­λ­λος Και­σά­ριος Δα­πό­ντε, να κα­τα­φύ­γει σε ζη­τεία διά της πε­ρι­φο­ράς μιας θαυ­μα­του­ρ­γής ει­κό­νας. Μια α­πό τις δια­θέ­σι­μες της ε­πι­σκο­πι­κής του ε­πι­κρά­τειας ή­ταν και ε­κεί­νη της Πα­να­γίας της Κου­νί­στρας.
Αμ’ έ­πος αμ έ­ρ­γον. Στα μέ­σα Δε­κε­μ­βρίου του 1908, ε­πι­σκέ­φθη­κε τη Σκιά­θο, τά­χα­τες για να γνω­ρί­σει το ποί­μνιό του, στην πρα­γ­μα­τι­κό­τη­τα για να υ­φα­ρ­πά­ξει την θαυ­μα­του­ρ­γή ει­κό­να. Λο­γά­ρια­ζε, ό­μως, χω­ρίς τον ξε­νο­δό­χο. Ο Πα­πα­δια­μά­ντης, που, τον μή­να Μά­ρ­τιο, φω­το­γρα­φι­ζό­ταν στη Δε­ξα­με­νή γα­λή­νιος ως α­σκη­τής, σχε­δόν υ­πε­ρ­κό­σμιος, αυ­τός ο “γλυ­κύς της Ελλά­δος μας Άντε­ρ­σεν, ο σταυ­ρο­κο­πού­με­νος”, κα­τά τον ει­ρω­νι­κό σχο­λια­σμό του Δη­μο­σθέ­νη Κού­ρ­το­βικ , “πρω­το­στα­τεί σαν α­λη­θι­νός α­ντά­ρ­της και δη­με­γέ­ρ­της στον ξε­ση­κω­μό του Σκια­θί­τι­κου λα­ού”. “Την ψυ­χή μας μπο­ρεί να πά­ρε­τε ό­χι ό­μως την ει­κό­να”, δη­λώ­νει ευ­θα­ρ­σώς στον Μη­τρο­πο­λί­τη. Νύ­κτα φυ­γα­δεύ­τη­κε ο Δη­μη­τριά­δος για να γλυ­τώ­σει α­πό την μή­νιν του πλή­θους. Και βε­βαίως, ά­πρα­κτος, χω­ρίς πο­τέ να πρα­γ­μα­το­ποιή­σει το ό­νει­ρό του για τον νέο Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Οί­κο. Θα ε­πα­νέ­λ­θει, ω­στό­σο, στο προ­σκή­νιο με τα “Αθεϊκά”, τη χρο­νιά που πε­θαί­νει ο Πα­πα­δια­μά­ντης.
Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας αυ­τήν την α­νυ­πό­φο­ρα πλα­τεια­στι­κή βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, έ­να ση­μείο που θα πρέ­πει να το­νι­στεί εί­ναι τα θο­λά ό­ρια με­τα­ξύ προϊστο­ρίας και ι­στο­ρίας του συ­ν­θή­μα­τος. Πό­τε, δη­λα­δή, το τρί­πτυ­χο των ε­ν­νοιών α­πό ι­δε­ο­λο­γι­κό πι­στεύω γί­νε­ται σύ­ν­θη­μα α­μι­γώς προ­πα­γα­ν­δι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Ένα κα­λό πα­ρά­δει­γ­μα των θο­λών ο­ρίων, κα­θώς και γεύ­ση α­πό τις ε­ν­δο­θρη­σκευ­τι­κές δια­μά­χες, μας δί­νει ο Πα­πα­δια­μά­ντης.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Ο σίφνιος θεολόγος Απόστολος Μακράκης.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/7/2011.

Ο άνθρωπος επιβιώνει πρωτίστως με συνθήματα

Έφη Γα­ζή
«“Πα­τρίς Θρη­σκεία Οι­κο­γέ­νεια”
Ιστο­ρία ε­νός συν­θή­μα­τος
(1880-1930)»
Εκδό­σεις Πό­λις
Φε­βρουά­ριος 2011

Εάν υ­πο­θέ­σου­με ό­τι η Έφη Γα­ζή εί­χε εκ­δώ­σει τη με­λέ­τη της στο γύ­ρι­σμα του 21ου αιώ­να, αυ­τή θα α­ντι­με­τω­πι­ζό­ταν ως α­μι­γώς ι­στο­ρι­κή με­λέ­τη, ε­ντασ­σό­με­νη στην ι­στο­ρία του συ­ντη­ρη­τι­σμού ως έ­να ε­πι­μέ­ρους κε­φά­λαιό της. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, χω­ρίς να χά­νει το ι­στο­ρι­κό της εν­δια­φέ­ρον, α­πο­κτά μια α­να­πά­ντε­χα ε­πι­και­ρι­κή διά­στα­ση. Το 2000, οι τρεις έν­νοιες που α­παρ­τί­ζουν το σύν­θη­μα “Πα­τρίς Θρη­σκεία Οι­κο­γέ­νεια”, με το ι­στο­ρι­κό του ο­ποίου κα­τα­πιά­στη­κε η με­λε­τή­τρια, θεω­ρού­νταν α­πό τον κυ­ρίαρ­χο λό­γο πα­ρω­χη­μέ­νες ή, ί­σως α­κρι­βέ­στε­ρα, ι­στο­ρι­κής μό­νο α­ξίας. Τό­τε, έ­πνεε ού­ριος ο ά­νε­μος της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, με κυ­ρίαρ­χο το πνεύ­μα της α­νε­ξι­θρη­σκίας και της ε­λευ­θε­ριό­τη­τας. Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, οι τρεις έν­νοιες ε­πα­νέρ­χο­νται, του­λά­χι­στον κα­τά μό­νας, κα­θώς φαί­νε­ται να ε­πα­να­κτούν, για ο­ρι­σμέ­να κοι­νω­νι­κά σύ­νο­λα, έ­να μέ­ρος της συ­γκολ­λη­τι­κής τους ι­σχύος.
Ο ό­ρος συ­ντη­ρη­τι­σμός προέ­κυ­ψε στα κα­θ’ η­μάς με κα­θυ­στέ­ρη­ση ως με­τά­φρα­ση του α­ντί­στοι­χου αγ­γλι­κού, μό­λις στα τέ­λη του 19ου αιώ­να. Δη­λα­δή, την ε­πο­μέ­νη του α­τυ­χούς πο­λέ­μου του 1897, ό­ταν θρα­σο­μα­νού­σε η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση και ή­ταν διά­χυ­τη η κοι­νω­νι­κή δυ­σφο­ρία. Μέ­χρι τό­τε πα­ρα­πλή­σιες στά­σεις χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν ως πι­στές στην πα­ρά­δο­ση. Πι­θα­νώς και κά­πως σχη­μα­τι­κά, η τρέ­χου­σα οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, το ο­ξύ με­τα­να­στευ­τι­κό πρό­βλη­μα μέ­χρι και η ε­λευ­θε­ριό­τη­τα ή έ­στω, το κό­στος που προϋπο­θέ­τει, τό­σο οι­κο­νο­μι­κής φύ­σεως ό­σο και ψυ­χο­λο­γι­κής, φέρ­νουν, και πά­λι με κα­θυ­στέ­ρη­ση, έ­ναν πα­ρα­πλή­σιο ό­ρο, αυ­τόν του νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμού, που θα μπο­ρού­σε να α­ντι­κα­τα­στα­θεί και α­πό την εύ­ση­μη έκ­φρα­ση “ε­πι­στρο­φή στην πα­ρά­δο­ση”. Βε­βαίως, αυ­τή η ε­πα­να­φο­ρά των τριών εν­νοιών δεν ση­μαί­νει, σώ­νει και κα­λά, α­να­βίω­ση του τρι­με­ρούς συν­θή­μα­τος υ­πό τη μορ­φή του ι­δε­ο­λο­γή­μα­τος, με την ο­ποία εί­χε στον και­ρό του χρη­σι­μο­ποιη­θεί. Το ση­μα­ντι­κό, ό­μως, για κά­θε συν­θη­μα­τι­κή φρά­ση εί­ναι, κα­τ’ αρ­χήν, η κυο­φο­ρία της, κα­τά την ο­ποία α­να­νο­η­μα­το­δο­τού­νται και ταυ­τό­χρο­να, κω­δι­κο­ποιού­νται οι λέ­ξεις που την α­παρ­τί­ζουν και στη συ­νέ­χεια, η ε­κτε­τα­μέ­νη χρή­ση της, που την κα­θι­στά ευ­κό­λως α­να­κλη­τή. Από ε­κεί και πέ­ρα, δο­θεί­σης της α­νά­γκης ή και της ευ­και­ρίας ε­πα­νέρ­χε­ται. Άλλω­στε, σύμ­φω­να και με το εύ­στο­χο μό­το της με­λέ­της, δά­νειο α­πό τον Ρό­μπερτ Λούι Στή­βεν­σο­ν: «Ο άν­θρω­πος εί­ναι έ­να πλά­σμα, που δεν ε­πι­βιώ­νει μό­νο με άρ­το αλ­λά, πρω­τί­στως, με συν­θή­μα­τα». Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ε­δώ χρειά­ζε­ται να θυ­μί­σου­με σε ό­σους α­γνοούν τα α­πο­φθεγ­μα­τι­κά κεί­με­να του Στή­βεν­σον, α­πό τα ο­ποία αν­τλή­θη­κε η φρά­ση, ό­τι ε­κεί­νος δεν α­να­φέ­ρε­ται α­κρι­βώς σε συν­θή­μα­τα αλ­λά μάλ­λον σε λαϊκές ρή­σεις. Το θέ­μα που τον α­πα­σχο­λεί εί­ναι οι δυ­σκο­λίες συμ­βίω­σης δύο έγ­γα­μων, που προέρ­χο­νται α­πό την γνώ­μη, την ο­ποία ο κα­θέ­νας α­πό τους δυο έ­χει σχη­μα­τί­σει για το άλ­λο φύ­λο μέ­σα α­πό θυ­μό­σο­φες εκ­φρά­σεις, οι ο­ποίες ε­λά­χι­στα α­ντα­πο­κρί­νο­νται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αν, ό­μως, κά­τι ι­σχύει για το κύτ­τα­ρο της οι­κο­γέ­νειας, σε με­γα­λύ­τε­ρα σύ­νο­λα δεν μπο­ρεί πα­ρά να ε­παυ­ξά­νε­ται η ι­σχύς του.
Όπως και να έ­χει, την Γα­ζή δεν την α­πα­σχο­λεί η φά­ση χρή­σης του συν­θή­μα­τος. Δη­λα­δή, οι δυο μεί­ζο­νες δι­κτα­το­ρίες του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να: η προ­πο­λε­μι­κή του Με­τα­ξά και η με­τα­πο­λε­μι­κή των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών. Ωστό­σο, στον ε­πί­λο­γο της με­λέ­της της α­να­τρέ­χει στον λό­γο του Ιωάν­νη Με­τα­ξά στην Μα­ράσ­λειο Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία τον Ιού­νιο του 1937 (α­πο­κλείε­ται, πά­ντως, την 31η του μη­νός), που τε­λειώ­νει ως ε­ξής: “Χρειά­ζο­νται δυο πράγ­μα­τα δια να φέ­ρε­τε εις πέ­ρας το έρ­γο τού­το: Πί­στις προς τα με­γά­λα ι­δα­νι­κά της Πα­τρί­δος, της Θρη­σκείας και της οι­κο­γέ­νειας και α­γά­πη και α­φο­σίω­σις προς αυ­τά”. Με “το έρ­γο τού­το” πρέ­πει να εν­νο­εί, κα­τα­πώς εί­χε δια μα­κρών α­να­πτύ­ξει, την υ­πο­χρέω­ση των δα­σκά­λων να πλά­σουν “σώ­μα­τα και προ­πα­ντός ψυ­χάς ελ­λη­νι­κάς”.
Η με­λε­τή­τρια θυ­μί­ζει αυ­τήν την κο­ρώ­να του με­τα­ξι­κού λό­γου, σχο­λιά­ζο­ντας ό­τι θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να ι­σχυ­ρι­στεί ό­τι “μια φρά­ση λέει αυ­τό που λέει την ώ­ρα που λέ­γε­ται”. Το ί­διο, α­κρι­βώς, θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να ι­σχυ­ρι­στεί και για την πα­ρα­πλή­σια συν­θη­μα­τι­κή φρά­ση της α­πρι­λια­νής δι­κτα­το­ρίας: «Ελλάς Ελλή­νων Χρι­στια­νών». Η, εν λό­γω, φρά­ση εί­ναι φαι­νο­με­νι­κά δι­με­ρής, κα­θώς το τρί­το σκέ­λος, αυ­τό της οι­κο­γέ­νειας α­πο­δί­δε­ται πλα­γίως δια της χρή­σεως της γε­νι­κής πτώ­σεως. Η ί­δια, πά­ντως, δεν αρ­κέ­στη­κε σε έ­ναν πα­ρό­μοιο, ε­πι­φα­νεια­κό ι­σχυ­ρι­σμό, αλ­λά έ­θε­σε ως υ­πό­θε­ση ερ­γα­σίας την ει­κα­σία ό­τι υ­πήρ­ξε μια μα­κριά πε­ρίο­δος κυο­φο­ρίας αυ­τών των συν­θη­μα­τι­κών φρά­σεων, την ο­ποία και άρ­χι­σε να ε­ρευ­νά. Με βά­ση το υ­λι­κό, που συ­γκέ­ντρω­σε, έ­πλε­ξε μια εν­δια­φέ­ρου­σα α­φή­γη­ση για την προϊστο­ρία τους. Βε­βαίως, ό­πως κα­τά κα­νό­να συμ­βαί­νει, η α­φή­γη­ση του ι­στο­ρι­κού ε­ξαρ­τά­ται α­πό το συ­γκε­ντρω­μέ­νο υ­λι­κό και ε­κεί­νο, με τη σει­ρά του, εί­ναι συ­νάρ­τη­ση της ο­πτι­κής της έ­ρευ­νας, στην ο­ποία κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο παί­ζουν οι προϋπάρ­χου­σες έ­ρευ­νες, που ε­ντάσ­σο­νται στο ί­διο ευ­ρύ­τε­ρο θε­μα­τι­κό πε­δίο.
Στη συ­γκε­κρι­μέ­νη με­λέ­τη, ο χώ­ρος άν­τλη­σης του υ­λι­κού ο­ρί­ζε­ται α­φε­νός μεν α­πό τις ορ­θό­δο­ξες χρι­στια­νι­κές α­δελ­φό­τη­τες, που το­πο­θε­τού­νται ε­κτός Εκκλη­σίας, κά­πο­τε σε α­ντί­πα­λο προς αυ­τήν ρό­λο, συ­χνό­τε­ρα ό­μως σε υ­πο­στη­ρι­κτι­κό, και α­φε­τέ­ρου, α­πό τους ποι­κί­λους συλ­λό­γους πα­τριω­τι­κού και η­θο­πλα­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Στα­χυο­λο­γώ­ντας α­πό την ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία των ε­ντύ­πων τους, στοι­χειο­θε­τεί­ται εν μέ­ρει η α­φή­γη­ση. Δε­δο­μέ­νου ό­τι το εν λό­γω σύν­θη­μα έ­χει συ­χνά συ­σχε­τι­στεί με τον εκ­κλη­σια­στι­κό χώ­ρο, θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να εκ­φρά­σει την α­πο­ρία, για­τί να μην ε­πε­κτα­θεί η έ­ρευ­να και στα εκ­κλη­σια­στι­κά έ­ντυ­πα. Αν δεν σφάλ­λου­με, αυ­τά α­πο­τε­λούν, του­λά­χι­στον προ­σώ­ρας, terra incognita. Επί­σης, σε πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές, το σύν­θη­μα εί­χε συν­δε­θεί με τον, άλ­λο­τε πο­τέ, α­λυ­τρω­τι­σμό, ο­πό­τε κά­ποιος θα μπο­ρού­σε να προ­τεί­νει ε­πέ­κτα­ση της έ­ρευ­νας σε έ­ντυ­πα πέ­ραν του ελ­λα­δι­κού χώ­ρου, στις ο­θω­μα­νι­κές πε­ριο­χές και τον πα­ροι­κια­κό ελ­λη­νι­σμό. Άλλω­στε, μια πα­ρό­μοια διεύ­ρυν­ση φαί­νε­ται να την υ­πα­γο­ρεύει και το με­γά­λο χρο­νι­κό ά­νοιγ­μα του ε­ρευ­νη­τι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος. Ιδιαί­τε­ρα φι­λό­δο­ξη η α­φή­γη­ση κα­λύ­πτει μια ο­λό­κλη­ρη πε­ντη­κο­ντα­ε­τία. Αδρο­με­ρώς, α­πό την προ­σάρ­τη­ση της Θεσ­σα­λίας, ό­ταν η “πα­τρίς” άρ­χι­σε να ε­πε­κτεί­νε­ται, μέ­χρι το έ­τος, που σύρ­θη­κε σε δί­κη ο Κα­ζα­ντζά­κης “ε­πί χλευα­σμώ της θρη­σκείας” και δό­θη­κε δι­καίω­μα ψή­φου στις γυ­ναί­κες. Πα­ρό­λο που το δι­καίω­μα α­φο­ρού­σε μό­νο δη­μο­τι­κές και κοι­νο­τι­κές ε­κλο­γές, στά­θη­κε, ού­τως ή άλ­λως, μια κα­κή αρ­χή, που έ­θε­σε σε κίν­δυ­νο το τρί­το σκέ­λος, αυ­τό της οι­κο­γέ­νειας.
Ωστό­σο, στον μι­σό αιώ­να, α­πό το 1880 έως το 1930, που κα­λύ­πτει η α­φή­γη­ση υ­πήρ­ξαν φά­σεις πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρης συ­ναι­σθη­μα­τι­κής φόρ­τι­σης του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος α­πό ε­κεί­νη της δί­κης του Κα­ζα­ντζά­κη ή της πε­ριο­ρι­σμέ­νης γυ­ναι­κείας ψή­φου. Φά­σεις τέ­τοιας έ­ντα­σης, ώ­στε να α­πει­λεί­ται η κοι­νω­νι­κή τά­ξη. Πρό­κει­ται για πε­ριό­δους πραγ­μα­τι­κού “η­θι­κού πα­νι­κού”, έ­τσι ό­πως η κα­τά­στα­ση σύγ­χυ­σης φορ­τί­στη­κε, ε­πι­δέ­ξια και δο­λίως, α­πό τον Τύ­πο. Ως γνω­στόν, σε κά­θε κα­τά­στα­ση “η­θι­κού πα­νι­κού” υ­πάρ­χουν οι υ­πο­κι­νη­τές και οι φτω­χο­διά­βο­λοι που τον υ­φί­στα­νται. Από ε­κεί και πέ­ρα, ο φέ­ρων την ευ­θύ­νη συ­χνά εί­ναι το θύ­μα. Η με­λέ­τη της Γα­ζή α­φιε­ρώ­νει συ­ναρ­πα­στι­κές σε­λί­δες στον “η­θι­κό πα­νι­κό” του 1911, ό­ταν ξέ­σπα­σαν τα λε­γό­με­να “Αθεϊκά” του Βό­λου και α­ντι­στοί­χως, το 1925, με τα “Μα­ρασ­λεια­κά” της Αθή­νας. Πρω­ταί­τιος σε αμ­φό­τε­ρα στά­θη­κε ο Αλέ­ξαν­δρος Δελ­μού­ζος, ο ο­ποίος και πρω­τα­γω­νι­στεί στις μέ­χρι σή­με­ρα ι­στο­ρι­κές α­φη­γή­σεις. Όχι, ό­μως, σε αυ­τήν της Γα­ζή. Εκεί­νο που κα­θο­ρί­ζει, εν πολ­λοίς, μια α­φή­γη­ση, α­πό ι­στο­ρι­κή έως μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή, εί­ναι τα πρό­σω­πα που πρω­τα­γω­νι­στούν. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, η με­λέ­τη της Γα­ζή έ­χει το α­τού των μο­ντερ­νί­στι­κων μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Δεν ε­στιά­ζει στους ή­ρωες αλ­λά στους α­ντιή­ρωες. Κι αυ­τοί, στα “Αθεϊκά”, ή­ταν ο Μη­τρο­πο­λί­της Δη­μη­τριά­δος Γερ­μα­νός και ο αρ­χι­συ­ντά­κτης της ε­φη­με­ρί­δας «Κή­ρυξ» Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βι­κ, στην ε­πο­χή του έ­νας α­πό τους πλέ­ον τα­λα­ντού­χους της γρα­φί­δας. Ενώ, στα “Μα­ρασ­λεια­κά”, ο Βο­ρειο­η­πει­ρώ­της, με­τέ­πει­τα κα­θη­γη­τής παι­δα­γω­γι­κής, Σπυ­ρί­δων Καλ­λιά­φας.
Το εν­δια­φέ­ρον κερ­δί­ζουν και δύο γυ­ναί­κες, που δεν πρω­τα­γω­νι­στούν μεν στα συμ­βά­ντα, αλ­λά α­πο­τέ­λε­σαν την πέ­τρα του σκαν­δά­λου, συμ­βάλ­λο­ντας στους δυο “η­θι­κούς ποι­νι­κούς”. Στα “Αθεϊκά”, ή­ταν η δα­σκά­λα Πη­νε­λό­πη Χρι­στά­κου και στα “Μα­ρασ­λεια­κά” η Ρό­ζα Ιμβριώ­τη. Την τά­ξη της Χρι­στά­κου ε­πέ­λε­ξε να ε­πι­σκε­φθεί ο Μη­τρο­πο­λί­της για να δια­πι­στώ­σει ι­δίοις όμ­μα­σι τον σφα­λε­ρό τρό­πο λει­τουρ­γίας του Παρ­θε­να­γω­γείου. Ενώ, ο μη ε­θνι­κός τρό­πος που δί­δα­σκε την ι­στο­ρία της Επα­νά­στα­σης του 1821 η Ιμβριώ­τη ή­ταν η θρυαλ­λί­δα για τα “Μα­ρασ­λεια­κά”. Κα­τά σύ­μπτω­ση, μια σχε­τι­κά πρό­σφα­τη κα­τά­στα­ση “η­θι­κού πα­νι­κού” με α­φορ­μή δι­δα­κτι­κό εγ­χει­ρί­διο Ιστο­ρίας εί­χε και πά­λι ως πέ­τρα του σκαν­δά­λου μια εκ­παι­δευ­τι­κό.
Όπως και να έ­χει, οι α­ντιή­ρωες της Γα­ζή δεν ε­ξαν­τλού­νται με ό­σους α­να­φέ­ρα­με. Οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι πρω­τα­γω­νι­στούν μό­νο στο δεύ­τε­ρο και το τρί­το κε­φά­λαιο της με­λέ­της της, που α­φιε­ρώ­νο­νται στα συ­γκε­κρι­μέ­να κομ­βι­κά συμ­βά­ντα, τα ο­ποία α­πεί­λη­σαν το status quo του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος. Συμ­βά­ντα, που, βε­βαίως, δεν α­φο­ρού­σαν μό­νο την αρ­μό­ζου­σα στο έ­θνος γλώσ­σα, δη­λα­δή το λε­γό­με­νο γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα, αλ­λά και τις σο­σια­λι­στι­κές ι­δέες. Με την ί­δρυ­ση, το 1908, του Ανώ­τε­ρου Δη­μο­τι­κού Παρ­θε­να­γω­γείου Βό­λου, ε­στία των “Αθεϊκώ­ν”, συν­δέ­θη­κε το Εργα­τι­κό Κέ­ντρο Βό­λου, που ι­δρύ­θη­κε το ί­διο έ­τος. Ενώ, των “Μα­ρασ­λεια­κώ­ν” προ­η­γή­θη­κε το «Εθνι­κόν Συ­νέ­δριον», που ορ­γά­νω­σε στις αρ­χές του 1925 η Εται­ρεία «Ελλη­νι­σμός» του Νε­ο­κλή Κα­ζά­ζη, ο ο­ποίος στην ε­ναρ­κτή­ρια ο­μι­λία του τό­νι­σε την α­πει­λή της κοι­νο­κτη­μο­σύ­νης και του μπολ­σε­βι­κι­σμού.
Σε αυ­τά τα κε­φά­λαια, πά­ντως, ο πα­τριω­τι­κός και θρη­σκευ­τι­κός χώ­ρος, καί­τοι ε­πι­τί­θε­ται, ου­σια­στι­κά βρί­σκε­ται σε θέ­ση ά­μυ­νας. Σε α­ντί­θε­ση με το πρώ­το και το τε­λευ­ταίο, τέ­ταρ­το κε­φά­λαιο της με­λέ­της, στα ο­ποία σύλ­λο­γοι, ε­ται­ρείες και α­δελ­φό­τη­τες έ­χουν την πρω­το­βου­λία και εμ­φα­νί­ζο­νται ως κοι­νω­νι­κοί α­να­μορ­φω­τές. Σε αυ­τά, πρω­το­στα­τούν νέ­οι α­ντιή­ρωες, σή­με­ρα, μάλ­λον λη­σμο­νη­μέ­νοι, του­λά­χι­στον οι πα­λαιό­τε­ροι. Ένας α­πό αυ­τούς και μα­ζί του ο Μη­τρο­πο­λί­της Γερ­μα­νός ή­ταν τα πρό­σω­πα που μας είλ­κυ­σαν, του­λά­χι­στον αρ­χι­κά, να α­σχο­λη­θού­με με τη με­λέ­τη της Γα­ζή, καί­τοι α­πα­ρά­σκευοι. Δεν μας εν­δια­φέ­ρει τό­σο ο βίος και η πο­λι­τεία αυ­τών των προ­σώ­πων, ό­σο το γε­γο­νός ό­τι έ­τυ­χε να συ­γκρου­σθούν, α­κρι­βώς την χρο­νι­κή πε­ρίο­δο που α­πα­σχο­λούν τη Γα­ζή, με έ­ναν λο­γο­τέ­χνη α­πό τους ε­κλε­κτούς “της πε­ζο­γρα­φι­κής μας πα­ρά­δο­σης”. Τον, εν λό­γω, λο­γο­τέ­χνη δεν τον α­να­φέ­ρει η Γα­ζή και κα­λά κά­νει. Ως γνή­σιος λο­γο­τέ­χνης, ού­τε με συν­θή­μα­τα ού­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, με ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα έ­χει σχέ­ση. Ωστό­σο, τα γρα­πτά του, λο­γο­τε­χνι­κά και μη λο­γο­τε­χνι­κά, κο­μί­ζουν ε­πι­πλέ­ον στοι­χεία για κά­ποια πρό­σω­πα της με­λέ­της. Θα ε­πα­νέλ­θου­με.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Φωτο: Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, το πρώτο θύμα στα Αθεϊκά του Βόλου.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/7/2011.

Για μια φωτογραφία του Κλείτου Κύρου

«Κλεί­τος Κύ­ρου
«Ψήγ­μα­τα μνή­μης.
Φω­το­γρα­φίες 1936-2000»
Μ.Ι.Ε.Τ., Απρί­λιος 2011

Επα­νερ­χό­μα­στε στον φω­το­γρά­φο Κλεί­το Κύ­ρου μέ­σα α­πό τα έρ­γα του ποιη­τή. “Εί­ναι πα­ρά­ξε­νο πό­σα ε­λά­χι­στα αυ­το­βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να βρί­σκο­νται για την ο­μά­δα των κοι­νω­νι­κών, με­τα­πο­λε­μι­κών ποιη­τών της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Για τον Ανα­γνω­στά­κη, τον Θα­σί­τη, τον Κύ­ρου, τη θαυ­μα­στή τρι­πλέ­τα ή και την ε­πι­θε­τι­κή πε­ντά­δα αν θέ­λε­τε, για να θυ­μη­θού­με και τον α­γνο­η­μέ­νο Φω­τιά­δη και τον ά­νι­σο Κα­φτα­ντζή. Ξε­κι­νούν ό­λοι μα­ζί, τον Φε­βρουά­ριο του 1944, με το πρώ­το τεύ­χος του φοι­τη­τι­κού πε­ριο­δι­κού «Ξε­κί­νη­μα»…” Έτσι αρ­χί­ζει την ο­μι­λία του ο πε­ζο­γρά­φος μιας με­τα­γε­νέ­στε­ρης γε­νιάς Τά­σος Χατ­ζη­τά­τσης, τον Δε­κέμ­βριο του 2001, για την πα­ρου­σία­ση του αυ­το­βιο­γρα­φι­κού βι­βλίου του Κύ­ρου, που προέ­κυ­ψε α­πό τις ρα­διο­φω­νι­κές του α­να­μνή­σεις. Τό­τε εί­χαν φύ­γει οι δυο της πε­ντά­δας: ο πρε­σβύ­τε­ρος Κα­φτα­ντζής στις 12 Μαρ­τίου 1998 και πο­λύ νω­ρί­τε­ρα, κα­λο­καί­ρι 1989, ο συ­νο­μή­λι­κος του Κύ­ρου, Φω­τιά­δης. Στην δε­κα­ε­τία, που με­σο­λά­βη­σε α­πό ε­κεί­νη τη διά­λε­ξη, έ­φυ­γαν και οι άλ­λοι τρεις. Πρώ­τα, ο νεό­τε­ρος Ανα­γνω­στά­κης, στις 23 Ιου­νίου του 2005, με­τά ο Κύ­ρου, στις 10 Απρι­λίου του 2006 και τε­λευ­ταίος ο Θα­σί­της, τον Αύ­γου­στο του 2008. Στις 7 Νο­εμ­βρίου 2008, τους α­κο­λού­θη­σε ο ο­μι­λη­τής.
Ας ε­πα­νέλ­θου­με ό­μως στο ξε­κί­νη­μά τους α­πό το «Ξε­κί­νη­μα». Τον Φε­βρουά­ριο του 1944 ο Εκπο­λι­τι­στι­κός Όμι­λος Πα­νε­πι­στη­μίου, “κα­θ’ ό­λα νό­μι­μο σω­μα­τείο της… πα­ρά­νο­μης Ε­ΠΟ­Ν”, ό­πως σχο­λιά­ζει με χιού­μορ ο Κύ­ρου, κυ­κλο­φό­ρη­σε το πρώ­το τεύ­χος ε­νός φοι­τη­τι­κού πε­ριο­δι­κού, που ξε­κί­νη­σε ως δε­κα­πεν­θή­με­ρο, ήλ­πι­σε να γί­νει μη­νιαίο, αλ­λά ε­ξέ­πνευ­σε στο πρώ­το τεύ­χος του δεύ­τε­ρου χρό­νου, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας ε­ντός του 1944 δε­κα­τρία τεύ­χη, α­πό τα ο­ποία τα τρία δι­πλά. Ωστό­σο, κα­τά τον Κύ­ρου, ά­φη­σε ε­πο­χή, τα­ρά­ζο­ντας τα στε­κού­με­να νε­ρά της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρώ­τος υ­πεύ­θυ­νος έκ­δο­σης ο Φω­τιά­δης, αλ­λά, α­πό το δεύ­τε­ρο τεύ­χος και μέ­χρι τέ­λους, α­να­λαμ­βά­νει ο Ανα­γνω­στά­κης. Το χρο­νι­κό της έκ­δο­σής του μας το δί­νει η Αλε­ξάν­δρα Μπου­φέα στη μο­να­δι­κή με­λέ­τη της για τα λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά της Κα­το­χής. Την ά­δεια έκ­δο­σης α­πό τη λο­γο­κρι­σία την ε­ξα­σφά­λι­σε ο Κα­φτα­ντζής χά­ρις σε έ­ναν συ­ντο­πί­τη του, που ή­ταν υ­πάλ­λη­λος στο Γρα­φείο Τύ­που του Τμή­μα­τος Προ­πα­γάν­δας Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Σε κά­θε τεύ­χος πα­ρου­σιά­ζε­ται και α­πό έ­νας ποιη­τής της πε­ντά­δας. Τις εμ­φα­νί­σεις τους κα­τα­γρά­φει ο ι­στο­ρι­κός της γε­νιάς τους, Αλέξ. Αργυ­ρίου. Στο πρώ­το τεύ­χος πα­ρου­σιά­ζε­ται ο Θα­σί­της κα­λυμ­μέ­νος πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Νι­κό­λας Νάρ­βας. Στο δεύ­τε­ρο, ο Φω­τιά­δης με το ό­νο­μά του. Ψευ­δώ­νυ­μο χρη­σι­μο­ποιεί στη με­λέ­τη για τον Ελύ­τη και στις κρι­τι­κές ει­κα­στι­κών και θεά­τρου, που δη­μο­σιεύει σε με­τέ­πει­τα τεύ­χη. Στο τρί­το, δη­μο­σιεύει ποίη­μά του ο Ανα­γνω­στά­κης. Γι’ αυ­τόν δεν εί­ναι η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση. Έχει ή­δη δη­μο­σιεύ­σει ποίη­μά του, πριν δυο χρό­νια, στα «Πει­ραϊκά Γράμ­μα­τα». Εκεί­νο, ό­μως, εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κό, ε­νώ, αυ­τό, στο «Ξε­κί­νη­μα» εί­ναι νεω­τε­ρι­κό. Στο δι­πλό τεύ­χος 6-7, Ιού­νιο 1944, εμ­φα­νί­ζε­ται και ο με­τα­φρα­στής Ανα­γνω­στά­κης με Απολ­λι­ναίρ.
Από τους πρώ­τους της συ­ντρο­φιάς που στε­ρέω­σε το «Ξε­κί­νη­μα» ο Κύ­ρου, άρ­γη­σε να κά­νει την εμ­φά­νι­σή του. Μό­λις στο δι­πλό τεύ­χος 9-10, που κυ­κλο­φό­ρη­σε 30 Ιου­λίου 1944, δη­μο­σιεύει σε με­τά­φρα­ση α­πό τα γαλ­λι­κά το ποίη­μα του Λόρ­κα «Ψυ­χή φε­βγά­τη».
Για τον τε­λευ­ταίο της πε­ντά­δας, που λη­σμο­νεί η Ιστο­ρία, τον Κα­φτα­ντζή, μας πλη­ρο­φο­ρεί η Μπου­φέα. Ήταν μεν ο πρω­τερ­γά­της της έκ­δο­σης, αλ­λά, λό­γω της α­ντι­στα­σια­κής του δρά­σης, συμ­με­τεί­χε μό­νο στα πρώ­τα τεύ­χη. Δη­μο­σιεύει δύο ποιή­μα­τα, με­τα­ξύ άλ­λων συ­νερ­γα­σιών, με το ψευ­δώ­νυ­μο Γιώρ­γος Παρ­θέ­νης.
Το «Ξε­κί­νη­μα» κυ­κλο­φο­ρεί έ­να τε­λευ­ταίο τεύ­χος τον Νοέμ­βριο του 1944. Τρεις μή­νες αρ­γό­τε­ρα, Μάρ­τιο 1945, η ί­δια συ­ντρο­φιά ξε­κι­νά­ει το μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό «Ο Φοι­τη­τής», του ο­ποίου κυ­κλο­φο­ρούν τέσ­σε­ρα τεύ­χη μέ­χρι τον Ιού­νιο του 1945. Στο τρί­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, Μάϊο 1945, κά­νει την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση ως ποιη­τής ο Κύ­ρου με το ό­νο­μά του. Έχει, ό­μως, προ­η­γη­θεί η παρ­θε­νι­κή εμ­φά­νι­ση του φω­το­γρά­φου. Αυ­τός δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται ού­τε με το ό­νο­μά του ού­τε με ψευ­δώ­νυ­μο. Λαν­θά­νει στην α­νω­νυ­μία. Εί­ναι, ό­μως, γνω­στό τοις πά­σι ό­τι αυ­τός εί­ναι ο αυ­τουρ­γός των δυο δη­μο­σιευ­μέ­νων φω­το­γρα­φιών α­πό την ε­πέ­τειο της 25ης Μαρ­τίου του 1943. Συ­γκε­κρι­μέ­να, στο δεύ­τε­ρο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού, Απρί­λιο 1945, γί­νε­ται α­να­φο­ρά στην ε­πέ­τειο της 25ης Μαρ­τίου και τον πρό­σφα­το ε­ορ­τα­σμό της με α­φορ­μή δυο α­πο­διο­πο­μπαίους της πα­νε­πι­στη­μια­κής κοι­νό­τη­τας. Εξ ου και ο τίτ­λος του άρ­θρου «Απο­διο­πο­μπαίοι». Ο πρώ­τος εί­ναι ο Άνθι­μος Χατ­ζηαν­θί­μου, που του α­πα­γο­ρεύ­θη­κε να συμ­με­τά­σχει στην πα­ρέ­λα­ση. Ας μην ξε­χνά­με, ό­τι βρι­σκό­μα­στε στη με­τά τη Βάρ­κι­ζα ε­πο­χή. Η πα­ρά­δο­ση των ό­πλων έ­χει ο­λο­κλη­ρω­θεί και η λε­γό­με­νη Λευ­κή Τρο­μο­κρα­τία βρί­σκε­ται στο α­πό­γειό της. Ο δεύ­τε­ρος α­πο­διο­πο­μπαίος εί­ναι ο κα­θη­γη­τής φι­λο­σο­φίας του Αρι­στο­τέ­λειου Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης, ο ο­ποίος ή­δη τό­τε υ­φί­στα­ται διώ­ξεις και τον ε­πό­με­νο χρό­νο α­πο­λύ­θη­κε. Το άρ­θρο συ­νο­δεύουν δυο φω­το­γρα­φίες. Η μία εί­ναι ε­κεί­νη της κα­τά­θε­σης στε­φά­νου α­πό τον Χατ­ζηαν­θί­μου. Η άλ­λη εί­ναι η έ­κτη φω­το­γρα­φία που τρά­βη­ξε ε­κεί­νη την η­μέ­ρα ο Κύ­ρου κα­τά τη διάρ­κεια πο­ρείας με­τά την κα­τά­θε­ση του στε­φά­νου και ει­κο­νί­ζει τον κα­θη­γη­τή.
Γι΄ αυ­τήν την έ­κτη φω­το­γρα­φία, ο Κύ­ρου, στις α­να­μνή­σεις του, δεν κά­νει λό­γο. Η φω­το­γρα­φία, πά­ντως, έ­τυ­χε έ­κτο­τε αρ­κε­τών α­να­δη­μο­σιεύ­σεων και το συμ­βάν που α­πα­θα­να­τί­ζει αρ­κε­τών α­να­διη­γή­σεων. Η γνω­στό­τε­ρη α­να­δη­μο­σίευ­ση εί­ναι ε­κεί­νη στο α­φιέ­ρω­μα της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης» στην Αντί­στα­ση, Μάρ­τιο-Απρί­λιο 1962. Η πα­ρά­λει­ψη της α­να­φο­ράς του ο­νό­μα­τος του φω­το­γρά­φου προ­κά­λε­σε τό­τε σει­ρά δη­μο­σιευ­μά­των. Ο Κου­μα­ρί­δης τα α­να­φέ­ρει λε­πτο­με­ρώς, μνη­μο­νεύο­ντας και ο­ρι­σμέ­νες α­να­δη­μο­σιεύ­σεις της φω­το­γρα­φίας κα­τά την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία. Όσο α­φο­ρά τις α­να­διη­γή­σεις του συμ­βά­ντος, μια πρώ­τη δί­νει ο Φω­τιά­δης στο εν λό­γω άρ­θρο της «Επι­θεώ­ρη­σης Τέ­χνης». Με­τά την κα­τά­θε­ση του στε­φα­νιού, “το πλή­θος δεν δια­λύε­ται· θέ­λου­με να στε­φα­νώ­σου­με ό­σους πιο πολ­λούς γί­νε­ται ή­ρωες και τρα­βού­με για τον Τσά­μη Κα­ρα­τάσ­σο, ή­ρωα της πα­λιγ­γε­νε­σίας. Περ­νού­με α­π’ έ­ξω α­πό το σπί­τι του κα­θη­γη­τή Χαρ. Θε­ο­δω­ρί­δη και ζη­τού­με να μας μι­λή­σει α­πό το μπαλ­κό­νι. Αυ­τός, δά­σκα­λος α­λη­θι­νά του Γέ­νους, φέρ­νει τη Ση­μαία και μας την ρί­χνει. Ήταν α­πό τις ο­μορ­φό­τε­ρες στιγ­μές της ορ­μη­τι­κής ε­κεί­νης ε­πο­χής. Βά­λα­με μπρος τη ση­μαία και γυ­ρί­ζα­με ό­λη την πό­λη ως τη στιγ­μή που οι Γερ­μα­νοί της Γκε­στα­πό με τα πέ­τα­λα στο στή­θος μας διέ­λυ­σαν με τη βία…”
Πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το πε­ρι­στα­τι­κό το α­φη­γεί­ται έ­νας άλ­λος της πε­ντά­δας, ο Κα­φτα­ντζής. Το βρί­σκου­με στο βι­βλίο του, «Το Πα­νε­πι­στή­μιο της Θεσ­σα­λο­νί­κης στον και­ρό της Κα­το­χής», που κυ­κλο­φό­ρη­σε τη χρο­νιά του θα­νά­του του, το 1998: …“Από το ά­γαλ­μα του Βό­τση α­νη­φο­ρί­σα­με για το Πα­νε­πι­στή­μιο. Περ­νώ­ντας την ο­δό Πο­λω­νίας, βγά­λα­με με τις φω­νές και τα τρα­γού­δια μας τον κα­θη­γη­τή Θε­ο­δω­ρί­δη στο μπαλ­κό­νι του. Δεν μπο­ρού­σε να μι­λή­σει α­πό συ­γκί­νη­ση, μό­νο χαι­ρε­τού­σε δα­κρυ­σμέ­νος. Και σε μια στιγ­μή φέρ­νει την κρυμ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή ση­μαία του σπι­τιού του και μας την πε­τά­ει. Την πή­ρα­με, γο­να­τί­σα­με ό­λοι και ψά­λα­με τον ε­θνι­κό ύ­μνο. Ύστε­ρα κι­νή­σα­με να τυ­λί­ξου­με με τη ση­μαία αυ­τή το ά­γαλ­μα του Μα­κε­δό­να ή­ρωα του ’21 Κα­ρα­τάσ­σου, α­πέ­να­ντι α­π’ το Πα­νε­πι­στή­μιο…”
Όσο για τον ι­στο­ρι­κό, πα­ρα­τη­ρεί. Η έ­κτη α­πει­κο­νί­ζει “τον Θε­ο­δω­ρί­δη μα­ζί με την κό­ρη του να κρα­τούν την ελ­λη­νι­κή ση­μαία στο μπαλ­κό­νι του σπι­τιού τους στη βο­ρειο­δυ­τι­κή γω­νία των ο­δών Αλε­ξάν­δρου Σβώ­λου και Ιππο­δρο­μίου. Ο Θε­ο­δω­ρί­δης στη συ­νέ­χεια πέ­τα­ξε τη ση­μαία στο συ­γκε­ντρω­μέ­νο πλή­θος το ο­ποίο α­φού έ­ψα­λε τον ε­θνι­κό ύ­μνο δέ­χτη­κε ε­πί­θε­ση α­πό τους Γερ­μα­νούς…”
Οι δυο αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες, Φω­τιά­δης και Κα­φτα­ντζής, δια­φο­ρο­ποιού­νται ε­λα­φρώς, α­φού κα­τα­γρά­φουν το γε­γο­νός σε δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους και ως γνω­στόν, η σχέ­ση της μνή­μης με τον χρό­νο εί­ναι μια ά­κρως ευαί­σθη­τη σχέ­ση. Ο ι­στο­ρι­κός γνω­ρί­ζει ό­χι μό­νο τις δυο μαρ­τυ­ρίες, αλ­λά και άλ­λες πρό­σθε­τες, στις ο­ποίες και πα­ρα­πέ­μπει. Συ­ντάσ­σει, ω­στό­σο, το κεί­με­νό του με τον ορ­θο­λο­γι­σμό της ε­πι­στή­μης του. Το δι­κό του πλή­θος δεν πάλ­λε­ται. Πά­ντως, εν γέ­νει, α­κρι­βο­λο­γεί. Στον λό­γο της μαρ­τυ­ρίας και της Ιστο­ρίας προ­στί­θε­ται ο λό­γος του μυ­θι­στο­ριο­γρά­φου. «Ανη­φό­ρι­σαν για το πα­νε­πι­στή­μιο. Περ­νώ­ντας α­πό την ο­δό Αγγε­λά­κη, στά­θη­καν κά­τω α­πό το μπαλ­κό­νι του κα­θη­γη­τή της Ιστο­ρίας Χα­ρά­λα­μπου Νι­κη­φο­ρί­δη. Ο κα­θη­γη­τής ά­κου­σε τα τρα­γού­δια, τις φω­νές, τα έ­βγα έ­ξω, δά­σκα­λε, και πρό­βα­λε στο μπαλ­κό­νι με τις πιτ­ζά­μες. Κά­τω α­π’ τα γυα­λιά με τους χο­ντρούς φα­κούς έ­στα­ζαν δά­κρυα. Μί­λα, δά­σκα­λε, φώ­να­ζαν οι πυρ­πο­λη­μέ­νοι φοι­τη­τές. Ο Νι­κη­φο­ρί­δης μπή­κε ξα­νά στο σπί­τι. Έβγα­λε στο μπαλ­κό­νι τη ση­μαία του, την ά­πλω­σε ν’ α­νε­μί­ζει στα κά­γκε­λα, α­λά­λα­ξαν οι μα­θη­τές του. Ύστε­ρα, με μια κί­νη­ση, την πέ­τα­ξε στο πλή­θος…»
Το α­πό­σπα­σμα εί­ναι α­πό το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα της Σο­φίας Νι­κο­λαΐδου «Από­ψε δεν έ­χου­με φί­λους». Θα μπο­ρού­σε να έ­χει γρα­φτεί κοι­τά­ζο­ντας τη φω­το­γρα­φία του Κλεί­του Κύ­ρου. Κρί­μα, που δεν έ­πλα­σε και έ­ναν α­ντί­στοι­χο ή­ρωα, φοι­τη­τή και φω­το­γρά­φο. Πά­ντως, ε­πα­λη­θεύει, έ­στω στο πε­ρί­που, κι αυ­τή με τη σει­ρά της, ό­τι μια φω­το­γρα­φία ι­σο­δυ­να­μεί με πολ­λές λέ­ξεις. Δί­πλα σε αυ­τές τις έ­ξι φω­το­γρα­φίες του Κύ­ρου υ­πάρ­χουν κι άλ­λες φω­το­γρα­φίες-ντο­κου­μέ­ντα: Από το συλ­λα­λη­τή­ριο για την τα­φή των νε­κρών της 9ης Μαΐου 1936, που έ­γι­νε την ε­πο­μέ­νη. Του Νί­κου Ζα­χα­ριά­δη και του Μή­τσου Παρ­τσα­λί­δη α­πό τον Αύ­γου­στο του 1945 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Αλλά και του Ανα­γνω­στά­κη στις φυ­λα­κές Επτα­πυρ­γίου, τέ­λη του Εμφυ­λίου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

1η φωτο: 25 Μαρ­τίου 1943. Ο κα­θη­γη­τής φι­λο­σο­φίας του Αρι­στο­τέ­λειου Χα­ρά­λα­μπος Θε­ο­δω­ρί­δης. Σύμ­φω­να με τον Γ. Κα­φτα­ντζή, συ­γκι­νη­μέ­νος στο μπαλ­κό­νι του φέρ­νει την κρυμ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή ση­μαία του σπι­τιού του και τους την πε­τά­ει.

2η φωτο: 25 Μαρ­τίου 1943. Κα­τά­θε­ση στε­φά­νου α­πό την Ε­ΠΟΝ του Πα­νε­πι­στη­μίου Θεσ­σα­λο­νί­κης στην προ­το­μή του ναυάρ­χου Νι­κό­λα­ου Βό­τση. Εμπρός ο Άνθι­μος Χατ­ζηαν­θί­μου, φοι­τη­τής της Νο­μι­κής, που έ­κα­νε την κα­τά­θε­ση εκ μέ­ρους των φοι­τη­τών, που δια­κρί­νο­νται γύ­ρω, κα­θώς ψάλ­λουν τον ε­θνι­κό ύ­μνο.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/7/2011.

O φωτογράφος Κλείτος Κύρου


«Κλεί­τος Κύ­ρου
«Ψήγ­μα­τα μνή­μης.
Φω­το­γρα­φίες 1936-2000»
Μ.Ι.Ε.Τ., Απρί­λιος 2011

Με τον Κλεί­το Κύ­ρου, δη­λα­δή με τη δη­μο­σίευ­ση του έρ­γου του, νο­μί­ζα­με ό­τι εί­χα­με τε­λειώ­σει. Εγκα­τέ­λει­ψε τα ε­γκό­σμια στις 10 Απρι­λίου 2006, ω­στό­σο το έρ­γο του το εί­χε ο ί­διος φρο­ντί­σει κο­ντά μια δε­κα­ε­τία νω­ρί­τε­ρα. “Στα 1997 κυ­κλο­φό­ρη­σε σ’έ­ναν τό­μο τρια­κο­σίων πε­νή­ντα σε­λί­δων το σύ­νο­λο, σχε­δόν, της ποιη­τι­κής δου­λειάς μου με τον τίτ­λο «Εν ό­λω –Συ­γκο­μι­δή 1943-1997» α­πό τις εκ­δό­σεις «Άγρα». Την ί­δια ε­πο­χή κυ­κλο­φό­ρη­σε πά­λι α­πό την «Άγρα» έ­να δί­φυλ­λο με το ποίη­μά μου «Σχο­λές Τυ­φλών».” Αυ­τά α­να­φέ­ρει στις εν­θυ­μή­σεις του, ό­πως τις εί­χε α­πό ρα­διο­φώ­νου ξε­τυ­λί­ξει στις α­παρ­χές του τρέ­χο­ντος αιώ­να. Ενώ, ως με­τα­φρα­στής, εί­χε εκ­δώ­σει το 1990 τον τε­λευ­ταίο Έλιο­τ, «Η ρη­μαγ­μέ­νη γη», σε δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση και τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, μια τε­λευ­ταία με­τά­φρα­ση θε­α­τρι­κού, «Οι Τσέ­ντσι» του Σέλ­λεϋ, για την ο­ποία και τι­μή­θη­κε με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Με­τά­φρα­σης, ε­νώ η βρά­βευ­ση της ποίη­σής του πα­ρέ­μει­νε έ­να ε­σα­εί χρω­στού­με­νο.
Ιδού, ό­μως, που ο Κύ­ρου έρ­χε­ται και πά­λι να μας α­πα­σχο­λή­σει με μια δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή δη­μιουρ­γι­κής έκ­φρα­σης, αυ­τήν του φω­το­γρά­φου. Η ε­να­σχό­λη­σή του με τη φω­το­γρα­φία δεν ή­ταν κά­τι ε­ντε­λώς ά­γνω­στο. Κλεί­νει, μά­λι­στα τις α­να­μνή­σεις του, μνη­μο­νεύο­ντάς τη­ν: “Τι να πω, για το πά­θος που εί­χα για τη φω­το­γρα­φία α­πό τα δε­κα­πέ­ντε μου, που με κα­τα­δίω­κε ό­που κι αν πή­γαι­να!” Το ό­τι δεν υ­περ­βάλ­λει, το α­πο­δει­κνύει το φω­το­γρα­φι­κό αρ­χείο που ά­φη­σε. Όπως φαί­νε­ται, α­νέρ­χε­ται σε πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 10.000 αρ­νη­τι­κά, 1.380 δια­φά­νειες, αλ­λά και τυ­πώ­μα­τα μι­κρών δια­στά­σεων, τα ο­ποία α­σα­φώς α­να­φέ­ρε­ται ό­τι α­νέρ­χο­νται σε χι­λιά­δες, κα­θώς και δυο λευ­κώ­μα­τα. Και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο για το ο­ποιο­δή­πο­τε αρ­χείο εί­ναι ό­τι ο ί­διος φρό­ντι­σε να το τα­κτο­ποιή­σει, κά­νο­ντας τα­ξι­νό­μη­ση και τεκ­μη­ρίω­ση. Πα­ρα­πο­νιό­ταν, ό­μως, μέ­χρι τέ­λους, ό­τι οι φω­το­γρα­φίες του δη­μο­σιεύο­νται κα­τά και­ρούς “χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή α­να­φο­ρά του φω­το­γρά­φου”.
Αυ­τή η α­πο­σιώ­πη­ση ί­σχυε γε­νι­κό­τε­ρα μέ­χρι πρό­τι­νος. Τα τε­λευ­ταία, ό­μως, χρό­νια η φω­το­γρα­φία α­να­δύ­θη­κε και στη χώ­ρα μας ως η κα­τ’ ε­ξο­χήν τέ­χνη. Μό­νο που, ό­ντας έ­νας λαός των ά­κρων, κα­τα­λή­ξα­με στην υ­περ­βο­λή. Μας κα­τέ­κλυ­σαν οι εκ­θέ­σεις φω­το­γρα­φίας του κά­θε ε­πώ­νυ­μου, που α­πο­φα­σί­ζει να ε­πι­δεί­ξει το χό­μπι του. Αλλά ου­δέν κα­κόν α­μι­γές κα­λού. Ανα­δείχ­θη­καν και ο­ρι­σμέ­να α­ξιό­λο­γα αρ­χεία. Ένα α­πό αυ­τά το αρ­χείο του Κλεί­του Κύ­ρου, το ο­ποίο εί­χε την κα­λή τύ­χη να α­ξιο­ποιη­θεί α­μέ­σως με­τά την τα­κτο­ποίη­σή του. Ιδού, λοι­πόν, που ο Κύ­ρου, αυ­τή τη φο­ρά, μας α­πα­σχο­λεί με έ­να φω­το­γρα­φι­κό λεύ­κω­μα, το ο­ποίο έρ­χε­ται ως συ­νο­δευ­τι­κό σχε­τι­κής έκ­θε­σης στο Μ.Ι.Ε.Τ. της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρό­κει­ται για έ­ναν τό­μο στον ο­ποίο πα­ρου­σιά­ζε­ται μια ε­πι­λο­γή 108 φω­το­γρα­φιών της πε­ριό­δου 1936-2000. Αναμ­φι­βό­λως η έκ­δο­ση κα­λο­συ­σταί­νει τον φω­το­γρά­φο. Βε­βαίως, α­πό τον τό­μο δεν μπο­ρεί να κρι­θεί η συ­νο­λι­κή α­ξία του αρ­χείου. Για να δο­θεί η γε­νι­κή ει­κό­να, εί­ναι α­πα­ραί­τη­το έ­να κεί­με­νο, το ο­ποίο να πε­ρι­γρά­φει το αρ­χείο, τό­σο πο­σο­τι­κά ό­σο και ποιο­τι­κά. Σε ό,τι, μά­λι­στα, α­φο­ρά την αι­σθη­τι­κή των φω­το­γρα­φιών, θα α­παι­τεί­το κεί­με­νο ει­δι­κού, που να α­πο­τι­μά την αι­σθη­τι­κή του συ­νό­λου. Στο λεύ­κω­μα του Κύ­ρου πα­ρό­μοια κεί­με­να α­που­σιά­ζουν. Αντ’ αυ­τών, υ­πάρ­χει έ­να κα­τα­το­πι­στι­κό κεί­με­νο για τον φω­το­γρά­φο Κλεί­το Κύ­ρου α­πό το νέο ι­στο­ρι­κό Γιώρ­γο Κου­μα­ρί­δη, το ο­ποίο α­να­με­νό­με­νο εί­ναι να δί­νει έμ­φα­ση στη φω­το­γρα­φία ως ντο­κου­μέ­ντο. Και έ­να βο­η­θη­τι­κό του με­λε­τη­τή Ξ. Α. Κο­κό­λη, που α­να­ζη­τά­ει τα ί­χνη της φω­το­γρα­φίας στην ποίη­ση του Κύ­ρου.
Ο τίτ­λος του φω­το­γρα­φι­κού λευ­κώ­μα­τος α­νή­κει στον ί­διο τον Κύ­ρου. Μό­νο που ε­κεί­νος τον χρη­σι­μο­ποιεί ως τίτ­λο μιας α­φή­γη­σης, στην ο­ποία προ­σπα­θεί πράγ­μα­τι να κρα­τή­σει κά­ποια “ψήγ­μα­τα μνή­μης”. Έχου­με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι, ως τίτ­λος ε­νός φω­το­γρα­φι­κού λευ­κώ­μα­τος, το α­δι­κεί. Λέ­γε­ται ό­τι μια φω­το­γρα­φία ι­σο­δυ­να­μεί με χί­λιες λέ­ξεις. Σχή­μα λό­γου, ε­νίο­τε ό­μως ι­σχύει για μια ε­πι­τυ­χη­μέ­νη φω­το­γρα­φία. Όπως και να έ­χει, οι φω­το­γρα­φίες του τό­μου διεκ­δι­κούν έ­να πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι μνή­μης α­πό ε­κεί­νο του ρι­νί­σμα­τος. Εί­ναι πολ­λά τα εν­στα­ντα­νέ, που δια­σώ­ζουν την α­τμό­σφαι­ρα πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών. Ανα­σταί­νουν α­στι­κά και υ­παί­θρια το­πία, με κυ­ρίαρ­χο το αι­γαιο­πε­λα­γί­τι­κο. Μά­λι­στα, μια φω­το­γρα­φία α­πό την Σκύ­ρο του 1964 δέ­νει με πί­να­κες του συ­νο­μή­λι­κου ζω­γρά­φου Στέ­λιου Ανα­στα­σιά­δη, φι­λο­τε­χνη­μέ­νους α­πό την ί­δια ο­πτι­κή γω­νία και την ί­δια ε­πο­χή. Εκτός α­πό το­πία, α­να­σταί­νουν αν­θρώ­πους, κα­τορ­θώ­νο­ντας να συλ­λά­βουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές εκ­φρά­σεις τους. Όχι, λοι­πόν, ψήγ­μα­τα μνή­μης, αλ­λά εν­στα­ντα­νέ, που α­πα­θα­νά­τι­σαν μορ­φές μέ­σα στο χρό­νο.
Το “ψήγ­μα­τα μνή­μης” ται­ριά­ζει στις μνή­μες α­πό συμ­βά­ντα, για τα ο­ποία δια­σώ­θη­καν μό­νο χρο­νο­λο­γίες, κι αυ­τές ό­ταν δια­σώ­θη­καν, και πε­ρί δια­γραμ­μά­των πε­ρι­γρα­φές. Για πα­ρά­δειγ­μα, πώς έ­γι­νε και πα­ρου­σιά­στη­κε πρώ­τος με δη­μο­σίευ­μα σε πε­ριο­δι­κό ο με­τα­φρα­στής Κλεί­τος Κύ­ρου, με­τά ο φω­το­γρά­φος και τε­λευ­ταίος, ο ποιη­τής. Ή, πώς έ­τυ­χε να εμ­φα­νι­στεί και πά­λι πρώ­τος με βι­βλίο ο με­τα­φρα­στής, δεύ­τε­ρος, αυ­τή τη φο­ρά, ο ποιη­τής και τε­λευ­ταίος, με­τά θά­να­το – για την α­κρί­βεια πέ­ντε συ­να­πτά έ­τη με­τά θά­να­το – ο φω­το­γρά­φος. Συ­γκε­ντρώ­νο­ντας τα “ψήγ­μα­τα μνή­μης”, που δί­νουν ο ί­διος, οι φί­λοι του και ο ι­στο­ρι­κός που προ­λο­γί­ζει το λεύ­κω­μα, σχη­μα­τί­ζε­ται έ­να μω­σαϊκό με ψη­φί­δες δια­φο­ρε­τι­κών ε­πο­χών.
Γνω­στό­τε­ρο εί­ναι το ι­στο­ρι­κό εμ­φά­νι­σης των πρώ­των βι­βλίων του Κύ­ρου. Το πώς, δη­λα­δή, ο με­τα­φρα­στής προ­η­γή­θη­κε του ποιη­τή. Ήταν την ά­νοι­ξη του 1945, που τρεις φί­λοι α­πο­φά­σι­σαν να κά­νουν ο­μα­δι­κή εμ­φά­νι­ση στα Γράμ­μα­τα. Την τριά­δα α­πο­τε­λού­σαν ο Κύ­ρου, τό­τε 24 ε­τών, ο συ­νο­μή­λι­κός του και συμ­φοι­τη­τής του στη Νο­μι­κή Σχο­λή Θα­νά­σης Φω­τιά­δης και ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης, τέσ­σε­ρα χρό­νια μι­κρό­τε­ρος, φοι­τη­τής της Ια­τρι­κής. Ο Φω­τιά­δης, ω­στό­σο, εί­χε ή­δη εκ­δώ­σει μια πρω­τό­λεια συλ­λο­γή. Τε­λι­κά, το 1945, ε­ξέ­δω­σε μια δεύ­τε­ρη, με τον τίτ­λο «Αντί­στα­ση» και ο Ανα­γνω­στά­κης το πρώ­το του ποιη­τι­κό βι­βλίο, τις «Επο­χές». Τα ποιή­μα­τα, ό­μως, του Κύ­ρου κρί­θη­καν α­πό τη συ­ντρο­φιά λί­γα για μια πρώ­τη εμ­φά­νι­ση. Έτσι πή­ρε το βά­πτι­σμα της δη­μο­σιό­τη­τας ως με­τα­φρα­στής. Εκεί­νη τη χρο­νιά ε­ξέ­δω­σε το «Νέ­οι Άγγλοι ποιη­τές». Ως ποιη­τής εμ­φα­νί­στη­κε τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1949, με τη συλ­λο­γή «Ανα­ζή­τη­ση», α­ξιο­πρε­πούς έ­κτα­σης δυο τυ­πο­γρα­φι­κών, του­τέ­στιν τριά­ντα δύο σε­λί­δων. Κα­τά πα­ραί­νε­ση ε­νός τέ­ταρ­του ε­κεί­νης της πα­ρέ­ας, του Σερ­ραίου Γιώρ­γου Κα­φτα­ντζή, το βι­βλίο του δεν εκ­δό­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη αλ­λά στις Σέρ­ρες. Χαι­ρε­τί­στη­κε, πά­ντως, με του­λά­χι­στον δυο κρι­τι­κές μέ­σα στο ί­διο έ­τος. Του Αλέξ. Αργυ­ρίου στα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» και του Άρη Δι­κταίου στο πε­ριο­δι­κό «Ο Αιώ­νας μας». Στη δεύ­τε­ρη υ­πάρ­χει μια φρά­ση, που έ­μελ­λε να α­πο­δει­χτεί γε­νι­κό­τε­ρης ι­σχύος και με­γα­λύ­τε­ρης χρο­νι­κής εμ­βέ­λειας: «Ενώ η πρω­τεύου­σα φλυα­ρεί, η Θεσ­σα­λο­νί­κη ο­μι­λεί.»
Από πού κι ως πού, ό­μως, ο φω­το­γρά­φος Κλεί­τος Κύ­ρου εμ­φα­νί­στη­κε με δη­μο­σιευ­μέ­νες φω­το­γρα­φίες σε πε­ριο­δι­κό πριν τον ποιη­τή! Κα­τά χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά τα πράγ­μα­τα έ­χουν ως ε­ξής: πρώ­το δη­μο­σιεύ­θη­κε έ­να με­τά­φρα­σμα του Κύ­ρου (Ιού­λιο 1944), δεύ­τε­ρες οι φω­το­γρα­φίες (Απρί­λιο 1945) και τε­λευ­ταίο το ποίη­μα (Μάϊο 1945). Ση­μα­ντι­κό το με­τά­φρα­σμα εί­ναι α­πό το «Μοι­ρο­λόι για τον Ιγνά­θιο Σά­ντσεθ Με­χίας» του Λόρ­κα. Έγι­νε α­πό τα γαλ­λι­κά και χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ως μια “πρώι­μη με­τα­φρα­στι­κή προ­σπά­θεια”. Ση­μα­ντι­κό και το ποίη­μα, με τίτ­λο «Προ­σμο­νή». Αλλά, εν τέ­λει, ι­στο­ρι­κά ση­μα­ντι­κό­τε­ρες ως ντο­κου­μέ­ντα μιας τα­ραγ­μέ­νης ε­πο­χής εί­ναι οι δυο πρώ­τες δη­μο­σιευ­μέ­νες φω­το­γρα­φίες του.
Στα χρό­νια της Κα­το­χής, ό­ταν η α­ντί­στα­ση κα­τά των δυ­νά­μεων του Άξο­να άρ­χι­σε να α­πο­κτά δια­στά­σεις και να πυ­κνώ­νουν οι κι­νη­το­ποιή­σεις, ε­κεί­νος έ­φε­ρε πά­ντα μα­ζί του τη φω­το­γρα­φι­κή του μη­χα­νή. Έτσι α­πα­θα­νά­τι­σε α­σκή­σεις και πα­ρε­λά­σεις γερ­μα­νι­κών στρα­τευ­μά­των, αλ­λά και σκη­νές α­ντί­στα­σης, ε­νώ οι φί­λοι του φρό­ντι­ζαν να τον κα­λύ­πτουν. Οι δη­μο­σιευ­μέ­νες φω­το­γρα­φίες εί­ναι α­πό την 25η Μαρ­τίου 1943. Σύμ­φω­να με τον Κου­μα­ρί­δη, α­πό ε­κεί­νη την η­μέ­ρα σώ­ζο­νται έ­ξι λή­ψεις. Οι πέ­ντε α­πα­θα­να­τί­ζουν την κα­τά­θε­ση στε­φά­νου α­πό την Ε­ΠΟΝ του Πα­νε­πι­στη­μίου Θεσ­σα­λο­νί­κης στην προ­το­μή του ναυάρ­χου Νι­κό­λα­ου Βό­τση. Το στε­φά­νι κα­τέ­θε­σε εκ μέ­ρους των φοι­τη­τών ο Άνθι­μος Χατ­ζηαν­θί­μου. Μα­κριά η ι­στο­ρία του Χατ­ζηαν­θί­μου. Κι αυ­τός συ­νο­μή­λι­κος και συμ­φοι­τη­τής στη Νο­μι­κή του Κύ­ρου, το 1943 ή­ταν η­γε­τι­κό στέ­λε­χος της Ε­ΠΟΝ Θεσ­σα­λο­νί­κης και γραμ­μα­τέ­ας πό­λης του Ε­ΑΜ Νέων. Με το ψευ­δώ­νυ­μο Γιάν­νης Μα­κε­δό­νας δια­κρί­θη­κε σε Ε.Λ.Α.Σ και Δ.Σ.Ε. Ενώ, με το ψευ­δώ­νυ­μο Άνθος Φι­λη­τάς, έ­μει­νε στα ψι­λά της ποίη­σης χά­ρις σε μια πρώι­μη εμ­φά­νι­σή του ως ποιη­τής του αι­σθη­τι­σμού.
Η μία α­πό τις δυο δη­μο­σιευ­μέ­νες φω­το­γρα­φίες ει­κο­νί­ζει τον Χατ­ζηαν­θί­μου και την κα­τά­θε­ση του στε­φά­νου. Η άλ­λη εί­ναι η έ­κτη, που τρα­βή­χτη­κε ε­κεί­νη την η­μέ­ρα. Απα­θα­να­τί­ζει έ­να μο­να­δι­κό στιγ­μιό­τυ­πο α­πό την πο­ρεία που α­κο­λού­θη­σε στους δρό­μους της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρό­κει­ται για μια φω­το­γρα­φία με μα­κρύ ι­στο­ρι­κό, της ο­ποίας η πιο πρό­σφα­τη α­να­βίω­ση πέ­ρα­σε μάλ­λον α­πα­ρα­τή­ρη­τη. Θα ε­πα­νέλ­θου­με στη συ­γκε­κρι­μέ­νη φω­το­γρα­φία και τον Κλεί­το Κυ­ρού την ε­πό­με­νη Κυ­ρια­κή.
Μ.Θε­ο­δο­σο­πού­λου

1η φω­το: Ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης σε α­συ­νή­θι­στο στιγ­μιό­τυ­πο.
2η φω­το: Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1963. Αρι­στε­ρά ο κρι­τι­κός Αλέξ. Αργυ­ρίου, δε­ξιά ο πε­ζο­γρά­φος
και εκ­δό­της του μα­κρό­βιου πε­ριο­δι­κού Νέα Πο­ρεία Τη­λέ­μα­χος Αλα­βέ­ρας.

Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην ε­φη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 3/7/2011

Μια παραγνωρισμένη ποιήτρια

Κα­τί­να Παΐζη
«Πό­σο πο­λύ σ’ α­γά­πη­σα»
Έρευ­να - Κεί­με­να - Επι­μέ­λεια
Νί­κη Τρουλ­λι­νού
Εκδό­σεις ΔΟ­ΚΙ­ΜΑ­ΚΗΣ
Ηρά­κλειο Κρή­της
Φε­βρουά­ριος 2011

Συ­χνά τυ­χαί­νει συγ­γρα­φείς να υ­πε­ρη­φα­νεύο­νται με­τά την έκ­δο­ση ε­νός βι­βλίου τους για τα κα­λά λό­για, που ει­σέ­πρα­ξαν α­πό τον άλ­φα ή τον βή­τα γνω­στό λο­γο­τέ­χνη, εί­τε γρα­πτώς εί­τε προ­φο­ρι­κώς, πά­ντα ό­μως ι­διω­τι­κά. Σε ό­ποιον α­κούει τους κο­μπα­σμούς του συγ­γρα­φέα γεν­νιέ­ται το εύ­λο­γο ε­ρώ­τη­μα· πό­σο πιο συ­γκρα­τη­μέ­νος θα ή­ταν ο εν λό­γω λο­γο­τέ­χνης, αν γνώ­ρι­ζε ό­τι η ά­πο­ψή του για το συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο θα δη­μο­σιο­ποιεί­το; Το πι­θα­νό­τε­ρο εί­ναι ό­τι θα στε­κό­ταν πο­λύ πιο φει­δω­λός σε ε­γκώ­μια. Γι’ αυ­τό, άλ­λω­στε, ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, προ­τι­μούν να κά­νουν τα εν­θου­σιώ­δη σχό­λιά τους σε φί­λους και γνω­στούς τη­λε­φω­νι­κώς. Για­τί, ό­πως και να το κά­νου­με, μια πα­ρό­μοια ε­πι­στο­λή φυ­λάσ­σε­ται α­πό τον εν­δια­φε­ρό­με­νο. Κι αν κά­πο­τε, το πι­θα­νό­τε­ρο με­τά θά­να­το, ο συγ­γρα­φέ­ας τύ­χει μιας κά­ποιας υ­στε­ρο­φη­μίας, η ε­πι­στο­λή μπο­ρεί και να δη­μο­σιευ­θεί μα­ζί με άλ­λα συγ­γε­νή κα­τά­λοι­πα. Αλλά κι αν α­κό­μα ο συγ­γρα­φέ­ας δεν τύ­χει κα­μιάς υ­στε­ρο­φη­μίας, μπο­ρεί πά­ντο­τε να υ­πάρ­ξει κά­ποιος φι­λέ­ρευ­νος με­λε­τη­τής, που, με α­φορ­μή κά­ποια ε­πέ­τειο, να τον θυ­μη­θεί. Ιδιαί­τε­ρα, σή­με­ρα, που οι ε­λάσ­σο­νες συγ­γρα­φείς, έ­χουν γί­νει λί­γο πο­λύ της μό­δας. Πι­θα­νώς, για­τί ε­λάσ­σων ση­μαί­νει πα­ρα­γκω­νι­σμέ­νος α­πό την ε­πί­ση­μη ι­στο­ρία, της ο­ποίας η αμ­φι­σβή­τη­ση και α­να­σκευή θέλ­γει μια ε­πο­χή, ό­πως η δι­κή μας, που την χα­ρα­κτη­ρί­ζει έ­να πνεύ­μα α­ντι­λο­γίας προς ο­τι­δή­πο­τε κα­θιε­ρω­μέ­νο. Με μια πα­ρό­μοια διά­θε­ση, δη­μιουρ­γή­θη­κε προ ε­τών στην Αθή­να σει­ρά βι­βλια­ρίων, με τον τίτ­λο «Εκ νέ­ου», α­πό τις εκ­δό­σεις Γα­βριη­λί­δης. Μια α­ντί­στοι­χη σει­ρά - αυ­τή ορ­μώ­με­νη α­πό το πνεύ­μα της ε­ντο­πιό­τη­τας - προέ­κυ­ψε πρό­σφα­τα στο Ηρά­κλειο Κρή­της, α­πό τις το­πι­κές εκ­δό­σεις ΔΟ­ΚΙ­ΜΑ­ΚΗΣ, με τίτ­λο «Οι λη­σμο­νη­μέ­νοι του τό­που». Ενδια­φέ­ρο­ντα βι­βλία, μό­νο που δεν φθά­νουν στην Αθή­να. Αν και εί­ναι α­πο­ρίας ά­ξιο, για­τί έ­νας το­πι­κός εκ­δο­τι­κός οί­κος, που έ­χει την τό­σο κα­λή ι­δέα να α­να­δεί­ξει τους λη­σμο­νη­μέ­νους του τό­που του, δεί­χνε­ται τό­σο το­πι­κι­στής ό­σο α­φο­ρά την προώ­θη­σή τους. Πά­ντως, κυ­κλο­φο­ρούν ή­δη πέ­ντε τό­μοι, α­φιε­ρω­μέ­νοι ό­λοι σε ποιη­τές. Ο τέ­ταρ­τος εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νος στην Κα­τί­να Παΐζη, ό­που, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων κει­μέ­νων, δη­μο­σιεύο­νται και ε­γκω­μια­στι­κές προς αυ­τήν ε­πι­στο­λές γνω­στών λο­γο­τε­χνών.
Αυ­τός ο τέ­ταρ­τος τό­μος της σει­ράς για την Κα­τί­να Παΐζη έ­κα­νε ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στή την ποιή­τρια και μα­ζί, τη σει­ρά. Κι ό­ταν λέ­με ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στή στην Ελλά­δα, εν­νοού­με πά­ντο­τε ό­τι την έ­κα­νε γνω­στή στην Αθή­να. Κι αυ­τό δεν ο­φεί­λε­ται στην Κα­τί­να Παΐζη, που εί­ναι μάλ­λον η πε­ρισ­σό­τε­ρο λη­σμο­νη­μέ­νη σε σύ­γκρι­ση με τους ποιη­τές των άλ­λων τό­μων, του­λά­χι­στον με τρεις α­πό αυ­τούς, τον Μη­νά Δη­μά­κη, τον Άρη Δι­κταίο και τον Λευ­τέ­ρη Αλε­ξίου, οι ο­ποίοι, α­κό­μη κι αν κρί­θη­καν ε­λάσ­σο­νες, δια­σώ­θη­καν στις γραμ­μα­το­λο­γίες. Λη­σμο­νη­μέ­νος τό­σο ό­σο η Παΐζη, ί­σως να εί­ναι μό­νο ο ποιη­τής του πρώ­του τό­μου, Μα­νό­λης Δερ­μιτ­ζά­κης. Όπως και να έ­χει, ο συ­γκε­κρι­μέ­νος τό­μος έ­φθα­σε μέ­χρι την Αθή­να χά­ρις στη συγ­γρα­φέα του, την τα­χέως α­νερ­χό­με­νη πε­ζο­γρά­φο Νί­κη Τρουλ­λι­νού. Σε αυ­τήν, άλ­λω­στε, ο­φεί­λει και ο τό­μος την α­να­γνω­σι­μό­τη­τά του. Για­τί, έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο, για να δια­βα­στεί α­πό έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό, στη­ρί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στον τρό­πο, που θα το στή­σει ο με­λε­τη­τής, και λι­γό­τε­ρο στον λη­σμο­νη­μέ­νο ποιη­τή.
Η Τρουλ­λι­νού ξε­κι­νά­ει α­πό την ε­πι­και­ρό­τη­τα και μά­λι­στα την τη­λε­ο­πτι­κή, α­φού, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, προ­σφέ­ρε­ται. Σε μια αι­σθη­μα­τι­κή σει­ρά, που προ­βλή­θη­κε προ τριε­τίας και πο­λύ συ­γκί­νη­σε, τον «Με­γά­λο θυ­μό», με σε­νά­ριο στη­ριγ­μέ­νο στο ο­μό­τιτ­λο μυ­θι­στό­ρη­μα της Ντό­ρας Γιαν­να­κο­πού­λου, σκη­νο­θε­σία Κώ­στα Κου­τσο­μύ­τη και πλειά­δα γνω­στών στα­ρ, τη μου­σι­κή την εί­χε γρά­ψει, ό­πως σχε­δόν σε ό­λες τις σει­ρές του Κου­τσο­μύ­τη, ο Βα­σί­λης Δη­μη­τρίου. Αυ­τός εί­χε την κα­λή έ­μπνευ­ση να με­λο­ποιή­σει και στί­χους πα­λαιό­τε­ρων ποιη­τών. Οι ποιη­τές, ό­μως, που μνη­μο­νεύ­θη­καν α­πό τον Τύ­πο ή­ταν ο Νά­νος Βα­λαω­ρί­της, ο Μά­νος Ελευ­θε­ρίου και ο ί­διος ο Δη­μη­τρίου. Δη­λα­δή, οι ή­δη ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στοί. Σε μια τη­λε­ο­πτι­κή σει­ρά, ω­στό­σο, ε­κεί­νο που κερ­δί­ζει τις ε­ντυ­πώ­σεις εί­ναι πά­ντο­τε το τρα­γού­δι των τίτ­λων. Πό­σω μάλ­λον, ό­ταν τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Αγά­πη» και το τρα­γου­δά­ει ο Χρή­στος Θη­βαίος. Το ά­σμα χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε και αι­σθα­ντι­κό και δια­χρο­νι­κό, αλ­λά ου­δείς α­νέ­φε­ρε το ό­νο­μα του ποιη­τή. Πα­ρό­μοιες πα­ρα­λεί­ψεις, βε­βαίως, συμ­βαί­νουν κα­θη­με­ρι­νά σε έ­ναν πο­λι­τι­σμό του θεά­μα­τος, ό­πως ο ση­με­ρι­νός. Αρκεί να πα­ρα­τη­ρή­σου­με την έ­κτα­ση, που δί­νουν τα ΜΜΕ στο θά­να­το ε­νός αν­θρώ­που του θεά­μα­τος και σε ε­κεί­νον ε­νός του λό­γου. Όπως και να έ­χει, το «Αγά­πη» εί­ναι ποίη­μα της Κα­τί­νας Παΐζη.
Με το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα και α­να­φο­ρά στον τρα­γου­δι­στή της τη­λε­ο­πτι­κής σει­ράς α­νοί­γει το βι­βλίο. Ωστό­σο, α­μέ­σως με­τά η Τρουλ­λι­νού πα­ρα­κά­μπτει την ε­πι­και­ρό­τη­τα και α­να­ζη­τά­ει τα ί­χνη της ποιή­τριας στα στε­νά της πό­λης του Ηρα­κλείου. Η Κα­τί­να Παΐζη γεν­νή­θη­κε πριν α­πό ε­κα­τό χρό­νια στην Ανώ­πο­λη Σφα­κίων, έ­ζη­σε, ό­μως, τα ε­φη­βι­κά της χρό­νια στο Ηρά­κλειο. Ορι­σμέ­να στοι­χεία για την οι­κο­γέ­νεια Παΐζη, ό­πως ό­τι μη­τέ­ρα της ή­ταν η Ελέ­νη Πά­τε­ρου του Γεωρ­γίου α­πό τα Σφα­κιά και πα­τέ­ρας της ο Κων­στα­ντί­νος Παΐζης α­πό την Ιθά­κη, που ήρ­θε ως δά­σκα­λος στα Σφα­κιά για να κα­τα­λή­ξει μέ­το­χος της βιο­μη­χα­νίας κα­πνού «Κνωσ­σός-Κό­σμος» με έ­δρα το Ηρά­κλειο, ή­ταν γνω­στά χά­ρις στην μι­κρό­τε­ρη κό­ρη Παΐζη, την η­θο­ποιό Αλέ­κα Παΐζη. Επί­σης, γνω­στή εί­ναι η θε­α­τρι­κή στα­διο­δρο­μία της Αλέ­κας Παΐζη, α­πό τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου και το ντε­μπού­το της το 1941 στην Κε­ντρι­κή Σκη­νή του μέ­χρι το Θέ­α­τρο Τέ­χνης κα­τά την τριε­τία 1978-1981, με το κύ­κνειο ά­σμα της στο Εθνι­κό. Στα βιο­γρα­φι­κά της, ω­στό­σο, πα­ρα­λεί­πε­ται ό­τι ξε­κί­νη­σε ως δα­σκά­λα στο Αρμέ­νι­κο Σχο­λείο του Ηρα­κλείου. Ενώ, η με­γα­λύ­τε­ρη Κα­τί­να δί­δα­σκε, πρώ­τα, στο δι­τά­ξιο για τα παι­διά των προ­σφύ­γων και με­τά στο Πρό­τυ­πο Ηρα­κλείου. Και οι δυο α­ρι­στού­χες του Δι­δα­σκα­λείου Ηρα­κλείου.
Με τη γνω­στή α­φη­γη­μα­τι­κή της ά­νε­ση, η Τρουλ­λι­νού α­να­σταί­νει την πό­λη της, το Ηρά­κλειο, στα χρό­νια του ’30, τις “κα­λές” οι­κο­γέ­νειες και τους δια­νοού­με­νους. Τό­τε, το Ηρά­κλειο θεω­ρεί­το μια α­πό τις λο­γο­τε­χνι­κές ε­στίες της Ελλά­δας και χά­ρις στα πολ­λά λο­γο­τε­χνι­κά πε­ριο­δι­κά, που εκ­δί­δο­νταν ε­κεί. Τρία α­να­φέ­ρει η Τρουλ­λι­νού, μνη­μο­νεύο­ντας ό­τι σε έ­να δη­μο­σίευ­σε ποίη­μά του ο Κα­βά­φης. Δεν την εν­δια­φέ­ρει η έ­ρευ­να. Επι­ζη­τά να δώ­σει το κλί­μα μέ­σα στο ο­ποίο άν­θι­σε το ποιη­τι­κό τα­λέ­ντο της Κα­τί­νας Παΐζη. Τρεις συλ­λο­γές ε­ξέ­δω­σε η Παΐζη στη δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τία του Με­σο­πο­λέ­μου και μια, το 1955, α­πό ό­που και το ποίη­μα «Αγά­πη». Στο βι­βλίο, που φτιά­χνει η Τρουλ­λι­νού για την ε­πέ­τειο της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της, α­να­δη­μο­σιεύει ό­λα τα ποιή­μα­τά της, α­κό­μη και τα α­θη­σαύ­ρι­στα και τα παι­δι­κά. Σε έ­να τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο, α­να­δη­μο­σιεύει τις «Σφα­κια­νές κου­βέ­ντες», τη μο­να­δι­κή συλ­λο­γή με πε­ζά που ε­ξέ­δω­σε η ποιή­τρια, το 1988.
Όλων αυ­τών, ό­μως, προ­τάσ­σει τις ε­πι­στο­λές, που εί­χε λά­βει η Παΐζη με­τά την έκ­δο­ση των βι­βλίων της. Επι­στο­λές ε­πι­φα­νών, τους ο­ποίους συ­γκρά­τη­σε η Ιστο­ρία, σε α­ντί­θε­ση με την ποιή­τρια, που έ­μει­νε στα πα­ρα­λει­πό­με­να. Εμμέ­σως τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο την α­δί­κη­σαν οι γραμ­μα­το­λό­γοι. Η Τρουλ­λι­νού, ω­στό­σο, το πα­ρα­κά­μπτει, δια­πι­στώ­νο­ντας ό­τι η ποίη­σή της δια­θέ­τει δυο ση­μα­ντι­κά προ­σό­ντα: α­θωό­τη­τα και αυ­θε­ντι­κό­τη­τα. Σή­με­ρα, αυ­τά τα δυο μάλ­λον δεν λο­γα­ριά­ζο­νται για α­ρε­τές. Συ­νι­στού­σαν, ό­μως, προ­σό­ντα στον Με­σο­πό­λε­μο, κι αυ­τήν την ε­κτί­μη­ση εκ­φρά­ζουν οι ε­πι­στο­λές.
Κα­τ’ αρ­χήν, για τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή «Απλοί Σκο­ποί» του 1936, της γρά­φει ο Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας α­πό την Χαλ­κί­δα: «…Η ποίη­σίς σας η με­λαγ­χο­λι­κή και δει­λή, έ­χει έ­ναν τρό­πο πο­λύ δι­κό της να μας πα­ρα­πο­νιέ­ται… τού­τη η συλ­λο­γή δια­φέ­ρει α­πό την άλ­λη, τα «Ρο­δο­πέ­τα­λα» κα­τά το στε­ρεό­τε­ρο βή­μα της, κα­τά το πα­θη­τι­κώ­τε­ρό της θα­μπό φως…» Με τον Σκα­ρί­μπα αλ­λη­λο­γρα­φού­σε α­πό τις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του ’30, ό­πως και με τον Βά­σο Δα­σκα­λά­κη. Εκεί­νος, στην ε­πι­στο­λή του, με­τα­φέ­ρει τις ε­ντυ­πώ­σεις ο­λό­κλη­ρης της συ­ν­τρο­φιάς: ο Μάρ­κος Αυ­γέ­ρης εν­θου­σιά­στη­κε και συ­γκι­νή­θη­κε με τα τρα­γού­δια της, η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη την το­πο­θέ­τη­σε δί­πλα στην βρε­τα­νή Μπάρ­ρε­τ-Μπρά­ου­νι­γκ και την βρή­κε α­κό­μη κα­λύ­τε­ρη. Μέ­χρι ο Θρά­σος Κα­στα­νά­κης εν­θου­σιά­στη­κε.
Στο βι­βλίο α­να­δη­μο­σιεύε­ται και μια κρι­τι­κή για την πρώ­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή της, γραμ­μέ­νη με τη μορ­φή ε­πι­στο­λής. Εί­ναι ε­νός ε­πι­φα­νούς, αλ­λά ό­χι λο­γο­τέ­χνη. Πρό­κει­ται για συ­νά­δελ­φό της, δη­λα­δή δα­σκά­λου, του Νί­κου Πλου­μπί­δη, ο ο­ποίος, με­τα­ξύ των άλ­λων, γρά­φει: «Για σέ­να τη νε­α­ρά καλ­λι­τέ­χνι­δα Νε­α­ρό μπου­μπού­κι της ζωής… Τρε­λό! που τρα­γου­δάς χα­ρού­με­να… τις ο­μορ­φιές τέ­λειων κό­σμων. Νε­α­ρό! που τα βλέ­πεις ό­λα ρό­δι­να. Κλα­ψιά­ρι­κο! που μοι­ρο­λο­γάς τα πα­λιά… για­τί να μη τρα­γου­δάς το μέλ­λο­ν; ο πα­λιός κό­σμος εί­ναι ή­δη ε­ρεί­πιο… για­τί ε­σύ νε­α­ρό να συ­ντρι­φτείς σαν ε­ρεί­πιο και να μη δώ­σεις –σαν νέ­ο– την πνοή σου στο χτί­σι­μο της νέ­ας ζωής; Νε­α­ρό! το μέλ­λον εί­ναι μα­ζί μου, το μέλ­λον της ι­σό­τη­τας των ό­ντω­ν… Έλα!!! Έλα!!! μα­ζί μου θα γί­νεις θείο, μα­ζί μου θ’ α­νε­βείς κει πού α­ξί­ζει στις αι­θέ­ριες ψυ­χές.»
Πα­ρα­δό­ξως, ο εν­θου­σια­σμός του κο­μου­νι­στή Πλου­μπί­δη έ­φε­ρε καρ­πούς. Και οι δυο α­δελ­φές Παΐζη υ­πήρ­ξαν Εα­μί­τισ­σες και α­γω­νί­στριες της Αρι­στε­ράς. Η μι­κρό­τε­ρη πλή­ρω­σε τη δρά­ση της με ε­ξο­ρίες, η ποιή­τρια μό­νο με δυ­σμε­νή με­τά­θε­ση α­πό το Μα­ράσ­λειο στο 2ο Εξα­τά­ξιο Καλ­λι­θέ­ας. Σκόρ­πιες ψη­φί­δες για τη ζωή της πα­ρα­θέ­τει η Τρουλ­λι­νού. Εμείς θα προ­τι­μού­σα­με, δο­θεί­σης της ευ­και­ρίας, πι­θα­νώς και μο­να­δι­κής, έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο α­κρι­βο­λό­γο βιο­γρα­φι­κό. Συ­γκρα­τού­με, πά­ντως, το γά­μο της με τον μου­σι­κό Γιώρ­γο Ζω­γρά­φο και τον θά­να­τό της στις 28 Νο­εμ­βρίου 1996. Θυ­μί­ζου­με τον θά­να­το της Αλέ­κας Παΐζη στις 4 Φε­βρουα­ρίου 2009, μη προ­λα­βαί­νο­ντας να παί­ξει τη «Σο­νά­τα του Σε­λη­νό­φω­τος» του Γιάν­νη Ρί­τσου.
Ίσως, το γο­η­τευ­τι­κό­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου να εί­ναι οι “σφα­κια­νές ι­στο­ρίες”, έ­τσι ό­πως μπο­ρεί και να τις ά­κου­σε η ποιή­τρια α­πό τα μη­τέ­ρα της. Αντι­γρά­φου­με μια πε­ρι­κο­πή, που, σε κά­ποιους θα θυ­μί­σει μιαν άλ­λη, πα­ρα­πλή­σια: «Ανά­με­σα στο χθες και στο σή­με­ρα του χω­ριού, γε­φύ­ρι αιω­νιό­τη­τας και α­να­κύ­κλω­σης στέ­κει το εκ­κλη­σά­κι του Τί­μιου Σταυ­ρού. Το εκ­κλη­σά­κι που, ε­πί τριά­ντα χρό­νια, α­νέ­βαι­νε η για­γιά μου, η Αι­κα­τε­ρί­νη Πα­τέ­ρου α­πό την Ανώ­πο­λη, κά­θε χρό­νο τη μέ­ρα της γιορ­τής του Τι­μίου Σταυ­ρού, στις 14 Σε­πτέμ­βρη κι έ­ζω­νε με κε­ρί α­πό τα με­λίσ­σια της ε­φτά φο­ρές το εκ­κλη­σά­κι. Το εί­χε τά­μα…»

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 26/6/2011