«Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου
πολέμου 1946-1949, σημερινοί ενήλικες.
Διαχρονική μελέτη για τα παιδιά που έμειναν
στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους.»
Επιστημονική επιμέλεια Ι. Τσιάντης, Δ. Πλουμπίδης.
Εκδότες: Μουσείο Μπενάκη, Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής
Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου.
Εκδόσεις της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Φεβρουάριος 2010
Τα παιδιά του Εμφυλίου αποτελούν, αναμφίβολα, μέρος του εμφυλιοπολεμικού δράματος. Το αισιόδοξο, κατά μία έννοια, είναι ότι τα τελευταία χρόνια άρχισαν να έχουν κι αυτά το δικό τους, καθόλου ευκαταφρόνητο, μερίδιο στο πεδίο της ιστορικής έρευνας και της λογοτεχνίας. Μάλιστα, η δεύτερη προηγήθηκε, ανασηκώνοντας πρώτη εκείνη το υπάρχον για δεκαετίες πέτασμα απόκρυψης. Εν ολίγοις, κρατάει την πρωτιά.
Η αυλαία του ιδιότυπου αυτού δράματος, ατομική όσο και συλλογική, ανοίγει μέσα στον κυκλώνα του εμφυλίου, όταν γυναίκες με παιδί στην κοιλιά ή στην αγκαλιά βρέθηκαν στα βουνά, στις φυλακές ή τις εξορίες. Δραματουργικά, σαν να μην έφτανε αυτό, από την άνοιξη του 1948 έρχεται να προστεθεί, με επίσημη κυβερνητική απόφαση, η απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες ζώνες. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, Αύγουστο 1950, το δράμα αποκτά μια επιπλέον πράξη. Οι διοικήσεις των φυλακών αποφάσισαν την απομάκρυνση των παιδιών από τις φυλακισμένες μητέρες τους προς φρονηματισμό των έγκλειστων γυναικών. Ο λόγος; Είχαν ομαδικά διαμαρτυρηθεί για τις συνεχιζόμενες εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. Αυτό, τουλάχιστον, συνέβη στις φυλακές Αβέρωφ. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο το μέτρο εφαρμόστηκε ευρύτερα.
Έτσι, θέλοντας και μη, τα παιδιά ακολούθησαν τους δρόμους των δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Η νικήτρια παράταξη τα σκόρπισε εντός της ελληνικής επικράτειας, στις παιδοπόλεις υπό τη σκέπη της Μεγάλης Μητέρας, δηλαδή της τριαντάχρονης τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης. Αντίστοιχα, ο Δημοκρατικός Στρατός τα μοίρασε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε παιδικούς σταθμούς, αναθέτοντας τη φροντίδα τους σε ομαδάρχισσες και “μανούλες”.
Τους μυθιστοριογράφους τους ελκύουν περισσότερο οι παιδοπόλεις, σε αντίθεση με τις βιωματικές μαρτυρίες, που έρχονται κυρίως από τα εκπατρισμένα παιδιά. Πάντως, οι ιστορικοί συλλέγουν προφορικές μαρτυρίες ενηλίκων και από τις δυο ομάδες. Συχνά τις συστεγάζουν, ως μαρτυρίες από το “παιδομάζωμα”. Σε ένα σχετικό βιβλίο συναντήσαμε την πρώτη αναφορά στη “Διδακτορική Εργασία” της Μαντώς Νταλιάνη-Καραμπατζάκη. Είναι η μελέτη του δημοσιογράφου Δημήτρη Σέρβου, «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια» (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2001). Ο Σέρβος αναφέρει ως τίτλο της εργασίας, «Παιδιά γεννημένα στις φυλακές 1946-49», καλλιεργώντας την προσδοκία για μια ενδιαφέρουσα έρευνα που έλειπε. Και πράγματι, το πρόσφατο βιβλίο συνιστά μια πρωτότυπη μελέτη, καθώς δεν περιορίζεται, όπως συνήθως, σε αναδρομικές αφηγήσεις αλλά εκκινεί από τον Εμφύλιο. Η μελετήτρια είχε τη μοναδική τύχη να παρακολουθήσει τα υποκείμενα της έρευνάς της για περισσότερο από τριάντα χρόνια, που σημαίνει από βρεφικής ηλικίας μέχρι ενήλικες 30 ή 35 ετών. Αυτό οφείλεται στην προνομιούχο θέση της. Δεν ανήκει στην πολυπληθή ομάδα των νεότερων μελετητών, αλλά ούτε η ίδια ήταν μια από τις μάνες και μανούλες του Εμφυλίου. Ήταν, όμως, συνομήλική τους.
Μια παραλληλία
Η Μαντώ Καραμπατζάκη γεννήθηκε το 1920. Ίδια χρονιά με την Έλλη Παπά. Και οι δύο ήταν Μικρασιάτισσες. Από τη Σμύρνη η Παπά, από την περιοχή της Προύσας η Καραμπατζάκη. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Παπά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, η οικογένεια Καραμπατζάκη στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια εποχή φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Φιλοσοφική και μετά στη Νομική η πρώτη, στην Ιατρική η δεύτερη. Πιο άστατο ταμπεραμέντο η πρώτη, μεταπήδησε στη δημοσιογραφία. Η δεύτερη τελείωσε τη Σχολή και το 1945 παντρεύτηκε το γιατρό Δημήτρη Νταλιάνη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι άντρες της ζωής τους καθόρισαν εν πολλοίς, το βίο τους. Οι δυο γυναίκες συνελήφθησαν για παράνομη δράση στην Αθήνα. Το 1950 η Παπά, το 1949 η Καραμπατζάκη. Τότε, ο Νταλιάνης ήταν εξόριστος στην Ικαρία (Πριν δέκα χρόνια εξέδωσε «Το σανατόριο εξορίστων Ικαρίας, 1948-49»). Στις φυλακές Αβέρωφ, η Καραμπατζάκη έμεινε δυο χρόνια, συντρέχοντας φυλακισμένες μητέρες και τα παιδιά τους, όπως υπήρξε η Παπά. Μόνο που εκείνη γέννησε στις φυλακές της Καλλιθέας και αργότερα, μόνη πια, μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Κατά τα άλλα, η Καραμπατζάκη έζησε από το 1955 μέχρι το θάνατό της, το 1996, στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο διάστημα στη Στοκχόλμη, όπου και παρουσίασε το δόκτορά της. Η Παπά απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 2009, αφήνοντας ως διαθήκη τη μαρτυρία της για δυο σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας, τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Νίκο Πλουμπίδη. Οι δυο γυναίκες δεν θα πρέπει να συναντήθηκαν. Ωστόσο, οι μαρτυρίες και των δύο στεγάζονται στις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη. Επιπροσθέτως, ο υιός Πλουμπίδη αναλαμβάνει εξ ημισείας την επιμέλεια της διδακτορικής διατριβής της Καραμπατζάκη.
Τα προλογικά
Η διδακτορική διατριβή “έγινε δεκτή από την Ethical Committee του Karolinska Institute, στις 19 Δεκεμβρίου του 1983”, σύμφωνα με την συγγραφέα. Κατά τον επιμελητή Ιωάννη Τσιάντη, τελείωσε το 1986. Πάντως, η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, όπως είχε κατατεθεί η διατριβή στο σουηδικό Ινστιτούτο το 1994. Δεν διευκρινίζεται αν κυκλοφόρησε ως βιβλίο. Η ελληνική μετάφραση είναι του ψυχίατρου και συστηματικού μεταφραστή παρόμοιων βιβλίων Κώστα Ζερβού. Παραδόξως, το όνομά του δεν αναφέρεται στη σελίδα τίτλου. Κατά τα άλλα, όπως συμβαίνει συνήθως όταν οι συγγραφείς είναι αποθανόντες ή δεν ανήκουν στην γηγενή ακαδημαϊκή κοινότητα, προβλέπεται σειρά προλόγων. Στον πρώτο, ο Τσιάντης παρουσιάζει διεξοδικά, σε 35 σελίδες, τη διατριβή. Προκαταλαμβάνει, μάλιστα, τον αναγνώστη, δηλώνοντας ότι διαφωνεί με τα αισιόδοξα συμπεράσματα της συγγραφέως. Ξεκινώντας ένα τελευταίο υποκεφάλαιο του κειμένου του με τον ορισμό του ψυχικού τραύματος κατά Λαπλάνς και Ποντάλις (παραδόξως παραπέμπει στη γαλλική έκδοση του εν λόγω λεξικού, παρόλο που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά προ δεκαπενταετίας), καταλήγει, ότι το άτομο μπορεί να γίνει πιο ελεύθερο στις επιλογές του μόνο με την “διεπεξεργασία του τραύματος” (μάλλον ατυχής απόδοση του working through). Με άλλα λόγια, δια της ειδικής ψυχαναλυτικής οδού, που ενδείκνυται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το κείμενο συμπληρώνεται με εκτενή βιβλιογραφία στα αγγλικά, πλην ενός αφιερωματικού τόμου ελληνιστί στον ίδιο και ένα άρθρο συνεργατών του σε ελληνικό περιοδικό. Στον δεύτερο πρόλογο, με τίτλο «Στα ίχνη των ψυχοτραυματισμών», ο Δημήτρης Πλουμπίδης αναφέρεται γενικότερα στα παιδιά πολεμικών συρράξεων και ιδιαίτερα, στα εβραιόπουλα που επέζησαν του Ολοκαυτώματος. Ουσιαστικά, επαναλαμβάνει κι αυτός το ίδιο συμπέρασμα, ότι τα ψυχικά τραύματα παραμένουν, παρά την εντύπωση ομαλότητας που δημιουργεί μια νοικοκυρεμένη ζωή. Πλέον απαισιόδοξος αυτός, θεωρεί ακόμη και την ψυχαναλυτική κάθαρση ουτοπία.
Αυτή η τακτική στομώνει το ενδιαφέρον αντί να παρακινεί τον αναγνώστη. Δείχνει, επίσης, σαν κηδεμόνευση του συγγραφέα. Η εντύπωση επιτείνεται από την εξέχουσα θέση των δυο επιμελητών στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα. Αναμφιβόλως, οι παρατηρήσεις τους παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς δίνουν ένα σημερινό ψυχαναλυτικό πλαίσιο στη διατριβή. Εστιασμένες στο ψυχικό τραύμα, θα εύρισκαν τη θέση που τους αντιστοιχεί σε ένα επίμετρο. Εκεί, θα μπορούσαν να δημοσιευτούν και οι μαρτυρίες του επόπτη της διατριβής και του συζύγου για την ίδια τη συγγραφέα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την έρευνα.
Επί 40 χρόνια
Στον πρόλογο της διατριβής, η Καραμπατζάκη παρουσιάζει το θέμα, όπως το είχε συλλάβει στον τελευταίο χρόνο των σπουδών της, το ακαδημαϊκό έτος 1946-1947. Το αρχικό ερώτημα ήταν πόσο βαραίνει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών ο χωρισμός από τις μητέρες τους κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Πάνω σε αυτό το ερώτημα ξεκίνησε να εργάζεται από τότε που ήταν και η ίδια κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ. Και συνέχισε επί 40 χρόνια, εργαζόμενη ως παιδίατρος και παιδοψυχίατρος σε τρεις χώρες (Ελλάδα, Αγγλία, Σουηδία). Η διατριβή της στηρίχτηκε σε μια ομάδα 120 μητέρων, που βρέθηκαν έγκλειστες στις φυλακές Αβέρωφ κατά την περίοδο 1945-1950, και 167 δικών τους παιδιών. Από το σύνολο των παιδιών, 95 από αυτά πέρασαν κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή μαζί με τις μητέρες τους, ενώ 72 δεν έζησαν καθόλου στη φυλακή. Αυτήν την ομάδα την γνώρισε στους 21 μήνες, που παρέμεινε κρατούμενη. Μετά την απελευθέρωσή της, συνέχισε για ένα διάστημα τις επισκέψεις της στη φυλακή, ενώ κράτησε επαφή με τα παιδιά μέχρι την αναχώρησή της από την Ελλάδα, το 1955. Οι σημειώσεις της από εκείνη την περίοδο δεν σώθηκαν. Η κυρίως έρευνα έγινε την περίοδο 1980-1986. Τότε, αναζήτησε τα ίχνη των παιδιών και των οικογενειών τους. Πραγματοποίησε σειρά συνεντεύξεων και κατέγραψε τις μαρτυρίες τους. Ως πλαίσιο της έρευνας χρησιμοποίησε μαρτυρίες τρίτων και αρχειακό υλικό, όπως τα μητρώα των φυλακών. Συγκεντρώνοντας αναδρομικά στοιχεία, δημιούργησε μια συγκριτική εικόνα για την προσαρμογή των μητέρων και των παιδιών.
Η διατριβή είναι συστηματικά δομημένη. Προτάσσει σύνοψη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας σε μια προσπάθεια να δοθεί το ιστορικό υπόβαθρο. Σύμφωνα με τους επιμελητές, αυτό το ιστορικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές, καθώς εκφράζει την οπτική της συγγραφέως. Πράγματι, καθόλου δεν ταιριάζει στα σημερινά γούστα ή, σωστότερα, στις κρατούσες τάσεις, η έμφαση στη διαχρονική αντοχή και αγωνιστικότητα των Ελλήνων. Θεωρούνται βλαβερά κατάλοιπα. Γι’ αυτό και παρατίθεται σχετικός πρόλογος του Τάσου Σακελλαρόπουλου, στον οποίο δίνεται η σημερινή οπτική για τις αδυναμίες της Αριστεράς και τα λάθη της πολιτικής της, προσθέτοντας γενικότερες εκτιμήσεις και τρέχουσα βιβλιογραφία. Στη διατριβή, ορίζονται εισαγωγικά οι μέθοδοι εργασίας και δίνονται αναλυτικά τα βιογραφικά των οικογενειών. Στη συνέχεια, με βάση τις συνεντεύξεις, καταρτίζονται πίνακες, που σκιαγραφούν το προφίλ των οικογενειών και τις κακουχίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι μητέρες και κατ’ επέκταση, τα παιδιά. Επίσης, πίνακες για τις συνθήκες γέννησης των παιδιών και διαβίωσής τους στις φυλακές, ενώ συγκεντρώνονται σε πίνακες στοιχεία για τη ζωή τους στα κατοπινά χρόνια. Με βάση τις συνεντεύξεις, σε ένα εκτενές τελευταίο τμήμα, δίνεται αναλυτικά το ιστορικό είκοσι οικογενειών. Αυτές οι 288 σελίδες μπορεί να μη εντάσσονται στην προφορική Ιστορία, αφού δεν παρατίθεται αυτούσιο το αφηγηματικό υλικό, όπως μαγνητοφωνήθηκε. Κατά συνέπεια, χάνονται τόσο η συναισθηματική φόρτιση όσο και η πολυσημία του λόγου. Δηλαδή, τα πολύτιμα στοιχεία για μια ψυχαναλυτική ανάλυση των μαρτυριών. Ωστόσο, δίνονται ακριβόλογα και χωρίς πλατειασμούς είκοσι ιστορίες με τα παρακλάδια τους. Ενώ, ταυτόχρονα, διαγράφεται μια μοναδική εικόνα των συνθηκών στις οποίες έζησαν εκείνες οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Μεταξύ των άλλων, η διατριβή ζωντανεύει επετειακά, καθώς συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κατεδάφισή τους, τις φυλακές Αβέρωφ, που χτίστηκαν για φυλακές ανηλίκων, αλλά για 55 χρόνια στέγασαν ουκ ολίγους πολιτικούς κρατούμενους, αποτελώντας για μια μερίδα από αυτούς την ύστατη κατοικία.
Τα συμπεράσματα
Στο τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της έρευνας. Η μελέτη, όπως τονίζει η Καραμπατζάκη, σχεδιάστηκε ως μελέτη επικινδυνότητας, δηλαδή αποσκοπούσε στη διερεύνηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών των πολλαπλών ψυχικών τραυμάτων κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Γι’ αυτό και η παρακολούθηση των παιδιών της φυλακής έγινε παράλληλα με την εποπτεία μιας άλλης ομάδας παιδιών που δεν έζησαν στη φυλακή. Ομάδα ελέγχου, όπως αποκαλείται. Προς μεγάλη της έκπληξη, τα αποτελέσματα στις δυο ομάδες παιδιών έδειξαν μικρές διαφορές. Γι’ αυτό και άρχισε να ελέγχει τις ομάδες που επέλεξε και τα δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε. Μια εκδοχή ήταν ότι τα παιδιά, παρότι αποχωρίστηκαν τις μητέρες τους πριν από την ηλικία των πέντε χρόνων, πρόλαβαν και δημιούργησαν ένα θερμό και ικανοποιητικό δεσμό μαζί τους. Επίσης, ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι γονείς, που ήταν άτομα υγιή, εύψυχα και αφοσιωμένα στα ιδεώδη τους. Γενικότερα, άτομα, που είχαν επιλέξει να αγωνιστούν. Όσο για τα παιδιά, περιγράφονται δραστήρια, ανεξάρτητα και υψηλής κοινωνικότητας. Ωστόσο, μέχρι τέλους, η διατριβή αφήνει ανοικτό το ερώτημα, γιατί τα παιδιά τα πήγαν καλά ως ενήλικες παρά τη σκληρότητα των εμπειριών τους κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της παιδικής και εφηβικής ζωής τους.
Από την πλευρά τους οι επιμελητές, τονίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το εσωτερικό δράμα αυτών των ατόμων. Από μια ψυχαναλυτική οπτική, το βασικό είναι οι “ψυχοτραυματισμοί”, ενώ οι παράγοντες που συνετέλεσαν ώστε εκείνα τα παιδιά να “χτίσουν” άμυνες και να έχουν ως ενήλικες μια ισορροπημένη προσωπική και κοινωνική ζωή, φαίνεται να περνάνε σε δεύτερο επίπεδο. Η τελική εντύπωση, που αποκομίζουμε από την ελληνική έκδοση της μελέτης της Καραμπατζάκη, είναι ότι εγκρίθηκε μεν προς έκδοση, αλλά υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή, υπερίσχυσε ο σημερινός επιστημονικός λόγος και όχι οι ιστορίες των “αφανών”, που με τόσο μόχθο συγκέντρωσε η Καραμπατζάκη. Απομένουν οι 400 μαγνητοφωνημένες κασέτες της ως προίκα στη διψαλέα προφορική Ιστορία.
Διαχρονική μελέτη για τα παιδιά που έμειναν
στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους.»
Επιστημονική επιμέλεια Ι. Τσιάντης, Δ. Πλουμπίδης.
Εκδότες: Μουσείο Μπενάκη, Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής
Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου.
Εκδόσεις της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Φεβρουάριος 2010
Τα παιδιά του Εμφυλίου αποτελούν, αναμφίβολα, μέρος του εμφυλιοπολεμικού δράματος. Το αισιόδοξο, κατά μία έννοια, είναι ότι τα τελευταία χρόνια άρχισαν να έχουν κι αυτά το δικό τους, καθόλου ευκαταφρόνητο, μερίδιο στο πεδίο της ιστορικής έρευνας και της λογοτεχνίας. Μάλιστα, η δεύτερη προηγήθηκε, ανασηκώνοντας πρώτη εκείνη το υπάρχον για δεκαετίες πέτασμα απόκρυψης. Εν ολίγοις, κρατάει την πρωτιά.
Η αυλαία του ιδιότυπου αυτού δράματος, ατομική όσο και συλλογική, ανοίγει μέσα στον κυκλώνα του εμφυλίου, όταν γυναίκες με παιδί στην κοιλιά ή στην αγκαλιά βρέθηκαν στα βουνά, στις φυλακές ή τις εξορίες. Δραματουργικά, σαν να μην έφτανε αυτό, από την άνοιξη του 1948 έρχεται να προστεθεί, με επίσημη κυβερνητική απόφαση, η απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες ζώνες. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, Αύγουστο 1950, το δράμα αποκτά μια επιπλέον πράξη. Οι διοικήσεις των φυλακών αποφάσισαν την απομάκρυνση των παιδιών από τις φυλακισμένες μητέρες τους προς φρονηματισμό των έγκλειστων γυναικών. Ο λόγος; Είχαν ομαδικά διαμαρτυρηθεί για τις συνεχιζόμενες εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων. Αυτό, τουλάχιστον, συνέβη στις φυλακές Αβέρωφ. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο το μέτρο εφαρμόστηκε ευρύτερα.
Έτσι, θέλοντας και μη, τα παιδιά ακολούθησαν τους δρόμους των δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Η νικήτρια παράταξη τα σκόρπισε εντός της ελληνικής επικράτειας, στις παιδοπόλεις υπό τη σκέπη της Μεγάλης Μητέρας, δηλαδή της τριαντάχρονης τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης. Αντίστοιχα, ο Δημοκρατικός Στρατός τα μοίρασε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε παιδικούς σταθμούς, αναθέτοντας τη φροντίδα τους σε ομαδάρχισσες και “μανούλες”.
Τους μυθιστοριογράφους τους ελκύουν περισσότερο οι παιδοπόλεις, σε αντίθεση με τις βιωματικές μαρτυρίες, που έρχονται κυρίως από τα εκπατρισμένα παιδιά. Πάντως, οι ιστορικοί συλλέγουν προφορικές μαρτυρίες ενηλίκων και από τις δυο ομάδες. Συχνά τις συστεγάζουν, ως μαρτυρίες από το “παιδομάζωμα”. Σε ένα σχετικό βιβλίο συναντήσαμε την πρώτη αναφορά στη “Διδακτορική Εργασία” της Μαντώς Νταλιάνη-Καραμπατζάκη. Είναι η μελέτη του δημοσιογράφου Δημήτρη Σέρβου, «Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια» (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2001). Ο Σέρβος αναφέρει ως τίτλο της εργασίας, «Παιδιά γεννημένα στις φυλακές 1946-49», καλλιεργώντας την προσδοκία για μια ενδιαφέρουσα έρευνα που έλειπε. Και πράγματι, το πρόσφατο βιβλίο συνιστά μια πρωτότυπη μελέτη, καθώς δεν περιορίζεται, όπως συνήθως, σε αναδρομικές αφηγήσεις αλλά εκκινεί από τον Εμφύλιο. Η μελετήτρια είχε τη μοναδική τύχη να παρακολουθήσει τα υποκείμενα της έρευνάς της για περισσότερο από τριάντα χρόνια, που σημαίνει από βρεφικής ηλικίας μέχρι ενήλικες 30 ή 35 ετών. Αυτό οφείλεται στην προνομιούχο θέση της. Δεν ανήκει στην πολυπληθή ομάδα των νεότερων μελετητών, αλλά ούτε η ίδια ήταν μια από τις μάνες και μανούλες του Εμφυλίου. Ήταν, όμως, συνομήλική τους.
Μια παραλληλία
Η Μαντώ Καραμπατζάκη γεννήθηκε το 1920. Ίδια χρονιά με την Έλλη Παπά. Και οι δύο ήταν Μικρασιάτισσες. Από τη Σμύρνη η Παπά, από την περιοχή της Προύσας η Καραμπατζάκη. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Παπά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, η οικογένεια Καραμπατζάκη στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια εποχή φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Φιλοσοφική και μετά στη Νομική η πρώτη, στην Ιατρική η δεύτερη. Πιο άστατο ταμπεραμέντο η πρώτη, μεταπήδησε στη δημοσιογραφία. Η δεύτερη τελείωσε τη Σχολή και το 1945 παντρεύτηκε το γιατρό Δημήτρη Νταλιάνη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι άντρες της ζωής τους καθόρισαν εν πολλοίς, το βίο τους. Οι δυο γυναίκες συνελήφθησαν για παράνομη δράση στην Αθήνα. Το 1950 η Παπά, το 1949 η Καραμπατζάκη. Τότε, ο Νταλιάνης ήταν εξόριστος στην Ικαρία (Πριν δέκα χρόνια εξέδωσε «Το σανατόριο εξορίστων Ικαρίας, 1948-49»). Στις φυλακές Αβέρωφ, η Καραμπατζάκη έμεινε δυο χρόνια, συντρέχοντας φυλακισμένες μητέρες και τα παιδιά τους, όπως υπήρξε η Παπά. Μόνο που εκείνη γέννησε στις φυλακές της Καλλιθέας και αργότερα, μόνη πια, μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Κατά τα άλλα, η Καραμπατζάκη έζησε από το 1955 μέχρι το θάνατό της, το 1996, στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο διάστημα στη Στοκχόλμη, όπου και παρουσίασε το δόκτορά της. Η Παπά απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 2009, αφήνοντας ως διαθήκη τη μαρτυρία της για δυο σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας, τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Νίκο Πλουμπίδη. Οι δυο γυναίκες δεν θα πρέπει να συναντήθηκαν. Ωστόσο, οι μαρτυρίες και των δύο στεγάζονται στις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη. Επιπροσθέτως, ο υιός Πλουμπίδη αναλαμβάνει εξ ημισείας την επιμέλεια της διδακτορικής διατριβής της Καραμπατζάκη.
Τα προλογικά
Η διδακτορική διατριβή “έγινε δεκτή από την Ethical Committee του Karolinska Institute, στις 19 Δεκεμβρίου του 1983”, σύμφωνα με την συγγραφέα. Κατά τον επιμελητή Ιωάννη Τσιάντη, τελείωσε το 1986. Πάντως, η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, όπως είχε κατατεθεί η διατριβή στο σουηδικό Ινστιτούτο το 1994. Δεν διευκρινίζεται αν κυκλοφόρησε ως βιβλίο. Η ελληνική μετάφραση είναι του ψυχίατρου και συστηματικού μεταφραστή παρόμοιων βιβλίων Κώστα Ζερβού. Παραδόξως, το όνομά του δεν αναφέρεται στη σελίδα τίτλου. Κατά τα άλλα, όπως συμβαίνει συνήθως όταν οι συγγραφείς είναι αποθανόντες ή δεν ανήκουν στην γηγενή ακαδημαϊκή κοινότητα, προβλέπεται σειρά προλόγων. Στον πρώτο, ο Τσιάντης παρουσιάζει διεξοδικά, σε 35 σελίδες, τη διατριβή. Προκαταλαμβάνει, μάλιστα, τον αναγνώστη, δηλώνοντας ότι διαφωνεί με τα αισιόδοξα συμπεράσματα της συγγραφέως. Ξεκινώντας ένα τελευταίο υποκεφάλαιο του κειμένου του με τον ορισμό του ψυχικού τραύματος κατά Λαπλάνς και Ποντάλις (παραδόξως παραπέμπει στη γαλλική έκδοση του εν λόγω λεξικού, παρόλο που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά προ δεκαπενταετίας), καταλήγει, ότι το άτομο μπορεί να γίνει πιο ελεύθερο στις επιλογές του μόνο με την “διεπεξεργασία του τραύματος” (μάλλον ατυχής απόδοση του working through). Με άλλα λόγια, δια της ειδικής ψυχαναλυτικής οδού, που ενδείκνυται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το κείμενο συμπληρώνεται με εκτενή βιβλιογραφία στα αγγλικά, πλην ενός αφιερωματικού τόμου ελληνιστί στον ίδιο και ένα άρθρο συνεργατών του σε ελληνικό περιοδικό. Στον δεύτερο πρόλογο, με τίτλο «Στα ίχνη των ψυχοτραυματισμών», ο Δημήτρης Πλουμπίδης αναφέρεται γενικότερα στα παιδιά πολεμικών συρράξεων και ιδιαίτερα, στα εβραιόπουλα που επέζησαν του Ολοκαυτώματος. Ουσιαστικά, επαναλαμβάνει κι αυτός το ίδιο συμπέρασμα, ότι τα ψυχικά τραύματα παραμένουν, παρά την εντύπωση ομαλότητας που δημιουργεί μια νοικοκυρεμένη ζωή. Πλέον απαισιόδοξος αυτός, θεωρεί ακόμη και την ψυχαναλυτική κάθαρση ουτοπία.
Αυτή η τακτική στομώνει το ενδιαφέρον αντί να παρακινεί τον αναγνώστη. Δείχνει, επίσης, σαν κηδεμόνευση του συγγραφέα. Η εντύπωση επιτείνεται από την εξέχουσα θέση των δυο επιμελητών στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα. Αναμφιβόλως, οι παρατηρήσεις τους παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθώς δίνουν ένα σημερινό ψυχαναλυτικό πλαίσιο στη διατριβή. Εστιασμένες στο ψυχικό τραύμα, θα εύρισκαν τη θέση που τους αντιστοιχεί σε ένα επίμετρο. Εκεί, θα μπορούσαν να δημοσιευτούν και οι μαρτυρίες του επόπτη της διατριβής και του συζύγου για την ίδια τη συγγραφέα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την έρευνα.
Επί 40 χρόνια
Στον πρόλογο της διατριβής, η Καραμπατζάκη παρουσιάζει το θέμα, όπως το είχε συλλάβει στον τελευταίο χρόνο των σπουδών της, το ακαδημαϊκό έτος 1946-1947. Το αρχικό ερώτημα ήταν πόσο βαραίνει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών ο χωρισμός από τις μητέρες τους κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Πάνω σε αυτό το ερώτημα ξεκίνησε να εργάζεται από τότε που ήταν και η ίδια κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ. Και συνέχισε επί 40 χρόνια, εργαζόμενη ως παιδίατρος και παιδοψυχίατρος σε τρεις χώρες (Ελλάδα, Αγγλία, Σουηδία). Η διατριβή της στηρίχτηκε σε μια ομάδα 120 μητέρων, που βρέθηκαν έγκλειστες στις φυλακές Αβέρωφ κατά την περίοδο 1945-1950, και 167 δικών τους παιδιών. Από το σύνολο των παιδιών, 95 από αυτά πέρασαν κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή μαζί με τις μητέρες τους, ενώ 72 δεν έζησαν καθόλου στη φυλακή. Αυτήν την ομάδα την γνώρισε στους 21 μήνες, που παρέμεινε κρατούμενη. Μετά την απελευθέρωσή της, συνέχισε για ένα διάστημα τις επισκέψεις της στη φυλακή, ενώ κράτησε επαφή με τα παιδιά μέχρι την αναχώρησή της από την Ελλάδα, το 1955. Οι σημειώσεις της από εκείνη την περίοδο δεν σώθηκαν. Η κυρίως έρευνα έγινε την περίοδο 1980-1986. Τότε, αναζήτησε τα ίχνη των παιδιών και των οικογενειών τους. Πραγματοποίησε σειρά συνεντεύξεων και κατέγραψε τις μαρτυρίες τους. Ως πλαίσιο της έρευνας χρησιμοποίησε μαρτυρίες τρίτων και αρχειακό υλικό, όπως τα μητρώα των φυλακών. Συγκεντρώνοντας αναδρομικά στοιχεία, δημιούργησε μια συγκριτική εικόνα για την προσαρμογή των μητέρων και των παιδιών.
Η διατριβή είναι συστηματικά δομημένη. Προτάσσει σύνοψη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας σε μια προσπάθεια να δοθεί το ιστορικό υπόβαθρο. Σύμφωνα με τους επιμελητές, αυτό το ιστορικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές, καθώς εκφράζει την οπτική της συγγραφέως. Πράγματι, καθόλου δεν ταιριάζει στα σημερινά γούστα ή, σωστότερα, στις κρατούσες τάσεις, η έμφαση στη διαχρονική αντοχή και αγωνιστικότητα των Ελλήνων. Θεωρούνται βλαβερά κατάλοιπα. Γι’ αυτό και παρατίθεται σχετικός πρόλογος του Τάσου Σακελλαρόπουλου, στον οποίο δίνεται η σημερινή οπτική για τις αδυναμίες της Αριστεράς και τα λάθη της πολιτικής της, προσθέτοντας γενικότερες εκτιμήσεις και τρέχουσα βιβλιογραφία. Στη διατριβή, ορίζονται εισαγωγικά οι μέθοδοι εργασίας και δίνονται αναλυτικά τα βιογραφικά των οικογενειών. Στη συνέχεια, με βάση τις συνεντεύξεις, καταρτίζονται πίνακες, που σκιαγραφούν το προφίλ των οικογενειών και τις κακουχίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι μητέρες και κατ’ επέκταση, τα παιδιά. Επίσης, πίνακες για τις συνθήκες γέννησης των παιδιών και διαβίωσής τους στις φυλακές, ενώ συγκεντρώνονται σε πίνακες στοιχεία για τη ζωή τους στα κατοπινά χρόνια. Με βάση τις συνεντεύξεις, σε ένα εκτενές τελευταίο τμήμα, δίνεται αναλυτικά το ιστορικό είκοσι οικογενειών. Αυτές οι 288 σελίδες μπορεί να μη εντάσσονται στην προφορική Ιστορία, αφού δεν παρατίθεται αυτούσιο το αφηγηματικό υλικό, όπως μαγνητοφωνήθηκε. Κατά συνέπεια, χάνονται τόσο η συναισθηματική φόρτιση όσο και η πολυσημία του λόγου. Δηλαδή, τα πολύτιμα στοιχεία για μια ψυχαναλυτική ανάλυση των μαρτυριών. Ωστόσο, δίνονται ακριβόλογα και χωρίς πλατειασμούς είκοσι ιστορίες με τα παρακλάδια τους. Ενώ, ταυτόχρονα, διαγράφεται μια μοναδική εικόνα των συνθηκών στις οποίες έζησαν εκείνες οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Μεταξύ των άλλων, η διατριβή ζωντανεύει επετειακά, καθώς συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κατεδάφισή τους, τις φυλακές Αβέρωφ, που χτίστηκαν για φυλακές ανηλίκων, αλλά για 55 χρόνια στέγασαν ουκ ολίγους πολιτικούς κρατούμενους, αποτελώντας για μια μερίδα από αυτούς την ύστατη κατοικία.
Τα συμπεράσματα
Στο τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της έρευνας. Η μελέτη, όπως τονίζει η Καραμπατζάκη, σχεδιάστηκε ως μελέτη επικινδυνότητας, δηλαδή αποσκοπούσε στη διερεύνηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών των πολλαπλών ψυχικών τραυμάτων κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Γι’ αυτό και η παρακολούθηση των παιδιών της φυλακής έγινε παράλληλα με την εποπτεία μιας άλλης ομάδας παιδιών που δεν έζησαν στη φυλακή. Ομάδα ελέγχου, όπως αποκαλείται. Προς μεγάλη της έκπληξη, τα αποτελέσματα στις δυο ομάδες παιδιών έδειξαν μικρές διαφορές. Γι’ αυτό και άρχισε να ελέγχει τις ομάδες που επέλεξε και τα δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε. Μια εκδοχή ήταν ότι τα παιδιά, παρότι αποχωρίστηκαν τις μητέρες τους πριν από την ηλικία των πέντε χρόνων, πρόλαβαν και δημιούργησαν ένα θερμό και ικανοποιητικό δεσμό μαζί τους. Επίσης, ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι γονείς, που ήταν άτομα υγιή, εύψυχα και αφοσιωμένα στα ιδεώδη τους. Γενικότερα, άτομα, που είχαν επιλέξει να αγωνιστούν. Όσο για τα παιδιά, περιγράφονται δραστήρια, ανεξάρτητα και υψηλής κοινωνικότητας. Ωστόσο, μέχρι τέλους, η διατριβή αφήνει ανοικτό το ερώτημα, γιατί τα παιδιά τα πήγαν καλά ως ενήλικες παρά τη σκληρότητα των εμπειριών τους κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της παιδικής και εφηβικής ζωής τους.
Από την πλευρά τους οι επιμελητές, τονίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το εσωτερικό δράμα αυτών των ατόμων. Από μια ψυχαναλυτική οπτική, το βασικό είναι οι “ψυχοτραυματισμοί”, ενώ οι παράγοντες που συνετέλεσαν ώστε εκείνα τα παιδιά να “χτίσουν” άμυνες και να έχουν ως ενήλικες μια ισορροπημένη προσωπική και κοινωνική ζωή, φαίνεται να περνάνε σε δεύτερο επίπεδο. Η τελική εντύπωση, που αποκομίζουμε από την ελληνική έκδοση της μελέτης της Καραμπατζάκη, είναι ότι εγκρίθηκε μεν προς έκδοση, αλλά υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή, υπερίσχυσε ο σημερινός επιστημονικός λόγος και όχι οι ιστορίες των “αφανών”, που με τόσο μόχθο συγκέντρωσε η Καραμπατζάκη. Απομένουν οι 400 μαγνητοφωνημένες κασέτες της ως προίκα στη διψαλέα προφορική Ιστορία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Φωτογραφία: Απρίλιος 1949, Ιωάννινα. Άφιξη παιδιών από την περιφέρεια Κόνιτσας στην παιδόπολη «Αγία Ελένη». (Φωτ. Δημ. Χαρισιάδης, Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.)