Μία από τις έντεκα φωτογραφίες του Γιώργου Δεπόλλα,
στο ένθετο Camera Obscura.
«Εντευκτήριο»
Τεύχος 106
Ιούλ.-Σεπ. 2014
Έκδοση 10/2/2015
Θεσσαλονίκη
“Τα λογοτεχνικά περιοδικά οφείλουν να είναι προσωποπαγή. Με δημοκρατικές διαδικασίες δεν βγαίνουν περιοδικά. Εγώ ήμουν δικτατορικός.” Αυτά έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε συνέντευξή του, αναφερόμενος και στα προπολεμικά περιοδικά, που “ήταν περιοδικά παρέας, περιοδικά ιδεών”. Και συμπλήρωνε: “Σήμερα τα περιοδικά δεν συγκρούονται μεταξύ τους. Οι ίδιοι συνεργάτες μπορεί να είναι στο ένα περιοδικό και στο άλλο. Οι ίδιες ιδέες να εκφράζονται στο ένα περιοδικό, οι ίδιες και στο άλλο. Τα περιοδικά σήμερα είναι έντυπα καλής ανθολογίας. Μπορούν τα ίδια κείμενα να δημοσιευτούν και σ’ ένα άλλο περιοδικό, ενώ πρώτα κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο.” Το “σήμερα” εκείνης της συνέντευξης τοποθετείται το 1992. Κοντά ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η κατάσταση δεν έχει και πολύ αλλάξει. Τα περισσότερα περιοδικά θα χαρακτηρίζονταν προσωποπαγή, αλλά διατηρούν και μια παρέα φίλων. Αν και μάλλον πρόκειται για κύκλο μόνιμων συνεργατών. Πάντως, οι περισσότεροι συγγραφείς δίνουν συνεργασίες, όπου τους ζητηθεί. Ενώ στέλνουν κείμενά τους σε όποιο περιοδικό έχουν κάποιας μορφής πρόσβαση. Μοναδική εξαίρεση “περιοδικού παρέας”, όπως την αντιλαμβανόταν ο Αναγνωστάκης, που επιβιώνει έστω και με φαγωμένη από τη φθορά του χρόνου την παρέα, είναι οι «Σημειώσεις».
Τρία προσωποπαγή περιοδικά αναφέρει ο Αναγνωστάκης: «Νέα Γράμματα», «Νέα Εστία», «Διαγώνιος». Ενώ, δεν ξεχωρίζει κανένα από τα περιοδικά, που ξεκίνησαν μεταπολιτευτικά. Μέχρι τότε, πάντως, το μοναδικό περιοδικό, που του είχε κάνει αφιέρωμα, ακριβέστερα του είχε αφιερώσει σελίδες, ήταν το θεσσαλονικιώτικο «Εντευκτήριο». Τότε, ακόμη, η συμπρωτεύουσα είχε περιοδικά. Σήμερα, εξαιρουμένου του ετήσιου φιλολογικού περιοδικού «Κονδυλοφόρος», αν δεν σφάλλουμε, το «Εντευκτήριο» απέμεινε μοναδικό. Περιοδικό αρχικά διμηνιαίο, σήμερα τριμηνιαίο, με το πρώτο τεύχος να κυκλοφορεί την 7η Νοε. 1987. Οι “σελίδες για τον Αναγνωστάκη” δημοσιεύονται στο έκτο τεύχος. Σίγουρα προσωποπαγές, αφού δημιουργός του και πάγιος διευθυντής είναι ο Γιώργος Κορδομενίδης. Ως “μέντορά” του αναγνωρίζει τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον “δικτατορικό διευθυντή” της «Διαγωνίου». Μόνο που ο Κορδομενίδης, παρά τη μαθητεία δίπλα του και τη λαϊκή ρήση, “με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις”, ούτε στα τριάντα του, ούτε εφέτος, που συμπληρώνει τα εξήντα, λειτουργεί δικτατορικά.
Ξεκινώντας το περιοδικό του είχε μία κοντά δεκαετή θητεία σε διάφορα έντυπα, με πιο μακρόχρονη εκείνη στο αξιόλογο περιοδικό της Εθνικής Τράπεζας, το «Εμείς», που διηύθυνε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Μια άλλη προσωπικότητα του λογοτεχνικού χώρου, που στερείται αυταρχικού προφίλ. Στη νεολαιίστικη αργκό, ο Δασκαλόπουλος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “ήρεμη δύναμη”. Ο Κορδομενίδης, αντιθέτως, δίνει την εντύπωση του αβρού, στα όρια του ανασφαλούς, που μάλλον χρειάζεται παρά προσφέρει στήριξη. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να πρόκειται για απατηλή εντύπωση, την οποία καταφέρνει να δημιουργεί ένας ταλαντούχος στις δημόσιες σχέσεις. Ίσως, πάλι, το 1987, που, όπως εξομολογείται, “ένιωθε μετέωρος στα προσωπικά του αδιέξοδα” και έστησε το περιοδικό, να ήταν προτιμότερο, αντ’ αυτού, να ξεκινούσε μία ψυχαναλυτική διαδικασία. Αν το είχε αποφασίσει, το πιθανότερο να μην είχε στο βιογραφικό του μόλις μία ολιγοσέλιδη συλλογή διηγημάτων. Και αυτή με ψευδώνυμο, που ποτέ δεν καταγράφτηκε. Είκοσι συναπτά έτη μετά την υιοθέτησή του, πάντοτε σε αναμονή συνέχειας, θα μπορούσαμε να το αποκαλύψουμε. Είναι ο Γιώργος Αδαμίδης, ο συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων». Αντί, όμως, να εμπιστευθεί εαυτόν στον θείο Φρόυντ, προτίμησε να μείνει συναισθηματικά μετέωρος, με “περπατούρα” το περιοδικό του, όπως το χαρακτηρίζει αυτοσαρκαζόμενος.
Στο «Εντευκτήριο», δημοσιεύτηκε και το πρώτο, μετά θάνατο, αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη. Εκείνος, πάντως, μάλλον συγκατατάσσει το περιοδικό στα “έντυπα καλής ανθολογίας”. Μόνο που σήμερα, αυτός ο χαρακτηρισμός είναι μακράν του να θεωρείται αυτονόητος. Το πρόσφατο τεύχος διατηρεί το ίδιο πάντοτε προσωπικό στίγμα του εκδότη του, όσο αφορά αισθητική και βασικούς συνεργάτες, βελτιώνοντας την πρώτη και διευρύνοντας τον αρχικά στενό κύκλο των δεύτερων. Σε αυτό μετρούμε 39 συνεργάτες, οι 15 Βορειοελλαδίτες τουλάχιστον ως προς τον τόπο γέννησης, στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε τους Γιάννη Κοτσιφό και Ηρακλή Παπαϊωάννου, που διέλαθαν της ευρετηρίασης. Οπότε, στους 41 συνεργάτες, οι 17 έρχονται από τη Βόρεια Ελλάδα, σήμερα, όμως, οι περισσότεροι την έχουν εγκαταλείψει. Μεγάλη, λοιπόν, είναι η συμμετοχή των Αθηναίων. Γεγονός, που μπορεί να εκληφθεί και ως ατού και σαν μειονέκτημα. Ατού λόγω της αναγνωρισιμότητας που απολαμβάνουν, μειονέκτημα γιατί αποδεικνύονται γραφομανείς και άπιστοι, σκορπίζοντας κείμενα σε όσα περισσότερα έντυπα δύνανται. Αντιθέτως, ο Κορδομενίδης μένει πιστός στις “αγάπες” του, με πρώτο τον φίλο του Γιώργο Ιωάννου. Εκείνος δεν πρόλαβε το «Εντευκτήριο», απεβίωσε στις 16 Φεβ. 1985. Ήδη, στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού, υπάρχει αφιέρωμα και ένα δεύτερο, στο δέκατο. Το πρόσφατο τεύχος συνοδεύεται από CD, “Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει πεζογραφήματά του”.
Επετειακό το αφιέρωμα του τεύχους στον Χριστόφορο Λιοντάκη, γεννημένο στις 20 Φεβ. 1945, σύμφωνα με την εργοβιογραφία, που συντάσσει ο δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Ζαχαρίας Κατσακός. Γέννημα θρέμμα Κρητικός αυτός, από το Ηράκλειο, όπως και ο τιμώμενος, κλείνει τις σελίδες του αφιερώματος δίνοντας το στίγμα εκάστης από τις συνολικά επτά ποιητικές συλλογές του Λιοντάκη. Επτά συν μία, την πιο πρόσφατη και συγκεντρωτική των τριών πρώτων ποιητικών του συλλογών, που είχαν εκδοθεί μέσα στη δεκαετία του ’70. Η συγκεντρωτική εκδόθηκε το 2012, με τίτλο, «Εικόνες που επιμένουν», και ως επισφράγισμα μίας 40ετούς ποιητικής παρουσίας. Από τις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις του περιοδικού «Τραμ», εκδόθηκαν οι δυο πρώτες ποιητικές συλλογές, αρχές 1973 «Το τέλος του τοπίου», τέλη 1976 «Μετάθεση». Αν δεν σφάλλουμε, ο πρώτος κριτικός, που επισημαίνει τότε τη νέα ποιητική φωνή, είναι ο Αντρέας Καραντώνης. Παρουσιάζει και τις τρεις πρώτες συλλογές. Την επόμενη, του 1982, «Ο Μινώταυρος μετακομίζει», δεν την προλαβαίνει. Αποβιώνει 27 Ιουν. 1982.
Για την τρίτη ποιητική συλλογή, του 1978, «Υπόγειο γκαράζ», ο Καραντώνης κάνει την εύστοχη παρατήρηση, ότι ο Λιοντάκης διαθέτει το “τρίτο μάτι” ή και “μάτι της διαίσθησης”. Τα ποιήματα της ίδιας συλλογής, ο Τάσος Λειβαδίτης τα διαβάζει ως αλληγορία ενός από τους κύκλους της «Κόλασης» του Δάντη, στη σύγχρονη εκδοχή τους. Ερμηνεία που υιοθετεί και επαυξάνει η Χριστίνα Ντουνιά στο εκτενές κείμενό της στο αφιέρωμα, με τίτλο, «Τα δικαιώματα του “θυμού” και η ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη». Σε αυτό, αναζητεί τον μίτο της “αφήγησης”, όπως αυτή, ελλειπτική και αποσπασματική, ανελίσσεται στις επτά συλλογές. Τελικά, επιλέγει ως σταθερό προσωπικό ίχνος του ποιητή στην επτάλοφη ποιητική πορεία του την φράση , “θυμώ μάχεσθαι χαλεπόν ο γαρ αν θέλη ψυχής ωνείται”. Δάνειο του Λιοντάκη από τον Ηράκλειτο, που δηλώνει την αποδοχή του “θυμού”, τουτέστιν του πάθους, και την ένδοση στην ακατανίκητη επιθυμία.
Η μελετήτρια, στην εγκωμιαστική κατακλείδα του κειμένου της, τσιμπάει στίχους από το ποίημα «Τα επικίνδυνα» του Καβάφη (“το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω /...γιατί όταν θέλω - / και θα ’χω θέλησι, δυναμωμένος / ως θα ’μαι με θεωρία και μελέτη - / στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω / το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό”), προσθέτει και τον σολωμικό με “λογισμό και μ’ όνειρο”, για να στρογγυλέψει το συλλογισμό της, πως “το πάθος της ψυχής και του σώματος, δυναμωμένο με θεωρία και μελέτη, καλλιεργημένο με λογισμό και μ’ όνειρο, κατακτά την καλλιτεχνική του δικαίωση”. Κι όμως, από τα συμφραζόμενα του ποιήματος του Λιοντάκη, «Εξιλαστήριο», όπου και το ηρακλείτειο απόφθεγμα, εικάζουμε πως ο ποιητής, τουλάχιστον σε εκείνο, μάλλον στίχους από το καβαφικό ποίημα «Νόησις» ανακαλεί (“Τα χρόνια της νεότητάς μου, ο ηδονικός μου βίος - / πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των. / Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες... ”).
Σε ένα παραπλήσιο συμπέρασμα ωθεί, αν διαβάζουμε σωστά, και το κείμενο, με τίτλο, «Ένας δια βίου λυρισμός», του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, του μόνου αμιγούς κριτικού λογοτεχνίας στους συμμετέχοντες στο αφιέρωμα. Εκείνος, ζητώντας να παρουσιάσει τον λυρικό Λιοντάκη, αντιπαραθέτει τη συγκεντρωτική πρόσφατη έκδοση των τριών πρώτων ποιητικών συλλογών με την έβδομη συλλογή του. Σχετικά, ο Χατζηβασιλείου παρατηρεί: “Ο έρωτας, που αποτελούσε πάντοτε μόνο ένα εν δυνάμει στοιχείο, μια δυνατότητα σε αναστολή, υποταγμένη στο κυνήγι του ωραίου, θα ανέβει τώρα με πρωτόγνωρη ορμή στην επιφάνεια...Πρόκειται περισσότερο για έναν χώρο επεξεργασίας, μεταλλαγής και εν τέλει χειραφέτησης του ποιητικού προσώπου και της ερωτικής του ταυτότητας.” Για την ερωτική διάθεση, με αφορμή την πέμπτη συλλογή του 1988, «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες», γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης. Με συγκίνηση διαβλέπει πως “ο ποιητής δεν διστάζει να τη συμφιλιώσει ακόμη και με τον χριστιανισμό, βάζοντας τη βροχή να ζωγραφίζει ένα ρόδο, το κυρίαρχο σύμβολο του έρωτα, στο κλίτος μιας βασιλικής”.
Εκτός από τα αποσπάσματα των παλαιότερων κριτικών κειμένων Λειβαδίτη και Τσαρούχη, αναδημοσιεύεται απόσπασμα επιφυλλίδας του Δ. Ν. Μαρωνίτη. Επίσης, κείμενο του Διονύση Χαλκωματά, που εγκατέλειψε προσωρινά τον Κικέρωνα και τους κανόνες της ρητορικής, για να ασχοληθεί με τη σύγχρονη λογοτεχνική αισθητική. Αυτά όσο αφορά το ποιητικό έργο του Λιοντάκη. Για το μεταφραστικό του, γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια, όπου μνημονεύει συνοπτικά και τις λοιπές “δεύτερες γραφές” του, τουτέστιν ανθολογίες και βιβλιοκρισίες. Έτσι, τουλάχιστον σε υποσελίδια σημείωση, μνημονεύεται “το σκοτεινό τρυγόνι”, η πρώτη ανθολογία διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, που ο Λιοντάκης είχε εκδώσει προ 20ετίας, καθώς και ο “ερωτικός Παπαδιαμάντης”, όπως μετεξελίχθηκε ο τίτλος στη δεύτερη ανθολογία, προ πενταετίας. Επίσης, αναφέρεται η ανθολογία του για τον γενέθλιο τόπο, το Ηράκλειο Κρήτης, στη Σειρά, «Μια πόλη στη λογοτεχνία». Σε αυτήν την ανθολογία, υπάρχει έμμεση μνεία και στο κείμενο της Μαριλίζας Μητσού, «Πρόσωπα και προσωπεία του μύθου στην ποίηση του Χριστόφορου Λιοντάκη». Εκκινεί, όμως, από το μοναδικό βιβλίο του Λιοντάκη με κείμενα, το «Νυκτερινό γυμναστήριο», όπου υπάρχει και κείμενο για τον γενέθλιο τόπο, το Ηράκλειο και τον μύθο του, που αποτέλεσε “το έδαφος της ποίησής του”.
Στο «Μια πόλη στη λογοτεχνία», ο πρόλογος τιτλοφορείται «Είκοσι τέσσερις ψηφίδες για τον Χάνδακα». Κατά τον προλογιστή, “μια πόλη που τρέφει το μύθο και τρέφεται από αυτόν” και ακόμη, “μια πόλη όπου ο μύθος γίνεται πραγματικότητα”. Ανθολογεί 24 συγγραφείς, με άνοιγμα κοντά ενός αιώνα: το 1862 γεννηθείς ο Ιωάννης Δαμβέργης, το 1959 ο Γιώργος Ξενάριος. Αναδημοσιεύονται 18 πεζά, μία επιστολή Σικελιανού προς Καζαντζάκη και πέντε ποιήματα, ανάμεσα σε αυτά και το δικό του, με τίτλο, «Χάνδαξ». Ο πρόλογος είναι αφιερωμένος “στον Γ. Π. Σαββίδη, φίλο του Ηρακλείου”. Στην εικονογράφηση του αφιερώματος, δημοσιεύεται φωτογραφία του Λιοντάκη με τον Σαββίδη, την Μητσού και τον ομήλικο ομότεχνό του Θ. Θ. Νιάρχο. Μόνο που φωτογραφίες, χωρίς το πού και κυρίως, το πότε, μένουν χωλές, κάτι σαν γεροντικές αναμνήσεις. Στο αφιέρωμα, προτάσσεται αδημοσίευτο ποίημα του τιμώμενου.
Τα τελευταία τεύχη του περιοδικού ανοίγουν με σελίδες που φιλοξενούν “νέες φωνές”, δηλαδή πρωτοεμφανιζόμενους αλλά και νέους ως προς την ηλικία. Ως επιλογή δείχνει ρηξικέλευθη, με βάση τα έως σήμερα μέτρα και σταθμά του περιοδικού, ωστόσο εντάσσεται στη γενικότερη τάση, που θα μπορούσε να έχει την ετικέτα “τόπο στα νιάτα”. Απομένει ζητούμενο αν αυτή η μόδα προέκυψε ως μίμηση ενός γενικότερου ρεύματος στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης ή από ανάγκη για ανανέωση των προσώπων. Πάντως, τείνει να κυριαρχήσει σε όλους τους χώρους από την πολιτική μέχρι το χώρο του βιβλίου. Σε αυτό το τεύχος, δημοσιεύονται ποιήματα δεκαεξάχρονης Κύπριας. Ακολουθούν μεταφράσεις, ποιήματα και πεζά ενηλίκων. Επίσης, νεκρολογίες και βιβλιοπαρουσιάσεις.
Υπάρχει, βεβαίως και σε αυτό το τεύχος το φωτογραφικό 16σέλιδο Camera Obscura, που συνιστά μόνιμο διακριτικό στοιχείο του περιοδικού. Με τίτλο «The Artist and his Masterpiece», δημοσιεύονται 11 φωτογραφίες του Γιώργου Δεπόλλα, όπου σαρκάζει τις μετανεωτερικές καλλιτεχνικές τάσεις, ποζάροντας σοβαροφανώς προς αυτοφωτογράφιση δίπλα σε σωρούς σκουπιδιών σε δημόσιους χώρους. Πρόκειται για τολμηρό σαρκασμό, αλλά ριψοκίνδυνο, καθώς μπορεί να παρεξηγηθεί από αφελείς θιασώτες της σημερινής πρωτοπορίας στη φωτογραφία.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 2/3/2015.