Στις εορτές των Χριστουγέννων η μνημόνευση του Παπαδιαμάντη αποτελεί παράδοση, ασχέτως αν αυτό μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αποδοχή της αναχρονιστικής άποψης που τον όριζε κάποτε Άγιο των Γραμμάτων μας. Αν, μάλιστα, η μνημόνευση συνδυάζει τον Παπαδιαμάντη με τον Καβάφη, του οποίου το Έτος, λόγω αργοπορημένου ζήλου, θα επεκταθεί στο Νέον Έτος, καθίσταται και επίκαιρη. Αλλά, σε ένα κειμενάκι του Ex Libris, τι να πρωτομνημονεύσεις; Τα κοινά τους σημεία; Τα σημεία σύμπτωσης, που απρόσμενα παρουσίασαν τα επετειακά τους έτη, 2011-2013; Ή την απίθανη συνάντησή τους στη γειτονιά, όχι των αγγέλων, αλλά των μπλόγκερ; Τη λύση μας την έδωσε το φθινοπωρινό τεύχος του κυπριακού περιοδικού «Μικροφιλολογικά», με τα κείμενα που τους αφιερώνει. Κάποια, μάλιστα, από τα θέματα, που αυτά εμμέσως αγγίζουν, προσφέρουν την ευκαιρία μίας αναφοράς, έστω και επί τροχάδην, σε δυο κοινωνικά φαινόμενα, διαφορετικής μεν φύσεως, αλλά αμφότερα καθοριστικά για την πολιτιστική φυσιογνωμία του σημερινού Έλληνα. Πρόκειται για την αυξανόμενη σε βάρος της φιλανθρωπίας φιλοζωία, ιδίως την κυνοφιλία, και την ολοένα μεγαλύτερη απομάκρυνση από τους κλασικούς, Έλληνες και Λατίνους.
Περί κυνοφιλίας
Ξεκινούμε από την τόσο διαδεδομένη κυνοφιλία. Τον τελευταίο καιρό, στην Αθήνα, ο ρυθμός εξανθρωπισμού των σκύλων έχει πάρει εντυπωσιακές διαστάσεις. Καθημερινά εμφανίζεται και μία διαφορετική έκφανση αυτής της, από ένα σημείο και πέρα, αφύσικης εξομοίωσης. Πρώτα καταργήθηκαν τα σκυλίσια ονόματα και στη θέση τους εμφανίστηκε ολόκληρο το χριστιανικό και αρχαιοελληνικό φάσμα των ανθρώπινων, μετά προβιβάστηκαν στις ταμπέλες των ιατρείων για μικρά ζώα από κατοικίδια σε συντροφιάς, στη συνέχεια ήρθε ο τρόπος που οι κάτοχοί τους αναφέρονται ή απευθύνονται σε αυτούς. Από πλευράς στοργής και τρυφερότητας, τους συμπεριφέρονται όπως στα παιδιά τους και τους συντρόφους τους. Ζουν με αυτούς, καλύπτοντας τηλεφωνικώς τις επαφές με φίλους και γνωστούς. Στον περίπατο, περιμένουν υπομονετικά μεσοστρατίς ή στο παρτέρι του αλσύλλιου να ολοκληρώσουν την αφόδευσή τους, φορούν τα πλαστικά γάντια που κουβαλούν απαραιτήτως μαζί τους - από την εποχή της δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη, που τα πρόσφερε δωρεάν εντός ειδικών θηκών τοποθετημένων στις εισόδους των δημόσιων κήπων - και μαζεύουν τα περιττώματα χωρίς ίχνος από γκριμάτσα αηδίας. Αν, παραδίπλα, συνάνθρωπος αναζητά τροφή στον κάδο απορριμμάτων αποστρέφουν το βλέμμα μετά βδελυγμίας. Με αυτούς κάνουνε τζόκινγκ ή κάθονται στην καφετέρια. Το διαχωριστικό φράγμα έπεσε ολοσχερώς με τη φραστική εξομοίωση. Δεν είναι ουδέτερου γένους - έχουν όνομα - και πεθαίνουν αντί να ψοφάνε. Οι κυνοτρόφοι στέκονται κέρβεροι στο παραμικρό lapsus linguae, που θίγει την υπόσταση των προσφιλών τους υπάρξεων. Παράδειγμα, ένα περιστατικό από το λογοτεχνικό πεδίο.
Λεξιλογικά
Στο “μικροφιλολογικό” για τον Παπαδιαμάντη, ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος αφηγείται σχετικό πάθημά του. Σε πρόσφατο “γραφτό” του “χρησιμοποίησε τη λέξη κυνέρωτες και στενοχώρησε καλή (του) φίλη, που έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα τετράποδα του πρώτου συνθετικού.” Δεν κατονομάζει την “καλή φίλη”, παρόλο που δεν υπάρχει την σήμερον μεγαλύτερη φιλοφρόνηση από το να σε αποκαλέσουν φιλόζωο, πόσω μάλλον κυνόφιλο, αντί για το επαίσχυντο κυνόφοβος, αντίστοιχο του ακόμη αθησαύριστου νεολογισμού ομοφοβικός. Συμπληρώνει πως “αμύνθηκε λέγοντας ότι την έχει χρησιμοποιήσει και ο Παπαδιαμάντης, το αποτέλεσμα όμως ήταν να δεχθεί κι εκείνος την ίδια μομφή.” Πώς είναι ποτέ δυνατόν να αποδίδουμε στα σκυλιά ερωτικές συμπεριφορές ανθρώπων; Αντιστράφηκαν τα πράγματα. Πάλαι ποτέ ήταν οι άνθρωποι που προσβάλλονταν όταν τους εξομοίωναν με τους σκύλους, τώρα είναι οι κυνοτρόφοι που θίγονται, όταν παρομοιάζουν τις ενστικτώδεις πράξεις των “συντρόφων” τους με τις ηδονοθηρευτικές των ανθρώπων.
Ο μελετητής, αντί να θυμώσει, απολογείται. Προσπάθησε να εντοπίσει το παπαδιαμαντικό δάνειο σε Liddell-Scott, Δημητράκο και Κουμανούδη, αλλά εις μάτην. Οπότε και συμπεραίνει: “Είναι, λοιπόν, πάρα πολύ πιθανό ότι η άσπλαχνη λέξη έχει πλαστεί από τον Παπαδιαμάντη.” Απορούμε πως ένας “ανίατα λεξικομανής” και δη παπαδιαμαντιστής, δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι τα εν λόγω λεξικά καλύπτουν μέρος μόνο του φάσματος της ελληνικής γλώσσας. Ο τρόπος κατάρτισής τους αδυνατεί να συμπεριλάβει τον λαϊκό λόγο παλαιότερων εποχών, από τα τοπικά ιδιώματα μέχρι τους ελευθεριάζοντες νεολογισμούς. Οπότε καταλήγει στο αξίωμα, “κάθε μη λεξικογραφημένη λέξη είναι το πιθανότερο πλασμένη από τον Παπαδιαμάντη”. Πέραν αυτού, φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τις πλασμένες από τους λοιπούς λογοτέχνες και παραμυθάδες λέξεις.
Και ερχόμαστε στην επίμαχη λέξη, που “η μνήμη του τον παρέκρουε” πως απαντάται στο κείμενο «Οιωνός» του Παπαδιαμάντη, καθώς σε αυτό υπάρχει ο “τολμηρός” παραλληλισμός της συμπεριφοράς ωραίας και πλουσίας κόρης με εκείνης “μεγάλης, λευκής, υπερήφανης σκύλας”. Καλή ώρα, όπως και στην παροιμία, “Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της”, την οποία αποθησαυρίζει ο Μπαμπινιώτης, αλλά θα πρέπει στην επόμενη έκδοση να την αποσύρει ομού μετά των υπολοίπων που παραβαίνουν κατάφωρα το τρέχον πολιτικώς ορθό απέναντι στη ζωοφιλία. Τελικά, ο Παπαδιαμάντης “την σφήνωσε στο αναφές «Όνειρο στο κύμα»”. Μόνο που δεν “σφήνωσε τη λέξη” αλλά την έκφραση “τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτες”. Παροιμιακή φράση, που ήταν σε ευρεία χρήση παλαιότερα. Όπου το πρώτο συνθετικό του κυνέρωτες δεν αναφέρεται ευθέως στους κύνες, αλλά μέσω των κυνικών φιλοσόφων. Έτσι φθάσαμε στους Έλληνες κλασικούς. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τον Κράτη, μαθητή του Διογένη, που, καίτοι “άσχημος και κυφός”, τον ηράσθη, χάρις στο λέγειν του, ευγενής κόρη και του ζητούσε επιμόνως γάμο. Αυτό, όμως, σήμαινε παράβαση των φιλοσοφικών του αρχών. Τελικά ενέδωσε, αλλά για να διασκεδάσει τις ενοχές του, αποκαλούσε την παντρειά του κυνογαμία ή και κυνογάμια. Το δάνειο, λοιπόν, από τους Έλληνες θα μπορούσε να είναι τα κυνογάμια, που μετατράπηκαν από τους σεμνότυφους Νεοέλληνες, επί το κοσμιότερο αλλά και λογιότερο, σε κυνέρωτες.
Στο κείμενό του, ο Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει και άλλες αθησαύριστες λέξεις από το «Παπαδιαμαντικό λεξιλόγιο». Δύο προέρχονται από το ίδιο διήγημα. Επίθετα που περιγράφουν το “άντρο, όπου ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα” ως “κογχυλόστρωτο και νυμφοστόλιστο”. Το πρώτο είναι τύποις μόνο αθησαύριστο, καθώς υπάρχουν τα κογχυλιοκέντητος και βοτσαλόστρωτος. Ενώ, το δεύτερο υπάρχει στου Κουμανούδη. Μία τρίτη λέξη, από «Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια», είναι το βαθυγόνατος, με το οποίο ολοκληρώνεται η περιγραφή του Αγάλλου: “ορθός εις την πλώρην της βάρκας, υψηλός, επιβλητικός, βαθυγόνατος”. Ο μελετητής προτείνει να μεταφραστεί “μακρυπόδαρος” κατά τα αποθησαυρισμένα, βαθυγένειος, βαθύκομος ή και βαθύμαλλος. Υπάρχει, όμως, και το αποθησαυρισμένο βαθυκνήμις, “ο φέρων υψηλάς περικνημίδας”, που έρχεται στο νου, δεδομένου ότι την περιγραφή του Αγάλλου ακολουθεί η παρενθετική φράση, “με τα υποδήματα έως άνω σχεδόν εις τους βουβώνας”, παραπλήσια της φράσης, “με τα υποδήματα μέχρι των μηρών”, στο διήγημα «Το σπιτάκι στο λιβάδι». Κατά αντιστοιχία με το βαθυκνήμις, το βαθυγόνατος θα μπορούσε να σημαίνει τον φέροντα υψηλάς περιγονατίδες. Τέλος, ο μελετητής αναφέρει το υπαιθριάζω από το διήγημα «Το κουκούλωμα», γραμμένο πριν το 1907. Αυτό θα μπορούσε να είναι σκωπτικός νεολογισμός του Παπαδιαμάντη, προς διακωμώδηση της πρόσφατης τότε μεταλλαγής της σημασίας του παραθερίζω που ξεκινά από το: θερίζω τα πλευρικά του χωραφιού και καταλήγει στο γνωστό: ξεκαλοκαιριάζω.
Καβαφικά μυστήρια
Τον εξανθρωπισμό των κυνών ακολούθησαν τα έτερα κατοικίδια του άστεως, οι γαλείς. Το τρέχον πολιτικώς ορθό προστατεύει τους κατόχους τους από τα ειρωνικά σχόλια που θα μπορούσαν να επισύρουν οι προς αυτές διαχύσεις. Ποιος θα τολμούσε σήμερα να θυμίσει πως ο Ιουβενάλης υποστήριζε ότι “η πρώτη θέση εν τη καρδία γυναικός ήτις ουδέ τον εραστή, ουδέ τον σύζυγόν της αγαπά, κατέχεται πάντοτε υπό ζώου”. Κι όμως, ο 23ετής Καβάφης το τολμά σε ένα πρώτο ειρωνικότατο άρθρο του, με τίτλο, «Οι απάνθρωποι φίλοι των ζώων». Αλλά τα τρία “μικροφιλολογικά” εστιάζουν σε άλλες πλευρές του, όπου ένα εμπλέκει τους Λατίνους κλασικούς. Πριν έρθουμε σε αυτό, να σημειώσουμε πως η Λένα Αραμπατζίδου, συγγραφέας ενός από αυτά, αμφισβητεί τη φιλολογική αρτιότητα των “μικροφιλολογικών”, ορίζοντας “τη νανομονάδα” ως “το όριο μεγέθους αρτιότητας ενός άρθρου ή ακόμη ενός σχολίου”, χωρίς να αναφέρει αν ερεύνησε ως εναλλακτικό μέγεθος αυτό της πικομονάδας. Δυστυχώς, το νανοάρθρο της γύρω από το ενδεχόμενο συγγένειας της καβαφικής ποίησης με την αγγλική, δεν διαφωτίζει περί του νέου τομέα της “νανοφιλολογίας”. Η φήμη, πάντως, από τις γιγαμελέτες και τα νανοάρθρα της καθηγήτριας του Αριστοτελείου έχει εντυπωσιάσει τους Αθηναίους, πριν ακόμη φτάσουν οι 500σέλιδες μελέτες της στο κλεινόν άστυ.
Τα άλλα δυο “μικροφιλολογικά” είναι της Μ. Καραμπίνη-Ιατρού, καταγραφέα της Βιβλιοθήκης Καβάφη και συγγραφέα του προ δεκαετίας ομώνυμου βιβλίου. Και τα δύο αναφέρονται στα “μικρά μυστήρια” που προκάλεσε η Βιβλιοθήκη του. Το πρώτο αφορά τον αλληλογράφο Καβάφη. Δυο συλλογές διηγημάτων και μια μελέτη, με συγγραφέα τον Μ. Βισσάνθη, την παρακίνησαν να ερευνήσει τα βιογραφικά του, καθώς μάλιστα, στη μια συλλογή υπάρχει θερμή αφιέρωση στον Καβάφη. Μια διαδυκτιακή αναζήτηση οδηγεί στο Αρχείο του καθηγητή στο Ώστεν του Τέξας Γ. Γεωργιάδη-Αρνάκη, όπου εντοπίστηκαν τρεις σύντομες ευχαριστήριες επιστολές Καβάφη προς Βισσάνθη της δεκαετίας του 1920. Την παρουσίασή τους συμπληρώνει επίμετρο με στοιχεία για τον Βισσάνθη, ψευδώνυμο του Μιχαήλ Χάτσου, και περιγραφή των τριών τευχών του περιοδικού, «Η Σύγχρονη Σκέψη», που εξέδιδε στο Σικάγο. Το περιοδικό ήταν γνωστό από τη Βιβλιογραφία Καβάφη, αλλά χωρίς αναφορά στον εκδότη. Από αυτές τις τυπικές επιστολές, η μελετήτρια βγάζει το έωλο συμπέρασμα πως “ο Καβάφης δεν είναι μεγάλος αλληλογράφος”. Στη μονοτονική μεταγραφή των επιστολών, ατύχησε ο Γεράσιμος Κολαΐτης, καταλήγοντας από Μέμας σε Μεμάς.
Στο δεύτερο “μικροφιλολογικό”, η Καραμπίνη απαντά στο ερώτημά, “τι γύρευε στη βιβλιοθήκη του Καβάφη ένα βιβλίο αρχαιολογικού περιεχομένου, το «Nimes, Arles, Orange, Saint-Remy. Ouvrage orne de 93 gravures (Les villes d’ art celebres)», Paris, 1929, του Roger Peyre”. Σε αυτήν την περίπτωση δεν χρειάστηκε έρευνα. Την απορία την απάντησε η αλληλογραφία Καβάφη-Φόρστερ, που εκδόθηκε πρόσφατα. Το βιβλίο το είχε στείλει ο Φόρστερ. Ο λόγος ήταν η επιγραφή σε μια σαρκοφάγο, που θύμισε στον ίδιο και τον Γάλλο μεταφραστή Charles Mauron ποιήματα του Καβάφη. Ο μεταφραστής της αλληλογραφίας, Peter Jeffreys, παραθέτει σε υποσελίδια σημείωση τη μεταγραφή της λατινικής επιγραφής, όπως δίνεται στο βιβλίο, και τη μετάφρασή της μέσω της γαλλικής του βιβλίου. Ωστόσο, ο Φόρστερ στην επιστολή του παρατηρεί: “δεν νομίζω ότι έχει μεταγραφεί σωστά, και η μετάφραση είναι με βεβαιότητα εσφαλμένη”. Ο μεταφραστής παρακάμπτει την παρατήρηση, χωρίς σχολιασμό. Η Καραμπίνη αναφέρει το περιεχόμενο της επιστολής του Φόρστερ και την εν λόγω παρατήρηση, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Σχολιάζει μόνο ότι η επιγραφή της είχε θυμίσει το ποίημα «Εν τω μηνί Αθύρ» του Καβάφη. Σκέφτηκε πως το εμπνεύστηκε από το βιβλίο, αλλά σκόνταψε στις χρονολογίες. Το ποίημα γράφτηκε το 1917 και το βιβλίο εκδόθηκε το 1929. Λησμόνησε πως ο Καβάφης ζούσε στη χώρα με τις μνημειώδεις ενεπίγραφες σαρκοφάγους, φτιαγμένες αιώνες πριν από εκείνες της Προβηγκίας.
Σχετικά με την επιγραφή, μένει η απορία κατά πόσο είχε δίκιο ο Φόρστερ. Σύμφωνα με πρόσφατη αποκατάσταση της σαρκοφάγου, πράγματι στη μεταγραφή της λατινικής επιγραφής υπάρχουν λάθη, σημαντικότερα στους τρεις πρώτους στίχους. Σε αυτούς, ο επιγραφοποιός στηρίζεται στην άποψη του Βεργίλιου, από το τέταρτο κεφάλαιο των «Γεωργικών», το περί μελισσών, πως αυτές τρέφονται από τα νεκρά σώματα. Η μετάφραση της διορθωμένης μεταγραφής είναι: “Εσύ που γνωρίζεις γράμματα, διάβασε τη συμφορά και μάθε τον οδυρμό μας / Πολλοί αποκαλούν αυτό μια σαρκοφάγο που περιέχει οστά / Αλλά αυτό έχει γίνει κατοικία ανίερων μελισσών...” Κατά τα άλλα, η μελετήτρια σχολιάζει τη σχέση Καβάφη-Έλιοτ, τονίζοντας το πόσο βοήθησε ο Φόρστερ και ότι “η διαφωνία του με τον Έλιοτ είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη διάδοση της καβαφικής ποίησης”. Στη βιβλιοπαρουσίαση της Αλληλογραφίας («Η Εποχή», 30.6.2013), δείχναμε πως παρόμοια συμπεράσματα ελάχιστα ευσταθούν.
Όπως και να έχει, από τους Κυνικούς και τον Βεργίλιο όλο και απομακρυνόμαστε. Όπως απομακρυνόμαστε και από την εποχή του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Ενδεικτικό ένα ακόμη παράδειγμα από τις απορίες της Καραμπίνη: “Ακόμα δεν μπορούμε να βρούμε μια πειστική εξήγηση γιατί χρειαζόταν ο Καβάφης τα βιβλία ενός ξεχασμένου σήμερα θεατρικού συγγραφέα, του Arthur W. Pinero, που πιάνουν ένα ράφι της βιβλιοθήκης.” Μια πρώτη απάντηση έδωσε η Βελγίδα καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Φλώριδας Gonda van Steen, σε ανακοίνωσή της, με τίτλο «Cavafy the dramatist», στο Συμπόσιο, που διοργανώθηκε στο Georgia State University, στις 28-29 Οκτ. Στηριζόμενη σε πέντε ποιήματα “του κανόνα”, αποφάνθηκε ότι η επίδραση του Πινέρο στην καβαφική ποίηση υπήρξε σημαντική. Ίσως έτσι να δικαιολογούνται οι 14 τόμοι Πινέρο της Βιβλιοθήκης του. Να θυμίσουμε, πάντως, ότι ο Πινέρο ξεκίνησε ως ηθοποιός και συγγραφέας στο Λίβερπουλ και το Λονδίνο, την εποχή που εκεί κατοικούσαν ο Καβάφης και η μητέρα του. Της Χαρίκλειας Καβάφη της άρεσε το θέατρο. Γιατί όχι, τα δράματα και οι κωμωδίες του Πινέρο, που φημίζονταν για τις ισχυρές προσωπικότητες των ηρωίδων, με τίτλους όπως «The notorious Mrs Ebbsmith» ή «The Schoolmistress».
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/12/2013.