Ιάκωβος Ανυφαντάκης
«Αλεπούδες στην πλαγιά»
Εκδόσεις Πατάκη
Οκτώβριος 2013
Η κρίση τροφοδοτεί την πεζογραφία. Όπως σχολιάζαμε με αφορμή το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, δεν εκδίδεται βιβλίο στο οποίο η κρίση να μην μνημονεύεται έστω και εν παρόδω. Στο βιβλίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη βρήκε θέση στο κειμενάκι του οπισθόφυλλου, σύμφωνα με το οποίο ο χρόνος της ιστορίας τοποθετείται “στις τελευταίες μέρες πριν από το ξεκίνημα της κρίσης”. Ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του, διατείνεται ότι οι κοινωνικές καταστάσεις που περιγράφει προαναγγέλλουν την κρίση. Πράγματι, κάποιες σκηνές στην ελληνική επαρχία, που δείχνουν έλλειψη ηθικών και αισθητικών αξιών, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προάγγελοι της κρίσης. Μόνο που με αυτήν την διευρυμένη οπτική, η κρίση σοβεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Αν, όμως, ένα βιβλίο δεν διαφημιστεί ως επίκαιρο, χάνει πόντους στην αγορά. Κατά τα άλλα, το κειμενάκι του οπισθόφυλλου λειτουργεί συνήθως ως συμπληρωματικό του τίτλου. Οπότε, με την ίδια οπτική, το «Αλεπούδες στην πλαγιά» θα μπορούσε να σημαίνει τον επερχόμενο δολίως εχθρό. Υπάρχουν αρκετοί τίτλοι με τη λέξη αλεπού: “μικρές αλεπούδες”, “κόκκινη αλεπού”, “λυσσασμένες αλεπούδες” ή και σκέτο “αλεπούδες”. Αντιστοίχως οι συγγραφείς τους, Λίλιαν Χέλμαν, Κωστής Παπαγιώργης, Δημήτρης Πετσετίδης, Ντων Κινγκ, με την αλεπού σηματοδοτούν το κακό. Αυτά, όταν οι συγγραφείς “συνομιλούν” με τη ζωή. Ο Ανυφαντάκης, όμως, δηλώνει εξαρχής ότι γι’ αυτόν “η λογοτεχνία είναι μία συζήτηση ανάμεσα σε κείμενα”. Αφορισμός που εντυπωσιάζει, ιδιαίτερα όταν έρχεται από έναν πρωτοεμφανιζόμενο και μάλιστα, χωρίς πανεπιστημιακή φοίτηση σε αντίστοιχο αντικείμενο, ώστε κάπως να δικαιολογείται αυτή η απολυτότητα. Αν και στην περίπτωσή του, προϋπάρχει μαθητεία σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, όπου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε τεχνικές της αφήγησης, όπως η διακειμενικότητα, η προοικονομία κ.ά.
Όπως και να έχει, τον τίτλο τον παίρνει από στίχο του Ουάλλας Στήβενς. Συγκεκριμένα, τον τελευταίο στίχο, “σαν αλεπούδες στην πλαγιά”, του τετράστιχου που έχει χρησιμοποιήσει ως μότο του βιβλίου. Πρόκειται για το πρώτο τετράστιχο του ποιήματος «Μία κάρτα από το ηφαίστειο», όπου ολόκληρο το ποίημα και κατ’ επέκταση το τετράστιχο εστιάζουν στη σχέση των νεότερων με τους νεκρούς προγόνους και τα έργα τους. Κατ’ αυτήν την ερμηνεία, το μότο δείχνει ξένο προς το περιεχόμενο του βιβλίου. Οπότε είναι ζητούμενο κατά πόσο ο τελευταίος στίχος, αλλαγμένος από παρομοίωση σε κυριολεξία, μπορεί να εκληφθεί ως παραπομπή στη χαμένη νεότητα των κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας. Μία αρνητική απάντηση θα ακύρωνε τη “συνομιλία” τίτλου και μότο με το ποίημα του Στήβενς. Μένει, πάντως, ως κέρδος ένας ελκυστικός τίτλος και μέσω του μότο, αναφορά σε έναν αμερικανό ποιητή υψηλής αίγλης.
Ερχόμαστε τώρα στην αφοριστική δήλωση του συγγραφέα, που αποκαλύπτει την πρόθεσή του να στήσει την ιστορία του πάνω “σε μία συζήτηση ανάμεσα σε κείμενα”, εκμεταλλευόμενος τις λεγόμενες αναγνωστικές εμπειρίες. Σύμφωνα και πάλι με συνέντευξή του, άρχισε να γράφει το βιβλίο του το καλοκαίρι του 2009 στην παραλία του Δρέπανου Θεσπρωτίας. Ξεκίνησε μία αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, τοποθετώντας την αρχή της ιστορίας του στον τόπο και τον χρόνο που βρισκόταν. Μέχρι που θα μπορούσε στον ίδιο να είχε συμβεί η συνάντηση με παλαιά φίλη, με την οποία είχαν από χρόνια χαθεί, όπως εκείνη της ιστορίας του. Πρώτο βήμα, όμως, στο στήσιμο κάθε μυθοπλασίας είναι η μεταμφίεση. Ως αφηγητή και κεντρικό ήρωα επιλέγει έναν λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ετών 37. Τότε, ο Ανυφαντάκης ήταν στα 26, δηλαδή ένα χρόνο μικρότερος από τον Χανς Σνιρ, τον ήρωα του Χάινριχ Μπελ στο μυθιστόρημα «Ο Κλόουν». Αυτό είναι το βιβλίο, με το οποίο πρωταρχικά “συνομιλεί” η ιστορία του. Με τον τίτλο «Ο Κλόουν» και όχι με την επί λέξει απόδοση του γερμανικού τίτλου «Απόψεις ενός κλόουν», εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, το 1973, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του πρωτότυπου και ένα χρόνο από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Γερμανό συγγραφέα. Κατά ευτυχή σύμπτωση για το βιβλίο του Ανυφαντάκη, στις 24 Ιαν. 2014, το μυθιστόρημα του Μπελ, σε μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη, ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο.
Για τον ήρωα της ιστορίας, ο οποίος δεν ονοματίζεται, “ο «Κλόουν» ήταν η μόνη σχέση που είχε αντέξει στη ζωή του”. Το 2009 έκλεινε “δεκαπέντε χρόνια” ενασχόλησης με αυτό το βιβλίο, που σημαίνει ότι με αυτό ξεκίνησε, το 1994, τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Απόφοιτος της Γερμανικής Φιλολογίας, το είχε επιλέξει για θέμα του διδακτορικού του. Έκανε ενδιαμέσως τη στρατιωτική του θητεία και επανήλθε. Του πήρε “έξι χρόνια” να το ολοκληρώσει, ενώ για “δέκα χρόνια”, δηλαδή ακόμη πριν το τελειώσει κρατούσε σημειώσεις, με την ελπίδα να εκδώσει κάποτε τη διατριβή του.
Οι κοινωνικές και θεολογικές απόψεις του Μπελ θα πρέπει να ήταν οικείο θέμα για έναν απόφοιτο του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας όπως ο συγγραφέας. Το ίδιο και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Μπελ, καθώς αποτελεί το τυπικό παράδειγμα από το χώρο της λογοτεχνίας ενός ερωτικού δεσμού που διαλύεται, γιατί αντιβαίνει στις επιταγές της Καθολικής εκκλησίας. Μόνο που ο Ανυφαντάκης, όταν άρχισε να γράφει το βιβλίο του, θα πρέπει να είχε ήδη απομακρυνθεί από το αντικείμενο των Σπουδών του. Στο “αυτάκι” του βιβλίου, αναφέρει πως “είναι υποψήφιος διδάκτορας με αντικείμενο τη μνήμη του ελληνικού Εμφυλίου”. Τελικά, πάντως, φαίνεται πως συμβίβασε τις ιστορικές σπουδές με την αγάπη του για τη λογοτεχνία, στηρίζοντας το μεταπτυχιακό του στο μυθιστόρημα «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού. Όπως και να έχει, ο αφηγητής του δεν “συνομιλεί” με τον καθολικισμό και τον ουμανισμό του Μπελ, αλλά, σαν μέρος της διατριβής που “ξαναδουλεύει”, γράφει “το αφήγημα της Μαρί”. Όχι, όμως, “της Μαρί του Χανς και του Χάινριχ”, αλλά των δικών του ερωτικών φαντασιώσεων. Όλα αυτά αφορούν το πρώτο κεφάλαιο, που ο συγγραφέας εξομολογείται ότι το “έγραψε μέσα σε λίγες μέρες”. Στα επόμενα δυο κεφάλαια, ο αφηγητής σαν να λησμονεί τη “συνομιλία” με τον Μπελ. Υπάρχει μόλις μία αναφορά στο μυθιστόρημά του Μπελ ως σημαντικού σταθμού στη ζωή του.
Το δεύτερο πρόσωπο της ιστορίας, η παλαιά φίλη του αφηγητή, την οποία συναντά στην παραλία, ήταν συμφοιτήτριά του από την αρχή των πανεπιστημιακών σπουδών μέχρι και το ξεκίνημα του μεταπτυχιακού. Το δικό της θέμα ήταν το μυθιστόρημα, «Ο θάνατος στη Βενετία», του Τόμας Μαν. Με αυτό “πήγε με υποτροφία στη Γερμανία” και “το άρθρο της δημοσιεύτηκε σε μια μεγάλη αμερικάνικη επιθεώρηση για τη λογοτεχνία”. Όταν συναντιούνται, δέκα τέσσερα χρόνια αφότου εκείνη έχει εγκαταλείψει το διδακτορικό της, η στροφή στις λογοτεχνικές της προτιμήσεις φαίνεται από τα βιβλία που αγοράζει. “Δυο ελληνικά μυθιστορήματα και το τελευταίο μυθιστόρημα του Ροθ «Ο Καθένας»”. Βεβαίως, το 2009, «Ο Καθένας» δεν ήταν το πιο πρόσφατο του Ροθ, ούτε το τελευταίο του μεταφρασμένο στα ελληνικά, συνιστά όμως παράδειγμα της “πειραγμένης” πραγματικότητας, που είναι έτερη συχνά απαντώμενη αφηγηματική τεχνική. Στα δυο επόμενα κεφάλαια, ο αφηγητής λησμονεί τα μυθιστορήματα του Μαν και του Ροθ, πέραν μίας αναφοράς στο πρώτο, καθώς αυτό αποτελεί σταθμό στη ζωή της φίλης του.
Παρόμοιες αναφορές γίνονται σε τέσσερα ακόμη βιβλία: Στη σύντομη ιστορία του Τόμας Μπέρνχαρντ «Η πλάνη του Μοοσπρούγκερ» από το βιβλίο του «Ο μίμος των φωνών», που ο αφηγητής την στραβοκαταλαβαίνει, καθώς “ο καθηγητής του Μπέρνχαρντ” δεν “καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτός που συναντάμε δεν είναι ποτέ αυτός που περιμένουμε”. Ο αφηγητής είναι εκείνος που του το υποδεικνύει, με ολέθριες συνέπειες για τον καθηγητή. Στην ειρωνική φράση του Κουρτ Βόννεγκατ, “έτσι πάει ο καιρός” από το μυθιστόρημά του «Σφαγείο Νο 5», που έμεινε ως ιστορική επωδός, χάρις στα συλλαλητήρια ενάντια στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Βόννεγκατ αναφέρεται στους συνεχείς θανάτους, ενώ ο αφηγητής σε κοπέλα πορνείου των Σερρών, κοντά στο στρατόπεδο, που δεν θα ξαναδεί. Ο συνδυασμός φαντάρου και πόρνης φέρνει και μια, εν παρόδω, αναφορά στο «Κεκαρμένοι» του Νίκου Κάσδαγλη. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο, μνημονεύεται το μυθιστόρημα, «Μαντάμ Μποβαρύ», του Φλωμπέρ, με αφορμή άλλη συμφοιτήτρια, που επέδειξε συμπεριφορά παραπλήσια εκείνης της ηρωίδας του Φλωμπέρ.
Αυτές, όμως, οι αναφορές, υπό μορφή περισσότερο σχολίων και ενδόμυχων σκέψεων του κεντρικού ήρωα, δεν συνιστούν διακειμενικές σχέσεις. Αν, βεβαίως, διακειμενικότητα σημαίνει αφομοίωση και λειτουργικός μετασχηματισμός του ξένου κειμένου. Γι’ αυτό και προκαλεί απορία η έμφαση που δίνουν σε αυτές οι βιβλιοπαρουσιαστές, συναρτώντας τες μάλιστα με τη λογοτεχνική υπόσταση του βιβλίου. Ωστόσο, αυτό το πρώτο βιβλίο του Ανυφαντάκη θα μπορούσε να σταθεί και χωρίς την τεχνική της διακειμενικότητας και τα λοιπά διανθίσματα. Είναι μία νουβέλα, εντέχνως στημένη, όπου η σταδιακή αποκάλυψη του ψυχισμού του αφηγητή ενέχει το σασπένς της προσμονής για ό,τι περίεργο ή δυσάρεστο μπορεί να αποκρύπτεται.
Για τον χαρακτηρισμό νουβέλα, που δίνει ο συγγραφέας, δεν συνηγορεί μόνο η έκταση. Επιπροσθέτως, η αφήγηση εστιάζει σε ένα πρόσωπο και δεν στηρίζεται στην ομαλή χρονολογική εξέλιξη της πλοκής, με τις συνήθεις αναδρομές στην προηγούμενη ζωή του ήρωα. Σε αυτήν, η καταβύθιση στο παρελθόν προσομοιάζει με μία ψυχαναλυτικής φύσεως διαδικασία. Όπου τα τρία κεφάλαια θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν συνεδρίες παρουσία ενός βουβού ακροατή, φανταστικού ή ακόμη και υπαρκτού. Με το ξεκίνημα, στην πρώτη κιόλας φράση, ο αφηγητής έχει την αίσθηση ότι “η λάμπα του δρόμου έφεγγε ακριβώς μέσα στο σαλόνι σαν να τον προετοίμαζε για ανάκριση”. Από ένα αδιευκρίνιστο χρονολογικά παρών, ανατρέχει κατ’ αντίστροφη φορά σε τρεις διαφορετικούς χρόνους, που αντιστοιχούν σε κρίσιμες καμπές της επιστημονικής του σταδιοδρομίας.
Καλοκαίρι 2009, είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Χειμώνα 2002, με τελειωμένο το διδακτορικό, βρίσκεται νεοδιορισμένος καθηγητής γερμανικών σε χωριό της Κρήτης. Φθινόπωρο 1996, φρέσκος υποψήφιος διδάκτορας, ταξιδεύει σε χωριό της Καλαμάτας για να παρευρεθεί στο γάμο φίλης του. Ο αφηγητής περιγράφει τόπους και εσωτερικούς χώρους, επιμένοντας σε κάποια στοιχεία, που αντικατοπτρίζουν αντιαισθητικά γούστα και νεοπλουτίστικες συνήθειες. Επίσης, σχολιάζει τον συντηρητισμό και την κρυψίνοια των ντόπιων. Εκείνο, όμως, που σχεδόν μονοπωλεί το λόγο του είναι η σχέση του με τις γυναίκες. Προβάλλει εαυτόν σαν έναν ρομαντικό μονογαμικό. Βολεύεται, όμως, με έναν μεγάλο έρωτα για νεαρή κοπέλα, που την είχε γοητεύσει με την εικόνα του εσωστρεφούς διανοούμενου, που καλλιεργούσε. Εκείνη τον έχει εγκαταλείψει, αλλά αυτός συνεχώς αναβάλλει την όποια προσπάθεια για να την φέρει πίσω.
Ο λόγος του αποκρύβει επιμελώς τα αισθήματα ανασφάλειας και τις εσώτερες επιθυμίες. Μόνο κάποια σχόλια ή σπαράγματα από περιγραφές, περισσότερο από φαντασιώσεις, έρχονται να ραγίσουν την περσόνα του καθηγητή που μπορεί “να φέρει στο κρεβάτι του” όποια μαθήτρια επιθυμεί. Οι αφηγήσεις του δημιουργούν την εντύπωση ενός άντρα, που επιδίδεται με επιτυχία στις σεξουαλικές δραστηριότητες. Καταλύτης για την αποκάλυψη του έσω κόσμου στέκεται η συνάντηση με την παλαιά συμφοιτήτρια. Η μοναδική τους συνεύρεση στο πρώτο κεφάλαιο έχει ένα παρελθόν τουλάχιστον δυο ματαιωμένων προσπαθειών. Αυτές θα έρθουν στην επιφάνεια μέσα από τις συνειρμικές του αφηγήσεις. Αρχικά έμμεσα και τελικά ευθέως, θα δώσει μία εικόνα της σεξουαλικής του μειονεξίας. Μπορεί να αναφέρεται σε λαχταριστές νεαρές υπάρξεις αλλά οι σχέσεις του περιορίζονται στις μετρημένες συνευρέσεις του φαντάρου με την “σκουρόχρωμη” πόρνη και στις κλεφτές του φοιτητή με εμφανισιακά δευτεροκλασάτες, όπως η εν λόγω συμφοιτήτρια. Όχι ακριβώς άσχημη, μάλλον αδιάφορη, χωρίς τις θηλυκές καμπύλες που διεγείρουν. Ο τύπος της καλής φοιτήτριας, που αμελεί την εμφάνισή της.
Ο αφηγητής επιμένει να περιγράφει τρυφερές σκηνές, ωστόσο στο λόγο του διαφαίνεται φθόνος για “χασαπόπαιδα” και “φορτηγατζήδες”. Τον διεγείρουν αναφορές σε άνδρες που δέρνουν ή στο “ξεπαρθένεμα” έφηβης μαθήτριας από αγόρια στην αράδα. Ποιό είναι το τραυματικό σημείο, ποια τα παρελκόμενα συμπλέγματα, είναι κάποια από τα ερωτήματα που γεννά αυτός ο αυθύπαρκτος ήρωας, μακριά από τον Χανς του Μπελ. Ας επανέλθουμε, όμως, στις αναγνωστικές εμπειρίες του Ανυφαντάκη. Στις “συνομιλίες” με ξένα κείμενα, που απαριθμήσαμε, παραλείψαμε να αναφέρουμε το «Άνθη της αβύσσου» του Βαλτινού. Ο αφηγητής, αυτήν την επί τροχάδην μνεία την συμπληρώνει με σχόλιο για μία συζήτηση που είχε με τον συγγραφέα. Όπως αποκαλύπτει, τον απασχολούν “οι μορφικοί πειραματισμοί” του Βαλτινού. Μήπως, όμως, θα έπρεπε πρωτίστως να τον απασχολήσει η γλώσσα, που στάθηκε το κύριο μέλημα του Βαλτινού από το πρώτο κιόλας δημοσιευμένο πεζογράφημά του. Συμπτωματικά, το δημοσίευσε σε περιοδικό στην ίδια ηλικία με τον Ανυφαντάκη, ενώ βιβλίο έπιασε στα χέριά του δέκα χρόνια αργότερα. Διαφορετικά τα εκδοτικά ήθη τότε, όπως διαφορετικό το κύρος της ελληνικής. Τότε η ιδιωματική φράση ερχόταν από την λαϊκή γλώσσα, σήμερα από την επί λέξει μεταγραφή των αγγλικών ιδιωματισμών.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/12/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου