Ευγενία Φακίνου
«Πλανόδιοι θεριστές»
Εκδόσεις Καστανιώτη
Οκτώβριος 2013
Οσο απρόβλεπτο είναι το πόσο θα κρατήσει η κρίση, άλλο τόσο δύσκολο, αν όχι και περισσότερο, είναι να γίνει κάποια εκτίμηση για το πόσο καιρό ακόμη θα αποτελεί πρόσφορο θέμα για την πεζογραφία. Προσώρας, πάντως, η τάση είναι σαφώς αυξητική. Παρότι η “ελληνική κρίση χρέους”, όπως έχει επισήμως ονομαστεί, συμπληρώνει αισίως τον τέταρτο χρόνο, όλο και περισσότερα βιβλία στρέφονται γύρω από αυτήν, ενώ δεν υπάρχει βιβλίο στο οποίο να μην μνημονεύεται έστω και ακροθιγώς. Οι συγγραφείς, ωστόσο, μένουν μακριά από τη λογοτεχνία τύπου ντοκουμέντο. Πιθανώς, γιατί δεν ανήκουν στο τμήμα του πληθυσμού, που πλήττεται από ανεργία και ανέχεια. Κανένας δεν καταπιάστηκε με ένα μυθιστόρημα μαρτυρίας, παίρνοντας τη δύσκολη απόφαση να ζήσει για ένα διάστημα ως νεόπτωχος, τουτέστιν να κοιμάται στρωματσάδα στους δρόμους της Αθήνας και να σιτίζεται στα ελέω θεού συσσίτια για απόρους. Ακόμη και τον ένδον λόγο του σημερινού εξαθλιωμένου, τον πλάθουν από τη θέση του παρατηρητή. Στο δημόσιο λόγο τους, ωστόσο, συμπάσχουν, όπως και οι πολιτικοί, διαβεβαιώνοντας, πως θα βρούμε τη δύναμη, θα δώσουμε τη μάχη, και άλλα παρόμοια, με το χαμόγελο στα χείλη και σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.
Η Ευγενία Φακίνου εξομολογείται ότι η κρίση της έδωσε το έναυσμα για το πρόσφατο μυθιστόρημά της και ακόμη, πως συνειδητά ήθελε να γράψει “ένα φωτεινό, αισιόδοξο βιβλίο”. Σε αντίθεση με το κυρίως ρεύμα, που προτιμά τον ωμό ρεαλισμό. Όπως ο νεότερος Χρήστος Χρυσόπουλος, που εξέδωσε πέρυσι το «Φακός στο στόμα», με τον αφηγητή να ξεποδαριάζεται, παρακολουθώντας έναν άστεγο να κάνει γύρα τους σκουπιδοτενεκέδες, κρατώντας κατά το ψαχούλεμα τον φακό με το στόμα. Εκείνος ήθελε να γράψει ένα σκληρό βιβλίο για να “παρέμβει στη σφαίρα της πραγματικής ζωής”. Υποθέτουμε ότι εννοεί να ταρακουνήσει τους εφησυχασμένους. Μάλλον κανέναν δεν ταρακούνησε, κατάφερε όμως να αποσπάσει γαλλικό βραβείο για το καλύτερο μεταφρασμένο βιβλίο πεζογραφίας του έτους. Όπως φαίνεται, όσοι συγγραφείς και κινηματογραφιστές περιγράφουν την κατάσταση με τα πιο ζοφερά χρώματα, ενθουσιάζουν τους Ευρωπαίους.
Για το μυθιστόρημα της Φακίνου θα προτιμούσαμε τον πιθανώς και παρωχημένο χαρακτηρισμό που ο Βικέλας έδινε στο απαραίτητο για την εποχή του βιβλίο. Όπως και κάποια προηγούμενα δικά της, είναι τερπνό και ωφέλιμο. Παρόμοια βιβλία λείπουν και στην δική μας εποχή, ιδιαίτερα στον καιρό της κρίσης. Τα ωμά ρεαλιστικά είναι καλά για εξαγωγή στους ευρωπαίους φιλέλληνες ή και για ένα μέρος του γηγενούς πληθυσμού, που δεν πλήττεται αλλά αντιθέτως, πορίζεται από την κρίση. Ενώ, τα τερπνά και ωφέλιμα είναι εκείνα που προσφέρουν στον εγκλωβισμένο τη διαφυγή, την οποία έχει τόσο ανάγκη, έστω και για την σύντομη ανάπαυλα μίας ανάγνωσης. Όχι, όμως, όπως τα ροζ μυθιστορήματα, σαν απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά σαν ένα ταξίδι πέρα από τις αδιέξοδες καταστάσεις, σε κάποιες άλλες λυτρωτικές, των οποίων την ύπαρξη έχει προ πολλού λησμονήσει.
Το 2005, η Φακίνου είχε πάρει το πρώτο Βραβείο Αναγνωστών. Από τα οκτώ, που συνολικά απονεμήθηκαν, εκείνο ήταν μάλλον το μοναδικό που ανταποκρινόταν στην ονομασία του. Είχε δοθεί χωρίς τις ποικίλες χειραγωγήσεις που προέκυψαν στη συνέχεια, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια από την πλευρά των θεσμοθετών να μην δοθεί στους φυσικούς διεκδικητές του, που θα σήμαινε τους συγγραφείς της λίστας των ευπώλητων. Αν, όμως, γράφονταν περισσότερα τερπνά και ωφέλιμα βιβλία δεν θα πνίγονταν οι λίστες στο ροζ και το μελό, ούτε η λέξη ευπώλητο θα είχε καταλήξει κακόσημη. Αυτή είναι η διαφοροποίηση που θα έπρεπε να γίνει στο χώρο του ευπώλητου και όχι η διάκριση λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας.
Το προ οκταετίας βραβευμένο βιβλίο της Φακίνου είναι το 11ο μυθιστόρημά της, «Η μέθοδος της Ορλεάνης». Πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα, σε αντίθεση με το πρόσφατο, στο οποίο απουσιάζει το σύνηθες δίπτυχο, έρωτας-θάνατος. Από αυτήν την άποψη, το πρόσφατο είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό του μυθιστορηματικού της κόσμου. Είναι το 15ο και με αυτό η συγγραφέας εισέρχεται στην τέταρτη δεκαετία μυθιστοριογραφίας. Ως σημείο έναρξης κρατούμε τον Μάιο του 1982, όταν κυκλοφόρησε το «Αστραδενή», με εξώφυλλο μία “καθισμένη μορφή, χαραγμένη σε βότσαλο νεολιθικής εποχής”. Με την προοπτική του χρόνου, δείχνει σαν να προοιωνίζεται τη μητριαρχική αλυσίδα των ηρωίδων που ακολούθησαν την Αστραδενή.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα έρχεται και στοιχίζεται στη συνέχεια της «Μεγάλης πράσινης», που ξεχωρίζει στα πέντε της πρώτης δεκαετίας, του «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα», που παίρνει τη σκυτάλη στα τέσσερα της δεύτερης δεκαετίας, και του «Οδυσσέας και μπλουζ» από την πεντάδα της τρίτης. Στην πρόσφατη, τρίτη δεκαετία, ανήκει και το «Έρως, θέρος, πόλεμος», που θα μπορούσε να είχε φέρει ένα Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Θα το δικαιούτο η συγγραφέας ως γνήσια παραμυθού και άρα, μυθιστοριογράφος με τη σημασία που δίνει σε αυτήν την προσωνυμία το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Αντ΄αυτού, τέσσερα χρόνια αργότερα, τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη μία και μοναδική συλλογή ιστοριών που έχει εκδώσει. Όποιος αγνοεί τη λογική απονομής των Κρατικών Βραβείων, κάτι τέτοια τα προσπερνάει ως πιθανές αστοχίες. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ούτε άστοχο ούτε τυχαίο, αλλά αποτέλεσμα μίας διαχειριστικής λογικής. Γι’ αυτό, από μία άποψη, με το δίκιό της ισχυρίζεται σε συνέντευξή της, ότι ο κριτικός “κρίνει υποκειμενικά” ή, ακόμη χειρότερα, ότι “μπορεί να έχει και προσωπικά με έναν συγγραφέα”. Απόφανση απαράδεκτη για όσους επιδίδονται συστηματικά στην κριτική.
Για να επανέλθουμε στη σοβούσα κρίση, θα πρέπει να διευκρινίσουμε, πως, στην περίπτωση της Φακίνου, δεν είναι εκείνη που προσέγγισε θεματικά την κρίση, αλλά η κατάσταση της κρίσης που ήρθε και έδεσε με τον βασικό θεματικό άξονα της μυθιστοριογραφίας της. Εξαρχής μέχρι σήμερα, πηγή έμπνευσης στάθηκε η φυγή, με τη μορφή της βιαστικής απομάκρυνσης από τον τόπο κατοικίας, χωρίς, όμως, να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη απειλή ή κίνδυνος. Παρουσιάζεται σαν τη φυγή της γυναίκας από μία κατάσταση, που βιώνεται ως εγκλεισμός. Συνήθως πρόκειται για τον περιορισμό στα στενά όρια της πυρηνικής οικογένειας. Για την αναχώρηση υπάρχει πάντα κάποιο πρόσχημα, όπως δηλώνεται και στον τίτλο ενός από τα μυθιστορήματα. Αυτό το αναγκαίο πρόσχημα, στο πρόσφατο μυθιστόρημα το δίνει η κρίση.
Η ηρωίδα έχει χάσει την εργασία της, κατά τα άλλα όμως, η κρίση την χτύπησε μάλλον ξώφαλτσα. Αναγκάστηκε μεν “να ξενοικιάσει το ωραίο της διαμέρισμα”, αλλά δεν έμεινε και στο δρόμο. Στεγάστηκε στο παλιό σπίτι της μητέρας της, που είχε πεθάνει προ διετίας, κρατώντας το αυτοκίνητό της. Γεγονός που της επέτρεψε να πραγματοποιήσει άμεσα την τάση για φυγή. Το βασικό της πρόβλημα είναι ανεξάρτητο από την κρίση, δίνει όμως την ευκαιρία στην συγγραφέα να σκιαγραφήσει την ψυχολογία μίας σημερινής σαραντάχρονης. Πρόκειται για μία εγκυμοσύνη, που προέκυψε από “περιστασιακή σχέση”, αφού, έτσι κι αλλιώς, εκείνη επεδίωκε τους “ρηχούς δεσμούς”. Τα αίτια αυτής της συναισθηματικής αποστασιοποίησης εξηγούνται με το σύμπλεγμα που δημιουργείται στο παιδί, όταν ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία. Όπως αρμόζει σε μία ανεξάρτητη γυναίκα, αποφάσισε να μην πληροφορήσει σχετικά τον συνυπαίτιο, αλλά και να κρατήσει το παιδί, καθώς η σημερινή γυναίκα διεκδικεί την μητρότητα από μία ηλικία και ύστερα ως δικαίωμα. “Τριάντα οκτώ χρόνων, πρώτη φορά έγκυος δεν το ρίχνεις”, είναι ο συλλογισμός της ηρωίδας, καίτοι άνεργη και μόνη.
Τον τύπο της φυγής που απαντάται στα μυθιστορήματα της Φακίνου, τον περιγράφει η ηρωίδα σαν περιπλάνηση από τόπο σε τόπο προς αποφυγή μίας “φυσιολογικής ζωής”, που την τρομάζει. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, καθώς και κάποια προηγούμενα βιβλία της, μυθιστόρημα “on the road”. Σε αυτό, μάλιστα, υπάρχουν περισσότερα στοιχεία αμερικανικής έμπνευσης. Όπως στο μυθιστόρημα του Κέρουακ, και εδώ πρωταγωνιστεί το τρίο δυο φίλων και μίας γυναίκας. Επίσης, σύμφωνα με την συγγραφέα, τόσο οι “πλανόδιοι θεριστές” όσο και “το Κίνημα των Έτοιμων”, που μνημονεύει είναι ομάδες, οι οποίες προέκυψαν στην Αμερική την περίοδο της κρίσης. Πάντως, τα όποια ξενικά δάνεια εξαντλούνται στα πρώτα κεφάλαια. Άλλωστε, τα “on the road” μυθιστορήματα της Φακίνου, μόνο σε ένα αρχικό τμήμα τους εκτυλίσσονται “στο δρόμο”. Στο πρόσφατο, η περιπλανώμενη γρήγορα αποφασίζει, λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης, να σταθμεύσει σε έναν τόπο, όπου, χάρις σε απανωτές συμπτώσεις, καταλήγει να συμβιώνει με κάποιον. Μόνο που αυτή η καινούργια κατάσταση απέχει της συμβατικής, καθώς, και σε αυτό το μυθιστόρημα, πρόκειται για μία παράταιρη συνύπαρξη. Εδώ, είναι ένας κοντά εβδομηντάρης ομοφυλόφιλος, που έχει καταλήξει μονήρης μετά την αναχώρηση του αγαπημένου του συντρόφου με έναν νεότερο. Και στη δική του περίπτωση, το ψυχολογικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στην πατρική συμπεριφορά.
Ο τρίτος, που εμπλέκεται στην περιπετειώδη συνύπαρξη του ζεύγους, είναι ένας συνομήλικος του ομοφυλόφιλου, χήρος με τα δυο παιδιά του “μετανάστες στα πέρατα της γης”. Κι αυτός μονήρης, ήταν ένας τυχαίος “φίλος της παραλίας”, όπου συνηθίζαν να κολυμπούν. Με αυτό το τρίο, η συγγραφέας αναδεικνύει τις διαφορετικές μορφές που έχει πάρει σήμερα το πρόβλημα του πατρικού ειδώλου, σκιαγραφώντας πιθανές μελλοντικές παραλλαγές του θεσμού της οικογένειας. Τι μπορεί να προσφέρει ο άντρας και τι η ευαίσθητη πλευρά ενός ομοφυλόφιλου, αφήνοντας μετέωρη τη γυναικεία συμμετοχή. Κατά τα άλλα, σαν συνέχεια του «Οδυσσέας και μπλούζ», η συγγραφέας βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις σημερινές οικολογικές ευαισθησίες, περιγράφοντας τον τόπο και την ζωή στη φύση. Εκεί ήταν ο «Αγροτουριστικός Ξενώνας Η ΛΕΒΑΝΤΑ», εδώ το “δασικό χωριό”, με “το πομπώδες όνομα το Μαύρο Δάσος”.
Παλαιότερα, η Φακίνου έστηνε τα μυθιστορήματά της στον Θεσσαλικό κάμπο. Στα μεταγενέστερα, παρουσιάζει μεγαλύτερη κινητικότητα. Εξαρχής, πάντως, δεν ονομάτιζε τους τόπους, προτιμώντας πλάγιες παραπομπές και νύξεις. Στο πρόσφατο, η πλησιέστερη μεγάλη πόλη αποκαλείται “η πόλη με τα τρελά νερά”, ενώ η κοντινή κωμόπολη έχει ιαματικά λουτρά, δείχνοντας αντιστοίχως προς Κεντρική και Βόρεια Εύβοια. Είναι, όμως, η αφήγηση του δεύτερου ηλικιωμένου, που ορίζει τον τόπο. Για πρώτη φορά, η συγγραφέας πλάθει έναν χαρακτήρα που συμμετέχει ενεργά στα κοινά. Είναι ένας μεταλλωρύχος, που πρωτοστάτησε στην “μεγάλη απεργία”, άνοιξη 1976. Μόνο το όνομα “της κωμόπολης με τα κοιτάσματα λευκόλιθου” δεν αναφέρει, αλλά ποιος δεν θυμάται, στο ξεκίνημα της μεταπολίτευσης, τους εξεγερμένους μεταλλωρύχους στο Μαντούδι. Μέχρι ταινία έγιναν.
Κοντά στο “δασικό χωριό” βρίσκεται “το Μεγάλο Μοναστήρι”. Σε αυτό το βιβλίο είναι έντονο το μεταφυσικό στοιχείο. Ορισμένα μυθοπλαστικά ευρήματα θυμίζουν το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Το έβδομο ρούχο». Και τα δυο στρέφονται γύρω από μία Ελένη, αμφότερα ανοίγουν με ένα μοναχικό δέντρο, μάλιστα στο πρόσφατο πλέκεται μία δεισιδαίμονα διήγηση γύρω από αυτό, ενώ και στα δυο υπάρχει ο σεληνιασμένος, που η παράδοση τον θέλει με υπερφυσικές ιδιότητες. Η τριακονταετία που χωρίζει τους χρόνους της συγγραφής τους αποτυπώνεται και στην θρησκευτικότητα των ηρώων. Σε εκείνο, στις δοξασίες και στα θαύματα πίστευαν οι γυναίκες, καθώς αυτές θεωρούνταν τότε πιο ευαίσθητες φύσεις. Στο πρόσφατο, είναι ο ομοφυλόφιλος που αποδέχεται τη θεία χάρη. Σε αντίθεση με τον φίλο του, που βλέπει στο κοντινό “Μεγάλο Μοναστήρι” μόνο το “παπαδαριό”. Η συγγραφέας αφηγείται όνειρα και θαύματα, ενώ πλάθει ασκητικές μορφές καλογήρων.
Στο τερπνό και ωφέλιμο βιβλίο βαραίνει η κατάληξη. Αρχικά, η Φακίνου άφηνε το τέλος ανοικτό, στα κατοπινά υιοθέτησε το στρογγύλεμα του χάπι-εντ. Από μία άποψη, το ίδιο κάνει και στο πρόσφατο. Εδώ, ωστόσο, δεν είναι ο εναγκαλισμός της Αρέθας και του Αντρέα, που κέρδισε το Βραβείο των Αναγνωστών, ούτε τα φλογερά φιλιά του μεσήλικα Οδυσσέα στα μάγουλα της νεαρής Μπλουζ, που εξασφάλισαν τη θέση στα ευπώλητα. Είναι το ευτυχές τέλος μίας δύσκολης γέννας “on the road”, σε συνθήκες κοινοβιακής συνύπαρξης, που δεν μπορεί παρά να καταλήξει με ένα θηλυκό βρέφος, “παιδί όλων”, για να εξημερωθούν και να γλυκάνουν οι μονήρεις.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 15/12/2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου