Κων. Ασώπιος
Κωνσταντίνος Ασώπιος
«Τα Σούτσεια»
Φιλολογική επιμέλεια
Λάμπρος Βαρελάς
Εκδόσεις Ίδρυμα Ουράνη
Φεβρουάριος 2013
«Τα Σούτσεια», αυτός ο εντυπωτικός, λόγω της ειρωνικής του χροιάς, τίτλος, μνημονεύεται σχεδόν σε όλες τις Ιστορίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με μία σύντομη αναφορά στο κεφάλαιο για τον Παναγιώτη Σούτσο. Εκεί, προηγείται το κείμενο του Σούτσου, «Η Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου», το οποίο, αναλόγως με τον ιστορικό, είτε χαρακτηρίζεται ουδέτερα “γλωσσική μελέτη” είτε απαξιωτικά ως “το πιο περίεργο ντοκουμέντο του ποιητικού εξαρχαϊσμού”. Στη συνέχεια, πάντα συμπληρωματικά, γίνεται αναφορά στην απάντηση που δόθηκε στον Σούτσο, δηλαδή στα «Σούτσεια». Και πάλι εδώ οι χαρακτηρισμοί αντανακλούν τις εκτιμήσεις του ιστορικού, από “σχολαστικός λίβελλος” μέχρι “δείγμα σπάνιας νηφαλιότητας και οξύνοιας”. Πάντως, χάρις στα «Σούτσεια», μνημονεύεται στις Ιστορίες και ο συντάκτης του έργου, Κωνσταντίνος Ασώπιος, που επέχει τη θέση του κριτικού και θα αναμενόταν να χαίρει ανεξάρτητου σχολιασμού. Σε μία Ιστορία Ιδεών, μάλιστα, θα του αντιστοιχούσε και ιδιαίτερο κεφάλαιο.
Μπορεί παρόμοια Ιστορία να αργεί πολύ ακόμα, ωστόσο, η Ιστορία του Κ. Θ. Δημαρά προβλέπει την ισοδύναμη αναφορά ποιητή και κριτικού. Προηγείται μεν το κεφάλαιο του ρομαντισμού και “το περίφημο γλωσσικό μανιφέστο του Παναγιώτη Σούτσου”, αλλά ακολουθεί κεφάλαιο για τους ποιητικούς διαγωνισμούς, όπου βρίσκει τη θέση του ο κριτικός Ασώπιος και το σύγγραμμά του. Στην παρουσίαση προσώπων και έργων, ο Δημαράς αποφεύγει να προβάλλει τις συμπάθειές του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι εμφανές ποια πρόσωπα εκτιμά και με ποιων τις ιδέες στοιχίζεται. “Ο πιο μεγάλος και περισσότερο από κάθε Έλληνα πολύπλευρος φιλόλογος του καιρού εκείνου”, γράφει για τον Ασώπιο. Αλλά αξιολογεί και το κείμενο του Σούτσου ως “το πιο επίσημο και το πιο ενσυνείδητο μανιφέστο της καθαρεύουσας”. Ακόμη και τη “βιογραφική ζήτηση” υπερασπίζεται, αρκεί αυτή να εξηγεί το γιατί και το πώς, αντί να ρέπει στο εγκώμιο ή την αμαύρωση.
Στην αντιπαράθεση Σούτσου - Ασώπιου –γιατί για αντιπαράθεση πρόκειται– την οποία ο Δημαράς παρουσιάζει εστιασμένη σε γλωσσικά και αισθητικά ζητήματα, ο μαθητής του Παναγιώτης Μουλλάς αφιερώνει, το 1974, μελέτη, με τίτλο, «Η διαμάχη Π. Σούτσου - Κ. Ασώπιου (1853) και η ιστορική συγκυρία». Εκεί, ουσιαστικά παρακάμπτει ή ελάχιστα μνημονεύει το κριτικό σκέλος, αναδεικνύοντας τη “διαμάχη” σε “ιδεολογικό αγώνα με άμεσους πολιτικούς στόχους”. Δεν προχώρησε, όμως, στη αναδημοσίευση των πρωτότυπων κειμένων των δυο πλευρών, ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να μορφώσει γνώμη απευθείας από τα αρχικά κείμενα. Κάτι που έκανε ένας άλλος στενός συνεργάτης του Δημαρά, ο Άλκης Αγγέλου, αναδημοσιεύοντας τα κείμενα μίας προηγούμενης γλωσσικής “διαμάχης”, προεπαναστατικής, μεταξύ Κοραή και Παναγιώτη Κοδρικά. Το ημιτελές έργο του Μουλλά ολοκληρώνει ο τρίτος (ή μάλλον τέταρτος, μετρώντας και τη βραχύβια θητεία του Χρ. Αλεξίου, στο αναμεταξύ της αιφνίδιας αποχώρησης του ιδρυτή της σειράς Απ. Σαχίνη και το διορισμό του διαδόχου του Β. Αθανασόπουλου) Γενικός Φιλολογικός Επόπτης της Σειράς «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» του Ιδρύματος Ουράνη, Γιάννης Παπακώστας. Αυτός, όμως, αναθέτει σε έναν νεότερο τον ρόλο του προλογιστή. Ρόλο καθοριστικό, καθώς, στην εν λόγω Σειρά, η εισαγωγή προτάσσεται, διαμορφώνοντας “τις αναμονές του αναγνώστη”. Ας μην λησμονούμε, ότι παρόμοιες εκδόσεις τις χαίρεται ο μη ειδικός, που δεν έχει πρόσβαση στις πηγές. Αυτός βρίσκεται στην εξουσία του προλογιστή, που αποβαίνει ίδια απόλυτη με εκείνη του μυθιστοριογράφου επί του αναγνώστη. Καθώς, μάλιστα, λείπουν για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα οι “βιογραφικές ζητήσεις”, που ευαγγελιζόταν ο Δημαράς, ο σημερινός αναγνώστης θα μορφώσει γνώμη για τον “καλό” και τον “κακό” της “διαμάχης” με βάση τις εκτιμήσεις του προλογιστή.
Εκσυγχρονιστική οπτική
Ο Λάμπρος Βαρελάς αναλαμβάνει να παρουσιάσει τα δυο έργα και τους συγγραφείς τους στην εκτενή, 110 σελ., εισαγωγή του. Ήδη, με τους τίτλους των πρώτων κεφαλαίων, προϊδεάζει για την εκσυγχρονιστική χροιά, που θα έχουν “τα πολλαπλά αίτια” της εν λόγω “διαμάχης”. Αν και στη δική του φρασεολογία, πρόκειται για “σύγκρουση” και “αντιπάλους”. Ή, σύμφωνα με τον τίτλο του δευτέρου κεφαλαίου, “μονομάχους”. Ο Μουλλάς ανέφερε χαρακτηριστικά ότι “η γραφή ξεκαθαρίζει προσωπικούς λογαριασμούς, εκτονώνει εμπάθειες ή φανερώνει τραυματικές ευθιξίες”. Στο τρίτο κεφάλαιο της Εισαγωγής, με τίτλο, «Ξεκαθαρίσματα προσωπικών λογαριασμών», οι νύξεις του Μουλλά τεκμηριώνονται με συγκεκριμένα στοιχεία. Στο βαθμό, βεβαίως, που αποτελεί τεκμήριο ένα παλαιότερο δημοσίευμα του Σούτσου, που στρεφόταν εναντίον του Ασώπιου. Αν πιστεύουμε ότι η ενασχόληση με την κριτική συνιστά λειτούργημα, τότε είναι ύβρις να αποδώσουμε σε μία από τις πρώτες εξέχουσες μορφές της κριτικής παρόμοια κίνητρα ή “τραυματικές εμπειρίες”, κατά τη διατύπωση του Μουλλά. Να σημειώσουμε ότι αυτή η συλλογιστική είναι σήμερα κυρίαρχη, με τους συγγραφείς να αναζητούν εξωλογοτεχνικά κίνητρα για την όποια κριτική εντοπίζει αδυναμίες στο έργο τους.
Δεν λείπουν οι πηγές για να στοιχειοθετηθεί μία ακριβής παρουσίαση του Σούτσου, τόσο του λογοτέχνη όσο και του δημόσιου προσώπου. Ο Βαρελάς επιλέγει μεν για τον ποιητή ένα εγκωμιαστικό απόσπασμα αλλά από δημοσίευμα σατιρικής εφημερίδας, ενώ, για τον πρώτο και μοναδικό τόμο των Απάντων του, που κρίνει ο Ασώπιος, δυο φιλικές κρίσεις, για τις οποίες επιχειρηματολογεί ότι θα πρέπει να ήταν “στημένες” από τον ίδιο, και μία καταδικαστική, της οποίας, αντιθέτως, υπερασπίζεται την εγκυρότητα του συντάκτη της. Ακόμη πιο μονόπλευρη είναι η παρουσίαση των άλλων δραστηριοτήτων του Σούτσου. Στηριζόμενος στις “βιογραφικές ζητήσεις” του Γιάννη Λέφα, δίνει πληροφορίες για έντοκο δανεισμό, που κατέληξε, λόγω θανάτου του δανειολήπτη και αδυναμία των κληρονόμων του να αποπληρώσουν το χρέος, σε κατάσχεση και πλειστηριασμό δυο κτημάτων, όπου ο Σούτσος έκανε την πρώτη προσφορά και τα απόκτησε. Αφήνει να εννοηθεί ότι αδίκησε τους χρεώστες του, που ήταν μάλιστα αγωνιστές του ’21, οι αδελφοί Αινιάν. Με άλλα λόγια, λίγο πολύ τοκογλύφος και αυτός, όπως, καλή ώρα, ο Μακρυγιάννης. Αφού, όμως, επιλέγει ως πηγή τον Λέφα, λογικά θα έπρεπε επίσης να αναφέρει, ότι αυτή η εμπορική δραστηριότητα του Σούτσου ήταν μια ενδοοικογενειακή υπόθεση, πιθανώς και διαμάχη.
Γνωστότερος ο Λέφας για το δίτομο έργο «Δημοκρατικός Στρατός στην Πελοπόννησο» και το «Χιλιάδες τέσσερις σταυροί στο μαρτυρικό Μωριά», παρουσίασε το 1979 διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για τον Αλέξανδρο Σούτσο και το 1983, μονογραφία για τον μικρότερο αδελφό του, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Σε αυτήν αναφέρεται, ότι η μικρότερη αδελφή του Σούτσου, Λουκία, είχε παντρευτεί τον μεγάλο αδελφό Ανιάν, τον Γεώργιο, που απεβίωσε και εκείνη ξαναπαντρεύτηκε. Η διαφορά προέκυψε μετά το θάνατο του κουνιάδου τού Σούτσου με τον αδελφό εκείνου και την ανιψιά του. Αλλά και όταν αναφέρεται στον προσωπικό βίο του Σούτσου, λανθάνει ο υπαινιγμός, ότι δεν στάθηκε “σωστός”, καθώς μετρά τρεις συζύγους και η τρίτη ήταν κατά πολύ νεότερή του και πλούσια. Αφού όλα αυτά αναφέρονται για να μορφώσει ο αναγνώστης γνώμη για τον χαρακτήρα του, θα έπρεπε να αναφερθεί και η έκβαση του τρίτου γάμου του, που δεν τον έλυσε ο θάνατος όπως τους δυο προηγούμενους, αλλά η μοιχεία της συζύγου με τον σύζυγο της ανιψιάς του, κόρης του αδελφού του. Επίσης, να μνημονευθεί η στάση του απατημένου συζύγου, όπως την αφηγείται, έγκυρος μάρτυς, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής.
Αντιθέτως, τον πρεσβύτερο των “μονομάχων” τον παρουσιάζει εν συντομία με δυο τρεις γραμμές, “μακαρόνικου ύφους”. Εκ πρώτης όψεως θαυμαστικές, μόνο που η επιλογή ορισμένων λέξεων υποσκάπτει την πρώτη εντύπωση. Γιατί λέξεις, όπως “συντεχνία” ή “σκληρός πυρήνας”, έχουν σήμερα ένα συγκεκριμένο φορτίο, που μένει στην κρίση του ιστορικού, το εάν και κατά πόσο αποδίδουν τις αλλοτινές καταστάσεις. Κατά τα άλλα, η παρουσίαση δίνει έμφαση στα πρόσωπα που περιβάλλουν τους δυο “μονομάχους”, τα αποκαλούμενα “αντίπαλες ομάδες”. Παραδόξως, αυτά, πλην δυο τριών εξαιρέσεων, ο προλογιστής φαίνεται να τα θεωρεί γνωστά στον σημερινό αναγνώστη. Διαφορετικά, δεν εξηγείται η απουσία σχετικών υποσελίδιων σημειώσεων. Ούτε ευρετήριο προβλέπεται, που αποβαίνει βοηθητικό, ιδίως όταν οι πληροφορίες για ένα πρόσωπο είναι διάσπαρτες και με επικαλύψεις. Καθώς, μάλιστα, η αφήγηση της “διαμάχης” στηρίζεται σε μεγάλα αποσπάσματα από δημοσιεύματα, μέχρι και μία αυτούσια σάτιρα πέντε σελίδων, το βάρος του ονόματος των συγγραφέων τους είναι αναγκαίο για να σταθμιστεί η εγκυρότητά τους. Πόσο γνωστός είναι ο Ηλίας Σ. Σταθόπουλος, που, μαζί με τον Ιωάννη Ε. Γιαννόπουλο, επηρέασε τον Ασώπιο κατά τη συγγραφή του επίμαχου έργου; Περισσότερο και από τον Ασώπιο, αυτόν συγκρατεί ως τον “καλό” ο αναγνώστης, για τον οποίο δίνεται η όχι και τόσο διαφωτιστική πληροφορία ότι ήταν καθηγητής ελληνικών και μαθηματικών.
Για τα πρωτότυπα κείμενα, «Η Νέα Σχολή» και «Τα Σούτσεια», που καταλαμβάνουν 48 και 237 σελίδες αντιστοίχως, επικρατεί η άποψη, ότι σήμερα διαβάζονται μετά δυσκολίας. Κάτι παρόμοιο, όμως, ισχύει για τα περισσότερα κείμενα των μέσων του 19ου αι., κυρίως τα δοκιμιακά. Το ζητούμενο είναι, αν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Ο πρώτος, που θα αναμενόταν να τα βρίσκει άκρως ενδιαφέροντα και να φέρει ισχυρά υποστηρικτικά επιχειρήματα, είναι ο προλογιστής. Ειδάλλως, ως προς τι η έκδοση; Η απόφανσή του, “για το αισθητήριο του σημερινού αναγνώστη «Τα Σούτσεια», γραμμένα από έναν πολυμαθή κλασικό φιλόλογο και πανεπιστημιακό δάσκαλο του 19ου αιώνα, είναι σχοινοτενή και σχολαστικά”, λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά στον αναγνώστη, που, έτσι κι αλλιώς, κόρεσε με την Εισαγωγή τη διάθεσή του για κριτική. Εκεί, διάβασε για όλα όσα σήμερα συζητούνται, τα του εθνικισμού και του αλλοτινού μεγαλοϊδεατισμού, και ακόμη, για τις τότε εκφάνσεις του αντιδυτικού πνεύματος. Όσο για το συμπέρασμα του προλογιστή, ότι “οι προσωπικές πικρίες είναι ο ισχυρότερος λόγος της διαμάχης” και μάλιστα, “κρυμμένες πίσω από διάφορα ιδεολογικά προπετάσματα”, συμβαδίζει απόλυτα με τον σημερινό ατομικιστικό τρόπο του συλλογίζεσθαι.
Αυτές οι παρατηρήσεις αφορούν μόνο την οπτική γωνία της Εισαγωγής, που είναι σύμφωνη με τους αφηγηματικούς τρόπους της τρέχουσας ιστοριογραφίας. Κατά τα άλλα, ο συστηματικός τρόπος έκθεσης των διαφορετικών πλευρών της “διαμάχης” φωτίζει το γενικότερο τοπίο: Τους πρώτους ποιητικούς διαγωνισμούς και το παρεμβατικό ρόλο του ιδρυτή τους, με ιδιαίτερο κεφάλαιο για το πώς οι κρινόμενοι ποιητές αντιμετώπιζαν τους κριτές. Την συστράτευση Ασωπικών και Κοραϊστών. Την αντίθεση Φαναριωτών και Επτανησίων, αν και αυτή δεν ήταν στενά “τοπικιστική, παραταξιακή ή και ιδεολογική”.
Χρονολογικός δείκτης
Ένας χρονολογικός πίνακας, τύπου Δημαρά, θα ήταν βοηθητικός. «Τα Σούτσεια» εκδίδονται 160 χρόνια μετά τη “διαμάχη” Σούτσου-Ασώπιου και 180 από το θάνατο του Κοραή. Βαραίνουν, όμως, όπως σε όλες τις διαμάχες, οι ηλικίες των δυο “μονομάχων”, τις οποίες ο προλογιστής παραλείπει. Το 1853, ο Ασώπιος ήταν γύρω στα 65, καθώς το έτος γεννήσεώς του τοποθετείται στην πενταετία 1785-90, και ο Παναγιώτης Σούτσος στα 47. Ο πρεσβύτερος των αδελφών Σούτσων, ο Αλέξανδρος, το έτερο σκέλος του ρομαντικού διδύμου, συμπλήρωνε τα 50. Απεβίωσε στα 60, στις 5 Ιουλίου 1863, δυο μήνες μετά τη γέννηση του Καβάφη. Αμφότεροι κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής. Μία ολωσδιόλου λησμονημένη επέτειος. Όσο αφορά τα κείμενα που προηγήθηκαν των επίμαχων κειμένων: Το 1850, ο Ασώπιος εκδίδει την «Ιστορία Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων», όπου υποβιβάζει τον ρομαντισμό των αδελφών Σούτσου. Το 1851, ο Παναγιώτης Σούτσος εκδίδει τον πρώτο τόμο των Απάντων του, μετά προλόγου υπερασπιστικού της ποιήσεως της «Νέας Σχολής του γραφομένου λόγου», σύμφωνα με τον τίτλο του φυλλαδίου που κυκλοφορεί Αύγ. 1853. Προηγουμένως, στις 25.3.1853, οι κριτές του τρίτου ποιητικού διαγωνισμού βραβεύουν το «Αρματωλοί και Κλέπται» στη λόγια γλώσσα του Γεωργίου Ζαλόκωστα. Το προτιμούν από το «Κόριννα και Πίνδαρος» του δημοτικιστή Γεωργίου Τερτσέτη, όχι λόγω της αισθητικής υπεροχής του, αλλά προς απόδοση τιμής στην ομηρική γλώσσα. Στις 15.4.1853, δημοσιεύεται, στην εφημερίδα «Αιών», άρθρο, με τίτλο, «Φιλολογία» και υπογραφή, “Εξ Ερμουπόλεως 5 Απρ., Ι.Σ”. Αυτό αμφισβητεί και τους δυο προκριθέντες ποιητές, σε σύγκριση με τον Σούτσο. Από τα τέλη Σεπ. 1853, αρχίζουν να κυκλοφορούν σε φυλλάδια «Τα Σούτσεια», ενώ, σε μορφή βιβλίου, κυκλοφορούν ένα χρόνο αργότερα. Ο Ασώπιος ξεκινά την απάντησή του κατ’ αντίστροφη φορά, από το πρόσφατο άρθρο του Ι.Σ., στη συνέχεια παραθέτει κριτική του πρώτου τόμου των Απάντων του Σούτσου, για να επικεντρωθεί τελικά στο φυλλάδιο του 1853.
Όσο για τον σχοινοτενή και σχολαστικό λόγο των δυο “μονομάχων”, όπως έχει χαρακτηριστεί, κατ’ ουσία δεν διαφέρει και πολύ από τα ρητορικά σχήματα ενός σημερινού διανοούμενου. Απουσιάζει, βεβαίως, από τον σημερινό ο ειρωνικός οίστρος του Ασώπιου. Αυτός, μαζί με τις γλωσσικές παρατηρήσεις και την λεπτομερή ανίχνευση γλωσσικών δανείων και αντιδανείων, καθιστά το κείμενό του αξιανάγνωστο. Ύστερα, υπάρχει και ο υπομνηματισμός του Ασώπιου, που κυριολεκτικά “κεντάει”, δείχνοντας σπανίζοντα συνδυασμό ευρυμάθειας και κρίσης.
Το κείμενο του Ασώπιου δεν είναι ο μοναδικός θησαυρός που κρύβει ο 19ος αιώνας. Μόνο που σήμερα, το εκδοτικό ενδιαφέρον έχει περιοριστεί σε μετρημένους γνωστούς λογοτέχνες. Η Σειρά του Ιδρύματος Ουράνη είναι η μόνη που επιβίωσε από την εκδοτική “άνοιξη” των δεκαετιών ’80-’90. Ας ευχηθούμε να συνεχίσει με την ίδια συνέπεια. Πάντως, οι επιμέρους δικές μας παρατηρήσεις πηγάζουν από μία διαφορετική αντίληψη της επιθυμητής εισαγωγής για τον συγκεκριμένο τόμο.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/11/2013.
1 σχόλιο:
καλό μηνα
Δημοσίευση σχολίου