Ιώ Τσοκώνα
«Το Πέρα των Ελλήνων
Στην Κωνσταντινούπολη
του χθες και του σήμερα»
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Απρίλιος 2014
Ακόμη σήμερα, η Κωνσταντινούπολη μας απασχολεί. Όχι σαν μία σημαντική πόλη του σύγχρονου κόσμου, η μεγαλύτερη της γείτονος χώρας, ούτε σαν ένας επίλεκτος ταξιδιωτικός προορισμός. Αλλά σαν να πρόκειται για μία δική μας πόλη. Δεν μας ενδιαφέρει όπως το Παρίσι ή το Λονδίνο, ούτε, όμως, με τον τρόπο της Αλεξάνδρειας ή με εκείνον της “χαμένης πατρίδας”, σαν την Σμύρνη. Θα λέγαμε πως μας απασχολεί όπως η Θεσσαλονίκη. Τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τον αριθμό των βιβλίων γύρω από αυτήν, που εκδίδονται τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό, παρόλο που όλοι οι μύθοι της έχουν, προ πολλού, ξεφτίσει. Από την χιλιόχρονη πρωτεύουσα του Βυζαντίου απομένουν κάποιες σχεδόν παραμυθικές ονομασίες, όπως Βασιλεύουσα, Θεοφρούρητος, Βασιλίδα των πόλεων. Μαζί έχουν χαθεί και οι θρύλοι της, ούτε στα παιδικά βιβλία δεν διασώζονται ίχνη τους. “Χρωματισμένους ζεστά από τα μητρικά χείλη” είχαν ακούσει οι άνθρωποι της ηλικίας του Άγγελου Τερζάκη για τα εφτά μισοτηγανισμένα ψάρια στο Μπαλουκλί και για την βουλιαγμένη στη θάλασσα του Μαρμαρά άγια Τράπεζα της Αγια-Σοφιάς. Με δεσπόζοντα, τον θρύλο για τον μαρμαρωμένο βασιλιά.
Μέσα στους αιώνες, η Κωνσταντινούπολη αλλάζει ονομασίες. Βυζαντίς, Augusta Antonioni, Nova Roma, Μεγαλόπολις και Επτάλοφος, η επί σχεδόν εννιακόσια χρόνια πρωτεύουσα του Βυζαντίου, “το καύχημα των ζώντων υπό την του ηλίου ανατολήν”, που έπεσε την 29η Μαΐου 1453, “την τελευταία μέρα του κόσμου για την χριστιανική Δύση”. Η Πόλη, με το κεφαλαίο πι, χωρίς έτερο προσδιοριστικό. Κέντρο του κόσμου παρέμεινε και για τους νέους δικαιούχους της, που εξάλειψαν το όνομα Κωνσταντινούπολη από τον χάρτη, ονοματοποιώντας στη θέση του τη φράση “εις την Πόλιν”, τουρκιστί Ιστανμπούλ. Όσο για τους έκπτωτους νομείς της, η Κωνσταντινούπολη στάθηκε η κεντρομόλος, έστω και ανομολόγητα, ψυχή της Μεγάλης Ιδέας για τα κοντά 80 χρόνια, που αυτή τους νανούρισε. Από την 14η Ιαν. 1844, που ο Ιωάννης Κωλέττης σοφίστηκε και εκστόμισε από τα έδρανα της Βουλής αυτήν την ηχηρή αλλά και κρυπτική έκφραση, μέχρι την Καταστροφή του 1922. “Γεννηθήκαμε κάτω από τον αστερισμό της Μεγάλης Ιδέας και ζήσαμε την Καταστροφή περισσότερο σαν ταπείνωση”, έγραφαν εκείνοι της γενιάς του ’30.
Οι παλαιότεροι, της γενιάς του 1880, όταν για πρώτη φορά “πατούν τη Σταμπούλ”, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, τη Δευτέρα, 4 του Γενάρη 1893, θλίβονται, που τη θέση του αναστηλωμένου από τον Μέγα Κωνσταντίνο Σταυρού τον έχει πάλι πάρει το μισοφέγγαρο. “Και ποιος ηξέρει για πόσον καιρόν ακόμη”, αναρωτιόταν. Πατριώτης, συνεπαρμένος με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, είναι σίγουρος ότι θα συμβεί κάποτε. Ο Καρκαβίτσας έρχεται προσκυνητής περαστικός στην Πόλη, δεν γνωρίζει την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, ούτε στρέφει σε αυτήν τις προσμονές του. Αντιθέτως, ο Κωνσταντινουπολίτης Σταύρος Βουτυράς, 24 χρόνια μεγαλύτερός του, κι αυτός θερμός πατριώτης, μπορεί να μην ντύνεται στο χακί αλλά πολεμάει σε ένα εξίσου δύσκολο μετερίζι, όπως θα έλεγαν οι σημερινοί διανοούμενοι που διασκεδάζουν με εκείνους τους γραφικούς πατριώτες. Ο Βουτυράς εκδίδει την εφημερίδα, ο «Νεολόγος». Ίσως, “το πιο εκφραστικό δημοσιογραφικό όργανο των Ελλήνων της Πόλης στο δεύτερο μισό του 19ου”, όταν θάλλει η Μεγάλη Ιδέα. Αυτό, σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Σβολόπουλο, που δίνει στην ελληνική κοινότητα “την πρωτοπορία στα γράμματα και τις επιστήμες υπό την οθωμανική αυτοκρατορία”. “Κολυμβήθρα δια την αναγέννησιν της Ανατολής” αποκαλεί ο Βουτυράς στην εφημερίδα του, εν έτει 1873, τους Ρωμιούς της Πόλης.
Ο Καρκαβίτσας και ο Βουτυράς πέθαναν και οι δυο σε κακή κατάσταση, από φυματίωση του λάρυγγα ο πρώτος, τυφλός και πάμφτωχος ο δεύτερος. Μόλις που πρόλαβαν να μάθουν τα κακά μαντάτα, το ανεπίτευκτο της Μεγάλης Ιδέας. Ο Σταύρος Βουτυράς, τον οποίο έχουμε αρκετές φορές μνημονεύσει, στάθηκε η αφορμή να ξεχωρίσουμε ένα από τα καινούρια βιβλία για την Κωνσταντινούπολη. Θα πρέπει να ομολογήσουμε πως η παραπομπή της συγγραφέως σε σχετικό κείμενό μας κολάκεψε την λανθάνουσα φιλαυτία μας. Ασχέτως αν μας στενοχώρησε, καθώς μας αναφέρει ως ανήκοντες στο πρώτο φύλλο. Απόλυτα δικαιολογημένη, με το αρχίγραμμα του μικρού ονόματος, που έχουμε επιλέξει ως υπογραφή, από το φόβο πως τα δισύλλαβα θηλυκά υποκοριστικά στερούνται σοβαρότητας. Όπως και να έχει, πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της Ιούς Τσοκώνα, το πιο πρόσφατο σε μία σειρά από ενδιαφέροντα βιβλία συγγραφέων ποικίλης προέλευσης, ηλικίας και άρα, προοπτικής.
Επιλεκτικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το φιλόδοξο οδοιπορικό του Αλέξανδρου Μασσαβέτα στην Κωνσταντινούπολη, “την Πόλη των Απόντων”, που σημαίνει όλων των “Άλλων”, τουτέστιν Ελλήνων, Λεβαντίνων, Εβραίων, Αρμενίων, Ρώσων. Το βιβλίο απέσπασε το Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας για την εκδοτική σοδειά του 2011. Επίσης, το παλαιότερο αστυνομικό του Κωνσταντινουπολίτη Πέτρου Μάρκαρη, «Παλιά, πολύ παλιά», που, κατ’ εξαίρεση, διαδραματίζεται στην γενέτειρά του. Την ίδια χρονιά, το 2008, είχε κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη, αυτός γεννημένος στην Αλεξανδρούπολη με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, «Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου πόθων». Το 2012, εκδόθηκαν δυο ακόμη ενδιαφέροντα μυθιστορήματα. Το μεταμοντέρνας σύλληψης, «Απόπειρα συνάντησης», της Ισμήνης Καρυωτάκη, που πλέκεται γύρω από την Κωνσταντινούπολη αλλά μνημονεύει μόνο την Ιστανμπούλ, και το βραβευμένο μπέστ σέλερ του Θωμά Κοροβίνη, το «’55». Όπως δηλώνει ο τίτλος, εστιάζει στον Σεπτέμβριο του 1955, όταν οι Τούρκοι εξαπέλυσαν το μεγάλο πογκρόμ εναντίον όσων Ρωμιών απέμεναν.
Τέλος, πέρυσι, εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό, «Η πόλη που γεννήθηκα. Ιστανμπούλ 1926-1946», του Μάριο Βίττι. Αυτός είναι από Ιταλό πατέρα και Ρωμιά μητέρα, “με σημαντικούς Φαναριώτες προγόνους από την πλευρά της μητέρας της και καλοστεκούμενους Καππαδόκες από την πλευρά του πατέρα της”. Τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του στην Πόλη τα έζησε στο Πέραν ή και Πέρα, τουρκιστί Μπέγιογλου. Περιοχή, που άρχισε να παίρνει αυτοδύναμη υπόσταση μετά την Άλωση, με την εγκατάσταση σε αυτήν των ευρωπαϊκών πρεσβειών. Εκεί έζησε τα αντίστοιχα πρώτα δέκα επτά χρόνια της ζωής του ο Γιώργος Θεοτοκάς, γι’ αυτό και στο μυθιστόρημά του, «Ο Λεωνής», περιγράφει με τόση ζωντάνια τον δημοτικό κήπο του Ταξιμιού. Και ακόμη παλαιότερα, τον 19ο αι., εκεί βρέθηκε στα δεκατέσσερά του ο Ευρυτάνας Δημήτριος Παπαδόπουλος, αρχικά ως μαθητής και έμεινε κοντά τριάντα χρόνια. Το μυθιστόρημά του, από τα πρώτα μπέστ σέλερ της δεκαετίας του 1920, «Η Ωραία του Πέραν», που εξέδωσε με το ψευδώνυμο Τυμφρηστός, συναρπάζει τις ρομαντικές ψυχές με τον τραγικό έρωτα της ωραίας Ερμιόνης για τον φτωχό Αιμίλιο, αλλά και με τα ειδυλλιακά τοπία μέσα στα οποία εκτυλίσσεται.
Αυτό «Το Πέρα των Ελλήνων» παρουσιάζει η Τσοκώνα, όπως το έζησε αυτή τα δέκα οκτώ πρώτα χρόνια της ζωής της. 80 χρόνια μετά τον Τυμφρηστό, 60 μετά τον Θεοτοκά και κοντά 40 μετά τον Βίττι, καθόσον γεννημένη το 1964. Ο Κοροβίνης γράφει τον πρόλογο στο βιβλίο της με την οικειότητα του οικογενειακού φίλου. Θεσσαλονικιός αυτός, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, δίδαξε κοντά μία δεκαετία, από το 1988 μέχρι το 1996, στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης. Στον πρόλογό του αναφέρει δυο άλλα μέλη της οικογένειας, τη μητέρα της συγγραφέως Ολυμπία, διευθύντρια της Αστικής Σχολής Κοντοσκαλίου, και τον αδελφό της, Αριστοτέλη, σήμερα καθηγητή του Ζωγραφείου, με συγγραφική δράση. Και τα δυο αδέλφια μας είναι γνωστά από τα δημοσιεύματά τους στο περιοδικό «Κινστέρνα». Στο βιβλίο, υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο “Άρης” και η “Ιώ”», σε ανωφερή τα ονόματα, καθώς γίνεται λόγος για την προέλευσή τους. Με πλάγιο τρόπο, η συγγραφέας διανθίζει τις αναμνήσεις της με μύθους και ιστορικά στοιχεία. Στο πρώτο κεφάλαιο, συστήνεται ως κόρη δασκάλων, αφιερώνοντας το βιβλίο στον πατέρα της. Λησμονεί να αναφέρει το όνομά του, τον ζωντανεύει όμως ως δάσκαλο στα Ταταύλα. Ενώ, σε ένα άλλο κεφάλαιο, δίνει το λιγότερο γνωστό ιστορικό του σχολείου της μητέρας της, όπου φοίτησε και η ίδια. Η αφήγηση ξετυλίγεται με χρονολογική τάξη, διατηρώντας έναν ανάλαφρα ευφρόσυνο τόνο. Όλα συμβαίνουν μέσα σε μία αγαπημένη οικογένεια και σε μία ευημερούσα κοινότητα. Τα δυσάρεστα, ωστόσο, δεν μένουν στα παραλειπόμενα. Αναφέρονται στις επιμέρους ιστορικές αναδρομές, με τον ενδεικνυόμενο για ένα παρόμοιο βιβλίο τρόπο· ακριβόλογα και χωρίς δραματικούς τόνους. Τα Σεπτεμβριανά, οι απελάσεις του ’64, μετά τις ταραχές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και πάλι το ’74.
Η ιστορία της Τσοκώνα ξεκινά από το Φανάρι όπου γεννήθηκε, το Πατριαρχείο όπου βαφτίστηκε και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου ήταν μαθητής ο αδελφός της. Στο Φανάρι ήταν το σπίτι των γονιών της μητέρας της, που την κακόμαθαν μεν με τα χάδια τους, όπως γράφει, αλλά έπλασαν με τις ιστορίες τους μία Ελληνίδα γνησιότερη από τις συνομήλικές της Ελλαδίτισσες. Όταν αυτό το ξύλινο σπίτι, πλάι στο Μετόχι του Αγίου Τάφου, κάηκε, η μικρή Ιώ παραθέριζε στην Πρώτη, στα Πριγκηπόνησα. Την ιστορία του και τη φρίκη της φωτιάς την περιγράφει ο αδελφός της σε βιβλίο του. Οι δικές της αναμνήσεις γίνονται πιο ζωηρές με την εγκατάσταση της οικογένειας στο διαμέρισμα του Τζιχανγκίρ, προάστιου του Πέρα. Αυτή ήταν η πρώτη γειτονιά και του Μασσαβέτα, οπότε οι περιγραφές των δυο συγγραφέων για τις πολυκατοικίες και τις γειτονιές τους βαίνουν παραλήλως. Κεντρικό σημείο και στις δυο αφηγήσεις είναι ο Ίσιος ή Μεγάλος Δρόμος του Πέρα. Από τα πρώτα ιδρύματα που παρουσιάζει η συγγραφέας είναι το Ζωγράφειο, που λειτουργεί μέχρι σήμερα έστω και με 40 μαθητές. Ακολουθούν το Ζάππειο, που ήταν το σχολείο της και τα υπόλοιπα σχολεία του Πέρα. Ως κατακλείδα, περιγράφει την αγαπημένη της Πρώτη, το νησί τους. Στις παιδικές αναμνήσεις, αναμιγνύονται ιστορικές πληροφορίες, όπως εκείνο το μεγάλο λευκό κιονόκρανο στην αλάνα έξω από την Παιδόπολη ή το νησί ως τόπος εξορίας τα βυζαντινά χρόνια.
Η Τσοκώνα, αφού ολοκληρώνει, σε ένα πρώτο μέρος του βιβλίου, τις αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών χρόνων, αποπειράται μία συστηματική παρουσίαση “του Πέρα των Ελλήνων”, κρατώντας έτσι στο ακέραιο την υπόσχεση του τίτλου. Με πληρότητα, αλλά χωρίς καταγραφικό φιλολογισμό, παρουσιάζει συστηματικά αξιοθέατα και Ιδρύματα. Είναι πολύτιμη αυτή η περιγραφή, γιατί τις λεπτομέρειες που έχει συγκρατήσει η μνήμη, ο ερευνητής δεν τις εντοπίζει, όσο κι αν κοπιάσει. Μεταφράστρια σήμερα από τα ελληνικά στα τουρκικά, πλουτίζει περαιτέρω την αφήγησή της. Δίνει το προβάδισμα στα κινηματογραφικά έργα και τις αίθουσες, χάρις στην “μανιώδη σινεφίλ” μητέρα, ακολουθούν ένα εκτενές κεφάλαιο για τις εκκλησίες και μικρότερα, για τα προξενεία και τα θέατρα, αυτά χάρις και στον θεατρόφιλο πατέρα. Ιδιαίτερα κεφάλαια αφιερώνονται στα αξιοθέατα, την πλατεία Ταξίμ, το κοσμοπολίτικο Σταυροδρόμι και τον Γαλατά. Η συγγραφέας δεν λησμονεί να αναφερθεί στον ελληνικό Τύπο, καθώς και σε ορισμένες προσωπικότητες του Πέρα, αλλά και σε κάποιους γραφικούς τύπους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά της στην όγδοη Τέχνη, τη φωτογραφία. Κατά μία εκδοχή, επειδή η Κωνσταντινούπολη δεν είχε πολλούς ντόπιους ζωγράφους, πλήθυναν οι φωτογράφοι. Από το 1850 και ύστερα, στον Ίσιο Δρόμο ανοίγουν φωτογραφεία. Πρώτος ο Βασιλάκης Καργόπουλος, μετά ο γιος του Κωνσταντίνος, αλλά κυρίως, ο Αχιλλέας Σαμαντζής και ο γαμπρός του Ευγένιος Δαλέζιος, τους οποίους πρωτογνωρίσαμε πέρυσι με την έκθεση των φωτογραφιών τους στην Αγιορείτικη Εστία της Θεσσαλονίκης. Η παρουσίαση από την Τσοκώνα του Σαμαντζή συνιστά μία μοναδική μαρτυρία γι’ αυτόν τον ερασιτέχνη φωτογράφο, “αστό, πολύγλωσσο και κοσμοπολίτη”. Το 1936 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1942, τυφλός και σε κακή οικονομική κατάσταση, όπως ο Βουτυράς. Αυτός δέκα χρόνια νεότερος, στα 72. Το βιβλίο εικονογραφείται με 30 από τις συνολικά 120 φωτογραφίες που τράβηξε επί τούτου ο φίλος της συγγραφέως, φωτογράφος Σαμί Σολμάζ.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/7/2014.